Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.

Ένα πράγμα σας συμβουλεύω, χριστιανοί μου: Αν θέλετε, να μαζώξετε όλοι σας τα άρματα, να τα δώσετε εις τους ζαπιτάδες και να τους ειπήτε: Δεν είναι εδικά μας. Εμάς ο Χριστός μας τον σταυρόν μας εχάρισεν να έχωμεν και όχι άρματα. Και θέλετε να καταλάβετε, χριστιανοί μου, ένας άνθρωπος όταν βαστά άρματα και έχει την ελπίδα του εις αυτά πως ο Θεός δεν τον φυλάγει; Ακούσετε να σας ειπώ ένα παράδειγμα και έτσι να πιστεύσετε: Δέκα κλέπται εκαθόντανε εις μίαν στράταν της Καβάγιας και επαραφύλαγαν πότε να απεράση κανένας διαβάτης δια να τον θανατώσουν και να του πάρουν ό,τι έχει. Ερχόταν ένας άνθρωπος από την Μικρήν Άρταν του Αυλώνος. Τον είδαν οι κλέπται, ευθύς εσηκώθηκαν απάνου, αμή ωσάν τον είδαν πτωχόν, ξαρμάτωτον, δεν τον επείραξαν. Είπαν οι κλέπται ανάμεσόν τους: ας τον αφήσωμεν να διαβή και ας κουρεύεται, τι να του πάρωμεν; Και έτσι εκάθησαν και εφύλαγαν. Εις ολίγην ώραν βλέπουν και εδιάβαινε ένας καβαλάρης με ένα άλογον υπερήφανον και με δυο πιστόλες, ασημοχάντζαρο και σπαθί και με ένα φέσι τριών γροσιών. Καθώς τον είδαν οι κλέπται έτσι υπερήφανον, εστοχάσθηκαν πώς να βαστά επάνω του άσπρα πολλά. Τον εφώναξαν να σταθή και να βάλη τα άρματα κάτου. Αυτός ως υπερήφανος έχοντας την ελπίδα του εις τα άρματα δεν τους απάντησεν. Ευθύς οι κλέπται τον εσκότωσαν, του επήραν ό,τι και αν είχε μαζί με το άλογον και έφυγαν. Έχω πολλά να σας ειπώ, μα δεν έχω καιρόν. Φθάνουν αυτά τα δύο δια να βεβαιωθήτε. Τώρα εκαταλάβετε, αδελφοί μου, πως ο πτωχός οπού δεν είχε άρματα και είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν, πως ο Θεός τον εφύλαξε. Και πάλιν εκείνος ο υπερήφανος, διατί δεν είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν, αλλά εις τα άρματα του, πως ο Θεός δεν τον εφύλαξε. Δια τούτο σας συμβουλεύω ωσάν τέκνα μου πνευματικά να ρίψετε τα άρματα και να ελπίζετε εις τον Θεόν και καθώς εφύλαξεν εκείνον οπού είχε την ελπίδα του εις τον Θεόν και όχι εις τα άρματα, έτσι φυλάγει και την ευγενείαν σας. Ειδέ πάλιν και θέλετε να είστε υπερήφανοι και να έχετε την ελπίδα σας εις τα άρματα, να ηξεύρετε πως ο Θεός δεν σας φυλάγει. Δώσετέ μου ένα χαντζάρι. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Ειπέ την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς που επήγε; -- εις την πιστόλα.--  Αφερούμου, κάθησε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Ειπέ μου τώρα οπού δεν βαστάς άρματα ο νους σου που επήγε; -- Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού. –Λοιπόν, έτσι και η ευγενεία σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: