Τό σπουδαῖο καί ἔχον μεγίστη σημασία εἰς τήν παροῦσα μελέτη εἶναι τό ὅτι ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν ἦτο ἁπλῶς
ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα πρό συνοδικῆς
κρίσεως, ἀλλά ἐπί πλέον ἐθεωροῦσε (καί διεκήρυττε) ὅτι ἦτο ἀδύνατον κάποιος πού ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν Πατριάρχη νά εἶναι Ὀρθόδοξος, ἐνῶ αὐτός,
πού
ἦτο ἀπό αὐτόν ἀποτειχισμένος, ἦτο ἑνωμένος συγχρόνως μέ τήν εὐσεβῆ πίστι. Αὐτό τό ἀναφέρει ἀκροτελεύτια
εἰς τήν θεολογική πραγματεία του, ἡ
ὁποία ἐπιγράφεται: «Ὅτι
παρεξήγησίς ἐστι καί ἀνασκευή τοῦ τόμου σαφής ἥν ὁ τοῖς βααρλαμίταις προσθέμενος
Πατριάρχης γράψας ἐξήγησιν τοῦ
τόμου πρός ἀπάτην καλεῖ». Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά
ἑξῆς: «Τούτου τοίνυν οὕτω καί τοσαυτάκις παντός τοῦ
τῶν ὀρθοδόξων
πληρώματος ἐκκεκομμένου, λείπεται τῶν ἀδυνάτων εἶναι τελεῖν ἐν τοῖς εὐσεβέσι τόν μή ἀφωρισμένον ἐκ τούτου, τοῦ καταλόγου δ’ εἶναι χριστιανῶν ἀληθῶς καί τῷ Θεῷ ἡνωμένον κατ’ εὐσεβῆ πίστιν, ὅστις ἄν εἴη τούτων ἕνεκεν ἀφωρισμένος ἐκ τούτου» (Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα, ΕΠΕ 3, 692).
Αὐτό δεικνύει καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος τήν ἔνταξι καί τόν χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία τά συνέδεε ἀπολύτως ὄχι
μέ τήν ὑποταγή εἰς τά ἑκάστοτε
ποιμένοντα πρόσωπα, ἀλλά μέ τήν
πλήρη ἀποδοχή καί ταύτισι μέ τήν ὀρθόδοξο πίστι. Τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα τόν ἐθεωροῦσε ἀποκομμένο
ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, λόγῳ πίστεως, πρό συνοδικῆς
κρίσεως καί αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦσαν ὁμοίως τούς συγκατέλεγε μέ αὐτόν. Ἡ σκέψις δηλαδή τοῦ ἁγίου
εἶναι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά
συγκαταλέγεται κάποιος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων,
ἔστω καί ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, τήν στιγμή πού ἀκολουθεῖ καί ἐντάσσεται
σέ κάποιον αἱρετικό ποιμένα καί ἀρχιποιμένα.
Ὑπάρχει εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἕνα ἄλλο, πλέον ἀποκαλυπτικό
χωρίο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τό ὁποῖο εἶναι τόσο διαυγές πού δέν ἀφήνει περιθώρια
παρερμηνείας, οὔτε καί εἰς αὐτούς
πού προσπαθοῦν νά τά ἐφεύρουν ὥστε νά καλυφθοῦν. Εἶναι ἀπό τήν ἀναίρεσι πού
κάνει εἰς τό γράμμα τοῦ Ἀντιοχείας
Ἰγνατίου. Ἀναφέρει δέ τά ἑξῆς: «Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ ἐκκλησίαν,
τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν,
ἥ “στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας”
κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη
παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί · καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο,
ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι · μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’
ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι
μεμυήμεθα» (Ἀναίρεσις
γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3,606). Μέ λίγα λόγια ἡ ἀληθινή
καί ὀρθόδοξος πίστις εἶναι
τό κριτήριο εἰσόδου ἤ ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι δέ τό μεγαλύτερο ψεῦδος νά λέγωνται κάποιοι
ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, ὅταν ἔχουν αἱρετικά
φρονήματα καί, ἐπί
πλέον, τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι τά πρόσωπα, ἀλλά ἡ ἀληθινή καί ἀκριβής
πίστις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου