Μπράβο «λεοντόκαρδε» Ερντογάν
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τον Ερντογάν όταν αναφέρεται στα σύνορα της καρδιάς του και της καρδιάς του λαού του (στην ομιλία του στις 17 Οκτωβρίου 2016 στο Πανεπιστήμιο «Ρεντζέπ Ταγίπ Ερντογάν» της Ριζούντας, τουρκιστί Ρίζε). Κι αυτό γιατί πέραν των οθωμανών και της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας τους και ο ελληνισμός ευτύχησε ή ατύχησε σε κάποιες φάσεις της μακρόχρονης ιστορίας του να επεκταθεί και να ριζώσει ως αυτοκρατορία, τόσο επί Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του όσο και επί των ημερών του Βυζαντίου. Γι’ αυτό και τα σύνορα της καρδιάς των Ελλήνων εκτείνονται μακρυά, πολύ μακρυά, πολύ πέραν των συνόρων της καρδιάς των νέο-οθωμανών.
Θα μου πείτε και τι γίνεται τώρα, όταν τίθεται στο προσκήνιο ως μείζον θέμα ότι τα σύνορα της δικής μας καρδιάς υπερκαλύπτουν τα σύνορα της δικής τους; Η απάντηση, για λόγους ισοτιμίας, θα έπρεπε να είχε δοθεί σε αντίστοιχη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο «Αλέξης Τσίπρας» από τον ομόλογο λεοντόκαρδό μας Αλέξη Τσίπρα, και όχι φυσικά από τον προκόπη παυλόπουλο (λόγω της ανύπαρκτης ισχύος του ελληνικού θεσμού της προεδρίας της Δημοκρατίας).
Όμως την παράλειψή μας, μέχρι τώρα τουλάχιστον, να έχουμε ονοματίσει προς τιμήν του πρωθυπουργού μας ένα από τα πανεπιστήμιά μας, έτσι ώστε να βρεί κι αυτός έγκαιρα το βήμα του (και τον βηματισμό του) μετά την απροσδόκητη «καρπαζιά» του τούρκου πεχλιβάνη (το «γκιουλέκας» παραπέμπει περισσότερο σε αλβανό παλληκάρι) θα πρέπει πλέον να την καλύψουν οι καρδιές των Ελλήνων.
Και η απάντησή τους θα πρέπει να είναι του τύπου «διάλεξε και πάρε». Σε μια ειλικρινή προσπάθεια εδραίωσης σχέσεων καλής γειτονίας θα πρέπει κατ’ αρχήν να προτείνουμε στους τούρκους φίλους μας («αρκαντάς» είναι ο φίλος στην «τουρκιστί», όπως θα το έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος πρόσφατα μας κούφανε λέγοντας εν τη ρύμη του λόγου του «για να το πω και στην αγγλιστί»!) μια πολιτισμική συμβίωση άνετης και ταχείας κυκλοφορίας διπλής κατευθύνσεως, έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι επισκέψεις αμφοτέρων των λαών σε μνημεία και ιστορικούς-θρησκευτικούς χώρους των οι οποίοι βρίσκονται κακείθεν των σημερινών συνόρων των δύο χωρών μας. Με τον τρόπο αυτό θα απαλλασσόμασταν και από το άχθος της έλλειψης τζαμιών και μουσουλμανικών νεκροταφείων, δεδομένου ότι η εγγύτητα των χωρών μας θα επέτρεπε στην πλημμυρίδα των μουσουλμάνων αφροασιανών μεταναστών να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους στην γείτονα Τουρκία, δεδομένου ότι θα πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι τα πάμπλουτα πετρελαιοφόρα αλλά και βαθύτατα θεοσεβούμενα εμιράτα θα πλήρωναν ευχαρίστως τα ναύλα και τα έξοδα παραμονής των προσκυνητών «μουσουλμάνων αδελφών» τους στην ομόδοξη τους Τουρκία, και με το παραπάνω μάλιστα (μπορεί να έμενε και κάτι σε μας, κάτι σαν μπαχτσίσι βρε «αδελφέ»).
Εάν παρ’ ελπίδα δεν γίνονταν δεκτή η πολιτισμική λύση στο πρόβλημα των καρδιών τους, η εναλλακτική πρόταση θα ήταν το «έλα να τα πάρεις». Όχι φυσικά το «μολών λαβέ», αυτό το είχε πει κάποτε ο Λεωνίδας και δεν ταιριάζει στον μεταμοντέρνο γλωσσικό αρλεκινισμό του κάθε λελέ, χλεχλέ, μπινέ, φίλι-μπίλι, μίνι-καμίνι, και χαζοφιλελέ. Έτσι κι αλλιώς, το πούνε δεν το πούνε οι τοιούτοι, ο Ερντογάν ψυχανεμίζομαι ότι θα έρθει κάποια στιγμή για να τα πάρει. Και τότε θα δούμε εάν αποδειχθεί «κύριος διαθέτων κορδόνια που ζητάει παπούτσια να τα φορέσει» ή αν τα κορδόνια του είναι αρκετά για να μας κρεμάσει. Όχι δηλαδή πως πολλοί από τους τεχνητά υψηλά ιστάμενους και κουνάμενους δεν είναι για κρέμασμα, αλλά αυτό θα έπρεπε να είναι δικό μας καθαρά ελληνικό θέμα και όχι έργο του τούρκου δυνάστη, τον οποίο πολλοί εκ των ανωτέρω περιγραφόμενων χειροκρότησαν εν τοις πράγμασι, όταν αυτός εισέβαλε το 1974 στην Κύπρο, μια και δια της πράξεώς του αυτής επανέφερε (κατά τους πανηγυριστές της μεταπολίτευσης) την δημοκρατία στην Ελλάδα. Μάλιστα την αποφράδα εκείνη ημέρα της τουρκικής εισβολής στην μεγαλόνησο, κάθε χρόνο, αντί να θρηνούμε για την απώλεια και την καταστροφή της Κύπρου, εμείς την γιορτάζουμε στο προεδρικό μέγαρο ως σημαδούρα αποκατάστασης της τήδε κακείσε επιπλέουσας (κολονυνθο)δημοκρατίας μας, η οποία επειδή επιπλέει (ακόμη) νομίζει ότι θα μπορέσει και να κολυμπήσει στα βαθιά νερά.
Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τον Ερντογάν όταν αναφέρεται στα σύνορα της καρδιάς του και της καρδιάς του λαού του (στην ομιλία του στις 17 Οκτωβρίου 2016 στο Πανεπιστήμιο «Ρεντζέπ Ταγίπ Ερντογάν» της Ριζούντας, τουρκιστί Ρίζε). Κι αυτό γιατί πέραν των οθωμανών και της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας τους και ο ελληνισμός ευτύχησε ή ατύχησε σε κάποιες φάσεις της μακρόχρονης ιστορίας του να επεκταθεί και να ριζώσει ως αυτοκρατορία, τόσο επί Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του όσο και επί των ημερών του Βυζαντίου. Γι’ αυτό και τα σύνορα της καρδιάς των Ελλήνων εκτείνονται μακρυά, πολύ μακρυά, πολύ πέραν των συνόρων της καρδιάς των νέο-οθωμανών.
Θα μου πείτε και τι γίνεται τώρα, όταν τίθεται στο προσκήνιο ως μείζον θέμα ότι τα σύνορα της δικής μας καρδιάς υπερκαλύπτουν τα σύνορα της δικής τους; Η απάντηση, για λόγους ισοτιμίας, θα έπρεπε να είχε δοθεί σε αντίστοιχη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο «Αλέξης Τσίπρας» από τον ομόλογο λεοντόκαρδό μας Αλέξη Τσίπρα, και όχι φυσικά από τον προκόπη παυλόπουλο (λόγω της ανύπαρκτης ισχύος του ελληνικού θεσμού της προεδρίας της Δημοκρατίας).
Όμως την παράλειψή μας, μέχρι τώρα τουλάχιστον, να έχουμε ονοματίσει προς τιμήν του πρωθυπουργού μας ένα από τα πανεπιστήμιά μας, έτσι ώστε να βρεί κι αυτός έγκαιρα το βήμα του (και τον βηματισμό του) μετά την απροσδόκητη «καρπαζιά» του τούρκου πεχλιβάνη (το «γκιουλέκας» παραπέμπει περισσότερο σε αλβανό παλληκάρι) θα πρέπει πλέον να την καλύψουν οι καρδιές των Ελλήνων.
Και η απάντησή τους θα πρέπει να είναι του τύπου «διάλεξε και πάρε». Σε μια ειλικρινή προσπάθεια εδραίωσης σχέσεων καλής γειτονίας θα πρέπει κατ’ αρχήν να προτείνουμε στους τούρκους φίλους μας («αρκαντάς» είναι ο φίλος στην «τουρκιστί», όπως θα το έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος πρόσφατα μας κούφανε λέγοντας εν τη ρύμη του λόγου του «για να το πω και στην αγγλιστί»!) μια πολιτισμική συμβίωση άνετης και ταχείας κυκλοφορίας διπλής κατευθύνσεως, έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι επισκέψεις αμφοτέρων των λαών σε μνημεία και ιστορικούς-θρησκευτικούς χώρους των οι οποίοι βρίσκονται κακείθεν των σημερινών συνόρων των δύο χωρών μας. Με τον τρόπο αυτό θα απαλλασσόμασταν και από το άχθος της έλλειψης τζαμιών και μουσουλμανικών νεκροταφείων, δεδομένου ότι η εγγύτητα των χωρών μας θα επέτρεπε στην πλημμυρίδα των μουσουλμάνων αφροασιανών μεταναστών να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους στην γείτονα Τουρκία, δεδομένου ότι θα πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι τα πάμπλουτα πετρελαιοφόρα αλλά και βαθύτατα θεοσεβούμενα εμιράτα θα πλήρωναν ευχαρίστως τα ναύλα και τα έξοδα παραμονής των προσκυνητών «μουσουλμάνων αδελφών» τους στην ομόδοξη τους Τουρκία, και με το παραπάνω μάλιστα (μπορεί να έμενε και κάτι σε μας, κάτι σαν μπαχτσίσι βρε «αδελφέ»).
Εάν παρ’ ελπίδα δεν γίνονταν δεκτή η πολιτισμική λύση στο πρόβλημα των καρδιών τους, η εναλλακτική πρόταση θα ήταν το «έλα να τα πάρεις». Όχι φυσικά το «μολών λαβέ», αυτό το είχε πει κάποτε ο Λεωνίδας και δεν ταιριάζει στον μεταμοντέρνο γλωσσικό αρλεκινισμό του κάθε λελέ, χλεχλέ, μπινέ, φίλι-μπίλι, μίνι-καμίνι, και χαζοφιλελέ. Έτσι κι αλλιώς, το πούνε δεν το πούνε οι τοιούτοι, ο Ερντογάν ψυχανεμίζομαι ότι θα έρθει κάποια στιγμή για να τα πάρει. Και τότε θα δούμε εάν αποδειχθεί «κύριος διαθέτων κορδόνια που ζητάει παπούτσια να τα φορέσει» ή αν τα κορδόνια του είναι αρκετά για να μας κρεμάσει. Όχι δηλαδή πως πολλοί από τους τεχνητά υψηλά ιστάμενους και κουνάμενους δεν είναι για κρέμασμα, αλλά αυτό θα έπρεπε να είναι δικό μας καθαρά ελληνικό θέμα και όχι έργο του τούρκου δυνάστη, τον οποίο πολλοί εκ των ανωτέρω περιγραφόμενων χειροκρότησαν εν τοις πράγμασι, όταν αυτός εισέβαλε το 1974 στην Κύπρο, μια και δια της πράξεώς του αυτής επανέφερε (κατά τους πανηγυριστές της μεταπολίτευσης) την δημοκρατία στην Ελλάδα. Μάλιστα την αποφράδα εκείνη ημέρα της τουρκικής εισβολής στην μεγαλόνησο, κάθε χρόνο, αντί να θρηνούμε για την απώλεια και την καταστροφή της Κύπρου, εμείς την γιορτάζουμε στο προεδρικό μέγαρο ως σημαδούρα αποκατάστασης της τήδε κακείσε επιπλέουσας (κολονυνθο)δημοκρατίας μας, η οποία επειδή επιπλέει (ακόμη) νομίζει ότι θα μπορέσει και να κολυμπήσει στα βαθιά νερά.
Χρίστος Γούδης, δημοτικός σύμβουλος Δήμου Αθηναίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου