Το Ορθόδοξον
Πλήρωμα, δια να κατορθώση να διασφαλίση και διατηρήση την ακαινοτομήτως ορθόδοξον
ιδιότητα και υπόστασίν του εις τα της Πίστεως, υποχρεούται να διακόψη πάσαν
εκκλησιαστικήν κοινωνίαν και μετά των κοινωνούντων τω κακοδοξούντι επισκόπω
αυτού, διότι οι κοινωνούντες τω κακοδόξω επισκόπω, γνωρίζοντες καλώς ότι ούτος
κακοδοξεί, αντί να προβώσιν εις τας ενδεικνυομένας κανονικάς κατ’ αυτού
κυρώσεις προς συνέτησίν του, όλως αντιθέτως αποθρασύνουν και εδραιώνουν αυτόν
εις την κακοδοξίαν του, δια της προς αυτόν κοινωνίας αυτών.
Ουδόλως δε ωφελεί αυτούς και ουδένα δύναται ενσυνειδήτως να πληροφορήση οιαδήποτε δήλωσις και ομολογία αυτών ότι δεν τυγχάνουν ομόφρονες τω μεθ’ ου κοινωνούν κακοδοξούντι επισκόπω, καθότι η επιτελουμένη αύτη πράξις (της κοινωνίας), Κανονικώς κρινομένη, μαρτυρεί καταφανέστατα πλήρη ενότητα πίστεως, δυνάμει της οποίας δεν δύναται να υποκινηθή το ενδιαφέρον της Εκκλησίας όπως εκφέρη την εν προκειμένω «Κρίσιν» και «Συνοδικήν» Αυτής «Διαγνώμην». Η κοινωνία μεταξύ κακοδοξούντων και ορθοδοξούντων επισκόπων, θεωρείται λίαν απαράδεκτος και κατάκριτος πράξις, όσω και αύτη να καλύπτεται με το αιτιολογικόν της προσωρινότητος και «οικονομίας». Αι Κανονικαί Διατάξεις της Εκκλησίας, τελείως αποκλείουν τοιούτον δικαίωμα, διότι εάν ο εν γνώσει απλούς πιστός έχει υποχρέωσιν, ως Ορθόδοξος κατά την Κανονικήν Κρίσιν, να αποτειχισθή του οικείου κακοδοξούντος επισκόπου του και να υπαχθή εις ορθοφρονούντα (ομοχώριον—εάν υπάρχη) επίσκοπον, εν τίνι δικαιώματι ο επίσκοπος ούτος δύναται να επικοινωνή μετά του κακοδοξούντος συνεπισκόπου του και δια ποίον, τότε, λόγον το Πλήρωμα των πιστών υποχρεούται, καθ’ ον, εκ παραλλήλου, τρόπον υποχρεούται να παραμένη Ορθόδοξον, να χωρήση εις την αποτείχισιν, την έννοιαν και τον σκοπόν της οποίας εκ βάθρων καταλύει εν προκειμένω ο «ορθοφρονών» επίσκοπος δια της προς τον κακοδοξούντα συνεπίσκοπον αυτού κοινωνίας του, όστις, σημειωτέον, σκοπός, ουδείς άλλος τυγχάνει, ειμή η διασφάλισις της (ακαινοτομήτου) ορθοδόξου ιδιότητος και υποστάσεως του αποτειχιζομένου; Η προκαλουμένη εν προκειμένω ζημία είναι καταφανεστάτη, δια τε την Εκκλησίαν και το Πλήρωμα Αυτής. Διότι, ο μεν κακοδόξως φρονών και κηρύσσων επίσκοπος, δυσκόλως δύναται να ζημιώση και βλάψη τούτο, ένεκα της απ’ αυτού αποτειχίσεώς του, ενώ απεναντίας, ο κοινωνών μετ’ αυτού «ορθοφρονών» τοιούτος ευκόλως δύναται να παραπλανήση και παρασύρη το υγειώς σκεπτόμενον Πλήρωμα τούτο, επειδή ο κοινωνών μετά του κακοδόξου επισκόπου, γίνεται αιτία και ο συνδετικός κρίκος όπως το ορθοφρονούν Πλήρωμα επικοινωνεί, ενδιαμέσως, μετά του εξ ου απετειχίσθη κακοδόξου επισκόπου του! Εντεύθεν όθεν και η μεγάλη βλάβη δια την Εκκλησίαν, του αποκλεισμού, δηλονότι, της διασώσεως και διατηρήσεως της ακαινοτομήτου γραμμής και πορείας εν τω ορθοδόξω βίω του ευσεβούς Πληρώματος Αυτής! Τούτου ένεκα λόγου, άλλωστε, η αγία Πρωτο-Δευτέρα Σύνοδος σαφώς αποφαίνεται ότι ο αποτειχιζόμενος «ερύσατο την Εκκλησίαν μερισμών και σχισμάτων».
Ουδόλως δε ωφελεί αυτούς και ουδένα δύναται ενσυνειδήτως να πληροφορήση οιαδήποτε δήλωσις και ομολογία αυτών ότι δεν τυγχάνουν ομόφρονες τω μεθ’ ου κοινωνούν κακοδοξούντι επισκόπω, καθότι η επιτελουμένη αύτη πράξις (της κοινωνίας), Κανονικώς κρινομένη, μαρτυρεί καταφανέστατα πλήρη ενότητα πίστεως, δυνάμει της οποίας δεν δύναται να υποκινηθή το ενδιαφέρον της Εκκλησίας όπως εκφέρη την εν προκειμένω «Κρίσιν» και «Συνοδικήν» Αυτής «Διαγνώμην». Η κοινωνία μεταξύ κακοδοξούντων και ορθοδοξούντων επισκόπων, θεωρείται λίαν απαράδεκτος και κατάκριτος πράξις, όσω και αύτη να καλύπτεται με το αιτιολογικόν της προσωρινότητος και «οικονομίας». Αι Κανονικαί Διατάξεις της Εκκλησίας, τελείως αποκλείουν τοιούτον δικαίωμα, διότι εάν ο εν γνώσει απλούς πιστός έχει υποχρέωσιν, ως Ορθόδοξος κατά την Κανονικήν Κρίσιν, να αποτειχισθή του οικείου κακοδοξούντος επισκόπου του και να υπαχθή εις ορθοφρονούντα (ομοχώριον—εάν υπάρχη) επίσκοπον, εν τίνι δικαιώματι ο επίσκοπος ούτος δύναται να επικοινωνή μετά του κακοδοξούντος συνεπισκόπου του και δια ποίον, τότε, λόγον το Πλήρωμα των πιστών υποχρεούται, καθ’ ον, εκ παραλλήλου, τρόπον υποχρεούται να παραμένη Ορθόδοξον, να χωρήση εις την αποτείχισιν, την έννοιαν και τον σκοπόν της οποίας εκ βάθρων καταλύει εν προκειμένω ο «ορθοφρονών» επίσκοπος δια της προς τον κακοδοξούντα συνεπίσκοπον αυτού κοινωνίας του, όστις, σημειωτέον, σκοπός, ουδείς άλλος τυγχάνει, ειμή η διασφάλισις της (ακαινοτομήτου) ορθοδόξου ιδιότητος και υποστάσεως του αποτειχιζομένου; Η προκαλουμένη εν προκειμένω ζημία είναι καταφανεστάτη, δια τε την Εκκλησίαν και το Πλήρωμα Αυτής. Διότι, ο μεν κακοδόξως φρονών και κηρύσσων επίσκοπος, δυσκόλως δύναται να ζημιώση και βλάψη τούτο, ένεκα της απ’ αυτού αποτειχίσεώς του, ενώ απεναντίας, ο κοινωνών μετ’ αυτού «ορθοφρονών» τοιούτος ευκόλως δύναται να παραπλανήση και παρασύρη το υγειώς σκεπτόμενον Πλήρωμα τούτο, επειδή ο κοινωνών μετά του κακοδόξου επισκόπου, γίνεται αιτία και ο συνδετικός κρίκος όπως το ορθοφρονούν Πλήρωμα επικοινωνεί, ενδιαμέσως, μετά του εξ ου απετειχίσθη κακοδόξου επισκόπου του! Εντεύθεν όθεν και η μεγάλη βλάβη δια την Εκκλησίαν, του αποκλεισμού, δηλονότι, της διασώσεως και διατηρήσεως της ακαινοτομήτου γραμμής και πορείας εν τω ορθοδόξω βίω του ευσεβούς Πληρώματος Αυτής! Τούτου ένεκα λόγου, άλλωστε, η αγία Πρωτο-Δευτέρα Σύνοδος σαφώς αποφαίνεται ότι ο αποτειχιζόμενος «ερύσατο την Εκκλησίαν μερισμών και σχισμάτων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου