Ανδρέας ο μακάριος Μάρτυς, γέρων ων
κατά την ηλικίαν, έζη κατά τας ημέρας του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Βασιλείου
του Μακεδόνος εν έτει ωξζ΄ (867), συλληφθείς δε υπό των Αγαρηνών, οίτινες κατά
την εποχήν εκείνην εξουσίαζον όλην την Αφρικήν και είχον φθάσει μέχρι της
Σικελίας, παρεστάθη ενώπιον του άρχοντος αυτών, του θηριώδους και ωμοτάτου
Αβραχίμ. Επειδή δε ωμολόγησε παρρησία την εις Χριστόν πίστιν, ερρίφθη εις την
φυλακήν και εκεί έμεινεν πολλά έτη, έως ου κατεξηράνθη όλος από την πείνν και
δίψαν, και από τας άλλας ταλαιπωρίας της φυλακής.
Μετά ταύτα, επειδή δεν
επείθετο να αρνηθή την ευσέβειαν, το άσπλαγχνον εκείνο θηρίον, ο Αβραχίμ, ανέβη
επάνω εις ίππον, και λαβών εν ακόντιον, έστησε τον Άγιον κατ’ ευθείαν έμπροσθεν
εις τον δρόμον. Έπειτα τρέχων με τον ίππον, κτυπά εις το στήθος τον Μάρτυρα με
το ακόντιον. Επειδή δε ήκουσεν ότι εφώναζεν από καρδίας ο Άγιος μίαν φωνήν
ευχαριστήριον εις τον Θεόν, δια τούτο στρέφει ο αιμοβόρος από το όπισθεν μέρος
του Μάρτυρος, και κτυπά δεύτερον αυτόν εις την ράχιν με άλλο ακόντιον. Όθεν
επειδή και τα δύο ακόντια διήλθον τα σπλάγχνα του έσωθεν έως έξω, έπεσε κατά
γης ο γενναίος αγωνιστής· είτα αποτμηθείς την κεφαλήν, παρέδωκε την αγίαν του
ψυχήν εις χείρας Θεού και ανέβη νικηφόρος εις τα ουράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου