Το Μάννα, εις τα
Εβραϊκά, σημαίνει: «τι είναι αυτό;», και δείχνει την φιλευσπλαγχνίαν του Θεού
Πατρός, κατά την έξοδον των Ισραηλιτών βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν. Η Μάνα, εις τα
Ελληνικά, είναι ο Άγγελος φύλακας και το απάνεμον λιμάνι της ανατροφής των
παιδιών της, με ανεξάντλητον στοργήν και θαυμαστήν αγάπην. Η Μάνα—η Παναγία
είναι η «σκάλα», ήτοι η μεσολαβήτρια, η οποία ενώνει τα Επίγεια, με τα Ουράνια
και το καταφύγιον, όσων προσφεύγουν εις Αυτήν. Και εις τας τρεις, ανωτέρω
καταγραφάς, ενυπάρχει αντίστοιχα, το θαύμα: της Φροντίδος, της Ζωής, της
Σωτηρίας. Το γλυκοχάραμα της Ζωής, για καθεμίαν Χριστιανήν μάναν, κορυφώνεται,
εις το πάνσεπτον πρόσωπον της Παναγίας, αφού η άσπιλος και αμόλυντος Μαριάμ,
γίνεται η Θεοτόκος, η οποία τίκτει τον Υιόν και Λόγον, για την σωτηρίαν του
Ανθρωπίνου Γένους. Το Μυστήριον αυτό είναι μέγα και γι’ αυτό αγιογραφείται,
δοξολογείται και υμνογραφείται.
Το ωφέλιμον είναι ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν
κατορθώνει, να το λησμονήση, ενώ κατορθώνει λόγω της φυσικής φθοράς, να επιφέρη
την φυσικήν κατάληξιν, ήτοι την Κοίμησιν, κατά την Χριστιανικήν πίστιν και
προσδοκίαν. Αναπόφευκτα λοιπόν, και μυστηριακά, την 15ην Αυγούστου,
η Παναγία «μετετέθη εις τους Ουρανούς». Σύμφωνα, με την ιεράν Παράδοσιν, όταν η
Παναγία επληροφορήθη άνωθεν, την επικειμένην Κοίμησίν Της, προσευχήθη εις το
Όρος των Ελαιών, (ήταν ο τόπος προσευχής του μονάκριβου Υιού Της), ετοιμάσθη
και ανέφερε το γεγονός εις τους Αποστόλους. Επειδή, κατά την ημέραν της
Κοιμήσεως, δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι, εις τα Ιεροσόλυμα, μία νεφέλη, τους
ήρπασε και τους έφερε πλησίον Της. Την ετοποθέτησαν εις το μνήμα της
Γεσθημανής, αλλά μετά από τρεις ημέρας, ο τάφος ήταν άδειος. (Τριήμερος ήταν
και η ταφή του Υιού Της). Εκείνος ανεστήθη, Εκείνη μετετέθη και ευρέθη κοντά,
εις το «γλυκύ Της έαρ», όπως Τον απεκάλεσεν, εις τον Σταυρόν. Όμως, ο τρόπος
της Κοιμήσεώς Της, δεν είναι απλά, θαυμαστός και ζηλευτός, από τους αληθινούς
πιστούς, είναι και το έαρ (=η Άνοιξις) της προσδοκίας, για όσους αγωνίζονται
και βιώνουν την «εν Χριστώ» Ζωήν. Είναι η Δικαίωσις, η οποία μετατρέπει τον
θάνατον – εις Κοίμησιν, την αφάνειαν – εις Πάσχα (=πέρασμα), εις την Βασιλείαν
των Ουρανών. Γι΄ αυτό και η Θεομητορική εορτή της 15ης Αυγούστου,
ονομάζεται «το Πάσχα του Καλοκαιριού» και εορτάζεται, με ιδιαιτέραν λαμπρότητα,
εις πολλά μέρη της Ελλάδος. Από τον 10ον αιώνα μ.Χ., καθιερώθη
νηστεία, δεκαπέντε ημερών, αρχομένη, από την 1ην Αυγούστου, η οποία
ολοκληρώνεται, με τας Παρακλήσεις, δια την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Δι΄ όλους μας:
πιστούς και απίστους, «μικρούς και μεγάλους», η Μάνα είναι η πηγή της Ζωής μας,
ο ομφάλιος λώρος, ο οποίος μετατρέπει την ανυπαρξίαν – εις ύπαρξιν, ο οδηγός
της Πορείας μας, το καταφύγιον της Παρηγοριάς μας και το μονάκριβον φυλακτό
μας. «Η Μάνα είναι μία» είτε ζη είτε εκοιμήθη και γι’ αυτό καθημερινά,
συνειδητά ή ασυνείδητα, την επικαλούμεθα, εις την χαράν ή εις την λύπην μας,
εις την επιτυχίαν ή την αποτυχίαν μας. Ο άνθρωπος γεννιέται, με την λέξιν,
«Μάνα» και πεθαίνει με αυτήν την λέξιν. Και όμως, ποίος ξεπεσμός, ποία ύβρις,
ποία ανωμαλία; Υπάρχουν «άνθρωποι», οι οποίοι εκστομίζουν γενετησίους ύβρεις,
εναντίον Της. Έτσι καταγράφεται η εμετική κατάντια του ανθρωποειδούς όντος.
Φεύ! (Αλοίμονον), αφού αυτό συμβαίνει και δια την Παναγίαν, την Μάναν όλων των
Χριστιανών. Μπορεί, να είναι η έκφρασις εγκεφαλικής πενίας ή κομπλεξικής
συγχύσεως. Το βέβαιον όμως, είναι ότι καταδεικνύει τυφλωτικήν ασέβειαν,
αποδεικνύει ηθικήν – πνευματικήν στέρησιν, η οποία γελοιοποιεί τους βλασφήμους,
γιατί είναι μία βαρεία βλασφημία, η οποία κατακαίει τα χείλη και την γλώσσαν
της παραπαιούσης και πλανωμένης Ψυχής. Είναι η ψυχή, η οποία από παρθένος
καταντά πόρνη, η οποία επίμονα παραμένει Φαρισαίος και απορρίπτει τον Τελώνην
και εύκολα, συχνά λειτουργεί, ως όχλος (σταύρωσον –σταύρωσον… Αυτόν). Και όμως
ωφελεί να γίνη η Ψυχή, η οποία θα χαίρεται, με την Χάριν της Μεγαλόχαρης, θα
νοιώθη την αγκαλιάν της Βρεφοκρατούσης, θα νικά, με την δύναμιν της Υπερμάχου,
θα ατενίζη την ελευθερίαν της Πλατυτέρας των Ουρανών και θα γεύεται τους
καρπούς, εις «το περιβόλι της Παναγίας», όπως ονομάζεται το Άγιον Όρος. Δεν
αξίζει να είναι ο άνθρωπος, «το αποπαίδι Της», αλλά «ο πνευματικός υιός Της»,
δια να Την αγαπά, σέβεται και λατρεύη. Έτσι θα απορρίψη «τα σταφύλια της Οργής»
και τον Αύγουστον (τον Τρυγητήν) θα τρυγά, τα σταφύλια της Ουρανίου Ζωής. («Εγώ
ειμί η Άμπελος, η Αληθινή και ο Πατήρ μου, ο γεωργός εστίν»). Ο
Δεκαπενταύγουστος καθιερώνεται εις την Ελλάδα ως επίσημος αργία. Η
Χριστιανοσύνη λοιπόν, λαμπρύνεται – ευφραίνεται και η Παναγία ενώνει κάτω από
την φιλόστοργον Σκέπην Της, τον Ελληνισμόν (π.χ. Παναγία Σουμελά,
Εκατονταπυλιανή…) Τα πάμπολλα προσωνύμιά Της, μας παρέχουν την Χάριν Της και
δείχνουν την ευλαβικήν αγάπην, προς Αυτήν. Εις τα χείλη των πιστών, υπάρχει η
φράσις: «Βοήθα Παναγιά μου…». Και Εκείνη, ως η πλέον πονεμένη και γλυκειά Μάνα
του Κόσμου, ανταποκρίνεται και δέεται, για εμάς, εις τον μονάκριβόν Υιόν Της.
Δι΄ αυτό γαληνεύομεν – όταν Την ατενίζωμεν, ανακουφιζόμεθα – όταν Την
προσκυνούμεν και δυναμώνομεν – όταν Την πιστεύωμεν. Συμπερασματικά: η Κοίμησις
της Μάνας – Παναγίας μας είναι ένα αναπόφευκτον γεγονός της ανθρωπίνης
φθαρτότητος, όμως με τας ικεσίας μας, προς Αυτήν, γίνεται «η Μάνα της αιωνίου
Ζωής, ήτοι η Ωραία Πύλη, η οποία μας εισάγει, εις την Βασιλείαν του Θεού».
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου