Θωμάς
ο ένδοξος του Κυρίου Απόστολος ήτο εις εκ των Δώδεκα Αποστόλων και Μαθητών του
Κυρίου, οι οποίοι μετά την φρικτήν και ένδοξον του Δεσπότου Χριστού Ανάληψιν
διεσπάρησαν εις όλην την οικουμένην κηρύττοντες τον σωτήριον λόγον του
Ευαγγελίου και οι οποίοι με πολλούς κόπους και πόνους και βασάνους, τα οποία
έπαθον από τους ασεβείς, έφεραν ημάς εις την ευσέβειαν και είμεθα χρεώσται να
πανηγυρίζωμεν αυτούς περισσότερον από τους άλλους Αγίους, ως υπέρ άπαντας
κοπιάσαντας, ίνα έχωμεν αυτούς και κατά την παρούσαν ζωήν μεσίτας προς τον
Δεσπότην, να μας συγχωρήση τα αμαρτήματα.
Εξόχως δε τον περιφανέστατον μεταξύ των Αποστόλων και φιλαληθέστατον τούτον Απόστολον Θωμάν, τον ακριβή μηνυτήν της αληθείας, όστις με την κατ’ οικονομίαν απιστίαν αυτού και ψυχωφελή αμφιβολίαν μετέβαλε την απιστίαν ημών εις πίστωσιν, και με τον δισταγμόν του ωλοκλήρωσε την πίστιν των άλλων Αποστόλων, και την έκαμε βεβαιοτέραν και αναντίρρητον· όθεν έφραξε τα στόματα των απίστων διωκτών και δεν ημπορεί να είπη τις, Ιουδαίος ή ειδωλολάτρης, ότι ο Δεσπότης δεν ανεστήθη· επειδή αυτός ο πιστός δούλος και μάρτυς ακριβέστατος της Αναστάσεως ετόλμησε να ψηλαφήση τον αναφή και αόρατον, δια να μη αμφιβάλλη τις άλλος ύστερον. Αλλ’ ας είπωμεν εξ αρχής την διήγησιν με βραχύτητα. Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ευρίσκετο σωματικώς εις την γην, δια την σωτηρίαν ημών γενόμενος άνθρωπος, τότε ήτο και ο ευλογημένος Θωμάς εις την Ιουδαίαν, υιός γονέων πτωχών, αλλ’ είχεν εις τον Μωσαϊκόν Νόμον μεγάλην ευλάβειαν, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελώς εκ νεότητος, παιγνίδια δε των παίδων ποτέ δεν επόθησεν, αλλά διήρχετο πολιτείαν αγίαν και δεν ημέλει ποσώς, αλλ’ ειργάζετο πάντοτε είτε εις σωματικήν είτε εις ψυχικήν υπηρεσίαν. Ήτο αλιεύς, και από την ευτελεστάτην αυτήν τέχνην επορίζετο τα προς το ζην ως ηδύνατο· επειδή δε ήτο πτωχός και ενδεής εγυμνάζετο εις την κακοπάθειαν· όθεν και παρευθύς, όταν τον εκάλεσεν ο Χριστός, δεν ανέβαλε τον καιρόν, αλλά μετά χαράς ηκολούθησεν εις αυτόν και ούτως έγινε και ο μακάριος Θωμάς εις εκ των Δώδεκα Αποστόλων, Μαθητής προθυμότατος, υπηρέτης πιστότατος, και οικονόμος της αποστολής των εθνών δοκιμώτατος· ευθύς δε τότε ενεπλήσθη θείας δυνάμεως, επλούτησε την των θαυμάτων ενέργειαν, και ηξιώθη να γίνη του σεσαρκωμένου Θεού συνοδοιπόρος και σύντροφος, με τον οποίον πολλάκις εκοπίασε και εκακοπάθησε, πολλούς διωγμούς υπομείνας αδίκως, άλλοτε μεν διωκόμενος, άλλοτε δε λιθαζόμενος υπό των αχαρίστων Ιουδαίων. Όταν δε πάλιν εβούλοντο να θανατώσουν τον Σωτήρα και ευεργέτην των, έλεγε μετά των Συναποστόλων αυτού ο πιστός και ευγνώμων προς τον Δεσπότην δούλος· «Ας υπάγωμεν και ημείς να συναποθάνωμεν μετ’ αυτού, ότι κάλλιον είναι να συσταυρωθώμεν με τον Δεσπότην, παρά να ζώμεν χωρίς αυτόν». Ταύτην τηνκατά του θανάτου τόλμην του Συμμαθητού εθαύμαζον οι άλλοι Απόστολοι. Αλλά μετά την σωτήριον Σταύρωσιν, αφ’ ου εθανατώθη ο θάνατος με τον του Κυρίου θάνατον, αναστάς ο Σωτήρ εμφανίζεται εις τους μύστας και φίλους του, την Ανάστασιν και την κατά του άδου νίκην πιστούμενος· διότι καθώς ευρίσκοντο δια τον φόβον των Ιουδαίων κεκρυμμένοι εις το ανώγειον, εισήλθεν ο Δεσπότης χωρίς να ανοίξη τας θύρας, καθώς και εκ της Αγίας Παρθένου θεοπρεπώς, αφράστως και θαυμασίως έγινεν άνθρωπος, καθώς και εις την θάλασσαν με τους αχράντους πόδας αυτού περιεπάτησεν· ότι η φύσις αρνείται τους νόμους αυτής, οπόταν την προστάξη ο Κύριος. Επέστη λοιπόν εις το μέσον των Μαθητών ο Δεσπότης Χριστός, και δια της εισόδου αυτού, των θυρών κεκλεισμένων, εβεβαίωσεν εις αυτούς το θαύμα της Αναστάσεως. Ούτω λοιπόν οι μεν άλλοι Μαθηταί εχαίροντο ότι είδον οφθαλμοφανώς τον Κύριον, ο δε Θωμάς δεν ευρέθητότε εκεί, κατ’ οικονομίαν Θεού, δια να γίνη κατόπιν, ότε ηρεύνησε το πράγμα, λαμπρότατος κήρυξ της Αναστάσεως και διαλαλητής αυτής ακριβέστατος. Αφού ήλθεν ο Θωμάς και του είπον οι άλλοι ότι είδον τον Κύριον, από την μεγάλην χαράν της ψυχής του δεν επίστευσεν εκείνο όπερ επόθει να γίνη, και ακούων αυτό γεγενημένον αμφέβαλλε, και έλεγεν ότι δεν θα το επίστευεν, εάν δεν εψηλαφούσε τον Κύριον. «Τι λέγεις, Θωμά; Εάν ο Μαθητής απιστή, πως να πιστεύση ο Ιουδαίος; Εάν δεν παραδέχεται την Ανάστασιν ο Απόστολος, πως να την δεχθώσιν οι Έλληνες; Αλλά δεν ενθυμείσαι τα προλαβόντα θαύματα; Λεπροί καθαρίζονται, παράλυτοι εγείρονται, τυφλοί φωτίζονται, νεκροί ανίστανται, και συ μένεις εις την απιστίαν, μύστα της Χάριτος; Ας απιστή ο Καϊάφας, ας συκοφαντή ο Ιουδαίος, ας πολυπραγμονή ο Νικόδημος· αλλ’ ο εις από τους Δώδεκα Μαθητάς να δυσπιστή την Ανάστασιν»; Αυτά και έτερα μου φαίνεται να έλεγον προς τον ένα οι δέκα μύσται και Συναπόστολοι· αυτός δε πάλιν να αποκρίνεται προς αυτούς δικαιότερα· «Τι μου μέμφεσθε την αμφιβολίαν και με κατακρίνετε αδίκως; Προς Ιουδαίους με πέμπετε να κηρύττω την Ανάστασιν, να διδάσκω εις τα έθνη την έγερσιν· πως λοιπόν να μαρτυρήσω όσα οι οφθαλμοί μου δεν είδον; Πως να διδάξω εις άλλους όσα δεν εγνώρισα; Να πιστεύσω μόνον με λόγους; Αλλ’ οι Ιουδαίοι θέλουν με κατακρίνει ως ύποπτον, οι δε Έλληνες θα με περιγελούν ως ασύνετον, και δεν θα πιστεύσουν τους λόγους μου, όταν ακούσουν ότι εξ ακοής κηρύττω την του Δεσπότου Ανάστασιν». Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι Μαθηταί αυτού, και Θωμάς μετ’ αυτών· έρχεται ο Ιησούς, των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· Ειρήνη υμίν. Είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου και την πλευράν μου και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός. Και απεκρίθη ο Θωμάς, και είπεν αυτώ. Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με πεπίστευκας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες. (Ιωάν. κ, 26-29). Με τον λόγον τούτον εμακάρισε και επήνεσεν ο Κύριος ημάς τα έθνη, ότι χωρίς να ίδωμεν Αυτόν σωματικώς επιστεύσαμεν. Απολαύσας λοιπόν της θαυμαστής εκείνης θέας ο Θωμάς, εγένετο αίτιος να μάθουν οι Απόστολοι όσα δεν εγνώριζον· ομολογεί τον οραθέντα Θεόν και Κύριον, διότι Θεού ήτο το κατόρθωμα της Αναστάσεως. Μετά ταύτα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρέμεινεν αθέατος εις τους Αποστόλους, ως άφθαρτος και αόρατος, και μόνον όταν ήθελεν εφαίνετο· αυτοί δε πάλιν ηλίευον ως πρότερον· εφανερώθη δε εις αυτούς εις τον αιγιαλόν και τους προσέταξε να ρίψωσι εις τα δεξιά μέρη του πλοίου το δίκτυον· τούτου δε γενομένου συνέλαβον πλήθος ιχθύων· ήτο δε με τους Αποστόλους και ο Θωμάς και συνειργάζετο μετ’ αυτών, ως δοκιμώτατος εις την υπακοήν. Όταν δε ήλθεν η ώρα της Αναλήψεως, έλαβεν ο Κύριος την Παναγίαν και Αειπάρθενον Μητέρα αυτού ομού μετά των Αποστόλων, αφού προηγουμένως τους έδωκε να εννοήσωσι και να πιστεύσωσι την Ανάστασιν· ανελθόντες δε εις το όρος των Ελαιών, Αυτός μεν ευλογήσας αυτούς ανήλθεν εις τους ουρανούς και εκάθισεν εις τα δεξιά του Πατρός, ως ομοούσιος αυτού και ομόθρονος, οι δε μετά χαράς μεγάλης επέστρεψαν αναμένοντες την κάθοδον του Παναγίου Πνεύματος. Τότε και ο μέγας ούτος Απόστολος έλαβεν ομού με τους λοιπούς Αποστόλους την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος κατελθόντος εν είδει πυρίνων γλωσσών επί τας κεφαλάς των Αποστόλων κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Ενδυναμωθείς δε με την εξ ύψους δύναμιν και ο θείος ούτος Απόστολος απήλθεν εις το σωτήριον κήρυγμα, κατά το πρόσταγμα του Δεσπότου· «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. ιστ, 15). Έκαστος λοιπόν των Αγίων Αποστόλων εκληρώθη δι’ ωρισμένην χώραν της Οικουμένης καθώς το Πανάγιον Πνεύμα ώρισε· του δε μακαρίου Θωμά έπεσεν ο κλήρος να υπάγη εις τους Πάρθους, τους Πέρσας, τους Μήδους και τους Ινδούς. Αι Ινδίαι είναι χώρα της Ασίας, οι δε άνθρωποι αυτής ήσαν τότε πολύ ωμοί και βάρβαροι και ελάτρευον τα είδωλα. Ιδών ο μακάριος Θωμάς ότι εις τοιούτον έθνος άγριον τον απέστειλαν, εδυσχέραινε και ελυπείτο δια την ασθένειαν του σώματος· καθώς λοιπόν διελογίζετο πως να πράξη, φαίνεται εις αυτόν μίαν νύκτα ο Δεσπότης Χριστός και του λέγει· «Μη φοβείσαι, Θωμά, αλλά ύπαγε εις τας Ινδίας, κήρυξον το Ευαγγέλιον, και η Χάρις μου θα είναι μετά σου». Κατ’ εκείνας τας ημέρας έτυχε και ήτο εις τα Ιεροσόλυμα έμπορός τις εκ πόλεως τινός των Ινδιών, Αμβανής ονόματι, τον οποίον έστειλεν ο βασιλεύς Γουνδιαφόρος να εύρη κτίστην τινά επιτήδειον, διότι είχε πόθον να οικοδομήση παλάτιον ωραίον. Ο Δεσπότης, λοιπόν, ως καρδιογνώστης, γινώσκων σαφέστατα όσα έμελλε να πράξη εις τας Ινδίας ο Απόστολος, εφάνη εις την αγοράν μίαν ημέραν ως άνθρωπος και λέγει του Αμβανή· «Θέλεις να αγοράσης ένα αιχμάλωτον, κτίστην την τέχνην, τον οποίον έχω»; Ο δε είπε· «ναι». Τότε του έδειξε τον Θωμάν και συνεφώνησαν την αγοράν δια τρεις λίτρας αργυρίου· έγραψε δε το ομόλογον ο Δεσπότης λέγων· «Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ του τέκτονος επώλησα εις σε τον Αμβανή, τον δούλον μου Θωμάν» και τα λοιπά όσα συνήθως γράφονται εις τα ομόλογα. Ο δε αγοραστής ηρώτησε τον Θωμάν, εάν ήτο αληθώς αιχμάλωτος, ούτος δε δεικνύων τον Δεσπότην Χριστόν ωμολόγησε λέγων· «Ναι, ούτος είναι ο Κύριός μου, όστις με ηγόρασε με μεγάλην τιμήν ως φιλάνθρωπος». Ηκολούθησε λοιπόν ο Θωμάς τον Αμβανήν και τον υπηρέτει ως δούλος του· την δε άλλην νύκτα εφάνη πάλιν εις αυτόν ο Κύριος εν οράματι, και του δίδει τα αργύρια τα οποία έλαβε, λέγων· «Έχε την τιμήν της αγοράς σου, και την Χάριν μου μετά σου». Μετά ταύτα εισήλθον εις πλοίον ο έμπορος με τον Απόστολον, και ευρόντες καλόν άνεμον έφθασαν κατευοδοθέντες εις τας Ινδίας, εξήλθον δε εις πόλιν καλουμένην Ανδράπολιν, εις την οποίαν είχον μεγάλην πανήγυριν, διότι ο εξουσιαστής της πόλεως ταύτης υπάνδρευε την θυγατέρα του και έπαιζον διάφορα όργανα. Οι δε κήρυκες προσεκάλουν εις τους γάμους πλουσίους και πένητας, ξένους και εντοπίους και πάντα άνθρωπον εκεί ευρισκόμενον. Ο δε Απόστολος Θωμάς, κληθείς και αυτός εις τον γάμον μετά του Αμβανή, εκάθισαν εις το κατώτερον και ευτελέστερον μέρος της τραπέζης. Ενώ δε όλοι έτρωγον από τα φαγητά της τραπέζης, μόνος ο θείος Απόστολος δεν έτρωγεν, αλλ’ εκάθητο συλλογισμένος και συνεσταλμένος προσέχων εις τον εαυτόν του. Βλέπων δε τούτον εις των υπηρετών των κερνώντων τον οίνον, κινηθείς από αυθάδειαν και υπερηφάνειαν, έδωκεν εν ράπισμα εις τον Απόστολον του Κυρίου, λέγων εις αυτόν· «Επειδή εις γάμον εκλήθης μη σκυθρώπαζε, αλλά χαίρε και συνευφραίνου με τους άλλους συνδαιτυμόνας». Ο δε Απόστολος απεκρίθη εις τον ραπίσαντα· «Το μεν σφάλμα σου είθε να συγχωρήση ο Κύριος εις τον μέλλοντα αιώνα, την δε χείρα σου, ήτις ακρατώς εκινήθη κατ’ εμού και με ερράπισεν, ας την διαμοιράσουν τα θηρία εις τον παρόντα αιώνα, προς σωφρονισμόν και παιδείαν των άλλων». Τότε λοιπόν πορευθείς ο υπηρέτης εκείνος δια να φέρη ύδωρ και συγκεράση με τον οίνον, κατεξεσχίσθη από θηρίον, παραμονεύον εις το φρέαρ, και ούτως απέθανε. Την δε χείρα εκείνου επήρεν ένας σκύλος, και εμβήκεν εις το συμπόσιον, βαστάζων αυτήν εις το στόμα του, επιδεικνύων εις όλους την παιδείαν, την οποίαν έλαβε εκείνος, δια την αδικίαν και το ράπισμα το οποίον έδωκεν εις τον Απόστολον. Επειδή δε οι προσκεκλημένοι ηπόρουν τίνος άραγε είναι η χειρ εκείνη, τότε μία Εβραία, παίζουσα τον αυλόν εις τον γάμον, εφώναξε μεγαλοφώνως και είπε· «Μέγα και φοβερόν μυστήριον εφανερώθη σήμερον εις ημάς. Ακούσατε όλοι σεις οι καθήμενοι εις την τράπεζαν. Θεός ή Θεού Απόστολος κατεδέχθη να καθίση εις την τράπεζαν ομού με ημάς σήμερον. Διότι εγώ παίζουσα τον αυλόν και ευφραίνουσα σας τους συμποσιάζοντας, ήκουσα άνθρωπον ομόγλωσσον με εμέ, όστις έλεγεν εβραϊστί εις τον οινοχόον, ο οποίος τον ερράπισε· «Την δεξιάν σου χείρα την ραπίσασάν με θέλουν διαμοιρασθή εν τη παρούση ζωή τα θηρία δια να ίδωσιν όλοι και να σωφρονισθώσι». Και ιδού ότι ήλθεν εις έργον ο λόγος του». Τούτο το θαύμα έφθασε και εις τα ώτα του εξουσιαστού της πόλεως εκείνης, όστις αφ’ ου ετελέσθη ο γάμος προσεκάλεσε τον Απόστολον και είπε προς αυτόν· «Αν συ με την κατάραν σου δύνασαι να προξενής θάνατον, δείξον και την δύναμιν την οποίαν έχει η ευχή σου και η ευλογία εις την ιδικήν μου θυγατέρα, ήτις υπανδρεύθη σήμερον». Όθεν περιχαρώς τον λόγον δεξάμενος ο Απόστολος, επήγεν εις το δωμάτιον των νεονύμφων, και στηρίξας τους νέους εις σωφροσύνην και καταπείσας αυτούς να φυλάξωσι παρθενίαν, τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν και ανεχώρησε. Μετ’ ολίγην δε ώρα βλέπει ο νυμφίος άνθρωπον ομοιάζοντα με τον Απόστολον, όστις συνωμίλει με την νύμφην, νομίσας δε ότι είναι ο Θωμάς, είπεν εις αυτόν· «Δεν εξήλθες συ έξω πρότερον από όλους; Και πως τώρα πάλιν αιφνιδίως ήλθες; Απορώ και εξίσταμαι». Τότε ο φαινόμενος απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι ο Θωμάς, αλλ’ αδελφός του Θωμά κατά χάριν, όστις δε ακολουθήαη εμέ ως έπραξεν ο Θωμάς και αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου πράγματα, αυτός εις την μέλλουσαν ζωήν θα γίνη όχι μόνον αδελφός ιδικός μου, αλλά και συγκληρονόμος της Βασιλείας μου». Ταύτα ειπών έγινεν άφαντος από το μέσον αυτών, οι δε νεόνυμφοι εγκολπωθέντες τον λόγον του Κυρίου ως μαργαρίτην, προσέφερον εις τον φανέντα ολονυκτίους προσευχάς και δεήσεις. Την δε πρωϊαν επήγεν ο πατήρ και πενθερός εις το δωμάτιον, και βλέπων τους νεονύμφους ότι εκάθηντο αντικρύ ο εις του άλλου εταράχθη, και ηρώτα αυτούς, δια ποίαν αιτίαν κάθηνται ούτω χωριστά· οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς ευχόμεθα, όπως αυτός ο χωρισμός φυλαχθή μεταξύ μας έως τέλους, ίνα κατά τον καιρόν των στεφάνων μένωμεν αχώριστοι εις τον ουράνιον και αιώνιον νυμφώνα, κατά την αψευδή υπόσχεσιν, την οποίαν μας έδωκεν ο φανείς εις ημάς εν ομοιώματι ξένου». Ταύτα ακούσας ο πατήρ και πενθερός εταράχθη περισσότερον, και υπεσχέθη να δώση πολλάς δωρεάς και χαρίσματα, αν ευρεθή ο πλάνος εκείνος, όστις τους ηπάτησε με τους τοιούτους λόγους και προσαχθή ενώπιόν του. Έστειλαν όθεν ζητούντες τον φανέντα· αλλά κατά το ψαλμικόν «Εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ, 7), διότι ο φανείς εις τους νεονύμφους ορατώς μεν ουχ ευρίσκετο, αοράτως δε φαινόμενος εις τους νέους μαθητάς του εστήριζεν αυτούς. Ο δε Απόστολος εις εκείνους μεν, όσοι με κακόν σκοπόν εζήτουν αυτόν, δεν ενεφανίζετο, εκ του εναντίον δε εις τους ζητούντας αυτόν θεοφιλώς και με καλόν σκοπόν, ήτοι εις τους νέους του Χριστού Μαθητάς εφαίνετο χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι και τους εστήριζεν. Επειδή δε οι νεόνυμφοι παρεκάλουν τον Κύριον, ίνα καταπραϋνη την οργήν του πατρός αυτών, και τον αξιώση να μάθη την αλήθειαν της εις αυτόν πίστεως, τούτου χάριν επήκουσεν αυτών ο Θεός, και ωκονόμησε να γίνη και εκείνος Χριστιανός. Εδιδάχθη δηλαδή από τους νέους την ευσέβειαν, και εις τον Χριστόν ολοψύχως επίστευσεν. Αφ’ ου δε τούτο εγένετο, ακούσαντες οι δόκιμοι ούτοι μαθηταί του Χριστού, ότι ο Θωμάς διατρίβει εις τας Ινδίας, επήγαν εις αυτόν με σπουδήν και ετελειώθησαν με το άγιον Βάπτισμα. Και ούτως έγιναν κήρυκες και αυτοί εις άλλους του αγίου Ευαγγελίου. Μετά ταύτα ήλθεν ο Απόστολος εις τον βασιλέα της Ινδίας, Γουνδιαφόρον καλούμενον, όστις ηρώτησεν αυτόν ποία μεν τεχνητά πράγματα γνωρίζει να κατασκευάζη από ξύλα, ποία δε από τους λίθους. Ο δε Απόστολος απεκρίθη, ότι από μεν τα ξύλα είναι εμπειρότατος εις το να κατασκευάζη άροτρα, κωπία και ζυγούς των βοών, από δε τους λίθους ηξεύρει να κάμνη κίονας, ναούς και βασιλικά παλάτια. Τότε τω λέγει ο βασιλεύς· «άραγε δύνασαι να μου κατασκευάσης εν παλάτιον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εγώ αγαπώ»; Ο δε Απόστολος υπεσχέθη, ότι δύναται. Εχάρη όθεν πολύ ο βασιλεύς ακούσας ταύτα και τον ωδήγησεν εις τον τόπον, τον οποίον επιθυμούσε, ήτο δε πράγματι ο τόπος αυτός ωραίος και πανευφρόσυνος, έχων βρύσεις και δένδρα διάφορα. Ιδών δε ο Απόστολος τον τόπον ενεκωμίασεν αυτόν ως όντως ευπρεπέστατον και αρμόδιον δια βασιλέα. Τότε του λέγει ο βασιλεύς· «Σχεδίασόν μοι το σχήμα και τον τόπον της οικοδομής επί χάρτου, δια να ίδω εάν μοι αρέση το σχέδιον, διότι θα αναχωρήσω εις άλλην χώραν δι’ αναγκαίαν υπηρεσίαν, και θα απουσιάσω τρία έτη, θέλω δε όταν επανέλθω να είναι έτοιμον το παλάτιον προς κατοίκησιν». Ο δε Απόστολος έλαβε κάλαμον και έκαμε το σχέδιον λαμπρότατον, θέτων ανατολικώς τα παράθυρα, δια να εισέρχεται φως πολύ, και θύρας προς δυσμάς δια τον άνεμον· τον δε κλίβανον έθεσεν εις το νότιον μέρος δια την θερμότητα και τον αγωγόν του ύδατος προς βορράν δια να είναι το ύδωρ ψυχρόν το θέρος και αβλαβές, τόσον δε τεχνικόν το εσχεδίασεν, ώστε ο βασιλεύς τον επήνεσε λέγων· «Αληθώς τεχνίτης είσαι, άνθρωπε, και σου πρέπει να υπηρετής βασιλείς ως εμπειρότατος». Τότε ο βασιλεύς, χωρίς να χρονοτριβή, προσέταξε να δοθή εις τον Απόστολον χρυσίον, δια να συνάξη τας επιτηδείους ύλας, όσαι θα εχρησίμευον εις την του παλατίου οικοδομήν. Παρεκάλει δε τον Απόστολον ο βασιλεύς να βάλη τότε παρευθύς τα του παλατίου θεμέλια. Αλλά ο Απόστολος απεκρίθη· «Δεν είναι του παρόντος μηνός να κτίζωμεν παλάτιον, αλλά μάλλον του ερχομένου του κατά Μακεδόνας ονομαζομένου Υπερβερεταίου, ήτοι του Οκτωβρίου μηνός». Νομίζω δε ότι ούτως είπεν ο Απόστολος δια την ανταμοιβήν των αιωνίων αγαθών, ήτις έχει να ανταποδοθή εις τον ερχόμενον εκείνον μέλλοντα αιώνα. Έδωκαν λοιπόν εις τον Απόστολον κατά την προσταγήν του βασιλέως χρυσίον και αργύριον αναρίθμητον, σίτον, οίνον, έλαιον, μαγειρεύματα και άλλα όμοια χρειαζόμενα· και ούτως ο μεν βασιλεύς απήλθεν εις άλλην πόλιν, ο δε Απόστολος έλαβε τα απαιτούμενα έξοδα δια το παλάτιον και ανεχώρησε δια τον τόπον της κατασκευής· διαμοιράσας δε κρυφίως εις τας χείρας των πτωχών όλα τα χρήματα και λοιπά είδη, κατεσκεύασεν εις τον βασιλέα παλάτιον αχειροποίητον εις την των πρωτοτόκων αυλήν, ήτοι εις την των ουρανών Βασιλείαν. Καθ’ εκάστην δε διδάσκων ο Απόστολος την ευσέβειαν, και ποιών μεγάλα θαύματα, έβλεπον ταύτα οι ειδωλολάτραι και πολλοί εξ αυτών επίστευον και εγίνοντο Χριστιανοί βαπτιζόμενοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αφ’ ου δε παρήλθε καιρός, εζήτησεν ο βασιλεύς πληροφορίας από τον Απόστολον, εάν ετελείωσεν η οικοδομή του παλατίου· εκείνος δε απήντησεν εις αυτόν, ότι χρειάζεται ακόμη και άλλα έξοδα, δια να κατασκευάση μεγαλοπρεπώς την στέγην του παλατίου, η οποία μόνη έμεινεν ατελείωτος. Ο δε βασιλεύς νομίζων, ότι το μήνυμα τούτο ήτο σύμφωνον προς τον ιδικόν του σκοπόν, με πολλήν χαράν έστειλε και άλλο πολύ χρυσίον εις τον Απόστολον, γράψας και ταύτα εις αυτόν· «Τεχνικωτάτην και ωραιοτάτην κατασκεύασον το ταχύτερον την στέγην του παλατίου, ίνα, όταν ίδω την τεχνικήν σου οικοδομήν με τους οφθαλμούς μου, εγκωμιάσω με επαινετικούς λόγους σε τον πολλά πλεονεκτήματα και επιδεξιότητας έχοντα». Ο δε Απόστολος, λαβών το χρυσίον, και άρας τους οφθαλμούς και τας χείρας εις τον ουρανόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, φιλάνθρωπε Κύριε, ότι με ποικίλους και διαφόρους τρόπους γνωρίζεις να οικονομής την σωτηρίαν παντός ανθρώπου». Όθεν διεμοίρασεν αυτό πάλιν εις τους πτωχούς ως το πρότερον. Αφ’ ου παρήλθεν ολίγος καιρός, έτυχε να υπάγουν εις τον βασιλέα άνθρωποι τινες από τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον διέτριβεν ο Απόστολος. Επειδή δε ο βασιλεύς επεθύμει να μάθη δια το κάλλος και την ωραιότητα του παλατίου του, ηρώτησεν αυτούς περί αυτού, εκείνοι δε του είπον· «Μη προσμένης, ω βασιλεύ, τελείως από εκείνον τον άνθρωπον οικοδομάς κτισμάτων και παλατίων, διότι αυτός διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον το χρυσίον όσον του έδωκες. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και κηρύττει εις εκείνους όσοι προστρέχουσι προς αυτόν ένα Θεόν άγνωστον παντελώς, και θαυματουργεί εξαίσιά τινα πράγματα, χωρίς να τρώγη τελείως». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εταράχθη ευθύς από μεγάλον θυμόν· όθεν προσέταξε και έφεραν τον Απόστολον ενώπιόν του, ηρώτα δε αυτόν, αν έκτισε το παλάτιον. Ο δε Απόστολος, διακόψας τον βασιλέα, απεκρίθη· «Το παλάτιον εκείνο, όπερ έμαθον να κτίζω από τον αληθή αρχιτέκτονα Χριστόν, ω βασιλεύ, εκτίσθη από εμέ πολύ ωραιότατον». Λέγει τότε ο βασιλεύς· «Ταύτην την ώραν θα υπάγωμεν να το ίδωμεν». Ο δε Απόστολος απεκρίθη· «Νομίζω, ότι δεν χρειάζεσαι κατά το παρόν το κατασκευασθέν παλάτιον· αλλ’ όταν αναχωρήσης από τον κόσμον τούτον, τότε θέλεις εύρει αυτό χρήσιμον και αρμόδιον». Ο δε βασιλεύς, νομίσας ότι τον περιγελά, εξέβαλεν ως θηρίον φοβεράν φωνήν και είπε· «Ούτος ο απατεών προστάζω να κατακλεισθή εντός σκοτεινοτάτου λάκκου, ομού με τον έμπορον, όστις έφερεν αυτόν εδώ». Ενώ δε ο Απόστολος ήτο φυλακισμένος με τα δεσμά, ο αδελφός του βασιλέως, κυριευθείς μίαν νύκτα από βαρυτάτην λύπην, η οποία ηπείλει να του προξενήση θάνατον, προσεκάλεσε τον αδελφόν του βασιλέα, και λέγει εις αυτόν· «Εγώ λυπηθείς πολύ δια την συμβάσαν εις σε ζημίαν από εκείνον τον δόλιον, ησθένησα και δια τούτο τώρα φεύγω από ταύτην την ζωήν». Μετ’ ολίγην δε ώραν αποπνιγείς, έγινεν άφωνος· λαβών δε την ψυχήν αυτού Άγγελος Κυρίου διήρχετο τας σκηνάς των Δικαίων δεικνύων εις αυτήν την ωραιότητα των σκηνών εκείνων, ηρώτα δε αυτόν, εις ποίαν από τας σκηνάς εκείνας αγαπά να κατοικήση. Βλέπουσα δε η ψυχή εκείνη μίαν εξαίρετον σκηνήν, εδείκνυεν αυτήν εις τον Άγγελον και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να κατοικήση εκεί. Ο δε Άγγελος είπεν· «Εις αυτήν δεν ημπορείς να κατοικήσης, επειδή αυτή είναι του αδελφού σου, την οποίαν ο ξένος Θωμάς έκτισε δι’ εκείνον». Η δε ψυχή απεκρίθη· «Παρακαλώ σε, άφες με να υπάγω οπίσω εις τον αδελφόν μου, ίνα αγοράσω αυτήν από εκείνον με ολίγην τιμήν και ούτω να επαναστρέψω πάλιν εδώ». Τότε επιστρέψας ο Άγγελος την ψυχήν, απέδωσε ταύτην εις το νεκρόν σώμα της. Όθεν ο αποθανών, ελθών εις εαυτόν ως από κάποιαν μέθην και έκστασιν, εζήτει τον αδελφόν του. Ότε δε εκείνος ήλθεν, είπε προς αυτόν· «Αδελφέ, πιστεύω αδιστάκτως, ότι θα προετίμας να δώσης το ήμισυ της βασιλείας σου, μόνον να με ίδης ζώντα· τώρα δε μικράν χάριν ζητώ από σε, την οποίαν, παρακαλώ, να μη μου υστερήσης». Ο βασιλεύς απεκρίθη· «Δεν θέλω λείψει από το να χαρίσω προθύμως εις σε τον φίλτατόν μου αδελφόν ό,τι δύναμαι». Τότε χωρίς συστολήν εφανέρωσεν εις τον αδελφόν την υπόθεσιν, λέγων εις αυτόν· «Δος μοι το παλάτιον, οποίον έχεις εις τους ουρανούς και λάβε όσα χρήματα θέλεις δια την τιμήν». Ο δε βασιλεύς ακούσας τούτο εγένετο ως άφωνος και με ταπεινήν λαλιάν απεκρίθη· «Εγώ έχω παλάτιον εις τους ουρανούς; Πόθεν; Και από ποίαν μου καλωσύνην»; Ο δε αδελφός αυτού λέγει· «Ναι, έχεις παλάτιον εκεί, αν και συ δεν το γνωρίζεις, το οποίον έκτισεν ο εις την φυλακήν ευρισκόμενος ξένος, του οποίου παλατίου την ωραιότητα εγώ εθεώρησα τώρα, οπότε ηρπάγην από Άγγελον Κυρίου». Εννοήσας τότε ο βασιλεύς το λεγόμενον, απέφυγεν εντέχνως να εκπληρώση την προς τον αδελφόν του υπόσχεσιν, δικαιολογούμενος δε είπε προς αυτόν· «Ανίσως το ζήτημά σου, αδελφέ μου, ευρίσκετο υποκάτω εις την βασιλείαν και εξουσίαν μου, εξ ανάγκης έπρεπε να φυλάξω τους όρκους μου και να σου το δώσω· επειδή δε αυτό ευρίσκεται εις τους ουρανούς, κρίνον μόνος σου περί του πράγματος. Πλην ο τέκτων των τοιούτων παλατίων ευρίσκεται εδώ, όθεν λάβε αυτόν και θέλει κατασκευάσει και δια σε παλάτιον άλλο, λαμπρότερον εκείνου όπερ είδες». Ταύτα ειπών εξήγαγεν ευθύς από την φυλακήν τον Απόστολον ομού με τον έμπορον Αμβανήν, πεσόντες δε ο τε βασιλεύς και ο αδελφός του εις τους πόδας αυτού εζήτουν συγχώρησιν του προτέρου σφάλματος. Ο δε Θωμάς, ευχαριστήσας τον Κύριον, εβάπτισεν αυτούς με όλους τους άρχοντας. Βλέπων δε και ο λαός ότι οι προεστοί εβαπτίσθησαν, ήρχοντο και αυτοί καθ’ εκάστην εις την ευσέβειαν. Αφού λοιπόν έφερεν ο θείος Θωμάς εις θεογνωσίαν τους περισσοτέρους πολίτας εκείνης της χώρας, απήλθεν εις άλλην μεγάλην χώραν των Ινδιών με πολλήν ταπείνωσιν, ανεπιμέλητος την κόμην και άλουστος, χλωμός εις την όψιν και πολύ αδύνατος, φαινόμενος σχεδόν ως ασώματος με ιμάτιον εσχισμένον και ευτελέστατον, εις τον λόγον όμως ήτο ωφέλιμος και εις το έργον πολλά θαυμάσιος. Βλέπων δε τους βαρβάρους εκείνους, ότι είχον εις τα βάθη της ψυχής των ερριζωμένην την ασέβειαν, και γνωρίζων ότι η πολυχρόνιος συνήθεια δεν μεταβάλλεται ευκόλως με βίαν και αυστηρότητα, αλλά μάλλον με ήθη χρηστά και λόγους γλυκείς, δεν τους ήλεγξεν, ούτε ποσώς τους κατεφρόνησεν, ούτε είπε λόγον υπέρογκον, αλλά με ταπεινοφροσύνην κοσμούμενος και με άλλας αρετάς εστολισμένος τους έσυρεν εις επίγνωσιν· και βλέποντες αυτόν εις τα έργα θαυμάσιον και μέτριον εις το φρόνημα, τον έκριναν άξιον λόγου, και τον εξήτασαν δια το γένος του, το σέβας και το επιτήδευμα, ο δε πράως και ταπεινών απεκρίνατο, ότι ήτο του Χριστού Μαθητής, όστις έγινεν άνθρωπος ως φιλάνθρωπος, δια να δώση εις τους εις Αυτόν πιστεύοντας ζωήν αιώνιον και ψυχών σωτηρίαν, και άλλα αγαθά ανείκαστα και απόρρητα. Αφού είπεν εις αυτούς ταύτα, τους εξήγησεν όλην την θείαν οικονομίαν, την πλάσιν του ανθρώπου και αναγέννησιν, την Σταύρωσιν του Κυρίου ημών και Ανάστασιν, και την προς τον Πατέρα Ανάληψιν, τα περί της αποστολής των Αποστόλων και τα λοιπά προσθέσας και τα εξής· «Εις από τους Δώδεκα αυτούς υπηρέτας του Λόγου, οι οποίοι είδομεν όσα θαύματα ετέλεσε, είμαι και εγώ και ήλθον έως εδώ δι’ αγάπην σας, να σας κηρύξω αυτού του Θεού την άμετρον φιλανθρωπίαν και το άπειρον έλεος». Αυτά και έτερα πλείονα λέγων, ετέλεσε και θαυμάσια κατά τον καιρόν αρμόδια· όθεν του Κυρίου συνεργούντος εδέχθησαν οι βάρβαροι εκείνοι εις τας ψυχάς αυτών τον σπόρον της πίστεως, και έγιναν δούλοι Χριστού δια του αγίου Βαπτίσματος, εξόχως δε η γυνή του βασιλέως Μισδίου, Μιγδονία ονόματι, ήτις ήτο πολύ ευπρεπής και καλόγνωμος, ως και άλλη ευγενής γυνή του άρχοντος Χαρασίου Τερτιανή καλουμένη· αυταί αι δύο ήκουσαν την διδαχήν του Αποστόλου και επίστευσαν εις τον Χριστόν, αίτινες ομού συνεφώνησαν να φυλάξωσι σωφροσύνην και έζων ασκητικώς εις τα βασίλεια. Ο δε βασιλεύς και ο Χαράσιος εθυνώθησαν, ότι δεν υπήκουον εις αυτούς αι γυναίκες των, και γινώσκοντες ότι ο Θωμάς ήτο εις ταύτα αίτιος, έφεραν αυτόν εις το κριτήριον, και του λέγει ο βασιλεύς οργιζόμενος· «Δεν φθάνει, Θωμά, ότι επλάνησες όλην την χώραν με τας μαντείας σου, και επίστευσαν εις τον Χριστόν, ασεβή και παράνομε, αλλά διδάσκεις και τας γυναίκας μας να μη συγκοινωνούν με τους άνδρας των, ασύνετε; Εγώ σε ελυπήθην και σε άφησα ζώντα, ελπίζων να μεταμεληθής, και συ έγινες χειρότερος»; Ταύτα ειπών, προσέταξε και τον εφυλάκισαν, το δε μεσονύκτιον επήγαν οι Χριστιανοί εις την φυλακήν, την οποίαν ήνοιξε με την προσευχήν ο Απόστολος, και εισερχόμενοι τους εδίδασκε να μένουν εις την πίστιν αμετακίνητοι, και να μη δειλιάσουν πρόσκαιρον θάνατον, δια να εύρουν ζωήν αιώνιον. Νουθετήσας λοιπόν και κατηχήσας τους αβαπτίστους, εξήλθεν ο Απόστολος από την φυλακήν, και επήγεν εις ένα οίκον, εις τον οποίον είχον έτοιμα όλα τα απαιτούμενα και δια το άγιον Βάπτισμα, και δια την ιεράν Λειτουργίαν, ούτως ώστε να τελειωθώσιν οι κατηχούμενοι· ποιήσας λοιπόν ο θείος Απόστολος ευχήν, ίνα καθαρίση αυτούς ο Κύριος, εβάπτισε τον Ουαζάνην, τον υιόν του βασιλέως Μισδίου, την Τερτίαν την βασίλισσαν και Μιγδονίαν την θυγατέρα αυτής, και τους επιλοίπους άπαντας εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος· κατόπιν ετέλεσε και την θείαν Λειτουργίαν, και εκοινώνησεν αυτούς λέγων· «Τούτο το Σώμα το Πανάγιον, όπερ έγινε θυσία, και το πολύτιμον και πανάχραντον Αίμα, όπερ εχύθη εις τον Σταυρόν δια να εξαγοράση τας αμαρτίας μας και να μας χαρίση την σωτηρίαν, να συγχωρήση και τας ιδικάς σας αμαρτίας, να παράσχη εις υμάς την υγείαν της ψυχής και να γίνη αρραβών της ουρανίου Βασιλείας και αιωνίου μακαριότητος». Τότε ηκούσθη φωνή άνωθεν λέγουσα· «Αμήν λέγω ημίν, μη φοβείσθε, αλλά πιστεύσατε». Αφού ο θείος Απόστολος ετέλεσε ταύτα μετέβη και πάλιν εις την φυλακήν και εκλείσθη ως και πρότερον, ηκολούθησαν δε αυτόν η Τερτία, η Μιγδονία και η Μαρκία και ήθελον να συγκλεισθώσιν ομού με τον Απόστολον· ούτος δε είπε προς αυτάς· «Θυγατέρες μου και σύνδουλαι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ακούσατε τον τελευταίον μου λόγον· αύριο υπάγω προς τον Δεσπότην μου, δια να απολαύσω τον μισθόν του κόπου μου πολυπλάσιον· όθεν χαίρω δι’ αυτό και ευφραίνομαι, ότι ήλθεν ο καιρός της ανταποδόσεως· σεις δε μείνατε εις την πίστιν, και μη αμφιβάλλετε, μήτε αμελήσητε, όταν με ίδητε αποθνήσκοντα· διότι ο φαινόμενος ούτος θάνατος δεν είναι θάνατος, αλλά λύσις και λύτρωσις του σώματος, τον οποίον χαίρων δέχομαι, δια να απολαύσω ζωήν αιώνιον όντως και πανευφρόσυνον, προς την οποίαν και σεις θέλετε αξιωθή να έλθετε, εάν την πίστιν έως τέλους φυλάξητε». Ταύτα λέγων προσηύξατο και εκλείσθη εις το δεσμωτήριον. Αι δε γυναίκες έκλαιον, διότι εγνώριζον ότι έμελλε να τον θανατώση ο Μίσδιος, προς τον οποίον επήγαν οι φύλακες λέγοντες· «Βασιλεύ, απόλυσον τον φαρμακόν εκείνον και γόητα, ότι όσας φοράς θέλει ανοίγει τας θύρας και υπάγει όπου θέλει· αλλά και η γυνή σου και ο υιός σου εμβαίνουσι και συνομιλούσι με αυτόν». Ελθών τότε ο βασιλεύς εις τας φυλακάς και βλέπων τας θύρας εσφραγισμένας καθώς τας αφήκεν, εθαύμασε και παραστήσας τον Θωμάν, ηρώτησεν αυτόν εάν ήτο δούλος τινός ή ελεύθερος. Ο δε απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, όστις είναι Θεός αληθινός, και κατοικεί εις τους ουρανούς, και όστις με έστειλεν εδώ δια να σώσω πολλούς από σας». Λέγει ο Μίσδιος· «Εγώ εβαρύνθην τας μαντείας σου, και θα σου δώσω τον πρέποντα θάνατον, δια να λυτρώσω το γένος μας από τας γοητείας και κακουργίας σου». Ούτως είπεν· επειδή όμως εφοβείτο τον όχλον, διότι επίστευσαν πολλοί και δια να μη γίνη εκεί μέσα σύγχυσις, τον ωδήγησεν έξω της πόλεως με ολίγους στρατιώτας, και απομακρυνθέντες τρία στάδια, τον παρέδωσεν εις πέντε στρατιώτας, δια να τον αναβιβάσουν επάνω εις το όρος και να τον φονεύσωσι. Και ούτως ο μεν βασιλεύς επέστρεψεν εις την πόλιν, ο δε λαός έσπευδε πρόθυμος να αρπάση τον Απόστολον από τας χείρας των στρατιωτών· αυτός όμως τους ημπόδισε, φθάσας δε εις τον ωρισμένον τόπον ούτω προσηύξατο· «Κύριε ο Θεός μου, η ελπίς πάντων των πιστών και η λύτρωσις αυτών, οδήγησόν με σήμερον προς σε ερχόμενον, να μη εμποδισθή η ψυχή μου από τα τελώνια του αέρος· διότι ιδού ετελείωσα το έργον σου, και επλήρωσα το πρόσταγμά σου, πωληθείς ως δούλος Σου· λοιπόν απόδος μοι την ελευθερίαν σήμερον». Ταύτα ειπών ο θείος Απόστολος ηυλόγησε και ηυχήθη τους πιστούς, έπειτα λέγει εις τους στρατιώτας· «Ποιήσατε τώρα του βασιλέως το πρόσταγμα». Οι δε ευθέως ελόγχισαν αυτόν, πλήξαντες αυτόν ταυτοχρόνως με τα ακόντια και ούτως ετελείωσε τον δρόμον της παροικίας του ο μακάριος Θωμάς εν τη πόλει Μελιαπούρ ή Μαλιαπούρ, ως λέγουσι τινες, ήτις και Άγιος Θωμάς καλείται έως την σήμερον, κειμένη εις το Κορομανδέλ της ανατολικής πλευράς της Ινδικής Χερσονήσου. Τότε οι πιστοί κλαύσαντες πικρώς ετύλιξαν το άγιον λείψανον με σινδόνας και ιμάτια πολύτιμα, τα οποία έφερεν η Τερτία, και το ενεταφίασαν εις τον τόπον εις τον οποίον έθαπτον τους βασιλείς. Η δε βασίλισσα και ο Ουαζάνης μετά των λοιπών έμειναν εις τον τάφον καθ’ όλην την ημέραν και την νύκτα ποιήσαντες αγρυπνίαν. Κατά δε την νύκτα εφάνη ο θείος Απόστολος προς αυτούς λέγων· «Τι κάθεσθε εις τον τάφον μου; Δεν είμαι εις αυτόν καθώς νομίζετε, αλλά ανέβην εις τους ουρανούς, δια να απολαύσω τα ελπιζόμενα· υμείς δε Τερτία και Μιγδονία, μη λησμονήσετε όσα σας είπον, αλλά φυλάξατε την ευσέβειαν, και ο Δεσπότης Χριστός να σας βοηθήση». Ο δε Ουαζάνης, όστις ήτο Διάκονος, και ο Ονησιφόρος ο Πρεσβύτερος, τους οποίους εχειροτόνησεν ο Θωμάς όταν επήγαινεν εις το θάνατον, εδίδασκον παρρησία το Ευαγγέλιον και επίστευον καθ’ εκάστην πλήθος αμέτρητον. Μετά καιρόν εδαιμονίσθη εις υιός του Μισδίου, και μη δυνάμενος να εύρη την ιατρείαν του, απήλθεν ο βασιλεύς εις τον τάφον του Αποστόλου, δια να λάβη μέρος εκ του αγίου λειψάνου και βάλη αυτό εις τον υιόν του, ίνα υεραπευθή· ανοίξας δε τον τάφον, δεν εύρε το λείψανον, διότι Χριστιανός τις το επήρε κρυφίως και το επήγεν εις την Δύσιν. Ο δε Θωμάς εφάνη προς τον βασιλέα λέγων· «Ζώντος εμού ηπίστησες, και τώρα πιστεύεις; Αλλά δια να ίδης του Δεσπότου μου την φιλανθρωπίαν, λάβε χώμα από τον τάφον μου και βάλε αυτό εις τον υιόν σου, να λάβη ευθύς την υγείαν του, διότι εγώ δεν είμαι μνησίκακος». Τότε ο βασιλεύς έφερεν εκεί τον υιόν του, και λαμβάνων ολίγον χώμα μετά πολλής πίστεως το έβαλεν εις τον δαιμονιζόμενον λέγων· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν». Ευθύς δε εθεραπεύθη ο υιός του. Όθεν εβαπτίσθη αυτός και όλον του το παλάτιον, ως και οι επίλοιποι όλης της πόλεως, έγινε δε μεγάλη πανήγυρις πανταχού εις εκείνα τα μέρη. Ο δε βασιλεύς παρεκάλει την ποτέ γυναίκα αυτού Τερτίαν ως και την Μιγδονίαν με δάκρυα και μεγάλην ταπείνωσιν να κάμουν ευχήν προς τον Δεσπότην Χριστόν δια να του συγχωρήση τα πρότερα αμαρτήματα, ως και τα κακά τα οποία έπραξεν εναντίον του τιμίου και ενδόξου Αποστόλου Αυτού. Τοσαύτης ευφροσύνης εγένετο εις ημάς, αδελφοί, πρόξενος ο θείος Θωμάς σήμερον, δια μέσου του οποίου οι βάρβαροι εκείνοι και μελανοί εις τα πρόσωπα από τον αισθητόν ήλιον ελαμπρύνθησαν από τον νοητόν της δικαιοσύνης Ήλιον. Ούτος απέστειλεν εις τας ψυχάς αυτών τας ακτίνας του με τον πιστόν του Απόστολον, δια του οποίου τους εφώτισε, ηγίασαν δε μετά ταύτα πολλοί από εκείνους καθώς εις τας βίβλους μας φαίνεται, και εξόχως εις τον Βίον του Οσίου πατρός ημών Ιωάσαφ, όστις ήτο βασιλεύς αυτών των Ινδών, και αφήκε την πρόσκαιρον βασιλείαν δια να απολαύση την αιώνιον· ης γένοιτο να απολαύσωμεν άπαντες. Αμήν.
Εξόχως δε τον περιφανέστατον μεταξύ των Αποστόλων και φιλαληθέστατον τούτον Απόστολον Θωμάν, τον ακριβή μηνυτήν της αληθείας, όστις με την κατ’ οικονομίαν απιστίαν αυτού και ψυχωφελή αμφιβολίαν μετέβαλε την απιστίαν ημών εις πίστωσιν, και με τον δισταγμόν του ωλοκλήρωσε την πίστιν των άλλων Αποστόλων, και την έκαμε βεβαιοτέραν και αναντίρρητον· όθεν έφραξε τα στόματα των απίστων διωκτών και δεν ημπορεί να είπη τις, Ιουδαίος ή ειδωλολάτρης, ότι ο Δεσπότης δεν ανεστήθη· επειδή αυτός ο πιστός δούλος και μάρτυς ακριβέστατος της Αναστάσεως ετόλμησε να ψηλαφήση τον αναφή και αόρατον, δια να μη αμφιβάλλη τις άλλος ύστερον. Αλλ’ ας είπωμεν εξ αρχής την διήγησιν με βραχύτητα. Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ευρίσκετο σωματικώς εις την γην, δια την σωτηρίαν ημών γενόμενος άνθρωπος, τότε ήτο και ο ευλογημένος Θωμάς εις την Ιουδαίαν, υιός γονέων πτωχών, αλλ’ είχεν εις τον Μωσαϊκόν Νόμον μεγάλην ευλάβειαν, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελώς εκ νεότητος, παιγνίδια δε των παίδων ποτέ δεν επόθησεν, αλλά διήρχετο πολιτείαν αγίαν και δεν ημέλει ποσώς, αλλ’ ειργάζετο πάντοτε είτε εις σωματικήν είτε εις ψυχικήν υπηρεσίαν. Ήτο αλιεύς, και από την ευτελεστάτην αυτήν τέχνην επορίζετο τα προς το ζην ως ηδύνατο· επειδή δε ήτο πτωχός και ενδεής εγυμνάζετο εις την κακοπάθειαν· όθεν και παρευθύς, όταν τον εκάλεσεν ο Χριστός, δεν ανέβαλε τον καιρόν, αλλά μετά χαράς ηκολούθησεν εις αυτόν και ούτως έγινε και ο μακάριος Θωμάς εις εκ των Δώδεκα Αποστόλων, Μαθητής προθυμότατος, υπηρέτης πιστότατος, και οικονόμος της αποστολής των εθνών δοκιμώτατος· ευθύς δε τότε ενεπλήσθη θείας δυνάμεως, επλούτησε την των θαυμάτων ενέργειαν, και ηξιώθη να γίνη του σεσαρκωμένου Θεού συνοδοιπόρος και σύντροφος, με τον οποίον πολλάκις εκοπίασε και εκακοπάθησε, πολλούς διωγμούς υπομείνας αδίκως, άλλοτε μεν διωκόμενος, άλλοτε δε λιθαζόμενος υπό των αχαρίστων Ιουδαίων. Όταν δε πάλιν εβούλοντο να θανατώσουν τον Σωτήρα και ευεργέτην των, έλεγε μετά των Συναποστόλων αυτού ο πιστός και ευγνώμων προς τον Δεσπότην δούλος· «Ας υπάγωμεν και ημείς να συναποθάνωμεν μετ’ αυτού, ότι κάλλιον είναι να συσταυρωθώμεν με τον Δεσπότην, παρά να ζώμεν χωρίς αυτόν». Ταύτην τηνκατά του θανάτου τόλμην του Συμμαθητού εθαύμαζον οι άλλοι Απόστολοι. Αλλά μετά την σωτήριον Σταύρωσιν, αφ’ ου εθανατώθη ο θάνατος με τον του Κυρίου θάνατον, αναστάς ο Σωτήρ εμφανίζεται εις τους μύστας και φίλους του, την Ανάστασιν και την κατά του άδου νίκην πιστούμενος· διότι καθώς ευρίσκοντο δια τον φόβον των Ιουδαίων κεκρυμμένοι εις το ανώγειον, εισήλθεν ο Δεσπότης χωρίς να ανοίξη τας θύρας, καθώς και εκ της Αγίας Παρθένου θεοπρεπώς, αφράστως και θαυμασίως έγινεν άνθρωπος, καθώς και εις την θάλασσαν με τους αχράντους πόδας αυτού περιεπάτησεν· ότι η φύσις αρνείται τους νόμους αυτής, οπόταν την προστάξη ο Κύριος. Επέστη λοιπόν εις το μέσον των Μαθητών ο Δεσπότης Χριστός, και δια της εισόδου αυτού, των θυρών κεκλεισμένων, εβεβαίωσεν εις αυτούς το θαύμα της Αναστάσεως. Ούτω λοιπόν οι μεν άλλοι Μαθηταί εχαίροντο ότι είδον οφθαλμοφανώς τον Κύριον, ο δε Θωμάς δεν ευρέθητότε εκεί, κατ’ οικονομίαν Θεού, δια να γίνη κατόπιν, ότε ηρεύνησε το πράγμα, λαμπρότατος κήρυξ της Αναστάσεως και διαλαλητής αυτής ακριβέστατος. Αφού ήλθεν ο Θωμάς και του είπον οι άλλοι ότι είδον τον Κύριον, από την μεγάλην χαράν της ψυχής του δεν επίστευσεν εκείνο όπερ επόθει να γίνη, και ακούων αυτό γεγενημένον αμφέβαλλε, και έλεγεν ότι δεν θα το επίστευεν, εάν δεν εψηλαφούσε τον Κύριον. «Τι λέγεις, Θωμά; Εάν ο Μαθητής απιστή, πως να πιστεύση ο Ιουδαίος; Εάν δεν παραδέχεται την Ανάστασιν ο Απόστολος, πως να την δεχθώσιν οι Έλληνες; Αλλά δεν ενθυμείσαι τα προλαβόντα θαύματα; Λεπροί καθαρίζονται, παράλυτοι εγείρονται, τυφλοί φωτίζονται, νεκροί ανίστανται, και συ μένεις εις την απιστίαν, μύστα της Χάριτος; Ας απιστή ο Καϊάφας, ας συκοφαντή ο Ιουδαίος, ας πολυπραγμονή ο Νικόδημος· αλλ’ ο εις από τους Δώδεκα Μαθητάς να δυσπιστή την Ανάστασιν»; Αυτά και έτερα μου φαίνεται να έλεγον προς τον ένα οι δέκα μύσται και Συναπόστολοι· αυτός δε πάλιν να αποκρίνεται προς αυτούς δικαιότερα· «Τι μου μέμφεσθε την αμφιβολίαν και με κατακρίνετε αδίκως; Προς Ιουδαίους με πέμπετε να κηρύττω την Ανάστασιν, να διδάσκω εις τα έθνη την έγερσιν· πως λοιπόν να μαρτυρήσω όσα οι οφθαλμοί μου δεν είδον; Πως να διδάξω εις άλλους όσα δεν εγνώρισα; Να πιστεύσω μόνον με λόγους; Αλλ’ οι Ιουδαίοι θέλουν με κατακρίνει ως ύποπτον, οι δε Έλληνες θα με περιγελούν ως ασύνετον, και δεν θα πιστεύσουν τους λόγους μου, όταν ακούσουν ότι εξ ακοής κηρύττω την του Δεσπότου Ανάστασιν». Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι Μαθηταί αυτού, και Θωμάς μετ’ αυτών· έρχεται ο Ιησούς, των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· Ειρήνη υμίν. Είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου και την πλευράν μου και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός. Και απεκρίθη ο Θωμάς, και είπεν αυτώ. Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με πεπίστευκας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες. (Ιωάν. κ, 26-29). Με τον λόγον τούτον εμακάρισε και επήνεσεν ο Κύριος ημάς τα έθνη, ότι χωρίς να ίδωμεν Αυτόν σωματικώς επιστεύσαμεν. Απολαύσας λοιπόν της θαυμαστής εκείνης θέας ο Θωμάς, εγένετο αίτιος να μάθουν οι Απόστολοι όσα δεν εγνώριζον· ομολογεί τον οραθέντα Θεόν και Κύριον, διότι Θεού ήτο το κατόρθωμα της Αναστάσεως. Μετά ταύτα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρέμεινεν αθέατος εις τους Αποστόλους, ως άφθαρτος και αόρατος, και μόνον όταν ήθελεν εφαίνετο· αυτοί δε πάλιν ηλίευον ως πρότερον· εφανερώθη δε εις αυτούς εις τον αιγιαλόν και τους προσέταξε να ρίψωσι εις τα δεξιά μέρη του πλοίου το δίκτυον· τούτου δε γενομένου συνέλαβον πλήθος ιχθύων· ήτο δε με τους Αποστόλους και ο Θωμάς και συνειργάζετο μετ’ αυτών, ως δοκιμώτατος εις την υπακοήν. Όταν δε ήλθεν η ώρα της Αναλήψεως, έλαβεν ο Κύριος την Παναγίαν και Αειπάρθενον Μητέρα αυτού ομού μετά των Αποστόλων, αφού προηγουμένως τους έδωκε να εννοήσωσι και να πιστεύσωσι την Ανάστασιν· ανελθόντες δε εις το όρος των Ελαιών, Αυτός μεν ευλογήσας αυτούς ανήλθεν εις τους ουρανούς και εκάθισεν εις τα δεξιά του Πατρός, ως ομοούσιος αυτού και ομόθρονος, οι δε μετά χαράς μεγάλης επέστρεψαν αναμένοντες την κάθοδον του Παναγίου Πνεύματος. Τότε και ο μέγας ούτος Απόστολος έλαβεν ομού με τους λοιπούς Αποστόλους την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος κατελθόντος εν είδει πυρίνων γλωσσών επί τας κεφαλάς των Αποστόλων κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Ενδυναμωθείς δε με την εξ ύψους δύναμιν και ο θείος ούτος Απόστολος απήλθεν εις το σωτήριον κήρυγμα, κατά το πρόσταγμα του Δεσπότου· «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. ιστ, 15). Έκαστος λοιπόν των Αγίων Αποστόλων εκληρώθη δι’ ωρισμένην χώραν της Οικουμένης καθώς το Πανάγιον Πνεύμα ώρισε· του δε μακαρίου Θωμά έπεσεν ο κλήρος να υπάγη εις τους Πάρθους, τους Πέρσας, τους Μήδους και τους Ινδούς. Αι Ινδίαι είναι χώρα της Ασίας, οι δε άνθρωποι αυτής ήσαν τότε πολύ ωμοί και βάρβαροι και ελάτρευον τα είδωλα. Ιδών ο μακάριος Θωμάς ότι εις τοιούτον έθνος άγριον τον απέστειλαν, εδυσχέραινε και ελυπείτο δια την ασθένειαν του σώματος· καθώς λοιπόν διελογίζετο πως να πράξη, φαίνεται εις αυτόν μίαν νύκτα ο Δεσπότης Χριστός και του λέγει· «Μη φοβείσαι, Θωμά, αλλά ύπαγε εις τας Ινδίας, κήρυξον το Ευαγγέλιον, και η Χάρις μου θα είναι μετά σου». Κατ’ εκείνας τας ημέρας έτυχε και ήτο εις τα Ιεροσόλυμα έμπορός τις εκ πόλεως τινός των Ινδιών, Αμβανής ονόματι, τον οποίον έστειλεν ο βασιλεύς Γουνδιαφόρος να εύρη κτίστην τινά επιτήδειον, διότι είχε πόθον να οικοδομήση παλάτιον ωραίον. Ο Δεσπότης, λοιπόν, ως καρδιογνώστης, γινώσκων σαφέστατα όσα έμελλε να πράξη εις τας Ινδίας ο Απόστολος, εφάνη εις την αγοράν μίαν ημέραν ως άνθρωπος και λέγει του Αμβανή· «Θέλεις να αγοράσης ένα αιχμάλωτον, κτίστην την τέχνην, τον οποίον έχω»; Ο δε είπε· «ναι». Τότε του έδειξε τον Θωμάν και συνεφώνησαν την αγοράν δια τρεις λίτρας αργυρίου· έγραψε δε το ομόλογον ο Δεσπότης λέγων· «Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ του τέκτονος επώλησα εις σε τον Αμβανή, τον δούλον μου Θωμάν» και τα λοιπά όσα συνήθως γράφονται εις τα ομόλογα. Ο δε αγοραστής ηρώτησε τον Θωμάν, εάν ήτο αληθώς αιχμάλωτος, ούτος δε δεικνύων τον Δεσπότην Χριστόν ωμολόγησε λέγων· «Ναι, ούτος είναι ο Κύριός μου, όστις με ηγόρασε με μεγάλην τιμήν ως φιλάνθρωπος». Ηκολούθησε λοιπόν ο Θωμάς τον Αμβανήν και τον υπηρέτει ως δούλος του· την δε άλλην νύκτα εφάνη πάλιν εις αυτόν ο Κύριος εν οράματι, και του δίδει τα αργύρια τα οποία έλαβε, λέγων· «Έχε την τιμήν της αγοράς σου, και την Χάριν μου μετά σου». Μετά ταύτα εισήλθον εις πλοίον ο έμπορος με τον Απόστολον, και ευρόντες καλόν άνεμον έφθασαν κατευοδοθέντες εις τας Ινδίας, εξήλθον δε εις πόλιν καλουμένην Ανδράπολιν, εις την οποίαν είχον μεγάλην πανήγυριν, διότι ο εξουσιαστής της πόλεως ταύτης υπάνδρευε την θυγατέρα του και έπαιζον διάφορα όργανα. Οι δε κήρυκες προσεκάλουν εις τους γάμους πλουσίους και πένητας, ξένους και εντοπίους και πάντα άνθρωπον εκεί ευρισκόμενον. Ο δε Απόστολος Θωμάς, κληθείς και αυτός εις τον γάμον μετά του Αμβανή, εκάθισαν εις το κατώτερον και ευτελέστερον μέρος της τραπέζης. Ενώ δε όλοι έτρωγον από τα φαγητά της τραπέζης, μόνος ο θείος Απόστολος δεν έτρωγεν, αλλ’ εκάθητο συλλογισμένος και συνεσταλμένος προσέχων εις τον εαυτόν του. Βλέπων δε τούτον εις των υπηρετών των κερνώντων τον οίνον, κινηθείς από αυθάδειαν και υπερηφάνειαν, έδωκεν εν ράπισμα εις τον Απόστολον του Κυρίου, λέγων εις αυτόν· «Επειδή εις γάμον εκλήθης μη σκυθρώπαζε, αλλά χαίρε και συνευφραίνου με τους άλλους συνδαιτυμόνας». Ο δε Απόστολος απεκρίθη εις τον ραπίσαντα· «Το μεν σφάλμα σου είθε να συγχωρήση ο Κύριος εις τον μέλλοντα αιώνα, την δε χείρα σου, ήτις ακρατώς εκινήθη κατ’ εμού και με ερράπισεν, ας την διαμοιράσουν τα θηρία εις τον παρόντα αιώνα, προς σωφρονισμόν και παιδείαν των άλλων». Τότε λοιπόν πορευθείς ο υπηρέτης εκείνος δια να φέρη ύδωρ και συγκεράση με τον οίνον, κατεξεσχίσθη από θηρίον, παραμονεύον εις το φρέαρ, και ούτως απέθανε. Την δε χείρα εκείνου επήρεν ένας σκύλος, και εμβήκεν εις το συμπόσιον, βαστάζων αυτήν εις το στόμα του, επιδεικνύων εις όλους την παιδείαν, την οποίαν έλαβε εκείνος, δια την αδικίαν και το ράπισμα το οποίον έδωκεν εις τον Απόστολον. Επειδή δε οι προσκεκλημένοι ηπόρουν τίνος άραγε είναι η χειρ εκείνη, τότε μία Εβραία, παίζουσα τον αυλόν εις τον γάμον, εφώναξε μεγαλοφώνως και είπε· «Μέγα και φοβερόν μυστήριον εφανερώθη σήμερον εις ημάς. Ακούσατε όλοι σεις οι καθήμενοι εις την τράπεζαν. Θεός ή Θεού Απόστολος κατεδέχθη να καθίση εις την τράπεζαν ομού με ημάς σήμερον. Διότι εγώ παίζουσα τον αυλόν και ευφραίνουσα σας τους συμποσιάζοντας, ήκουσα άνθρωπον ομόγλωσσον με εμέ, όστις έλεγεν εβραϊστί εις τον οινοχόον, ο οποίος τον ερράπισε· «Την δεξιάν σου χείρα την ραπίσασάν με θέλουν διαμοιρασθή εν τη παρούση ζωή τα θηρία δια να ίδωσιν όλοι και να σωφρονισθώσι». Και ιδού ότι ήλθεν εις έργον ο λόγος του». Τούτο το θαύμα έφθασε και εις τα ώτα του εξουσιαστού της πόλεως εκείνης, όστις αφ’ ου ετελέσθη ο γάμος προσεκάλεσε τον Απόστολον και είπε προς αυτόν· «Αν συ με την κατάραν σου δύνασαι να προξενής θάνατον, δείξον και την δύναμιν την οποίαν έχει η ευχή σου και η ευλογία εις την ιδικήν μου θυγατέρα, ήτις υπανδρεύθη σήμερον». Όθεν περιχαρώς τον λόγον δεξάμενος ο Απόστολος, επήγεν εις το δωμάτιον των νεονύμφων, και στηρίξας τους νέους εις σωφροσύνην και καταπείσας αυτούς να φυλάξωσι παρθενίαν, τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν και ανεχώρησε. Μετ’ ολίγην δε ώρα βλέπει ο νυμφίος άνθρωπον ομοιάζοντα με τον Απόστολον, όστις συνωμίλει με την νύμφην, νομίσας δε ότι είναι ο Θωμάς, είπεν εις αυτόν· «Δεν εξήλθες συ έξω πρότερον από όλους; Και πως τώρα πάλιν αιφνιδίως ήλθες; Απορώ και εξίσταμαι». Τότε ο φαινόμενος απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι ο Θωμάς, αλλ’ αδελφός του Θωμά κατά χάριν, όστις δε ακολουθήαη εμέ ως έπραξεν ο Θωμάς και αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου πράγματα, αυτός εις την μέλλουσαν ζωήν θα γίνη όχι μόνον αδελφός ιδικός μου, αλλά και συγκληρονόμος της Βασιλείας μου». Ταύτα ειπών έγινεν άφαντος από το μέσον αυτών, οι δε νεόνυμφοι εγκολπωθέντες τον λόγον του Κυρίου ως μαργαρίτην, προσέφερον εις τον φανέντα ολονυκτίους προσευχάς και δεήσεις. Την δε πρωϊαν επήγεν ο πατήρ και πενθερός εις το δωμάτιον, και βλέπων τους νεονύμφους ότι εκάθηντο αντικρύ ο εις του άλλου εταράχθη, και ηρώτα αυτούς, δια ποίαν αιτίαν κάθηνται ούτω χωριστά· οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς ευχόμεθα, όπως αυτός ο χωρισμός φυλαχθή μεταξύ μας έως τέλους, ίνα κατά τον καιρόν των στεφάνων μένωμεν αχώριστοι εις τον ουράνιον και αιώνιον νυμφώνα, κατά την αψευδή υπόσχεσιν, την οποίαν μας έδωκεν ο φανείς εις ημάς εν ομοιώματι ξένου». Ταύτα ακούσας ο πατήρ και πενθερός εταράχθη περισσότερον, και υπεσχέθη να δώση πολλάς δωρεάς και χαρίσματα, αν ευρεθή ο πλάνος εκείνος, όστις τους ηπάτησε με τους τοιούτους λόγους και προσαχθή ενώπιόν του. Έστειλαν όθεν ζητούντες τον φανέντα· αλλά κατά το ψαλμικόν «Εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ, 7), διότι ο φανείς εις τους νεονύμφους ορατώς μεν ουχ ευρίσκετο, αοράτως δε φαινόμενος εις τους νέους μαθητάς του εστήριζεν αυτούς. Ο δε Απόστολος εις εκείνους μεν, όσοι με κακόν σκοπόν εζήτουν αυτόν, δεν ενεφανίζετο, εκ του εναντίον δε εις τους ζητούντας αυτόν θεοφιλώς και με καλόν σκοπόν, ήτοι εις τους νέους του Χριστού Μαθητάς εφαίνετο χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι και τους εστήριζεν. Επειδή δε οι νεόνυμφοι παρεκάλουν τον Κύριον, ίνα καταπραϋνη την οργήν του πατρός αυτών, και τον αξιώση να μάθη την αλήθειαν της εις αυτόν πίστεως, τούτου χάριν επήκουσεν αυτών ο Θεός, και ωκονόμησε να γίνη και εκείνος Χριστιανός. Εδιδάχθη δηλαδή από τους νέους την ευσέβειαν, και εις τον Χριστόν ολοψύχως επίστευσεν. Αφ’ ου δε τούτο εγένετο, ακούσαντες οι δόκιμοι ούτοι μαθηταί του Χριστού, ότι ο Θωμάς διατρίβει εις τας Ινδίας, επήγαν εις αυτόν με σπουδήν και ετελειώθησαν με το άγιον Βάπτισμα. Και ούτως έγιναν κήρυκες και αυτοί εις άλλους του αγίου Ευαγγελίου. Μετά ταύτα ήλθεν ο Απόστολος εις τον βασιλέα της Ινδίας, Γουνδιαφόρον καλούμενον, όστις ηρώτησεν αυτόν ποία μεν τεχνητά πράγματα γνωρίζει να κατασκευάζη από ξύλα, ποία δε από τους λίθους. Ο δε Απόστολος απεκρίθη, ότι από μεν τα ξύλα είναι εμπειρότατος εις το να κατασκευάζη άροτρα, κωπία και ζυγούς των βοών, από δε τους λίθους ηξεύρει να κάμνη κίονας, ναούς και βασιλικά παλάτια. Τότε τω λέγει ο βασιλεύς· «άραγε δύνασαι να μου κατασκευάσης εν παλάτιον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εγώ αγαπώ»; Ο δε Απόστολος υπεσχέθη, ότι δύναται. Εχάρη όθεν πολύ ο βασιλεύς ακούσας ταύτα και τον ωδήγησεν εις τον τόπον, τον οποίον επιθυμούσε, ήτο δε πράγματι ο τόπος αυτός ωραίος και πανευφρόσυνος, έχων βρύσεις και δένδρα διάφορα. Ιδών δε ο Απόστολος τον τόπον ενεκωμίασεν αυτόν ως όντως ευπρεπέστατον και αρμόδιον δια βασιλέα. Τότε του λέγει ο βασιλεύς· «Σχεδίασόν μοι το σχήμα και τον τόπον της οικοδομής επί χάρτου, δια να ίδω εάν μοι αρέση το σχέδιον, διότι θα αναχωρήσω εις άλλην χώραν δι’ αναγκαίαν υπηρεσίαν, και θα απουσιάσω τρία έτη, θέλω δε όταν επανέλθω να είναι έτοιμον το παλάτιον προς κατοίκησιν». Ο δε Απόστολος έλαβε κάλαμον και έκαμε το σχέδιον λαμπρότατον, θέτων ανατολικώς τα παράθυρα, δια να εισέρχεται φως πολύ, και θύρας προς δυσμάς δια τον άνεμον· τον δε κλίβανον έθεσεν εις το νότιον μέρος δια την θερμότητα και τον αγωγόν του ύδατος προς βορράν δια να είναι το ύδωρ ψυχρόν το θέρος και αβλαβές, τόσον δε τεχνικόν το εσχεδίασεν, ώστε ο βασιλεύς τον επήνεσε λέγων· «Αληθώς τεχνίτης είσαι, άνθρωπε, και σου πρέπει να υπηρετής βασιλείς ως εμπειρότατος». Τότε ο βασιλεύς, χωρίς να χρονοτριβή, προσέταξε να δοθή εις τον Απόστολον χρυσίον, δια να συνάξη τας επιτηδείους ύλας, όσαι θα εχρησίμευον εις την του παλατίου οικοδομήν. Παρεκάλει δε τον Απόστολον ο βασιλεύς να βάλη τότε παρευθύς τα του παλατίου θεμέλια. Αλλά ο Απόστολος απεκρίθη· «Δεν είναι του παρόντος μηνός να κτίζωμεν παλάτιον, αλλά μάλλον του ερχομένου του κατά Μακεδόνας ονομαζομένου Υπερβερεταίου, ήτοι του Οκτωβρίου μηνός». Νομίζω δε ότι ούτως είπεν ο Απόστολος δια την ανταμοιβήν των αιωνίων αγαθών, ήτις έχει να ανταποδοθή εις τον ερχόμενον εκείνον μέλλοντα αιώνα. Έδωκαν λοιπόν εις τον Απόστολον κατά την προσταγήν του βασιλέως χρυσίον και αργύριον αναρίθμητον, σίτον, οίνον, έλαιον, μαγειρεύματα και άλλα όμοια χρειαζόμενα· και ούτως ο μεν βασιλεύς απήλθεν εις άλλην πόλιν, ο δε Απόστολος έλαβε τα απαιτούμενα έξοδα δια το παλάτιον και ανεχώρησε δια τον τόπον της κατασκευής· διαμοιράσας δε κρυφίως εις τας χείρας των πτωχών όλα τα χρήματα και λοιπά είδη, κατεσκεύασεν εις τον βασιλέα παλάτιον αχειροποίητον εις την των πρωτοτόκων αυλήν, ήτοι εις την των ουρανών Βασιλείαν. Καθ’ εκάστην δε διδάσκων ο Απόστολος την ευσέβειαν, και ποιών μεγάλα θαύματα, έβλεπον ταύτα οι ειδωλολάτραι και πολλοί εξ αυτών επίστευον και εγίνοντο Χριστιανοί βαπτιζόμενοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αφ’ ου δε παρήλθε καιρός, εζήτησεν ο βασιλεύς πληροφορίας από τον Απόστολον, εάν ετελείωσεν η οικοδομή του παλατίου· εκείνος δε απήντησεν εις αυτόν, ότι χρειάζεται ακόμη και άλλα έξοδα, δια να κατασκευάση μεγαλοπρεπώς την στέγην του παλατίου, η οποία μόνη έμεινεν ατελείωτος. Ο δε βασιλεύς νομίζων, ότι το μήνυμα τούτο ήτο σύμφωνον προς τον ιδικόν του σκοπόν, με πολλήν χαράν έστειλε και άλλο πολύ χρυσίον εις τον Απόστολον, γράψας και ταύτα εις αυτόν· «Τεχνικωτάτην και ωραιοτάτην κατασκεύασον το ταχύτερον την στέγην του παλατίου, ίνα, όταν ίδω την τεχνικήν σου οικοδομήν με τους οφθαλμούς μου, εγκωμιάσω με επαινετικούς λόγους σε τον πολλά πλεονεκτήματα και επιδεξιότητας έχοντα». Ο δε Απόστολος, λαβών το χρυσίον, και άρας τους οφθαλμούς και τας χείρας εις τον ουρανόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, φιλάνθρωπε Κύριε, ότι με ποικίλους και διαφόρους τρόπους γνωρίζεις να οικονομής την σωτηρίαν παντός ανθρώπου». Όθεν διεμοίρασεν αυτό πάλιν εις τους πτωχούς ως το πρότερον. Αφ’ ου παρήλθεν ολίγος καιρός, έτυχε να υπάγουν εις τον βασιλέα άνθρωποι τινες από τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον διέτριβεν ο Απόστολος. Επειδή δε ο βασιλεύς επεθύμει να μάθη δια το κάλλος και την ωραιότητα του παλατίου του, ηρώτησεν αυτούς περί αυτού, εκείνοι δε του είπον· «Μη προσμένης, ω βασιλεύ, τελείως από εκείνον τον άνθρωπον οικοδομάς κτισμάτων και παλατίων, διότι αυτός διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον το χρυσίον όσον του έδωκες. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και κηρύττει εις εκείνους όσοι προστρέχουσι προς αυτόν ένα Θεόν άγνωστον παντελώς, και θαυματουργεί εξαίσιά τινα πράγματα, χωρίς να τρώγη τελείως». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εταράχθη ευθύς από μεγάλον θυμόν· όθεν προσέταξε και έφεραν τον Απόστολον ενώπιόν του, ηρώτα δε αυτόν, αν έκτισε το παλάτιον. Ο δε Απόστολος, διακόψας τον βασιλέα, απεκρίθη· «Το παλάτιον εκείνο, όπερ έμαθον να κτίζω από τον αληθή αρχιτέκτονα Χριστόν, ω βασιλεύ, εκτίσθη από εμέ πολύ ωραιότατον». Λέγει τότε ο βασιλεύς· «Ταύτην την ώραν θα υπάγωμεν να το ίδωμεν». Ο δε Απόστολος απεκρίθη· «Νομίζω, ότι δεν χρειάζεσαι κατά το παρόν το κατασκευασθέν παλάτιον· αλλ’ όταν αναχωρήσης από τον κόσμον τούτον, τότε θέλεις εύρει αυτό χρήσιμον και αρμόδιον». Ο δε βασιλεύς, νομίσας ότι τον περιγελά, εξέβαλεν ως θηρίον φοβεράν φωνήν και είπε· «Ούτος ο απατεών προστάζω να κατακλεισθή εντός σκοτεινοτάτου λάκκου, ομού με τον έμπορον, όστις έφερεν αυτόν εδώ». Ενώ δε ο Απόστολος ήτο φυλακισμένος με τα δεσμά, ο αδελφός του βασιλέως, κυριευθείς μίαν νύκτα από βαρυτάτην λύπην, η οποία ηπείλει να του προξενήση θάνατον, προσεκάλεσε τον αδελφόν του βασιλέα, και λέγει εις αυτόν· «Εγώ λυπηθείς πολύ δια την συμβάσαν εις σε ζημίαν από εκείνον τον δόλιον, ησθένησα και δια τούτο τώρα φεύγω από ταύτην την ζωήν». Μετ’ ολίγην δε ώραν αποπνιγείς, έγινεν άφωνος· λαβών δε την ψυχήν αυτού Άγγελος Κυρίου διήρχετο τας σκηνάς των Δικαίων δεικνύων εις αυτήν την ωραιότητα των σκηνών εκείνων, ηρώτα δε αυτόν, εις ποίαν από τας σκηνάς εκείνας αγαπά να κατοικήση. Βλέπουσα δε η ψυχή εκείνη μίαν εξαίρετον σκηνήν, εδείκνυεν αυτήν εις τον Άγγελον και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να κατοικήση εκεί. Ο δε Άγγελος είπεν· «Εις αυτήν δεν ημπορείς να κατοικήσης, επειδή αυτή είναι του αδελφού σου, την οποίαν ο ξένος Θωμάς έκτισε δι’ εκείνον». Η δε ψυχή απεκρίθη· «Παρακαλώ σε, άφες με να υπάγω οπίσω εις τον αδελφόν μου, ίνα αγοράσω αυτήν από εκείνον με ολίγην τιμήν και ούτω να επαναστρέψω πάλιν εδώ». Τότε επιστρέψας ο Άγγελος την ψυχήν, απέδωσε ταύτην εις το νεκρόν σώμα της. Όθεν ο αποθανών, ελθών εις εαυτόν ως από κάποιαν μέθην και έκστασιν, εζήτει τον αδελφόν του. Ότε δε εκείνος ήλθεν, είπε προς αυτόν· «Αδελφέ, πιστεύω αδιστάκτως, ότι θα προετίμας να δώσης το ήμισυ της βασιλείας σου, μόνον να με ίδης ζώντα· τώρα δε μικράν χάριν ζητώ από σε, την οποίαν, παρακαλώ, να μη μου υστερήσης». Ο βασιλεύς απεκρίθη· «Δεν θέλω λείψει από το να χαρίσω προθύμως εις σε τον φίλτατόν μου αδελφόν ό,τι δύναμαι». Τότε χωρίς συστολήν εφανέρωσεν εις τον αδελφόν την υπόθεσιν, λέγων εις αυτόν· «Δος μοι το παλάτιον, οποίον έχεις εις τους ουρανούς και λάβε όσα χρήματα θέλεις δια την τιμήν». Ο δε βασιλεύς ακούσας τούτο εγένετο ως άφωνος και με ταπεινήν λαλιάν απεκρίθη· «Εγώ έχω παλάτιον εις τους ουρανούς; Πόθεν; Και από ποίαν μου καλωσύνην»; Ο δε αδελφός αυτού λέγει· «Ναι, έχεις παλάτιον εκεί, αν και συ δεν το γνωρίζεις, το οποίον έκτισεν ο εις την φυλακήν ευρισκόμενος ξένος, του οποίου παλατίου την ωραιότητα εγώ εθεώρησα τώρα, οπότε ηρπάγην από Άγγελον Κυρίου». Εννοήσας τότε ο βασιλεύς το λεγόμενον, απέφυγεν εντέχνως να εκπληρώση την προς τον αδελφόν του υπόσχεσιν, δικαιολογούμενος δε είπε προς αυτόν· «Ανίσως το ζήτημά σου, αδελφέ μου, ευρίσκετο υποκάτω εις την βασιλείαν και εξουσίαν μου, εξ ανάγκης έπρεπε να φυλάξω τους όρκους μου και να σου το δώσω· επειδή δε αυτό ευρίσκεται εις τους ουρανούς, κρίνον μόνος σου περί του πράγματος. Πλην ο τέκτων των τοιούτων παλατίων ευρίσκεται εδώ, όθεν λάβε αυτόν και θέλει κατασκευάσει και δια σε παλάτιον άλλο, λαμπρότερον εκείνου όπερ είδες». Ταύτα ειπών εξήγαγεν ευθύς από την φυλακήν τον Απόστολον ομού με τον έμπορον Αμβανήν, πεσόντες δε ο τε βασιλεύς και ο αδελφός του εις τους πόδας αυτού εζήτουν συγχώρησιν του προτέρου σφάλματος. Ο δε Θωμάς, ευχαριστήσας τον Κύριον, εβάπτισεν αυτούς με όλους τους άρχοντας. Βλέπων δε και ο λαός ότι οι προεστοί εβαπτίσθησαν, ήρχοντο και αυτοί καθ’ εκάστην εις την ευσέβειαν. Αφού λοιπόν έφερεν ο θείος Θωμάς εις θεογνωσίαν τους περισσοτέρους πολίτας εκείνης της χώρας, απήλθεν εις άλλην μεγάλην χώραν των Ινδιών με πολλήν ταπείνωσιν, ανεπιμέλητος την κόμην και άλουστος, χλωμός εις την όψιν και πολύ αδύνατος, φαινόμενος σχεδόν ως ασώματος με ιμάτιον εσχισμένον και ευτελέστατον, εις τον λόγον όμως ήτο ωφέλιμος και εις το έργον πολλά θαυμάσιος. Βλέπων δε τους βαρβάρους εκείνους, ότι είχον εις τα βάθη της ψυχής των ερριζωμένην την ασέβειαν, και γνωρίζων ότι η πολυχρόνιος συνήθεια δεν μεταβάλλεται ευκόλως με βίαν και αυστηρότητα, αλλά μάλλον με ήθη χρηστά και λόγους γλυκείς, δεν τους ήλεγξεν, ούτε ποσώς τους κατεφρόνησεν, ούτε είπε λόγον υπέρογκον, αλλά με ταπεινοφροσύνην κοσμούμενος και με άλλας αρετάς εστολισμένος τους έσυρεν εις επίγνωσιν· και βλέποντες αυτόν εις τα έργα θαυμάσιον και μέτριον εις το φρόνημα, τον έκριναν άξιον λόγου, και τον εξήτασαν δια το γένος του, το σέβας και το επιτήδευμα, ο δε πράως και ταπεινών απεκρίνατο, ότι ήτο του Χριστού Μαθητής, όστις έγινεν άνθρωπος ως φιλάνθρωπος, δια να δώση εις τους εις Αυτόν πιστεύοντας ζωήν αιώνιον και ψυχών σωτηρίαν, και άλλα αγαθά ανείκαστα και απόρρητα. Αφού είπεν εις αυτούς ταύτα, τους εξήγησεν όλην την θείαν οικονομίαν, την πλάσιν του ανθρώπου και αναγέννησιν, την Σταύρωσιν του Κυρίου ημών και Ανάστασιν, και την προς τον Πατέρα Ανάληψιν, τα περί της αποστολής των Αποστόλων και τα λοιπά προσθέσας και τα εξής· «Εις από τους Δώδεκα αυτούς υπηρέτας του Λόγου, οι οποίοι είδομεν όσα θαύματα ετέλεσε, είμαι και εγώ και ήλθον έως εδώ δι’ αγάπην σας, να σας κηρύξω αυτού του Θεού την άμετρον φιλανθρωπίαν και το άπειρον έλεος». Αυτά και έτερα πλείονα λέγων, ετέλεσε και θαυμάσια κατά τον καιρόν αρμόδια· όθεν του Κυρίου συνεργούντος εδέχθησαν οι βάρβαροι εκείνοι εις τας ψυχάς αυτών τον σπόρον της πίστεως, και έγιναν δούλοι Χριστού δια του αγίου Βαπτίσματος, εξόχως δε η γυνή του βασιλέως Μισδίου, Μιγδονία ονόματι, ήτις ήτο πολύ ευπρεπής και καλόγνωμος, ως και άλλη ευγενής γυνή του άρχοντος Χαρασίου Τερτιανή καλουμένη· αυταί αι δύο ήκουσαν την διδαχήν του Αποστόλου και επίστευσαν εις τον Χριστόν, αίτινες ομού συνεφώνησαν να φυλάξωσι σωφροσύνην και έζων ασκητικώς εις τα βασίλεια. Ο δε βασιλεύς και ο Χαράσιος εθυνώθησαν, ότι δεν υπήκουον εις αυτούς αι γυναίκες των, και γινώσκοντες ότι ο Θωμάς ήτο εις ταύτα αίτιος, έφεραν αυτόν εις το κριτήριον, και του λέγει ο βασιλεύς οργιζόμενος· «Δεν φθάνει, Θωμά, ότι επλάνησες όλην την χώραν με τας μαντείας σου, και επίστευσαν εις τον Χριστόν, ασεβή και παράνομε, αλλά διδάσκεις και τας γυναίκας μας να μη συγκοινωνούν με τους άνδρας των, ασύνετε; Εγώ σε ελυπήθην και σε άφησα ζώντα, ελπίζων να μεταμεληθής, και συ έγινες χειρότερος»; Ταύτα ειπών, προσέταξε και τον εφυλάκισαν, το δε μεσονύκτιον επήγαν οι Χριστιανοί εις την φυλακήν, την οποίαν ήνοιξε με την προσευχήν ο Απόστολος, και εισερχόμενοι τους εδίδασκε να μένουν εις την πίστιν αμετακίνητοι, και να μη δειλιάσουν πρόσκαιρον θάνατον, δια να εύρουν ζωήν αιώνιον. Νουθετήσας λοιπόν και κατηχήσας τους αβαπτίστους, εξήλθεν ο Απόστολος από την φυλακήν, και επήγεν εις ένα οίκον, εις τον οποίον είχον έτοιμα όλα τα απαιτούμενα και δια το άγιον Βάπτισμα, και δια την ιεράν Λειτουργίαν, ούτως ώστε να τελειωθώσιν οι κατηχούμενοι· ποιήσας λοιπόν ο θείος Απόστολος ευχήν, ίνα καθαρίση αυτούς ο Κύριος, εβάπτισε τον Ουαζάνην, τον υιόν του βασιλέως Μισδίου, την Τερτίαν την βασίλισσαν και Μιγδονίαν την θυγατέρα αυτής, και τους επιλοίπους άπαντας εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος· κατόπιν ετέλεσε και την θείαν Λειτουργίαν, και εκοινώνησεν αυτούς λέγων· «Τούτο το Σώμα το Πανάγιον, όπερ έγινε θυσία, και το πολύτιμον και πανάχραντον Αίμα, όπερ εχύθη εις τον Σταυρόν δια να εξαγοράση τας αμαρτίας μας και να μας χαρίση την σωτηρίαν, να συγχωρήση και τας ιδικάς σας αμαρτίας, να παράσχη εις υμάς την υγείαν της ψυχής και να γίνη αρραβών της ουρανίου Βασιλείας και αιωνίου μακαριότητος». Τότε ηκούσθη φωνή άνωθεν λέγουσα· «Αμήν λέγω ημίν, μη φοβείσθε, αλλά πιστεύσατε». Αφού ο θείος Απόστολος ετέλεσε ταύτα μετέβη και πάλιν εις την φυλακήν και εκλείσθη ως και πρότερον, ηκολούθησαν δε αυτόν η Τερτία, η Μιγδονία και η Μαρκία και ήθελον να συγκλεισθώσιν ομού με τον Απόστολον· ούτος δε είπε προς αυτάς· «Θυγατέρες μου και σύνδουλαι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ακούσατε τον τελευταίον μου λόγον· αύριο υπάγω προς τον Δεσπότην μου, δια να απολαύσω τον μισθόν του κόπου μου πολυπλάσιον· όθεν χαίρω δι’ αυτό και ευφραίνομαι, ότι ήλθεν ο καιρός της ανταποδόσεως· σεις δε μείνατε εις την πίστιν, και μη αμφιβάλλετε, μήτε αμελήσητε, όταν με ίδητε αποθνήσκοντα· διότι ο φαινόμενος ούτος θάνατος δεν είναι θάνατος, αλλά λύσις και λύτρωσις του σώματος, τον οποίον χαίρων δέχομαι, δια να απολαύσω ζωήν αιώνιον όντως και πανευφρόσυνον, προς την οποίαν και σεις θέλετε αξιωθή να έλθετε, εάν την πίστιν έως τέλους φυλάξητε». Ταύτα λέγων προσηύξατο και εκλείσθη εις το δεσμωτήριον. Αι δε γυναίκες έκλαιον, διότι εγνώριζον ότι έμελλε να τον θανατώση ο Μίσδιος, προς τον οποίον επήγαν οι φύλακες λέγοντες· «Βασιλεύ, απόλυσον τον φαρμακόν εκείνον και γόητα, ότι όσας φοράς θέλει ανοίγει τας θύρας και υπάγει όπου θέλει· αλλά και η γυνή σου και ο υιός σου εμβαίνουσι και συνομιλούσι με αυτόν». Ελθών τότε ο βασιλεύς εις τας φυλακάς και βλέπων τας θύρας εσφραγισμένας καθώς τας αφήκεν, εθαύμασε και παραστήσας τον Θωμάν, ηρώτησεν αυτόν εάν ήτο δούλος τινός ή ελεύθερος. Ο δε απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, όστις είναι Θεός αληθινός, και κατοικεί εις τους ουρανούς, και όστις με έστειλεν εδώ δια να σώσω πολλούς από σας». Λέγει ο Μίσδιος· «Εγώ εβαρύνθην τας μαντείας σου, και θα σου δώσω τον πρέποντα θάνατον, δια να λυτρώσω το γένος μας από τας γοητείας και κακουργίας σου». Ούτως είπεν· επειδή όμως εφοβείτο τον όχλον, διότι επίστευσαν πολλοί και δια να μη γίνη εκεί μέσα σύγχυσις, τον ωδήγησεν έξω της πόλεως με ολίγους στρατιώτας, και απομακρυνθέντες τρία στάδια, τον παρέδωσεν εις πέντε στρατιώτας, δια να τον αναβιβάσουν επάνω εις το όρος και να τον φονεύσωσι. Και ούτως ο μεν βασιλεύς επέστρεψεν εις την πόλιν, ο δε λαός έσπευδε πρόθυμος να αρπάση τον Απόστολον από τας χείρας των στρατιωτών· αυτός όμως τους ημπόδισε, φθάσας δε εις τον ωρισμένον τόπον ούτω προσηύξατο· «Κύριε ο Θεός μου, η ελπίς πάντων των πιστών και η λύτρωσις αυτών, οδήγησόν με σήμερον προς σε ερχόμενον, να μη εμποδισθή η ψυχή μου από τα τελώνια του αέρος· διότι ιδού ετελείωσα το έργον σου, και επλήρωσα το πρόσταγμά σου, πωληθείς ως δούλος Σου· λοιπόν απόδος μοι την ελευθερίαν σήμερον». Ταύτα ειπών ο θείος Απόστολος ηυλόγησε και ηυχήθη τους πιστούς, έπειτα λέγει εις τους στρατιώτας· «Ποιήσατε τώρα του βασιλέως το πρόσταγμα». Οι δε ευθέως ελόγχισαν αυτόν, πλήξαντες αυτόν ταυτοχρόνως με τα ακόντια και ούτως ετελείωσε τον δρόμον της παροικίας του ο μακάριος Θωμάς εν τη πόλει Μελιαπούρ ή Μαλιαπούρ, ως λέγουσι τινες, ήτις και Άγιος Θωμάς καλείται έως την σήμερον, κειμένη εις το Κορομανδέλ της ανατολικής πλευράς της Ινδικής Χερσονήσου. Τότε οι πιστοί κλαύσαντες πικρώς ετύλιξαν το άγιον λείψανον με σινδόνας και ιμάτια πολύτιμα, τα οποία έφερεν η Τερτία, και το ενεταφίασαν εις τον τόπον εις τον οποίον έθαπτον τους βασιλείς. Η δε βασίλισσα και ο Ουαζάνης μετά των λοιπών έμειναν εις τον τάφον καθ’ όλην την ημέραν και την νύκτα ποιήσαντες αγρυπνίαν. Κατά δε την νύκτα εφάνη ο θείος Απόστολος προς αυτούς λέγων· «Τι κάθεσθε εις τον τάφον μου; Δεν είμαι εις αυτόν καθώς νομίζετε, αλλά ανέβην εις τους ουρανούς, δια να απολαύσω τα ελπιζόμενα· υμείς δε Τερτία και Μιγδονία, μη λησμονήσετε όσα σας είπον, αλλά φυλάξατε την ευσέβειαν, και ο Δεσπότης Χριστός να σας βοηθήση». Ο δε Ουαζάνης, όστις ήτο Διάκονος, και ο Ονησιφόρος ο Πρεσβύτερος, τους οποίους εχειροτόνησεν ο Θωμάς όταν επήγαινεν εις το θάνατον, εδίδασκον παρρησία το Ευαγγέλιον και επίστευον καθ’ εκάστην πλήθος αμέτρητον. Μετά καιρόν εδαιμονίσθη εις υιός του Μισδίου, και μη δυνάμενος να εύρη την ιατρείαν του, απήλθεν ο βασιλεύς εις τον τάφον του Αποστόλου, δια να λάβη μέρος εκ του αγίου λειψάνου και βάλη αυτό εις τον υιόν του, ίνα υεραπευθή· ανοίξας δε τον τάφον, δεν εύρε το λείψανον, διότι Χριστιανός τις το επήρε κρυφίως και το επήγεν εις την Δύσιν. Ο δε Θωμάς εφάνη προς τον βασιλέα λέγων· «Ζώντος εμού ηπίστησες, και τώρα πιστεύεις; Αλλά δια να ίδης του Δεσπότου μου την φιλανθρωπίαν, λάβε χώμα από τον τάφον μου και βάλε αυτό εις τον υιόν σου, να λάβη ευθύς την υγείαν του, διότι εγώ δεν είμαι μνησίκακος». Τότε ο βασιλεύς έφερεν εκεί τον υιόν του, και λαμβάνων ολίγον χώμα μετά πολλής πίστεως το έβαλεν εις τον δαιμονιζόμενον λέγων· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν». Ευθύς δε εθεραπεύθη ο υιός του. Όθεν εβαπτίσθη αυτός και όλον του το παλάτιον, ως και οι επίλοιποι όλης της πόλεως, έγινε δε μεγάλη πανήγυρις πανταχού εις εκείνα τα μέρη. Ο δε βασιλεύς παρεκάλει την ποτέ γυναίκα αυτού Τερτίαν ως και την Μιγδονίαν με δάκρυα και μεγάλην ταπείνωσιν να κάμουν ευχήν προς τον Δεσπότην Χριστόν δια να του συγχωρήση τα πρότερα αμαρτήματα, ως και τα κακά τα οποία έπραξεν εναντίον του τιμίου και ενδόξου Αποστόλου Αυτού. Τοσαύτης ευφροσύνης εγένετο εις ημάς, αδελφοί, πρόξενος ο θείος Θωμάς σήμερον, δια μέσου του οποίου οι βάρβαροι εκείνοι και μελανοί εις τα πρόσωπα από τον αισθητόν ήλιον ελαμπρύνθησαν από τον νοητόν της δικαιοσύνης Ήλιον. Ούτος απέστειλεν εις τας ψυχάς αυτών τας ακτίνας του με τον πιστόν του Απόστολον, δια του οποίου τους εφώτισε, ηγίασαν δε μετά ταύτα πολλοί από εκείνους καθώς εις τας βίβλους μας φαίνεται, και εξόχως εις τον Βίον του Οσίου πατρός ημών Ιωάσαφ, όστις ήτο βασιλεύς αυτών των Ινδών, και αφήκε την πρόσκαιρον βασιλείαν δια να απολαύση την αιώνιον· ης γένοιτο να απολαύσωμεν άπαντες. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου