«Ο Θεόφρων
ήθροισται λαός· της γαρ δόξης Θεού το σκήνωμα, εκ Σιών μεθίσταται προς ουράνιον
δόμον, ένθα ήχος καθαρός εορταζόντων, φωνή αφράστου αγαλλιάσεως· και εν
ευφροσύνη βοά τω Χριστώ· ο δεδοξασμένος, των Πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός
ει (ωδή ζ΄).
Ο λαός, λέγει,
των Χριστιανών, ο τα θεία και ουράνια φρονών, εσυνάχθη σήμερον εν ταις του
Χριστού αγίαις Εκκλησίαις, δια να εορτάση και να πανηγυρίση. Επιφέρει δε
ακολούθως ο Μελωδός και την αιτίαν της τοιαύτης εορτής τε και πανηγύρεως.
Επειδή, λέγει, το σκήνωμα της δόξης του Θεού, η Κυρία Θεοτόκος, περί της οποίας
γράφει ο Δαβίδ «Ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο Ύψιστος» (Ψαλμ. με΄ 4)· όπερ
ερμηνεύει ο Δαμασκηνός Ιωάννης· «Σκήνωμα αυτού την Παρθένον ο Ύψιστος έθετο και
ηγίασεν, εν μέσω αυτής κατασκηνώσας, και ασάλευτον έδειξε, των της Παρθενίας
σημάντρων αυτής μη παρασαλευθέντων». Επειδή η Παρθένος, λέγω, μετεστάθη από την
Σιών εις τας ουρανίους μονάς του Υιού της, όπου εκφωνείται ο καθαρός ήχος των
εορταζόντων, και εξέρχεται η φωνή της α ρ ρ ή τ ο υ χαράς και αγαλλιάσεως, κατά το ειρημένον υπό
του Δαβίδ «Ότι διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής έως του οίκου του Θεού, εν
φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ( ήτοι ευχαριστίας), ήχου εορτάζοντος»
(Ψαλμ. μα΄ 4). Τούτο δε το ρητόν ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος ούτως ερμηνεύει·
«Οίμαι δε τον εκείθεν των μηδέν άλλο είναι, ή Θεόν υμνούμενόν τε και
δοξαζόμενον παρά των της εκείσε πολιτείας ηξιωμένων». Ο δε μέγιστος Μάξιμος,
σύμβολον μεν προκοπής την σκηνήν τελειότητος δε τον οίκον νοεί λέγων «Ο της
θαυμαστής Σκηνής τόπος, η απαθής εστιν έξις των αρετών, καθ΄ ην ο του Θεού
γινόμενος λόγος, διαφόροις αρετών κάλλεσι κατακοσμεί καθάπερ σκηνήν την ψυχήν ο
δε οίκος του Θεού, η εκ πολλών και διαφόρων συγκειμένη γνώσις θεωρημάτων εστί,
καθ΄ ην ενδημών τη ψυχή ο Θεός, του της σοφίας κρατήρος εμπίπλησιν· η δε φωνή
της αγαλλιάσεώς εστι το επί τω πλούτω των αρετών της ψυχής σκίρτημα· η δε της
εξομολογήσεως, η επί τη δόξη της κατά την σοφίαν ευωχίας ευχαριστία· ο δε ήχος
των εορταζόντων, η εξ αμφοίν, αγαλλιάσεως, φημί, και εξομολογήσεως, κατά
σύγκρισιν γινομένης διηνεκής δοξολογία». Επιφέρει δε ο Μελωδός: Ο αθροισθείς
λαός των Χριστιανών βοά εις τον Χριστόν με ευφροσύνην καρδίας «Ο δεδοξασμένος»
και τα λοιπά. Εν άλλοις δε γράφεται, Βοώντων, συναπτομένου τούτου με το,
Εορταζόντων· ορθότερον είναι όμως, ως νομίζω, το πρώτον. Πανηγυρίζει δε και ο
Κρήτης Ανδρέας εις την εορτήν, συμφώνως σχεδόν λέγων με τον Ιερόν Κοσμάς, ως εκ
μέρους των Αποστόλων «Άπιθι τοίνυν εν ειρήνη, Παντάνασσα, άπιθι εν ευφροσύνη,
εν χαρά ανεκλαλήτω, εν αϊδίω φωτί, ένθα το αληθινόν φως, η ολόφωτος βασιλεία, η
ακατάληκτος των Αγγέλων χορεία· εκεί, όπου ο χειμάρρους της αιωνίου τρυφής,
ένθα οι λειμώνες της αφθαρσίας, αι πηγαί της αενάου ζωής, τα ρείθρα του
θεοβλύτου φωτός, οι ποταμοί της αειζώου φωτοχυσίας· εκεί, όπου η περιοχή πάντων
των αγαθών, το έσχατον τέλος, ου επέκεινα παντελώς ουδέν· εκεί Πατήρ
προσκυνείται, και Υιός δοξάξεται, Πνεύμα Άγιον ανυμνείται, η ενιαία της μιας εν
τριάδι Θεότητος φύσις».
μ. θ. δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου