ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ




Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο όσιος Ονούφριος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ασκητές της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και έζησε ασκητικά σε μια από τις αιγυπτιακές ερήμους. Σε νεαρή ηλικία εγκαταβίωσε σε Κοινόβιο Μοναστήρι, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια στην άσκηση και την υπακοή. Αργότερα με την ευλογία του Γέροντός του αποσύρθηκε στην έρημο. Εκεί συνάντησε τον ερημίτη Ερμία, ο οποίος, μετά από θεία αποκάλυψη, τον περίμενε και τον οδήγησε σε μια καλύβη κάτω από έναν πελώριο φοίνικα κοντά στον οποίο υπήρχε πηγή καθαρού νερού. Εκεί στην ησυχία επεδόθη σε μεγαλύτερα πνευματικά γυμνάσματα και προσευχόταν αδιαλείπτως για όλη την οικουμένη.

Με την εν χάριτι άσκηση καθάρισε την ψυχή του από τα πάθη και έφθασε στον φωτισμό και την θέωση. Η άκτιστη Χάρη του Θεού πλημμύρισε όλη του την ύπαρξη, την ψυχή και το σώμα του, και γι
ʼ αυτό το σκήνωμά του μετά την οσιακή του κοίμηση ευωδίαζε. «Όποιος έχει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και στην ψυχή και στο σώμα, έχει την τέλεια αγάπη. Και αν κανείς διαφυλάξει αυτήν την χάρη, θα αγιάσουν τα λείψανά του, όπως των αγίων μαρτύρων, των προφητών η των άλλων μεγάλων αγίων» (άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης).

Κάποτε, επισκέφθηκε τον όσιο Ονούφριο ο Αββάς Παφνούτιος. Οι δύο ασκητές χάρηκαν ο ένας την παρουσία του άλλου, αντήλλαξαν τις εμπειρίες τους και ενισχύθηκαν πνευματικά. Ο Θεός όμως οικονόμησε έτσι τα πράγματα ούτως ώστε η συνάντηση αυτή να συμπέση με την ώρα της «εξόδου» του οσίου Ονουφρίου και έτσι το σώμα του ενταφιάσθηκε από τον αββά Παφνούτιο κάτω από τον μεγάλο φοίνικα, η δε ψυχή του «συναγάλλεται εν ουρανοίς μετά πάντων των αγίων».

Ο βίος και η πολιτεία του οσίου Ονουφρίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.

Πρώτον. Συνήθως, όταν ακούη κανείς για άσκηση και ασκητές πάει ο νους του στους μοναχούς και κυρίως στους ερημίτες και γι
ʼ αυτό θα πρέπη να τονισθή ότι ο ασκητικός τρόπος ζωής που διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι, κατʼ αναλογίαν, ο ίδιος για όλους τους πιστούς. Άσκηση είναι ο αγώνας του ανθρώπου να ζήση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, είναι η προσπάθεια να μεταμορφώση τα πάθη του και να αποκτήση υπαρξιακή κοινωνία με τον Θεό. Ονομάζεται δε και πρακτική ζωή ή πράξη και αποτελεί «επίβασιν της θεωρίας». Αυτό σημαίνει ότι για να φθάση κανείς στην θεωρία, ήτοι στην υπαρξιακή κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καθαρθή από τα πάθη. Όταν γίνεται αυτό τότε κατασκηνώνει μέσα στον άνθρωπο η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και δια της Χάριτος γνωρίζει τον Θεό, αποκτά την τέλεια αγάπη και δεν φοβάται τον θάνατο, επειδή τον νικά και τον υπερβαίνει στα όρια της προσωπικής του ζωής. Και θεωρεί όλα τα γήϊνα και πρόσκαιρα πράγματα, ήτοι χρήματα, κτήματα, ηδονή, δόξα κλ.π., «ως σκύβαλα». Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο οποίος γεύθηκε την γλυκύτητα του «ουρανού», δηλαδή γνώρισε υπαρξιακά τον Θεό «εν Πνεύματι Αγίω», έλεγε ότι «η ψυχή μου πλήττει στη γη».

Δεύτερον. Οι Άγιοι είναι μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες ο,τι ακριβώς και οι οάσεις μέσα στην έρημο. Όσοι έχουν βρεθεί στην έρημο έστω και για λίγο αυτοί μπορούν να καταλάβουν καλύτερα. Ο δυνατός ήλιος της ερήμου προκαλεί κόπωση, ιδρώτα, δίψα και παράλυση των ψυχοσωματικών δυνάμεων. Και τότε σε αυτή την κατάσταση και μόνον η θέα της όασης, δηλαδή της σκιας των δένδρων και του δροσερού νερού, προκαλούν ανάπαυση και αγαλλίαση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους Αγίους, οι οποίοι αποτελούν τις πνευματικές οάσεις μέσα στον καύσωνα των πειρασμών, των αμφιβολιών, της ανασφάλειας και του άγχους, μέσα στην έρημο των απρόσωπων ανθρωπίνων κοινωνιών, όπου αναζητά κανείς αληθινούς ανθρώπους με τον φανό του Διογένους. Αισθάνεται κανείς ενδυνάμωμα, ανακούφιση, παρηγοριά, πνευματική ανακαίνιση και ξεδίψασμα από το γάργαρο νερό των λόγων των Αγίων, που δεν είναι ευσεβείς σκέψεις και στοχασμοί ενός δυνατού μυαλού, αλλά απόσταγμα πνευματικής εμπειρίας μιας καρδιάς πλημμυρισμένης από την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και από την ανιδιοτελή αγάπη.

Έρημος όμως γίνεται και η καρδιά του ανθρώπου όταν απωλέση την θεία Χάρη. Εκείνοι οι οποίοι γεύθηκαν την γλυκύτητα της θείας Χάριστος, έστω και λίγο, και στην συνέχεια συνέβη να την χάσουν, αυτοί την αναζητούν όπως η μητέρα το μικρό παιδί της που το έχει χάσει μέσα σε κάποιο συνωστισμό και φωνάζει και τρέχει και το αναζητεί με δάκρυα και πόνο. Και όταν το βρη τότε χαίρει και αγάλλεται και το σφίγγει στην αγκαλιά της προσέχοντας να μη το ξαναχάση. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με εκείνον που γεύθηκε την θεία Χάρη και για κάποιο λόγο την απώλεσε. Αισθάνεται την καρδιά του έρημη και αδειανή, και κράζει, και φωνάζει, και προσεύχεται αδιαλείπτως. Και όταν μετά από μεγάλο αγώνα, αγωνία, αναζήτηση, πόνο και κλάμα την ξαναβρή, τότε χαίρει και αγάλλεται και φωνάζει μαζί με τον Προφήτη Ησαΐα, «ευφράνθητι έρημος διψώσα...».

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθνωνίτης όταν αναφέρεται στον θρήνο του Αδάμ, μετά την παρακοή και την απώλεια του Παραδείσου, ουσιαστικά περιγράφει τον δικό του θρήνο όταν απώλεσε την Χάρη του Θεού και για αρκετά χρόνια την αναζητούσε με πόνο και δάκρυα. Και διδάσκει, από την εμπειρία του, ότι ο ασφαλέστερος δρόμος για την εύρεση και διαφύλαξη της θείας Χάριτος είναι εκείνος της ταπεινώσεως.

Ο ασκητικός αγώνας είναι ουσιαστικά το πέρασμα από την «στενήν και τεθλιμμένην οδόν», που όμως γλυκαίνει και νοηματοδοτεί την ύπαρξη. Αλλά και τροφοδοτεί τον πνευματικό οργανισμό με ισχυρά αντισώματα, για να είναι σε θέση να αντέχη στα δύσκολα, να αποδιώχνη την πίκρα των λυπηρών και να βιώνη την γλυκειά χαρμολύπη.

The little flock

It becomes very frightful when representatives and leaders of separate local Orthodox Churches which are part of the One Holy Catholic and Apostolic  Church of Christ, forgetting their high calling to be servants of the task of Christ here on earth, enter into affiliation and cooperate most friendly with the enemies of the Church and give themselves over to complete subjection and obedience to the servants of Satan (World Council Churches), and already thinking not of serving Christ the Saviour, but only about pleasing their new lords. The worst and most dangerous idea of modern times is the idea of reconciliation, of "coexistence" with evil. And very many servants subjugate themselves to this idea. The ecumenist Patriarchs, Archbishops and Bishops of the Church are not to be excluded.

But is it possible for the Church of Christ to reconcile Herself somehow with evil, which comes from the enemy of mankind's salvation - the devil? Is it possible for Her to coexist with it, without carrying on a most decisive struggle against it?

Of course not, for, according to the words of Christ the Saviour, no one can serve two masters (Matthew 6:24). And it is namely for this reason that they who in essence betray the Church, the hierarchs of the so-called movement of the Ecumenism, the movement which wants to compromise Christianity with this world that lies in sin and recognizes the equality in rights and dignity of all groups and "denominations". In essence, this is already a departure from the Church.

Can these ecumenists be called servants of The Church, they who call for "loyalty" to the servants of Satan (WCC)?

This WCC of course is, according to the word of God, "the congregation of evil-doers", and to remain in such an organization is a betrayal of The Church.

It may be asked why do we speak and write about this so often? The answer is that it is our sacred duty to warn our brothers and sisters about those countless numbers of temptations which have been abundantly sown about everywhere; we are obligated as Christians to inform everyone and thus enable them to distinguish the true Orthodox hierarchs from the ecumenist "the congregation of evil-doers". Christ our Saviour gave us the great promise that the gates of hell shall not prevail over His Church. However, individuals or hierarchs and whole local churches headed by them can fall away from The Church, preparing for themselves and their followers eternal perdition in the depths of hell.

It was not in vain that the Lord named the members of His Church as "the little flock", and questioned whether, when He would come back to earth again the second time, He would find Faith on earth (Luke 12:32 and 18:8). The Church of Christ, which will not have bowed before the Antichrist will not end Its own existence, in spite of all the difficult hardships, shocks and persecution, to which It will be subjected up to the very end of the world. It will continue to exist to the very Second Coming of our Lord Jesus Christ, even if only one bishop has retained loyalty to Christ the Saviour with a most insignificant group of clergy and laymen.
AMEN!

Tα αίτια της πτώσης της Πόλης σύμφωνα με τον Ιωσήφ Βρυένιο

Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.

Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.

Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.

Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.

Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.

Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ'  εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ' ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες - Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.

Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.

Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».

Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» ή ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.

Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.

Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ' ημών». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι παρ' ημών των χριστιανών».

Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί - που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους - αλλά Ρωμαίοι.

Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.

Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» - αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία - εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».

Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή - εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία -  αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι' αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ' ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».

Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.

Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.

Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.

Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.

Όταν πεθάνει ο άνθρωπος

- Γέροντα, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά δεν ωφελεί αυτό.
Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν
καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύσει, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγει από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα. Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν
και περιμένουν να γίνει η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής;
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα,
όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Eάλω η Πόλη





…Το Βυζάντιόν μας είναι ο διαπρύσιος έρως μας, το προς ό τείνομεν, ως λαός και ως Έθνος , Ιδεώδες μας. Είναι ο αστραβής κανών της Ορθοδοξίας μας, ο ακτινοβόλος φάρος μας…. Εις την ψυχήν μας ζή συνεχώς. Το Βυζάντιον δεν απέθανε. Το δικέφαλον πτηνόν περιίπταται ακόμη εις τας Εκκλησίας μας, φαιδρύνει τας όψεις μας και στολίζει τα τέμπλα των ιερών Μοναστηρίων μας….

 H Κωνσταντίνου Πόλη, εις την ψυχήν μας εξακολουθεί να ζή, όχι μόνον ως απλούν συγκλονιστικόν όραμα μιάς τόσον μεγάλης, τόσον ωραίας και τόσον ποθητής Πατρίδος. Όχι μόνον ως αιματωμένη  ανάμνησις δόξης και πόνων που κατέτρωσαν την καρδίαν μας. Όχι μόνον ως φλογερά θεοσέβεια, περιπλακείσα ερωτικώς εις αδιάστατον ένωσιν με την ιδέα της Πατρίδος, αλλά ζή εντός μας, με την δύναμιν βιολογικής ανάγκης, ως περιβάλλον πνευματικόν,  «εν ώ ζώμεν και κινούμεθα», ως πόθος επιστροφής άσβεστος και ως ψυχή του είναι μας. Ζή εις την ψυχήν μας ως πραγματικότης επέκεινα των γηίνων όρων και απαύγασμα μυχίων ονειροπολημάτων, τόσον ευαρέστων και τόσον εναργών….

Η νέα Γενοκτονία

Aπό 1 Ιανουαρίου 1970 έως 30 Ιανουαρίου 2010

14 εκατομμύρια 860 χιλιάδες Ελληνόπουλα κατακρεουργήθηκαν από εκτρώσεις.

"και έκραξαν φωνή μεγάλη λέγοντες· έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της Ελληνίδος γης;"

Από το 1980 έντεχνα για να αλλοιώσουν την ομοιογένεια των Ελλήνων έφεραν 2.500. 000 λαθρομετανάστες, οι περισσότεροι εξ αυτών Μουσουλμάνοι.

Δεν γνωρίζετε τα αίτια των συμφορών μας;


***


Βρεφομαχεί, νηπιομαχεί, παιδοσφάζει ο Ηρώδης, μεθυσμένος απ΄ την μανία του να σκοτώση το «παιδίον νέον», τον Ιησούν! Ανεξίτηλη η ντροπή του. Άνανδρη η ενέργειά του. Θύμα του το παιδί. Στα ίχνη του παιδοκτόνου Ηρώδη, οι «Ηρωδιάδες» όλων των εποχών. Γυναίκες του Λαού, ή Αρχόντισσες, παντρεμένες ή ανύπαντρες σκοτώνουν με εμβρυοκτόνα βότανα, ή με άλλους τρόπους, το πρωτοσχημάτιστο παιδικό πλάσμα, που «τόλμησε» να παρουσιαστή μέσα τους, σαν φυσική συνέπεια μιας νόμιμης ή λαθραίας σαρκικής ηδονής. Θύμα, κι εδώ, το παιδί! Και ποιος να το φανταζότανε πως οι «Ηρωδιάδες» αυτές θα συγκροτούσανε στην Αγιομάννα Ελλάδα συμμορίες παιδοφθόρες, που, κάτω από έναν απατηλό φεμινισμό, θα κηρύσσανε εξοντωτική σφαγή κατά των αγέννητων νηπίων της Ελλάδος!

Baptism



By: Fr. Anthony Alevizopoulos
PhD. of Theology, PhD. of Philosophy

Holy Baptism, with three immersions in water, in the name of the Father, Son and Holy Spirit, is the Mystery with which the Church acquires its new mem­bers (Gal. 3, 26-29) and in this way the entire body grows through the "birth" ("rebirth") of new members (Jn 3,5-7, Tit. 3,5). The incorporation into the body of Christ of a new member is not simply a great event in his personal life or in the life of his family, but also a celebration of the entire Church, which receives him into her bosom.
When he who is baptized is immersed three times in water, he participates in Christ's three-day sojourn in Hades. And when he rises from the water the old nature of Adam has died within him, and he has made the new and resurrected nature of Christ his own. This new reality in Christ, who destroyed death and rose unto life eternal and incorruptible, is granted to every believer through Baptism. Thus his name is enrolled in the catalogue of the citizens of heaven, and he is numbered among the living (Rom. 6,3-9; Heb. 12, 23). Baptism then is not a simple symbol or a "confession" but spiritual rebirth, salvation (Cf also Mark 16,16; Acts 2, 37-38).
Baptism cannot be administered to individuals who are conscientiously unbelievers, for where it to be administered, it would violate their personal volition; they must believe in order to be baptized (Mark 16,16). This faith, however, is not something abstract, or an emotional state, but something essential. It must include the individual's free will for complete change of life. For this reason, in the Orthodox Church Baptism is preceded by the renunciation of Satan, i.e., man's distancing from every satanical throught and deed, the joining of one's self unto Christ, the confession of the Orthodox faith, and the worship and adoration of Christ, that is to say, the complete and unreserved recognition of Christ as the unique Lord of our life.
The Orthodox Church, through Holy Baptism, incorporates even babies into the body of Christ. She does not hinder the children to come unto Christ; she does not shut the door of salvation unto them. In this she follows the command of Christ (Matth. 19, 14-15; Mark 10, 13-16; Lk. 18 15-17). Indeed, Christ underlines that adults must imitate children in their sanctity, and not children imitate the adults. Thus, the Orthodox Church in no way hinders the baptism of children. Moreover, Baptism was prefigured in the Old Testament through circumcision which was performed during the infant age (Gen. 17,12; Lev. 12,3; Col. 2, 11-12). The child accepts the Grace of God without putting forth any conscious resistance. When however he becomes an adult, he must conscientiously accept his new situation and grow in faith and in his new life. He may, however, freely choose to reject God's Grace. Baptism does not signify the suspension of man's freedom. The child must gradually be introduced to the "atmosphere" of spiritual life, so that with the Grace of God, he can be assisted in his spiritual growth and accept it conscientiously upon reaching the proper age.
Moreover, in order for a man to conscientiously decide his induction into the Body of Christ, his will must have been enlightened by God's Grace. This Grace is offered by the Church through child-baptism.
 In this is also focused the parents' great responsi­bility and that of the God parent who receives the child from the font. This means that they must care with love and affection for the instruction and Christian upbringing of the child so that the Grace which he received may be preserved and bring forth abundant spiritual fruit.

THE ORTHODOX CHURCH Its Faith, Worship and Life
Rev. Antonios Alevisopoulos, Th.D., Ph.D
Translated by Rev. Stephen Avramides
ATHENS 2001

«έτι γαρ μικρόν όσον, το προσδοκώμενον ήξει και ου χρονιεί»

Κάθε ορθόδοξος χριστιανός δικαιούται να απαιτήση από τους ταγούς της Ορθοδοξίας συνέπειαν και εντιμότητα. Αυτό είναι δίκαιον να τεθή ως απαίτησις από κάθε σκεπτόμενον άνθρωπο προς τους συνανθρώπους του, που παρουσιάζονται ως εκφραστές των πεποιθήσεών του και της Πίστεώς του. Διότι προτού αναλάβουν τα ηγετικά αξιώματα, προέβησαν εις ομολογίαν συμφωνίας. Εν προκειμένω, οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι και Αρχιερείς, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, δίδουν εκτεταμένην διαβεβαίωσιν ότι θα είναι εις το «Πιστεύω» των και εις την διαποίμανσιν των λογικών προβάτων του Χριστού και εις τον ευαγγελισμόν των ανθρώπων ευθυγραμμισμένοι πλήρως προς την Ορθόδοξη Πίστη. Δεν προσφέρεται το αξίωμα από την Εκκλησίαν, δια να χρησιμοποιηθή δια προσωπικήν ωφέλειαν προβολής, χρηματισμού, ή ως βήμα δια την έκθεσιν φιλοσοφικών αντιλήψεων και θεωριών. Προσφέρεται δια να «ποιήση» ο επίσκοπος «έργον ευαγγελιστού» (Β΄ Τιμ. Δ,5). Και το έργον του ευαγγελιστού προσφέρεται εις την Ορθοδοξίαν με κατεύθυνσιν την σωτηρίαν των ανθρώπων μέσω της Ορθοδόξου Πίστεως, Παραδόσεως, πιστής εφαρμογής των Ιερών Κανόνων, προς τον ενανθρωπίσαντα Κύριον και μέσω των Μυστηρίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της μοναδικής Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Κυρίου μας, με βασικόν και υποχρεωτικόν το Μέγα Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Εάν όμως οι Επίσκοποι και Αρχιερείς, αλλάξουν σκέψεις και αντιλήψεις, οφείλουν να έχουν τουλάχιστον την εντιμότητα του συνεργάτου του Αποστόλου Παύλου, του Δημά. Αυτός, ο Δημάς, ως γνωστόν, απεμακρύνθη από κοντά του και μάλιστα πολύ μακράν, όταν διαπίστωσεν ότι έκλινε προς «άλλην αγάπην»… : «Δημάς δε με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα» (Β΄ Τιμ. Δ,10). Η συμπεριφορά του Ιούδα, ο οποίος παρέμεινε εις τον κύκλον των Μαθητών του Κυρίου, διαφωνών μεν αλλά και με σκοπόν την προδοσίαν, συνιστά το τερατώδες πρόσωπον του Άδου, το οποίον και απήλαυσε τελικώς… Εκείνoι οι ηγήτορες οι οποίοι, μετά την χειροτονίαν των και την διαβεβαίωσιν, διαπίστωσαν ότι οι προτεσταντικές, παπικές ή οι Οικουμενιστικές θέσεις είναι γι΄ αυτούς πιο βολικές, ή έστω πιο ορθές, ας αποβάλουν με θάρρος και τιμιότητα την ιδιότητα του Ορθοδόξου Ιεράρχου. Διάφορος αντιμετώπισις του θέματος αυτού, δηλαδή η παραμονή εις την Ορθοδοξίαν με σύγχρονον ζωήν, συμπεριφοράν, ή διακηρύξεις που δεν συμφωνούν με την Ιεράν Παράδοσιν τους Ιερούς Κανόνας και την Ορθόδοξον Πίστιν επί των οποίων βασίζεται πλήρως η Ορθόδοξος θεολογία, τους τοποθετούν εις την τάξιν των αιρετικών. Εκφράζουμε εκ βαθέων την ευχή η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος «η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα» φωτίση, ενισχύση και κατευθύνη τους αξίους της αποστολής τους επισκόπους, όπως τιθέμενοι επικεφαλής του πιστού λαού του Θεού απελευθερώσουν την Ορθόδοξο Εκκλησία από το αιρετικό οικουμενιστικο-παπικό καρκίνωμα και την οδηγήσουν δια της αγιοπνευματικής-χαρισματικής οργανώσεως προς την διαρκή Πεντηκοστή, «ίνα εν ενί στόματι και μια καρδία» αναπέμπεται από τον πιστό Ορθόδοξο λαό ο ύμνος και η δοξολογία προς τον εν Τριάδι προσκυνητό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.

Καιρός για αντίδραση!

Εμείς οι απλοί πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, ζούμε την δραματική αντινομία μέσα εις την Εκκλησία μας. Zούμε αφ΄ ενός την καθαρότητα, την αγιότητα, την πνευματική ανάταση, τη λυτρωτική φορά προς τα άνω που μας χαρίζει η Μητέρα Εκκλησία με τους λειτουργικούς θησαυρούς Της και τους αξίους εκπροσώπους Της, οι οποίοι ευρίσκονται εις την θέση των με το Ορθόδοξο και Πατερικό ήθος εις «τύπον Χριστού», και αφ΄ ετέρου αντικρίζουμε έντονα και την αθλιότητα της οικουμενιστικής αιρέσεως και φραγκοπαποδουλικής υποταγής. Όλα αυτά, γνωστά από τις παλαιές εποχές της εκκλησιαστικής ιστορίας, έχουν αποκτήσει εις τις ημέρες μας επικίνδυνον έκταση. Εκείνο όμως που προκαλεί εις τας ψυχάς των πιστών πνιγμό και αίσθημα βαθέως και πυκνού σκότους αδιεξόδου είναι η έλλειψη αντιδράσεως εκ μέρους του υγιούς τμήματος της Εκκλησίας μας. Καιρός πλέον να εκδηλωθεί η αντίδραση διότι το μέγεθος της συντελουμένης προδοσίας της Πίστεώς μας πολλές φορές είναι σε τέτοιο σημείο, που φαίνεται απίστευτη, έστω κι΄ αν αποκαλύπτεται μόλις ένα μέρος της!

Η ΕΛΛAΔA TOY ΠONTOY


Η γνώσις της Ιστορίας μας, η γέμουσα απαραμίλλων άθλων υπέρ Πίστεως, Πατρίδος και Ελευθερίας, αποτελεί ένα εκ των κυρίων παραγόντων εθνικοχριστιανικού, αλλά και ανθρωπιστικού φρονηματισμού του Λαού και οδηγό ορθής κρίσεως του παρόντος και του μέλλοντος. Δια τούτο ο βιογράφος του Θ. Κολοκοτρώνη Φωτάκος γράφει : «είναι εντροπή ο Έλληνας να αγνωεί τα κατορθώματα των προγόνων του», ο δε μεσαιωνοδίφης Κ. Σάθας λέγει : «δυστυχείς οι λαοί οι έχοντες ιστορία και αγνοούντες αυτήν». Δια τούτο επέτειοι γεγονότων οριακών και κρισίμων εθνικώς δέον να μη παρέρχωνται εν σιγή, αλλ΄ εν μελέτη πολλή εις βάθος προς εθνική παιδαγωγία. Τοιαύτη επέτειος είναι και η παρούσα των Ελλήνων Ποντίων αδελφών μας.

19η  Μαϊου ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων.   


 Μια Ελλάδα που πόνεσε, δάκρυσε, μάτωσε όσο καμιά άλλη. Που ταπεινώθηκε χωρίς να χάσει ποτέ την αξιοπρέπειά της, που υποτάχτηκε παραμένοντας ελεύθερη, που τούρκεψε αλλά δεν έπαψε στιγμή να είναι ελληνική. Κάθε λαός στο ξεδίπλωμα της ιστορίας του στο χρόνο χρεώνεται με μοιραία λάθη. Το δικό μας μεγάλο ιστορικό λάθος υπήρξε ο αφανισμός των Ελλήνων στην Μικρά Ασία. Λάθος που πληρώθηκε και θα πληρώνεται ακριβά όσο τα δάκρυα παραμένουν ακόμη στεγνά και οι μνήμες νωπές στο μυαλό μας. Δεν πρέπει όμως να πέσουμε στην παγίδα να θυμόμαστε τον Πόντο μονάχα σαν μια ανοιχτή πληγή πόνου για την εθνική μας ιστορία.
  Ο Πόντος, πριν καταστραφεί (από τον χάρτη, μα ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ) τόσο βάρβαρα από τους Τούρκους, υπήρξε αστείρευτη πηγή πνεύματος και πολιτισμού. Στάθηκε τόπος όπου οι Ελληνες διέπρεψαν, δημιούργησαν. Η γη του στάθηκε μάνα σπουδαίων ανδρών. Αυτόν τον τόπο της δόξας, της παράδοσης, των γραμμάτων και του Χριστιανισμού έχουμε χρέος να κρατάμε ζωντανό στη μνήμη μας. Τον άλλον Πόντο, του πόνου και του ξεριζωμού, ας τον έχουμε πάντα  στην ιστορική μας μνήμης, σαν ένα γεγονός  οδοδείκτη στην ιστορική μας πορεία.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

  Σήμερα οι Πόντιοι έχουν ενσωματωθεί λειτουργικά μέσα στην Ελληνική κοινωνία κατέχοντας με αξιοπρέπεια σημαντικές θέσεις σ’ όλους του κλάδους της πνευματικής, επιστημονικής και επαγγελματικής ζωής της χώρας. 1.500.000 περίπου Ελληνες ποντιακής καταγωγής ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Αλλά και άλλες χώρες έχουν δημιουργήσει τον δικό τους μικρόκοσμο και έχουν βρει το λιμάνι μιας νέας πατρίδας. Στην τέως Σοβιετική Ενωση και στις εξορίες της Σιβηρίας ζουν ακόμη 1.000.000 Ελληνες Πόντιοι, 500.000 από τους οποίους διατηρούν με περηφάνεια την Ποντιακή μητρική τους γλώσσα. Αλλο μισό εκατομμύριο Ποντίων βρίσκεται διασπαρμένο σε Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη και Αφρική. Δίπλα σ’ αυτούς στέκονται με μια αξιοπρέπεια κερδισμένη από τον πόνο, 500.000 Πόντιοι της Τουρκίας, που με χαρακτηριστικό πείσμα διατηρούν σα ζωντανή θύμηση της καταγωγής τους την ποντιακή γλώσσα μέσα στα σπίτια τους.
   Η Ελλάδα είναι μια μάνα που έχει πολλά παιδιά και μια αγκαλιά τεράστια που τα χωράει όλα. Ο Πόντος ήταν και θα είναι πάντα ένα από τα παιδιά της, κι όπως κάθε μάνα η Ελλάδα θα το αγαπά, θα το προστατεύει και θα είναι περήφανη γι' αυτό. Και το ελληνικό αίμα που κυλά στις φλέβες των Ποντίων, σ’ όποια γωνιά του κόσμου αυτού κι αν τους έριξε η προσφυγική μοίρα, γίνεται γέφυρα που τους ενώνει με τη μητέρα τους, γίνεται δύναμη κι ελπίδα.

H γλυκειά ελπίδα

Αν κοιτάξουμε βαθύτερα τα γεγονότα, θα δούμε ότι η αντίδραση των χριστιανών εναντίOν του Οικουμενισμού, είναι ό,τι ωραιότερο, ζωντανό, ορθόδοξο, παραδοσιακό, αν θέλετε ό,τι έχει μείνει όρθιο μέσα εις την Εκκλησία. Είναι η γλυκειά ελπίδα δια το ξεκαθάρισμα των γνησίων από των νόθων, των λειτουργών από των επαγγελματιών, των χριστοφόρων από των χριστεμπόρων, των φιλοθέων από των φιλοδόξων, των ποιμένων από των λυκοποιμένων. Είναι η φωνή του Θεού, δια την οποία δεν ιδρώνει το αυτί των Οικουμενιστών. Είναι το ευλογημένο φραγγέλιο με το οποίο η Εκκλησία απεμάκρυνε πάντοτε ό,τι νόθο υπήρχε μέσα Της.

***
Η ομολογία της Ορθοδόξου πίστεώς μας, πρέπει να έχει υπόβαθρο το βίωμά μας. Πώς θα ομολογήσουμε τον Χριστό, αν δεν γευτήκαμε τον Χριστό; Πώς θα ομολογήσουμε κάτι, που δεν γευτήκαμε οι ίδιοι; Πώς θα δώσουμε στους άλλους κάτι, που εμείς δεν έχουμε; Δεν αρκεί να μιλάμε εν Χριστώ, αν δεν ζούμε εν Χριστώ. Ο Χριστός λέει ότι: «είναι μαζί μου, όχι αυτοί που φωνάζουν το όνομά μου, αλλά αυτοί που κάνουν το θέλημα του Πατέρα μου». Το βίωμα αυτό πρέπει να έχει μετάνοια, δάκρυα, προσευχή, νηστεία παθών, ταπείνωση.

***

Την Κυριακήν της Ορθοδοξίας ακούομεν από το «Συνοδικόν» της Εβδόμης Αγίας Οικουμενικής Συνόδου : «Όλοις τοις Αιρετικοίς, ανάθεμα!» και «Άπαντα τα παρά την Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν και την διδασκαλίαν των αγίων και αοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ή μετά τούτο πραχθησόμενα, ανάθεμα!». Θα ερωτήσωμεν τους Προκαθημένους, των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και τους περί Ορθοδοξίας γράφοντας και ομιλούντας θεολόγους: Τα πάρα πάνω εντάλματα της Συνοδικής Ορθοδοξίας είναι λόγια φανατισμού, ή ὀροι ασφαλείας της Ορθοδόξου Συνειδήσεως; Εάν συμβαίνει το δεύτερον, ότι δηλαδή είναι εντάλματα της Συνοδικής Ορθοδοξίας και όροι ασφαλείας της Ορθοδόξου Συνειδήσεως, τότε επιβάλλεται να εκδιωχθούν εκ της Θεοκτίστου Αγίας Πόλεως της Ορθοδοξίας οι ψυχοβόροι Οικουμενιστές Λυκοποιμένες. Η Ορθοδοξία δεν θα επιβιώσει με τα ωραιολογήματα των θεολόγων, ή τας εντυπωσιακάς εκδηλώσεις, αλλά μόνον με την εφαρμογήν των θείων και Ιερών Κανόνων!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ






Ή Ανω Θηβαΐδα της Αιγύπτου είναι ό τόπος όπου γεννήθηκε ό Παχώμιος από γονείς ειδωλολάτρες, το 292 μ.Χ. Σε ηλικία 20 χρονών, κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό, όπου συνδέθηκε με χριστιανούς στρατιώτες και έτσι γνώρισε τη χριστιανική θρησκεία. Όταν απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, βαπτίσθηκε. Ή ψυχή του, όμως, επιθυμούσε κάτι περισσότερο και ανώτερο πνευματικά. Πήγε, λοιπόν, κοντά σε έναν φημισμένο ησυχαστή, τον Παλαίμονα, όπου κοντά του προόδευσε στην άσκηση, την αρετή και ιδιαίτερα στη βαθειά ταπεινοφροσύνη. Όταν πέθανε ό Παλαίμονας, με τη χάρη του Θεού ό Παχώμιος έκτισε δικό του κελί στον τόπο Ταβενησία, κοντά στο Νείλο. Με το χρόνο σχηματίσθηκε αδελφότητα, και έτσι έγινε εκεί ολόκληρη Μονή. Καταπληκτικά οργανωτικό πνεύμα ό Παχώμιος και με βοηθό την ταπεινοφροσύνη, κατόρθωσε να δημιουργήσει άριστο κοινοβιακό σύστημα και διοικούσε αρμονικότατα τους 3.000 περίπου μοναχούς πού ήταν γύρω άπ' αυτόν. Θεωρείται, μάλιστα, και ό Ιδρυτής της κοινοβιακής ζωής. Ό Παχώμιος δεν ήταν και τόσο πολύ εγγράμματος, αλλά αυτό δεν τον επηρέαζε, διότι πάντα είχε κατά νου τη συμβουλή του Απ. Πέτρου: "Την ταπεινοφροσύνην έγκομβώσασθε· ότι ό Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν"1. Δηλαδή, κουμπωθείτε σαν άλλο ρούχο την ταπεινοφροσύνη, διότι ό Θεός στους ταπεινούς δίνει χάρη. Έτσι και ό Παχώμιος, με το ταπεινό φρόνημα είχε τη χάρη να συζητά κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα θεολογικά ζητήματα. Το Μάιο του 348, προσβλήθηκε από πανώλη και πέθανε.

The Sacred Icons and the Holy Cross



By: Fr. Anthony Alevizopoulos
PhD. of Theology, PhD. of Philosophy
God is the unique Being, the absolute existence; nothing can be compared with Him and the honor which is due Him, i.e. worship and adoration, is rendered unto none other; neither to some non-existent god nor to some idol.

But God's grace is transmitted in every way in accordance with His will; even through material objects or even through the shadow of holy men, as was the case with the shadow of the Apostles, which is their imprint, a type of image (Acts 5, 12-16. 19,11-12).

In the Old Testament some of the objects which transmitted the miraculous grace of God were the bronze snake of Moses, the Ark of the Covenant, the sheep-skin coat of the Prophet Elias, et al. Every desecration of the sacred objects was severely punished by God (see Num. 10,15-20. I Kings 5, 2-4).

The teaching of the Orthodox Church concerning the holy icons has a Christological foundation. God is by essence unapproachable; He can neither be expressed by words nor depicted. The Son and Word of God, how­ever, became man and we beheld His glory (Jn 1, 14). Thus we can depict the person of Christ which consti­tutes the visible sign of the invisible presence of God, an "image of the invisible God" (Col. 1, 15). In the Ortho­dox Church that which is seen can be depicted; we express the same confession of faith either by written or oral word and even by depiction. The icon of Christ constitutes the confirmation of the incarnation of the Son and Word of God, which was a totally real, and not a docetic or imaginary, one.

Through the sacred icons we express our internal desire to grow in the love of Christ and the saints, to attain to the "new creation in Christ" and to become "conformed to His image" (Rom. 8,29). Just as the word sanctifies our lips, in a like way the icon, which trans­mits the same meaning as does the word, sanctifies our eyes and our mind.

The icons of the saints refer to "the new man" and are a declaration of our belief in our tranformation in Christ and in the incorruption of man and the entire world. They do not refer to the "beauty" of this world, but rather symbolize the beauty and the glory of the "future age". This is why the holy icons lack the dimen­sion of "depth" and are two-dimensional. They proclaim a transfigured world which however we observe "as through a mirror" (I Cor. 13, 12). The holy icons give us the feeling that there exists a new world that is being transformed, and they constitute the assurance of our hope, expressed in the words of our Lord: "Behold I make all things new" (Rev. 21,5).

The honor rendered to the holy icons is placed within the framework established by the Seventh Ecu­menical Council. According to the Holy Fathers of this council, the honor shown towards the holy icons refers back to the ancient Church and confirms the belief in the real incarnation of God the Word. This council ordains that along with the Holy Cross icons be made for the Churches, to be placed on the sacred vessels and the vestments of the priests, in the homes and in the roads; icons of Christ, the Theotokos and all the saints. It further underlines:

"For the more frequently they [the sacred icons] are seen, all the more those who see them are moved to remembrance and desire of those depicted; to them [the icons] they render greetings and a veneration of honor, but not true worship, which in accordance with our faith, is due only unto the divine nature...for the honor rendered to the icon is transfered to the prototype, and he who venerates the icon venerates the person depicted thereon".

Orthodox Christians believe that the Holy Cross is their only pride (Gal. 6,14). It is the instrument through which sin, the source of death, was set at naught (Rom. 5,12. 8,3). The Cross is thus no longer a symbol of death and of shame (Deut. 21,23), but a source of eternal life. Through the Cross the curse is done away with, conciliation "in Christ" is brought about, and "the new man" is created (Eph. 2, 15- 16). These truths are expressed in many of the hymns of the Church:

"You spread out Your hands on the Cross, Ο Merciful One, and You gathered together the Nations that were far from You so that they might glorify Your great goodness".

"By spreading out Your divine hands upon the Cross, Ο Jesus,

You brought unto Yourself the work of Your hands, and You freed all from the hands of the Evil One and subjected them [unto You], for which cause let us faithful hymn Your majesty, for indeed it is glorified".

The Cross of Christ is thus characterized by the Lord Himself as glory, as the judgment of this world, as the casting out of the Devil and as exaltation (Jn 12, 24-33). Our Church characterizes the Cross as "a weapon against the Devil", because he trembles and shudders at the sight of the Cross, not being able to bear its power.

"Lord, You have given us Your Cross as a weapon against the Devil; for he shudders and trembles, not being able to gaze upon its might.

For its resurrects the dead,

and abrogated death;

for which cause we venerate

Your entombment and Your Resurrection".

The Holy Cross of Christ becomes a standard and a measure of either man's triumph or his condemnation, depending upon the position he takes vis-a-vis it. Who­ever equates Christ's Cross with that of the thieves, is equated with the unrepentant thief and is condemned. On the contrary, whoever differentiates the Cross of Christ and considers it to be a royal scepter, and invokes the mercy of Christ, is likened unto the good thief, and the road leading to Paradise is opened up before him. In this way the Holy Cross becomes the measure of the judg­ment of the world, "the scale of justice" as it is called by the hymn of the Church:

"Your Cross stood between two thieves

as a scale of justice.

The one is led down to hell

by the weight of his blasphemy,

the other is lightened from the burden of his sins

unto the knowledge of things divine.

Ο Christ-God, glory to You".

When we speak of the Holy Cross we do not mean only Christ's crucifixion, but also the wood of the Cross. For this, too, is sanctified by its contact with the Body of Christ, and that is why it, too, is venerated: "The wood of Your Cross do we venerate, Ο Lover of man, for on it was nailed the Life of all things", states one of the Church's hymns. The sign of the Cross is also "divine and venerable", says St. Gregory Palamas, for it is "a venerable seal, sanctifying and perfecting all the marvelous and ineffable good things that come from God". It is an image of the crucified Christ and it draws its power and grace from His passion. This is why the sealing with the sign of the Cross is the external sign of all of the Church's Mysteries through which man's salvation is wrought.

The Cross of Christ expresses the ineffable love of God, but at the same time it also expresses man's infinite value in God's sight. A contemporary theologian says that Christ put sin to death without slaying the sinner; He did away with guilt and yet saved the guilty one. This is the great difference between Christ and human justice which crushes guilt by deriding and disgracing the guilty one. However, Christ did not simply conquer sin but also the consequence of sin which is death, and restored man to his pristine purity. Thus He led man to a surpassing of death, to the life of immortality and incorruption. Thus we do not have here a lifting of some type of Augustinian inherited guilt, nor room for any type of "payment" or "ransom" - save only in the patristic sense - and certainly not an Ansel-mian satisfaction of Divine justice. Rather the weight rests on Christ's love, Who achieved the most extreme limits of sacrifice in behalf of those whom He loves. And it is in precisely this that we see man's infinite value.

Making the sign of the Cross is an early Christian Tradition testified to by St. Justin the Martyr (+ 150) and by Tertullian (+ 200). The latter writes: " We Christians in all our travels and in all our movements about, at every departure and upon every arrival, when we put on our clothes and shoes, in the bath and at the table, when we light our lamp, when we sit or sleep, in all the acts of our every-day life in general, we make the sign of the Cross".

" This custom," Tertullian concludes, "has its beginnings in the Church's Tradition, it is strengthened through habit and should be preserved in faith".

Orthodox Christians unite the three fingers of their right hand and place them first on their forehead, then on their stomach and finally bring them to their two shoulders from right to left. All of the Church's theology is depicted in the sign of the Cross. By uniting our three fingers we depict and confess our belief in the One Triune God. From the forehead we bring our fingers to the stomach, and by so doing "typify the Son" Who was pre-eternally born of the Father and came down to earth by His birth from the Virgin Mary. When we place our united fingers on our shoulders we do so to "typify the Holy Spirit", Who is characterized as being the "arm" and the "might" of God. By uniting the remaining two fingers we depict Christ's incarnation and the inseparable union of the two natures, through which human nature was cured and exalted to the height of theosis.

We must not make the sign of the Cross in a mech­anical way, but conscientiously, with inner participation. We should make the sign of the Cross upon our bodies distinctly and not carelessly, but in accordance with the order of the Church: with our three fingers joined together and as if the Cross itself were touching us. It is understood that the sign of the Cross must be accom­panied by analogous faith in that which it depicts the unwavering decision to crucify and do away with our sinful selves and our passions; to put on the new man and ever be orientated towards the Cross and the Resur­rection of Christ.

Orthodox Christians therefore render respect and honorary veneration to the Cross just as they do to the holy icons, in relation always to the personage of Christ. This also holds true for the honor rendered to the saints. This honor is not adoration and worship, but an express­ion of respect and love towards persons and things which God Himself honored by abundantly bestowing upon them His grace. This veneration would be transformed into worship only in such case where one were to render it by identifying in his conscience that which he vener­ated with God. No Orthodox Christian, however, ever identifies the Holy Cross, the sacred icons or the saints with God, nor does he differentiate the honor accorded them from their relationship to the person of our Lord.
THE ORTHODOX CHURCH Its Faith, Worship and Life
Rev. Antonios Alevisopoulos, Th.D., Ph.D
Translated by Rev. Stephen Avramides
ATHENS 2001

***

Το αλάθητο του Πάπα


Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννησιν όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννησιν πτωμάτων. Διότι αφ΄ ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήϊνον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Τα δε πράγματα έχουν ούτω, διότι η Σύνοδος ενέμεινεν επιμόνως εις το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα=του ανθρώπου. Θεωρούμενοι από την σκοπιάν του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ουμανισμοί κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν με εγκληματικάς ουτοπίας, διότι εν ονόματι του ανθρώπου φονεύουν κατά διαφόρους τρόπους και εξοντώνουν τον άνθρωπον ως ψυχοφυσικήν οντότητα. Όλοι οι ουμανισμοί επιτελούν ένα αλογίστως τραγικόν έργον: διϋλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του Πάπα το έργον αυτό έχει αναχθή εις δόγμα. Όλα αυτά όμως είναι φρικτά, φρικτότατα. Διατί; Διότι το ίδιον το δόγμα περί του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού, από του Βατικανού, του αναχθέντος εις δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σάρτρ. Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θυέλλας και αναλήψεις. Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρωπον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους.

Πηγή : Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 156 του αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς).


***

Χριστός Ανέστη!





Ναι, αληθώς ανέστη ο Κύριος! και μάρτυς τούτου είσαι εσύ, μάρτυς εγώ, μάρτυς κάθε χριστιανός, αρχίζοντας από τους αγίους Αποστόλους μέχρι και της Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον η δύναμις του Αναστάντος Θεανθρώπου Χριστού ηδυνήθη να δώση, - και  συνεχώς δίδει και συνεχώς θα δίδη – την δύναμιν εις κάθε χριστιανόν – από τον πρώτον μέχρι τον τελευταίον – να νικήση παν το θνητόν και αυτόν τούτον τον θάνατον, παν το αμαρτωλόν και αυτήν ταύτην την αμαρτίαν, παν το δαιμονικόν και αυτόν τούτον τον διάβολον. Διότι μόνον με την ανάστασίν Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικόν τρόπον, έδειξε και απέδειξεν ότι η ζωή Του είναι Αιωνία Ζωή, η αλήθειά Του είναι Αιωνία Αλήθεια, η αγάπη Του Αιωνία Αγάπη, η αγαθότης Του Αιωνία Αγαθότης, η χαρά Του Αιωνία Χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξεν ότι όλα αυτά τα δίδει Αυτός, κατά την απαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εις κάθε χριστιανόν εις όλας τας εποχάς.


Πηγή: Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 46. Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς).


***

Ο Ιερός Ναός της Αγίας Φωτεινής





Η εκκλησία βρίσκεται δυτικά από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μαντινείας, ο Ιερός Ναός της Αγίας Φωτεινής. Η κατασκευή του Ναού ολοκληρώθηκε το 1969 και τα εγκαίνια το 1978, από τον τότε Μητροπολίτη Θεόκλητο το Β΄ Φιλιππαίο.

«Κρυμμένος» από τα μάτια του κόσμου, μακριά από τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί από τη Βυτίνα στα διόδια της Εθνικής Οδού, ο Ναός της Αγίας Φωτεινής βρίσκεται περίπου 12 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Τρίπολης, στην επαρχιακή οδό προς το χωριό Αρτεμίσιο, στους πρόποδες του ομώνυμου Ιερού Όρους της θεάς Άρτεμης, στα σύνορα με το Νομό Αργολίδας.

Ο ναός διαφέρει από τα συνηθισμένα, αφού είναι χτισμένος με υλικά από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μαντινείας. Είναι κατασκευασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε να «παντρεύονται» αρμονικά βυζαντινά, αρχαιοελληνικά και αιγυπτιακά στοιχεία αρχιτεκτονικής.

Δυτικά της εκκλησίας βρίσκεται το Φρέαρ Ιακώβ που συμβολίζει τη συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα.

Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας βρίσκεται το Ηρώον, προς τιμή όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για την πατρίδα και κατάγονται από τα Δ.Δ. του Δήμου Μαντινείας.


Πηγή : http://agiooros.org/viewtopic.php?f=76&t=5607


***

The Holy Eucharist




By: Fr. Anthony Alevizopoulos
PhD. of Theology, PhD. of Philosophy
The Holy Eucharist is the central event in the life of the Church. Through it the faithful become partakers of the Body and Blood of Christ (Matth. 26, 26-28; Mark 14,22-24; Luke 22, 15-20; Jn 6, 51-56; I Cor. 11, 24-26).
How can Christ offer us His Body to eat and His Blood to drink? This was also a question which the Jews raised, and even some who followed Christ and were His disciples. Christ, however, insisted that they must do so, and explained that He was not referring to dead flesh but to His Body, which was united with the Holy Spirit, which vivifies (John 6, 52; 60- 63). In the Holy Euchar­ist bread and wine are offered and God accepts this oblation of man. He changes these elements and in turn offers them to man as His Body and Blood, as participa­tion in the sacrifice which Christ offered on Golgotha "once and for all". (Heb. 7,27; 9,12,28). Before His sacrifice on the Cross, Christ celebrated this "Supper" and commanded His disciples to do the same until His Second Coming, declaring that the "food" of His Body and the "drink" of His Blood were necessary for salva­tion (Jn 6, 31-50; I Cor. 11,23-29).
This "Supper" as "food" and "drink" of the Body and Blood of Christ is not understood apart from, and independent of, the sacrifice on Golgotha; it constitutes "participation" in this unique sacrifice. The fact that the Holy Eucharist was celebrated before Christ's sacrifice demonstrates that its identity with the sacrifice celebrated "once and for all" cannot be comprehended by human logic; it can be understood only "in mystery". The same holds true with the Holy Eucharist celebrated today within the Church.
Of course the Holy Eucharist also constitutes a remembrance of Christ's passion (Lk 22,19; I Cor. 11,24-25), but it is not only a remembrance. Already in the Old Testament it was prophesied concerning the messianic age, i.e. the Church, that "a pure sacrifice" would be celebrated (Malachi 1,11). Here is meant the sacrifice which according to the New Testament is offered on the Christian "altar" from which the Jews cannot eat (Heb. 13,10).
St. Paul proceeds to a comparison of the Christian altar (the "table of the Lord"), with that of Israel of the flesh, and that of the idolators. He underlines that participation in the Christian altar makes Christians partakers of the Body and Blood of the Lord. On the contrary the participation in the altar of the idols makes the idolators "partakers of demons". The "Lord's table" then, is according to St. Paul, the only true altar of the living God.
The Holy Eucharist constitutes the expression of God's great love for man. In the person of Christ He Himself sought out apostate man. Now he feeds us with His own Body and Blood, just as a mother, full of tenderness and compassion, feeds her child, not with other food, but with her very own milk, which is her very blood. He condescends to our weakness and employs basic elements from our daily fare, bread and wine, which He changes into His Body and Blood.
Through the Holy Eucharist the purpose of the divine dispensation is realized in the person of Christ, for it is the synaxis or gathering "into one" of God's scattered children (Jn 11,52), into one Body (I Cor. 10,17), and the constituting of His Church. It is for this reason that the gathering οr synaxis for the celebration of the Holy Eucharist is call a gathering "in Church" [η Εκκλησία] I Cor. 11, 18) and "Kingdom of God". This is why the Liturgy begins with the phrase: "Blessed is the Kingdom of the Father, Son and Holy Spirit". A beautiful prayer of one of the early Christian liturgies expresses precisely this: "Just as this particle from the bread was as sheaves of wheat scattered on the moun­tains and became one bread, thus let Your Church be gathered from the ends of the earth into Your King­dom".
The Holy Eucharist is presided over by the bishop or by a presbyter. It is not he, however, who performs the Eucharist: Christ is He "who offers and is offered"; the priests are Christ's ministers, stewards of His Mysteries (I Cor. 4,1). The laity also actively participate in what takes place; they are not passive witnesses. Liturgy means the "work or task of the people", that of God's entire people, not only the clergy, for the latter are included within God's people and do not stand above them.
Each member has his ministry, in accordance with the gift he has received. The laity do not have as their own the special priesthood of the clergy, but neither do the clergy understand the lay element to be passive recipients of "what is being performed." Such a distinc­tion between "performers" and "witnesses" in the Orthodox Liturgy is unacceptable.
The active participation of the faithful in the Holy Eucharist, the communicating of the Body and Blood of Christ is essential for salvation, for by it the faithful are kept alive spiritually. This is why the Orthodox Church offers Holy Communion to infants as well, in obedience to Christ's commandment (Matth. 18,2-5. 19, 13-15). The Orthodox Christian does not consider Holy Commu­nion to be common food. He thus properly prepares for its reception through prayer and fasting. He follows the injunction of St. Paul who assures us that Holy Commu­nion is indeed true communion of Christ's Body and Blood, and declares: "Let each man examine himself, and thus eat of this Bread and drink from this cup" (I Cor. 10, 16-21. 11, 26-28).
But how can a believer realize that a specific
Eucharistic gathering belongs in truth to the Orthodox Church? How can he discern whether or not a Divine Liturgy is in all its aspects orthodox? In this, it is not enough that there be certain external similarities, or even that the orthodox text of the Divine Liturgy is followed.
St. Ignatius of Antioch gives us the answer to this question: Orthodox is that liturgy which is performed by the bishop, or by a presbyter in communion with the bishop and has the necessary authorization. The bishop is the guarantor of Christ's presence, because he has his priesthood from Christ Himself, through Apostolic succession, which is a continuous and unbroken chain of unity preceeding back to the Apostles.
It is thus necessary that the priest who performs the Holy Eucharist possess a valid ordination and be in union with the bishop of the local Church. The bishop's presence at every orthodox liturgy is manifested in that the Divine Liturgy is performed upon an antlmension which bears the bishop's signature, and that during the Liturgy the bishop's name is commemorated. Indicative is the fact that the priest who performs the liturgy does not commemorate the name of the bishop who ordained him but that of the bishop in whose diocese the liturgy is being performed.
For a Divine Liturgy to be Orthodox, the bishop whose name is commemorated during it, must be in union with the Orthodox Church in that country. But even this is not sufficient. The Synod of bishops of that country must be recognized by, and in communion with, the other Orthodox Churches throughout the world. If these presuppositions exist, then the Divine Liturgy is orthodox and every orthodox faithful can freely partici­pate in the Holy Eucharist.





***