του εκ της κωμοπόλεως
Αγίου Λαυρεντίου έλκοντος την καταγωγήν, εν Κωνσταντινουπόλει δε αθλήσαντος,
επί της βασιλείας Σουλμάν Μεχμέτ του Δ΄ εν έτει σωτηρίω 1686.
«Ψεύδεσαι» επανέλαβον οι υπηρέται της αδικίας, οι υιοί του σκότους· «πλην μάθε ότι δεν θα αφήσωμεν να εγκαταλείψης τον μωαμεθανισμόν, τον οποίον ωμολόγησας ο ίδιος». Και ταύτα μεν κατεμαρτύρουν αυτού οι υπηρέται συκοφαντούντες. Ο δε βοϊβόδας, θέλων να υπηρετήση τον μωαμεθανισμόν, προσθέτων εις τον κολοσσόν του ένα ισλάμην, έστειλεν ευθύς και έφερε τον κουρέα, ίνα ενεργήση την περιτομήν. Αλλ’ ο Άγιος γενναίως ανθίστατο λέγων, ότι μάλλον της κεφαλής την αποκοπήν έστεργε δια τον Χριστόν παρά να δεχθή την περιτομήν δια την ζωήν. Όθεν και ανέκραζε λέγων· «Εγώ Χριστιανός είμαι και από της αγίας μου πίστεως ουδέποτε παραιτούμαι». Οι δε υπηρέται του βοϊβόδα έλεγον προς τον Άγιον· «και δεν είσαι συ όστις προ μικρού την παρήτησας και εθελουσίως ωμολόγησας τον εαυτόν σου οθωμανόν»;
«Φλυαρείτε» είπεν ο Άγιος· «Ψεύδεσθε προφανώς· ω! μη γένοιτο εγώ να εκφέρω παρομοίαν βλασφημίαν! Αν δε προ ολίγου έκρινα τον εαυτόν μου τιμιώτερον από σας, τούτο το είπον δια την αμώμητόν μου πίστιν, εις την οποίαν μάλιστα και καυχώμαι, και δια την οποίαν προτιμώ μάλλον να κοπώ εις λεπτότατα τεμάχια παρά να αρνηθώ την προς τον Χριστόν μου πίστιν». Ταύτα ακούσαντες οι χριστομάχοι εκείνοι άθεοι λαμβάνουσι τον Άγιον και ως μέγαν πταίστην τον εγκλείουσιν εις την φυλακήν, εις την οποίαν συνείθιζον να φυλακίζωσι τους εις θάνατον καταδεδικασμένους, υβρίσαντες, λοιδορήσαντες και μαστιγώσαντες αυτόν. Μετ’ ου πολύ δε εξαγαγόντες εκείθεν, τον μεταφέρουσι προς τον σεϊχουλισλάμην και εκείθεν εις τον καζασκέρην, και καθεξής προς τους λοιπούς, παντού καταμαρτυρούντες αυτού και συκοφαντούντες, ότι, ομολογήσας πρότερον εαυτόν οθωμανόν, αρνείται νυν προς χλεύην και εμπαιγμόν του προφήτου αυτών. Αλλ’ ο μεν γενναίος ούτος Μεγαλομάρτυς, έχων τα πνευματικά της πίστεως όπλα, όχι μόνον δεν εταράττετο παντελώς, αλλά και μεγαλοψύχως και αφόβως ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν του. Οι δε πεπλανημένοι εκείνοι και άδικοι κριταί, μιμηταί του βοϊβόδα γενόμενοι, θέλοντες, ούτως ειπείν, να προσθέσωσιν ένα ακόμη ισλάμην, κατά πρώτον μεν ιδόντες την νεαράν ηλικίαν του Μάρτυρος ήρχισαν εξ υποσχέσεων και κολακειών, υποσχόμενοι αξιώματα, πλούτη, τιμάς και τα παραπλήσια· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, ίνα κατά τον Προφήτην είπω. Διότι ο Άγιος ταύτα απέναντι της αγίας του Χριστού πίστεως περιφρονών, όχι μόνον δεν εκάμφθη παντελώς, αλλά και τους εχλεύαζε και τους περιεφρόνει. Αλλά και εκείνοι δεν απηλπίσθησαν. Όθεν λαβόντες αυτόν κολακευτικώς τον μεταφέρουσιν εις το βεζυρικόν μέγαρον και τον παρουσιάζουσι έμπροσθεν του βεζύρου. Ο δε βεζύρης ιδών αυτόν προσεπάθει να τον καταπείση, ίνα απαρνηθή τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, αλλ’ ιδών το αμετάθετον της γνώμης του προσέτρεξε και αυτός εις τα δώρα. Δια να καταπλήξη όθεν ο βεζύρης όχι μόνον την ακοήν, ώσπερ οι προ αυτού έπραξαν, αλλά και τους οφθαλμούς του Αγίου, διατάσσει να φέρωσιν εκεί ίππον εστολισμένον βασιλικώς, και πληθύν χρυσίου και αργυρίου εις νομίσματα. Τούτων δε προσενεχθέντων, λέγει εις τον Άγιον· «Νεανία, εάν συγκατανεύσης εις τους λόγους μου, όχι μόνον αυτά όπου βλέπεις θα σοι δωρήσω, αλλά και με αξιώματα και τιμάς βασιλικάς θέλω σε ανταμείψει!» Ο δε Άγιος, ουδόλως προσέχων εις τε τους λόγους, τα δώρα και τας υποσχέσεις του τυράννου, είπε· «Μη χάνετε τον καιρόν σας ματαίως, αλλ’ ο μέλλετε ποιείν, ποιήσατε τάχιον. Σας διαβεβαιώ δε, ως τίμιος Χριστιανός, ότι με οποιονδήποτε θάνατον θέλετε να με θανατώσητε, χάριν του Χριστού μου Ιησού, θα τον δεχθώ προθυμότατα. Μη αργοπορείτε λοιπόν· να με κατακαύσητε θέλετε; Εγώ τα ξύλα συνάξω και την πυράν ετοιμάζω· να με απαγχονίσητε; Εγώ δια των ιδίων μου χειρών σύρω τον βρόχον· να με αποκεφαλίσητε; Δότε μοι το ξίφος να το ακονίσω όσον χρειάζεται. Τέλος, οιονδήποτε τρόπον στοχάζεσθε επονειδιστότατον, αποφασίσατε, και εγώ γίνομαι ο πρώτος υπηρέτης και εκτελεστής. Μη λοιπόν συλλογίζεσθε ματαιοπονούντες και προς κέντρα λακτίζοντες, αλλά τελειώσατε εκείνο το οποίον σκέπτεσθε». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, νέφος παχύτατον αίσχους επεσκίασεν όλους τους εκεί παρευρεθέντας και αυτόν μάλιστα τον βεζύρην. Όθεν μη δυνάμενοι επί πλέον να ανεχθώσι την χλεύην, απεφάσισαν τέλος να τον αποκεφαλίσωσιν, αφού πλέον είδον το αδύνατον του να τον καταπείσωσι. Την αυτήν λοιπόν στιγμήν φραγγελώσαντες αυτόν, ως άλλος Πιλάτος, τον ρίπτουσιν και πάλιν εις την ειρκτήν. Τη δε επαύριον ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην Αυγούστου του αυτού έτους ημέραν Δευτέραν περί όρθρον βαθύν, αφού όλην εκείνην την νύκτα σκληρότατα τον εβασάνισαν, εις των ανωτέρων αξιωματικών παρακολουθούμενος και υπό ευαρίθμων στρατιωτών και του δημίου τον απάγει εις τον τόπον της καταδίκης. Και οι μεν αιμοβόροι εκείνοι δήμιοι τον εβίαζον εις τον δρόμον να τρέχη. Ο δε Άγιος φαιδρός και χαρούμενος ωσεί επορεύετο εις γάμον ή εις συμπόσιον εβάδιζε. Χριστιανούς δε τινάς απαντήσας εις τον δρόμον τους εχαιρέτησε και τους εζήτησε συγχώρησιν. Ούτοι δε εννοήσαντες τον σκοπόν της απαγωγής του, περίφοβοι ηκολούθησαν αυτόν και την συνοδείαν του μακρόθεν και αυτόπται εγένοντο του μαρτυρικού τέλους του Μάρτυρος, όστις άμα έφθασεν εις τον προσδιωρισμένον τόπον, ακριβώς εις την σημερινήν θέσιν, έξω της τον Κεράτιον κόλπον βλεπούσης πύλης του Γενί-Τζαμίου, επάνω των λιθίνων βαθμίδων της αυτής πύλης έκλινε τα γόνατα και περιέμενε τον δήμιον. Οι δε υιοί του σκότους, μη υποφέροντες την καταισχύνην, της οποίας έτυχον δια την νίκην του Αγίου, ήρχισαν και πάλιν να προβάλλωσιν εις αυτόν τας ως και πρότερον ματαιότητας λέγοντες· «Μη θελήσης, νεανία, να θυσιάσης την ζωήν σου πρόσκαιρα· λυπήσου την νεότητά σου· σκέψου πόσα καλά έχεις να στερηθής, πόσα πλούτη και βασιλικάς τιμάς, και τρυφάς σωματικάς θα χάσης, κατεχόμενος υπό ανοήτου ισχυρογνωμοσύνης». Ταύτα και πλείστα άλλα έλεγον και ενταύθα προς τον Άγιον οι άφρονες, πλην ουδαμώς ωφελήθησαν. Τέλος δε ιδόντες το άκαμπτον της γενναίας ψυχής του και παντελώς απελπισθέντες πλέον, μη έχοντες δε και τι άλλο να προβάλωσιν, έδωσαν διαταγήν εις τον δήμιον να τον αποκεφαλίση. Ων δε και ούτος της αυτής σατανικής ρίζης και την αυτήν λύσσαν κατά του Χριστιανισμού λυσσών, δεν εστάθη και αυτός κατώτερος των ομοφύλων του κατά την θηριωδίαν. Όθεν θέλων να αυξήση τον πόνον και την οδύνην του Αγίου, αφού εκ τρίτου κατήνεγκε το ξίφος κατά του τραχήλου αυτού επίτηδες ανεπιτυχώς, τέλος περιτυλίξας εις την αιμοβόρον χείρα του την κόμην της ιεράς κεφαλής του, δίκην σφαγίου τον αποκεφαλίζει ασπλάγχνως ο λιθοκάρδιος. Ούτω λοιπόν τελειωθέντος του μαρτυρίου του Αγίου, η μεν αγία αυτού ψυχή υπό φωτεινών αγγέλων εφέρθη εις τους ουρανούς, όπως απολαμβάνη παρά του μισθαποδότου Θεού τους καρπούς των μαρτυρικών αγώνων του· ο δε δήμιος μετά των λοιπών απεμακρύνθησαν ολίγον τι πέραν του ιερού του Μάρτυρος λειψάνου, όπως μικρόν ανακουφισθώσι. Δεν είχε παρέλθει ουδέ λεπτόν της ώρας, και ιδού αίφνης αστήρ καταβαίνων εξ ουρανού εστάθη άνω του λειψάνου του Μάρτυρος, σχηματίζων τον πανάγιον Σταυρόν του Σωτήρος. Μετ’ ου πολύ δε και πλήθος ανθρώπων περιεκύκλωσαν αυτό. Ταύτα δε ιδόντες οι μετά του δημίου συγκαθήμενοι, και νομίσαντες ότι Χριστιανοί ήσαν εκείνοι οι άνθρωποι, ελθόντες εκεί όπως κλέψωσι το λείψανον, ώρμησαν προς το μέρος εκείνο· αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ουδένα είδον, εκτός του ιερού σώματος του Αγίου. Έκθαμβοι δε τότε επί πολλήν ώραν γεγονότες, ελογομάχουν μεταξύ των περί των φανέντων εκείνων σημείων. Ως δε υπέφωσκεν η ημέρα, και οι άνθρωποι εξυπνήσαντες ήρχισαν να περιφέρωνται εις τας οδούς, φοβηθέντες ούτοι μήπως, ιδόντες οι Χριστιανοί τα φαινόμενα, εξαιτήσωσι και λάβωσι το σώμα του Αγίου, ίνα το τιμώσι, λαβόντες αυτό το έρριψαν εντός του Κερατίου κόλπου εις την θάλασσαν, όπως βυθισθή, αλλ’ αντί να βυθισθή, ως πτηνόν επιπλέον επί των κυμάτων εξήλθε του Κερατίου κόλπου, αλλ’ άγνωστον που προσωρμίσθη και τίνες έσχον την τύχην να το απολαύσωσι. Και περί μεν του ιερού αυτού λειψάνου τόσον γινώσκομεν. Η δε αγία αυτού κάρα μετεφέρθη εις τα ανάκτορα, ως δείγμα ότι εξετελέσθησαν αι διαταγαί των ανωτέρων. Και ταύτα μεν περί του μαρτυρίου του Αγίου. Ως δε εγένετο η ημέρα και επληροφορήθησαν οι εν τοις Πατριαρχείοις τα κατά τον Μάρτυρα υπό των Χριστιανών εκείνων, τους οποίους ο Άγιος απαντήσας καθ’ οδόν τους εχαιρέτησε και συγχώρησιν τους εζήτησεν, έστειλαν κατά την συνήθειαν και εζήτησαν την ιεράν του Αγίου κάραν, προσποιούμενοι, ως εικός, ότι έμελλον να αποδώσωσιν εις αυτήν τα υπό της θρησκείας νενομισμένα. Τούτου δε γενομένου, κατ’ επίμονον αίτησιν των Χριστιανών εκείνων, αιτούντων να αποδοθή εις αυτούς η ιερά του Αγίου κάρα, την απέδωσαν οι εν τοις Πατριαρχείοις εις αυτούς, οίτινες εμβαλόντες αυτήν εις αργυράν θήκην, την κατέθεσαν εις τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου εν Ταταούλοις, όθεν μετέπειτα λαβών ταύτην ο Σελευκείας Δοσίθεος, συμπατριώτης του Μάρτυρος, μετά τινων φορεμάτων απέστειλεν εις την πατρίδα του, ένθα κατετέθη εις την ιδίαν του Μάρτυρος οικίαν, ανοικοδομηθείσαν εις Ναόν τη προτροπή αυτού προς τους συμπατριώτας του, δια θαυμάτων ζωντανών επανειλημμένως κατ’ εκείνους τους χρόνους. Ούτως, ω φιλέορτοι, έχει ο βίος και το Μαρτύριον του Νεομάρτυρος Αποστόλου, τον οποίον συνήλθομεν να εορτάσωμεν σήμερον και να δοξολογήσωμεν τον επουράνιον ημών Πατέρα, τον θαυμαστόν εν τοις αγίοις αυτού, συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Χαίρει σήμερον των Αποστόλων ο χορός και λαμπρότατα πανηγυρίζει
απολαμβάνων τον ομώνυμόν του Απόστολον. Αγάλλονται τα των Μαρτύρων συστήματα,
συναριθμούντα εν ταις χορείαις αυτών τον νεοφανή Μάρτυρα, όστις, ως άλλος
αυγερινός του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας του Χριστού, ανέτειλε κατά τους
ζοφερούς εκείνους χρόνους της δουλείας τω αχπστ΄ (1686) επί της βασιλείας του
Σουλτάν Μεχμέτ του Α΄, οπότε πάντες σχεδόν οι ετερόφυλοι και ετερόθρησκοι
άρχοντες της εποχής εκείνης, οι τε τον μόνιμον στρατόν της μεγάλης τότε
Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούντες, και άπαντες εν γένει οι διοικηταί,
ανώτεροί τε και κατώτεροι του κολοσσιαίου εκείνου κράτους, επί τοσούτον
προέβησαν αυθαιρεσίας και φανατικότητος, ώστε αδύνατος αποβαίνει η παράστασις
του εγκλήματος δι’ ολίγων, και μάλιστα αφ’ ου άλλων επεχειρήσαμεν την διήγησιν.
Εις τοιαύτην λοιπόν εποχήν σκότους και μισοχριστότητος γεννηθείς ο Μεγαλομάρτυς
Απόστολος, όχι μόνον δεν εσκοτίσθη παντελώς, κατά την ευαγγελικήν ρήσιν, και η
σκοτία αυτόν ου κατέλαβεν, αλλά και ως αδάμας ήστραψε την μαρτυρικήν ομολογίαν
του αληθινού φωτός, του Χριστού, περιβληθείς, αν και σκληρότατα εβασανίσθη υπό
των θηριωδών του καιρού του τυράννων, όπως τον ήλιον της δικαιοσύνης απαρνηθή
και τον άτιμον της αθεϊας χιτώνα περιβληθή. Μετέβη δε τέλος πάντων, ως χρυσός
εν χωνευτηρίω δοκιμασθείς, εις τον ουράνιον κύκλον, ίνα λάμπη εκεί και
ακτινοβολή, της αθανάτου Βασιλείας θερμός λάτρης γεγονώς, φέρων τον αμάραντον
του μαρτυρίου στέφανον, τον οποίον εκέρδισε δια του αθώου του αίματος, ποθήσας
την δόξαν του ουρανίου σκηνώματος, και υπέρ τας δυνάμεις του συντελέσας προς
τον εξευγενισμόν του χριστωνύμου γένους. Ούτος λοιπόν ο μόνος φερωνύμως κληθείς
Απόστολος, πατρίδα μεν είχε τον Άγιον Λαυρέντιον, κωμόπολιν παρά τας
νοτιοανατολικάς πλευράς του Πηλίου κειμένην κατά την επαρχίαν της Δημητριάδος·
γονείς δε ουχί τόσον επιφανείς και ευγενείς, όσον αυτάρκεις και ευσεβείς, τούτο
μόνον πλουτούντας, το θεαρέστως ζην, δια των ιδίων αυτών χειρών εργαζόμενοι και
δια του ιδρώτος του προσώπου των τρώγοντες τον άρτον αυτών. Και ο μεν πατήρ
αυτού ωνομάζετο Κώστας Σταματίου, Μέλω δε η μήτηρ του, η την λογικήν ταύτην
μέλισσαν του Παραδείσου τεκούσα. Τούτων δε απορφανισθείς, άγων το 15ον
έτος της ηλικίας του, απεδήμησεν εις Κωνσταντινούπολιν και εγένετο υπάλληλος
εις τι των εκεί καπηλείων. Υπηρέτει δε παρ’ αυτώ το τέταρτον έτος, ότε των
γηϊνων τούτων καταφρονήσας και υπό μόνων των ουρανίων καταληφθείς συνέβη να
υποστή τον μαρτυρικόν θάνατον, ως θα αναγνώσητε παρακατιόντες, αδελφοί. Οι
κάτοικοι των χωρίων του Βόλου, και κατ’ εξοχήν οι του Αγίου Λαυρεντίου, σκληρώς
βασανιζόμενοι και βαρέως φορολογούμενοι υπό του τότε διοικητού των βοϊβόδα, και
μη υποφέροντες την τυραννίαν του, ανυπόφορον καταστάσαν δια τας αθεμιτουργίας,
και δη δια την υπέρογκον άδικον προσθήκην νέων φόρων, απεφάσισαν να προσδράμωσι
προς τους επιτρόπους της βασιλομήτορος, οριζούσης τότε τα πλείστα των χωρίων
τούτων, και προβάλλοντες τα δίκαιά των να επιφέρωσι μακράν τινα του κακού
θεραπείαν, ή αν ουχί άλλο να μαλακώσωσι τουλάχιστον την σκληρότητα του βαρβάρου·
αλλά μάτην εκοπίαζον προς ανήμερον θηρίον μαχόμενοι· διότι και μετά ταύτα, και
μετά την αποστολήν δηλαδή τινών προς εκείνους, όχι μόνον τα σταλέντα αυθεντικά
γράμματα εκ μέρους των επιτρόπων της βασιλομήτορος, τα οποία εκόμισαν προς
αυτόν οι επανακάμψαντες εκ Κωνσταντινουπόλεως, περιεφρόνησε και ως ψευδή τα
απέρριψεν, αλλά και κατά των ανδρών εκείνων τοσούτον ωργίσθη, ώστε λαβών τρεις
εξ αυτών δεσμίους, ως κακούργους τους αναβιβάζει, συνοδεύων αυτούς ο ίδιος εις
Κωνσταντινούπολιν και εις σκοτεινοτάτην και υγράν φυλακήν τους ρίπτει ο ασεβής
και παμβέβηλος, ως ενόχους της εσχάτης τιμωρίας. Ταύτα μαθόντες τινές
συμπατριώται αναβαίνουσιν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ελευθερώσωσι τους αδίκως
τρεις φυλακισθέντας συμπολίτας των, και αναφερθώσι κατ’ αυτού του βοϊβόδα ουχί
πλέον, ως οι πρότεροι, προς τους επιτρόπους της βασιλομήτορος, αλλά προς αυτήν
την ιδίαν. Φθάσαντες δε εκεί κατά πρώτον μεν επεσκέφθησαν τον Μάρτυρα,
αγνοούντες αυτοί, ως πρώτην φοράν αφιχθέντες εις Κωνσταντινούπολιν, δια τίνος
τρόπου έπρεπε να ενεργήσωσι περί των σκοπών δια τους οποίους ήλθον εκεί· παρά
του Αγίου δε συμβουλευθέντες περί του πρακτέου, απεφάσισαν το κατ’ αρχάς μεν να
δώσωσι αναφοράν εις τον αρχιευνούχον του παλατίου και να παραστήσωσι την
αδικίαν και ωμότητα του βοϊβόδα, την βαρυτάτην προσθήκην νέων φόρων, τους
οποίους αυτός περά τας διαταγάς των εν Κωνσταντινουπόλει επέβαλεν εις τους
υπηκόους, και δη την άδικον εκείνην φυλακήν των τριών συμπατριωτών των, οίτινες
εστέναζον υπό βαρυτάτας αλύσεις, πιεζόμενοι εις τας φυλακάς οι δείλαιοι, μη
έχοντες τον βοηθούντα. Και τούτο μεν παμψηφεί απεφασίσθη, ουδείς όμως ετόλμα να
παρουσιασθή και να επιδώση την αναφοράν. Τότε ο Άγιος, ο ευγενής κατά την ψυχήν
ούτος νεανίας, ων και κατά την των οθωμανών διάλεκτον εμπειρότατος, πλήρης
ισχύος και θάρρους λαμβάνει την αναφοράν, τρέχει προθύμως, παρουσιάζεται
γενναίως εις τον Ιουσούφ αγάν καθώς ποτε ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, και χωρίς το
παράπαν να ταραχθή ή να αλλοιωθή το χαριέστατον αυτού πρόσωπον, εγχειρίζει την
αναφοράν. Ταύτην αναγνώσας εκείνος τον ηρώτησε πόθεν ήτο, ο δε Άγιος απεκρίθη
ότι είναι εις εξ εκείνων, τους οποίους ορίζει η ενδοξότης του. Ταύτας τας
λάξεις ακούσας ελευθέρως προφερθείσας από του στόματος του Αγίου ο
αρχιευνούχος, επειδή ήτο και διαβεβλημένος πρότερον υπό του βοϊβόδα κατά του
Αγίου, τόσον εθυμώθη ώστε, χωρίς να προβή εις άλλο τι, ευθύς διέταξε να
παραδοθή ούτος εις τον βοϊβόδαν, ως ανήκων εις εκείνον και να τιμωρηθή δια το
αύθαδες τόλμημά του. Τούτου γενομένου ο μεν βοϊβόδας ευθύς αλυσοδένει τους
πόδας αυτού και του ζητεί τεσσάρων ετών χαράτσι, αφ’ ότου δηλαδή έλειψεν εκ της
πατρίδος του. Ο δε Άγιος μετά μεγάλης ελευθερίας απεκρίθη· «Αργύριον και
χρυσίον ουχ υπάρχει μοι, μία δε μόνη οικία εις την πατρίδα μου ευρίσκεται και
ταύτην, εάν θέλης, πώλησον και λάβε τα ζητούμενα». Ακούσας ο ακόρεστος της
φιλαργυρίας θιασώτης, ότι αντί τεσσάρων ετών χαράτσι θα ελάμβανε την αξίαν της
εν τη πατρίδι του Αγίου οικίας, ηυχαριστήθη τρόπον τινά και έμελλε την επομένην
ημέραν να απολύση τον Άγιον, συνυποσχόμενος προσέτι ότι και τους τρεις
συμπατριώτας του θα απέλυεν, αν έρριπτον το παρελθόν εις την λήθην και
ανεχώρουν εκείθεν, χωρίς τι κατ’ αυτού να ενεργήσωσι, μεταβαίνοντες και πάλιν
εις την πατρίδα των. Και ταύτα μεν θα έπραττεν αναμφιλέκτως ο βοϊβόδας,
φοβούμενος μη οι νεωστί εκεί αφιχθέντες, τους οποίους ηγνόει που διέμενον εν
Κωνσταντινουπόλει, και δια του Μάρτυρος κατ’ αυτού ενεργούντες, προσδράμωσιν
εις την βασιλομήτορα. Αλλ’ εν τω μεταξύ εις εκ των τελευταίως αφιχθέντων
συμπατριωτών του Αγίου, γέρων ζηλότυπος, μαθών ότι την επομένην ημέραν θα
απεφυλακίζοντο οι τρεις συμπολίται του, πεισθέντος υπό του Αγίου του βοϊβόδα,
φθονήσας τον Άγιον μη ευφημισθή εις την πατρίδα του δια την ικανότητα, την
οποίαν έδειξεν ο ασήμαντος ούτος και πτωχός νεανίας, προσέρχεται εις τον
βοϊβόδαν και μεταπείθει αυτόν, λέγων ότι οι μεν μετ’ αυτού συναναβάντες εκεί
δειλιάσαντες ανεχώρησαν δια την πατρίδα των, και ότι το αυτό θα πράξη και
αυτός, προσθέτων ακόμη ότι ο Άγιος ήτο ο τα πάντα υποκινήσας, και ότι αν
απέλυεν αυτόν τον άπιστον και τολμηρόν νεανίαν, δεν θα εβράδυνεν αυτός να τον
καταμηνύση εις την βασιλομήτορα. Ταύτα ακούσας ο αιμοχαρής βοϊβόδας, όστις
πρότερον ένεκα δέους συγκατετέθη να απολύση τον Άγιον και τους τρεις αυτού
συμπατριώτας και να παραιτηθή εκ της προσθήκης των νέων φόρων, επί τοσούτον
εθρασύνθη, ώστε χωρίς καν στιγμήν να βραδύνη ή να σκεφθή ολίγον περί της
αληθείας των διακοινωθέντων εις αυτόν, διατάσσει τους υπηρέτας του να δράμωσιν
εις την φυλακήν και σκληρώς να βασανίσωσι τον Μεγαλομάρτυρα, προσθέσας συν
τούτοις ότι τούτο θα πράττωσι πάντοτε μέχρις ου αποτελειώσωσιν αυτόν. Και ταύτα
μεν κατά κεραίαν εξετελούντο. Ο δε Άγιος, τοιουτοτρόπως απηνώς και ασπλάγχνως
βασανιζόμενος, μίαν των ημερών ευρίσκει τρόπον και εκβάλλει τον ένα του πόδα
των δεσμών, και ούτως αργοπατών ητοιμάζετο προς δραπέτευσιν. Αλλά δεν ήτο
βεβαίως τούτο Θεού οικονομία να στερηθή ο σημερινός στεφανίτης του Μαρτυρίου
τον στέφανον. Ούτω λοιπόν περί την φυγήν αγωνιζομένου του Αγίου, ο κτύπος των
αλύσεων έγινεν αντιληπτός εις τας ακοάς των αθέων εκείνων υπηρετών, και
παρευθύς τρέχουσι και κρατούσι τον Άγιον. Τούτων δε έτι λογομαχούντων μετά του
Αγίου, ιδού έρχεται και ο βοϊβόδας. Ιδών δε την σύγχυσιν και ταραχήν των
υπηρετών, ερωτά την αιτίαν. Μαθών δε την αποτολμηθείσαν υπό του Αγίου φυγήν,
δράττει τον εκεί τυχόντα πέλεκυν και με τούτον ασπλαγχνότατα τον δέρει ο
άσπλαγχνος. Αλλ’ ο γενναίος ούτος της αληθείας βοηθός, όχι μόνον ηψήφησε
παντελώς τας σκληροτάτας και αφορήτους εκείνας πληγάς, αλλ’ ων όλος πλήρης
θείας χάριτος εναντιούται κατά του τυράννου και χριστομιμήτως του λέγει· «Διατί
με δέρεις και σκληροκαρδίως με τυραννείς; Ή δεν ηξεύρεις ότι είμαι και σου και
των υπηρετών σου τιμιώτερος»; Εις ταύτα εκπλαγείς ο βοϊβόδας, λέγει εις τον
Μάρτυρα· «Μήπως και συ είσαι μωαμεθανός, ως εγώ, και λέγεις ότι είσαι και εμού
καλύτερος»;
«Όχι, δεν εννόησα τούτο», απεκρίθη θαρραλέως ο Άγιος. «Ναι, τούτο
είπες», απεκρίθησαν ομοθυμαδόν οι υπηρέται. «Μη γένοιτο, επρόσθεσεν ο Άγιος,
εγώ να βλασφημήσω ποτέ!» «Ψεύδεσαι» επανέλαβον οι υπηρέται της αδικίας, οι υιοί του σκότους· «πλην μάθε ότι δεν θα αφήσωμεν να εγκαταλείψης τον μωαμεθανισμόν, τον οποίον ωμολόγησας ο ίδιος». Και ταύτα μεν κατεμαρτύρουν αυτού οι υπηρέται συκοφαντούντες. Ο δε βοϊβόδας, θέλων να υπηρετήση τον μωαμεθανισμόν, προσθέτων εις τον κολοσσόν του ένα ισλάμην, έστειλεν ευθύς και έφερε τον κουρέα, ίνα ενεργήση την περιτομήν. Αλλ’ ο Άγιος γενναίως ανθίστατο λέγων, ότι μάλλον της κεφαλής την αποκοπήν έστεργε δια τον Χριστόν παρά να δεχθή την περιτομήν δια την ζωήν. Όθεν και ανέκραζε λέγων· «Εγώ Χριστιανός είμαι και από της αγίας μου πίστεως ουδέποτε παραιτούμαι». Οι δε υπηρέται του βοϊβόδα έλεγον προς τον Άγιον· «και δεν είσαι συ όστις προ μικρού την παρήτησας και εθελουσίως ωμολόγησας τον εαυτόν σου οθωμανόν»;
«Φλυαρείτε» είπεν ο Άγιος· «Ψεύδεσθε προφανώς· ω! μη γένοιτο εγώ να εκφέρω παρομοίαν βλασφημίαν! Αν δε προ ολίγου έκρινα τον εαυτόν μου τιμιώτερον από σας, τούτο το είπον δια την αμώμητόν μου πίστιν, εις την οποίαν μάλιστα και καυχώμαι, και δια την οποίαν προτιμώ μάλλον να κοπώ εις λεπτότατα τεμάχια παρά να αρνηθώ την προς τον Χριστόν μου πίστιν». Ταύτα ακούσαντες οι χριστομάχοι εκείνοι άθεοι λαμβάνουσι τον Άγιον και ως μέγαν πταίστην τον εγκλείουσιν εις την φυλακήν, εις την οποίαν συνείθιζον να φυλακίζωσι τους εις θάνατον καταδεδικασμένους, υβρίσαντες, λοιδορήσαντες και μαστιγώσαντες αυτόν. Μετ’ ου πολύ δε εξαγαγόντες εκείθεν, τον μεταφέρουσι προς τον σεϊχουλισλάμην και εκείθεν εις τον καζασκέρην, και καθεξής προς τους λοιπούς, παντού καταμαρτυρούντες αυτού και συκοφαντούντες, ότι, ομολογήσας πρότερον εαυτόν οθωμανόν, αρνείται νυν προς χλεύην και εμπαιγμόν του προφήτου αυτών. Αλλ’ ο μεν γενναίος ούτος Μεγαλομάρτυς, έχων τα πνευματικά της πίστεως όπλα, όχι μόνον δεν εταράττετο παντελώς, αλλά και μεγαλοψύχως και αφόβως ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν του. Οι δε πεπλανημένοι εκείνοι και άδικοι κριταί, μιμηταί του βοϊβόδα γενόμενοι, θέλοντες, ούτως ειπείν, να προσθέσωσιν ένα ακόμη ισλάμην, κατά πρώτον μεν ιδόντες την νεαράν ηλικίαν του Μάρτυρος ήρχισαν εξ υποσχέσεων και κολακειών, υποσχόμενοι αξιώματα, πλούτη, τιμάς και τα παραπλήσια· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, ίνα κατά τον Προφήτην είπω. Διότι ο Άγιος ταύτα απέναντι της αγίας του Χριστού πίστεως περιφρονών, όχι μόνον δεν εκάμφθη παντελώς, αλλά και τους εχλεύαζε και τους περιεφρόνει. Αλλά και εκείνοι δεν απηλπίσθησαν. Όθεν λαβόντες αυτόν κολακευτικώς τον μεταφέρουσιν εις το βεζυρικόν μέγαρον και τον παρουσιάζουσι έμπροσθεν του βεζύρου. Ο δε βεζύρης ιδών αυτόν προσεπάθει να τον καταπείση, ίνα απαρνηθή τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, αλλ’ ιδών το αμετάθετον της γνώμης του προσέτρεξε και αυτός εις τα δώρα. Δια να καταπλήξη όθεν ο βεζύρης όχι μόνον την ακοήν, ώσπερ οι προ αυτού έπραξαν, αλλά και τους οφθαλμούς του Αγίου, διατάσσει να φέρωσιν εκεί ίππον εστολισμένον βασιλικώς, και πληθύν χρυσίου και αργυρίου εις νομίσματα. Τούτων δε προσενεχθέντων, λέγει εις τον Άγιον· «Νεανία, εάν συγκατανεύσης εις τους λόγους μου, όχι μόνον αυτά όπου βλέπεις θα σοι δωρήσω, αλλά και με αξιώματα και τιμάς βασιλικάς θέλω σε ανταμείψει!» Ο δε Άγιος, ουδόλως προσέχων εις τε τους λόγους, τα δώρα και τας υποσχέσεις του τυράννου, είπε· «Μη χάνετε τον καιρόν σας ματαίως, αλλ’ ο μέλλετε ποιείν, ποιήσατε τάχιον. Σας διαβεβαιώ δε, ως τίμιος Χριστιανός, ότι με οποιονδήποτε θάνατον θέλετε να με θανατώσητε, χάριν του Χριστού μου Ιησού, θα τον δεχθώ προθυμότατα. Μη αργοπορείτε λοιπόν· να με κατακαύσητε θέλετε; Εγώ τα ξύλα συνάξω και την πυράν ετοιμάζω· να με απαγχονίσητε; Εγώ δια των ιδίων μου χειρών σύρω τον βρόχον· να με αποκεφαλίσητε; Δότε μοι το ξίφος να το ακονίσω όσον χρειάζεται. Τέλος, οιονδήποτε τρόπον στοχάζεσθε επονειδιστότατον, αποφασίσατε, και εγώ γίνομαι ο πρώτος υπηρέτης και εκτελεστής. Μη λοιπόν συλλογίζεσθε ματαιοπονούντες και προς κέντρα λακτίζοντες, αλλά τελειώσατε εκείνο το οποίον σκέπτεσθε». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, νέφος παχύτατον αίσχους επεσκίασεν όλους τους εκεί παρευρεθέντας και αυτόν μάλιστα τον βεζύρην. Όθεν μη δυνάμενοι επί πλέον να ανεχθώσι την χλεύην, απεφάσισαν τέλος να τον αποκεφαλίσωσιν, αφού πλέον είδον το αδύνατον του να τον καταπείσωσι. Την αυτήν λοιπόν στιγμήν φραγγελώσαντες αυτόν, ως άλλος Πιλάτος, τον ρίπτουσιν και πάλιν εις την ειρκτήν. Τη δε επαύριον ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην Αυγούστου του αυτού έτους ημέραν Δευτέραν περί όρθρον βαθύν, αφού όλην εκείνην την νύκτα σκληρότατα τον εβασάνισαν, εις των ανωτέρων αξιωματικών παρακολουθούμενος και υπό ευαρίθμων στρατιωτών και του δημίου τον απάγει εις τον τόπον της καταδίκης. Και οι μεν αιμοβόροι εκείνοι δήμιοι τον εβίαζον εις τον δρόμον να τρέχη. Ο δε Άγιος φαιδρός και χαρούμενος ωσεί επορεύετο εις γάμον ή εις συμπόσιον εβάδιζε. Χριστιανούς δε τινάς απαντήσας εις τον δρόμον τους εχαιρέτησε και τους εζήτησε συγχώρησιν. Ούτοι δε εννοήσαντες τον σκοπόν της απαγωγής του, περίφοβοι ηκολούθησαν αυτόν και την συνοδείαν του μακρόθεν και αυτόπται εγένοντο του μαρτυρικού τέλους του Μάρτυρος, όστις άμα έφθασεν εις τον προσδιωρισμένον τόπον, ακριβώς εις την σημερινήν θέσιν, έξω της τον Κεράτιον κόλπον βλεπούσης πύλης του Γενί-Τζαμίου, επάνω των λιθίνων βαθμίδων της αυτής πύλης έκλινε τα γόνατα και περιέμενε τον δήμιον. Οι δε υιοί του σκότους, μη υποφέροντες την καταισχύνην, της οποίας έτυχον δια την νίκην του Αγίου, ήρχισαν και πάλιν να προβάλλωσιν εις αυτόν τας ως και πρότερον ματαιότητας λέγοντες· «Μη θελήσης, νεανία, να θυσιάσης την ζωήν σου πρόσκαιρα· λυπήσου την νεότητά σου· σκέψου πόσα καλά έχεις να στερηθής, πόσα πλούτη και βασιλικάς τιμάς, και τρυφάς σωματικάς θα χάσης, κατεχόμενος υπό ανοήτου ισχυρογνωμοσύνης». Ταύτα και πλείστα άλλα έλεγον και ενταύθα προς τον Άγιον οι άφρονες, πλην ουδαμώς ωφελήθησαν. Τέλος δε ιδόντες το άκαμπτον της γενναίας ψυχής του και παντελώς απελπισθέντες πλέον, μη έχοντες δε και τι άλλο να προβάλωσιν, έδωσαν διαταγήν εις τον δήμιον να τον αποκεφαλίση. Ων δε και ούτος της αυτής σατανικής ρίζης και την αυτήν λύσσαν κατά του Χριστιανισμού λυσσών, δεν εστάθη και αυτός κατώτερος των ομοφύλων του κατά την θηριωδίαν. Όθεν θέλων να αυξήση τον πόνον και την οδύνην του Αγίου, αφού εκ τρίτου κατήνεγκε το ξίφος κατά του τραχήλου αυτού επίτηδες ανεπιτυχώς, τέλος περιτυλίξας εις την αιμοβόρον χείρα του την κόμην της ιεράς κεφαλής του, δίκην σφαγίου τον αποκεφαλίζει ασπλάγχνως ο λιθοκάρδιος. Ούτω λοιπόν τελειωθέντος του μαρτυρίου του Αγίου, η μεν αγία αυτού ψυχή υπό φωτεινών αγγέλων εφέρθη εις τους ουρανούς, όπως απολαμβάνη παρά του μισθαποδότου Θεού τους καρπούς των μαρτυρικών αγώνων του· ο δε δήμιος μετά των λοιπών απεμακρύνθησαν ολίγον τι πέραν του ιερού του Μάρτυρος λειψάνου, όπως μικρόν ανακουφισθώσι. Δεν είχε παρέλθει ουδέ λεπτόν της ώρας, και ιδού αίφνης αστήρ καταβαίνων εξ ουρανού εστάθη άνω του λειψάνου του Μάρτυρος, σχηματίζων τον πανάγιον Σταυρόν του Σωτήρος. Μετ’ ου πολύ δε και πλήθος ανθρώπων περιεκύκλωσαν αυτό. Ταύτα δε ιδόντες οι μετά του δημίου συγκαθήμενοι, και νομίσαντες ότι Χριστιανοί ήσαν εκείνοι οι άνθρωποι, ελθόντες εκεί όπως κλέψωσι το λείψανον, ώρμησαν προς το μέρος εκείνο· αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ουδένα είδον, εκτός του ιερού σώματος του Αγίου. Έκθαμβοι δε τότε επί πολλήν ώραν γεγονότες, ελογομάχουν μεταξύ των περί των φανέντων εκείνων σημείων. Ως δε υπέφωσκεν η ημέρα, και οι άνθρωποι εξυπνήσαντες ήρχισαν να περιφέρωνται εις τας οδούς, φοβηθέντες ούτοι μήπως, ιδόντες οι Χριστιανοί τα φαινόμενα, εξαιτήσωσι και λάβωσι το σώμα του Αγίου, ίνα το τιμώσι, λαβόντες αυτό το έρριψαν εντός του Κερατίου κόλπου εις την θάλασσαν, όπως βυθισθή, αλλ’ αντί να βυθισθή, ως πτηνόν επιπλέον επί των κυμάτων εξήλθε του Κερατίου κόλπου, αλλ’ άγνωστον που προσωρμίσθη και τίνες έσχον την τύχην να το απολαύσωσι. Και περί μεν του ιερού αυτού λειψάνου τόσον γινώσκομεν. Η δε αγία αυτού κάρα μετεφέρθη εις τα ανάκτορα, ως δείγμα ότι εξετελέσθησαν αι διαταγαί των ανωτέρων. Και ταύτα μεν περί του μαρτυρίου του Αγίου. Ως δε εγένετο η ημέρα και επληροφορήθησαν οι εν τοις Πατριαρχείοις τα κατά τον Μάρτυρα υπό των Χριστιανών εκείνων, τους οποίους ο Άγιος απαντήσας καθ’ οδόν τους εχαιρέτησε και συγχώρησιν τους εζήτησεν, έστειλαν κατά την συνήθειαν και εζήτησαν την ιεράν του Αγίου κάραν, προσποιούμενοι, ως εικός, ότι έμελλον να αποδώσωσιν εις αυτήν τα υπό της θρησκείας νενομισμένα. Τούτου δε γενομένου, κατ’ επίμονον αίτησιν των Χριστιανών εκείνων, αιτούντων να αποδοθή εις αυτούς η ιερά του Αγίου κάρα, την απέδωσαν οι εν τοις Πατριαρχείοις εις αυτούς, οίτινες εμβαλόντες αυτήν εις αργυράν θήκην, την κατέθεσαν εις τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου εν Ταταούλοις, όθεν μετέπειτα λαβών ταύτην ο Σελευκείας Δοσίθεος, συμπατριώτης του Μάρτυρος, μετά τινων φορεμάτων απέστειλεν εις την πατρίδα του, ένθα κατετέθη εις την ιδίαν του Μάρτυρος οικίαν, ανοικοδομηθείσαν εις Ναόν τη προτροπή αυτού προς τους συμπατριώτας του, δια θαυμάτων ζωντανών επανειλημμένως κατ’ εκείνους τους χρόνους. Ούτως, ω φιλέορτοι, έχει ο βίος και το Μαρτύριον του Νεομάρτυρος Αποστόλου, τον οποίον συνήλθομεν να εορτάσωμεν σήμερον και να δοξολογήσωμεν τον επουράνιον ημών Πατέρα, τον θαυμαστόν εν τοις αγίοις αυτού, συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου