…Τάσσομεν ως
έκτην κεφαλήν τον Παπισμόν, ενώ εις κακότητα κατέχει την πρώτην θέσιν μεταξύ
των εχθρών της αγιωτάτης ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Αλλά το μίσος του Παπισμού
καθ΄ ημών, ουδέν άλλο σημαίνει ή ότι αναγνωρίζει την υπεροχήν μας. Ο Παπισμός υπήρξε
μοιραία ιστορική μορφή εις τον κόσμον. Το υποταγέν εις τον χριστιανισμόν
στρατοκρατικόν και κοσμοκρατορικόν πνεύμα της ειδολολατρικής Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, διετήρησεν εν τούτοις τους χαρακτήρας αυτού, τους οποίους
βλέπομεν από τους πρώτους εισέτι χριστιανικούς αιώνας να διακρίνουν την
ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, με προϊούσαν τάσιν επιβολής επί των άλλων Εκκλησιών, ης
αποκορύφωμα υπάρχει η σκανδαλώδης ιδέα του Πρωτείου, μεθ’ όλων των συνεπειών
αυτού, δια να προαχθή εις το φρενιτιώδες αλάνθαστον του Πάπα.
Εις την διαμόρφωσιν της ζωής της Δυτικής Εκκλησίας, αποφασιστικόν ρόλον διεδραμάτισαν τα επιδραμόντα γερμανικά φύλα, άτινα επηρέασαν, αναμφιβόλως, την στάσιν αυτής έναντι των θεολογικών αυτής προβλημάτων. Λαοί παχυλοί, ανανάπτυκτοι δια να εγκεντρισθούν εις τον Χριστιανισμόν, εχρειάσθησαν ένα όργανον ανάλογον προς την διανοητικότητα αυτών. Και ευρέθη εις την αριστοτελικήν φιλοσοφίαν, την ικανοποιούσαν τας αξιώσεις του «λόγου», ον θέτει ως απόλυτον κριτήριον. Ούτω συν τω χρόνω διεμορφούτο θεολογία νοησιαρχική, ορθολογιστική, φυσιοκρατική, ήτις ωδήγει κατ’ ολίγον εις την αποξένωσιν από την μάλλον μυστικιστικήν, «εσωτερικήν» θεολογίαν των ανατολικών λαών, υπέρ ης απελογείτο αυθεντικώς, το άγιον Βυζάντιόν μας. Η ούτω λανθάνουσα κατ΄ αρχάς αντίθεσις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, και ύστερον αισθητότερον αποκαλυφθείσα, ως ήτο επόμενον, προεκάλεσε την διάσπασιν της ψυχολογικής ενότητος των Εκκλησιών. Και υποθέτομεν, ότι η κυριωτέρα αιτία του χωρισμού των Εκκλησιών, δεν ήτο ούτε το σκανδαλίζον και αντορθόδοξον Filioque, ούτε και αι περί Πρωτείου προκλητικαί αξιώσεις του Πάπα, όσον ο διάφορος τρόπος διανοητικότητος, όστις ολογλύφως, θα ελέγομεν παρουσιάσθη εν τω προσώπω Θωμά του Ακινάτου, γενομένου του επισημοτέρου εκπροσώπου της Θεολογίας της Ρώμης. Τούτο άλλωστε απεδείχθη, αφ’ ενός μεν δια του οδυνηρού τρόπου βιώσεώς των, όστις εντονώτερον κατεφάνη εις τους μυστικιστάς των, αφ’ ετέρου δε, κατά τας έριδας των Ησυχαστών του ΙΔ’ αιώνος, τους οποίους η δυτική Θεολογία, δια του Βαρλαάμ του Καλαβρού, κατεπολέμησε μετ’ απαραδειγματίστου σφοδρότητος. Η κακοδοξία της Παπικής Εκκλησίας και η ορθολογιστική νοοτροπία αυτής, κατεφόβιζον τόσον τους βυζαντινούς, ώστε κατά τας αγωνιώδεις τελευταίας ημέρας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, να προτιμούν την επικειμένην κυριαρχίαν της ερυθράς ημισελήνου ή των Παπικών, του φόβου μεταδιδομένου από των χειλέων του ενός προς τον άλλον, δια της μνημειώδους φράσεως: «κάλλιον σαρίκιον τουρκικόν ή τιάραν Παπικήν». Είναι δε περιττόν να είπωμεν, πόσον το νοησιαρχικόν στοιχείον καλλιεργηθέν επιμελώς υπό της πρεσβυτέρας Ρώμης, συνετέλεσεν εις την γέννησιν του Προτεσταντισμού, όστις πάλιν, επί το χείρον προκόψας, έτεκεν, εντελώς ανυπόπτως, τας υλιστικάς φιλοσοφίας του Μαρξ και Έγκελς, καθ’ όσον με κατάπληξιν αναγινώσκομεν θεωρίας, Θωμά του Ακινάτου, περί των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας. Ημάς τους ορθοδόξους ουδείς τόσον επεβουλεύθη και επίκρανεν, όσον η «αδελφή» Καθολική Εκκλησία, ήτις εάν ήθελε θα ηδύνατο και την πτώσιν της Πόλεως να αποτρέψη. Εν τούτοις πάντοτε επεδίωκεν οφέλη εξ ημών, και ότε «η δρυς πέπτωκεν» αυτή εκ των πρώτων ήρξατο «ξυλεύουσα». Εις δε την εποχήν της 400ετούς δουλείας, ουκ επαύσατο μηχανορραφούσα εις βάρος της διαστίκτου εκ των τραυμάτων και ημιθνήτου αδελφής της, και ανταγωνιζομένη εις την αρπαγήν των προβάτων με τον Ισλαμισμόν. Και ότε ανέτρεψε τον υπό της α΄ Οικ. Συνόδου θεσπισθέντα Πασχάλιον κανόνα, ο Πάπας «περιήγε ξηράν και θάλασσαν» δια να μας επιβάλη ένα νέον, αμαρτωλόν ημερολόγιον, όπερ σήμερον διχάζει το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, και όπερ ευτυχώς απεδοκιμάσθη εν τω συνόλω του υπό του ευσεβούς λαού μας. Εν πάση περιπτώσει ο Παπισμός, όστις παρ’ ενίοις ερμηνευταίς της Αποκαλύψεως θεωρείται «η πόρνη η μεθύουσα μετά των βασιλέων της γης», βλέπει την ορθοδοξίαν μας ως άκανθαν εις τον οφθαλμόν του, διότι δεν απεμακρύνθη της ιεράς παραδόσεως, ως αυτός, διο και ελέγχεται. Δια τούτο μετέρχεται παν μέσον όπως εισδύση εις την Εκκλησίαν μας, δια να την υποτάξη υπό τους πόδας του Πάπα. Η ασκουμένη από ετών προσηλυτιστική προπαγάνδα, ο Ιησουϊτισμός, οι Ελληνόρρυθμοι, οι Ουνίται, προς τον σκοπόν αυτόν αγωνίζονται. Τελευταίως είχομεν επίθεσιν δια του Κογκορδάτου, όπερ μεταφράζεται, εις διασφάλισιν περισσοτέρων προϋποθέσεων δράσεως του Καθολικισμού εν Ελλάδι. Ευτυχώς ότι η Εκκλησία έχει ποιμένας και εξεδίωξε τους λύκους. Η Ιεραρχία είναι αξία παντός επαίνου, αναδειχθείσα ανταξία των αγίων Πατέρων μας, και των πεπρωμένων της Ορθοδοξίας. (Γραφέν το 1956).
Εις την διαμόρφωσιν της ζωής της Δυτικής Εκκλησίας, αποφασιστικόν ρόλον διεδραμάτισαν τα επιδραμόντα γερμανικά φύλα, άτινα επηρέασαν, αναμφιβόλως, την στάσιν αυτής έναντι των θεολογικών αυτής προβλημάτων. Λαοί παχυλοί, ανανάπτυκτοι δια να εγκεντρισθούν εις τον Χριστιανισμόν, εχρειάσθησαν ένα όργανον ανάλογον προς την διανοητικότητα αυτών. Και ευρέθη εις την αριστοτελικήν φιλοσοφίαν, την ικανοποιούσαν τας αξιώσεις του «λόγου», ον θέτει ως απόλυτον κριτήριον. Ούτω συν τω χρόνω διεμορφούτο θεολογία νοησιαρχική, ορθολογιστική, φυσιοκρατική, ήτις ωδήγει κατ’ ολίγον εις την αποξένωσιν από την μάλλον μυστικιστικήν, «εσωτερικήν» θεολογίαν των ανατολικών λαών, υπέρ ης απελογείτο αυθεντικώς, το άγιον Βυζάντιόν μας. Η ούτω λανθάνουσα κατ΄ αρχάς αντίθεσις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, και ύστερον αισθητότερον αποκαλυφθείσα, ως ήτο επόμενον, προεκάλεσε την διάσπασιν της ψυχολογικής ενότητος των Εκκλησιών. Και υποθέτομεν, ότι η κυριωτέρα αιτία του χωρισμού των Εκκλησιών, δεν ήτο ούτε το σκανδαλίζον και αντορθόδοξον Filioque, ούτε και αι περί Πρωτείου προκλητικαί αξιώσεις του Πάπα, όσον ο διάφορος τρόπος διανοητικότητος, όστις ολογλύφως, θα ελέγομεν παρουσιάσθη εν τω προσώπω Θωμά του Ακινάτου, γενομένου του επισημοτέρου εκπροσώπου της Θεολογίας της Ρώμης. Τούτο άλλωστε απεδείχθη, αφ’ ενός μεν δια του οδυνηρού τρόπου βιώσεώς των, όστις εντονώτερον κατεφάνη εις τους μυστικιστάς των, αφ’ ετέρου δε, κατά τας έριδας των Ησυχαστών του ΙΔ’ αιώνος, τους οποίους η δυτική Θεολογία, δια του Βαρλαάμ του Καλαβρού, κατεπολέμησε μετ’ απαραδειγματίστου σφοδρότητος. Η κακοδοξία της Παπικής Εκκλησίας και η ορθολογιστική νοοτροπία αυτής, κατεφόβιζον τόσον τους βυζαντινούς, ώστε κατά τας αγωνιώδεις τελευταίας ημέρας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, να προτιμούν την επικειμένην κυριαρχίαν της ερυθράς ημισελήνου ή των Παπικών, του φόβου μεταδιδομένου από των χειλέων του ενός προς τον άλλον, δια της μνημειώδους φράσεως: «κάλλιον σαρίκιον τουρκικόν ή τιάραν Παπικήν». Είναι δε περιττόν να είπωμεν, πόσον το νοησιαρχικόν στοιχείον καλλιεργηθέν επιμελώς υπό της πρεσβυτέρας Ρώμης, συνετέλεσεν εις την γέννησιν του Προτεσταντισμού, όστις πάλιν, επί το χείρον προκόψας, έτεκεν, εντελώς ανυπόπτως, τας υλιστικάς φιλοσοφίας του Μαρξ και Έγκελς, καθ’ όσον με κατάπληξιν αναγινώσκομεν θεωρίας, Θωμά του Ακινάτου, περί των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας. Ημάς τους ορθοδόξους ουδείς τόσον επεβουλεύθη και επίκρανεν, όσον η «αδελφή» Καθολική Εκκλησία, ήτις εάν ήθελε θα ηδύνατο και την πτώσιν της Πόλεως να αποτρέψη. Εν τούτοις πάντοτε επεδίωκεν οφέλη εξ ημών, και ότε «η δρυς πέπτωκεν» αυτή εκ των πρώτων ήρξατο «ξυλεύουσα». Εις δε την εποχήν της 400ετούς δουλείας, ουκ επαύσατο μηχανορραφούσα εις βάρος της διαστίκτου εκ των τραυμάτων και ημιθνήτου αδελφής της, και ανταγωνιζομένη εις την αρπαγήν των προβάτων με τον Ισλαμισμόν. Και ότε ανέτρεψε τον υπό της α΄ Οικ. Συνόδου θεσπισθέντα Πασχάλιον κανόνα, ο Πάπας «περιήγε ξηράν και θάλασσαν» δια να μας επιβάλη ένα νέον, αμαρτωλόν ημερολόγιον, όπερ σήμερον διχάζει το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, και όπερ ευτυχώς απεδοκιμάσθη εν τω συνόλω του υπό του ευσεβούς λαού μας. Εν πάση περιπτώσει ο Παπισμός, όστις παρ’ ενίοις ερμηνευταίς της Αποκαλύψεως θεωρείται «η πόρνη η μεθύουσα μετά των βασιλέων της γης», βλέπει την ορθοδοξίαν μας ως άκανθαν εις τον οφθαλμόν του, διότι δεν απεμακρύνθη της ιεράς παραδόσεως, ως αυτός, διο και ελέγχεται. Δια τούτο μετέρχεται παν μέσον όπως εισδύση εις την Εκκλησίαν μας, δια να την υποτάξη υπό τους πόδας του Πάπα. Η ασκουμένη από ετών προσηλυτιστική προπαγάνδα, ο Ιησουϊτισμός, οι Ελληνόρρυθμοι, οι Ουνίται, προς τον σκοπόν αυτόν αγωνίζονται. Τελευταίως είχομεν επίθεσιν δια του Κογκορδάτου, όπερ μεταφράζεται, εις διασφάλισιν περισσοτέρων προϋποθέσεων δράσεως του Καθολικισμού εν Ελλάδι. Ευτυχώς ότι η Εκκλησία έχει ποιμένας και εξεδίωξε τους λύκους. Η Ιεραρχία είναι αξία παντός επαίνου, αναδειχθείσα ανταξία των αγίων Πατέρων μας, και των πεπρωμένων της Ορθοδοξίας. (Γραφέν το 1956).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου