ΚΑΝΕΝΑ
ἄλλο πρόσωπο στήν ἱστορία μας, τήν ἀνθρώπινη, δέν παρουσιάζει τόσο ἐπιτυχημένα
τό ἀπολυτρωτικό καί ἐξαγιαστικό ἀποτέλεσμα, πού εἶχε τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά
τόν ἄνθρωπο, ὅσο ἡ Παναγία μας. Στή μορφή της βλέπουμε ἀνάγλυφα πῶς ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται
μέ τόν Θεάνθρωπο καί γίνεται ἀνθρωπόθεος. Ἀναγνωρίζουμε τό ἀρχαῖο κάλλος, στό ὁποῖο
μᾶς ἐπαναφέρει ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ, ἀλλά καί τήν καινή κτίση, τήν ὁποία
κατεργάζεται ἡ δόξα τῆς ἀναστάσεως. Διότι ἡ Παναγία δέν ἔγινε μόνο Θεοτόκος, ἀλλά
ὑπῆρξε καί ἡ Κεχαριτωμένη· οὔτε ἔμεινε ἁπλῶς Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παρέμεινε
μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ της. Δίκαια, λοιπόν, ἡ Παρθένος Μαρία θεωρεῖται σύμβολο καί ἀπαρχή
τῆς νέας δημιουργίας, τῆς ἀναγεννημένης ἀνθρωπότητος, ἀντιπρόσωπος τοῦ θεωμένου
ἀνθρώπου καί ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας.
Πολλά χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς προφητικά ἐφαρμόζονται ἀπό τούς πατέρες καί ἑρμηνευτές ὅμοια στήν Παναγία, ὅσο καί στήν Ἐκκλησία ἤ στήν κάθε πιστή ψυχή. Μ᾽ αὐτές τίς ἔννοιες κατανοοῦν στόν ψαλμό 44 τήν βασίλισσα πού στέκεται στά δεξιά τοῦ Κυρίου «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (στίχ. 10), ὅπως καί τήν Σουλαμίτιδα στό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων. Ἀλλά καί ἡ γυναίκα τῆς Ἀποκαλύψεως, πού φόρεμα ἔχει τόν ἥλιο καί ὑποπόδιο τήν σελήνη καί διάδημα στό κεφάλι της μία σειρά ἀπό δώδεκα ἀστέρια, πού κυοφορεῖ και γεννᾶ τόν Χριστό (12,1 καί 5), εἶναι ἡ ψυχή τοῦ κάθε πιστοῦ, πού συλλαμβάνει μέ τήν πίστη καί φέρει στόν κόσμο ἕναν Χριστό -τόν ἀναγεννημένο ἑαυτό του-, εἶναι ἡ Ἐκκλησία στολισμένη μέ τήν δόξα τῶν ἀποστόλων καί ἁγίων, πού χαρίζει στήν ἀνθρωπότητα τόν Λυτρωτή, καί εἶναι πολύ συγκεκριμένα ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Γι᾽ αὐτόν τόν ἰδιαίτερα ἀντιπροσωπευτικό ρόλο τῆς Παναγίας, καί ὁ θάνατός της, ἡ κοίμησή της πού γιορτάζουμε τόν Δεκαπενταύγουστο, δέν ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία μία ἁπλῆ γιορτή τιμῆς, ἀλλά ἀποτελεῖ μία γιορτή ἡ ὁποία τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν παραβάλλεται μέ τόν
Πολλά χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς προφητικά ἐφαρμόζονται ἀπό τούς πατέρες καί ἑρμηνευτές ὅμοια στήν Παναγία, ὅσο καί στήν Ἐκκλησία ἤ στήν κάθε πιστή ψυχή. Μ᾽ αὐτές τίς ἔννοιες κατανοοῦν στόν ψαλμό 44 τήν βασίλισσα πού στέκεται στά δεξιά τοῦ Κυρίου «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (στίχ. 10), ὅπως καί τήν Σουλαμίτιδα στό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων. Ἀλλά καί ἡ γυναίκα τῆς Ἀποκαλύψεως, πού φόρεμα ἔχει τόν ἥλιο καί ὑποπόδιο τήν σελήνη καί διάδημα στό κεφάλι της μία σειρά ἀπό δώδεκα ἀστέρια, πού κυοφορεῖ και γεννᾶ τόν Χριστό (12,1 καί 5), εἶναι ἡ ψυχή τοῦ κάθε πιστοῦ, πού συλλαμβάνει μέ τήν πίστη καί φέρει στόν κόσμο ἕναν Χριστό -τόν ἀναγεννημένο ἑαυτό του-, εἶναι ἡ Ἐκκλησία στολισμένη μέ τήν δόξα τῶν ἀποστόλων καί ἁγίων, πού χαρίζει στήν ἀνθρωπότητα τόν Λυτρωτή, καί εἶναι πολύ συγκεκριμένα ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Γι᾽ αὐτόν τόν ἰδιαίτερα ἀντιπροσωπευτικό ρόλο τῆς Παναγίας, καί ὁ θάνατός της, ἡ κοίμησή της πού γιορτάζουμε τόν Δεκαπενταύγουστο, δέν ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία μία ἁπλῆ γιορτή τιμῆς, ἀλλά ἀποτελεῖ μία γιορτή ἡ ὁποία τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν παραβάλλεται μέ τόν
θάνατο
καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί λαμπρύνεται μέ παρόμοια δόξα καί χάρη. Ὁπωσδήποτε,
ὁ θάνατος κάθε ἁγίου -χριστιανοῦ πού ἄθλησε γιά τήν πίστη- καταγγέλλει τόν
θάνατο τοῦ Κυρίου καί ὁμολογεῖ τήν ἀνάστασή του, διότι στό ὄνομα αὐτῆς τῆς
θυσίας καί αὐτῆς τῆς ἐλπίδας συντελεῖται. Ὁ θάνατος ὅμως τῆς Θεοτόκου -ἐκείνης
πού γέννησε τήν Ζωή καί τήν Ἀνάσταση- λαμβάνεται ἐπιπλέον ὡς ὁ τύπος τῆς ἀναστάσεως
ὅλων τῶν χριστιανῶν καί δίδεται ὡς τό παράδειγμα γιά τήν νίκη κατά τοῦ θανάτου,
πού ἐπιτέλεσε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τήν προσφωνεῖ ὁ ὑμνωδός· «Χαῖρε ἀναστάσεως
τύπον ἐκλάμπουσα!».
Τό
ἀποτέλεσμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν φαίνεται ἄμεσα, ἀλλά οὐσιαστικά ὁ
θάνατος καταργήθηκε πράγματι. Δέν ὀνομάζεται κἄν θάνατος, ἀλλά κοίμηση, καί τό ὄνομα
αὐτό τό καθιέρωσε ἀνάμεσα στόν εὐσεβῆ λαό τό γεγονός τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.Τό
σῶμα τῆς Παναγίας μας κοιμήθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ Υἱοῦ της καί ἡ
ψυχή
της πρεσβεύει γιά ὅλους μας μπροστά στόν θρόνο του. Ἡ μετάστασή της ἀπ᾽ αὐτή
τήν ζωή στήν ἄλλη, τήν ἀληθινή, δέν εἶναι πρόξενος πένθους ἀλλά αἰτία χαρᾶς καί
πανηγύρεως. Πανηγυρίζει ὁ λαός μας στήν γιορτή της καί ζῆ μιά μικρή Λαμπρή,
χορεύει καί ἀγάλλεται ὅπως στήν γιορτή τῆς Ἀναστάσεως. Διότι στό πρόσωπο τῆς
Παναγίας βλέπει ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτό του ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί στην κοίμησή
της βλέπει τόν δικό του θάνατο ὡς μία κοίμηση ἕναν ὕπνο μέσα στά χέρια τοῦ Θεοῦ,
ἀπό τόν ὁποῖο θά σηκωθεῖ σάν θά σημάνει ἡ σάλπιγγα τῆς ἀναστάσεως καί θά εἶναι
αἰώνια μέ τόν Θεό.
Ἀπ᾽
αὐτή τήν ἄποψη ἡ γιορτή τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι μία ὁμολογία πίστεως τῆς
Ἐκκλησίας ὅτι «προσδοκεῖ ἀνάστασιν νεκρῶν», ἀλλά καί ἕνα κήρυγμα καί μία διδαχή
παρηγοριᾶς κι ἐλπίδας στούς χαροκαμένους ἀνθρώπους, πού πενθοῦν γιά τόν θάνατο
τῶν ἀγαπητῶν τους, καί στούς ἀπεγνωσμένους, πού δέν ἐλπίζουν σέ κανένα παρόν οὔτε
μέλλον. Ἡ κοίμηση τῆς Θεοτόκου μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μία ἀνάπαυλα
πρίν τήν ἀνάσταση καί ἕνα προοίμιο τῆς αἰώνιας δόξας, γιά τόν ἄνθρωπο βέβαια
πού πεθαίνει ἐν Χριστῷ. Καί γιορτάζοντας «τῆς Παναγιᾶς», βιώνουμε μέ ἕναν τρόπο
πού πολύ μᾶς ἐγγίζει, τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐφαρμοσμένη στήν ζωή καί στόν
θάνατο τοῦ ἀνθρώπου πού πολύ Τόν ἀγάπησε καί βαθειά Τόν κατάλαβε καί ἀσύλληπτα
ταπεινά Τόν ὑπηρέτησε· τῆς Ὑπεραγίας Ἐνδόξου Δεσποίνης μας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου
Μαρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου