Ὁ Ἰωάννης Σκαλτσούνης κρίνει τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν -- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Οἱ ἐπηρεασµένοι ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκό Διαφωτισµὸ καὶ ὀπαδοὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, τὴν κορύφωσή του, προτιµοῦν νὰ εἶναι µαθηταὶ τοῦ Βολταίρου († 1778), τοῦ πνευµατικοῦ της πατέρα, καὶ ὄχι τοῦ Ἁγίου Κοσµᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ († 1779). Ἐπίσης, προδίδοντας τὸ νόθο φρόνηµα καὶ τὴν ἄγνοιά τους, θεωροῦν τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1789 ὡς πρότυπο τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, µολονότι οὐδεµία ἄµεση σχέση ἔχουν. Ἡ δική µας Ἐπανάσταση, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ στοὺς µαθητὲς τοῦ Γυµνασίου τῶν Ἀθηνῶν, ἔγινε «πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος». Καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ταυτισµένος ἀπόλυτα µὲ τὸ ᾽21 καὶ τὴν ἐθνικὴ µας παλιγγενεσία, ἦταν ὁ ἁρµοδιώτερος νὰ προσδιορίσει τὸν χαρακτήρα καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ Μεγάλου Ἐθνικοῦ µας Ἀγώνα. Ὑπάρχουν ὅµως καὶ οἱ Ἕλληνες ἐκεῖνοι, ποὺ λόγῳ τῆς παιδείας καὶ τοῦ Ἑλληνορθοδόξου φρονήµατός τους µποροῦν νὰ ἀποτιµήσουν ὀρθὰ τὰ πράγµατα, διαπιστώνοντας τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς δικῆς µας Ἐπαναστάσεως καὶ τῶν στόχων της. Ἕνας ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξε ὁ Ἰωάννης Σκαλτσούνης, ἀντιπρόεδρος (1894 - 96) καὶ πρόεδρος (1897 -1905) τοῦ θρησκευτικοῦ Συλλόγου «Ἀνάπλασις» τῶν Ἀθηνῶν. Κρίθηκε, ἔτσι, σκόπιµο -ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς Ἐθνικῆς µας Ἐπετείου τῆς 25ης Μαρτίου- νὰ παρουσιασθεῖ ἡ κριτική του.


 Ὁ Ἰωάννης Σκαλτσούνης (1824 - 1905), διακεκριµένος νοµοµαθής καὶ οἰκονοµολόγος, φιλόσοφος καὶ ἀπολογητὴς τοῦ Χριστιανισµοῦ ἐναντίον τοῦ ὑλισµοῦ, ἀλλὰ καὶ πολυγραφότατος συγγραφέας, ἀφιέρωσε µία σειρὰ ἄρθρων στὸ περιοδικό «Ἀνάπλασις» (ἔτος Α´, ἀριθµ. 7- 10) µὲ τὸν τίτλο «Ὁ Χριστιανισµὸς καὶ ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις», τὰ ὁποῖα συγχωνεύθηκαν κατόπιν στὸ γνωστὸ ἀπολογητικὸ ἔργο του «Θρησκεία καὶ Ἐπιστήµη» (Ἀθῆναι 1889). Τὰ ἄρθρα ἄρχισαν νὰ δηµοσιεύονται τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1888, µὲ ἀφορµὴ τὴν προετοιµασία τοῦ ἑορτασµοῦ τῆς πρώτης ἑκατονταετίας τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ ἔντονη παρουσία του στὴ δηµόσια ζωὴ τῆς Χώρας, καὶ κυρίως στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς θρησκείας, (ὀνοµάσθηκε «πρῶτος χριστιανὸς τῆς Ἑλλάδος καὶ πρῶτος Ἕλλην», «Ἀκρόπολις», 18.4.1896) προσδίδει στὶς ἀπόψεις του ἰδιαίτερη βαρύτητα. Τὸ ἐπιστηµονικό του µάλιστα κύρος στὴν τότε ἑλληνικὴ κοινωνία, ἀλλὰ καὶ ἡ βαθιά του κατάρτιση γύρω ἀπὸ τὰ φιλοσοφικά, πολιτικὰ καὶ ἐπιστηµονικὰ πράγµατα τῆς Εὐρώπης, καθιστοῦν τὸ λόγο του ὑπεύθυνο καὶ γι᾽ αὐτὸ ὑπολογίσιµο. Ὁ Σκαλτσούνης, ὅπως δηλώνει στὴν ἀρχὴ τῆς ἔρευνάς του, δὲν ἤθελε νὰ παρέµβει στὴ διαµάχη τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ ἀντιπάλων τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀλλὰ «σταθµώµενος γεγονότα τινά», παραδεκτὰ καὶ ἀπὸ τὶς δύο ὁµάδες, νὰ ἀποσαφηνίσει «µιάν ἱστορικὴν ἀλήθειαν» (σ. 81). Ἔτσι, διακρίνει δύο φάσεις στὴν Ἐπανάσταση: Κατὰ τὴν πρώτη (1789-1791) «ἡ Δηµοκρατία καταργήσασα τὸν Χριστιανισµὸν καὶ πᾶσαν θρησκευτικὴν ἰδέαν καταδιώξασα, παρέλυσε τὰς δυνάµεις παντὸς ἐνθέου συναισθήµατος καὶ ἐφήρµοσεν ἐν τῇ ὀργανώσει καὶ διοικήσει τῆς πολιτείας τὰς ἀρχὰς τοῦ ἀθεϊσµοῦ καὶ τῆς ὑλιστικῆς διδασκαλίας». Εἶναι φανερὸ ὅτι κριτήριο τοῦ συγγραφέα εἶναι ἡ θρησκεία -καὶ µάλιστα ὁ Χριστιανισµός- βάσει τοῦ ὁποίου ἐπιχειρεῖ ὄχι µόνο τὴν περιοδολόγησή της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιτευγµάτων τῆς Ἐπαναστάσεως. «Ἡ Γ. Ε. ἐπετέλεσε τὰ κοινωνικὰ αὐτῆς µεγαλουργήµατα καὶ σωτηρίους εἰσήγαγε κοινωνικοὺς θεσµοὺς καὶ τὴν πολιτείαν διηύθυνεν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς προόδου καὶ τῆς τελειοποιήσεως, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον ἐπεκράτει καὶ κατίσχυεν εἰς τὰ βουλευόµενα καὶ διοικοῦντα σώµατα τὸ πνεῦµα τοῦ Χριστιανισµοῦ καὶ ὁ σεβασµὸς τῆς θρησκευτικῆς ἰδέας, ἐξώκειλε δὲ εἰς ἀθεµιτουργίας καὶ εἰς κοινωνικὰ κακουργήµατα καὶ τὴν Γαλλίαν ὡδήγησεν εἰς τὴν ἄβυσσον τῶν κινδύνων καὶ τῆς ἀπωλείας, ἀφ᾽ ἧς καταργήσασα τὸν Χριστιανισµόν, εἰσήγαγε τὸν λαὸν εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ σκεπτικισµοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας» (σ. 81-2). Κατὰ τὴ β´ περίοδο τῆς Ἐπαναστάσεως, ὅπως γράφει, κυριάρχησαν οἱ ἰδέες τοῦ Βολταίρου καὶ τοῦ Ρουσσώ (ἄρνηση τῆς ἀποκαλύψεως καὶ ὑπόσκαψη «τῶν βάσεων τοῦ θετικοῦ θρησκεύµατος»), οἱ ὁποῖες ἀρχικὰ εἶχαν κλονίσει «τὰς θρησκευτικὰς πεποιθήσεις τῶν ἀνωτέρων τάξεων» (82). Σ᾽ αὐτὰ τὰ δύο πρόσωπα ἐντοπίζει ὁ Σκαλτούνης τὶς ἰδεολογικὲς ἀφετηρίες τῆς σκληρῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου, χωρὶς νὰ ἀναφέρει οὔτε µία φορὰ ρητὰ τὸ ∆ιαφωτισµὸ ἢ ἄλλους ἐκπροσώπους του. Ὁ Σκαλτσούνης, ὡς κοινωνικὸς ἀγωνιστὴς καὶ φωτιστὴς τοῦ λαοῦ, δὲν ἀπορρίπτει «κατ᾽ ἀρχὴν» τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, θεωρώντας την ὡς ἀναπότρεπτη καὶ ἀναγκαία ἱστορικὴ νοµοτέλεια, γιὰ τὴν κατάλυση τῆς ἀντιχριστιανικῆς φεουδαρχίας. «Τὴν νύκτα τῆς 4ης Αὐγούστου 1789, συνελθόντες οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ἀριστοκρατίας καὶ τοῦ κλήρου µετὰ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἀστῶν, κατήργησαν ἐν πλήρει ὁµοφωνίᾳ τὰς προσωπικὰς δουλείας, τὰ ἐκκλησιαστικὰ δέκατα, τοὺς τιµαριωτικοὺς δεσµοὺς καὶ τὰς ὑφισταµένας τῶν κοινωνικῶν τάξεων καὶ ἱκανοτήτων διακρίσεις, προκηρύξαντες δὲ τὴν ἰσότητα τῶν πολιτῶν ἐνώπιον τοῦ νόµου, ἀπέδοσαν εἰς πάντας ἀδιακρίτως τὸ δικαίωµα νὰ καθέξωσι πᾶσαν πολιτικὴν ἢ στρατιωτικὴν θέσιν». Ὀνοµάζει, ἔτσι, τὴ νύκτα τῆς 4ης Αὐγούστου «περίδοξον», διότι κατ᾽ αὐτὴν «µετεβλήθη ριζικῶς ἡ κοινωνικὴ καὶ πολιτειακὴ τῆς Γαλλίας ὀργάνωσις» καὶ συνεπῶς ἡ ἀπόφαση «ἦτο σύµφωνος πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ Χριστιανισµοῦ». Ἄλλωστε, χριστιανικὲς ἦταν καὶ οἱ ἀρχές, πάνω στὶς ὁποῖες -κατὰ τὶς διακηρύξεις τουλάχιστον- στηριζόταν ἡ Ἐπανάσταση: ἐλευθερία, κοινωνικὴ ἰσότητα καὶ ἀδελφότητα. Σ᾽ αὐτὸ ἐπικαλεῖται τὸ Λαµαρτίνο («ἡ φιλοσοφία τῆς ἐπαναστάσεως οὐδὲ λέξιν τινὰ ἐπενόησεν ἀληθεστέραν ἢ πληρεστέραν ἢ ἁγιωτέραν, ἀφ᾽ ὅσα ἐδίδαξεν ὁ Ἰησοῦς»), θεµελιώνει δὲ τὶς ἀρχὲς αὐτές, ἀντίστοιχα, στὰ χωρία: Ἰακ. 1, 25, Ματθ. 20, 25 καὶ Ματθ. 25, 40, χωρὶς βέβαια νὰ ἐπιχειρήσει τὴν ἐλάχιστη διερεύνηση τῆς σηµασίας, ποὺ οἱ λέξεις αὐτὲς ἔλαβαν στὴ φιλοσοφία τῶν Γάλλων Ἐπαναστατῶν, κάτι ποὺ σὲ περιορισµένη ἔστω ἔκταση ἐπεχείρησαν ἄλλοι. Ἡ β´ ὅµως ἐπαναστατικὴ περίοδος ἔχει κατὰ τὸ Σκαλτσούνη σαφῶς ἀντιχριστιανικὸ χαρακτήρα. «‑Ὑλισταί, ἄθεοι, Ἰακωβίνοι, οἱ ἰατροὶ Μαρὰ καὶ ὁ Δαντὸν καὶ ὁ Ροβεσπιέρος καὶ πάντα τὰ ἀπαίσια κοινωνικὰ στοιχεῖα, τίθενται ἐπὶ κεφαλῆς ληστρικοῦ κόµµατος πρὸς ἵδρυσιν δῆθεν δηµοκρατίας, ἀλλὰ πράγµατι πρὸς κατάργησιν παντὸς κοινωνικοῦ καὶ οἰκογενειακοῦ θεσµοῦ καὶ πρὸς ἐξόντωσιν παντὸς ὁσίου καὶ ὑγιοῦς στοιχείου». «Πρῶτος δὲν ὅρος ἐπιτυχίας, ὡς εἰκός, ἐθεωρήθη ἡ κατάργησις τοῦ χριστιανικοῦ θρησκεύµατος καὶ ἡ ἀπὸ τῆς καρδίας τοῦ λαοῦ ἀπάλειψις τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήµατος». ∆ὲν παραλείπει δὲ νὰ παραθέσει µία σειρὰ ἀντιχριστιανικῶν πράξεων. Ὁ Σκαλτσούνης δὲν παραβλέπει τὴν ὑπαναχώρηση τοῦ Ροβεσπιέρου στὸ θέµα τῆς θρησκείας. Καὶ αὐτὸς ὁ ἀρχηγὸς τῆς τροµοκρατίας, βλέποντας τὶς ἐξελίξεις, καταργεῖ τὴν ἀθεΐα καὶ κηρύσσει ὡς ἐπιστηµονικὴ ἀλήθεια τὴν ὕπαρξη τοῦ Ὑπερτάτου Ὄντος καὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς (Ψήφισµα 1.5.1794). Παραδέχεται ὅµως ὅτι ὁ Ροβεσπιέρος «µετέγνω ὡς πολιτικός, ἀλλὰ δὲν µετενόησεν ὡς Χριστιανός». Δὲν βλέπει δηλαδὴ χριστιανικὸ πνεῦµα στὶς ἐνέργειες τοῦ Ροβεσπιέρου, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ χαρακτηρίσει βαθύτερα τὴν οὐσία τῶν πράξεών του καὶ τὸν τεκτονικό τους χαρακτήρα. Ἀποφαίνεται ὅµως κριτικά: «Οὕτω δὲ καὶ τὸ πείραµα τοῦ φιλοσοφικοῦ θεϊσµοῦ πρὸς ἀποκατάστασιν τοῦ καταργηθέντος θρησκεύµατος ἀπεπνίγη καὶ ἐναυάγησε», µετὰ µάλιστα τὴν καρατόµηση τοῦ Ροβεσπιέρου (8.7.1794) (σ. 101). Ἔτσι, «ἡ ἐκ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως προκύψασα ∆ηµοκρατία, ἀποκρούσασα καὶ καταδιώξασα τὸ πανσθενὲς τοῦ θρησκεύµατος ἔρεισµα, ἠτιµάσθη, καὶ ἀναδειχθεῖσα ἀνίκανος πρὸς ἀναδιοργάνωσιν τοῦ ἀποσυντεθέντος κοινωνικοῦ σώµατος, καπέπεσεν ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐγκληµάτων, ὅσα διέπραξε καὶ ἐκορύφωσε τὰ δεινά, ὅσα ἡ µεταπολίτευσις κατὰ τὴν πρώτην αὐτῆς περίοδον ἐθεράπευσε» (116). Ὁ ἀποχριστιανισµὸς τῆς Γαλλικῆς ∆ηµοκρατίας ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀποτυχίας της. Μέσα δὲ σ᾽ αὐτὸ τὸ ἀντιχριστιανικὸ πνεῦµα καὶ οἱ ἰδεολογικὲς βάσεις τῆς Ἐπαναστάσεως ἀποδυναµώθηκαν. «Καὶ διετήρησε µὲν καὶ ἐπέγραψεν ἐπὶ τοῦ προγράµµατός της τὰς χριστιανικὰς περὶ ἐλευθερίας καὶ ἰσότητος ἀρχάς, ἀλλὰ διὰ τῆς πνοῆς τῆς ἀσεβείας καὶ τοῦ ὀρθολογισµοῦ ἐδηλητηρίασε, καὶ τὸν τελικὸν αὐτῶν σκοπὸν διέστρεψε, καὶ πάντα τὰ µέσα τῆς πραγµατώσεως αὐτῶν περιεφρόνησε καὶ ἀπέκρουσεν». Αὐτὸ ἀποδεικνύει ἰδιαίτερα ἡ περίοδος τῆς τροµοκρατίας (1792 - 94), ἡ «ἐποχὴ τῶν θεοµάχων». Γιὰ τὸ συγγραφέα µας εἶναι «ἡ ἀπανθρωποτέρα καὶ βδελυρωτέρα σελὶς τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρωπίνων κακουργηµάτων». Συµπεραίνει δὲ ὅτι «τὰ ἐν Γαλλίᾳ γενόµενα µετὰ τὸ ἔτος 1791 πρόκεινται οἰκτρὸν καὶ περιφανὲς ἅµα ὑπόδειγµα λαοῦ, ἀπολέσαντος πᾶν θεοσεβείας αἴσθηµα καὶ πᾶσαν θρησκευτικὴν ἀποβαλόντος πεποίθησιν». Σὲ ἄλλο δὲ σηµεῖο ἐπαναλαµβάνει ἐµφαντικὰ τὴ γνώµη τοῦ Bonfandini ὅτι «τὸ ἔτος 1793 (ἡ βασιλοκτονία;) ὑπῆρξεν ὁ δήµιος τοῦ 1789». Ὁ Σκαλτσούνης, ἔτσι, δικαιώνει ὅσα εἶχε διακηρύξει γιὰ τὴν Γ.Ε. ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Στὰ ὅρια τοῦ θέµατός του ὁ Σκαλτσούνης ἀποτιµᾶ καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ναπολέοντα στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς Γαλλίας. Ἡ γνώµη του γι᾽ αὐτὸν εἶναι θετική, διότι «ἐκλεχθεὶς ὕπατος τῆς Δηµοκρατίας προήγαγε τὰ τῆς θρησκευτικῆς παιδεύσεως καὶ ἐπροστάτευσε τὴν Ἐκκλησίαν‑» ἐπιφανειακὰ τοὐλάχιστον. Δὲν πρέπει νὰ ξενίζει ὁ τρόπος, µὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σκαλτσούνης ἀναφέρεται στὸν Παπισµό, ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια αἴτια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως (ὁ κλῆρος ἀποτελοῦσε τὴ δεύτερη τάξη τῆς φεουδαρχίας). Αὐτὸ δέ, φαίνεται νὰ τὸ παραθεωρεῖ ὁ συγγραφέας. Κατ᾽ ἀρχὰς ὅµως ἡ σκέψη του ἑστιάζεται στὴ στάση τοῦ Ναπολέοντα ἀπέναντι στὴ θρησκεία καὶ δεύτερον δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶµε ὅτι οἱ περιπέτειες τοῦ Ρωµαιοκαθολικισµοῦ στὶς περιδινήσεις τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου ἔκαµαν τὴ µόνιµα ἀντιπαπικὴ Ἀνατολὴ νὰ βλέπει τὸν Παπισµὸ µὲ συµπάθεια. Ὁ Σκαλτσούνης ἀποτιµᾶ θετικὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν ἀπόφαση γιὰ συµµετοχὴ στὴ λατρεία «τῶν ἐσωτερικῶν µαθητῶν». Γι᾽ αὐτὸ θεωρεῖ τὸ Ναπολέοντα ἕναν ἀπὸ τοὺς «κήρυκας καὶ ὑπηρέτας τῆς χριστιανικῆς ἀναβιώσεως καὶ τῆς ἐπελθούσης ἀναστάσεως» καὶ αἰτία τῆς σηµειωθείσης προόδου. «Ἔκτοτε τὸ Γαλλικὸν Ἔθνος, ἐπανελθὸν εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωήν, προήχθη ἐν πολιτισµῷ καὶ ἐπιστηµονικῇ προόδῳ ὅσον οὐδεὶς ἕτερος τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν». Βέβαια, στὸ σηµεῖο αὐτὸ θὰ µποροῦσαν πολλὰ νὰ λεχθοῦν γιὰ τὶς κρίσεις τοῦ Σκαλτσούνη, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ παραβλέπει τελείως τὸν µέσῳ τῆς Ἐπαναστάσεως διαποτισµὸ ὄχι µόνο τοῦ Γαλλικοῦ Λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης, µὲ ἕνα πνεῦµα ἀναιρετικὸ τοῦ Χριστιανισµοῦ, τῆς ὀρθοδόξου τουλάχιστον παραδόσεως. Ὁ συγγραφέας µας ὅµως ἔχει ὡς κριτήριο τὴν ἀντίθεση πρὸς τὸν ὑλισµό, κύριο πρόβληµα τῆς σκέψεώς του, καὶ γι᾽ αὐτὸ κάθε στροφὴ στὸ Χριστιανισµὸ τὴν ἀποτιµᾶ θετικὰ, ὡς ἀντίθεση πρὸς τὸν ὑλισµό, ἀληθινὴ µάστιγα τοῦ 19ου αἰώνα. Τὴν ἐπίδραση, ποὺ ἄσκησε ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση στὴν ἐποχή της, δὲν τὴν ἀγνοεῖ ὁ Σκαλτσούνης, τὴ βλέπει ὅµως µέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο: «Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἐπέδρασε ἐπὶ πάντων τῶν λαῶν καὶ ἐπὶ τῆς πολιτειακῆς καὶ κοινωνικῆς αὐτῶν ὀργανώσεως, ἀλλ᾽ ἡ ἐπίδρασις αὐτῆς ὑπῆρξεν εὐεργετική, ἐφ᾽ ὅσον συνεταυτίζετο µετὰ τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν καὶ περιεστρέφετο ἐπὶ τῆς τῶν προνοµίων καταργήσεως, ἐπὶ τοῦ περιορισµοῦ τῆς κοσµικῆς τοῦ κλήρου ἐξουσίας, ἐπὶ τῆς ἐφαρµογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ἰσοπολιτείας καὶ ἀδελφότητος ἐν πᾶσι τοῖς κοινωνικοῖς θεσµοῖς, ἀλλ᾽ ἡ ἐπίδραση αὐτῆς ὑπῆρξε δηλητηριώδης καὶ φονική, ἐφ᾽ ὅσον αἱ ἐπεγερθεῖσαι κατὰ τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας ἀµφιβολίαι ἐξησθένησαν τὸ ἠθικόν τῶν λαῶν αἴσθηµα, ἐχαλάρωσαν τοὺς οἰκογενειακοὺς θεσµοὺς καὶ εἰς τὴν φωταυγὴν τῆς καρδίας θρησκευτικὴν ζωὴν καὶ πίστιν πρὸς τὴν ἀθανασίαν ἀντικατέστησε παγετώδεις τοῦ σκότους διδασκαλίας καὶ θεωρίας ψεύδους καὶ ἀπογνώσεως». Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση τοῦ «ἀπολογητοῦ» τοῦ 19ου αἰώνα, µέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του καὶ τῶν προβληµατισµῶν της. Τίς ἀρνητικὲς δὲ ἐπιδράσεις βλέπει ἐπεκτεινόµενες καὶ στὴν Ἑλλάδα: «‑αἱ διοχετευόµεναι ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν ψυχοφθόροι τῆς ἀσεβείας ἰδέαι, εὑρίσκουσαι ἐλεύθερον τὸ πεδίον ἐν τῇ κυβερνητικῇ ὀλιγωρίᾳ καὶ ὀλιγωρίᾳ πάντων ἡµῶν, ἐδηµιούργησαν τὴν σηµερινὴν κατάστασιν, ἥν οἰκτείροµεν καὶ ἐφ᾽ ἧς ἅπαντες θρηνοῦµεν καὶ διὰ τὴν ὁποίαν πάντες εὐθυνόµεθα». Καὶ στὸ σηµεῖο αὐτὸ συναντᾶται µὲ τὸν Μακράκη. 

Δὲ θὰ ἐπεκταθοῦµε περισσότερο. Καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς γενικὲς θέσεις µπορεῖ κανεὶς νὰ διαπιστώσει τὴ στάση τοῦ Σκαλτσούνη ἀπέναντι στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὸν ἀντιχριστιανικό της χαρακτήρα. Ὁ Σκαλτσούνης δὲν ἀπορρίπτει γενικὰ τὴν Ἐπανάσταση. Ἀναγνωρίζει µάλιστα τὴν ἱστορικὴ ἀναγκαιότητά της. Καταδικάζει ὅµως ἀπερίφραστα ὅλη τὴν ἀντιχριστιανική της φιλοσοφία καὶ ἐπισηµαίνει τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς παρεκκλίσεως. Ἂν δὲν εἰσέρχεται σὲ βαθύτερες ἀναζητήσεις, δὲν εὐθύνεται ὁ συγγραφέας µας, ἀλλὰ ἡ ἐποχή του. Τὸ πλαίσιο τῆς σκέψεώς του εἶναι καθαρὰ ἀπολογητικό, στὸ πνεῦµα τοῦ «ἀπολογητισµοῦ» τοῦ 19ου αἰώνα. Ὁ τόνος του εἶναι πολὺ µετριοπαθέστερος ἐκείνου τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος λίγα χρόνια πρὶν εἶχε γράψει γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Χαρακτηριστικὸ δέ, εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει στὸ Σκαλτσούνη κάθε ἀναφορὰ στὶς σχέσεις τῆς Ἐπαναστάσεως µὲ τὸν Τεκτονισµό, µολονότι τὴν ἴδια ἐποχὴ (Ἀνάπλασις, τεύχη 6 καὶ 8) εἶχε γράψει ἄρθρα «Περὶ µασωνικῶν στοῶν», ἐλέγχοντας «τὸν µυστικισµό» τοῦ τεκτονισµοῦ, «µὲ ἀφορµὴν τὴν ἐκλογήν του ὡς µέλους τῆς ἐν Κερκύρᾳ στοᾶς» (Τσιτσέλης, Α´, 595). Ἀντιφατικὰ πράγµατα, ποὺ κατανοοῦνται στὸ πλαίσιο τῶν ἀντινοµιῶν τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας! Ὁ ἀναγνώστης διαβλέπει µάλιστα ἕνα φιλογαλλικὸ τόνο στὰ ἄρθρα τοῦ Σκαλτσούνη, κάτι ποὺ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὶς πνευµατικὲς ἐξελίξεις τῆς Γαλλίας, οἱ ὁποῖες ἦταν φυσικὸ νὰ χαροποιοῦν ἕναν ἀσυµβίβαστο πολέµιο τοῦ ὑλισµοῦ, ὅπως αὐτός. Στὰ 1895, ἄλλωστε, θὰ κάµει µία διάλεξη στὴν Τεργέστη «Περὶ τοῦ νέου πνεύµατος», στὴν ὁποία ἐπισηµαίνει τὴ στροφὴ τῶν ἀθεϊστῶν καὶ φυσιοκρατῶν τῆς Γαλλίας στὸ Χριστιανισµό. Ἀνάλογο περιερχόµενο θὰ ἔχει καὶ µία νεώτερη διάλεξή του (1896): «Περὶ τῶν κρισίµων ἐποχῶν τοῦ Χριστιανισµοῦ κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους». Παρακολουθοῦσε µὲ µόνιµο ἐνδιαφέρον τὴν πορεία τῆς γαλλικῆς σκέψεως καὶ ἦταν φυσικὸ νὰ χαιρετίζει µὲ ἐνθουσιασµὸ καὶ τὰ µικρότερα ἀκόµη βήµατα ἀποµακρύνσεως τῆς µετεπαναστατικῆς Γαλλίας ἀπὸ τὴν ἀθεΐα τῆς Ἐπαναστάσεως. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσµα πρέπει, νοµίζω, νὰ προσεγγίσει κανεὶς τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἰωάννου Σκαλτσούνη. Ἡ σκέψη του µάλιστα ἔχει σηµασία καὶ γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ κόσµο τῆς ἐποχῆς του, δεδοµένου ὅτι ὁ Σκαλτσούνης ἦταν ἐπίτιµος «προλύτης» (διδάκτορας, θὰ λέγαµε σήµερα) τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστηµίου Ἀθηνῶν, τῆς µόνης τότε Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χώρας µας.

Βιβλιογραφικὴ σηµείωση: Γιὰ τὸν Ἰω. Σκαλτσούνη καὶ τὴ δράση καὶ ἐργογραφία του βλ. Ἠλία Τσιτσέλη, Κεφαλληνιακὰ Σύμμεικτα, τ. Α´, Ἐν Ἀθήναις 1904, σ. 577-600 (βασικὴ βιογραφία). Νικ. Ε. Τζιράκη, ἄρθρο στὴ Θ.Η.Ε. τ.11 (1967) στ. 210-214 (μὲ βιβλιογρ.). Ἰγνατίου Μοσχάκη, Ἡ Ἀνάπλασις καὶ ὁ Σκαλτσούνης, περιοδ. «Ἀνάπλασις», 4/1895.

Δεν υπάρχουν σχόλια: