Επειδή στα
πρώτα βήματα της μοναχικής μου ζωής, «ήμην εν λύπη εκ των πειρασμών»,
επισκέφθηκα ένα τίμιο γέροντα για να εξομολογηθώ τη βαθειά μου θλίψη για την
ψυχική μου ταλαιπωρία. Ο γέροντας ήταν άρρωστος στο κρεββάτι και αφού τον
ασπάσθηκα εκάθισα πλησίον του και του είπα με πολλή πίκρα. Προσευχήσου, Πάτερ
μου, για μένα. Οι πειρασμοί με ταλαιπωρούν αφάνταστα και με γεμίζουν με πολλή λύπη.
Ο γέροντας, αφού άνοιξε τα μάτια του, μου είπε·«συ νεώτερος ει, και ουκ αφίησιν
ο Θεός επί σε πειρασμούς». Αλλά εγώ του απήντησα· αν και είμαι πολύ νέος,
δοκιμάζομαι με πειρασμούς, «ισχυρών ανδρών». Τότε λοιπόν, είπε ο γέροντας, ο
Θεός θέλει να σε κάνει σοφό με τους μεγάλους πειρασμούς. Και πάλιν όμως
απήντησα· πώς θα με κάνει σοφό ο Θεός αφού εγώ «καθ’ ημέραν γεύομαι του
θανάτου;». Κι’ ο γέροντας προσέθεσε· «ο Θεός αγαπά σε, σιώπα. Μέλλει ο Θεός
δούναι σοι την χάριν αυτού». Κι’ επειδή δεν είχα πια τι να απαντήσω στις
πραγματικά αποστομωτικές απαντήσεις του σοφού αναχωρητού, ο γέροντας μου
διηγήθηκε την πορεία των δικών του πειρασμών για να παρηγορηθώ και να ησυχάσω.
Πρέπει να
γνωρίζεις, παιδί μου, είπε, ότι έμενα με επολέμησαν οι δαίμονες τριάντα ολόκληρα
χρόνια. Τα είκοσι χρόνια από αυτά, και πιο πολλά ίσως, τα έζησα χωρίς καμμιά
βοήθεια. Μόλις άρχισα να διανύω το εικοστό πέμπτο άρχισα να αισθάνομαι πως
αναπαύομαι κάπως μέσα στους πειρασμούς μου. Όταν δε έφθανε στο τέλος του το
τριακοστό έτος των πειρασμών μου, τόσο πολύ «εκραταιώθη η ανάπαυσις, ως μηδέ το
μέτρον αυτής εις όσον προέβη γινώσκειν με». Και τώρα, προσέθεσε ο γέροντας,
όταν σηκώνομαι να κάνω την προσευχή μου και τρεις ημέρες συνεχώς αν σταθώ
όρθιος, «εις έκπληξιν μετά του Θεού γίνομαι και του κόπου ουδόλως αισθάνομαι».
Και συνόψισε τη συγκλονιστική περιπέτεια των πειρασμών του μ’ αυτά τα λόγια.
«Ιδού το έργον του πολλού καιρού ποίαν ανάπαυσιν απλήρωτον απεγέννησεν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου