«Των Αποστόλων το
κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν· η
και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω Θεολογίας, ορθοτομεί
και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα Μυστήριον» Κοντάκιον Αγ. Πατέρων.
Εις προηγούμενον
άρθρον μας του παρόντος περιοδικού, εξ αφορμής των σχολίων επί της μελλούσης να
συνέλθη Πανορθοδόξου Προσυνόδου, υπεμνήσαμεν την επιζήμιον απουσίαν εκ των
θεμάτων, του εκκρεμούς ημερολογιακού ζητήματος. Εκτός των λόγων, εις ους
ανεφέρθημεν και οίτινες επιβάλλουν την ταχυτέραν λύσιν του προβλήματος τούτου,
υφίστανται και άλλοι βασικής σημασίας δια την Εκκλησίαν της Ελλάδος,
υποχρεούντες την προσεκτικήν μελέτην των υπό πάντων των αρμοδίων. Η αντικανονικώς
πραγματοποιηθείσα μονομερής εισαγωγή του διωρθωμένου Γρηγοριανού ημερολογίου
εις την καθ΄ ημάς αγιωτάτην Εκκλησίαν, μεθ΄ όλων των επί τρεις και πλέον
δεκαετηρίδας θλιβερών συνεπειών, παρέσχεν εις αυτήν και εν πολυτιμότατον
δίδαγμα. Το δίδαγμα του σεβασμού εις τας Παραδόσεις της Εκκλησίας, διδασκόντων
αυτών των μη μετακινηθέντων από αυτάς παλαιοημερολογιτών.
Αλλ΄
είναι παράδοσις το ημερολόγιον; Καθ΄ εαυτό, βεβαίως όχι. Ναι, καθ΄ όσον
συνδέεται με την ζωήν της Εκκλησίας δέκα έξ ολοκλήρους αιώνας και ρυθμίζει λειτουργικώς
την παγκόσμιον Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Αι παραδόσεις είναι κάτι περισσότερον από
ό,τι συνήθως νομίζεται. Δεν είναι τύπος του απωτάτου παρελθόντος της Εκκλησίας.
Είναι η εν Αγίω Πνεύματι κτηθείσα πείρα και η συνεκτική δύναμις της Εκκλησίας. Είναι
θεόσδοτος όρος, βεβαιών την ορθήν πορείαν της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων,
ως και εγγύησις της μέχρι συντελείας του κόσμου τούτου ευσταθείας της εν τη
αληθεία.
***
Αποτελεί πλάνην
οικτράν και κατά τινα τρόπον βλασφημίαν η ιδέα, ότι η Εκκλησία εξελίσσεται όπως
και ο κόσμος, ον και οφείλομεν να παρακολουθώμεν. Εξέλιξις δεν νοείται η
εξωτερική εναλλαγή μορφών της Εκκλησίας εκ της ανάγκης προσαρμογής εις τα
δεδομένα του κοσμικώς εξελισσομένου. Οι άνθρωποι οφείλουν να καλλιεργούν και
αγιάζουν το πνεύμα των προς παρακολούθησιν της Εκκλησίας, και όχι η Εκκλησία να
μετασχηματίζεται κατά την αφηνιάζουσαν επιθυμίαν των, συστελλομένη εις
περιωρισμένα και αμαρτωλά εγκόσμια σχήματα.
***
Η Εκκλησία δεν
είναι άθροισμα φιλελευθέρων διανοιών, αλλά σώμα πιστών, εις την αποκαλυφθείσαν
αλήθειαν ακλινώς πιστεύον. Αλλ΄ ενταύθα είναι ο κίνδυνος. Μόνον εις την
αποκαλυφθείσαν αλήθειαν πιστεύουν οι πιστοί; Αν ναι, τότε αφήνονται περιθώρια
ελευθέρας και κατά το δοκούν ερμηνείας του αποκεκαλυμμένου λόγου, και κατά
συνέπειαν αγόμεθα ασφαλώς εις τον Προτεσταντισμόν. Αλλά τι είναι Θεολογία της Ανατολικής
Εκκλησίας; Η Παράδοσις των Πατέρων. Την Αγίαν Γραφήν ημείς δεν πλησιάζομεν απ΄
ευθείας, ως οι Προτεστάνται, δεν ερευνώμεν ημείς, δεν αποφαινόμεθα ημείς, αλλ΄
οι άγιοι Πατέρες. Οι Πατέρες δεν είναι φιλόσοφοι, δεν σκέπτεται έκαστος ως
βούλεται. Είναι πνευματέμφορα της Εκκλησίας τέκνα, εκ Θεού έλκοντα την χάριν της
απλανούς ερμηνείας του θείου λόγου. Διο και η Θεολογία μας δεν είναι
εξελισσομένη, δεν αποβάλλει παλαιάς ιδέας, δεν αλλάσει ουσιαστικάς θέσεις, αλλ΄
ούτε προσκτά νέαν γνώσιν, τέως άγνωστον. Είναι τελεία δια των Οικουμενικών
Συνόδων και δια των αγίων Πατέρων. Δεν αφέθη εις αυτήν χώρος προόδου. Πρόοδος της
Θεολογίας είναι αυτή η συνέχισις της αληθείας, η ανανέωσις της Παραδόσεως. Οι άνθρωποι
έχουν εξέλιξιν εν τη σφαίρα των υλικών κατακτήσεων, εις τους τρόπους σκέψεως
και ζωής, εις την φιλοσοφικήν περιέργειαν. Η Εκκλησία όμως δεν εξελίσσεται εν
τη ουσία της, δεν μετακινείται από της εδραίας θέσεώς της. Που να υπάγη και τι
να εύρη εφ΄ όσον κατέχει πλήρη την αλήθειαν; Μίαν κίνησιν μόνον έχει. Την περί
εαυτήν. Ο νους της, καταλαμπόμενος υπό των τηλαυγών ακτίνων του Παναγίου
Πνεύματος, κινείται εντός των απείρων διαστάσεων της αληθείας, τας οποίας
απεκάλυψεν εις αυτήν αυτό το Πανάγιον Πνεύμα. Η Εκκλησία των Ι. Συνόδων και των
αγίων Πατέρων έθηκε τελείαν, ως σχούσα το πλήρωμα της αληθείας, ουχί εκ
προοδευτικής κατακτήσεως προερχομένης, αλλά εκ της εφ΄ άπαξ καταβολής της αποκαλύψεως
του Παναγίου Πνεύματος. Η παρατηρηθείσα πρόοδος της Εκκλησίας, κατ΄ ουσίαν δεν
ήτο πρόοδος αυτής, αλλά προσπάθεια εξ ανθρώπων προς ενάρθρωσιν των αληθειών της
εις τον ανθρώπινον λόγον, ήτις και συνετελέσθη οριστκώς εν τη Εβδόμη
Οικουμενική Συνόδω. Οι μετά τας Οικουμενικάς Συνόδους Πατέρες, δεν λέγουν
τίποτε ιδικόν των. Συνεχίζουν και ανανεώνουν διαρκώς το πνεύμα της Πατερικής
παραδόσεως.
***
Η Εκκλησία, είτε
ως δόγμα, είτε ως λειτουργική παράδοσις, είτε ως ιδιάζουσα πνευματικότης, είτε
ως γραπτή νομοθεσία, είτε ως άγραφος παράδοσις, αποτελεί από αιώνων εν
ωλοκληρωμένον σύνολον, μη υποκείμενον εις ουδεμίαν αλλοίωσιν εκ της υποψίας,
τάχα, ότι δείται τελειώσεως. Είναι εν Αγίω Πνεύματι πλήρης, κεκορεσμένη,
ανενδεής εξ ανθρώπων. Ήδη είναι συντηρουμένη και κατευθυνομένη υπό του Αγίου
Πνεύματος, εν τη πνευματική αυτής στρατεία προς τας αρχάς του σκότους. Το «εκτός
της Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία υπάρχει», έχει την σημασίαν ότι, οι μη όντες εν
αυτή και οι απ΄ αυτής εκκλίνοντες, πλανώνται έξω των ιερών περιβόλων αυτής και
στερούνται της σκέπης του Αγίου Πνεύματος, όπερ μόνον εν τη Εκκλησία υπάρχει,
και όπερ χαρίζεται την σωτηρίαν. Όσοι κατά το παρελθόν, άτομα ή Εκκλησίαι,
ηθέλησαν να αφαιρέσουν ή να προσθέσουν «ιώτα εν ή μίαν κεραίαν», εις όσα καλώς
η Εκκλησία εδογμάτισε και έζησεν ως παράδοσιν, κατωλίσθησαν εις αιρέσεις. Το Filioque
και το ομοιούσιον, από ένα «ιώτα» είναι. Εν τούτοις η του Αγίου Πνεύματος
υπερφυής ακρίβεια απέρριψε μετά πατάγου τας εξ ανθρωπίνων λογισμών μεταβολάς. Η
Παράδοσις, λοιπόν, εν τη Εκκλησία αποτελεί αναλλοίωτον πραγματικότητα,
υπερλογικήν έχουσαν την προέλευσιν, και ως τοιαύτην οφείλομεν όχι μόνον να την
τηρώμεν, αλλά και να την περιέπωμεν ασινή, να την αγαπώμεν και να ενατενίζωμεν προς
αυτήν, ως προς τον μόνον και μοναδικόν κανόνα πίστεως και ζωής. Δεν δυνάμεθα να
μακρυνθώμεν ακινδύνως από αυτήν, διότι ούτω νοθεύομεν το περιεχόμενον της Εκκλησίας.
Η Παράδοσις της Εκκλησίας ευρίσκει έκφρασιν εν τω συνδυασμώ των Ι. Συνόδων και
των αγίων Πατέρων. Η διατυπωθείσα αλήθεια εν ταις Ι. Συνόδοις και η διδασκαλία
των αγίων Πατέρων, συνιστούν την Παράδοσιν, την αλήθειαν της Ορθοδοξίας. Όσοι ομιλούν
περί Εκκλησίας χωρίς να λαμβάνουν υπ΄ όψει τους Πατέρας δεν είναι Ορθόδοξοι. Όσοι
διδάσκουν, βασιζόμενοι μόνον εις την Αγίαν Γραφήν και δεν ακολουθούν την
ερμηνείαν αυτής υπό των αγίων Πατέρων, προτεσταντίζουν. Όσοι υπευθύνως
ενεργούν, ανατρέποντες όσα άχρις ημών η πολιά αρχαιότης διέσωσε, πλήττουν εις
τα καίρια την Εκκλησίαν. Όσοι δεν έπονται τη ποικίλη διδασκαλία των αγίων
Πατέρων, αντιπίπτουν τω Πνεύματι τω Αγίω. Όσοι ανατρέπουν τας Παραδόσεις της αγιωτάτης
Εκκλησίας μας, ομοιάζουν τω ρωμαίω στρατιώτη, ραπίσαντι εις την σιαγόνα τον
Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αντιθέτως, όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας και νοούν
Πατέρας, αυτοί είναι όντως Ορθόδοξοι. Όσοι διδάσκουν θεολογίαν και με την μεν
δεξιάν κρατούν την Αγίαν Γραφήν, εις δε την ευώνυμον την ερμηνείαν των Πατέρων,
ούτοι ευρίσκονται εντός της πνευματικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όσοι υπευθύνως
ενεργούν βάσει των Πατερικών Παραδόσεων, ούτοι δοξάζουν αληθώς τον Θεόν. Όσοι
αποδέχονται την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως ισόκυρον με τας Αγίας Γραφάς και
αγωνίζονται δι΄ αυτήν, είναι μάρτυρες τη προαιρέσει. Δια τούτο φρονούμεν, ότι
οι καλούμενοι παλαιοημερολογίται πρσέφερον ανυπολόγιστον υπηρεσίαν εις την Εκκλησίαν
δια της εμμονής αυτών εις το παλαιόν εορτολόγιον. Επαναλαμβάνομεν ότι το
ημερολόγιον δεν είναι παράδοσις, ειμή μόνον εφ΄ όσον συνδέεται με την δημοσίαν
λατρείαν ολοκλήρου της Ορθοδοξίας. Είναι συνεκτικός κρίκος της ιστορίας της,
μέσον προς ομοιόμορφον εκδήλωσιν της λειτουργικής της ζωής, στοιχείον ενότητος
με τας επί μέρους Ορθοδόξους Εκκλησίας.
***
Το ισχυρότερον
επιχείρημα των παλαιοημερολογιτών, είναι αυτή η αντικανονική εισαγωγή του
ημερολογίου εις την Εκκλησίαν, ήτις διέσπασε την εξωτερικήν ενότητα, πράξις
υποκειμένη κατά τους Ι. Κανόνας εις ποινήν, μήπω εισέτι λαβούσαν χώραν. Δια το «μήπω»,
λοιπόν, τούτο, η Εκκλησία της Ελλάδος ουκ εξέπεσεν εκ της στάσεως αυτής ως
αδελφής ομοτίμου και ορθοτομούσης τον λόγον της αληθείας ταις λοιπαίς
Ορθοδόξοις Εκκλησίαις. Ναι, αλλ΄ εσκανδάλισε, και η αντικανονικότης παραμένει
εισέτι αθεράπευτος, αντικανονικότης εξικνουμένη, υπό τινας προϋποθέσεις, μέχρι
σχίσματος. Πολλάκις κατηγορήθησαν οι παλαιοημερολογίται ως απειθείς τη
Εκκλησία. Είναι άδικος η κατηγορία, εφ΄ όσον πρόκειται περί θέματος
σχετιζομένου με την θρησκευτικήν των συνείδησιν, ωκοδομημένην εν τω σεβασμώ των
Ορθοδόξων παραδόσεων. Και αν δια την απείθειάν των αυτήν θελήσωμεν να τοις
προσάψωμεν μομφήν, εξ ίσου υποχρεούμεθα να τιμήσωμεν αυτούς, ως θα γίνη ασφαλώς
κάποτε υπό της ιστορίας, διότι ηρνήθησαν να ακολουθήσουν τας περιπετειώδεις
ανθρωπίνους ιδιοτροπίας. Ενδέχεται, βεβαίως, να μη καλύπτωνται απολύτως εξ
απόψεως Κανονικής, επειδή εν προκειμένω το ζήτημα τελεί εν υποδικία, αλλ΄ η
ουσία του παραμένει τοιαύτη, ώστε, και αυτή η Εκκλησία της Ελλάδος ούσα
ακάλυπτος Κανονικώς, να μη δικαιούται να αξιοί υπακοήν. Ας μη λησμονώμεν
άλλωστε ότι, ότε ετυρεύοντο τα περί Ημερολογίου και Πασχαλίου Κανόνος εν
Κωνσταντινουπόλει, ως και άλλαι κινδυνώδεις καινοτομίαι, ων ο ήχος κατεθρόει το
πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Πατριάρχης του Οικουμενικού Θρόνου ήτο ο
μοιραίος Μελέτιος Μεταξάκης, όστις συνεκινείτο περισσότερον από τον
προοδευτικόν Αγγλικανισμόν ή τα «απηρχαιωμένα» δόγματα της Ορθοδοξίας. Η εποχή
αυτή ήτο πλήρης καχυποψιών, και οι πιστοί εν τω νέω ημερολογίω διείδον την
απαρχήν αντικανονικών ενεργειών της Εκκλησίας και, φυσικά, αντέδρασαν,
αποξενωθέντων, ευλαβεστάτων ορθοδόξων από την ζωήν της Εκκλησίας της Ελλάδος –
ως εγένετο και με την Ρωσικήν Εκκλησίαν, έως ου ο Μ. Πέτρος, βλέπων την
εκκοσμίκευσιν αυτής κατήργησε το Πατριαρχείον και ανέλαβεν ούτος την διοίκησιν.
***
Αλλ΄ εκείνο όμως,
το οποίον επιβάλλεται να προσέξωμεν ιδιαιτέρως, δεν είναι μόνον η σταθερά
στάσις των παλαιοημερολογιτών έναντι του εορτολογικού προβλήματος, αλλ΄ η
εκφραστική διάθεσις της τοποθετήσεώς των έναντι των εκκλησιαστικών παραδόσεων,
ων εμφανίζονται αυτοί ως πιστοί φύλακες και ακαταίσχυντοι τηρηταί. Εξηγήσαμεν ανωτέρω
πόσην σημασίαν έχει δια την Εκκλησίαν ο σεβασμός εις τας παραδόσεις και τι
είναι παράδοσις. Κατά ταύτα οι ευλαβείς ούτοι χριστιανοί κατέστησαν αξιομίμητον
υπόδειγμα εις την καθ΄ ημάς Ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησίαν, μη στέρξαντες να
ακολουθήσουν τας εξ ηλαττωμένου σεβασμού προς τους Πατέρας καινοτόμους τάσεις
μιας συγκεχυμένης εποχής. Εάν είχομεν οργώσαν Εκκλησίαν και συνεχομένην εκ της αγωνίας
δια την διαφύλαξιν και προάσπισιν των εριτίμων υποθηκών της αμωμήτου Ορθοδοξίας
μας, θα έπρεπε να περιβάλλη με σεβασμόν, στοργήν και αγάπην, τους αγνούς
τούτους και ενθουσιώδεις πιστούς, ιδίως εις τους δυσχειμέρους καιρούς μας, καθ΄
ους εν τω κλίματι αυτής δεινός εγείρεται πόλεμος κατά της Ορθοδοξίας παρ΄
ορθοδόξων και μη. Είναι λυπηρόν ότι ακόμη δεν κατενοήθη εις όλην την έκτασίν της
η ύπουλος διείσδυσις εν τη Ορθοδοξία του ορθολογιστικού Προτεσταντισμού, όστις
ηρέμα και σταθερώς λυμαίνεται την αγίαν Εκκλησίαν μας. Ήδη συμπτώματα
αντορθοδόξου σκέψεως και φρονημάτων κατέστησαν πλέον εμφανή. Τρόποι ζωής,
ομοιάζοντες με προτεσταντικά πρότυπα ήρχισαν να επικρατούν. Μείωσις του θεσμού της
Εκκλησίας, δια του σχηματισμού χριστιανικών, εκ λαϊκών, ομάδων, ζωηρώς
παρατηρείται. Τάσεις προς ευδαίμονα βίον εξαπλούνται μεταξύ των διαφόρων
χριστιανικών κινήσεων. Το αυστηρόν, το ασκητικόν της Εκκλησίας πνεύμα
παραθεωρείται. Η οδός, από τραχείας, καθίσταται λεία. Η στενή και τεθλιμμένη,
διευρύνεται εις λεωφόρον. Ο Εσταυρωμένος λησμονείται. Νόθος τις χαρά, ως εκ του
Τάφου του Αναστάντος Σωτήρος εκπηδώσα, αυτή μόνον συγκινεί τας καρδίας των
πολλών. Ξένα εντελώς προς την Εκκλησιολογικήν των Πατέρων θεολογίαν ρεύματα
πνέουν εν τη Ορθοδοξία. Το αξίωμα του επισκόπου περιέπεσεν εις ανυποληψίαν. Ένας
κατηχητής εφελκύει περισσότερον σεβασμόν και υπακοήν ή εις Μητροπολίτης, παρ΄
ότι οι Ι. Κανόνες είναι σαφέστατοι περί του κύρους αυτών εν τη Εκκλησία, τόσον,
ώστε να μη δύναται να νοηθή Εκκλησία άνευ Επισκόπου. Ανταγωνισμοί μεταξύ
ανωτέρων κληρικών ανδρών και λαϊκών ηγετών κινήσεων, προσέλαβον πολλάκις
θλιβεράς διαστάσεις.
***
Εν δε τω πεδίω της
θεολογίας υπάρχει τοιαύτη σύγχυσις και άγνοια περί της υπερτίμου της Ορθοδοξίας
μας πνευματικότητος, ώστε Ανατολή και Δύσις, Προτεσταντισμός και Ορθοδοξία να
εμφανίζουν κοινήν διανοητικότητα και κοινούς τρόπους σκέψεως. Ο Μ. Βασίλειος
γυμνούται τελείως από το ασκητικόν του πνεύμα και παρουσιάζεται ως ένας κοινωνικός
ευεργέτης με την «βασιλειάδα» του. Ο άγ. Χρυσόστομος είναι γνωστός περισσότερον
από τους δεσμούς του με την αγίαν Ολυμπιάδα και τας Διακονίσσας, παρά από τους ύμνους
του προς το μοναστικόν πνεύμα και τους Μοναχούς. Ποίος γνωρίζει σήμερον, ότι
ήτο ολιγώτερον Πατριάρχης και περισσότερον Μοναχός; Η ασκητική διδασκαλία των
Πατέρων αγνοείται εις την εποχήν μας, θεωρουμένη από τους θεολόγους μας παρωχημένον
είδος, κατάλληλον δια τους Μοναχούς της αρχαίας Εκκλησίας μόνον. Η υποστατική
ύπαρξις του Κακού εν τω διαβόλω αμφισβητείται, πιστευομένου ότι αποτελεί
μορμολύκειον προς εκφοβισμόν των νηπίων και προκατειλημμένων τινών καλογήρων. Η
αγωνία του Κυρίου δεν είναι δια τους σημερινούς χριστιανούς πραγματικότης
υποχρεούσα την οικείωσίν της. Το «ημίν τοις αναξίοις εχαρίσθη, όχι μόνον το εις
Αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ Αυτού πάσχειν», κατέστη ακατανόητον δια την
σημερινήν νοοτροπίαν. Η ωραίαν και καθαράν απεργαζομένη την ψυχήν νηστεία που
είναι σήμερον; Τα καθαίροντα εκ των μυστικών ρύπων την καρδίαν δάκρυα, ων «και
εν μόνον στάξαν εκ συνοχής, ισοδυναμεί τω λουτρώ», -- κατά τον Γρηγόριον Νύσσης—τις
επιμελείται; Η ταπείνωσις, η επιπόθησις της ουρανίου βασιλείας, η αγάπη του Χριστού,
η της αιωνιότητος αδιάλειπτος νοσταλγία και συνοχή, εις ποίον σύγχρονον κήρυγμα
τονίζονται δεόντως και διατί; Η νοερά προσευχή, ήτις αποτελεί εν Αγίω Πνεύματι
κατάκτησιν δέκα τεσσάρων αιώνων ασκητικού υπό των Πατέρων βίου, και η οποία
είναι «κρηπίς της πνευματικής των ορθοδόξων ζωής», χαριζομένη ειρήνην, κάθαρσιν
και αγιασμόν ψυχής και σώματος, σήμερον και αγνοείται και διαβάλλεται υπό
Ορθοδόξων θεολόγων. Ποίος γνωρίζει την υψηλήν όσον και απλήν ασκητικήν και
μυστικήν θεολογίαν του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, περί ου τονίζεται ότι υπήρξε
μέγας φιλόσοφος, όχι όμως μέγας ασκητής και θείος θεολόγος της μυστικής
θεολογίας; Τις αναγινώσκει τον Αββά Ισαάκ, τον Ιωάννην της Κλίμακος, τον Εφραίμ
τον Σύρον ή Νικόδημον τον Αγιορείτην, τον συλλέξαντα άπασαν την γραμματείαν της
Ορθοδόξου πνευματικότητος, μίαν μορφήν καταλαμφθείσαν από τας υπερουσίους
ακτίνας των ακτίστων ενεργειών, αίτινες τόσον χαρακτηρίζουν την καθ΄ ημάς
θεολογίαν; Η αραίωσις του Μοναχικού Βασιλειανού τάγματος μέχρις επικινδύνου
βαθμού, μήπως δεν είναι εκφραστική της κοσμικής νοοτροπίας, η οποία επικρατεί
μεταξύ των πιστών, ένεκεν των αντορθοδόξων διδασκαλιών; Ποίος θα καταδεχθή να
μονάση εκ των κενοδόξων εκείνων νέων, οίτινες απεδύθησαν εις την άκοπον
προσπάθειαν—πρόσθες ματαιοπονίαν—δια την δημιουργίαν του ξενηκούστου «Ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού», μιας παραδόξου συνθέσεως, υποκαθιστώσης μοιραίως την Εκκλησίαν εν
τη αποστολή αυτής εν τω κόσμω; Ή ποία οικογένεια εκ των τρεφομένων με το
νηπιώδες γάλα του εκκοσμικευμένου χριστιανισμού θα προσφέρη ευχαρίστως εν
τέκνον της εις τον Μοναχισμόν, και δι΄ αυτού προς τον Θεόν εις οσμήν ευωδίας
πνευματικής;
***
Ιδού, διατί, το
διχάσαν την Εκκλησίαν ημερολογιακόν ζήτημα δεν πρέπει να το βλέπωμεν μόνον εν τοις
στενοίς ορίοις των δέκα και τριών ημερών, αλλ΄ εν συσχετίσει με την καθολικήν
ζωήν της Εκκλησίας, η οποία, δια της αντικανονικής ενεργείας της, εστερήθη
χιλιάδων πιστών, γνωσιωτάτων και πιστοτάτων εις τας παραδόσεις και βιούντων
θαυμαστώς το ιδιάζον ημίν ορθόδοξον μοναστικόν πνεύμα. Ιδού διατί κατά μείζονα
λόγον η Εκκλησία, προς διατήρησιν της υπερουσίου πνευματικότητός της,
επιβάλλεται να οικειωθή αυτά τα απλά εν Κυρίω και ωραία τέκνα της, άτινα μακράν
αυτής εσθίουν το ουράνιον μάννα της Πατερικής σοφίας, ζώντα ασκητικώς εν τω
κόσμω και νηστεύοντα πολύ, και προσευχόμενα δια της νοεράς προσευχής, και
συνεχίζοντα την παράδοσιν της εν θλίψει και πένθει Χριστού διαπορευομένης
ασκητικής Ορθοδοξίας μας.
Η
Εκκλησία οφείλει να αντιληφθή την προσγινομένην αφανώς, αλλά βεβαίαν διάβρωσιν
εις την ορθόδοξον πνευματικότητα, ης τυγχάνει επίσημος φορεύς και υπεύθυνος
ερμηνεύς, και να καταπολεμήση τας προτεσταντιζούσας τάσεις υποκαταστάσεώς της υπό
λαϊκών στοιχείων, συγχεόντων το κήρυγμα της βασιλείας των ουρανών με τας
κοσμικάς επιθυμίας. Να αντιτάξη εις τον σημερινόν ευδαιμονισμόν των χλιαρών
χριστιανών, το θεοείκελον πνεύμα της εκουσίου θλίψεως και ταπεινώσεως του
Χριστού, όπερ είναι «η στολή της θεότητος», όπως ακριβώς το εβίωσαν οι Πατέρες
οι μακαριστοί. Να αντιτάξη την εγκράτειαν και τον αυστηρόν βίον—όστις περιγράφεται
εις τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας—εις τας σκανδαλώδεις διδασκαλίας, καθ΄ ας
αθετείται ο ασκητικός «υπωπιασμός» και να τονισθή η έκτασις και το βάθος της εκ
της εν Εδέμ πτώσεως διαφθοράς της ανθρωπίνης φύσεως. Εις τας εκ Δύσεως
γλυκαναλάτους χριστιανικάς μυθιστορίας, με τας σαρκικάς συναισθηματικότητας και
τας πλανώσας νοσηράς συγκινήσεις, να αντιδράση δια της πλήρους κατανύξεως,
θείας αγάπης και ιερών προσευχών βίου των αγίων Πατέρων.
***
Ουδέποτε άλλοτε η
Εκκλησία μας είχε τόσην ανάγκην επιστροφής και αναβαπτίσεως εις τας ζωογόνους
πηγάς της αμωμήτου Ορθοδοξίας όσην σήμερον, ότε πολυώνυμα στοιχεία
συνεκεράσθησαν με την διδασκαλίαν της τόσον, ώστε να μη γνωρίζη τις τι είναι
γνήσιον και τι νόθον, τι Ορθόδοξον και τι Προτεσταντικόν, ποία η Ανατολική και
ποία η Δυτική θεολογία, ποία ημετέρα πνευματικότης και ποία ξένη.
Εάν η Εκκλησία αποφασίση να ανασυνδέση τον διακοπέντα δεσμόν της με τους
αγίους Πατέρας, είναι απαραίτητον όπως εγκολπωθή τους ασκητικούς
παλαιοημερολογίτας, οίτινες αποτελούν ζώσαν πραγματικότητα, ως εκείνη της αρχαίας
Εκκλησίας, από τε απόψεως ορθοδόξων φρονημάτων, ηθικού βίου και ιδιαζούσης
πνευματικότητος.
Αι
πέριξ της Αττικής έρημοι επληρώθησαν γυναικείων μοναστηρίων και αλλαχού
ανδρώων, ανηκόντων εις παλαιοημερολογίτας. Ολόκληροι αι οικογένειαί των
ενδύονται το άγιον και αγγελικόν σχήμα, ενθυμίζουσαι εναργώς τας αγίας
οικογενείας των μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου του
Θεολόγου και άλλων. Και είναι θαύμα να βλέπη τις εις τας Μονάς, την αναβίωσιν της
ευσεβείας εκείνης, ήτις ενεφανίσθη εις την Εκκλησίαν από τον πρώτον αιώνα, εις
μίαν υλιστικήν εποχήν και ολιγόπιστον γενεάν, και εν τω προσώπω μοναστών και
μοναζουσών να διακρίνη εδώ μεν την Μακρίνα, εκεί δε τον Μ. Βασίλειον, την
Νόννα, τον Γρηγόριον τον Θεολόγον, τον Χρυσόστομον, την Συγκλητικήν, τον
Γρηγόριον Νύσσης, την Εμμέλειαν, τον Ναυκράτιον, τον Πέτρον, Γρηγόριον τον
Παλαμά με τους αδελφούς του, την μητέρα του και τας αδελφάς του. Που μεν
Νικόδημον τον Αγιορείτην, που δε την μητέρα του Αγάθην, όλους περιβεβλημένους
μοναστικώς εν απόκοσμον και θείον σχήμα, ούτινος η ουσία βεβαιούται ως ασκητική
και μοναστική, πνεύμα, όπερ διήκει δι΄ όλης της ιστορίας της Ανατολικής
Εκκλησίας, και αποβαίνει τόσον εκφραστικόν των επί γης σκοπών της.
Κατόπιν
των ανωτέρω καθίσταται πρόδηλος η αναγκαιότης της επιλύσεως της εκκρεμότητος
του ημερολογιακού θέματος, η παράτασις της οποίας θα διαιωνίζη την σύγχυσιν εν
τη Εκκλησία, θα φθείρη Εκκλησιολογικώς τας ορθοδόξους βάσεις της, άνευ
ικανότητός τινός αμύνης, θα νοθεύη το πνευματικόν περιεχόμενόν της, θα ματαιώνη
τους σκοπούς της, θα στερείται των θετικών υπηρεσιών των ευλαβεστάτων τέκνων της
παλαιοημερολογιτών, ων το πνεύμα και ο βίος εγγυώνται την αναγέννησιν της Ελληνικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας, «δι΄ ην Χριστός
απέθανε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου