Τη ΙΔ΄ (14η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΘΥΡΣΟΥ, ΛΕΥΚΙΟΥ και ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.

Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήθλησαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249- 251), κατήγοντο δε από την χώραν των Βιθυνών, από γένος λαμπρόν και περίφημον, αλλά και κατά την ευσέβειαν εφάνησαν έτι λαμπρότεροι, επειδή υπέμειναν από τους ασεβείς διάφορα παιδευτήρια και δεν ενικήθησαν οι αήττητοι. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν εις όλας τας πόλεις ωμοί και ανήμεροι άρχοντες τιμωρούντες τους πιστούς ανηλεώς· ήλθε δε και εις την Καισάρειαν, εις την οποίαν κατώκουν οι Άγιοι, άρχων τις, Κουμβρίκιος ονόματι, όστις επεμελείτο πολύ τα είδωλα, έκτιζε βωμούς, έκαμνε θυσίας και ει τι άλλο ηδύνατο. Όχι δε μόνον αυτός ήτο εις την πλάνην αυτήν βεβυθισμένος, αλλ΄ ηγωνίζετο, ο ασύνετος, να ρίψη και άλλους εις την απώλειαν, άλλους με κολακείας και άλλους με απειλάς.   
Κατά την εποχήν εκείνην ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Λεύκιος, εις από τους πρώτους της πόλεως, βλέπων δε τας θλίψεις των δικαίων εθλίβετο και τους ελυπείτο ως συμπαθέστατος. Όθεν από τον θείον ζήλον ανεφλέγετο η καρδία του να παρρησιασθή δια την ευσέβειαν, μη υποφέρων να βλέπη τον αληθή Θεόν υβριζόμενον. Απήλθε λοιπόν αυτόκλητος ημέραν τινά, όταν εύρε καιρόν αρμόδιον, και λέγει ταύτα προς τον Κουμβρίκιον· «Διατί φονεύεις την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, προσκυνών κωφά και αναίσθητα είδωλα; Δεν σε αρκεί δε το να υπάγης μόνος εις την απώλειαν, αλλά βιάζεις και άλλους ανθρώπους να γίνωνται και αυτοί αναισθητότεροι των λίθων και των ξύλων. Διότι δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και να έλθης εις το φως της αληθείας, αφήνων το σκότος της ματαιότητος»; Ταύτα ακούσας εξαίφνης ο ηγεμών από τον Λεύκιον, εθυμώθη και προστάσσει, χωρίς να τον εξετάση τελείως, να τον τανύσουν και να τον δείρουν εις την ράχιν ασπλάγχνως. Ο δε Μάρτυς εδέχετο τας πληγάς γλυκύτατα, ευλογών και ευχαριστών τον Κύριον· όθεν ο τύραννος βλέπων, ότι δεν ελάμβανε καν υπ΄ όψιν τους ραβδισμούς, προσέταξε να τον δείρουν περισσότερον και τόσον τον εμαστίγωσαν, ώστε όλον το σώμα του έγινεν απαλόν, τα κόκκαλα συνετρίβησαν, οι δήμιοι εκουράσθησαν, ο δε Άγιος πάντα μετά καρτερίας υπέμενε. Ταύτα ακούων ο ηγεμών εγνώρισεν από την καρτερίαν τού Μάρτυρος και από την παρρησίαν του, αφού ήλθεν αυτόκλητος εις τα κολαστήρια, ότι δεν ήτο δυνατόν να μετατρέψη την γνώμην του· όθεν είπε προς αυτόν προσποιούμενος ότι του κάμει χάριν τινά· «Επειδή ποθείς τον θάνατον, Λεύκιε, εγώ να σου τον χαρίσω, καθώς πολλάκις και άλλους πολλούς ομοίους σου πεπλανημένους Χριστιανούς εθανάτωσα». Ούτως ειπών, προσέταξε να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Επήγαινε λοιπόν ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης χαίρων και αγαλλιώμενος με φαιδρόν και ιλαρόν πρόσωπον, ως να επρόκειτο να στεφανωθή, καθώς και πράγματι εστεφανώθη παρά του μισθαποδότου Χριστού εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται με τους Αγίους Αγγέλους αιώνια.                                                                                                                          
Η φήμη αύτη του Αγίου Λευκίου απήλθε πανταχού· και οι μεν άλλοι Χριστιανοί, δια την ωμότητα του Κουμβρικίου, εκρύπτοντο, ο δε θείος Θύρσος, θείω ζήλω κινούμενος, επήγε προς τον ηγεμόνα και του λέγει· «Χαίροις, κράτιστε ηγεμών». Αντεχαιρέτησε δε και αυτόν ομοίως ο άρχων. Λέγει προς αυτόν ο Θύρσος· «Είναι συγκεχωρημένον να συνομιλώμεν και ημείς οι εξουσιαζόμενοι με σας τους εξουσιαστάς ό,τι θέλει έκαστος κατά το δίκαιον ή μόνον να σας υπακούωμεν χωρίς να λέγωμεν ή να αποκρινώμεθα τίποτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι, έκαστος είναι ελεύθερος να ομιλή εις το κριτήριον και μάλιστα όταν λέγη ωφέλιμα λόγια». Λέγει ο Θύρσος· «Ποίος όμως άλλος λόγος είναι ωφελιμώτερος, από εκείνον όστις λυτρώνει την ψυχήν μας από τον αιώνιον θάνατον; Εγώ επ΄ αληθείας ήλθον να σε οδηγήσω προς την αλήθειαν και να σε συμβουλεύσω δια την σωτηρίαν σου, διότι σε λυπούμαι και θλίβεται η καρδία μου, να βλέπω ότι προσκυνείς λίθους και ξύλα ανόητα και αφήκες τον αληθή Θεόν και Σωτήρα ημών τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και άπασαν την υφήλιον». Ταύτα ειπών μετά παρρησίας ο Άγιος, του έφερε πολλάς ρήσεις εις μαρτυρίαν από τους Προφήτας, οι οποίοι μας διδάσκουν να μη προσκυνούμεν άλλο τι, ειμή μόνον τον ένα Θεόν. Ο δε ηγεμών απεκρίνατο· «Η πολλή σου αναισχυντία φανερώνει ότι είσαι και συ εις την πλάνην και την ασθένειαν των Χριστιανών· πλην άφες αυτά τα φλυαρήματα και μάταια ερωτήματα, να τα λύσουν οι παίδες, οίτινες κάθηνται εις το σχολείον και έχουν προς τούτο τον καιρόν· συ δε υπάκουσον εις τα βασιλικά προστάγματα και προσελθών θυσίασον εις τους θεούς· ει δ΄ άλλως, εγώ θέλω σου δώσει αντίδοσιν και παίδευσιν αξίαν της ακαίρου ματαιολογίας και αυθαδείας σου». Λέγει ο Άγιος· «Δεν είναι πρέπον να γίνωμεν και οι λογικοί άλογοι και ανόητοι και να προσκυνώμεν αναίσθητα και άλογα κτίσματα· όθεν δεν πείθομαι να αρνηθώ την ευσέβειαν· λοιπόν επειδή δεν κρίνεις με κρίσιν εύλογον, αλλά βία και δυναστεία, ποίησον ό,τι βούλεσαι». Λέγει ο άρχων· «Άραγε δια να σου δείξω ήμερον πρόσωπον, σε έκαμα και έγινες αυθαδέστερος; Αλλ΄ επειδή σε βλέπω συνετόν και φρόνιμον, σε παρακινώ εις το συμφέρον σου, πριν δοκιμάσης τα κολαστήρια. Λοιπόν ύπαγε εις τον ναόν και απόδος εις τους θεούς την πρέπουσαν προσκύνησιν, δια να σου συγχωρήσω τα πρότερα, να γίνης και φίλος του βασιλέως και να τιμηθής πολύ από εμέ». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ από πολλού εγνώρισα την αλήθειαν και καταγελάσας τα ακάθαρτα βδελύγματα των ψευδωνύμων θεών σας, προετίμησα την πίστιν του Χριστού την αμώμητον· λοιπόν μη αμελής, αλλά πράξε καθώς ο βασιλεύς σε προσέταξε».  Τότε προστάσσει ο τύραννος δυνατούς τινας και ανδρείους νέους να δέρωσι τον Άγιον εις όλον το σώμα έως ότου κουρασθούν και κατόπιν να αλλάσσωνται. Έπειτα να τον δέσουν δυνατά με λωρία από τα άκρα των χειρών και των ποδών του και να τον σύρουν τόσον ισχυρώς, έως ότου εξέλθουν από τον τόπον αυτών αι αρμονίαι του σώματος και ξεχωρίσουν τα μέλη από τα νεύρα. Υπέμεινε λοιπόν ο Άγιος τοιαύτην οδύνην ανύποιστον με φαιδρόν και αγαλλιώμενον πρόσωπον, ο δε τύραννος εφθόνησε δια την φαιδρότητα και το ανθηρόν του προσώπου του και προστάσσει να τον λύσουν από τα δεσμά και να κατακεντώσι με βελόνας το πρόσωπον αυτού και τα βλέφαρα. Τούτου γενομένου, ενεπλήσθη ο θείος Θύρσος θάρσους παρά Θεού και ήλεγχε μάλλον  με πολλήν παρρησίαν τον τύραννον, λέγων· «Πρόσεχε εις εμέ δια να εννοήσης την δύναμιν του Χριστού μου· διότι όσον συ αφανίζεις το σώμα μου, τόσον Εκείνος μου δίδει περισσοτέραν ωραιότητα, διότι αυταί αι πληγαί και τα στίγματα καλλωπίζουσι τας ψυχάς και τα σώματα». Ταύτα ακούων ο τύραννος έβραζεν από τον θυμόν του, μη γνωρίζων τι να πράξη δια να μη τον πολεμή ο Άγιος με την γλώσσαν του και προστάσσει να δέρουν τας σιαγόνας του με στροβίλους χαλκούς, έως να συντριβούν οι οδόντες του. Αλλά και ταύτην την τιμωρίαν υπομένων ο μακάριος Θύρσος, είχε πάλιν την προτέραν φαιδρότητα και δεν έπαυεν από του να υμνή και να ευχαριστή τον Κύριον.                                              
Ταύτα όμως ήναπτον έτι περισσότερον τον θυμόν του άρχοντος και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Μη βάλης εις τον νουν σου, Θύρσε, ότι ετελαίωσαν τα βασανιστήριά σου, με αυτά μόνον τα μικρά κολαστήρια, τα οποία μέχρι τώρα έλαβες, αλλά γνώριζε, ότι θέλεις δοκιμάσει τόσον πολλά, ώστε να μάθης με ποίον τρόπον παιδεύονται οι απειθείς». Ο δε Μάρτυς έλεγε· «Δια τα μέγιστα αυτά καλά σε ευχαριστώ, διότι με τα προσωρινά ταύτα και μικρά κολαστήρια μού ωφελείς την ψυχήν και σε παρακαλώ μη φθονήσης, ούτε αμελήσης να μου δώσης την απόλαυσιν ταύτην». Τότε προσέταξεν ο άρχων και διέλυσαν εις το πυρ μόλυβδον, απλώσαντες δε εις κλίνην γυμνόν και πρηνή τον Άγιον, εφερον μάντεις τινάς και γόητας και του έλεγον· «Κάμε τώρα το θέλημα του ηγεμόνος, δια να σωθής εκ του κινδύνου και ο Θεός σου είναι καθώς ακούομεν φιλάνθρωπος και πανάγαθος και θέλει σε συγχωρήσει δια την ασθένειαν της φύσεως». Ταύτα μεν αυτοί έλεγον κατά προσταγήν του άρχοντος, ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ μεν υπομένω τας προσκαίρους αυτάς τιμωρίας, δια να λυτρωθώ από την αιώνιον κόλασιν και να αναπαυθώ εις την Βασιλείαν των ουρανών αιώνια, αλλά σεις, οίτινες φιλονικείτε κατά της αληθείας, πρέπει να γνωρίζετε ότι αυτός ο μόλυβδος, τον οποίον βράζετε δια να με καύσητε, θέλει γίνει μάρτυς της κακίας σας, και θέλει παραδώσει πολλούς από σας εις το πυρ το άσβεστον, να κολάζεσθε ως ασεβείς αιώνια». Και ο μεν Άγιος έλεγε ταύτα, διότι η θεία Χάρις επλήρωνε την καρδίαν του· οι δε άνομοι ενόμιζον ταύτα λήρους και φλυαρήματα και έχυσαν επάνω εις την γεγυμνωμένην ράχιν του τον μόλυβδον βράζοντα· αλλ΄ ω των θαυμασίων σου, Δέσποτα! Ο μόλυβδος δεν ήγγισεν ουδόλως εις τας σάρκας του, αλλ΄ επήδησεν εις τα πρόσωπα των ασεβών και πολλούς εθανάτωσεν, ο δε Άγιος ηγέρθη της κλίνης αβλαβής εις θαύμα και έκπληξιν των ορώντων.                                                                                        
Ταύτα βλέπων ο τύραννος ως τυφλός και ανόητος ωργίζετο έτι μάλλον κατά του Αγίου και τον έλεγε μάγον και γόητα· ύστερον δε πάλιν του έδωκε και άλλας τιμωρίας· αλλ΄ ο Άγιος εδείκνυε πάντοτε την αυτήν ανδρείαν ως πρότερον και τους μεν δυσσεβείς ετάραττε και τας ψυχάς αυτών εθορύβει, τους δε ευσεβείς εστερέωνεν· όθεν ο τύραννος, την αισχύνην μη υποφέρων, εφυλάκισε πάλιν με άλυσον δεδεμένον τον Μάρτυρα δια να συλλογισθή με ποίαν άλλην βάσανον να αναλύση το σώμα του. Ο δε Μάρτυς προσέπιπτε τω Δεσπότη θερμότατα και εδέετο να τον αξιώση του θείου Βαπτίσματος δια να γίνη χρησιμώτερος δούλος του, διότι ακόμη δεν ήτο βαπτισμένος· ο δε Θεός επακούσας της αιτήσεώς του τον ηξίωσε να λάβη δύο βαπτίσματα, ήτοι το δι΄ ύδατος και Πνεύματος άγιον Βάπτισμα και το του Μαρτυρίου.                                    
Το μεσονύκτιον ήλθεν ο Δεσπότης Χριστός εις την φυλακήν, να επισκεφθή τον δούλον του και ευθύς αι θύραι ηνεώχθησαν μόναι των, αο αλύσεις ελύθησαν και φως μέγα έλαμψεν εις το δεσμωτήριον· ο δε Άγιος ωδηγήθη έξω αυτού και επήγε, καθοδηγούμενος από θείον φως, εις τον Επίσκοπον της πόλεως, όστις ήτο κεκρυμμένος δια τον φόβον των διωκτών. Ιδών δε εκείνος τον Άγιον εθαύμασε, πως ευρέθη εκεί, δεδομένου ότι είχεν ακούσει τα άθλα του· όθεν πεσών κατά γης προσεκύνησεν αυτόν, εκείνος δε προσεκύνησεν ομοίως τον Αρχιερέα λέγων· «Εγώ, Πάτερ τίμιε, ήλθον να με ευλογήσης και όχι να ζητής ευλογίαν παρ΄ εμού, διότι είμαι ακόμη αβάπτιστος και μη αμελήσης να με τελειώσης με το λουτρόν της αναγεννήσεως». Αφού δε εβαπτίσθη ο Άγιος εποίησε την εξής προσευχήν, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, όστις με ηκίωσας να βαπτισθώ εις το Όνομά σου, αυτός αξίωσόν με να λάβω και θάνατον δι΄ αγάπην σου». Τότε ηυλόγησεν ο εις τον άλλον και αποχαιρετήσας ο Άγιος τον Επίσκοπον επέστρεψε πάλιν εις την φυλακήν οδηγούμενος από φως θεϊκόν, ηκολούθουν δε αυτόν και Άγιοι Άγγελοι, τους οποίους είδον όσοι ήσαν άξιοι. Έμεινε δε εκεί αγρυπνών και προσευχόμενος.                                                
Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εκεί κόμης τις, Σιλβανός καλούμενος, σκληρός πολύ και απάνθρωπος, όστις εζήτησε και έλαβεν από τον βασιλέα εξουσίαν να εξετάζη τους άλλους ηγεμόνας και άρχοντας, οίτινες ετιμώρουν τους Χριστιανούς, εάν δίδωσιν εις αυτούς δεινά κολαστήρια. Ακούσας λοιπόν ούτος περί του Θύρσου, ότι ο Κουμβρίκιος του έδωσε τόσας βασάνους και εν τούτοις δεν ηδύνατο να τον νικήση, ήλθεν επιταυτού εκεί εις την Καισάρειαν, δια να τον νικήση αυτός.                                                                                                                        Καθίσαντες λοιπόν εις τον θρόνον ο Σιλβανός με τον Κουμβρίκιον, έφεραν τον Άγιον και λέγειπρος αυτόν ο Σιλβανός· «Μη νομίσης, Θύρσε, ότι τα κολαστήρια, τα οποία έλαβες έως την σήμερον, είναι όμοια με εκείνα τα οποία, δια την μωροδοξίαν σου, θέλω σου δώσει εγώ». Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, όστις με ενεδυνάμωσε πρότερον και υπέμεινα εκείνα, αυτός και τώρα θέλει με λυτρώσει από τας χείρας σου· επειδή αυτόν μόνον ομολογώ Θεόν αληθέστατον, οι δε θεοί σας είναι μύθοι και φλυαρήματα· όμως αν ορίζης να αφήσης την βίαν και την δυναστείαν, ας διαλεχθώμεν με λόγον και δείξον μου τίνα θέλεις να προσκυνήσω και τότε, αν με καταπείσης με δικαιοσύνην, έχεις έπαινον». Λέγει προς αυτόν ο κόμης· «Ας υπάγωμεν εις τον ναόν και εκεί θέλω σου δείξει ποίον θεόν να προσκυνήσης πρότερον». Απελθόντες λοιπόν εις τον ναόν έδειξεν ο κόμης εις τον Μάρτυρα το είδωλον του Απόλλωνος, το οποίον ήτο το ωραιότερον όλων των άλλων και του λέγει· «Εάν προσκυνήσης αυτόν, θέλεις έχει και τους άλλους θεούς βοηθούς σου». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος·»Πρόσεχε να ίδης ποίαν θυσίαν θέλω προσφέρει δια να έχω τον θεόν ίλεων». Ταύτα ειπών, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, επικαλούμενος την δύναμιν του αληθινού Θεού.                                      
Ενώ δε ο Άγιος εισέτι προσηύχετο, εγένετο αιφνιδίως βροντή ισχυρά και ευθύς έπεσεν ο Απόλλων εις την απώλειαν και έγινε χώμα όλον το είδωλον. Τότε λέγει προς τον λαόν ο Άγιος· «Βλέπετε την δύναμιν των θεών σας, ότι είναι πλάσματα ανενέργητα, μη δυνάμενα ούτε να ακούσουν καν το όνομα του μόνου αληθινού Θεού»; Τότε ο Σιλβανός θυμωθείς λέγει προς τον Άγιον· «Εγώ θα αφανίσω τας μαντείας σου». Ευθύς τότε προσέταξε και τον έβαλον εις μηχάνημα σιδηρούν, το οποίον τον εξέσχιζε με σιδηρούς όνυχας, τόσον ώστε έσπασαν τα νεύρα του, αι δε σάρκες του διεσπάρησαν κατά γης. Αφού δε τον εβασάνισαν τόσον, ώστε εγνώριζον, ότι δεν έχει πλέον ζωήν, τον έβγαλαν απ΄ αυτό και του λέγει ο κόμης· «Βλέπεις πως ηναλώθη όλον το σώμα σου και εντός ολίγου εξέρχεται η ψυχή σου; Που είναι τώρα ο Θεός σου και δεν σε εβοήθησε»; Λέγει ο Άγιος· «Πως ήτο δυνατόν το αδύνατον σώμα μου να υπομείνη τόσας βασάνους χωρίς την βοήθειαν του Θεού; Όθεν είναι φανερόν ότι Αυτός με βοηθεί και με λυτρώνει· λοιπόν μη αμελής, αλλά ποίησον ως βούλεσαι, διότι δεν θέλω μεταβάλει γνώμην ουδέποτε». Τότε έρριψαν εις λέβητα μεγάλον ύδωρ και βράσαντες αυτό, έδεσαν με σχοινία τους πόδας του και τον έβαλον εντός αυτού με την κεφαλήν προς τα κάτω· αλλά και τότε εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, διότι ευθύς, θεία Δυνάμει, διερράγη το χάλκωμα και εχύθη το ύδωρ. Ιδών δε ο κόμης ταύτα και αισχυνθείς, είπε προς τον Άγιον· «Εις κακόν ιδικόν σου θέλουν αποβή τα μαντεύματα, που κάμνεις, διότι χειρότερα με παροργίζεις με ταύτα και θέλω σου δώσει δριμύτερα κολαστήρια». Θέλοντες δε τότε οι άρχοντες να υπάγουν εις πόλιν τινά καλουμένην Απάμειαν δια δημοσίαν υπηρεσίαν, προσέταξαν να δέσουν τον Άγιον από τας χείρας, να λύσουν τους πόδας του και να τον σύρουν όπισθεν αυτών. Όταν λοιπόν έφθασαν πλησίον της Απαμείας, νομίσας ο Σιλβανός, ότι καν τότε, έπειτα από την καταφρόνησιν και την κακοπάθειαν, τας οποίας υπέστη ο Άγιος από την τοσαύτην οδοιπορίαν, θέλει υπακούσει εις αυτόν, του λέγει· «Θύρσε, ή θυσίασον εις τους θεούς, ή ταύτην την ώραν θέλεις θανατωθή αθλίως». Ήτο δε πλησίον τού κόμητος και ο Κουμβρίκιος, προς τους οποίους είπεν ο Άγιος· «Σεις αποθνήσκετε και οι δύο κακώς μεθαύριον». Θυμωθέντες εκ τούτου οι ασεβείς έσυραν τον Άγιον έως της Απαμείας δέροντες· αλλά πριν φθάσουν μέχρι της πόλεως, επληρώθη η προφητελια του Μάρτυρος· και ο μεν Σιλβανός εγένετο παράλυτος, ο δε Κουμβρίκιος κατελήφθη υπό υψηλόν πυρετόν και εις τέσσαρας ημέρας κακώς οι κακοί ετελεύτησαν. Όταν δε ενεταφίαζον αυτούς οι στρατιώται η γη εξέρνα τα μιαρά αυτών λείψανα και εξήρχοντο του τάφου, έως ότου εποίησεν ο Άγιος προσευχήν και ούτως εστάθησαν. Τούτων ούτω γενομένων έβαλον οι υπηρέται εις την φυλακήν τον Άγιον και παρέμεινεν εις αυτήν ημέρας είκοσι τρεις,  έως ου ήλθεν άλλος ηγεμών, Βαύδος ονόματι, όστις μαθών τα περί του Θύρσου προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τον Άγιον και λέγει προς αυτόν· «Συ είσαι όστις υβρίζεις τα προστάγματα των βασιλέων και συνέτριψας το είδωλον του Απόλλωνος»; Λέγει ο Άγιος· «Εγώ δεν πείθομαι εις παράνομον πρόσταγμα και δεν θυσιάζω εις έργα χειρών ανθρώπων, αλλά μόνον τον αληθή Θεόν σέβομαι». Αφού λοιπόν τον ηπείλησε πολύ ο άρχων, καθώς και οι πρότεροι, και είδεν ότι δεν εφοβείτο τας απειλάς του, προσέταξε και τον έβαλον εις σάκκον, τον οποίον αφού έδεσαν καλώς τον έρριψαν εις το πέλαγος μακράν από την γην τριάκοντα στάδια, αλλά το σακκίον εσχίσθη, ελθόντες δε ουράνιοι Άγγελοι έφεραν τον Άγιον εις την γην χορεύοντες και άδοντες προς τον Κύριον ωδήν επινίκιον. Οι δε στρατιώται βλέποντες τοιαύτα θαυμάσια τα ανήγγειλαν εις τον άρχοντα, όστις κατέβη εις τον αιγιαλόν και ιδών τον Άγιον έλεγεν, ότι με μαντείας ετέλει τοιαύτα θαυμάσια· όθεν προστάσσει να τον σύρουν οπίσω αυτού και να τον δέσουν δυνατά έως ου υπάγουν εις την Καισάρειαν, εις την οποίαν ήθελε να υπάγη και αυτός δια να λάβη την ηγεμονίαν· έδερον λοιπόν οι στρατιώται καθ΄ όλην την οδοιπορίαν τον Άγιον, έως ου έφθασαν πλησίον της πόλεως. Ακούσαντες δε οι εγχώριοι ότι έρχεται ο νέος ηγεμών με τον Άγιον, εξήλθον να τους προϋπαντήσουν. Όταν δε εισήλθον εις την πόλιν, προσέταξεν ο άρχων να φυλακίσουν τον Μάρτυρα, έως ότου συνάξη θηρία να τον φάγωσιν· έστησαν λοιπόν εκεί πύργον ξύλινον πλησίον του όρους και φέροντες άγρια θηρία τα έρριψαν εντός αυτού. Μετά δε τριάκοντα ημέρας είχεν ο ηγεμών μεγάλην πανήγυριν του Διός και συνήχθη όλη η χώρα, έφεραν δε τότε και τον Άγιον να τον δώσουν τροφήν εις τα θηρία. Είπε δε τότε προς αυτόν ο τύραννος· «Ιδού, Θάρσε, ότι έκαμα προς σε φιλανθρωπίαν και δεν σε εθανάτωσα αμέσως, αλλά σου έδωσα τόσας ημέρας προθεσμίαν δια να εννοήσης το συμφέρον σου. Λοιπόν ή θυσίασον εις τον Δία, καθώς βλέπεις ότι κάμνουν όλοι οι άνθρωποι της πόλεως ταύτης, ή οι οδόντες και οι όνυχες των θηρίων θέλουν σε ξεσχίσει σήμερον».                                                                           
Τότε ο Άγιος προσεποιήθη, ότι μετενόησε δια τα πρότερα και λέγει προς τον άρχοντα· «Εάν ήμην βέβαιος ότι δεν αγανακτεί ο Απόλλων, όταν προσκυνήσω τον Δία και δεν θέλει θυμωθή κατ΄ εμού, διότι τον κατεφρόνησα, θα εθυσίαζα μαζί με όλους σας». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εχάρη και πηγαίνοντες αμφότεροι εις τον ναόν, είπε προς αυτόν· «Θυσίασε μόνον εις αυτόν και εγώ να είμαι εγγυητής υπέρ σου αξιόχρεως, ότι δεν θέλει θυμωθή κανείς από τους άλλους θεούς εναντίον σου». Ποιήσας τότε ο Άγιος ευχήν προς τον όντως Θεόν, έγινε σεισμός μέγας και το είδωλον του Διός πεσόν συνετρίβη, οι δε Έλληνες εγκαταλείψαντες την θυσίαν έφυγον έντρομοι, τρέχοντες όσον ηδύναντο και μόνον ο Θύρσος έμεινε περιγελών την ασθένειαν των ειδώλων. Ο δε ηγεμών εμέμφετο εαυτόν, ότι ενεπαίχθη από τον Άγιον και έτριζε τους οδόντας, απειλών να του δώση επώδυνον θάνατον.                                                         
Ενώ δε ταύτα εγένοντο, έμαθεν ο ηγεμών ότι τα θηρία ήσαν από ημερών πεινασμένα και από της πείνης των έτρωγαν λίθους· όθεν προσέταξε και έρριψαν εις αυτά τον Άγιον, αλλ΄ ο Θεός των Δυνάμεων δεν τον αφήκεν αβοήθητον, αλλ΄ έκαμε τα θηρία ως αρνία ήμερα και εστέκοντο πλησίον του σείοντα τας ουράς των και παίζοντα. Ο δε Μάρτυς ταύτα προσηύχετο· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι εδόξασας εις εμέ το πανάγιον Όνομά σου και τα ελέη σου εθαυμάστωσας και έφραξας τα στόματα των λεόντων, καθώς ποτε και τον δούλον σου Δανιήλ εθαυμάστωσας. Πρόσταξον, Κύριέ μου, τα θηρία ταύτα να υπάγουν εις τας κατοικίας αυτών, χωρίς να βλάψουν ουδένα εκ των ευρισκομένων εις το θέατρον». Ταύτα προς τον Θεόν προσευξάμενος, λέγει προς τα θηρία· «Υπάγετε εκεί οπόθεν ήλθετε και μη βλάψετε ουδένα». Ευθύς τότε τα μεν θηρία ανεχώρησαν, οι δε ορώντες εθαύμασαν και πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε άρχων διηπόρει και μη γνωρίζων τι να πράξη, εφυλάκισε τον Μάρτυρα. Μετά από ολίγας ημέρας θέλων να υπάγη εις την Απολλωνίαν, ήτις ήτο πόλις ολίγον από της Καισαρείας απέχουσα, προσέταξε τους στρατιώτας να σύρουν τον Θύρσον κατόπιν αυτού. Φθάσας δε εις την πόλιν, επειδή είχε πόθον να ποιήση προθύμους όλους εις την προσκύνησιν των ειδώλων, ηθέλησε να τους εκφοβίση με το να φανή προς τον Θύρσον ωμότατος, δια να δειλιάσουν όλοι και να γίνουν προς αυτόν υπήκοοι, μη γινώσκων ο ανόητος, ότι καθ΄ εαυτού ακονίζει την μάχαιραν.                                                                                                         
Συνήθροισε λοιπόν ο ανόητος τύραννος όλον τον λαόν εις τον ναόν του Απόλλωνος, όστις ήτο από τους άλλους επισημότερος, διότι ήτο μέγας και λαμπρός, έχων και τα περισσότερα είδωλα και προσέταξεν ανδρείους τινάς νέους να δέρουν τον Μάρτυρα με ράβδους εκεί έμπροσθεν εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος ουδόλως εφοβείτο την κάλωσιν αυτήν, αλλ΄ ανυψώσας τον νουν προς τον δίκαιον Κριτήν έλεγε· «Κύριε, ας έλθη η Χάρις σου επ΄ εμέ, πρόσχες εις την βοήθειάν μου και μη με αφήσης να καταισχυνθώ, επειδή σε επεκαλέσθην». Ταύτα ο Αθλητής ηύχετο· ο δε Θεός επήκουσεν ως πάντα δυνάμενος· και εξαίφνης γίνεται βροντή μεγάλη και κτύπος εις την πόλιν και οι μεν στρατιώται οίτινες έδερον τον Άγιον έμειναν ακίνητοι και αι χείρες των εξηράνθησαν, ο δε άδικος δικαστής εδικάζετο αοράτως και εσουβλίζετο με κέντρα οξύτατα έχων την οδύνην ανείκαστον. Έπεσαν δε και τα είδωλα όλα εις την γην και έκειντο άτιμα· όθεν ο θείος Θύρσος ενεθαρρύνθη και λέγει προς τον ηγεμόνα περιγελών αυτόν· «Διατί δεν βοηθείς τους θεούς σου, οι οποίοι κείτονται κατά γης οι κακότυχοι και τους περιγελούν όσοι δεν είναι τυφλοί ως συ»; Εκ των λόγων τούτων του Μάρτυρος υπέφερεν ο άρχων και επόνει περισσότερον παρά από τας πικράς οδύνας, τας οποίας εδέχετο άνωθεν· και προς τους παρεστώτας έλεγεν· «Αι μαντείαι του Θύρσου μού δίδουν τόσην θλίψιν, ώστε επιθυμώ τον θάνατον».                                                                                                    
Ήτο δε εις την πόλιν ιερεύς τις των ειδώλων ευγενής και φρόνιμος άνθρωπος, ονόματι Καλλίνικος, τον οποίον ετίμων ως θεόν οι Έλληνες· ούτος βλέπων όλα εκείνα τα υπό της θείας Προνοίας διαδραματισθέντα μυστήρια, ήτοι το κακόν το οποίον επέπεσεν εις τον άρχοντα, την παραλυσίαν των δημίων και την εξολόθρευσιν των ειδώλων, ηννόησεν, ως γνωστικός, την ασθένειαν των θεών του και πιστεύσας εις τον Χριστόν, έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν· «Συ παντοδύναμε Θεέ, τον οποίον κηρύττει ο Θύρσος και όστις τελείς τοσαύτα θαυμάσια, δέξου και εμέ τον νεόλεκτον στρατιώτην σου και δος μοι δύναμιν κατά των εχθρών της αληθείας». Ταύτα κατά νουν προσευξάμενος ο Καλλίνικος επλησίασε με τέχνην προς τον ηγεμόνα δια να περιγελάση αυτόν και τους θεούς του και λέγει προς αυτόν· «Ω εκλαμπρότατε ηγεμών, ο άνθρωπος ούτος, του οποίου αι σάρκες είναι καταξεσχισμέναι από τας μάστιγας, εκρήμνισε τον αρχηγόν των άλλων θεών Δία και τον λαμπρότατον Απόλλωνα, έτι δε και τον δυνατόν Ηρακλέα τον  εν πολέμοις αήττητον και τους έρριψε και τους τρείς κατά γης χωρίς να τους εγγίση με όπλα, αλλά μόνον με ένα λόγον τον Χριστόν επικαλούμενος· εάν ορίζης λοιπόν, ας υπάγωμεν να σηκώσωμεν καν τον ιαματικόν Ηρακλέα και να τον παρακαλέσωμεν όπως δεηθή εις τον πατέρα του τον Δία και εις τον Απόλλωνα, οίτινες κοιμώνται ύπνον βαθύτατον, να μας βοηθήσωσιν».                                                                                    
Ο δε ηγεμών ακούων ταύτα δεν ηννόησε την χλεύην, αλλά νομίζων ότι του ωμίλει σπουδαίως, απεκρίνατο λέγων· «Ύπαγε συ μόνος, διότι εγώ είμαι ασθενής, ιλάρυνε τους θεούς και εξέγειρε αυτούς εις εκδίκησιν, να απολέσουν τον Θύρσον, όστις τους εκρήμνισε με τας μαντείας του ο αναίσχυντος». Λέγει προς αυτόν ο Καλλίνικος· «Και πώς να κάμουν εκδίκησιν, αφού ήτο δυνατώτερος ο Θεός εκείνος όστις τους κατέρριψε»; Τότε ηννόησε την ειρωνείαν ο ηγεμών και εβόησεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον δυστυχή! Και συ, Καλλίνικε, επλανήθης με τας μαντείας του μιαρού τούτου γόητος»; Τότε ο νέος Αθλητής δεν εστάθη να ακούση δεύτερον λόγον από τον τύραννον, αλλά τρέχει παρευθύς εις τινα οικίαν, ξυρίζει τας τρίχας του πώγωνος, εκδύεται τα ενδύματά του και ελθών ενώπον του τυράννου ρίπτει όλα αυτά εις τους πόδας του λέγων· «Δέξου, ω ηγεμών, τας τρίχας και τα ενδύματα ταύτα, τα οποία είναι μεμολυσμένα από τας θυσίας των δαιμόνων, διότι καθώς εξεδύθην ταύτα, ούτω και την προτέραν πλάνην απέρριψα και έγινα Χριστιανός, δια να ζήσω πολιτείαν καινήν και θεάρεστον».                                                                                            
Θαυμάζων δε ο ηγεμών δια την αιφνιδίαν μεταβολήν του Μάρτυρος έλεγε προς αυτόν· «Τι έπαθες, Καλλίνικε, το κάλλος των ιερέων; Τοσούτον αι μαντείαι του Θύρσου ηδυνήθησαν να νικήσουν και σε τον γενναιότατον δούλον των θεών, τον προφήτην και φίλον αυτών τον γνωσιώτατον»; Λέγει ο Καλλίνικος· «Από τα πολλά θαυμάσια τα οποία είδον εβεβαιώθην, ότι όσα λέγετε δια τους θεούς σας είναι όλα μύθοι και φλυαρήματα, καθώς και σήμερον όλοι σας οφθαλμοφανώς εγνωρίσατε εις τον δυνατόν Ηρακλέα, τον οποίον λέγετε ότι έπραξε τόσας ανδραγαθίας και τώρα κατεκρημνίσθη (φευ!) ως ανίσχυρος με ένα λόγον του Μάρτυρος». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Δια να δυνηθής και συ να κάμης τας μαντείας του Θύρσου απηρνήθης την πατρικήν σου ευσέβειαν· αλλ΄ εγώ θέλω σας θανατώσει και τους δύο, εάν δεν επιστρέψης ταχέως εις τα πρότερα και γίνης εις τους θεούς ευσεβέστατος». Απεκρίθη ο Καλλίνικος· «Επειδή είσαι εξησθενημένος, ως είπες, ας υπάγωμεν αμφότεροι εις τον ναόν, να παρακαλέσωμεν τον μέγαν Ασκληπιόν, να σου δώση την υγείαν σου και να θεραπεύση και εμέ, εάν από τας μαντείας, καθώς λέγεις, εβλάβην».                                 
Ακούσας ταύτα ο ηγεμών και νομίσας, ότι μετενόησεν ο Καλλίνικος, τον επήρεν ευθύς και επήγαν εις τον ναόν, εισελθόντων δε εις τον βωμόν, είπε ταύτα ο Άγιος· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο αψευδής Θεός, όστις δεν με εβδελύχθης δια τας αναριθμήτους ανομίας, τας οποίας ετέλεσα πρότερον, αλλά δια μέσου του δούλου σου Θύρσου με προσεκάλεσες, αυτός και τώρα ελθέ εις την βοήθειάν μου και δείξον και εις εμέ την δύναμίν σου». Ταύτα ειπών, ήκουσε φωνήν άνωθεν, ήτις ενεθάρρυνε την ψυχήν αυτού και τον παρεκίνει εις το βραβείον της άνω κλήσεως· όθεν έλαβε θάρρος και επικαλεσθείς το όνομα του Χριστού, προσέταξε το είδωλον του Ασκληπιού, το οποίον ήτο μέγα ως γίγας και παρευθύς έπεσεν εις τους πόδας του Καλλινίκου. Λέγει δε τότε προς τον άρχοντα· «Βλέπεις πως εκρημνίσθη ο παντοδύναμος θεός σου και δεν δύναται να εγερθή, εάν δεν τον βοηθήσετε; Γνώρισον λοιπόν την δυστυχίαν των ψευδωνύμων θεών και πρόσελθε εις τον αληθή και παντοδύναμον Θεόν και εάν πιστεύσης εις αυτόν, θέλεις πράξει και συ τοιαύτα θαυμάσια». Ταύτα ακούσας ο άρχων ελυπήθη πολύ, διότι είδεν ότι έχασε και τον Καλλίνικον· όθεν έδωκε κατ΄ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, καθότι εγνώριζεν, ότι πλέον δεν επιστρέφουσιν εις τα είδωλα, ήτοι προσέταξε τον μεν Καλλίνικον να αποκεφαλίσουν, τον δε Θύρσον να βάλουν εις κιβώτιον στενόν τόσον, ώστε μόλις να χωρή και να τον πριονίσουν εις μικρά τεμάχια.                                                         
Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται τους Αγίους επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης και ο μεν Καλλίνικος εποίησε προσευχήν προς Κύριον και ούτως αποκεφαλισθείς απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν· τον δε μακάριον Θύρσον έβαλον εις ξύλινον κιβώτιον και εβασανίζοντο επί ώραν πολλήν οι δήμιοι Σαββίνος και Βιτάλιος να τον πριονίσουν, αλλά δεν ηδύναντο, διότι το πριόνιον απώλεσε την κοπτικήν του δύναμιν και ποσώς δεν έκοπτεν, εβάρυνε δε τόσον, ώστε εχύνετο υπ΄ αυτών άφθονος ιδρώς, αλλά να το σαλεύσουν δεν ηδύναντο· μάλιστα και αυτή η ξυλίνη θήκη ήνοιξε μόνη της και εξήλθεν ο Άγιος, όστις γνωρίζων, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη και αυτός προς τον ποθούμενον Χριστόν, διότι ήκουσε φωνήν άνωθεν, ήτις τον εκάλει εις την αιώνιον ανάπαυσιν, εποίησε προσευχήν προς Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις με συνηρίθμησας μετά των δούλων σου τον ανάξιον· δέξαι λοιπόν εν ειρήνη την ψυχήν μου και αξίωσον αυτήν της αφράστου σου ευφροσύνης και αιωνίου απολαύσεως». Ταύτα ειπών και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις όλον το σώμα του, παρέδωσε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν ειρήνη αταράχως, αφού ήκουσε και φωνήν ουρανόθεν, η οποία εφανέρωνεν εις αυτόν τα ητοιμασμένα δια τους Δικαίους ανεκλάλητα αγαθά, τούτο δε το τέλος του Αγίου ωκονόμησεν η άρρητος του Θεού σοφία, δια να μη φανή ότι τον ενίκησεν ο τύραννος και τον εθανάτωσε. Τοιούτον υπήρξε το τέλος των Αγίων τούτων ενδόξων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου και Καλλινίκου, οίτινες «ολίγα (ενταύθα) παιδευθέντες μεγάλα (εν ουρανοίς) ευηργετήθησαν, ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού· ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς, και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτούς» (Σοφ. Σολ. γ΄:5-6). Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: