Κοσμάς ο Μοναχός και Ηγούμενος, ο
αξιωθείς να ίδη την παρούσαν οπτασίαν, έζη εν Κωνσταντινουπόλει κατά τον
δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Ρωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει 932.
Ούτος υπήρξε ποτέ οικειότερος των υπηρετών, των υπηρετησάντων εις τον βασιλικόν
κοιτώνα του Αλεξάνδρου, του βασιλεύσαντος ολίγου προ του Ρωμανού, ήτοι του υιού
μεν Βασιλείου του Μακεδόνος, αδελφού δε Λέοντος του Σοφού. Ούτος λοιπόν ο του
Θεού άνθρωπος, αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν
πολιτείαν και μετονομασθείς Κοσμάς δια του αγγελικού Σχήματος, κατεστάθη
ύστερον και Ηγούμενος του σεβασμίου Μοναστηρίου του ευρισκομένου παρά τον
ποταμόν Σάγγαριν.
Αφ’ ου παρήλθον χρόνοι τινές, συνέβη να περιπέση ο θείος ούτος Κοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν και να παραμείνη ασθενής επί καιρόν πολύν. Αφ’ ου δε παρήλθον πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος ολίγον από την ασθένειαν και εγερθείς μικρόν από την κλίνην του εκάθισε, βασταζόμενος από το εν μέρος και από το άλλο παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Ευθύς όμως εγένετο εκτός εαυτού και έμεινεν εις την έκτασιν ταύτην από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην· και τους μεν οφθαλμούς του είχεν ανεωγμένους και προσέχοντας εις την στέγην του κελλίου του, το δε στόμα του εκρυφομίλει λόγους τινάς, πάντη ανάρθρους και ακατανοήτους. Ελθών δε ολίγον εις εαυτόν, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας· «Δότε μοι τας δύο μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα»· λέγων δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνών δια να εύρη τα ζητούμενα. Τινές δε των εκεί παρόντων, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις συνέβη εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον λέγοντες· «Ειπέ, ω Πάτερ, ειπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, δια την μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν· ειπέ και διηγήσου, που ήσουν επί τόσας ώρας και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου, με ποίον δε συνωμίλεις κινών τα χείλη σου»; Ο δε Όσιος βλέπων αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας έλεγεν· «Παύσατε, ω τέκνα, παύσατε, και όταν ο Κύριος θελήση και έλθω εις εμαυτόν, τότε βέβαια θέλω εκπληρώσει την δέησίν σας». Την δε πρωϊαν, συναχθείσης εις το κελλίον του Οσίου ολοκλήρου της αδελφότητος, ήρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν και να λέγη εις αυτούς ταύτα· «Πατέρες μου και αδελφοί· το μεν να εννοήσω όλα όσα είδον κατά μέρος και να διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν· όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθή. Εκεί όπου εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύο αδελφών, μου εφάνη ότι έβλεπον από το αριστερόν μου μέρος πλήθος πολύ ανθρωπαρίων τινών μελανών εις τα πρόσωπα. Η δε μελανότης δεν ήτο εις όλους η αυτή, αλλ’ εις άλλους μεν ήτο περισσοτέρα, εις άλλους δε ολιγωτέρα· και άλλοι μεν από εκείνους είχον τους οφθαλμούς ανεστραμμένους, άλλοι δε είχον αυτούς μαύρους, ως το χρώμα του μολύβδου, άλλοι δε είχον αυτούς αιματωμένους και έβλεπον ως φονείς και θηρία. Και άλλος μεν από εκείνους είχε μαύρα τα χείλη και πολλά εξωγκωμένα, άλλος δε είχεν μαύρον και φουσκωμένον μόνον το εν χείλος, και άλλος μεν είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε το κάτω». Τα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον παρά την κλίνην μου και εσπούδαζον να με πάρουν από σας· και πρώτον μεν σας έβλεπον όλους ισταμένους πέριξ εμού και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολύ, ούτε δειλιώ τας ορμάς των· ύστερον δε, δεν ηξεύρω πως, έμεινα μόνος χωρίς σας και ευθύς εκυριεύθην από εκείνα. Όθεν με ήρπασαν με πολλήν θρασύτητα και άλλοι μεν με έσυρον εμπρός δεδεμένον, άλλοι δε με ωθούσαν όπισθεν. Και άλλοι μεν με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με συνεπόδιζον, άλλοι δε με εστενοχώρουν δυνατά. Τέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτο περισσότερον από μίαν λίθου βολήν, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον, εις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν με βίαν μεγάλην με κατεβίβασαν. Εις το εν δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού ήτο μία οδός τόσον στενή, ώστε μόλις ηδύνατο να χωρέση εις αυτήν εν ίχνος ποδός. Εις ταύτην λοιπόν την στενήν και δύσβατον οδόν με έσυρον με βίαν μεγάλην, εγώ δε προσεπάθουν να κλίνω πάντοτε προς το δεξιόν μέρος, φοβούμενος μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Εις δε το χάος εκείνο εφαίνετο ότι διαπερά ποταμός, του οποίου η ροή έκαμνε μεγάλην και φοβεράν βοήν. Αφ’ ου λοιπόν με μεγάλον φόβον και τρόμον διαπεράσαμεν εκείνην την στενωτάτην οδόν, εύρομεν μίαν θύραν μεγάλην, ήτις ήτο ολίγον ανοικτήν· εις ταύτην δε εκάθητο ανήρ μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα, μαύρος μεν κατά την μορφήν, φοβερός δε κατά το πρόσωπον, διότι οι οφθαλμοί του ήσαν ανεστραμμένοι πολύ, μεγάλοι και αιματώδεις, εξέβαλλε δε εκ του στόματος φλόγα πυρός μεγίστην, από δε της ρινός του εξήρχετο καπνός· η γλώσσα του εκρέματο έξω του στόματος έως μίαν πήχυν, και η μεν δεξιά του χειρ ήτο τελείως κατάψυχρος και πεπαγωμένη, η δε αριστερά ήτο χονδρή ως στύλος, γυμνή και πολλά μακρά. Με ταύτην την χείρα έπιανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι όλοι το ουαί! Και το οίμοι! εφώναζον. Καθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναζεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οίτινες με έσυρον· «Ούτος είναι φίλος μου». Και ομού με τον λόγον ήπλωσε την χείρα του ζητών να με πιάση. Εγώ δε κυριευθείς από τον φόβον ετρόμαξα και συνεστάλην· παρευθύς τότε ενεφανίσθησαν δύο άνδρες λευκοί τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους συνεπέρανα, ότι είναι ο Απόστολος Ανδρέας και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, καθ’ όσον ενθυμούμαι τας αγίας αυτών Εικόνας. Τούτους λοιπόν βλέπων ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες με με ευμένειαν οι δύο εκείνοι άνδρες με διεπέρασαν εις μίαν εσωτέραν θύραν, δια της οποίας εξήλθομεν εις τινα πεδιάδα, εις την οποίαν ήσαν κάλλιστα και ωραιότατα χωρία. Περάσαντες δε και ταύτα, εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος και όλην την άλλην χάριν είναι αδύνατον να παραστήση τις δια λόγου. Εις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης εκάθητο Γέρων χαρίεις και τίμιος, έχων πέριξ αυτού πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης. Τότε λοιπόν, αποδιώξας και εγώ τον φόβον εκ της καρδίας μου, ηρώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύο οδηγούς μου, ποίος άραγε είναι ο Γέρων εκείνος και τι το πλήθος το περικυκλούν αυτόν. Οι δε είπον μοι· «Ο Αβραάμ είναι και ο κόλπος εκείνος, τον οποίον ακούεις, του Αβραάμ». Διο παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και προσεκύνησα και ησπάσθην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν ηκολουθήσαμεν την εις τα έμπροσθεν οδόν· αφ’ ου δε επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα απέραντον ελαιώνα, του οποίου τόσον πολυάριθμα ήσαν τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού, εις έκαστον δε δένδρον ήτο μία σκηνή και εις εκάστην σκηνήν ήτο και μία κλίνη και εις εκάστην κλίνην ήτο και ανά εις άνθρωπος. Εις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγνώρισα πολλούς, οίτινες, εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο εντός των βασιλικών παλατίων· άλλοι δε ήσαν και από τους κατοικούντας εις την Κωνσταντινούπολιν, και άλλοι προς τούτοις από το ιδικόν μας Μοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήσαν ήδη προαποθανόντες. Ενώ λοιπόν διελογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύο Γέροντας ποίος ήτο ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προλαμβάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν και λέγουσι: «Τι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών, και ποία είναι όσα βλέπεις εις αυτόν; Ταύτα είναι εκείνα, δια τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή: «Πολλαί μοναί παρά σοι, Σώτερ, πεφύκασι, κατ’ αξίαν μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον ήτο μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος ήσαν δώδεκα στοίχοι, οίτινες περιεκύλουν αυτό ως ζώναι, αι οποίαι δεν είχον εν χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Επειδή εκάστη ζώνη ήτο συνηρμοσμένη από ένα εκ των δώδεκα τιμίων λίθων· εσχημάτιζε δε εκάστη ένα κύκλον ξεχωριστόν. Τι δε πρέπει να λέγη τις δια την ισότητα, την οποίαν είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης, και δια την εις όλα ευαρμοστίαν; Εις το τείχος της πόλεως εκείνης ήσαν πύλαι εστολισμέναι με χρυσίον και αργύριον, εντός δε των πυλών ήτο δάπεδον χρυσότευκτον, επί δε του δαπέδου τούτου ήσαν οικίαι χρυσαί, χρυσαί καθέδραι και χρυσαί τράπεζαι. Όλη δε η πόλις ήτο γεμάτη από ανεκλάλητον φως, γεμάτη από ευωδίας, γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Ταύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πτηνόν, ούτε άλλο κανέν ζώον ή πράγμα εξ όσων κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Εις δε την άκραν της πόλεως ήσαν κτισμένα θαυμαστά βασίλεια, εις των οποίων την θύραν και είσοδον ήτο εις θάλαμος, δηλαδή θαυμαστός νυμφικός κοιτών, του οποίου ο γύρος ήτο τόσον μέγας, όση είναι μία βολή λίθου. Εις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του ήτο εξηπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον Ρωμαϊκόν, η οποία ήτο υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθηται και να ακουμβά άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτο γεμάτη από συμποσιάζοντας. Και ο οίκος δε όλος εκείνος ήτο γεμάτος από καθαρώτατον φως και από ευωδίαν και πάσαν χάριν· προς το τέλος δε του θαλάμου εκείνου ήτο μία οικοδομή μακρά, εις είδος κοχλίου κατασκευασμένη, και πλησίον ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Από τούτο λοιπόν το ηλιακόν έσκυψαν δύο φωτόμορφοι νέοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν και γεμάτοι από πάσαν λαμπρότητα, οίτινες είπον εις τους δύο Γέροντας εκείνους περί εμού: «Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν»· και ομού με τον λόγον έδειξαν και με τον δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύο Γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Αυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος και εκάθισαν και αυτοί, οι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι εμβήκαν δήθεν εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτο πλησίον εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας. Τότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπάζης εκείνης εγνώριζον πολλούς τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή και λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, και Μοναχούς του ιδικού μας Μοναστηρίου. Αφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι και είπον προς τους μετ’ εμού δύο Γέροντας: «Επιστρέψατε τούτον οπίσω, διότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα· όθεν ο βασιλεύς, παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν· επιστρέφοντες λοιπόν τούτον δι’ άλλης οδού, λάβετε αντ’ αυτού τον Μοναχόν Αθανάσιον, από το Μοναστήριον του Τραϊανού». Παρευθύς τότε οι δύο Γέροντες παραλαβόντες με εξήλθον από τον θάλαμον και από την πύλην εκείνην δι’ άλλης οδού συντομωτέρας. Κατά την οδόν δε απηντήσαμεν επτά λίμνας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας, διότι άλλη μεν λίμνη ήτο γεμάτη από σκότος, άλλη δε από πυρ. Και η μία μεν ήτο γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην, η δε άλλη από σκώληκας και άλλη από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήσαν γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων, οίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο. Αφ’ ου δε επεράσαμεν τας λίμνας εκείνας και επροχωρήσαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον Γέροντα, όστις ήτο ο Αβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας ησπασάμην. Εκείνος δε μοι έδωκε ποτήριον χρυσούν πλήρες οίνου, γλυκυτέρου και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία τεμάχια ξηρού άρτου, από τα οποία, το μεν εν έβαψα μέσα εις τον οίνον, και μοι εφάνη ότι το έφαγον και έπιον και όλον τον οίνον. Τα δε άλλα τεμάχια μοι εφάνη ότι έβαλον μέσα εις τον κόλπον μου, τα οποία και εζήτουν χθες από σας. Είτα μετ’ ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον, όστις βλέπων με έτριξε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν έλεγε προς εμέ· «Τώρα μεν εγλύτωσες από τας χείρας μου, εις το εξής όμως δεν θέλω παύσει από του να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά και εναντίον σου και εναντίον του Μοναστηρίου σου». Ταύτα μεν, όσα ηξεύρω και όσα ενθυμούμαι, ιδού σας εφανέρωσα, Πατέρες και αδελφοί. Πως δε ήλθον πάλιν εις εμαυτόν, παντελώς δεν ηξεύρω. Αφ’ ου δε ταύτα είπε και διηγήθη ο Κοσμάς, εστάλη εις αδελφός εις το Μοναστήριον, το επονομαζόμενον του Τραϊανού, διότι ήσαν και τα δύο γειτονεύοντα, και ούτως είναι έως την σήμερον. Ζήσας δε ο Όσιος Κοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύο Μοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν προεξένησεν εις αυτά και κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Μοναχών και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αφ’ ου παρήλθον χρόνοι τινές, συνέβη να περιπέση ο θείος ούτος Κοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν και να παραμείνη ασθενής επί καιρόν πολύν. Αφ’ ου δε παρήλθον πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος ολίγον από την ασθένειαν και εγερθείς μικρόν από την κλίνην του εκάθισε, βασταζόμενος από το εν μέρος και από το άλλο παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Ευθύς όμως εγένετο εκτός εαυτού και έμεινεν εις την έκτασιν ταύτην από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην· και τους μεν οφθαλμούς του είχεν ανεωγμένους και προσέχοντας εις την στέγην του κελλίου του, το δε στόμα του εκρυφομίλει λόγους τινάς, πάντη ανάρθρους και ακατανοήτους. Ελθών δε ολίγον εις εαυτόν, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας· «Δότε μοι τας δύο μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα»· λέγων δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνών δια να εύρη τα ζητούμενα. Τινές δε των εκεί παρόντων, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις συνέβη εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον λέγοντες· «Ειπέ, ω Πάτερ, ειπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, δια την μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν· ειπέ και διηγήσου, που ήσουν επί τόσας ώρας και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου, με ποίον δε συνωμίλεις κινών τα χείλη σου»; Ο δε Όσιος βλέπων αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας έλεγεν· «Παύσατε, ω τέκνα, παύσατε, και όταν ο Κύριος θελήση και έλθω εις εμαυτόν, τότε βέβαια θέλω εκπληρώσει την δέησίν σας». Την δε πρωϊαν, συναχθείσης εις το κελλίον του Οσίου ολοκλήρου της αδελφότητος, ήρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν και να λέγη εις αυτούς ταύτα· «Πατέρες μου και αδελφοί· το μεν να εννοήσω όλα όσα είδον κατά μέρος και να διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν· όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθή. Εκεί όπου εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύο αδελφών, μου εφάνη ότι έβλεπον από το αριστερόν μου μέρος πλήθος πολύ ανθρωπαρίων τινών μελανών εις τα πρόσωπα. Η δε μελανότης δεν ήτο εις όλους η αυτή, αλλ’ εις άλλους μεν ήτο περισσοτέρα, εις άλλους δε ολιγωτέρα· και άλλοι μεν από εκείνους είχον τους οφθαλμούς ανεστραμμένους, άλλοι δε είχον αυτούς μαύρους, ως το χρώμα του μολύβδου, άλλοι δε είχον αυτούς αιματωμένους και έβλεπον ως φονείς και θηρία. Και άλλος μεν από εκείνους είχε μαύρα τα χείλη και πολλά εξωγκωμένα, άλλος δε είχεν μαύρον και φουσκωμένον μόνον το εν χείλος, και άλλος μεν είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε το κάτω». Τα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον παρά την κλίνην μου και εσπούδαζον να με πάρουν από σας· και πρώτον μεν σας έβλεπον όλους ισταμένους πέριξ εμού και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολύ, ούτε δειλιώ τας ορμάς των· ύστερον δε, δεν ηξεύρω πως, έμεινα μόνος χωρίς σας και ευθύς εκυριεύθην από εκείνα. Όθεν με ήρπασαν με πολλήν θρασύτητα και άλλοι μεν με έσυρον εμπρός δεδεμένον, άλλοι δε με ωθούσαν όπισθεν. Και άλλοι μεν με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με συνεπόδιζον, άλλοι δε με εστενοχώρουν δυνατά. Τέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτο περισσότερον από μίαν λίθου βολήν, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον, εις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν με βίαν μεγάλην με κατεβίβασαν. Εις το εν δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού ήτο μία οδός τόσον στενή, ώστε μόλις ηδύνατο να χωρέση εις αυτήν εν ίχνος ποδός. Εις ταύτην λοιπόν την στενήν και δύσβατον οδόν με έσυρον με βίαν μεγάλην, εγώ δε προσεπάθουν να κλίνω πάντοτε προς το δεξιόν μέρος, φοβούμενος μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Εις δε το χάος εκείνο εφαίνετο ότι διαπερά ποταμός, του οποίου η ροή έκαμνε μεγάλην και φοβεράν βοήν. Αφ’ ου λοιπόν με μεγάλον φόβον και τρόμον διαπεράσαμεν εκείνην την στενωτάτην οδόν, εύρομεν μίαν θύραν μεγάλην, ήτις ήτο ολίγον ανοικτήν· εις ταύτην δε εκάθητο ανήρ μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα, μαύρος μεν κατά την μορφήν, φοβερός δε κατά το πρόσωπον, διότι οι οφθαλμοί του ήσαν ανεστραμμένοι πολύ, μεγάλοι και αιματώδεις, εξέβαλλε δε εκ του στόματος φλόγα πυρός μεγίστην, από δε της ρινός του εξήρχετο καπνός· η γλώσσα του εκρέματο έξω του στόματος έως μίαν πήχυν, και η μεν δεξιά του χειρ ήτο τελείως κατάψυχρος και πεπαγωμένη, η δε αριστερά ήτο χονδρή ως στύλος, γυμνή και πολλά μακρά. Με ταύτην την χείρα έπιανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι όλοι το ουαί! Και το οίμοι! εφώναζον. Καθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναζεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οίτινες με έσυρον· «Ούτος είναι φίλος μου». Και ομού με τον λόγον ήπλωσε την χείρα του ζητών να με πιάση. Εγώ δε κυριευθείς από τον φόβον ετρόμαξα και συνεστάλην· παρευθύς τότε ενεφανίσθησαν δύο άνδρες λευκοί τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους συνεπέρανα, ότι είναι ο Απόστολος Ανδρέας και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, καθ’ όσον ενθυμούμαι τας αγίας αυτών Εικόνας. Τούτους λοιπόν βλέπων ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες με με ευμένειαν οι δύο εκείνοι άνδρες με διεπέρασαν εις μίαν εσωτέραν θύραν, δια της οποίας εξήλθομεν εις τινα πεδιάδα, εις την οποίαν ήσαν κάλλιστα και ωραιότατα χωρία. Περάσαντες δε και ταύτα, εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος και όλην την άλλην χάριν είναι αδύνατον να παραστήση τις δια λόγου. Εις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης εκάθητο Γέρων χαρίεις και τίμιος, έχων πέριξ αυτού πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης. Τότε λοιπόν, αποδιώξας και εγώ τον φόβον εκ της καρδίας μου, ηρώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύο οδηγούς μου, ποίος άραγε είναι ο Γέρων εκείνος και τι το πλήθος το περικυκλούν αυτόν. Οι δε είπον μοι· «Ο Αβραάμ είναι και ο κόλπος εκείνος, τον οποίον ακούεις, του Αβραάμ». Διο παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και προσεκύνησα και ησπάσθην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν ηκολουθήσαμεν την εις τα έμπροσθεν οδόν· αφ’ ου δε επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα απέραντον ελαιώνα, του οποίου τόσον πολυάριθμα ήσαν τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού, εις έκαστον δε δένδρον ήτο μία σκηνή και εις εκάστην σκηνήν ήτο και μία κλίνη και εις εκάστην κλίνην ήτο και ανά εις άνθρωπος. Εις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγνώρισα πολλούς, οίτινες, εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο εντός των βασιλικών παλατίων· άλλοι δε ήσαν και από τους κατοικούντας εις την Κωνσταντινούπολιν, και άλλοι προς τούτοις από το ιδικόν μας Μοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήσαν ήδη προαποθανόντες. Ενώ λοιπόν διελογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύο Γέροντας ποίος ήτο ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προλαμβάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν και λέγουσι: «Τι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών, και ποία είναι όσα βλέπεις εις αυτόν; Ταύτα είναι εκείνα, δια τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή: «Πολλαί μοναί παρά σοι, Σώτερ, πεφύκασι, κατ’ αξίαν μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον ήτο μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος ήσαν δώδεκα στοίχοι, οίτινες περιεκύλουν αυτό ως ζώναι, αι οποίαι δεν είχον εν χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Επειδή εκάστη ζώνη ήτο συνηρμοσμένη από ένα εκ των δώδεκα τιμίων λίθων· εσχημάτιζε δε εκάστη ένα κύκλον ξεχωριστόν. Τι δε πρέπει να λέγη τις δια την ισότητα, την οποίαν είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης, και δια την εις όλα ευαρμοστίαν; Εις το τείχος της πόλεως εκείνης ήσαν πύλαι εστολισμέναι με χρυσίον και αργύριον, εντός δε των πυλών ήτο δάπεδον χρυσότευκτον, επί δε του δαπέδου τούτου ήσαν οικίαι χρυσαί, χρυσαί καθέδραι και χρυσαί τράπεζαι. Όλη δε η πόλις ήτο γεμάτη από ανεκλάλητον φως, γεμάτη από ευωδίας, γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Ταύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πτηνόν, ούτε άλλο κανέν ζώον ή πράγμα εξ όσων κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Εις δε την άκραν της πόλεως ήσαν κτισμένα θαυμαστά βασίλεια, εις των οποίων την θύραν και είσοδον ήτο εις θάλαμος, δηλαδή θαυμαστός νυμφικός κοιτών, του οποίου ο γύρος ήτο τόσον μέγας, όση είναι μία βολή λίθου. Εις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του ήτο εξηπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον Ρωμαϊκόν, η οποία ήτο υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθηται και να ακουμβά άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτο γεμάτη από συμποσιάζοντας. Και ο οίκος δε όλος εκείνος ήτο γεμάτος από καθαρώτατον φως και από ευωδίαν και πάσαν χάριν· προς το τέλος δε του θαλάμου εκείνου ήτο μία οικοδομή μακρά, εις είδος κοχλίου κατασκευασμένη, και πλησίον ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Από τούτο λοιπόν το ηλιακόν έσκυψαν δύο φωτόμορφοι νέοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν και γεμάτοι από πάσαν λαμπρότητα, οίτινες είπον εις τους δύο Γέροντας εκείνους περί εμού: «Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν»· και ομού με τον λόγον έδειξαν και με τον δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύο Γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Αυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος και εκάθισαν και αυτοί, οι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι εμβήκαν δήθεν εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτο πλησίον εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας. Τότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπάζης εκείνης εγνώριζον πολλούς τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή και λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, και Μοναχούς του ιδικού μας Μοναστηρίου. Αφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι και είπον προς τους μετ’ εμού δύο Γέροντας: «Επιστρέψατε τούτον οπίσω, διότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα· όθεν ο βασιλεύς, παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν· επιστρέφοντες λοιπόν τούτον δι’ άλλης οδού, λάβετε αντ’ αυτού τον Μοναχόν Αθανάσιον, από το Μοναστήριον του Τραϊανού». Παρευθύς τότε οι δύο Γέροντες παραλαβόντες με εξήλθον από τον θάλαμον και από την πύλην εκείνην δι’ άλλης οδού συντομωτέρας. Κατά την οδόν δε απηντήσαμεν επτά λίμνας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας, διότι άλλη μεν λίμνη ήτο γεμάτη από σκότος, άλλη δε από πυρ. Και η μία μεν ήτο γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην, η δε άλλη από σκώληκας και άλλη από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήσαν γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων, οίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο. Αφ’ ου δε επεράσαμεν τας λίμνας εκείνας και επροχωρήσαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον Γέροντα, όστις ήτο ο Αβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας ησπασάμην. Εκείνος δε μοι έδωκε ποτήριον χρυσούν πλήρες οίνου, γλυκυτέρου και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία τεμάχια ξηρού άρτου, από τα οποία, το μεν εν έβαψα μέσα εις τον οίνον, και μοι εφάνη ότι το έφαγον και έπιον και όλον τον οίνον. Τα δε άλλα τεμάχια μοι εφάνη ότι έβαλον μέσα εις τον κόλπον μου, τα οποία και εζήτουν χθες από σας. Είτα μετ’ ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον, όστις βλέπων με έτριξε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν έλεγε προς εμέ· «Τώρα μεν εγλύτωσες από τας χείρας μου, εις το εξής όμως δεν θέλω παύσει από του να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά και εναντίον σου και εναντίον του Μοναστηρίου σου». Ταύτα μεν, όσα ηξεύρω και όσα ενθυμούμαι, ιδού σας εφανέρωσα, Πατέρες και αδελφοί. Πως δε ήλθον πάλιν εις εμαυτόν, παντελώς δεν ηξεύρω. Αφ’ ου δε ταύτα είπε και διηγήθη ο Κοσμάς, εστάλη εις αδελφός εις το Μοναστήριον, το επονομαζόμενον του Τραϊανού, διότι ήσαν και τα δύο γειτονεύοντα, και ούτως είναι έως την σήμερον. Ζήσας δε ο Όσιος Κοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύο Μοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν προεξένησεν εις αυτά και κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Μοναχών και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου