Βαρθολομαίος ο ένδοξος Απόστολος και του Χριστού Μαθητής, περιερχόμενος
διαφόρους τόπους, εκήρυττε το όνομα του Ιησού Χριστού, τελευταίον δε φθάσας εις
την μεγάλην Αρμενίαν, εκεί εσταυρώθη και απήλθε το πνεύμα του εις τα ουράνια.
Το δε άγιον τούτου λείψανον εναποθέσαντες οι εκεί Χριστιανοί εντός θήκης
λιθίνης το έκρυψαν εις την Ουρβανούπολιν, εξ αυτού δε επήγαζον διάφοροι
ιατρείαι· όθεν οι λαοί συνέτρεχον εκεί και ελυτρώνοντο από τα πάθη και τας
ασθενείας των.
Ταύτα τα θαύματα και τας ιατρείας βλέποντες οι του διαβόλου υπηρέται, ελύσσων κατά της αγίας εκείνης λάρνακος και του εν αυτή περιεχομένου αποστολικού λειψάνου· τυχόντες δε ποτε ευκαιρίας έρριψαν εν τη θαλάσση την θήκην ταύτην μετά τεσσάρων άλλων, εμπεριεχουσών τα λείψανα των Μαρτύρων Παπιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου και Ακακίου. Τούτο δε ωκονόμησεν ο Θεός αφ’ ενός μεν ίνα δι’ αυτών αγιασθή η όχι ολίγη θάλασσα, την οποίαν διεπέρασαν, εξ άλλου δε ίνα και οι τόποι εις τους οποίους διεμοιράσθησαν τα άγια ταύτα λείψανα ευλογηθώσι. Διελθών λοιπόν το ιερόν λείψανον του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου τους μεγάλους κόλπους του Ευξείνου Πόντου, και παρατρέξαν τα στενά βάθη του Ελλησπόντου, έφθασεν εις το Αιγαίον πέλαγος και εκείθεν εις το Αδριατικόν, το οποίον άρχεται από των Κυθήρων και φθάνει μέχρι Βενετίας· αφήσας δε αριστερά την περιφανή και μεγάλην νήσον της Σικελίας, κατευωδώθη εις την νήσον την καλουμένην Λιπάραν, έχων συνοδοιπόρους του, καθ’ όλον αυτό το μεγάλο διάστημα, και τους τέσσαρας καλλινίκους Μάρτυρας τους εις τας τέσσαρας άλλας θήκας ευρισκομένους. Ούτοι δε οι τέσσαρες καλλίνικοι Μάρτυρες (ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και τις λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!), αφού συνώδευσαν τον Άγιον Απόστολον Βαρθολομαίον μέχρι του τόπου εκείνου, υπερτιμώντες αυτόν ως βασιλέα, επανήλθον και επήγεν έκαστος όπου ηυδόκησεν η θεία Πρόνοια· και ο μεν Μάρτυς Παπιανός εξήλθεν εις την Άμιλαν, πόλιν της Σικελίας, ο δε Μάρτυς Λουκιανός εις Μεσσήνην της αυτής Σικελίας, ο δε Γρηγόριος εις Κολίμην, πόλιν της εν Ιταλία Καλαβρίας, ο δε Άγιος Ακάκιος εις πόλιν καλουμένην Ασκάλους. Τότε λοιπόν απεκαλύφθη ο θείος Απόστολος Βαρθολομαίος δια θείας αποκαλύψεως εις τον Επίσκοπον της νήσου Λιπάρας, Αγάθωνα καλούμενον, ο οποίος έσπευσε να κατέλθη πάραυτα εις τον αιγιαλόν, ένθα ιδών το μέγα και φρικτόν τεράστιον, ήτοι την περιέχουσαν το αποστολικόν λείψανον θήκην, κατελήφθη εκ θάμβους και απορίας και ανεβόησε ταύτα μετ’ εκπλήξεως· «Πόθεν σοι, ω νήσος Λιπάρα, πόθεν σοι ο πλούτος και θησαυρός; Καθ’ υπερβολήν όντως εμεγαλύνθης! Πολύ τω όντι εδοξάσθης! Λοιπόν χόρευσον, σκίρτησον και υπόδεξαι με τας ιδίας σου χείρας τον θησαυρόν, βοώσα προς αυτόν· Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες ο Απόστολος του Κυρίου». Ταύτα και άλλα πολλά ο Επίσκοπος ειπών και εγκωμιάσας τον τε Άγιον Απόστολον και την νήσον Λιπάραν, κατέπαυσε τον λόγον. Επειδή δε έπρεπε να αποκατασταθή η ιερά θήκη του Αποστόλου εις τόπον ένδοξον, όπου έμελλε μετά ταύτα να ιδρυθή και Ναός εις δόξαν του πανευφήμου Αποστόλου, πολλοί μεν έσυρον εις ένα και άλλον τόπον την τιμίαν εκείνην και παμμεγέθη λάρνακα, αύτη όμως δεν μετεκινείτο ποσώς κατά την θέλησίν των, έως ότου ο μακάριος Αγάθων έδεσε, κατά θείαν αποκάλυψιν, αυτήν με σχοινία εις δύο δαμάλεις και την έσυρε δια των δαμάλεων εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτο το θέλημα του Αγίου. Τούτου δε γενομένου, εις όλα τα άλλα θαύματα τα ενεργηθέντα υπό του Αποστόλου προσετέθη και τούτο, το οποίον φαίνεται ίσως απίστευτον εις τους απείρους των του Θεού θαυμάτων. Νησίδιον τι, Πρυχάνος ή Πυρπνόον (Βουλκάνος) κείται παρά τη νήσω Λιπάρα, το οποίον έχον πηγήν αναβράζουσαν νυχθημερόν θερμόν ύδωρ παρέβλαπτε δι’ αυτού την Λιπάραν, πολύ πλησίον κειμένην. Το νησίδιον λοιπόν τούτο, κατά την αυτήν ώραν, καθ’ ην εσύρετο υπό των δαμάλεων η θήκη του Αποστόλου, απεμακρύνθη υπό της θείας δυνάμεως μακράν της Λιπάρας περίπου επτά στάδια, ως φαίνεται μεμακρυσμένον μέχρι σήμερον· ούτω δε και την Λιπάραν δεν βλάπτει έκτοτε, και την δύναμιν και χάριν του λειψάνου του Αποστόλου πάντοτε ανακηρύσσει. Ω παραδόξων θαυμάτων! Ω υπερφυσικών τερατουργημάτων! Πότε ηκούσθησαν τοιαύτα θαύματα καθ’ όλην την υφήλιον; Όταν δε ο Επίσκοπος Αγάθων έκτισε Ναόν ωραιότατον εις το όνομα του Αποστόλου, απεθησαύρισεν εν αυτώ το σεβάσμιον και αποστολικόν λείψανον ομού με την λιθίνην λάρνακα. Τα δε καθ’ εκάστην εκεί τελούμενα θαύματα τις δύναται να διηγηθή; Μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου, ήτοι κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ (829) αλωθείσα η νήσος εκείνη, εις την οποίαν ήτο το του Αποστόλου λείψανον, υπό των Αγαρηνών ένεκα των αμαρτιών των κατοίκων, ηρημώθη και έμεινεν ακατοίκητος. Όθεν ο άρχων της πόλεως Βενεβέντου, μαθών τα τελούμενα θαύματα παρά του αποστολικού λειψάνου, και υπό ζεούσης προς τον Απόστολον του Κυρίου πίστεως κινούμενος, προσεκάλεσε τινας εκ της των Αμαλφηνών πόλεως και τους παρεκάλεσεν ίνα φέρωσιν εις αυτόν εκ Λιπάρας το πολύτιμον λείψανον. Τούτου δε γενομένου, επήγεν ο ρηθείς άρχων μακράν δια θαλάσσης εις προϋπάντησιν του Αποστόλου, έχων μεθ’ εαυτού και τον Επίσκοπον της πόλεως, και πολλούς άλλους κληρικούς τε και λαϊκούς· προπέμψας δε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας το έγιον λείψανον μέχρι της πόλεως, απέθετο αυτό εν σεβασμιωτάτω τόπω, όπου ενεργεί καθ’ εκάστην διαφόρους ιατρείας και πολλά θαύματα εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτό, εις δόξαν του υπεραγάθου Θεού.
Ταύτα τα θαύματα και τας ιατρείας βλέποντες οι του διαβόλου υπηρέται, ελύσσων κατά της αγίας εκείνης λάρνακος και του εν αυτή περιεχομένου αποστολικού λειψάνου· τυχόντες δε ποτε ευκαιρίας έρριψαν εν τη θαλάσση την θήκην ταύτην μετά τεσσάρων άλλων, εμπεριεχουσών τα λείψανα των Μαρτύρων Παπιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου και Ακακίου. Τούτο δε ωκονόμησεν ο Θεός αφ’ ενός μεν ίνα δι’ αυτών αγιασθή η όχι ολίγη θάλασσα, την οποίαν διεπέρασαν, εξ άλλου δε ίνα και οι τόποι εις τους οποίους διεμοιράσθησαν τα άγια ταύτα λείψανα ευλογηθώσι. Διελθών λοιπόν το ιερόν λείψανον του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου τους μεγάλους κόλπους του Ευξείνου Πόντου, και παρατρέξαν τα στενά βάθη του Ελλησπόντου, έφθασεν εις το Αιγαίον πέλαγος και εκείθεν εις το Αδριατικόν, το οποίον άρχεται από των Κυθήρων και φθάνει μέχρι Βενετίας· αφήσας δε αριστερά την περιφανή και μεγάλην νήσον της Σικελίας, κατευωδώθη εις την νήσον την καλουμένην Λιπάραν, έχων συνοδοιπόρους του, καθ’ όλον αυτό το μεγάλο διάστημα, και τους τέσσαρας καλλινίκους Μάρτυρας τους εις τας τέσσαρας άλλας θήκας ευρισκομένους. Ούτοι δε οι τέσσαρες καλλίνικοι Μάρτυρες (ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και τις λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!), αφού συνώδευσαν τον Άγιον Απόστολον Βαρθολομαίον μέχρι του τόπου εκείνου, υπερτιμώντες αυτόν ως βασιλέα, επανήλθον και επήγεν έκαστος όπου ηυδόκησεν η θεία Πρόνοια· και ο μεν Μάρτυς Παπιανός εξήλθεν εις την Άμιλαν, πόλιν της Σικελίας, ο δε Μάρτυς Λουκιανός εις Μεσσήνην της αυτής Σικελίας, ο δε Γρηγόριος εις Κολίμην, πόλιν της εν Ιταλία Καλαβρίας, ο δε Άγιος Ακάκιος εις πόλιν καλουμένην Ασκάλους. Τότε λοιπόν απεκαλύφθη ο θείος Απόστολος Βαρθολομαίος δια θείας αποκαλύψεως εις τον Επίσκοπον της νήσου Λιπάρας, Αγάθωνα καλούμενον, ο οποίος έσπευσε να κατέλθη πάραυτα εις τον αιγιαλόν, ένθα ιδών το μέγα και φρικτόν τεράστιον, ήτοι την περιέχουσαν το αποστολικόν λείψανον θήκην, κατελήφθη εκ θάμβους και απορίας και ανεβόησε ταύτα μετ’ εκπλήξεως· «Πόθεν σοι, ω νήσος Λιπάρα, πόθεν σοι ο πλούτος και θησαυρός; Καθ’ υπερβολήν όντως εμεγαλύνθης! Πολύ τω όντι εδοξάσθης! Λοιπόν χόρευσον, σκίρτησον και υπόδεξαι με τας ιδίας σου χείρας τον θησαυρόν, βοώσα προς αυτόν· Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες ο Απόστολος του Κυρίου». Ταύτα και άλλα πολλά ο Επίσκοπος ειπών και εγκωμιάσας τον τε Άγιον Απόστολον και την νήσον Λιπάραν, κατέπαυσε τον λόγον. Επειδή δε έπρεπε να αποκατασταθή η ιερά θήκη του Αποστόλου εις τόπον ένδοξον, όπου έμελλε μετά ταύτα να ιδρυθή και Ναός εις δόξαν του πανευφήμου Αποστόλου, πολλοί μεν έσυρον εις ένα και άλλον τόπον την τιμίαν εκείνην και παμμεγέθη λάρνακα, αύτη όμως δεν μετεκινείτο ποσώς κατά την θέλησίν των, έως ότου ο μακάριος Αγάθων έδεσε, κατά θείαν αποκάλυψιν, αυτήν με σχοινία εις δύο δαμάλεις και την έσυρε δια των δαμάλεων εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτο το θέλημα του Αγίου. Τούτου δε γενομένου, εις όλα τα άλλα θαύματα τα ενεργηθέντα υπό του Αποστόλου προσετέθη και τούτο, το οποίον φαίνεται ίσως απίστευτον εις τους απείρους των του Θεού θαυμάτων. Νησίδιον τι, Πρυχάνος ή Πυρπνόον (Βουλκάνος) κείται παρά τη νήσω Λιπάρα, το οποίον έχον πηγήν αναβράζουσαν νυχθημερόν θερμόν ύδωρ παρέβλαπτε δι’ αυτού την Λιπάραν, πολύ πλησίον κειμένην. Το νησίδιον λοιπόν τούτο, κατά την αυτήν ώραν, καθ’ ην εσύρετο υπό των δαμάλεων η θήκη του Αποστόλου, απεμακρύνθη υπό της θείας δυνάμεως μακράν της Λιπάρας περίπου επτά στάδια, ως φαίνεται μεμακρυσμένον μέχρι σήμερον· ούτω δε και την Λιπάραν δεν βλάπτει έκτοτε, και την δύναμιν και χάριν του λειψάνου του Αποστόλου πάντοτε ανακηρύσσει. Ω παραδόξων θαυμάτων! Ω υπερφυσικών τερατουργημάτων! Πότε ηκούσθησαν τοιαύτα θαύματα καθ’ όλην την υφήλιον; Όταν δε ο Επίσκοπος Αγάθων έκτισε Ναόν ωραιότατον εις το όνομα του Αποστόλου, απεθησαύρισεν εν αυτώ το σεβάσμιον και αποστολικόν λείψανον ομού με την λιθίνην λάρνακα. Τα δε καθ’ εκάστην εκεί τελούμενα θαύματα τις δύναται να διηγηθή; Μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου, ήτοι κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ (829) αλωθείσα η νήσος εκείνη, εις την οποίαν ήτο το του Αποστόλου λείψανον, υπό των Αγαρηνών ένεκα των αμαρτιών των κατοίκων, ηρημώθη και έμεινεν ακατοίκητος. Όθεν ο άρχων της πόλεως Βενεβέντου, μαθών τα τελούμενα θαύματα παρά του αποστολικού λειψάνου, και υπό ζεούσης προς τον Απόστολον του Κυρίου πίστεως κινούμενος, προσεκάλεσε τινας εκ της των Αμαλφηνών πόλεως και τους παρεκάλεσεν ίνα φέρωσιν εις αυτόν εκ Λιπάρας το πολύτιμον λείψανον. Τούτου δε γενομένου, επήγεν ο ρηθείς άρχων μακράν δια θαλάσσης εις προϋπάντησιν του Αποστόλου, έχων μεθ’ εαυτού και τον Επίσκοπον της πόλεως, και πολλούς άλλους κληρικούς τε και λαϊκούς· προπέμψας δε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας το έγιον λείψανον μέχρι της πόλεως, απέθετο αυτό εν σεβασμιωτάτω τόπω, όπου ενεργεί καθ’ εκάστην διαφόρους ιατρείας και πολλά θαύματα εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτό, εις δόξαν του υπεραγάθου Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου