Ρεαλιστική η
εποχή μας δεν ανέχεται φαντασίες και παραμύθια, έχει καταργήσει τα ταμπού,
δέχεται μόνο γεγονότα και δεδομένα. Έτσι θέλει. Καθετί που ξεφεύγει από τους
νόμους της φύσης αποτελεί σκάνδαλο και καθετί που δεν εξηγείται με τους νόμους
της λογικής συνιστά μωρία. Και το πιο παράδοξο πρόβλημα και η πιο ανεξήγητη
ιστορία από όλα όσα συνέβησαν μέσα σ΄ αυτό τον κόσμο και πάνω σ΄ αυτή τη γη
είναι, χωρίς άλλο, η Ανάσταση του Χριστού. Πως κάποιος, που έζησε ως άνθρωπος
και πέθανε ως θνητός, πως ξαναπήρε τη ζωή, ξαναβρήκε το σώμα του, σηκώθηκε από
τον τάφο και ζη; Πως από τότε μέχρι τώρα και για πάντα απολαμβάνει – όχι μόνο με την ψυχή του αλλά και με το σώμα του
άφθαρτο – μια ζωή, που βέβαια δεν είναι, η γνωστή μας ανθρώπινη ζωή, είναι,
όμως, ζωή και μάλιστα ανώτερη και ωραιότερη; Τούτο το ερώτημα δίκαια, πράγματι,
μπορεί να τυραννά κάθε εποχή τον κάθε άνθρωπο, όταν για πρώτη φορά το
αντιμετωπίζει σαν ένα πρωτάκουστο νέο, σαν ένα πρωτόφαντο θαύμα, που αξιώνει
ότι αποτελεί ευαγγέλιο, που παρουσιάζεται να δείχνει Θεό. Διότι, ποια άλλη
αγγελία είναι πιο ευχάριστη από το ότι οι νεκροί μπορούν να αναστηθούν με τα
σώματά τους; Και πια άλλη απόδειξη φανερώνει πιο καλά τη θεότητα από το ότι
κάποιος μπορεί να αναστηθεί από τους νεκρούς; Αν ήταν δυνατόν να συγκεντρώναμε
όλους τους απροκατάληπτους ανθρώπους της γης και των αιώνων, τους απλοϊκούς
αλλά και τους σοφούς, τους ανίδεους αλλά και τους ιστορικούς, όλους μαζί σ΄ ένα
τόπο μπροστά στον αναστημένο Χριστό, και τους δίναμε τη δυνατότητα να εκφράσουν
τις απορίες τους, θα βλέπαμε πως όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, θα σήκωναν το χέρι με
ανυπομονησία και λαχτάρα να ρωτήσουν: Πως; Κι ακόμη, θα ζητούσαν όχι μόνο να
ρωτήσουν αλλά και να πλησιάσουν, να δουν από κοντά και να αγγίξουν Αυτόν, που
αναστήθηκε, για να πιστέψουν.
Δεν είναι αφύσικο αυτό, ούτε ασέβεια είναι. Κι ο
Κύριός μας, ο Οποίος γνωρίζει πως λειτουργεί ο άνθρωπος, καταλαβαίνει την
ανάγκη μας και φρόντισε να μας την ικανοποιήσει. Ήθελε, εξάλλου, να ασφαλίσει
το μεγάλο γεγονός της Ανάστασής Του από κάθε προσβολή και επίθεση μέσα στην
ιστορία, ώστε να μένει πραγματικό και βέβαιο για τους τίμιους ερευνητές της
αλήθειας. Γι΄ αυτό έκανε τη συγκέντρωση που υποθέτουμε, μάζεψε μπροστά Του τους
άπιστους και επιφυλακτικούς, τους ανύποπτους και φοβισμένους και δέχθηκε τις
αντιρρήσεις τους. Ξέρετε ποιος σήκωσε πρώτος το χέρι να ρωτήσει; Ποιος με
περισσότερη αυθάδεια και με μεγαλύτερη επιμονή ζήτησε να πεισθεί; Ο Θωμάς, «εις
εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος» (Ιω. 20: 24), που έμεινε γνωστός ως ο
άπιστος Θωμάς. Σαν να τον ακούμε, καθώς μας τα διηγείται ο ευαγγελιστής
Ιωάννης, να υψώνει τη φωνή του ανάμεσα στους άλλους, που του μαρτυρούν την
εμφάνιση του αναστημένου Χριστού, και να δηλώνει απερίφραστα· «Εάν μη ίδω εν
ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον
των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω» (Ιω.
20: 25). Θαυμάζει κανείς πράγματι την απαίτηση του Θωμά. Δεν του αρκεί που
ακούει με τα αυτιά του τόσους μάρτυρες να τον βεβαιώνουν ότι αναστήθηκε ο
Διδάσκαλος. Δεν ικανοποιείται να δει με τα μάτια του τον Εσταυρωμένο ζωντανό.
Θέλει να αγγίξει και με τα χέρια του το σώμα του Αναστημένου· ακόμη
περισσότερο, να ψηλαφήσει με τα δάκτυλά του τις πληγές του Ιησού· και
περισσότερο ακόμη, να πιάσει με την παλάμη του ολόκληρη την τραυματισμένη Του
πλευρά! Ακοή, όραση, αφή, οι αισθήσεις του όλες απαιτούν να λάβουν πείρα του
γεγονότος και μάλιστα με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Υπάρχει άραγε, ύστερα από
αυτή τη διατύπωση του Θωμά, κάποια άλλη μεγαλύτερη απαίτηση; Όλα όσα θα ήθελαν
να πουν και όσα είπαν μέσα στους αιώνες οι άνθρωποι για να ανακρίνουν την
Ανάσταση, πρόλαβε και τα είπε πρώτος ο μαθητής. Μας «κάλυψε» όλους ο Θωμάς. Δεν
χρειάζεται πια να σηκώσει κανένας άλλος το χέρι. Χρειάζεται μόνο να ακούσουμε
την απάντηση και να δούμε αν ο Θωμάς επιτέλους πείσθηκε. Ο Κύριος δεν μπορούσε,
βέβαια, να μένει διαρκώς στη συχνότητά μας και να εμφανίζει συνεχώς τον εαυτόν
Του στην ανθρωπότητα· η Ανασταση θα καταντούσε ένα φτηνό θέαμα και το
αποτέλεσμα θα ήταν ένας πρόχειρος εντυπωσιασμός. Έχοντας κοντά Του τους έντεκα
μαθητές Του ήταν σαν να είχε συγχρόνως όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων.
Τους άφησε να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους. Τους προκάλεσε να ζητήσουν
αποδείξεις. Δεν τους επιτίμησε για απιστία ούτε απαξίωσε να τους απαντήσει.
Φρόντισε να μη μείνει κανένα κενό, όπου θα μπορούσε να εισδύσει η αμφισβήτηση.
Πρόσεξε να καλυφθεί κάθε περιθώριο, όπου θα εμφιλοχωρούσε η άρνηση. Εκείνη τη
στιγμή προηγούνταν η ιστορία, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η πίστη. Για μία και
μοναδική φορά, τότε, η πίστη ήταν κακή και η απιστία ήταν καλή, όπως
επισημαίνουν οι πατέρες και όπως ψάλλει η Εκκλησία μας· «Ω καλή απιστία του
Θωμά! Των πιστών τας καρδίας εις επίγνωσιν ήξε». Η απάντηση του Κυρίου στο Θωμά
ήταν εξ ίσου θαυμαστή, όσο θαυμαστή υπήρξε η απαίτησή του. Στράφηκε πρόσωπο
προς πρόσωπο στον ίδιο και του είπε· «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας
χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου
άπιστος, αλλά πιστός» (Ιω. 20:27). Δέχθηκε να ψηλαφηθεί, ανέχθηκε να
παλαμισθεί, για να γίνει ο μαθητής πιστός. Ριγίζουμε σήμερα οι χριστιανοί, όταν
αναλογιζόμαστε αυτή τη σκηνή. Εκείνο το «φέρε και ίδε» και εκείνο το «φέρε και
βάλε» του Ιησού ηχεί μέσα μας μυσταγωγικά σαν ένα άλλο «Λάβετε, φάγετε», «Πίετε
εξ αυτού». Ο Ιησούς προσφέρει τον εαυτόν Του σε μια κοινωνία του πάθους και της
ανάστασής Του. Αγγίζοντας ο μαθητής με το δάκτυλο τις πληγές του Χριστού,
πιάνει το θάνατό Του και ακουμπώντας το χέρι στις ουλές Του κρατά την ανάστασή
Του. Από τα προστακτικά λόγια του Κυρίου και από το ρήμα «φέρε» φαίνεται ότι ο
Θωμάς δεν ήθελε πια να ψηλαφήσει τον Κύριο και ο Κύριος τον βιάζει· θέλει να
πιστώσει την ανάστασή Του και μ΄ αυτό τον χειροπιαστό τρόπο. Η φοβερή ψηλάφηση
πρέπει να έγινε, όπως εικονίζουν και οι αγιογράφοι της Εκκλησίας μας στους
τοίχους των ναών. Αλλά ο Κύριος επέτρεψε από τότε να γίνεται κάτι ακόμη
μεγαλύτερο κι από εκείνη την ψηλάφηση. Μας έδωσε κάτι ακόμη περισσότερο από
εκείνο το αίτημα, που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να το φαντασθούμε ούτε θα
τολμούσαμε ποτέ να το ζητήσουμε. Μας πρόσφερε τον εαυτόν Του όχι απλώς να Τον
αγγίζουμε αλλά να Τον τρώμε, να Τον πίνουμε, να τον αφομοιώνουμε μέσα μας με τη
χάρη του μυστηρίου και να ζούμε πάνω στον ίδιο τον εαυτόν μας την Ανάσταση με
τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Έτσι, ικανοποίησε πλήρως όλες τις αισθήσεις μας,
αφού μπορούμε και να γευόμαστε τώρα τον αναστημένο Χριστό. Ύστερα από τέτοιες
μαρτυρίες μπορούν να υπάρχουν ακόμη άπιστοι; Ο λόγος του Κυρίου «και μη γίνου
άπιστος, αλλά πιστός» υπαινίσσεται ότι ήταν δυνατόν ο Θωμάς, και ύστερα από όλα
αυτά, να μη θελήσει να πιστέψει. Η ιστορία φανερώνει ότι αυτό συμβαίνει πολύ
συχνά. Εντούτοις, δεν μπορεί πια κανείς να κατηγορήσει το γεγονός. Όποιος
αμφιβάλλει ας αναζητήσει την αιτία στον εαυτόν του. Η Ανάσταση υπάρχει και
λάμπει αναμφισβήτητη. Όσοι δεν πιστεύουν, δεν έχουν επιχειρήματα και χάνονται
στο σκοτάδι. Καταφεύγουν αυτοί σε μύθους και πλάθουν θεωρίες και υποθέσεις
ανιστόρητες. Η εποχή μας νομίζει ότι είναι ρεαλιστική. Ή μάλλον είναι
ρεαλιστική στα πάθη και στις κακίες της· σ΄ αυτά είναι ωμή μέχρι αγριότητος,
σκληρή μέχρι απανθρωπιάς. Αλλιώς, αρέσκεται στα παραμύθια, στις φαντασίες, στα
εξωτικά. Την ελκύει περισσότερο ο κόσμος του μη πραγματικού, τη φοβίζει το
αληθινό, και προπαντός όταν αυτό δείχνει το πρόσωπο του Θεού ή το δικό της. Γι΄
αυτό η Ανάσταση, το πιο βεβαιωμένο πράγμα στον κόσμο, που φανερώνει ποιος είναι
ο αληθινός Θεός και ποιος ο άθλιος άνθρωπος , δύσκολα γίνεται δεκτή. Προκαλεί
την λογική μας, προκαλεί τη ρεαλιστική εποχή μας, αλλά και μας προσκαλεί. Όσοι
τολμούμε, μπορούμε σίγουρα να την ψηλαφήσουμε και να τη ζήσουμε μέσα στην
Εκκλησία, που συνεχίζει τη ζωή του αναστημένου Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου