Συμπληρώθηκαν φέτος χίλια χρόνια ἀπὸ τὸ 1009, ποὺ
συντελέστηκε τὸ λεγόμενο «σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν». Οἱ Φράγκοι τὸ 1009 κατάκτησαν
τὸ πρωτόθρονο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης. Ἔδιωξαν τὸν τελευταῖο Ὀρθόδοξο Ρωμαῖο
πάπα, τὸν Ἰωάννη 18ο, καὶ ἀνέβασαν στὸν παπικὸ θρόνο τὸν Φραγκόφιλο Σέργιο 4ο,
ποὺ δέχονταν τὸ «Φιλιόκβε». Οἱ Φράγκοι εἶχαν ἤδη καταδικασθῆ ὡς αἱρετικοὶ ἀπὸ τὴν
Ὄγδοη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 879, ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου. Αἰτία ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ
«Φιλιόκβε», ποὺ ἄρχισαν οἱ Φράγκοι νὰ κηρύττουν ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα. Ὁ πάπας Παῦλος
6ος καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συμφώνησαν καὶ ὑπόγραψαν τὸ 1965 τὴν «Ἕνωση τῶν
Ἐκκλησιῶν», τὴν ὁποία ἀπέκρυψαν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Ἔκτοτε ἡ ἕνωση αὐτὴ ὑλοποιεῖται
μὲ ἀργοὺς ρυθμούς, γιὰ νὰ μὴ ὑπάρξουν ἀνεπιθύμητες ἀντιδράσεις. Εὔλογα, λοιπόν,
μπορεῖ νὰ τεθεῖ τὸ ἐρώτημα. Γεφυρώθηκαν οἱ διαφορὲς μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ
Παπισμοῦ; Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ διαφορὲς αὐτές; Ἡ κατεστημένη ἄποψη εἶναι, ὅτι οἱ
διαφορὲς εἶναι τὸ «Φιλιόκβε», τὸ «Πρωτεῖο», τὸ «ἀλάθητο» τοῦ Πάπα καὶ μερικὲς ἄλλες.
Βεβαίως, οἱ πιὸ πάνω διαφορὲς εἶναι σημαντικές. Ὅμως, ὑπάρχει κάποια ἄλλη οὐσιαστικώτερη
διαφορά, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν οἱ περισσότερες ἄλλες διαφορὲς μεταξὺ Ὀρθοδοξίας
καὶ Παπισμοῦ. Αὐτὴ ἡ σημαντικώτατη διαφορὰ ἐπισημαίνεται στὸ ἄρθρο αὐτό.
2. Μʼ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὑπάρχει σοβαρὸ πρόβλημα.
Δὲν
γνωρίζουμε τί εἶναι ὁ Παπισμός! Καὶ τὸ χειρότερο, συνήθως δὲν γνωρίζουμε τί εἴμαστε
ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμα τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία! Ἔχουμε ἀρκετὰ
στρεβλὴ γνώμη. Εἶναι αὐτή, ὅπως τὴν διαμορφώνουν οἱ παπόδουλοι διακινητὲς τῆς
παπικῆς προπαγάνδας στὸ χῶρο μας. Γιʼ αὐτὸ κυριαρχεῖ σὲ πολλοὺς ἀπό μᾶς ἡ ἄποψη
ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι μιὰ ἄλλη ὄψη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν χωρίζουν ἐλάχιστα,
ξεπερασμένα ζητήματα, ποὺ καθόλου δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο.
3. Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ πίστη, ποὺ παραδόθηκε ἀπʼ τὸ
Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Ποιὸ Θεὸ ὅμως, θὰ ρωτήσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Ὑπάρχει
Θεός; Ὅλες οἱ θρησκεῖες παραδέχονται τὴν ὕπαρξη κάποιας ἀνώτερης δύναμης, ποὺ ὀνομάζουν
θεό. Στὰ «ἱερά» βιβλία τους θεωροῦν δεδομένη τὴν ὕπαρξή του κιʼ ἀπαιτοῦν ἐκ τῶν
προτέρων τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων σʼ αὐτόν. Ἔτσι, κάθε ἄνθρωπος, ἀνάλογα μὲ τὴ
θρησκεία ποὺ ἐπικρατεῖ στὴ χώρα ποὺ γεννιέται, γίνεται εἰδωλολάτρης, βουδιστής,
μωαμεθανός, χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, παπικός, προτεστάντης, κ.τλ. Ὁ σύγχρονος ὅμως
ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ πιστεύει κατὰ τὸν πιὸ πάνω τρόπο. Θέλει, νὰ μπορεῖ ὁ ἴδιος
νὰ ἐπιλέγει τὴ θρησκεία του. Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐποχὴ τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, οἱ ὁποῖες
δέχονται ὡς ἀληθινὸ ὅ,τι ἀποδεικνύεται πειραματικά. Ὅ,τι ἀποδεικνύεται μὲ
πείραμα ἀποτελεῖ «ἀξίωμα» τῆς ἐπιστήμης, καὶ ἔχει ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια. Ἀντίθετα,
ὅ,τι δὲν ἀποδεικνύεται μὲ πείραμα, ἀλλὰ στηρίζεται σὲ «ὑποθέσεις», ἀνάγεται στὴν
περιοχὴ τῶν «θεωρητικῶν» ἐπιστημῶν, γιατί ἀποτελοῦν ἁπλὲς «θεωρίες», οἱ ὁποῖες
μπορεῖ νὰ εἶναι ὀρθές, μπορεῖ ὅμως καὶ ὄχι. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα
ἔρευνας τῶν θετικῶν ἢ τῶν θεωρητικῶν ἐπιστημῶν; Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ
ἀποδεικνύεται πειραματικά, ἢ εἶναι «θεωρίες» ὁρισμένων εὐφάνταστων προσώπων; Στὴ
τελευταία αὐτὴ περίπτωση θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος
δημιούργησε τὸ Θεὸ καὶ ὄχι ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο! Ἡ ἀδυναμία νὰ ἀποδειχθεῖ μὲ
πειράματα ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, πείθει ὅτι ἡ ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται στὴ σφαίρα
τῆς «θεωρίας». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση δὲν εἶναι κάποιος ὑποχρεωμένος
νὰ δεχθεῖ κάποια «θεωρία» ὅτι ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ὁ Θεός. Σημαίνει, ὅτι μπορεῖ νὰ
ὑπάρχει, μπορεῖ καὶ νὰ μὴ ὑπάρχει ἴσως κατὰ κάποια ἄλλη «θεωρία». Ἔτσι,
καταλήγουν ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἢ στὴν ἀδιαφορία σὲ θέματα πίστεως, ἢ στὸν ἀγνωστικισμό,
ἢ καὶ στὴν ἀθεΐα ἀκόμα. Ὅλες οἱ θρησκεῖες, ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦ θεοῦ, πλὴν τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἀνάγονται στὴ σφαίρα τῆς «θεωρίας», ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω. Καμιά τους δὲν
διεκδικεῖ μὲ πείραμα τὴν ἀπόδειξη τοῦ θεοῦ, ποὺ κηρύττει. Μόνο στὴν Ὀρ θοδοξία ὁ
Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ μὲ πείραμα. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Μὰρξ θὰ εἶχε κάποιο
δίκηο, ἂν ἐξαιροῦσε τὴν Ὀρθοδοξία, ὅταν ἔγραφε ὅτι «ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο τῶν
λαῶν»!
4. Στὴν Ὀρθοδοξία τὸ πείραμα εἶναι τὸ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος
μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸ Θεό. Ἡ Ἁγία Γραφὴ σὲ πολλὰ σημεῖα ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς «ὤφθη»,
δηλ. φανερώθηκε, στὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ ἄλλα πρόσωπα. Ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ ἐρευνᾶ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Θεό, ὅταν διαβάσει αὐτὰ στὴν Ἁγία Γραφή, δὲν εἶναι
ὑποχρεωμένος νὰ τὰ δεχθεῖ αὐτὰ ὡς ἀληθινὰ ἐκ τῶν προτέρων. Δὲν μπορεῖ ὅμως καὶ
νὰ τὰ ἀπορρίψει. Πρέπει νὰ τὰ διερευνήσει. Ἡ διερεύνηση αὐτὴ θὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴ
σκέψη, ὅτι ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ φανερώθηκε ὁ Θεὸς στὸν
Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ ἄλλα πρόσωπα, τότε θὰ πρέπει νὰ ἐμφανίζεται καὶ
σʼ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὑπὸ ὁρισμένες βέβαια προϋποθέσεις. Ἀκόμα, καὶ
στὸν ἴδιο, ποὺ κάνει τὴν ἔρευνα αὐτή. Στὴ συνέχεια, θὰ πρέπει νὰ ἐξετάσει τὶς ἀπαραίτητες
προϋποθέσεις, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους. Τὶς
προϋποθέσεις αὐτὲς τὶς μαθαίνει κάποιος εἴτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἴτε ἀπὸ ἐκείνους
στοὺς ὁποίους ἤδη φανερώθηκε ὁ Θεός. Μιὰ τέτοια ἔρευνα δείχνει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται
μόνο σʼ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μὲ τὴν ἄσκησή τους στὴν ἀρετὴ ἀξιώνονται νὰ
φτάσουν στὴν τέλεια πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ λέγεται «θέωση», ἢ «δοξασμός».
Γίνεται δηλ. ὁ ἄνθρωπος τότε κατὰ χάρη «θεός»! Τότε, στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Θεό. Γιὰ νὰ ἰδεῖ κάποιος τὸ Θεό, πρέπει καὶ ὁ ἴδιος νὰ γίνει
θεός, ποὺ εἶναι ὁ προορισμὸς κάθε ἀνθρώπου ἐδῶ στὴ γῆ. Τότε βλέπει καὶ γνωρίζει
τὰ «μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν»! Εἶναι «θεούμενος» καὶ γίνεται ἀπλανὴς
θεολόγος! Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ πρωτομάρτυρα διακόνου Στεφάνου,
ποὺ εἶδε τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀπολογίας του μπροστὰ στὸν Ἰουδαῖο ἀρχιερέα.
Εἶπε: «ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους κὰ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν
του Θεοῦ ἐστῶτα»( Πράξ. 7, 56)! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὄχι μόνο εἶδε τὸ Θεό, πρὸ τῶν
πυλῶν τῆς Δαμασκοῦ, ἀλλὰ καὶ ἔμαθε ὅλα τὰ «μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρα νῶν»,
ὅταν «ἀνέβηκε» «ἕως τρίτου οὐρανοῦ»! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίστηκε «στόμα
Χριστοῦ», γιατί θεολόγησε ὅσο κανένας ἄλλος. Στὸν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ εἶναι
πηγὴ τῆς Πίστεώς μας, συγκαταριθμοῦνται δεκατρεῖς ἐπιστολές του! Ποῦ διδάχθηκε
τὴ θεολογία αὐτὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Τὴν διδάχθηκε, ὅταν «ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ
...καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ, οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»(Β΄ Κορ. 12, 2,4).
5. Αὐτὸ εἶναι τὸ πείραμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τοῦ
Θεοῦ. Πῶς γίνεται αὐτὸ καὶ βλέπει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό; Ὅπως τὸν ἔβλεπαν οἱ
Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο καὶ μιλοῦσαν μαζί Του, ὡς φίλοι πρὸς φίλο! Ἄς τὸ ἐξηγήσουμε
λίγο αὐτό. Οἱ Πρωτόπλαστοι ὅταν πλάστηκαν ἀπὸ τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα λένε οἱ
Πατέρες, βρίσκονταν σὲ κατάσταση «θεώσεως», ἢ τουλάχιστον «φωτισμοῦ»! Δηλαδή, ὁ
«νοῦς» τους ἦταν σὲ κατάσταση «θεωρίας τοῦ Θεοῦ»! Ὁ «νοῦς» εἶναι μία ἀπὸ τὶς
πέντε λειτουργίες τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σπουδαιότερη. Ἄλλη εἶναι ἡ
«λογική». Γιʼ αὐτὸ ἡ ψυχὴ λέγεται «νοερὰ καὶ λογική». Σκοπὸς τοῦ «νοῦ», ποὺ ἔχει
ἕδρα τὴν καρδιά, εἶναι νὰ ἐπικοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Θεό, νὰ βλέπει τὸ Θεό. Ἡ
«λογική» μὲ ἕδρα τὸν ἐγκέφαλο ἔχει σκοπὸ νὰ σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖ
μὲ τὸ περιβάλλον του. Τότε οἱ Πρωτόπλαστοι βρίσκονταν σὲ ὑγιῆ κατάσταση. Μετὰ τὴν
πτώση τους ὅμως ὁ «νοῦς» τους «σκοτίστηκε», «νεκρώθηκε». Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἕδρα
του, τὴν καρδιά, κιʼ ἑνώθηκε μὲ τὴ «λογική», ποὺ εἶναι στὸν ἐγκέφαλο. Ἔτσι, ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι σήμερα, εἴμαστε ὄχι στὴν φυσιολογικὴ κατάσταση, ποὺ εἴμασταν ὅταν μᾶς
ἔπλασε ὁ Θεός. Γιʼ αὐτὸ δὲν βλέπουμε τὸ Θεὸ στὴν ἀρρωστημένη αὐτὴ κατάσταση, ποὺ
τώρα βρισκόμαστε! Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸ Θεό, πρέπει νὰ
θεραπεύσουμε «τὸ πεπτωκὸς μέρος τῆς ψυχῆς» μας, δηλ. τὸ «νοῦ» μας, λένε οἱ
Πατέρες. Γιʼ αὐτὸ ἄλλωστε ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ «ἰατρὸς τῶν
ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν».Ἦλθε νὰ μᾶς διδάξει πὼς πρέπει νὰ θεραπεύσουμε τὸ
«νοῦ» μας. Μόνο, ὅταν ἐπανέλθουμε στὴν «προπτωτική» κατάσταση, ποὺ βρίσκονταν οἱ
Πρωτόπλαστοι, τότε θὰ μποροῦμε κιʼ ἐμεῖς νὰ βλέπουμε τὸ Θεό. Ἡ ἐπάνοδός μας στὴν
προπτωτικὴ κατάσταση, στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας, λέγεται «σωτηρία». Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ
αὐτὸ ἀπαιτεῖται ὁλόκληρη διαδικασία, γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας ἀπὸ ὅλα τὰ
πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ τοῦ «νοῦ» μας ἀπὸ ὅλους τοὺς λογισμούς, καλοὺς
καὶ κακούς! Τὸ εἶπε ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇκαρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ
τὸν Θεὸν ὄψονται»! Θὰ τὸν δοῦν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ὁ καθένας, λοιπόν, ποὺ
θέλει νὰ ἰδεῖ τὸ Θεό, πρέπει νὰ σπουδάσει κοντὰ στοὺς ἁγίους Πατέρες, ποὺ ἦταν ὅλοι
τους θεούμενοι. Αὐτοὶ εἶναι οἱ διδάσκαλοί μας. Αὐτοὶ μποροῦν νὰ μᾶς ἀναγεννήσουν
ἐν Χριστῷ. Γιʼ αὐτὸ τοὺς ὀνομάζουμε «Πατέρες». Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ διδαχθεῖ , πὼς ὁ ἄνθρωπος
διαβαίνει τὰ στάδια τῆς «κάθαρσης», τοῦ «φωτισμοῦ» καὶ φτάνει στὸ «δοξασμό» ἢ τὴ
«θέωση». Σʼ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἀποκτᾶ τὴν «ἐμπειρία» τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ
πείραμα, χάρη στὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀξιωθεῖ ὁ καθένας μας νὰ ἀτενίσει τὸ Θεό! Αὐτὴ
εἶναι ἡ «ἐμπειρία τῆς θεώσεως» τῶν ἁγίων. Εἶναι τὸ μοναδικὸ καὶ ἀναντικατάστατο
θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας! Χωρὶς αὐτό, δὲν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ τὸ θεμέλιο δὲν
τὸ ἔχει καμιὰ ἄλλη θρησκεία καὶ καμιὰ «ὁμολογία», ὅπως εἶναι σήμερα ὁ Παπισμός.
6. Ὁ Παπισμὸς ποιὸ
θεμέλιο ἔχει; Ὅταν λέμε «Παπισμός» ἐννοοῦμε τοὺς Φράγκους, ἀπʼ τὴ στιγμὴ ποὺ
δέχτηκαν κακοδοξίες στὴν πίστη τους. Ἐδῶ, πρέπει νὰ κάνουμε μιὰ μικρὴ ἀναφορὰ
στὴν κακῶς λεγόμενη «Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία», ἡ ὁποία ἱστορικὰ δὲν ὑπῆρξε ποτέ.
Ὑπῆρξε μόνο ἡ «Ρωμανία», δηλ. ἡ χώρα τῶν Ρωμαίων, μὲ πρωτεύουσα τὴν
Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία μόλις τὸν 16ο αἰώνα, ἀπὸ τοὺς Φράγκους ὀνομάσθηκε
«Βυζάντιο»! Τὸν 5ο αἰώνα ἐμφανίζονται στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας οἱ λεγόμενοι
Φράγκοι. Αὐτοὶ ἦταν διάφοροι λαοί, ὅπως Βησιγότθοι, Βουργουνδοί, Τεύτονες, Ὀστρογότθοι,
Σάξωνες, Νορμανδοὶ κλπ. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀποκαλοῦμε Φράγκους. Αὐτοὶ ἐμφανίστηκαν
στὶς δυτικὲς ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Ἱσπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ἀγγλία,
κ.λπ. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς βαπτίστηκαν Ὀρθόδοξοι καὶ σκλάβωσαν τοὺς Ρωμηοὺς
τῶν πιὸ πάνω περιοχῶν. Οἱ Ρωμαῖοι τῶν ἐπαρχιῶν αὐτῶν εἶχαν τὴ ἐθνικὴ συνείδηση ὅτι
ἦταν ὑπήκοοι τοῦ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου,
ὡς Ὀρθοδόξου, μνημόνευαν στοὺς ναούς τους. Τοὺς σκλαβωμένους Ρωμαίους διοικοῦσαν
οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποί τους, ὡς «ἐθνάρχες» γιὰ λογαριασμὸ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ Φράγκοι, ὅταν λίγους αἰῶνες μετά, συνέλαβαν τὸ
καταστροφικὸ γιὰ μᾶς σχέδιο νὰ φτιάξουν τὴ δική τους αὐτοκρατορία σὲ βάρος τῆς
Ρωμανίας, ἀφομοιώνοντας τοὺς σκλαβωμένους Ρωμηούς, ἐγκολπώθηκαν τὴ θεολογία τοῦ
ἐπισκόπου Ἱππῶνος τῆς Ἀφρικῆς Αὐγουστίνου, ποὺ ἦταν κακόδοξη.
7. Τὸ πρόβλημα μὲ τὸν Αὐγουστίνο εἶναι, ὅτι ποτὲ δὲν
γνώρισε τὴν Πατερικὴ Παράδοση γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς «θέωσης», ἢ «δοξασμοῦ», ἢ «ἕνωση»
μὲ τὸ Θεό, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας. Θὰ ἐπιμείνουμε λίγο στὴν
περίπτωση τοῦ Αὐγουστίνου, γιατί σʼ αὐτὸν στηρίζεται ὅλο τὸ σαθρὸ οἰκοδόμημα τοῦ
Παπισμοῦ. α. Ὁ Αὐγουστίνος ἀγνοοῦσε γενικὰ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἴσως
γιατί δὲν γνώριζε ἑλληνικά, ὥστε νὰ διαβάζει τοὺς ἑλληνόφωνους Πατέρες, ποὺ ἔζησαν
στὴν Ἀνατολή. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι δὲν ἤξερε καλὰ οὔτε τοὺς Λατινόφωνους Ρωμαίους
Πατέρες. Στὴ Δύση ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διέδωσε τὸν ἀνατολικὸ μοναχισμό, ὅταν ἐξορίστηκε
ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς τὸ 340 ἕως τὸ 346 στὴ Ρώμη. Τὸ μοναχισμὸ αὐτό, μὲ τὴν
Παράδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἑδραίωσε περισσότερο ὁ ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανὸς
(365 –435). Σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση αὐτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ πιστὸς μπορεῖ μὲ ἄσκηση
νὰ ἀξιωθεῖ νὰ φτάσει στὴ κατάσταση νὰ βλέπει τὸ Θεό. Σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος
ποτὲ δὲν βλέπει καὶ δὲν γνωρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ὅμως καὶ γνωρίζει ὁρισμένες
ἐνέργειές Του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀποκτᾶ τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής Του καὶ τῶν περὶ Αὐτόν.
Κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν γνώση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ
πρέπει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐμπειρία τῆς θέωσης καὶ τὴ μέθεξή του σὲ ὁρισμένες ἀπὸ
τὶς θεῖες ἐνέργειές Του, σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ περιγράφουν οἱ Πατέρες. Τὴ
βασικὴ αὐτὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπει ὁ Αὐγουστίνος ὅπως θὰ
δοῦμε στὴ συνέχεια.
β. Ὁ Αὐγουστίνος
εὑρισκόμενος μακριὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε τὴν ἀτυχία, ἀρχικὰ
μὲν νὰ μπλέξει μὲ τὸ Μανιχαϊσμό, ὕστερα δὲ μὲ τὸν Πλατωνισμὸ καὶ τὸν
Νεοπλατωνισμό. Μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, κάποια στιγμή, παρακολουθώντας στὸ Μιλάνο τὰ
κηρύγματα τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἑλκύστηκε στὸ χριστιανισμὸ καὶ ζήτησε νὰ
βαπτιστεῖ. Θὰ νόμιζε κάποιος ὅτι μετὰ τὴ μεταστροφὴ του αὐτὴ θὰ εἶχε ἐγκαταλείψει
ὁριστικὰ τὸν Πλατωνισμὸ καὶ τὸν Νεοπλατωνισμό, καὶ γενικὰ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ
φιλοσοφία, καὶ εἰδικὰ τὴ «μεταφυσική», ποὺ καταδικάζουν οἱ Πατέρες. Ὁ Αὐγουστίνος
ὅμως δὲν τὸ ἔκανε. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ βαπτιστεῖ, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος τοῦ εἶχε ἀναθέσει
γιὰ προετοιμασία του, νὰ μελετήσει τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Ἐκεῖνος, ὅπως ὁμολογεῖ στὶς
«Ἐξομολογήσεις του», ἐπειδὴ δὲν τὸν καταλάβαινε, σταμάτησε τὴν ἀνάγνωσή του. Ἀποσύρθηκε
μὲ τὸν γιὸ του Ἀδεοδάτο καὶ μερικοὺς φίλους του σὲ ἕνα κτῆμα, καὶ ἐπιδόθηκε σὲ
φιλοσοφικὲς συζητήσεις. Καρπὸς τῶν συζητήσεών του αὐτῶν ἦταν ἡ διαπίστωσή του ὅτι δὲν ὑπάρχει
διαφορὰ μεταξὺ τῶν Πλατωνικῶν καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς! Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Αὐγουστίνος
προετοίμασε τὸ βάπτισμά του!
γ.
Ὁ Αὐγουστίνος ἐπηρεάστηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὸν Νεοπλατωνισμό, ὥστε θεολογοῦσε μὲ τὶς
φιλοσοφικὲς παραδοχὲς τοῦ Πλάτωνα! Πίστευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Πλατωνικοὶ
συμφωνοῦν στὶς περὶ ἁγίας Τριάδος καὶ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίες τους!
Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Πλάτωνας πίστευε στὸ γνωστὸ «κόσμο τῶν Ἰδεῶν». Οἱ «Ἰδέες»
τοῦ Πλάτωνα εἶναι τὰ αἰώνια καὶ ἀμετάβλητα ἀρχέτυπα τῶν ὄντων. Ὁ αἰσθητὸς δηλαδὴ
κόσμος τοῦ σύμπαντος εἶναι ἀντίγραφα τῶν ἀρχετύπων αὐτῶν! δ. Πρέπει νὰ
σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία στὸ Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναθεματίζει ὅσους
δέχονται τὶς «Ἰδέες» τοῦ Πλάτωνα. Τόση σημασία ἀποδίδει ἡ Ἐκκλησία στὸ ζήτημα αὐτό,
ποὺ δέχονταν ὁ Αὐγουστίνος. Ὁ Αὐγουστίνος, παρασυρμένος ἀπὸ τὸν Νεοπλατωνισμό,
διδάσκει ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς θεολογίας εἶναι ἡ μελέτη καὶ ἡ ἔρευνα τῆς οὐσίας τοῦ
Θεοῦ! Ὁ ἴδιος μάλιστα ὑποσχέθηκε ὅτι δὲν θὰ βραδύνει νὰ ἐρευνήσει «τὴν οὐσίαν
τοῦ Θεοῦ, εἴτε διὰ τῆς Γραφῆς Αὐτοῦ, εἴτε διὰ τοῦ κτίσματος»! Ὅμως, αὐτὸ εἶναι
αἵρεση! Κατὰ τοὺς Πατέρες, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη, ἀκατάληπτη, ἀνώνυμη,
ἀμέτοχη, ἀπρόσιτη, ἄκτιστη. Γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο, ὄχι μόνο δὲν μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε
τὸ Θεό, ἀλλὰ οὔτε κἂν νὰ τὸν νοήσουμε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «Θεὸν
φρᾶσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δε ἀδυνατώτερον»!
ε.
Ὁ Αὐγουστίνος πάνω στὸ σαθρὸ αὐτὸ θεμέλιο τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς φιλοσοφίας
θεμελίωσε τὸ οἰκοδόμημα τῆς θεολογίας του, τῆς «αὐγουστίνειας θεολογίας», ἡ ὁποία
ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Παπισμό, ὁ ἴδιος δὲ ὁ Αὐγουστίνος ἀνακηρύχτηκε ὁ
μεγαλύτερος Πατέρας τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη
περίοδος τῆς λεγόμενης «Σχολαστικῆς θεολογίας», ποὺ εἶναι πηγὴ τῶν αἱρέσεων τοῦ
παπισμοῦ! Ἡ θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν οἱ Φράγκοι, καὶ ἀκολουθοῦν
μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοί, στηρίζεται, ὅπως εἴδαμε, στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
φιλοσοφία, τὴ μεταφυσική, καὶ ἰδιαίτερα στὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι ὁ αἰσθητὸς
κόσμος, δὲν εἶναι πραγματικός. Ὅλα τὰ πράγματα, ἔλεγε ὁ Πλάτωνας, εἶναι ἀντίγραφα
τοῦ κόσμου τῶν «ἰδεῶν», ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Αὐτὸ ὁδήγησε τὸν Αὐγουστίνο
νὰ πιστέψει ὅτι ὑπάρχει ὁ «θεός» στὸν οὐρανό, στὴν οὐσία τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν εἰκόνες
τῶν θείων ἀρχετύπων, τῶν ὅσων βρίσκονται στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Ὅλα ὅμως αὐτά, εἶναι
γιὰ τὸν Αὐγουστίνο ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει «θεός»! Αὐτὰ ὅμως εἶναι προϊόντα ἀνθρώπινης
φαντασίας καὶ στοχασμοῦ. Ὁ θεὸς ὅμως αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς θεός, γιατί δὲν
ὑπάρχει ἕνας τέτοιος θεός. Εἶναι «φιλοσοφικὸς θεός», δήλ. «θεὸς φανταστικός»!
8.
Ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα, ποὺ οἱ Φράγκοι δέχτηκαν τὴν αἵρεση τοῦ «Φιλιόκβε» οἱ Ρωμαῖοι,
οἱ ὁποῖοι ἦταν Ὀρθόδοξοι, ἔπαυσαν τὴν «κοινωνία» μὲ τοὺς Φράγκους. Ἐξάλλου, ὅλα
τὰ Πατριαρχεῖα τῶν Ρωμαίων ( Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας
καὶ Ἱεροσολύμων) τὸ 879 μ.Χ. τοὺς καταδίκασαν στὴν 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὡς αἱρετικούς!
Τοὺς ἀπέκοψαν δήλ. καὶ ἐπίσημα ἀπʼ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδὴ ἔχουμε σχίσμα
μεταξὺ Ρωμαίων καὶ Φράγκων. Στὴ συνέχεια οἱ Φράγκοι ἔβαλαν στὸ στόχαστρό τους τὴν
κατάκτηση τοῦ Ὀρθόδοξου Πατριαρχείου τῆς Ρώμης, τὸ ὁποῖο, πλὴν λίγων
περιπτώσεων, βρίσκονταν στὰ χέρια Ρωμαίων (δηλ. Ὀρθοδόξων) Παπῶν, μέχρι τὸ
1009. Τὸ ἔτος αὐτὸ οἱ Φράγκοι ἔδιωξαν τὸν τελευταῖο Ρωμαῖο (Ὀρθόδοξο) Πάπα, τὸν
Ἰωάννη 18ο καὶ διόρισαν δικό τους Πάπα, τὸν Φραγκόφιλο Σέργιο 4ο, ποὺ δέχονταν
τὸ «Φιλιόκβε». Ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτό, τὸ ὑπάρχον σχίσμα ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα μεταξὺ
Φράγκων καὶ Ρωμαίων ἐπεκτάθηκε καὶ στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης, τὸ ὁποῖο ἔτσι
«φράγκεψε», δήλ. κατέστη κακόδοξο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης,
μὲ τὴ βία ἀποσχίσθηκε ἀπὸ τὰ ἄλλα τέσσερα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῶν Ρωμαίων. Τὸ
1009 δηλ. ἔχουμε σχίσμα Ρωμαίων τῆς Ρώμης καὶ Ρωμαίων τῆς Ἀνατολῆς. Ἔχουμε
σχίσμα μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἑπομένως, τὸ θεμέλιο τοῦ Παπισμοῦ εἶναι ἡ
φαντασία, ὁ στοχασμός, ἡ λογική, ἡ φιλοσοφία.
9.
Μὲ τὰ ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω εἶναι φανερό, πὼς ἡ σημαντικώτερη διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας
καὶ Παπισμοῦ ἀναφέρεται στὰ διαφορετικὰ θεμέλια,πάνω στὰ ὁποῖα ἔχει ἀνεγερθεῖ
ξεχωριστὰ τόσο τὸ οἰκοδόμημα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅσο καὶ τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Παπισμοῦ.
Θεμέλιο τοῦ πρώτου οἰκοδομήματος, δηλ. τῆς
Ὀρθοδοξίας, εἶναι ἡ «ἐμπειρία τῶν ἁγίων», ἐνῶ θεμέλιο στὸ ὁποῖο ἔχει οἰκοδομηθεῖ
ὁ Παπισμὸς εἶναι ἡ φαντασία, ὁ στοχασμός, ἡ μεταφυσική. Ἀπὸ ἐδῶ ἀπορρέουν ὅλες
οἱ πλάνες, οἱ κακοδοξίες, οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ δεισιδαιμονίες τῶν Παπικῶν! Ἡ «ἐμπειρία
τῶν ἁγίων» σημαίνει συνεχῆ ἄσκηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ διαβεῖ τὰ στάδια τῆς
πνευματικῆς τελειότητας, μέχρι νὰ φτάσει στὴ «θέωση», ἢ τουλάχιστο στὸ
«φωτισμό». Τὰ στάδια αὐτὰ εἶναι ἡ «κάθαρση», ὁ «φωτισμὸς τοῦ νοῦ» καὶ ἡ «θέωση»
τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ δυὸ τελευταῖα στάδια λέγονται καὶ «θεωρία τοῦ Θεοῦ», γιατί ὁ ἄνθρωπος
βλέπει καὶ γνωρίζει τὰ «μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ», ποὺ εἶναι οἱ ἄκτιστες
καὶ προαιώνιες ἐνέργειές Του. Δὲν βλέπει ὅμως, οὔτε γνωρίζει ποτέ, τὴν οὐσία
Του, ἡ ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη στὸν ἄνθρωπο, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ
θεούμενοι. Ἀντίθετα, οἱ Παπικοὶ ἔχουν οἰκοδομήσει τὴ θεολογία τους σὲ θεμέλιο,
ποὺ εἶναι ὁ στοχασμός, ἡ φαντασία, ἡ φιλοσοφία. Ἡ διαφοροποίηση αὐτὴ δὲν ἔχει
μόνο θεωρητικὴ σημασία. Ἔχει καὶ πρακτική. Ὅπως;
α. Ὡς πρὸς τὴν ὕπαρξη
τοῦ Θεοῦ: Ὁ Θεός, στὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἀποδειχθῆ
πειραματικά. Ἀντίθετα, ὁ θεὸς στὸν Παπισμό, εἶναι φανταστικός! Εἶναι ἀνθρώπινο
κατασκεύασμα, πλασμένος μὲ τὴ φαντασία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἕνας τέτοιος θεὸς δὲν ὑπάρχει!
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θεός, ποὺ πιστεύουν οἱ Λατῖνοι, δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ
Θεὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ πιστεύουμε σὲ διαφορετικὸ θεό. Γιὰ τὸ
λόγο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ὅπως εἶναι οἱ Παπικοί,
εἶναι ἄθεοι, ὄχι γιατί δὲν πιστεύουν σὲ θεό, ἀλλὰ πιστεύουν σὲ θεό, ποὺ δὲν ὑπάρχει!
Δὲν θάπρεπε ἴσως νὰ ἐξετάσουμε περαιτέρω τὶς διαφορές μας μὲ τοὺς Παπικούς, ἐφόσον
πιστεύουμε σὲ διαφορετικοὺς Θεούς. Ὅμως, θὰ συνεχίσουμε τὴν ἐξέταση γιὰ νὰ φανεῖ
τὸ μέγεθος τῶν διαφορῶν μας.
β.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ θεὸς τῶν Λατίνων δὲν ὑπάρχει. Οἱ
Παπικοί, ἀκολουθώντας τὸν Αὐγουστίνο, διδάσκουν ὅτι στὸ Θεὸ «οὐσία καὶ ἐνέργεια
ταυτίζονται»(«actus purus»). Οἱ Πατέρες ἀπὸ τὴ θεία ἐμπειρία
τους γνωρίζουν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία καὶ ἐνέργεια. Ἀλλά, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο οἱ ἐνέργειές Του. Μόνο οἱ αἱρετικοὶ Εὐνομιανοὶ ταύτιζαν
στὸ Θεὸ τὴν οὐσία μὲ τὶς ἐνέργειές Του. Οἱ Πατέρες καταδίκασαν τὴ διδασκαλία αὐτὴ
ὡς αἵρεση. Καὶ ὅμως, ὁ Αὐγουστίνος τὴν δίδασκε. Θεὸς ὅμως στὸν ὁποῖο ἡ οὐσία
του ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνέργειά του δὲν ὑπάρχει! Τὴν κακόδοξη αὐτὴ ἄποψη
βλέπουμε μερικὲς φορὲς νὰ ὑποστηρίζουν, ἀτυχῶς, καὶ ὡρισμένοι δικοί μας Ὀρθόδοξοι
θεολόγοι!
γ. Λένε ἀκόμα οἱ Παπικοὶ ὅτι
μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐρευνήσει ἀκόμα καὶ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπάρχουν
τὰ ἀρχέτυπα τῶν κτισμάτων, δηλ. οἱ «Ἰδέες» τοῦ Πλάτωνα! Ὁ Αὐγουστίνος δίδαξε ὅτι
ὁ σκοπὸς τῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἔρευνα καὶ ἡ κατανόηση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ
σκοπὸς αὐτὸς κατὰ τὴν Πατερικὴ Παράδοση εἶναι ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθεῖ ποτέ.
Εἶναι αἵρεση, τὸ νὰ προσπαθεῖ κάποιος νὰ ἐρευνήσει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Ὁ Αὐγουστίνος
στὸ ἔργο του «Περὶ Ἁγίας Τριάδος» γράφει: «Δὲν θὰ βραδύνω νὰ ἐρευνήσω τὴν οὐσία
τοῦ Θεοῦ, εἴτε διὰ τῆς Γραφῆς Αὐτοῦ, εἴτε διὰ τοῦ κτίσματος. Διότι ἀμφότερα ταῦτα
τίθενται πρὸς θεωρίαν ἡμῶν διʼ αὐτὸν τὸν σκοπόν, ἵνα ἀναζητηθῆ ὁ Ἴδιος, ὅστις ἐνέπνευσε
τὸ ἕν, καὶ ἔκτισε τὸ ἕτερον».
δ. Διδάσκουν ἀκόμα οἱ Παπικοί, ὅτι ὁ θεός, ποὺ
πιστεύουν, ἐκτὸς ἀπὸ ἄκτιστες ἐνέργειες, ἔχει καὶ «κτιστές» καὶ «κτιστὴ χάρη»!
Κτιστὲς ἐνέργειες ὅμως ἔχουν μόνο τὰ κτιστὰ πράγματα. Τὸ ἄκτιστο ἔχει μόνο ἄκτιστη
ἐνέργεια. Ἐάν, ὅπως λένε οἱ Λατῖνοι, ὁ θεός τους ἔχει «κτιστὲς ἐνέργειες», αὐτὸ
σημαίνει ὅτι εἶναι κτίσμα, κάτι ποὺ δίδασκε ὁ Ἄρειος γιὰ τὸ Χριστό! Καὶ ἕνας
κτιστὸς θεός, μὲ «κτιστὴ χάρη, δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο». Τὸ μόνο ποὺ
μπορεῖ νὰ κάνει ἴσως εἶναι νὰ τὸν βελτιώσει ἠθικά. Γιʼ αὐτὸ οἱ Δυτικοὶ δὲν μιλᾶνε
ποτὲ γιὰ «θέωση» ἢ «δοξασμό» τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ ἠθική του βελτίωση. Γιὰ τὸ
θέμα αὐτὸ ἔγινε μεγάλη συζήτηση τὸν 14ο αἰώνα, ὅταν ὁ δυτικὸς μοναχὸς Βαρλαὰμ
κήρυττε ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι κτιστή. Σʼ αὐτὸ ἀντέδρασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς.
Τότε, ἡ συγκληθεῖσα 9η Οἰκουμ. Σύνοδος τὸ 1341 ἐξέφρασε τὴν ἀπλανῆ ἐμπειρία τῶν
ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ θεία Χάρη εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὁρᾶται
μυστικὰ καὶ ἀπόρρητα ἀπὸ τοὺς θεούμενους.
ε. Ἐπίσης, οἱ Πατέρες ἀπὸ τὴ θεία ἐμπειρία
τους γνωρίζουν ὅτι στὸ Θεὸ ὑπάρχουν τὰ λεγόμενα «ἀκοινώνητα ἰδιώματα», τὰ ὁποῖα
ἀναφέρονται στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ καθένα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος
ξεχωριστά, γιʼ αὐτὸ λέγονται καὶ ὑποστατικὰ ἰδιώματα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὰ
τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ἔχουν «κοινά» τὰ πάντα, ἐκτὸς
ἀπὸ τὰ «ἀκοινώνητα» ἰδιώματα. Τὰ «κοινὰ ἰδιώματα» εἶναι ἡ οὐσία, ἡ πρόγνωση, ἡ
θεότητα, ἐνέργεια, ἡ βασιλεία, ἡ δόξα, ἡ γνώση, θέληση, ἡ ἀγάπη, ἡ πρόνοια, ἡ ἀγαθότητα,
τὸ δημιουργεῖν κ.τλ. Τὰ λεγόμενα «ἀκοινώνητα ἰδιώματα», εἶναι: Τὸ «ἀγέννητο» στὸν
Πατέρα, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Πατέρας ἔχει τὴν ὕπαρξή του «ἐξ οὐδενός», τὸ
«γεννητό» στὸν Υἱό, τὸ ὁποῖο σημαίνει, ὅτι ὁ Υἱὸς ἔχει τὴν ὕπαρξή Του ἀπὸ τὸν
Πατέρα «γεννητῶς», δηλ. διὰ τῆς «γεννήσεως», καὶ τὸ «ἐκπορευτό» στὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴν ὕπαρξή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ «οὐχὶ γεννητῶς». Μερικοὶ
Πατέρες στὸ «οὐχὶ γεννητῶς» πρόσθεσαν τὸ «ἐκπορευτῶς», ποὺ ἐπεκράτησε μέχρι
σήμερα. Ἔτσι, ὁ Πατέρας εἶναι ἡ αἰτία τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ
Παπικοὶ συγχέουν τὰ παραπάνω. Οἱ Παπικοί, φαντάστηκαν ὅτι ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός,
τὰ δυὸ αὐτὰ πρόσωπα, εἶναι ἡ αἰτία τοῦ τρίτου προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ
εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Φιλιόκβε, ποὺ πρῶτος μαζὶ μὲ ἄλλες κακοδοξίες του, δίδαξε ὁ
Αὐγουστίνος. Κατέληξε ὁ Αὐγουστίνος στὸ «Φιλιόκβε», γιὰ νὰ μὴ συγχέονται τὰ
πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατὰ τὸν Αὐγουστίνο τὰ πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διακρίνονται μόνον ὅταν ὁ Υἱὸς ἔχει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ
ἕναν, τὸν Πατέρα, τὸ δὲ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ δυό, τὸν Πατέρα καὶ
τὸν Υἱό. Οἱ Φράγκοι διακήρυξαν ὅτι τὸ «Φιλιόκβε» εἶναι πρόοδος στὸ μυστήριο τῆς
Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι μιὰ ἄλλη πλάνη τοῦ Παπισμοῦ, ποὺ θὰ δοῦμε πιὸ κάτω. Ἀφοῦ
ἕνας τέτοιος θεός, μὲ αὐτὲς τὶς ἰδιότητες ποῦ πιστεύουν οἱ Λατῖνοι, δὲν ὑπάρχει,
πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ λέμε ὅτι πιστεύουμε μʼ αὐτοὺς στὸν ἴδιο Θεό; Δὲν ὑπάρχει
τομέας τῆς Πίστεώς μας, ποὺ νὰ ταυτίζονται οἱ δογματικὲς ἀλήθειες Ὀρθοδοξίας καὶ
Παπισμοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι εὐνόητο γιατί οἱ ἀλήθειες τῆς Πίστεως στὴν Ὀρθοδοξία ἔχουν
«ἅπαξ παραδοθῆ ἀπὸ τὸ Θεὸ στοὺς ἁγίους» (Ἰούδα 3), ἐνῶ στὸν Παπισμὸ εἶναι
κατασκευασμένες ἀπὸ τὴ φαντασία τους! Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης
στὸν Παπισμό, διὰ τοῦ Αὐγουστίνου, «παρεισέφρησαν σχεδὸν ἀνεξελέγκτως καὶ ὑπερίσχυσαν
ὡρισμένα ξένα πρὸς τὸν Χριστιανισμὸν φιλοσοφικὰ στοιχεῖα, διὰ τῶν ὁποίων ἡ
Δύσις ἀπεμακρύνθη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ περιέπεσεν εἰς τὰς γνωστὰς πλάνας
της». Θὰ ἐπισημάνουμε ὁρισμένες ἀπʼ τὶς διαφοροποιήσεις αὐτές.
10. Ὡς πρὸς τὴν
πτώση τῶν Πρωτοπλάστων.
α.
Ἡ Πατερικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας διδάσκει ὅτι ὁ Δημιουργὸς ἔπλασε τοὺς
Πρωτόπλαστους «σχεδὸν τέλειους», μὲ προορισμὸ νὰ γίνουν «τέλειοι», ὅπως εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ἀνάγκη καὶ συμφέρον. Αὐτὸ
σημαίνει τὸ «καθʼ ὁμοίωσιν», ποὺ τοὺς εἶπε ὁ Θεός. Ἡ παρακοὴ τους ὅμως στὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὴν προειδοποίησή Του, ὅτι θὰ πεθάνουν ἂν δὲν τηροῦσαν τὴν
ἐντολή Του, τοὺς ἐμπόδισε νὰ φτάσουν στὴν τελειότητα. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς τους
κιʼ ἔπαυσαν νὰ ἔχουν τὴ «θεωρία τοῦ Θεοῦ», νὰ βλέπουν δήλ. τὸ Θεό. Αὐτὸ
σημαίνει ὅτι λόγῳ τῆς ἐνοχῆς τους νὰ φᾶνε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, ξέπεσαν ἀπʼ τὴν
κατάσταση τοῦ «φωτισμοῦ», ἢ τῆς «θέωσης» ἢ τοῦ «δοξασμοῦ», ποὺ βρίσκονταν πιὸ
μπροστά. Ἄμεσο ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ θάνατός τους, ὁ «πνευματικός» καὶ ὁ
«σωματικός». «Πνευματικός» θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός τους ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ ἐπῆλθε
ἀμέσως, γιατί ἀμέσως ἔπαυσαν νὰ βλέπουν τὸ Θεό. «Σωματικός» δὲ θάνατος εἶναι ὁ
χωρισμὸς τῆς ψυχῆς τους ἀπὸ τὸ σῶμα, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε ὕστερα ἀπὸ χρόνια, ὅταν ὁ
Κάϊν σκότωσε τὸν δίκαιο Ἄβελ. Δὲν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ ἐπέλθει ἀμέσως ὁ «σωματικὸς
θάνατος», γιὰ νὰ προλάβουν ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Πρωτόπλαστοι νὰ ἀφήσουν ἀπογόνους. Αὐτὸ
δὲν τὸ ἤθελε ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἄκουσε ἀπὸ τὸ Θεό, ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἀδὰμ θὰ τὸν συνέτριβε! Δὲν ἤθελε, λοιπόν, νὰ γεννηθεῖ κάποτε ὁ Χριστός.
β. Ὁ
Παπισμὸς ἀντίθετα, ἀκολουθώντας τὸν Αὐγουστίνο καὶ τοὺς σχολαστικούς, δέχεται ὅτι
ὁ Θεὸς ἔπλασε τοὺς Πρωτόπλαστους «τέλειους»! Δὲν εἶχαν δηλ. ἀνάγκη περαιτέρω
πνευματικῆς τελειοποιήσεως. Ἐδῶ, ὅμως οἱ Παπικοὶ βρέθηκαν μπροστὰ σὲ ἀδιέξοδο. Ἀφοῦ
ἦταν «τέλειοι» ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, πῶς ἔπεσαν; Γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴν πτώση τους αὐτή,
πρῶτος ὁ Αὐγουστίνος εἶδε τὸ θέμα αὐτὸ δικανικά. Κατέφυγε δηλ. σὲ φιλοσοφικοὺς
στοχασμοὺς κιʼ ἔπλασε τὴ θεωρία τῆς παράβασης τῆς ἀπαγορευτικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ
ἀπὸ τοὺς Πρωτόπλαστους, ποὺ Τὸν ἐξόργισε καὶ ἐπέφερε τὴν τιμωρία τους. Τὸ πᾶν εἶναι
ἡ ὑποταγὴ στὴν αἰώνια θεία βούληση καὶ στὸν αἰώνιο θεῖο νόμο, ποὺ ὑπάρχει στὴ
θεία οὐσία. Ὁ Θεὸς δηλ. εἶναι ἡ πηγὴ μιᾶς «ἀστυνομικῆς διατάξεως», τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
ὀφείλει νὰ τὴν τηρήσει, ἄλλως θὰ ὑποστεῖ τὴν θεία ὀργή! Μάλιστα, ἡ Σύνοδος τοῦ
Τριδέντου, μὲ τὸν α΄ Κανόνα της ἀναθεμάτισε ὅποιον δὲν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν
πτώση του «ἐπέφερε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο τὸν
θάνατο»! Ἡ παράβαση αὐτῆς τῆς ἀπαγόρευσης ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ οἱ συνέπειές της, εἶναι,
γιὰ τοὺς Παπικούς, τὸ λεγόμενο «προπατορικὸ ἁμάρτημα». Αὐτὴ ὅμως ἡ θεώρηση τοῦ
Αὐγουστίνου, ποὺ δέχτηκαν οἱ Παπικοί, γιὰ τὴν ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ ἀπʼ
τὴν παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων, ἔχει περαιτέρω συνέπειες, γιὰ τὸ πῶς ἐξιλεώθηκε
καὶ ἱκανοποιήθηκε ἡ θεία Δικαιοσύνη, ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἐξετάσουμε πιὸ κάτω.
γ. Ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται ὅτι γιὰ τὴν παράβαση αὐτὴ ἔνοχοι ἦταν οἱ Πρωτόπλαστοι
καὶ ὄχι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἀπόγονοί τους. Οἱ ἄνθρωποι ὅπως κληρονομοῦν ἀπὸ τὸν
Ἀδὰμ τὴ ζωή, κληρονομοῦν καὶ τὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Αἴτιος ὅμως τοῦ κακοῦ αὐτοῦ, δηλ. τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι ὁ Θεός, γιατί ὁ Θεὸς δὲν
ἐποίησε τὸν θάνατο. Αἴτιοί του εἶναι ὁ διάβολος καὶ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἁπλῶς ἀνέχεται
«ἄχρι καιροῦ» τὴν ἀδικία στοὺς ἀνθρώπους τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου»,
δηλ. διαβόλου, μέχρι τὴ Δεύτερη τοῦ Κυρίου
Παρουσία. Ἀντίθετα ὁ Παπισμός, ἀκολουθῶν τὸν Αὐγουστίνο, δέχεται ὅτι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἀδάμ, κληρονομοῦν τὴν ἐνοχὴ τοῦ κληρονομικοῦ ἁμαρτήματος.Τὴν διδασκαλία αὐτὴ
τοῦ Αὐγουστίνου καταδίκασε τὸ 529 ἡ Σύνοδος τοῦ Ὀρὰνς τῆς Μασσαλίας, μὲ τὸν 2ο
Κανόνα της. Ἀλλά, καὶ ἡ κακόδοξη αὐτὴ θεώρηση τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Παπισμοῦ ἔχει
ἄλλες παραμέτρους, ποὺ ἐπίσης θὰ ἐξετάσουμε πιὸ κάτω.
11. Ὡς πρὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου
α. Σωτηρία εἶναι ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου στὴν
προπτωτικὴ κατάσταση τῶν Πρωτοπλάστων, ποὺ ἔβλεπαν καὶ μιλοῦσαν μὲ τὸ Θεὸ ὡς
φίλοι πρὸς φίλο. Στὴν Ὀρθοδοξία γιὰ νὰ μπορέσει ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος νὰ ἐπανέλθη
στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, πρέπει νὰ καταργήσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὴ συνέπεια τῆς
πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. Καὶ αὐτὸ καταργεῖται μὲ τὸ
βάπτισμα. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, προτοῦ ἐπικρατήσει τὸν 5ο αἰώνα ὁ
νηπιοβαπτισμός, τὸ βάπτισμα ἀκολουθοῦσε ὕστερα ἀπὸ ὁλόκληρη διαδικασία, κατὰ τὴν
ὁποία οἱ κατηχούμενοι ὑπὸ τὴν καθοδήγηση πνευματικοῦ πατέρα διάβαιναν ἐπιτυχῶς
τὸ στάδιο τῆς «κάθαρσης» καὶ ὅταν ἔφθαναν στὰ πρόθυρα τοῦ «φωτισμοῦ»
βαπτίζονταν καὶ συνέχιζαν τὴν πορεία τους πρὸς τὸν «φωτισμό» καὶ τὴ «θέωση»ἢ
«δοξασμό. Χωρὶς τὸ ὑπόβαθρο τῆς συνεχοῦς ἄσκησης, «ναὶ μὲν μὲ τὸ βάπτισμα ὁ
πιστὸς καταργεῖ τὸ θάνατο, ὅμως πάλι εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκπέσει ἀπὸ τὴν προπτωτικὴ
κατάσταση. Ὅταν ἐκπέσει, μπορεῖ νὰ ἐπανέλθη πάλι μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας.
Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀποτέλεσμα δύο παραγόντων, τῆς
σωστικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θέλησης τοῦ ἀνθρώπου.
β. Ὁ
Παπισμός, ἀγνοεῖ ἐντελῶς τὴν ἀσκητικὴ αὐτὴ Παράδοση τῶν Πατέρων γιὰ τὰ
πνευματικὰ στάδια τῆς «καθάρσεως», τοῦ «φωτισμοῦ» καὶ τῆς «θεώσεως». Τὰ ἐκλαμβάνει
μὲ φιλοσοφικὴ ἔννοια. Στὸν Αὐγουστίνο ἡ διδασκαλία περὶ «φωτισμοῦ» εἶναι καθαρὰ
πλατωνική. Ἡ δέ, ἡ «ἐν Χριστῷ θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» ἀπὸ τοὺς προφῆτες καὶ
τοὺς ἀποστόλους καταργήθηκε ἀπὸ τοὺς Παπικούς, καὶ μάλιστα χαρακτηρίσθηκε ὡς αἵρεση
καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν νεοπλατωνικὴ ἔκσταση. Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως
φαντάζονται οἱ Παπικοί, εἶναι ἡ ἰδιοτελὴς εὐδαιμονία, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μὲ
τὴν δῆθεν ταύτιση τοῦ νοῦ μὲ τὰ ἀρχέτυπα τῶν ὄντων, ποὺ βρίσκονται στὴν οὐσία
τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι κόλαση! Ὁ Αὐγουστίνος δέχεται ὅτι ὅσοι
θὰ σωθοῦν θὰ ἰδοῦν διὰ τῆς χάριτος καὶ διὰ τῆς λογικῆς τους τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ
καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἀρχέτυπα τῶν ὄντων! Στὸν Παπισμὸ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται
μὲ τὴν ἀκαταγώνιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω, κατὰ τὸν Αὐγουστίνο, τὸν
ὁποῖο ἀκολούθησαν οἱ Δυτικοί, ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν Πρωτοπλάστων κληρονόμησαν τὴν
ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἡ ὁποία ἐξόργισε τὸ Θεό. Ἔτσι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ
καταδίκασε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα στὴν κόλαση καὶ ἐπέβαλε σʼ αὐτὴν τὴν ποινὴ τοῦ
θανάτου. Κατὰ τὴν ἀξία τῆς κληρονομικῆς αὐτῆς ἐνοχῆς ἀξίζει σὲ ὅλους ἡ κόλαση. Ὁ
Θεὸς ὅμως ἐξέλεξε, λέει ὁ Αυγουστίνος, μία ὁμάδα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς
προώρισε γιὰ τὴ σωτηρία. Σʼ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ σωθοῦν,
παρέχει τὴ σωστικὴ Χάρη Του, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ἀκαταγώνιστα τὴ σωτηρία τους! Αὐτὸ
ὅμως εἶναι ἡ κακοδοξία τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ!
12.
Ὡς πρὸς τὴν ἐξιλέωση καὶ ἱκανοποίηση τῆς θείας Δικαιοσύνης ἀπὸ τὴν πτώση τῶν
Πρωτοπλάστων.
Ἡ
πλάνη τοῦ Παπισμοῦ ὅτι ἡ παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων ἐξόργισε τὸ Θεὸ καὶ προκάλεσε
τὴν ἀγανάκτησή του δὲν ἔγινε ποτὲ δεκτὴ ἀπʼ τὴν Ὀρθοδοξία, γιατί στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει
ποτὲ τροπή. Ἡ Ἁγία Γραφὴ χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς ἐκφράσεις, ὅτι ὁ Θεὸς ὀργίζεται,
ἢ μεταμελεῖται κτλ. Αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις εἶναι ἀνθρωποπαθεῖς, χρήσιμες σὲ μᾶς τοὺς
ἀνθρώπους γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε τὰ λάθη μας. Ὁ Θεός, καὶ ὅταν ἐμεῖς σφάλλουμε,
μᾶς ἀγαπᾶ ἐξίσου, ὅπως καὶ ὅταν ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά Του. Γιʼ αὐτό, ἄλλωστε ὁ Θεὸς
ἀγαπάει καὶ τὸ διάβολο! Οἱ Παπικοὶ διατύπωσαν τὴ θεωρία, ὅτι γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν
οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησή του ἀπὸ τὴν παρακοὴ τῶν
Πρωτοπλάστων ἔπρεπε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ θεία Δικαιοσύνη! Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θυσίασε τὸν Υἱό Του, τὸ
αἷμα τοῦ Ὁποίου, κατʼ αὐτούς, ἐξαλείφει ὄχι μόνο τὸ Προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἀλλὰ
καὶ ὅλες τὶς ἄλλες θανάσιμες ἁμαρτίες.Τὶς ποινὲς ὅμως ἀπὸ τὶς ἄλλες ἁμαρτίες,
βαρειὲς ἢ ἐλαφρές, τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ὅταν ζοῦσε δὲν πρόλαβε νὰ ἐξαλείψει, τὶς
σβήνει τὸ λεγόμενο «καθαρτήριο πῦρ», ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν Παράδεισο καὶ τὴν
Κόλαση! Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ ψυχὲς μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Πάπα καὶ τῶν ζωντανῶν,
μεταβαίνουν στὸν Παράδεισο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ παραχωρήσει τὴ λύση τῶν
ποινῶν μὲ βάση τὸν θησαυρὸ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, τὸν ὁποῖο διαχειρίζεται ὁ
Πάπας. Οἱ ἀξιομισθίες εἶναι ἄλλη κακοδοξία τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι ἐπειδὴ
οἱ ἅγιοι τέλεσαν περισσότερα ἅγια ἔργα, ἀπὸ ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία
τους («ὑπέρτακτα ἔργα»), ὁ Πάπας τὰ μεταφέρει σὲ ὅσους βρίσκονται στὸ
«καθαρτήριο πῦρ» καὶ τοὺς ἐλευθερώνει ἀπὸ αὐτό! Ἀκόμα, οἱ Παπικοὶ μιλᾶνε καὶ γιὰ
«περισσεύουσες ἀξιομισθίες» τοῦ Κυρίου! Ἡ Ὀρθοδοξία θεωρεῖ ὅλα αὐτὰ
δεισιδαιμονίες τοῦ Παπισμοῦ, χρήσιμες γιὰ νὰ ἐνθυλακώνουν οἱ Πάπες τὰ χρήματα τῶν
ὀπαδῶν τους, γιὰ τὴν ἀπαλλαγή τους ἀπὸ τὸ «καθαρτήριο πῦρ»!
13. Ὡς πρὸς τὴν «βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Εἴδαμε
πιὸ πάνω ὅτι ὁ Αὐγουστίνος καὶ οἱ Παπικοὶ δέχτηκαν τὴν αἵρεση ὅτι στὸ Θεὸ «οὐσία
καὶ ἐνέργεια» ταυτίζονται. Συνέπεια τῆς αἵρεσής του αὐτῆς ἦταν νὰ δεχθοῦν ὅτι ἡ
ἄκτιστη καὶ πανταχοῦ παροῦσα δόξα, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι «γινόμενα καὶ ἀπογινόμενα»
κτίσματα. Δὲν γνωρίζουν ὅτι ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν», ἡ «δόξα» τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄκτιστη
ἐνέργειά Του, τὴν ὁποία βλέπει ὁ πιστὸς ὅταν ἀξιωθεῖ νὰ φτάσει στὴ κατάσταση τοῦ
δοξασμοῦ, ἢ θέωσης. Τὸ πόσο σοβαρὴ αἵρεση εἶναι ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Αὐγουστίνου
ὅτι «οἱ προφῆται δὲν εἶδαν τὸν ἄκτιστο Λόγο ἐν τῇ ἀκτίστῳ δόξῃ αὐτοῦ, ἀλλὰ
μόνον γινόμενα καὶ ἀπογινόμενα κτίσματα», φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὴν πολεμικὴ
κατὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, ποὺ ἐπαναλάμβανε ὁ
Βαρλαὰμ τὸν 14ο αἰώνα! Εἴδαμε πιὸ πάνω νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Τί εἶναι αὐτὴ ἡ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ἢ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν»; Ἡ Ὀρθοδοξία
δέχεται ὅτι ἡ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία
βλέπει ὁ πιστὸς ὅταν ἀξιωθεῖ νὰ φτάσει στὴ κατάσταση τοῦ δοξασμοῦ, ἢ θέωσης.
Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀποκτήσει μέθεξη, δηλ. νὰ ἑνωθεῖ μαζί της.
Ἡ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἰδεῖ ὁ ἄνθρωπος,
ἂν γίνει καὶ αὐτὸς κατὰ χάρη θεός. Ὁρᾶται ὁ Χριστός, ὄχι στὴν οὐσία Του, ἀλλὰ
στὴν ἄκτιστη δόξα Του. Αὐτό, στὴ γλώσσα τῆς θεολογίας λέγεται «Παράδεισος». Ὁ
Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Αὐγουστίνος καὶ οἱ Παπικοὶ δέχονται ὅτι ἡ
«βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι κτιστὴ πραγματικότητα, ὅπως καὶ οἱ «θεοφάνειες» εἶναι
κτιστές, εἶναι δηλαδὴ «γινόμενα καὶ ἀπογινόμενα», τὰ ὁποῖα σὲ κάποια στιγμὴ ὁ
Θεὸς φέρνει στὴν ὕπαρξη γιὰ νὰ ὁραθοῦν καὶ τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια, ἀφοῦ ὁράθηκαν
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ ἐξαφανίζει. Ἔτσι, οἱ προφῆτες δὲν εἶδαν τὸν ἄκτιστο Λόγο
στὴν ἄκτιστη δόξα, ἀλλὰ μόνο «γινόμενα καὶ ἀπογινόμενα» κτίσματα! Οἱ Δυτικοί,
Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες, ἐπειδὴ θεωροῦν τὴν «βασιλεία τοῦ Θεοῦ» κτίσμα, τὴν ὀνομάζουν
«βασίλειο τοῦ Θεοῦ», δηλ. κράτος τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία μάλιστα πολλὲς φορὲς
ταυτίζουν μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἄποψη τὴν ὁποία δέχτηκαν καὶ πολλοὶ δικοί μας, ὑποτιθέμενοι
Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Οἱ Παπικοί, στὸ κράτος αὐτὸ τοῦ Θεοῦ ἔχουν δώσει ὅλη τὴν ἐξουσία,
σὰν σὲ ἀπόλυτο μονάρχη, στὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ ἀσκεῖ αὐτὴ τὴν ἐξουσία
θέσπισε τὸ 1870 τὰ δόγματα τοῦ «Πρωτείου» του καὶ τοῦ «ἀλαθήτου» του! Ἑπομένως,
γιὰ τοὺς Παπικοὺς καὶ ὁ Παράδεισος εἶναι κτιστός. Ἡ Κόλαση, γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους
εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καὶ αὐτὴ ὁ Χριστός. Ἡ διαφορά της
μὲ τὸν Παράδεισο εἶναι τὸ ὅτι κατʼ ἐκείνην τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
εἴτε τὸ θέλουμε, εἴτε ὄχι, θὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ δοῦμε τὴν θεία
δόξα Του. Καὶ ὅσοι θεράπευσαν τὸ «πεπτωκὸς μέρος τῆς ψυχῆς» τους, δηλ. τὸν νοῦ
τους, θὰ ἰδοῦν τὸν Χριστό, ὡς φῶς καὶ ζωή, καὶ θὰ ἔχουν μέθεξη μαζί Του, πρᾶγμα
τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν», ἢ ὁ Παράδεισος! Ἀντίθετα, οἱ ἀθεράπευτοι,
οἱ ἀμετανόητοι, θὰ ἰδοῦν τὸ Χριστὸ «ὡς πῦρ καταναλίσκον» ποὺ καίει! Αὐτὸ εἶναι ἡ
Κόλαση. Εἶναι καὶ αὐτὴ ἄκτιστη, εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως καὶ ὁ Παράδεισος, μὲ τὴ
διαφορὰ ὅτι οἱ κολασμένοι δὲν θὰ ἔχουν μέθεξη μὲ τὸ Χριστό. Οἱ Παπικοὶ
κηρύττουν ὅτι καὶ ἡ Κόλαση εἶναι κτιστή, ὅτι τὸ «πῦρ» της, οἱ «φωτιές» της εἶναι
κτιστές, δηλ. ὑλικές. Ἡ κακοδοξία αὐτὴ γέννησε τὴν ἀντίληψη ὅτι κόλαση εἶναι τὰ
«καζάνια» στὰ ὁποῖα θὰ βράζουν μὲ φωτιὲς οἱ κολασμένοι! Ἐπίσης, οἱ Παπικοὶ
πιστεύουν ὅτι ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση ἔχουν τοπικὸ χαρακτήρα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι
Παράδεισος εἶναι ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ Κόλαση εἶναι ὅπου δὲν εἶναι ὁ
Χριστός. Οὔτε αὐτὸ ὅμως εἶναι σωστό. Γιατί Ὁ Θεὸς εἶναι «πανταχοῦ παρών». Εἶναι
καὶ στὴν Κόλαση, ἀφοῦ ἄλλωστε Παράδεισος καὶ Κόλαση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Παράδεισος γιὰ τοὺς σεσωσμένους καὶ Κόλαση γιὰ τοὺς κολασμένους.
14. Ὡς πρὸς τὴν καλύτερη καὶ βαθύτερη
κατανόηση τῆς πίστεως καὶ τῶν δογμάτων μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.
Οἱ
παπικοὶ πιστεύουν ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ ἄνθρωποι κατανοοῦν καλύτερα
καὶ βαθύτερα τὶς διδασκαλίες καὶ τὰ δόγματα τῆς Πίστεως. Ἔτσι, οἱ σημερινοὶ
πιστοὶ καταλαβαίνουν καλύτερα καὶ περισσότερο τὰ δόγματα ἀπὸ ὅ,τι π.χ. οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὸν 4ο ἢ 5ο αἰώνα, ποὺ τὰ διατύπωσαν! Ἡ Ὀρθοδοξία δέχεται
ὅτι κάθε φορά, ποὺ ἕνας πιστὸς ἀξιώνεται νὰ φτάσει στὴ «θέωση», ἢ τὸ «δοξασμό»,
φτάνει στὴν προσωπική του Πεντηκοστή, ὅπου ἀποκτᾶ τὴν «πᾶσα ἀλήθεια», ποὺ ἀπέκτησαν
καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Κατʼ αὐτὴν δὲν ἐπιδέχεται οὔτε αὔξηση, οὔτε βαθύτερη
κατανόηση τῆς «πάσης ἀληθείας». Μετὰ τὴν Πεντηκοστή, κάθε πιστὸς ποὺ ἀξιώνεται
νὰ φτάσει στὴ θέωση ἢ τὸν δοξασμό, ἀποκτάει τὴν «πᾶσα ἀλήθεια», αὐτὴν ἀκριβῶς
ποὺ ἀπόκτησαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη περαιτέρω ἀποκάλυψη, ὅπως
δέχονται οἱ Παπικοί.
15. Εἶναι
φανερὸ τὸ μέγα χάος μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ!
Ἡ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ
τους ξεκινάει ἀπὸ τὸ θεμέλιο, στὸ ὁποῖο ἔχει οἰκοδομηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ τὸ διαφορετικὸ θεμέλιο τοῦ
Παπισμοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα οἱ διαφορὲς μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ αὐξάνονται.
Καὶ τὸ πρόβλημα ποὺ γεννιέται πῶς οἱ Πατριάρχες διακηρύττουν ὅτι «τίποτε δὲν
χωρίζει τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν Παπισμό»; Πῶς συμφώνησαν καὶ ὑπόγραψαν τὸ 1965 τὴν
«Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν»; Πῶς σήμερα ὑλοποιοῦν ἀκάθεκτα καὶ ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν
συμφωνημένη «Ἕνωση»; Δὲν ἔχει τεράστια εὐθύνη ὁ λαός, ὁ κάποτε, ὅπως διακήρυξαν
τὸ 1848 οἱ Πατριάρχες, «φύλακας καὶ ὑπερασπιστὴς» τῆς Ὀρθοδοξίας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου