ΛΟΓΟΣ Α΄ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. (Εκ του Θησαυρού του Δαμασκηνού).

Η υπόθεσις της σημερινής εορτής της του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού θείας Μεταμορφώσεως, ευλογημένοι Χριστιανοί, γνώρισμα και σημείον της Θεότητος Αυτού είναι, διότι το φως, όπερ έδειξε σήμερον ο Χριστός, ως Θεός το έδειξεν, επειδή το φως εκείνο δεν ήτο κτιστόν ή επίγειον φως ή ανθρώπινον, αλλά φως άϋλον και άκτιστον, και δια τούτο ως Θεός μαρτυρείται παρά πάντων, δια το γνώρισμα αυτό της Θεότητος· όχι δε μόνον από ανθρώπους, αλλά και αυτός ο Πατήρ τον εμαρτύρησεν Υιόν του ηγαπημένον, καθώς τον εμαρτύρησε και εις τον Ιορδάνην ποταμόν βαπτιζόμενον. Αλλά, ω χριστιανοί θεόσωστοι, επειδή δεσποτική είναι η εορτή μας και επειδή θεϊκής φύσεως γνώρισμα είναι η υπόθεσίς μας, αθροίσθητε μετά χαράς και δεσποτικώς, ως ο Θεός θέλει, ας εορτάσωμεν την αγίαν ταύτην εορτήν, ας αφήσωμεν παν νόημα γεώδες και υλικόν και μόνον τα άϋλα και ουράνια ας φανταζώμεθα· ας μισήσωμεν τα κοσμικά και ας ποθήσωμεν τα ουράνια· μη επιθυμώμεν τα επί της γης, και τα των ουρανών καταφρονώμεν· μη αγαπώμεν τα φθαρτά και πρόσκαιρα, αλλά τα έφθαρτα και αιώνια· ας καθαρίσωμεν τον νουν μας· ας ετοιμασθώμεν προς ακρόασιν ουρανίων πραγμάτων και προς το Θαβώριον όρος ας ανέλθωμεν, δια να ίδωμεν καθαρώς την Παναγίαν Τριάδα.

Εκεί θέλομεν ιδεί Υιόν μεταμορφούμενον, Πατέρα προσμαρτυρούντα και Πνεύμα ως νεφέλην επισκιάζουσαν. Εκεί προφήτας μεν θέλομεν ιδείν προσκυνούντας δουλικώς. Αποστόλους δε από το άστεκτον εκείνο φως κάτω εις την γην πίπτοντας· εκεί ο Δεσπότης Χριστός την κεκρυμμένην θεότητα σήμερον κατ’ ολίγον αποκαλύπτει· δεικνύει μεν ολίγον φως, δια να γνωρισθή ως Θεός αληθινός· καλύπτει δε το πολύ δια να μη αποθάνωσιν οι Μαθηταί από το περισσόν φως της θεότητος. Εκεί ο Μωϋσής βλέπει τον νομοθέτην Χριστόν, και ο Ηλίας τον κηρυχθέντα υπ’ αυτού· εκεί όθεν και ημείς με τον νουν αναβώμεν, δια να φωτισθώμεν ως οι Απόστολοι· και εάν μη τοσούτον, αλλ’ έστω μερικώς και ολιγοστώς. Εάν λοιπόν καθαρισθώμεν και ετοιμασθώμεν, θέλομεν φωτισθή· και εάν φωτισθώμεν, θέλομεν ακούσει την υπόθεσιν της εορτής μας, καθώς είναι πρέπον και δίκαιον, και θέλομεν κατανοήσει τα λεγόμενα. Άρχομαι λοιπόν απ’ εδώ την υπόθεσιν της εορτής με τους λόγους του Ευαγγελίου. Και οι μεν Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς, οι τρεις Ευαγγελισταί, λέγουσιν ούτω· και πρώτος ο Ματθαίος· «Ελθών ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου, ηρώτα τους Μαθητάς αυτού, λέγων. Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου; Οι δε είπον· «Οι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν, ή ένα των Προφητών». Λέγει αυτοίς· «Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι»; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος». Περιπατών ο Κύριος εις την γην σωματικώς, μετέβη και έως τα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου. Επειδή δε πέντε Καισάρειαι υπάρχουν, την δε Καισάρειαν, την οποίαν αναφέρει το Ευαγγέλιον, την έκτισεν ο Φίλιππος ο Μακεδών, δια τούτο ωνομάζετο του Φιλίππου· εις αυτής λοιπόν της Καισαρείας τα μέρη ελθών ο Ιησούς ηρώτησε τους Μαθητάς του· «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι»; Εγνώριζεν ο Χριστός τίνα τον λέγουσιν, αλλ’ ήθελε να ακούσουν και οι άλλοι Μαθηταί από του Πέτρου το στόμα τις είναι ο Χριστός· τους ηρώτησε λοιπόν και απεκρίθησαν, ότι άλλοι λέγουσιν ότι είσαι ο Βαπτιστής Ιωάννης. Αλλά πως ο Βαπτιστής Ιωάννης ήτο ο Χριστός, αφού ο Ιωάννης ήτο αποκεφαλισμένος; Ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Βαπτιστής Ιωάννης ανεστήθη, καθώς το λέγει και το Ευαγγέλιον του αυτού Ματθαίου, ως από στόματος του τετράρχου Ηρώδου· «Ούτος εστιν Ιωάννης ο Βαπτιστής· αυτός ηγέρθη από νεκρών, και δια τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ». Υπελάμβανον όθεν οι άνθρωποι ότι ανεστήθη ο Ιωάννης· δια τούτο έλεγον τον Χριστόν Ιωάννην. Άλλοι πάλιν τον έλεγον Ηλίαν· άλλοι Ιερεμίαν· άλλοι ως ένα από τους θαυμαστούς Προφήτας. Κακώς όμως υπελάμβανον οι άνθρωποι τον Χριστόν ούτω. Διότι πότε ο Ιωάννης ανέστησε νεκρόν ως ο Χριστός; Πότε ο Ηλίας ιάτρευσε τυφλούς; Πότε ο Ιερεμίας εθεράπευσε τους χωλούς και ασθενείς; Βλέπεις ότι κακώς υπελάμβανον οι άνθρωποι δια τον Χριστόν; Τους λέγει ο Χριστός· «αλλ’ εσείς τι λέγετε δι’ εμέ»; Αποκριθείς ο Πέτρος λέγει· «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο δε Ιησούς είπεν αυτώ· «Μακάριος ει Σίμων βαρ Ιωνά»· ήτοι μακάριος είσαι συ Σίμων υιέ του Ιωνά. (Εβραϊστί υιός ονομάζεται Βαρ, Ιωνάς δε ερμηνεύεται περιστερά). Του είπε λοιπόν ο Χριστός· μακάριος είσαι εσύ Σίμων, υιέ του Ιωνά, «ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις Ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών· και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς· και ο εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς». Αλλού πάλιν λέγει, ότι όποιος θέλει να με ακολουθήση, ας αρνηθή τον εαυτόν του, ήτοι τας αμαρτίας του, και ας λάβη τον σταυρόν του, ήτοι ας ενθυμήται καθ’ ημέραν τον θάνατόν του· και τότε ας με ακολουθήση. Ακολούθως λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι είπεν ο Χριστός: «Αμήν λέγω υμίν, ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσονται θανάτου, έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη Βασιλεία αυτού». Ήτοι τον Υιόν του ανθρώπου, δηλαδή τον Χριστόν, όπου μέλει να δείξη την δόξαν του· αυτό λέγεται Βασιλεία. Αυτά, όπου είπομεν, δεν είναι υπόθεσις της εορτής, αλλά δια τούτο μόνον τα είπομεν, δια να εννοήσητε ποίοι ήσαν αυτοί, όπου δεν εγεύθησαν τον θάνατον έως ου είδον τον Χριστόν μεταμορφωθέντα· ήτο δε Πέτρος και Ιωάννης και ο αδελφός του Ιάκωβος, οίτινες κατηξιώθησαν και είδον την δόξαν του Κυρίου εις το Θαβώριον όρος· πως δε την είδον; Ακούσατε πάλιν του Ευαγγελιστού Ματθαίου. «Και μεθ’ ημέρας εξ παραλαμβάνει ο Ιησούς τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών». Ήτοι,αφ’ ου είπεν ο Χριστός τους λόγους αυτούς όπου προείπομεν, παρήλθον εξ ημέραι, και λαμβάνει τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου, και τους ανεβίβασεν εις εν όρος υψηλόν χωριστά από τους άλλους, και μετεμορφώθη έμπροσθέν των. Και ο Μάρκος δε ο Ευαγγελιστής και αυτός έξ ημέρας λέγει· ο δε Λουκάς λέγει· και μεθ’ ημέρας οκτώ. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει και την ημέραν εκείνην όπου ηρώτησε τους Μαθητάς του ο Χριστός· «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι», λέγει και την ημέραν εκείνην όπου μετεμορφώθη· οι δε άλλοι Ευαγγελισταί μόνον τας εν μέσω ημέρας λέγουσιν· εκείνην δε όπου τους ηρώτησε δεν την λέγουσι· δια τούτο δε εξ ημέρας λέγει ο Ματθαίος και ο Μάρκος, ο δε Λουκάς λέγει οκτώ. Διατί δε λέγει τον Ιάκωβον τον αδελφόν Ιωάννου; Δια να μη ακούης Ιάκωβον και νομίζεις ότι δι’ άλλον Ιάκωβον λέγει· ότι είναι και άλλος Ιάκωβος, όστις ωνομάζετο του Αλφαίου· οι δύο δε αυτοί ήσαν υιοί του Ζεβεδαίου και Σαλώμης, η οποία Σαλώμη αυτή ήτο θυγάτηρ της Μαρίας της γυναικός του Ματθάν. Αυτούς τους τρεις έλαβεν ο Κύριος και τους ανεβίβασεν εις όρος υψηλόν. Και πως τους ανεβίβασεν; Ο Ευαγγελιστής λέγει, ότι τους ανεβίβασε με την δύναμιν και την αγάπην των λόγων του· τους ανεβίβασεν, διότι οι Μαθηταί, ακούοντες τους λόγους του Κυρίου δεν εδειλίασαν δια το μήκος και τον κόπον της οδού. Πως όμως θα γνωρίσωμεν, ότι όρος υψηλόν, όπως λέγουν οι Ευαγγελισταί, το Θαβώριον όρος ήτο; Ο Ματθαίος δεν το λέγει, ο Μάρκος δεν το ονομάζει, ο Λουκάς δεν το λέγει, ουδέ ο Ιωάννης το αναφέρει· πως θα εννοήσωμεν λοιπόν ότι δια το Θαβώρ όρος λέγει; Άλλως πως δεν δυνάμεθα να το εννοήσωμεν, ειμή από την προφητείαν του προφητάνακτος Δαβίδ, όστις λέγει· «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται». Και ότι μεν θέλουσιν αγαλλιασθή, το λέγει ο Δαβίδ· πότε όμως και με ποίον τρόπον δεν το αναφέρει. Λέγουσί τινες· διατί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτε δια την Μεταμόρφωσιν του Χριστού; Και λέγομεν, ότι δια να μη φανή ότι δια χάριν του εαυτού του το λέγει, δια τον λόγον αυτόν αφήκε να διακηρύττουν άλλοι την αλήθειαν, την οποίαν είδεν αυτός ο ίδιος. Τι δε σημαίνει το μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών; Τούτο θέλει να είπη, ότι ο Κύριος, εφ’ όσον ευρίσκετο κάτω με τους άλλους Μαθητάς και τους ανθρώπους, ήτο ταπεινός τω σχήματι· ήτο τη αληθεία κατηφής και σκυθρωπός, εφαίνετο ως πτωχός και πένης· πτωχός μεν, διότι από Θεός έγινεν άνθρωπος, από Βασιλεύς δούλος και από πλούσιος πένης· πένης δε διότι δεν είχεν ούτε την καθημερινήν τροφήν να φάγη. Επειδή λοιπόν τοιούτος εφαίνετο και ήτο και περιεπάτει εις την γην, εις δε το όρος, όταν ανέβη, εφάνη Θεός, εξουσιαστής, Βασιλεύς, όλος φως, όλος λαμπρότης, δια τούτο λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι μετεμορφώθη, ήτοι ήλλαξεν η μορφή του, έμπροσθεν των Μαθητών, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένοντο λευκά ως το φως. Και ιδού, ώφθησαν αυτοίς Μωϋσής και Ηλίας μετ’ αυτού συλλαλούντες». Αλλά αυτός είναι ο ποιητής του ηλίου, αυτός είναι ο Θεός και κτίστης του φωτός· πως λοιπόν έφθανεν η λάμψις του ηλίου την λαμπρότητα των ιματίων του Χριστού; Διατί λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ότι ως τον ήλιον έλαμψε; Τούτο λέγει, διότι δεν έχει με τι άλλο λαμπρότερον να τον παρομοιάση. Ο δε Μάρκος λέγει· λευκά ως χιών· και ο Λουκάς λέγει· εγένετο ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων. Όταν έλαμψε το πρόσωπον του Χριστού εφάνησαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας συλλαλούντες μετ’ αυτού· «Αποκριθείς δε ο Πέτρος λέγει τω Ιησού· ραββί, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, σοι μίαν και Μωϋσεί μίαν και Ηλία μίαν». Εφοβείτο ο Πέτρος δια τον Χριστόν μήπως τον φονεύσουν οι Ιουδαίοι· διότι ήκουσεν από το στόμα του Χριστού όστις έλεγε· μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών, να σταυρωθή και να αποθάνη· αυτός δε, επειδή είχε περισσοτέραν αγάπην εις τον Χριστόν, δεν ήθελε να καταβούν κάτω εις το πλήθος των ανθρώπων, αλλ’ ηγάπα την ησυχίαν εις το όρος· δια τούτο και πρότερον έλεγεν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος· «Και προσλαβόμενος αυτόν ο Πέτρος, ήρξατο επιτιμάν αυτώ, λέγων· Ίλεως σοι, Κύριε, ου μη σοι έσται τούτο. Ο δε στραφείς είπε τω Πέτρω: «Ύπαγε οπίσω μου Σατανά, σκάνδαλόν μου ει· ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Πως λοιπόν εσύ μέχρι τούδε με έλεγες Υιόν Θεού, μέχρι τούδε με ωμολόγεις Χριστόν και ήδη φοβείσαι μήπως αποθάνω; Μάλιστα δια τούτο έλεγεν ο Πέτρος, καλόν είναι να είμεθα εδώ· αν όμως δεν θέλης, δεν εναντιούμεθα· δεν σε βιάζομεν· Αλλά ειπέ ημίν, ω Πέτρε, δι’ εσάς δεν θέλετε να κάμνετε καλύβας; Ούτε προτιμάτε να μένετε ασκεπείς εις το όρος δια την αγάπην του Χριστού; Βλέπετε το μέγεθος της αγάπης, την οποίαν είχεν εις τον Χριστόν; Δεν τον ενδιέφερε δι’ εαυτόν· πρώτον είπε δια τον Χριστόν, διότι δι’ αυτόν ενδιεφέρετο περισσότερον· δεύτερον δια τον Μωϋσήν, διότι αυτός ήτο νομοθέτης του παλαιού νόμου, αυτός επρωτόδειξε προφητείαν και λόγους Θεού και αυτόν εγνώριζεν ως μεγαλύτερον από όλους τους Προφήτας τους παλαιούς· τρίτον δε είπε τον Ηλίαν, ως κατώτερον του Μωϋσέως, διότι και οι δύο των είναι εκδικηταί καλοί· ο μεν Μωϋσής επρόσταξε και εφόνευσαν όσους προσεκύνησαν τον γλυπτόν Βεελφεγώρ, ότε κατήλθε του όρους Σινά με τον νόμον εις τας χείρας· ο δε Ηλίας ο ίδιος εφόνευσε τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς της αισχύνης του Βάαλ· δια τούτο τους θέλομεν, ώστε όταν έλθη ο καιρός να ζητήσουν τον Χριστόν οι Εβραίοι, δια να τον φονεύσουν, να έχωμεν καλούς εκδικητάς, οίτινες θα εναντιωθούν. Ούτως ο μεν Μωϋσής θέλει τους οργισθή να αποθάνουν ως τα πρωτότοκα της Αιγύπτου, ο δε Ηλίας θα καταβιβάση πυρ από τους ουρανούς και θα τους κατακαύση, όπως κατέκαυσε τους εκατόν στρατιώτας τον παλαιόν καιρόν, ομού με τους δύο παντηκοντάρχους· αυτοί είναι οι λόγοι δια τους οποίους ο Πέτρος τους ήθελεν. Αλλ’ ω θείοι Απόστολοι, υμείς έχετε μεθ’ υμών τον Χριστόν, όστις είναι Θεός, τι θέλετε αυτούς; Αληθώς τον έχομεν· αλλά δεν τον πιστεύουσιν οι άνθρωποι και θέλουν να τον φονεύσουν. Όταν όμως ίδουν τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν και τους γνωρίσουν, ίσως τότε να εμποδισθούν· αν όμως θα θελήση ο Χριστός μόνος του να παραδοθή εις θάνατον, δύνανται αυτοί οίτινες είναι δούλοι του να τον εμποδίσουν και να μη ποιήση ως βούλεται; Δεν δύνανται· τι λοιπόν τους θέλετε τους Προφήτας; Βλέπετε ότι είναι λανθασμένοι οι λόγοι του Πέτρου; Δι’ ο και λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος· «Ου γαρ ήδει τι ελάλει»· και πάλιν ο Λουκάς λέγει· «Μη ειδώς ο λέγει». «Έτι αυτού λαλούντος, ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς· και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα: Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε». Και η μεν φωνή ήτο του Πατρός, όστις εμαρτύρει αοράτως την θεότητα του Ιησού, η δε νεφέλη ήτο το Πνεύμα το άγιον. «Και ακούσαντες οι μαθηταί έπεσον επί πρόσωπον αυτών, και εφοβήθησαν σφόδρα. Και προσελθών ο Ιησούς ήψατο αυτών, και είπεν· εγέρθητε και μη φοβείσθε. Επάραντες δε τους οφθαλμούς αυτών, ουδένα είδον ειμή τον Ιησούν μόνον. Και καταβαινόντων αυτών από του όρους, ενετείλατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων· «Μηδενί είπητε το όραμα, έως ου ο Υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή». Δια ποίον δε λόγον τους παρήγγειλε να μη είπουν τίποτε; Δια να μη ακούσουν οι άλλοι Μαθηταί και φθονήσουν, μάλιστα δε ο προδότης Ιούδας, όστις εζήτει πρόφασιν κατά του Ιησού να τον παραδώση. Υιόν δε του ανθρώπου ο Χριστός τον εαυτόν του ονομάζει, διότι έλαβε σάρκα ως άνθρωπος, και διότι, όπως κατά την θεότητα ήτο υιός του Θεού, ούτω και κατά την ανθρωπότητα ήτο υιός του ανθρώπου. Ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, την υπόθεσιν της εορτής μας, και την εξήγησιν του θείου και ιερού Ευαγγελίου, αν όχι και λεπτομερώς, αλλά έστω μερικώς, διότι τα νοήματα του ιερού Ευαγγελίου, τολμώ ειπείν, ουδέ οι Άγγελοι δεν δύνανται να τα ερμηνεύσωσι καταλεπτώς. Ως εκ τούτου και ημείς, αφού κατά την δύναμίν μας, ως εν συντόμω, ηρμηνεύσαμεν, ας έλθωμεν τώρα και εις την λύσιν των ζητημάτων εκείνων, άτινα απορρέουν εκ της θείας ταύτης εορτής. Και πρώτον ζήτημα είναι να μάθωμεν δια ποίον λόγον έγινεν η Μεταμόρφωσις του Κυρίου· δεύτερον, δια ποίον λόγον ο Χριστός μετεμορφώθη προ του πάθους· τρίτον, διατί δεν μετεμορφώθη ενώπιον πολλών, καθώς έκαμνε και εις άλλα θαύματα· τέταρτον, διατί δεν επήρεν όλους τους Μαθητάς, αλλά αφήκε τους εννέα, και επήρε μόνον τους τρεις· πέμπτον, διατί δεν αφήκε τον Ιούδαν και να πάρη τους άλλους ένδεκα; Έκτον, διατί δεν επήρεν άλλους Μαθητάς, αλλά τον Πέτρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην· όγδοον, διατί δεν εγένετο εις πεδιάδα η Μεταμόρφωσις, αλλ’ εις το όρος· ένατον, διατί δεν μετεμορφώθη εις το Σιγώρ όρος ή εις το της Σαμαρείας ή το Καρμήλιον όρος ή εις το της Γαλιλαίας, αλλά μετεμορφώθη εις το Θαβώριον όρος· δέκατον, διατί παρέστησαν εκεί οι Προφήται· ενδέκατον, διατί δεν παρέστησαν έτεροι Προφήται, αλλά ο Μωϋσής και ο Ηλίας· δωδέκατον, πόθεν εγνώρισαν οι Απόστολοι, ότι ήσαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, εφ’ όσον ουδέποτε τους είδον· δέκατον τρίτον, διατί ήσαν από τους ουρανούς ο Ηλίας, από τον Άδην ο Μωϋσής και από την γην οι Απόστολοι· δέκατον τέταρτον, διατί από τους ουρανούς εις, από τον Άδην εις και από την γην ήσαν τρεις· δέκατον πέμπτον, διατί δεν λέγουσιν εις κανέν μέρος ότι και το Άγιον Πνεύμα εφάνη εις την Μεταμόρφωσιν, καθώς και εις την Βάπτισιν, όπου εφάνη εν είδει περιστεράς· αν η Αγία Τριάς είναι αχώριστος, και ο μεν Πατήρ εμαρτύρει, ο δε Υιός μετεμορφούτο, που ευρίσκετο το Άγιον Πνεύμα; Αυτά τα δεκαπέντε ζητήματα έχομεν να λύσωμεν· παρ’ όλον δε ότι απαιτείται χρόνος ικανός δια τον σκοπόν αυτόν, ημείς όμως θα προσπαθήσωμεν εν συντομία να τα επιλύσωμεν. Ας αρχίσωμεν όθεν να επιλύσωμεν το πρώτον ζήτημα, ήτοι δια ποίον λόγον εγένετο η Μεταμόρφωσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Και λέγομεν· δια τρεις αιτίας μετεμορφώθη· και πρώτον, διότι οι Μαθηταί απ’ αρχής ήσαν άνθρωποι αλιείς, και βάναυσοι εις πάντα τα σωματικά· όταν δε  Κύριος εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας και εις ηλικίαν τριάκοντα ετών εβαπτίσθη και ήρχισε το κήρυγμα εις τον κόσμον διδάσκων, εκάλεσε και τους Μαθητάς, αγροίκους εις την αρχήν και αγραμμάτους, ίνα βεβαιωθή το κήρυγμα των Αποστόλων εις τον κόσμον, και να μη έχωσιν οι εχθροί της πίστεώς μας να λέγωσιν, ότι από την σοφίαν των εκέρδησαν οι Απόστολοι τους ανθρώπους. Επειδή λοιπόν απλοί άνθρωποι ήσαν απ’ αρχής οι θείοι Απόστολοι, εχρειάζοντο και την τελείωσιν από τους ουρανούς· ήτοι να καταβή το Πνεύμα το Άγιον να τους φωτίση και να τους τελειώση, όπερ εγένετο πεντήκοντα ημέρας μετά την Ανάστασιν του Χριστού, ήτοι την Πεντηκοστήν. Προ της Αναστάσεως όμως ήσαν εισέτι ατελείς οι Απόστολοι. Ο δε Χριστός, επειδή επρόκειτο να σταυρωθή, να υβρισθή, να εμπαιχθή, να καταφρονηθή και να ταφή, δια τούτο μετεμορφώθη ενώπιον αυτών, ίνα, όταν τον ίδωσιν να υβρίζεται, να κρίνεται και να σταυρώνεται, να μη νομίσουν ότι δεν είναι Θεός αληθινός, αλλά να ενθυμούνται το φως εκείνο όπερ έλαμψε προ των οφθαλμών των, και την λαμπρότητα εκείνην την περισσήν, την οποίαν είδον και να εννοήσωσιν ότι εκουσίως θα αποθάνη χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων και να μη λέγωσι και αυτοί όπως οι λησταί: «Ουά, ο καταλύων τον Ναόν, και εν τρισίν ημέραις οικοδομών, σώσον σεαυτόν και ημάς και κατάβηθι από του Σταυρού, όπως ίδωμεν και πιστεύσωμεν». Και πάλιν ως άλλους, οίτινες έλεγον: «Ει Υιός ει του Θεού, κατάβα από του Σταυρού». Και πάλιν: «Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι». Επειδή λοιπόν οι Εβραίοι θα έβλεπον τον Χριστόν εσταυρωμένον και δεν θα επίστευον ότι είναι Θεός, αλλά θα εβλασφήμουν, και θα έλεγον τους λόγους αυτούς, δια τούτο και δια να μη πάθωσι και οι Απόστολοι ως έπαθον οι Ιουδαίοι, δι’ αυτό μετεμορφώθη ενώπιον αυτών, δια να εννοήσωσιν ότι είναι Θεός αληθινός· αύτη είναι η πρώτη αιτία. Δευτέρα αιτία είναι η εξής: Ο Χριστός απ’ αρχής έλεγεν εις τους Μαθητάς του· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ήτοι όστις θέλει να με ακολουθήση πρέπει να αρνηθή τον εαυτόν του, και να λάβη τον Σταυρόν του, ήτοι να ενθυμήται τον θάνατόν του καθ’ ημέραν· ανέφερε δε περί θανάτου εις τους Αποστόλους, δια να δείξη με τούτο, ότι όσοι αποθάνωσι δια την αγάπην Του, εις μεγάλας τιμάς θέλουν αξιωθή. Τρίτη αιτία είναι, ότι η λάμψις του προσώπου του Κυρίου ήτο προμήνυμα της μελλούσης αναστάσεως των νεκρών, της Δευτέρας του Κυρίου παρουσίας και της ελλάμψεως με την οποίαν μέλλουσιν οι δίκαιοι να τιμηθούν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Δια τους λόγους αυτούς μετεμορφώθη ο Κύριος. Ακούσατε τώρα και το δεύτερον ζήτημα· αυτό είναι δια ποίον λόγον ο Χριστός μεταμορφώθη εγγύς του πάθους του. Και λέγομεν ότι έγινε τούτο δια δύο αιτίας· πρώτον μεν, διότι εις την αρχήν οι Απόστολοι ήσαν εισέτι ατελείς, και δεν ηδύναντο τότε να ίδωσιν όσα είδον μετέπειτα· δεύτερον δε, δια να μη λησμονήσωσιν όσα είδον, αλλά να τα ενθυμούνται εις τον καιρόν της σταυρώσεως του Χριστού· μαρτυρούσι δε τούτο και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, οίτινες λέγουσιν ότι ο Χριστός τεσσαράκοντα ημέρας προ του πάθους του μετεμορφώθη. Τρίτον ζήτημα είναι διατί δεν μετεμορφώθη ενώπιον πολλών, όπως έπραξε και εις άλλα πολλά θαύματα. Και λέγομεν εις αυτό: Ο Μωϋσής, όταν ήθελε να ανέλθη εις το όρος Σινά δια να δεχθή τας πλάκας τας γεγραμμένας με τον θεόγραφον Νόμον, δεν έλαβε κανένα μαζί του, διότι δεν ήσαν άξιοι να ίδωσιν εκείνα, τα οποία είδεν ο Μωϋσής, επειδή ήσαν αμαρτωλοί και ακάθαρτοι. Ομοίως και ο Χριστός δεν μετεμορφώθη ενώπιον πολλών, επειδή δεν ήσαν άξιοι οι οφθαλμοί των μιαρών Ιουδαίων να ίδωσι τοιούτον θαύμα και τόσον φως της θεότητος, το οποίον οι Μαθηταί το είδον ολίγον, και πάλιν έπεσαν κάτω από τον φόβον των. Τέταρτον ζήτημα είναι, διατί δεν έλαβεν όλους του Μαθητάς, αλλ’ αφήκε τους εννέα και έλαβε μόνον τους τρεις. Και λέγομεν εις αυτό, ότι αν ελάμβανεν όλους τους Μαθητάς ήτο ανάγκη να λάβη και τον προδότην Ιούδαν· αν δε ελάμβανε τους ένδεκα και άφηνεν αυτόν, τότε αυτός θα έλεγεν ότι, επειδή δεν έλαβε και εμέ εις την Μεταμόρφωσίν του, δια τούτο τον επρόδωσα. Εις εμέ έδωκε χάριν και έκαμνα θαύματα καθώς και εις όλους τους Μαθητάς, εις εμέ είχεν εμπιστοσύνην περισσοτέραν από τους άλλους, εμέ ηγάπα πλέον των άλλων Μαθητών. Διατί λοιπόν δεν έλαβε και εμέ να ίδω πως θέλει μεταμορφωθή; Διατί δεν με ηξίωσε να ίδω και εγώ την λαμπρότητα του προσώπου του; Δια τούτο και εγώ τον παρέδωκα εις άτιμον και κακόν θάνατον. Δια να μη έχη όθεν τοιαύτην αιτίαν ο Ιούδας, δια τούτο δεν αφήκεν αυτόν μοναχόν. Αυτό όπερ είπον τώρα είναι λύσις και του τετάρτου και του πέμπτου ζητήματος. Έκτον ζήτημα είναι διατί δεν έλαβε και τον Ιούδαν. Και λέγομεν εις αυτό, ότι δεν ήτο άξιος ο μιαρός Ιούδας να ίδη τοιαύτην  λάμψιν Θεού, διότι η ψυχή του ήτο όλως διόλου πεπωρωμένη, και δεν ηδύνατο να εννοήση τοιούτον θαύμα. Eάν οι Απόστολοι, οίτινες ήσαν άξιοι και καθαροί και πάλιν δεν ηδυνήθησαν να ίδωσι το φως εκείνο, πόσον μάλλον εκείνος ο κακός προδότης και φονεύς του Κυρίου, ο ανάξιος του ουρανού και της γης, όστις δεν ήτο άξιος ούτε την γην να πατή, ούτε τον ουρανόν να βλέπη ή έστω να ζη καν εις την γην, τον οποίον και ο Κύριος δια να γνωρίζη ότι είναι φθονερός, καμμίαν αιτίαν δεν του έδωκεν· αλλ’ όσα χαρίσματα έδωκεν εις τους Μαθητάς του, έδωκε και εις αυτόν, δια να μη έχη αιτίαν της προδοσίας του· αλλ’ αυτός, ως μιαρός και κατοικητήριον όπου ήτο του διαβόλου, πάντοτε εφθόνει, πάντοτε εζήτει τρόπον και καιρόν δια να τον παραδώση εις θάνατον· πως λοιπόν ήτο άξιος ο τοιούτος ανάξιος και ακάθαρτος να ίδη φως και λαμπρότητα Θεού; Δια τούτο ουδέ ο Χριστός τον έλαβεν εις το όρος να ίδη την Μεταμόρφωσίν του. Έβδομον ζήτημα είναι, διατί δεν έλαβεν άλλους Μαθητάς, αλλά τον Πέτρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Και λέγομεν εις αυτό, ότι τον μεν Πέτρον προσέλαβε, διότι ήτο εκ των προτέρων θερμότερος από όλους τους άλλους Μαθητάς προς τον Χριστόν, και αυτός ωμολόγησε τον Ιησούν Υιόν του Θεού, καθώς το ηκούσατε εις την αρχήν του Ευαγγελίου· τον δε Ιωάννην, διότι τον ηγάπα ο Χριστός περισσότερον από τους άλλους Μαθητάς, επειδή ήτος παρθένος και φρόνιμος και Θεολόγος, και τον Ιάκωβον επειδή ήτο αδελφός του Ιωάννου, ως διηγείται το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, όπερ λέγει ότι επήγαν εις τον Χριστόν και του λέγουν· «Διδάσκαλε, σε παρακαλούμεν να μας κάμης μίαν χάριν». Τους λέγει: «Τι ζητείτε»; Του λέγουν οι αδελφοί: «Θέλομεν, όταν βασιλεύσης, να βάλης τον ένα εξ αριστερών και τον άλλον εκ δεξιών». Τους λέγει ο Χριστός: «Δύνασθε να πίετε το ποτήριον, όπερ θέλω πίει εγώ»; Ήτοι δύνασθε να αποθάνητε δια την αγάπην μου, ως και εγώ θέλω αποθάνει δια την σωτηρίαν σας; Απεκρίθη ο Ιάκωβος και λέγει· «Δυνάμεθα, Κύριε». Τότε τους λέγει ο Χριστός· «Τον μεν θάνατον θέλετε λάβει δια την αγάπην μου, το δε χάρισμα όπερ ζητείτε δεν είναι ιδικόν σας». Επειδή ήτο τόσον πρόθυμος ο Ιάκωβος να αποθάνη δια την αγάπην του Χριστού, δια τούτο τον προσέλαβε και ο Χριστός εις την Μεταμόρφωσιν. Ότε δε πάλιν έμελλε ο Χριστός να παραδοθή, αυτούς θα προσελάμβανεν εις το όρος δια να προσευχηθή, καθώς το λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής Μάρκος· «Και έρχονται εις χωρίον ου το όνομα Γεθσημανή, και λέγει τοις μαθηταίς αυτού· Καθήσατε ώδε έως απελθών προσεύξωμαι· και παραλαμβάνει τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην μετ’ αυτού, και ήρξατο εκθαμβείσθαι και αδημονείν». Επειδή λοιπόν έμελλε να πάρη αυτούς εις την προσευχήν του, δια τούτο τους επήρε και εις την Μεταμόρφωσίν του, ώστε όταν τον βλέπουν ότι λυπείται και προσεύχεται, να ενθυμούνται την Μεταμόρφωσίν του, και να εννοήσωσιν ότι εθελουσίως και καθό άνθρωπος λυπείται και προσεύχεται. Έτι δε και διότι αυτοί οι τρεις επρόκειτο να τον ακολουθήσουν έως εις την αυλήν του Καϊάφα και να τον ίδωσι να κρίνεται ως κατάδικος· και ο μεν Πέτρος μετέβη τότε ακολουθών δια να ίδη τι θέλει ακολουθήσει. Οι δε Ιάκωβος και Ιωάννης οι αδελφοί μετέβησαν ως γνώριμοι και συγγενείς του Καϊάφα, καθώς το λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος· «Και αφέντες αυτόν έφυγαν πάντες· και εις τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ, περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού». Ταύτα δε λέγει δια τον Ιωάννην. Επειδή λοιπόν έμελλον αυτοί οι τρεις να τον ίδωσι πως κρίνεται, δια τούτο τους έλαβεν, ώστε όταν τον ίδωσιν ότι κρίνεται, ότι υβρίζεται, ότι καταδικάζεται, να μη απιστήσωσιν. Αυτή είναι η λύσις του εβδόμου ζητήματος. Ας έλθωμεν ήδη εις το όγδοον ζήτημα· ενθυμείσθε ποίον είναι; Εζητούσαμεν να μάθωμεν διατί δεν έγινεν εις πεδιάδα η Μεταμόρφωσις, αλλ’ εις όρος. Και λέγομεν εις αυτό· δια δύο αιτίας· πρώτον μεν διότι η Μεταμόρφωσις του Κυρίου ήτο σημείον ότι θα παύσουν αι θυσίαι των Ελλήνων, αίτινες εγίνοντο εις τα όρη δια τους δαίμονας· δεύτερον δε, επειδή όλα τα παλαιά μυστήρια του Θεού εις όρος εγένοντο, και υπό τα πολλά ας είπω δύο. Γράφει η Παλαιά Διαθήκη εις το Βιβλίον της Γενέσεως, ότι ο Αβραάμ εγέννησεν ένα υιόν μονογενή εις το γήρας του εξ επαγγελίας, το όνομα Ισαάκ, και ο Θεός, θέλων να δοκιμάση τον Αβραάμ, εάν έχη αγάπην προς τον Θεόν, του είπεν: «Ύπαγε εις το όρος επάνω και σφάξε τον υιόν σου τον Ισαάκ δια την αγάπην μου». Ούτω δε ήθελε πράξει ο Αβραάμ, αλλά Άγγελος Κυρίου δεν τον αφήκεν. Επίσης ο Μωϋσής, ο παλαιός Προφήτης, επάνω εις το όρος εδέχθη τον θεόγραφον Νόμον, όπως και άλλα πολλά μυστήρια εις τα όρη εγένοντο. Ο Μωϋσής αυτός εις το όρος Σινά είδε την καιομένην και μη καταφλεγομένην βάτον, εις όρος ετελεύτησεν, εις όρος είδε την δόξαν του Θεού εν γνόφω και θυέλλη· και δια τούτο λοιπόν εις όρος εγένετο και η Μεταμόρφωσις του Κυρίου. Ένατον ζήτημα είναι διατί δεν μετεμορφώθη εις ένα από τα άλλα όρη, όπως το όρος Σιγώρ, το Καρμήλιον, το της Σαμαρείας, το της Γαλιλαίας και το των Ελαιών, αλλά μετεμορφώθη εις το Θαβώριον. Και λέγομεν πρώτον δια ποίον λόγον δεν μετεμορφώθη εις το όρος Σιγώρ. Τα Σόδομα και Γόμορρα ήσαν πόλεις μεγάλαι, αίτινες ήσαν εις την εξουσίαν του Λωτ ανεψιού του Αβραάμ. Οι άνθρωποι, οίτινες κατοικούσαν εκεί, ήσαν αμαρτωλοί και αρσενοκοίται. Ο Θεός ιδών τας αμαρτίας των εβδελύχθη και απεφάσισε να κατακαύση τας πόλεις αυτάς· αποστέλλει λοιπόν δύο Αγγέλους δια να είπωσιν εις τον Λωτ να αναχωρήση απ’ εκεί δια να μη κατακαή και αυτός με τους αμαρτωλούς· μόλις ανήγγειλαν οι Άγγελοι την απόφασιν του Θεού εις τον Λωτ μετέβη ούτος εις τους συγγενείς του και τους συνέστησε να αναχωρήσουν, δια να μη κατακαούν, αυτοί όμως δεν τον επίστευον και τον εμυκτήρισαν λέγοντες· «Γνωρίζεις συ τι θα κάμη ο Θεός»; Όταν είδεν ο Λωτ ότι δεν τον ήκουον, επέστρεψεν εις τον οίκον του, και του λέγουν οι Άγγελοι· «Επειδή αυτοί δεν ακούουσιν, λάβε συ την γυναίκα σου, και τας θυγατέρας σου, και αναχώρησον, πρόσεχε δε να μη επιστραφή ουδείς οπίσω δια να ίδη· σπεύσατε δε να αναβήτε εις το όρος Σιγώρ και μείνατε εκεί». Εξήλθεν όθεν ο Λωτ από τα Σόδομα· η δε γυνή του ελυπήθη τους συγγενείς της, και εστράφη οπίσω να ίδη, πάραυτα όμως εγένετο στήλη άλατος. Ο δε Λωτ έλαβε τας θυγατέρας του και ανέβη εις το Σιγώρ. Εκεί αι θυγατέρες του είπον μεταξύ των· «Ολόκληρος ο κόσμος κατεκάη. Όπως δε γνωρίζομεν, εις τον παλαιόν καιρόν, όταν κατεπόντισεν ο Θεός τον κόσμον, ο Νώε εκείνος εφύλαξε σπέρμα των ανθρώπων εις την Κιβωτόν· ας αφήσωμεν λοιπόν και ημείς διαδόχους». Και την νύκτα εκείνην έδωκαν εις τον πατέρα των οίνον πολύν, εκοιμήθη δε η μεγαλυτέρα μετ’ αυτού· ο δε Λωτ συνευρέθη εκ της μέθης με την θυγατέρα του. Την δευτέραν νύκτα εποίησαν ομοίως με την μικροτέραν, αμφότεραι δε ευρέθησαν εν γαστρί έχουσαι και η μεν μεγαλυτέρα εγέννησεν υιόν και τον ωνόμασε Μωάβ, ήτοι υιόν του πατρός μου· η δε μικροτέρα έτεκε και αυτή υιόν και τον ωνόμασεν Αμμάν, ήτοι υιόν του γένους μου. Εκ ταύτης της αιτίας το Σιγώρ ήτο μεμιασμένον και δι’ αυτό δεν μετεμορφώθη εκεί ο Χριστός. Εις της Σαμαρείας το όρος δεν μετεμορφώθη, διότι ο Ιακώβ, ο υιός του Ισαάκ, αναχωρών από τον αδελφόν του τον Ησαύ δια την ευλογίαν όπου έλαβε δια δόλου, μετέβη εις την Συρίαν εις τον θείον του τον Λάβαν, αδελφόν της μητρός του Ρεβέκκας· εκεί υπηρέτησεν επτά έτη δια να λάβη την Ραχήλ· ο δε Λάβαν του έδωσε την Λείαν την μεγαλυτέραν· όθεν υπηρέτησεν άλλα επτά έτη και του έδωκε και την Ραχήλ. Αφού τας έλαβε, παρέμεινεν επί εξ εισέτι έτη εις τον οίκον του πενθερού του, ζητών τον κατάλληλον καιρόν δια να αναχωρήση και να υπάγη εις τον οίκον του πατρός του, αλλά δεν το κατώρθωνε. Μίαν ημέραν, όταν απουσίαζεν ο Λάβαν δια να κουρεύση τα πρόβατά του, εγερθείς ο Ιακώβ έλαβε τας δύο γυναίκας του και τα ένδεκα παιδιά του, διότι τον Βενιαμίν δεν τον είχε γεννήσει, και φεύγει από την Συρίαν δια να υπάγη εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα του. Τότε η Ραχήλ, η μικροτέρα του γυνή, έκλεψε τα είδωλα του πατρός της Λάβαν, όστις ήτο ειδωλολάτρης και επροσκύνει τα είδωλα, και τα έκρυψεν εις τα ιμάτιά της και ανεχώρησαν. Μετά τρεις ημέρας, επιστρέψας ο Λάβαν εις τον οίκον του και μη ευρών τον γαμβρόν του, παρευθύς ιππεύσας έτρεξε να τον φθάση· μετά δε επτά ημέρας τον έφθασε και πολύ παρωργισμένος εναντίον του γαμβρού του Ιακώβ, του λέγει· «Διατί έφυγες ως κλέπτης από τον οίκον μου, και δεν επερίμενες να σε κατευοδώσω, να σε αποχαιρετήσω, και να φιλήσω τα παιδιά μου, αλλά έκλεψες και τους θεούς μου και έφυγες»; Ο δε Ιακώβ του λέγει· «Ανάγκην είχον και ανεχώρησα, χωρίς να σε ερωτήσω, αλλά τους θεούς σου εγώ δεν τους έλαβον». Τούτο δε είπεν, διότι δεν εγνώριζεν ο Ιακώβ ότι τους είχε λάβει η γυνή του. Ο δε πενθερός του λέγει· «Να ερευνήσω τα ιμάτιά σου, και αν δεν τους εύρω, δεν θα σου είπω τίποτε». Όταν ο Λάβαν ήρχισε να ερευνά δια τα είδωλα, η Ραχήλ τα έβαλεν υποκάτω εις ένα σαμάρι καμήλας, κατόπιν εκάθισε και αυτή επάνω, όταν δε είδε τον πατέρα της του λέγει· «Συγχώρησόν με πάτερ μου, διότι δεν σε υπεδέχθην, επειδή είμαι ταύτην την ώραν ασθενής και δεν δύναμαι να κατέλθω και να σε χαιρετήσω». Τοιουτοτρόπως ο Λάβαν δεν ηδυνήθη να τα ανεύρη. Ο δε Ιακώβ του λέγει· «Επειδή με εσυκοφάντησες και με έκαμες κλέπτην, κάμε όρκον ότι πλέον δεν θα συναντηθώμεν οι δύο μας». Αναχωρήσας εκείθεν ο Ιακώβ μετέβη εις το όρος Βαιθήλ της Σαμαρείας. Έπαθεν όμως και άλλα περισσότερα εις τον δρόμον ο Ιακώβ, αλλ’ εγώ συντέμνω τον λόγον μου και λέγω, ότι εκεί είπεν ο Θεός εις τον Ιακώβ· «Κάμε μου εδώ ένα ναόν, δια να με προσκυνήτε, διότι εγώ σας ηλευθέρωσα από τας πολλάς σας δυστυχίας». Το πρωϊ λέγει ο Ιακώβ εις την συνοδείαν του· «Προσέξατε, όστις εξ υμών έχει κλέψει τι από τον οίκον του πενθερού μου, να το κρύψη εις την γην ή να το ρίψη μακράν». Τότε η Ραχήλ έσκαψεν εις την ρίζαν του όρους και κατέχωσε τα είδωλα του πατρός της. Από τότε επεκράτησε συνήθεια εις τους Σαμαρείτας να προσκυνούν εις το όρος εκείνο, το Βαιθήλ, όχι δια τα είδωλα, αλλά δια τον ναόν, όστις ήτο επάνω. Δια τούτο έλεγε και η Σαμαρείτις προς τον Χριστόν· «Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν». Επειδή λοιπόν υπήρχον είδωλα κάτωθεν του όρους της Σαμαρείας, δια τούτο δεν ηθέλησεν ο Κύριος να μεταμορφωθή εκεί. Το Καρμήλιον όρος από της παλαιάς εποχής ωνομάζετο του Προφήτου Ηλιού, και δια να μη είπουν οι άνθρωποι ότι ο Προφήτης Ηλίας ήτο εκείνος όστις μετεμορφώθη, δια τούτο δεν ήλθεν εις το Καρμήλιον όρος. Εις της Γαλιλαίας πάλιν το όρος δεν μετέβη, διότι εκεί έμελλε να φανή μετά την Ανάστασιν, ως το λέγει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον· «Οι δε ένδεκα Μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς». Εις το όρος δε των Ελαιών δεν μετεμορφώθη, διότι έμελλεν απ’ εκεί να αναληφθή εις τους ουρανούς. Εις δε το Θαβώρ μετεμορφώθη, διότι αυτό ήτο εκ των προτέρων προωρισμένον· επειδή Θαβώρ, έλευσις φωτός ερμηνεύεται. Μαρτυρεί δε την εις αυτό Μεταμόρφωσιν και ο Δαβίδ λέγων· «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται». Ας έλθωμεν τώρα και εις το δέκατον ζήτημα· είναι δε τούτο· Τίνος ένεκεν εις την Μεταμόρφωσιν του Χριστού ευρέθησαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι δύο αυτού Προφήται. Λέγομεν όθεν εις αυτό· ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δια την άκραν αυτού φιλανθρωπίαν έλαβε σάρκα εκ της Αγίας Παρθένου και ως εκ τούτου και έτρωγε και έπινεν ως άνθρωπος· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και με τελώνας αμαρτωλούς και εθνικούς συνέτρωγε, μόνον δια να κερδήση τας ψυχάς των. Οι δε μιαροί Ιουδαίοι, ως φθονεροί και επίβουλοι, τον εφθόνουν πάντοτε, όχι μόνον δια τούτο, αλλά και δια τα θαύματα τα οποία έκαμνε και τον κατηγόρουν, ότι επειδή τα έκαμε Σάββατον ήτο ως εκ τούτου παραβάτης του νόμου· επειδή λοιπόν τοιουτοτρόπως τον κατηγόρουν, δι’ αυτό έφερε τους δύο αυτούς Προφήτας να τον προσκυνήσωσι, δια να γνωρίσουν ότι δεν είναι παραβάτης, αλλά μάλιστα ποιητής του νόμου· και τον μεν Μωϋσήν έλαβε διότι ήτο νομοθέτης των Εβραίων· τον δε Ηλίαν, διότι ούτος εκοπίασε πολύ δια τον νόμον· απ’ αυτού δε να εννοήσωσιν ότι, αν ήτο ο Χριστός παραβάτης, δεν θα τον επροσκύνουν οι δύο ούτοι Προφήται. Είναι όμως και άλλη αιτία. Οι άνθρωποι, άλλοι μεν τον ωνόμαζον Ηλίαν, άλλοι δε Μωϋσήν και άλλοι Ιωάννην. Δια τούτο φέρει αυτούς τους ιδίους, δια να εννοήσωσιν, ότι δεν είναι ο Μωϋσής, ουδέ ο Ηλίας, αλλ’ αυτός ο ποιητής και Θεός αυτών. Ιδού τώρα και το ενδέκατον ζήτημα· αυτό δε είναι διατί δεν παρέστησαν άλλοι Προφήται, αλλά ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Και λέγομεν εις αυτό. Η Βίβλος του Μωϋσέως, ήτις ονομάζεται της Εξόδου, γράφει ότι ο Μωϋσής εζήτησεν από τον Θεόν να ίδη το πρόσωπόν του, ο δε Θεός του είπε· «Δεν δύνασαι τώρα να με ίδης, αλλ’ εγώ θέλω υπάγει πρότερόν σου και θέλω σε βάλει εις μίαν πέτρα και θέλεις ιδεί μόνον τα οπίσθιά μου, αλλά το πρόσωπόν μου δεν θα δυνηθής να ίδης». Επειδή λοιπόν του το υπεσχέθη, δια τούτο τον έφερε. Ομοίως υπεσχέθη και εις τον Ηλίαν την δωρεάν αυτήν, ως γράφει η Βίβλος των Βασιλειών. Όθεν επειδή υπεσχέθη τούτο εις αυτούς, δια τούτο και τους έφερεν. Εκτός όμως τούτου, ο Χριστός, ως προείπον, παρήγγειλεν εις τους Μαθητάς του λέγων· «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ήτοι όστις θέλει να έλθη μαζί μου, ας αφήση τας κακίας του και ας με ακολουθήση. Δια να δείξη δε ο Κύριος εις ποίαν δόξαν θέλουν αξιωθή όσοι τον ακολουθήσουν, δια τούτο παρέστησε τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν, διότι αμφότεροι πολλούς κινδύνους υπέμειναν δια την αγάπην του Κυρίου και δια την τήρησιν του Νόμου, ο μεν Μωϋσής όταν ήλεγχε τον Φαραώ, ο δε Ηλίας όταν ήλεγχε τον Αχαάβ. Όθεν δια τούτο έφθασαν και εις τοιαύτην τιμήν. Έτι δε και διότι πάντοτε έλεγεν ο Κύριος εις τους Μαθητάς του, να μη έχωσι τίποτε ιδικόν τους· δια τούτο όθεν έφερε τους δύο τούτους ακτήμονας, οίτινες ουδεμίαν είχον περιουσίαν, δια να δείξη πόσον θέλουσι τιμηθή και οι Απόστολοι, εάν γίνωσι και αυτοί ακτήμονες. Έλεγε δε πάλιν ο Κύριος εις τους Αποστόλους: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Δηλαδή σας αποστέλλω εις τα έθνη ως πρόβατα εν μέσω λύκων να κηρύξετε τον λόγον του Θεού. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Δια να ενδυναμώση όθεν αυτούς και δια να μη σκέπτωνται λέγοντες, πως ημείς αγράμματοι και ιδιώται θα δυνηθώμεν να νικήσωμεν βασιλείς και φιλοσόφους, δι’ αυτό έφερεν εις το μέσον τούτους τους δύο, διότι ο μεν Μωϋσής ήτο βραδύγλωσσος, ο δε Ηλίας αγράμματος και απλούς και εν τούτοις τους βασιλείς απεστόμωσαν. Δωδέκατον ζήτημα είναι πόθεν εγνώρισαν οι Απόστολοι ότι ήσαν ο Μωϋσής και Ηλίας. Και λέγομεν εις αυτό, ότι από τους λόγους των τους εγνώρισαν, τους οποίους έλεγον προς τον Χριστόν. Τι δε έλεγον; Ο μεν Μωϋσής έλεγεν ούτω· «Δοξάζω σε, Χριστέ μου, ότι καθώς μου υπεσχέθης ούτω και επλήρωσας. Συ είσαι το τέλος της προφητείας μου· Συ μου έδωκας τας γεγραμμένας πλάκας, Συ με έστειλες να ελέγξω τον Φαραώ, Συ έκαμες τα θαύματα εις την Αίγυπτον, Συ, Κύριέ μου, μας έθρεψας τεσσαράκοντα έτη εις την έρημον με το μάννα· Συ μας επότισες το ύδωρ της Μεράς, Συ τώρα μετεμορφώθης ως Θεός αληθινός». Ο δε Ηλίας έλεγεν ούτω· «Δοξάζω σε, Χριστέ μου, ότι καθώς μου υπεσχέθης, ούτω και επλήρωσας· Συ είσαι Θεός αληθινός και δια το όνομά σου εγώ ήλεγξα τον παράνομον Αχαάβ. Συ υπήκουσες την προσευχήν μου και δεν έβρεξες τρία έτη και εξ μήνας· Συ με το πρόσταγμά σου με έστειλες να κατασφάξω τους πεντήκοντα ιερείς της αισχύνης· η δική σου δύναμις, Κύριε, διέσχισε τον Ιορδάνην και διέβην αυτόν αβρόχως· Συ και εις τους ουρανούς με ανέλαβες με άρμα πύρινον· δια τούτο ευχαριστώ σοι και δοξολογώ σε, Χριστέ Βασιλεύ». Από τους λόγους τούτους και από τας προφητείας ηννόησαν οι Απόστολοι, ότι ήσαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Όθεν έχομεν και το δωδέκατον ζήτημα. Δέκατον τρίτον ζήτημα είναι διατί ο μεν Ηλίας ήλθεν από τους ουρανούς, ο Μωϋσής από τον Άδην και οι Απόστολοι από την γην. Και λέγομεν· δια να φανή ο Χριστός ότι είναι Βασιλεύς του ουρανού, του Άδου και της γης, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος· «Ίνα εν τω ονόματι Ιησού Χριστού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων». Ως επίσης και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιμαρτυρεί εις ένα του τροπάριον της ογδόης ωδής της σημερινής εορτής λέγων: «Ως ουρανού δεσπόζοντι, και της γης βασιλεύοντι, καταχθονίων την κυρίαν έχοντι, Χριστέ σοι παρέστησαν, εκ μεν της γης Απόστολοι, ως εξ ουρανού δε ο Θεσβίτης Ηλίας, Μωϋσής δε εκ νεκάδων». Ήτοι, Χριστέ, επειδή άρχεις εις τον ουρανόν, και βασιλεύεις εις την γην, και επειδή είσαι Κύριος του Άδου, δια τούτο παρέστησαν εις σε ο μεν Ηλίας από τους ουρανούς, ο δε Μωϋσής από τα καταχθόνια, και οι Απόστολοι από την γην. Ακούσατε και το δέκατον τέταρτον ζήτημα· αυτό είναι διατί από τους ουρανούς ήτο εις, από τον Άδην εις και από την γην τρεις. Και λέγομεν εις αυτό· τα επίγεια σώματα οι φιλόσοφοι τα ονομάζουν τριχή διαστατά· λέγονται δε τριχή διαστατά, διότι έχουσι τρεις διαστάσεις, ήτοι μήκος, πλάτος και βάθος, όπως εν σώμα ανθρώπου, ή μία πέτρα, εν ξύλον έχει μάκρος, πλάτος και βάθος. Τα ουράνια όμως και τα καταχθόνια, επειδή δεν έχουν ούτε μάκρος, ούτε πλάτος, ούτε βάθος, δια τούτο τα ονομάζουν απλά και μονοειδή. Επειδή λοιπόν ο ουρανός και ο Άδης δεν δέχονται σώματα τριχή διαστατά, αλλά μόνον ψυχάς απλάς και ασυνθέτους, η δε γη δέχεται τα σώματα τα τριχή διαστατά, δια τούτο έλαβεν ο Χριστός από την γην τρεις, από δε τον ουρανόν ένα και από τον Άδην ομοίως ένα. Δέκατον πέμπτον και τελευταίον ζήτημα είναι το πως δεν αναφέρεται ουδαμού ότι εφάνη και το Άγιον Πνεύμα εις την Μεταμόρφωσιν. Επειδή δε έχει και θεολογίαν το ζήτημα, προσέξατε αυτό, διότι είναι και τελευταίον. Εάν η Αγία Τριάς είναι αχώριστος και αδιαίρετος κατά την φύσιν, και ο μεν Υιός μετεμορφούτο, ο Πατήρ εμαρτύρει, το Πνεύμα που ήτο; Και λέγει εις αυτό ο Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης Αρχιεπίσκοπος Κρήτης εις τον λόγον του δια την σημερινήν εορτήν· «Νεφέλη τοιγαρούν εστι φωτεινή κατά τον ημέτερον λόγον, εξ ης και του Πατρός η φωνή πρόεισι, τις και πόθεν ο μεταμορφούμενος διαπρυσίως κηρύττουσα, η επί τον Ιορδάνην μικρόν έμπροσθεν καταπτάσα περιστερά, το Πνεύμα το άγιον το κατιόν άνωθεν εν είδει περιστεράς, και ελθόν επ’ αυτόν εκείνον τον βαπτιζόμενον», ήτοι, εκείνη η νεφέλη η φωτεινή, ήτις εφάνη, και από την οποίαν νεφέλην εξήλθεν η φωνή η μαρτυρήσασα τον μεταμορφούμενον Χριστόν, ήτο αύτη η ιδία περιστερά ήτις εφάνη εις την βάπτισιν, και έμεινεν εις τον Χριστόν, όταν εβαπτίζετο, δηλαδή το Πνεύμα το άγιον ήτο η νεφέλη. Εάν δε θέλης μαρτυρίαν βεβαιοτέραν, άκουε του Αποστόλου Παύλου λέγοντος εν τη Α΄ προς Κορινθίους επιστολή· «Ου θέλω υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν, και πάντες δια της θαλάσσης διήλθον, και πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση» (Α΄ Κορ. ι: 1). Εκ τούτου δηλοί ο Απόστολος Παύλος, ότι η μεν θάλασσα ήτο τύπος του ύδατος, η δε νεφέλη τύπος του Αγίου Πνεύματος. Αλλά και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τους λόγους τούτους του Αποστόλου μεταφράζων εις εν του τροπάριον της σήμερον ψαλλομένης έκτης ωδής λέγει· «Ο στύλος ο του πυρός, Χριστόν τον μεταμορφούμενον, η δε νεφέλη σαφώς την χάριν του Πνεύματος την επισκιάσασαν εν τω Θαβωρίω προεδήλου εμφανέστατα». Περί του φωτός της Αγίας Μεταμορφώσεως πολύ εβλασφήμησεν ο μιαρώτατος και ασεβής εκείνος Βαρλαάμ ο Καλαβρός λέγων, ότι το φως εκείνο ήτο ουσία Θεού· άλλοτε δε έλεγεν, ότι ήτο κτιστόν· αλλ’ εις αμφότερα εβλασφήμει ο θεήλατος· διότι αν ήτο το φως εκείνο ουσία Θεού, πως θα το έβλεπον οι Απόστολοι. Ουσίαν Θεού δεν δύνανται να ίδωσιν ουδέ οι Άγγελοι, οφθαλμοί δε ανθρώπων πως την είδον; Και εάν εφαίνετο η ουσία του Θεού, τότε ο Θεός θα ήτο ορατός. Τούτο όμως είναι βλασφημία ως των αιρετικών Μασαλιανών, οίτινες έλεγον, ότι δύναται ο άνθρωπος να ιδή τον Θεόν καθώς είναι. Ότε δε πάλιν έλεγεν ότι ήτο κτιστόν, εβλασφήμει ως οι Αρειανοί, οίτινες έλεγον τον Χριστόν κτιστόν εις την θεότητα, διότι κτιστή ουσία έχει και κτιστήν ενέργειαν και ορατόν σώμα έχει και ορατήν δύναμιν· η δε άκτιστος ουσία έχει και άκτιστον ενέργειαν. Ήτοι ο ήλιος, όστις είναι κτιστός, έχει και κτιστήν ενέργειαν, ήτοι την θερμότητα και την λαμπρότητα· ο δε Θεός, όστις είναι άκτιστος, έχει και άκτιστον ενέργειαν. Όθεν ως εν συντόμω λέγομεν, η νεφέλη εκείνη η φωτεινή, ήτις εφάνη εις το όρος Θαβώρ, ήτο το Πνεύμα το Άγιον. Ιδού, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι βοηθεία Θεού ελύσαμεν όλα μας τα ζητήματα· όθεν ορθόν είναι να δώσωμεν τέλος εις τον λόγον μας, διότι παρήλθεν η ώρα, μόνον να ενθυμήσθε καλώς όσα είπομεν, και να τα μελετάτε συχνά δια να τα κατανοήτε, επειδή είναι μυστήρια της Εκκλησίας μας, και επειδή με την τιμήν και προσκύνησιν των τοιούτων μυστηρίων ελπίζομεν να σωθώμεν άπαντες οι ευσεβείς Χριστιανοί· με την ευσέβειαν δε επιβάλλεται να εκτελώμεν και τας εντολάς του Χριστού, να έχωμεν φιλαδελφίαν εις πάντας, αγάπην εις τους εχθρούς μας, εγκράτειαν των παθών και αποχήν των κακών. Ας εξαγοράσωμεν τας αμαρτίας μας, ας επιμεληθώμεν της σωτηρίας μας, ας αγωνισθώμεν δια την ψυχήν μας, ίνα μας καταξιώση ο Κύριος της αιωνίου Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι του αγεννήτου Πατρός, του γεννητού Υιού και του εκπορευτού Πνεύματος· ω η δόξα πρέπει εις τους ατελευτήτους αιώνας των απεράντων αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: