Εντελώς απαραίτητο για εμάς τους ανθρώπους είναι με ζήλο να επιδιώκουμε τα πνευματικά αγαθά και να ζητούμε τον Άρτο τον ουράνιο και λαμβάνοντάς τον, να απαλλασσόμαστε από κάθε βιοτική φροντίδα. Συνεπώς ας μην ασχολούμαστε με τα υλικά αγαθά, αλλά να θεωρούμε τελείως ασήμαντα και την απόκτηση και την απώλειά τους. Όπως ακριβώς βέβαια και ο Ιώβ, ο οποίος ούτε ήταν προσκολλημένος σε αυτά όταν τα είχε, ούτε τα ζητούσε όταν τα έχασε. Καθόσον για τον λόγο αυτόν ονομάζονται «χρήματα», όχι για να τα παραχώσουμε στη γη, αλλά για να τα χρησιμοποιήσουμε όπου είναι ανάγκη. Και όπως ακριβώς ο καθένας από τους τεχνίτες έχει τη δική του τέχνη και γνώση, έτσι και αυτός που έχει πολλά πλούτη δεν γνωρίζει να επεξεργάζεται τον χαλκό, ούτε να κατασκευάζει πλοία, ούτε να υφαίνει, ούτε να κτίζει οικίες, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο με αυτά. Κατά συνέπεια ας μάθει να χρησιμοποιεί τον πλούτο εκεί όπου είναι ανάγκη και να ελεεί τους πτωχούς και θα γνωρίσει τότε τέχνη πολύ ανώτερη από όλες αυτές που προαναφέρθηκαν.
Πράγματι αυτή η τέχνη της
ελεημοσύνης είναι ανώτερη από όλες εκείνες τις τέχνες. Το εργαστήριο αυτής έχει
κτιστεί στους ουρανούς. Τα εργαλεία της δεν είναι κατασκευασμένα με σίδηρο και
χαλκό, αλλά από αγαθότητα και καλή διάθεση. Διδάσκαλος αυτής της τέχνης είναι ο
Χριστός και ο Πατήρ Αυτού. Διότι λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ
πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί(:Να γίνεστε λοιπόν σπλαχνικοί προς τον συνάνθρωπό σας
και συμπονετικοί στις δυστυχίες του και στις ανάγκες του, όπως και ο ουράνιος
Πατέρας σας είναι σπλαχνικός σε όλους)»[Λουκά 6,36].Και το αξιοθαύμαστο βέβαια
είναι ότι μολονότι είναι τόσο πολύ ανώτερη από τις άλλες τέχνες, δεν χρειάζεται
ούτε κόπος, ούτε χρόνος για να την ασκήσει κανείς επιτυχώς. Αρκεί να το θελήσει
κανείς και το παν κατορθώνεται.
Αλλά ας δούμε και ποιο
είναι το τέλος αυτής της τέχνης. Ποιο λοιπόν είναι το τέλος της; Ο ουρανός, τα
ουράνια αγαθά, η απερίγραπτη εκείνη δόξα, οι πνευματικοί εκείνοι θάλαμοι, οι
λαμπρές λαμπάδες, η συμβίωση με τον Νυμφίο και όλα τα άλλα, τα οποία κανένας
ανθρώπινος λόγος, ούτε νους μπορεί να το περιγράψει. Άρα λοιπόν και ως προς
αυτά είναι πάρα πολύ μεγάλη η υπεροχή της τέχνης αυτής· διότι οι περισσότερες
από τις τέχνες μάς είναι ωφέλιμες στην παρούσα ζωή, ενώ αυτή είναι χρήσιμη και
για τη μέλλουσα ζωή. Εάν αυτή λοιπόν είναι τόσο ανώτερη από τις τέχνες που μας
είναι απαραίτητες για την παρούσα ζωή μας, όπως επί παραδείγματι από την
ιατρική, την οικοδομική και όλες τις παρόμοιες τέχνες, οπωσδήποτε θα είναι
ανώτερη από όλες τις άλλες, τις οποίες εάν κανείς ήθελε να τις εξετάσει με
ακρίβεια, θα ήταν δυνατόν να μην τις ονομάσει ούτε καν «τέχνες».
Συνεπώς, εγώ τουλάχιστον,
δεν μπορώ τις άλλες τις περιττές, ούτε καν να τις ονομάσω «τέχνες». Αλήθεια σε
τι μας χρησιμεύουν η μαγειρική και η καρυκευτική; Σε τίποτε. Αντιθέτως μάλιστα
μας είναι και πάρα πολύ άχρηστες και βλαβερές, επειδή βλάπτουν και το σώμα και
την ψυχή μας, εφόσον εισάγουν σε αυτά με πολλή αφθονία την τρυφή, που είναι η
μητέρα όλων γενικώς των νοσημάτων και των παθημάτων. Και όχι μόνο αυτές, αλλά
ούτε τη ζωγραφική, ούτε και τη διακοσμητική, εγώ τουλάχιστον, θα μπορούσα να
ονομάσω τέχνες, καθόσον μας δημιουργούν απλώς και μόνο περιττή δαπάνη· ενώ οι
τέχνες πρέπει να μας παρέχουν και να μας κατασκευάζουν εκείνα που μας είναι
αναγκαία και μας κρατούν στη ζωή. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν ο Θεός μας
έδωσε και σοφία, για να βρούμε μεθόδους με τις οποίες θα μπορέσουμε να
ρυθμίσουμε κατά τρόπο αρμονικό τη ζωή μας.
Πες μου, σε τι μας
χρησιμεύουν οι ζωγραφιές που γίνονται στους τοίχους ή τα ενδύματα; Για τον ίδιο
λόγο μάλιστα πρέπει να αφαιρεθούν πολλά από την τέχνη και των υποδηματοποιών
και των υφαντουργών. Καθόσον τα περισσότερα στοιχεία της η κάθε μία τέχνη από
αυτές τις μετέβαλε σε βάναυσα, αφού αγνόησαν τις ανάγκες και ανέμιξαν την
κακοτεχνία με την τέχνη, πράγμα που συνέβη και με την οικοδομική τέχνη. Αλλά
όπως ακριβώς αυτή εφόσον κατασκευάζει οικίες και όχι θέατρα, πράττει τα
αναγκαία και όχι τα περιττά, την ονομάζω τέχνη, κατά όμοιο τρόπο και την
υφαντική, εφόσον κάνει ενδύματα και συμπληρώματα αυτών και δεν μιμείται τις
αράχνες, ώστε να προκαλεί τον γέλωτα και απερίγραπτη βλακεία, την ονομάζω
τέχνη. Ακόμη και την τέχνη των υποδηματοποιών, εφόσον κάνει υποδήματα, δεν θα
της αφαιρέσω το όνομα της τέχνης. Όταν όμως δίνει στους άντρες τη μορφή των
γυναικών και τους κάνει με τα υποδήματα να συμπεριφέρονται όπως οι γυναίκες
κάνοντας αυτούς θηλυπρεπείς, θα την κατατάξουμε τότε μεταξύ των βλαβερών και
περιττών και ούτε καν «τέχνη» δε θα την ονομάσουμε. Και βέβαια γνωρίζω ότι σε
πολλούς θα φανώ ότι λεπτολογώ τα πράγματα, επειδή ασχολούμαι με αυτά. Αλλά όμως
ακριβώς για τον λόγο αυτόν δεν θα παύσω να το κάνω αυτό· διότι η αιτία όλων
γενικώς των κακών είναι αυτό, το ότι δηλαδή τα αμαρτήματα αυτά θεωρούνται
ασήμαντα και για τούτο και παραμελούνται.
«Και ποιο αμάρτημα», ίσως
ρωτήσει κάποιος, «θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ασήμαντο, από το να φορεί δηλαδή
κάποιος καλλωπισμένα υποδήματα, γυαλιστερά και καλοπροσαρμοσμένα στα πόδια, εάν
βέβαια είναι δυνατόν να το ονομάσουμε αυτό και αμαρτία;». Θέλετε λοιπόν να
απαντήσω σε αυτόν και να αποδείξω το πόσο μεγάλη είναι η ασχημοσύνη αυτής της
πράξης, χωρίς φυσικά να σας κυριεύσει η οργή; Μάλλον δε και αν ακόμη οργίζεστε,
δεν δίνω και μεγάλη σημασία. Καθόσον εσείς είστε αίτιοι αυτής της ανοησίας, οι
οποίοι δεν τη θεωρείτε ούτε καν αμάρτημα, και για τον λόγο αυτόν αναγκάζομαι να
προχωρήσω στην κατηγορία αυτής της ασωτίας.
Εμπρός λοιπόν ας
εξετάσουμε αυτό και ας δούμε πόσο μεγάλο κακό είναι. Πράγματι λοιπόν, όταν τα
μεταξωτά νήματα, που δεν πρέπει ούτε στα ενδύματα να υφαίνονται, τα προσράπτετε
επάνω στα υποδήματα, πόσου εμπαιγμού και πόσου γέλωτος δεν είναι άξια αυτά; Εάν
πάλι περιφρονείς τη δική μου γνώμη, άκουσε τότε τα λόγια του Παύλου, ο οποίος
με πολύ αυστηρό τόνο τα απαγορεύει αυτά, και τότε θα αντιληφθείς πόσο γελοίο
είναι το πράγμα. Τι λέγει λοιπόν εκείνος; «Ὡσαύτως καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ
κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ
μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ(:Το ίδιο θέλω και οι γυναίκες να προσεύχονται
με ενδυμασία σεμνή, να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη και
όχι με τα φιλάρεσκα πλεξίματα των μαλλιών τους ή με χρυσά ή μαργαριταρένια
κοσμήματα ή με πολυτελή ρούχα)»[Α΄Τιμ.2,9]. Ποιας συγχωρήσεως λοιπόν θα
μπορούσες να τύχεις, όταν ο Παύλος δεν επιτρέπει ούτε στη σύζυγο να φορεί
πολυτελή ενδύματα, ενώ εσύ χρησιμοποιείς την ανοησία αυτήν και στα υποδήματα
και κάνεις τόσα πολλά για την αλαζονική αυτήν πράξη που είναι άξια γέλωτος;
Καθόσον και πλοίο
ναυπηγείται κα κωπηλάτες εκλέγονται και συνοδηγός και κυβερνήτης κα πανιά
ανοίγονται και το πέλαγος διασχίζεται και εγκαταλείπει ο έμπορος τη γυναίκα
του, τα παιδιά του και την πατρίδα του και παραδίδει τη ζωή του στα κύματα και
μεταβαίνει στη χώρα των βαρβάρων και υπομένει αμέτρητους κινδύνους για τα
νήματα αυτά, ώστε μετά από όλα αυτά, αφού τα πάρεις εσύ, να τα ράψεις στα
υποδήματα και να στολίσεις το δέρμα. Και τι θα μπορούσε να θεωρηθεί χειρότερο
από αυτήν την ανοησία; Δεν συνέβαιναν όμως παλαιότερα παρόμοια πράγματα, αλλά
αυτά που πρέπουν στους άντρες. Βάσει αυτών λοιπόν εγώ τουλάχιστον περιμένω ότι
με το πέρασμα του χρόνου οι νέοι μας θα φορέσουν και γυναικεία υποδήματα και
δεν θα ντρέπονται καθόλου. Και το πιο φοβερό είναι ότι οι πατέρες, αν και τα
βλέπουν αυτά, όμως δεν αγανακτούν, αλλά και θεωρούν το πράγμα ως τελείως
αδιάφορο και χωρίς καμία σημασία.
Θέλετε να σας πω και το
ακόμη χειρότερο, ότι δηλαδή γίνονται αυτά, ενώ γύρω υπάρχουν πολλοί πτωχοί;
Θέλετε να σας παρουσιάσω τον πεινασμένο και γυμνό από ενδύματα Χριστό, τον
περιπλανώμενο παντού και φυλακισμένο; Και πόσων κεραυνών δεν είστε άξιοι όταν
παραβλέπετε μεν εκείνον που στερείται και την αναγκαία τροφή του, ενώ
καλλωπίζετε με τόση φροντίδα τα δέρματα; Και ο μεν Κύριος, όταν έδινε τις
εντολές Του στους μαθητές Του, δεν τους επέτρεπε ούτε καν υποδήματα να έχουν,
ενώ εμείς όχι μόνο δεν ανεχόμαστε να βαδίζουμε με γυμνά πόδια, αλλά ούτε να
φορούμε τα υποδήματα εκείνα που πρέπει να φορούμε για να μας προστατεύουν μόνο
από τα τραχιά εδάφη και το κρύο.
Τι λοιπόν θα μπορούσε να
θεωρηθεί χειρότερο από αυτήν την ακοσμία; Τι χειρότερο από αυτήν την
γελοιότητα; Καθόσον αυτό το πράγμα πηγάζει από ψυχή θηλυπρεπή, σκληρή, ωμή,
περίεργη και ματαιόπονη· διότι πότε θα μπορέσει να ασχοληθεί με κάτι το
αναγκαίο αυτός που ασχολείται με αυτά τα περιττά πράγματα; Πότε θα ανεχτεί ο
νέος αυτού του είδους να φροντίσει για την ψυχή του, ή και να αντιληφτεί έστω ότι έχει και ψυχή; Διότι πράγματι θα
είναι μικρολόγος αυτός που αναγκάζεται να θαυμάσει τα πράγματα αυτού του είδους
και σκληρός εκείνος που εξαιτίας αυτών παραμελεί τους φτωχούς, και στερείται
αρετής εκείνος που ξοδεύει όλη τη φροντίδα του σε αυτά.
Καθόσον αυτός που
κατασπαταλά τον χρόνο του στην ποιότητα των νημάτων, τη λαμπρότητα των χρημάτων
και στα σχέδια που γίνονται με αυτά τα υφάσματα, πότε θα μπορέσει να υψώσει τα
μάτια του προς τον ουρανό; Πότε θα θαυμάσει το κάλλος που βρίσκεται στον
ουρανό, αυτός που έχει κατακυριευτεί από το κάλλος των δερμάτων και έχει το
βλέμμα του στραμμένο προς τη γη; Και ο μεν Θεός άπλωσε τον ουρανό και άναψε τον
ήλιο με σκοπό να προσελκύσει τα μάτια σου προς τα άνω, ενώ εσύ αναγκάζεις τον
εαυτό σου να κοιτάζει προς τα κάτω και προς τη γη, όπως οι χοίροι και εκτελείς
τα παραγγέλματα του διαβόλου. Καθόσον αυτήν την ασχημοσύνη επινόησε ο πονηρός
δαίμονας, για να σε αποξενώσει από εκείνο το ουράνιο κάλλος.
Για τον λόγο αυτόν και σε
έφερε σε αυτήν την κατάσταση, να παραμελείται ο Θεός που δείχνει τον ουρανό και
να προτιμάς τον διάβολο που δείχνει τα δέρματα. Ή μάλλον ούτε τα δέρματα
δείχνει, καθόσον και αυτά είναι έργα του Θεού, αλλά σου προβάλλει βλακεία και
κακοτεχνία. Και ο νέος που έλαβε την εντολή να φιλοσοφεί τα ουράνια πράγματα,
περνά τον καιρό του προσηλωμένος στη γη, και πολύ περισσότερο καυχάται γι΄αυτά,
παρά εάν είχε κάνει κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, κα περιφερόμενος επιδεικτικά στην
αγορά, δημιουργεί στον εαυτό του περιττές λύπες και στενοχώριες, προσπαθώντας
να μην τα λερώσει με τη λάσπη, όταν είναι χειμώνας ή να μη γεμίσουν από σκόνη,
όταν είναι καλοκαίρι. Τι λέγεις, άνθρωπέ μου; Ολόκληρη την ψυχή σου την έριξες
στη λάσπη με αυτή την ασωτία σου και, αν και σύρεται στο χώμα, εσύ αδιαφορείς
και αγωνιάς τόσο πολύ για τα υποδήματά σου; Σκέψου σε τι χρησιμεύουν αυτά και
νιώσε ντροπή για τη γνώμη που έχεις για αυτά· διότι βέβαια τα υποδήματα έγιναν
για να πατούν τη λάσπη και τον βούρκο και κάθε ακαθαρσία του εδάφους. Εάν
λοιπόν δεν το ανέχεσαι αυτό, πάρε τα και κρέμασέ τα στον λαιμό σου ή βάλε τα
επάνω στο κεφάλι σου.
Και εσείς βέβαια γελάτε
ακούγοντας αυτά. Εμένα όμως μου έρχεται να δακρύσω για την μανία αυτών και τη
φροντίδα τους για αυτά. Καθόσον αυτοί θα ήταν δυνατόν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση
να μολύνουν το σώμα τους με λάσπη, παρά εκείνα τα δέρματα. Και με αυτόν μεν τον
τρόπο γίνονται οι άνθρωποι αυτοί μικροπρεπείς, ενώ κατά άλλον τρόπο γίνονται
φιλοχρήματοι· διότι αυτός που έχει κυριευτεί από μανία για αυτά, και έχει
συνηθίσει να φροντίζει για αυτά, χρειάζεται και για τα ενδύματά του και για όλα
τα άλλα μεγάλα έξοδα και κατά συνέπεια και πολλά έσοδα. Και αν τύχει να έχει
γενναιόδωρο πατέρα, γίνεται περισσότερο αιχμάλωτος σε αυτά, αυξάνοντας την
παράλογη αυτήν επιθυμία του, εάν όμως έχει φειδωλό πατέρα, τότε αναγκάζεται να
κάνει άλλες απρεπείς πράξεις, ώστε να αποκτήσει χρήματα για τις δαπάνες αυτού
του είδους. Εξαιτίας αυτού πολλοί από τους νέους και τα νιάτα τους πούλησαν και
έγιναν παράσιτα των πλουσίων και άλλες δουλοπρεπείς εργασίες υπέμειναν με
αποκλειστικό αντάλλαγμα την ικανοποίηση των επιθυμιών αυτού του είδους.
Το ότι λοιπόν ο παρόμοιος
άνθρωπος θα γίνει φιλοχρήματος και μικροπρεπής και ο πιο αδιάφορος από όλους
για τα αναγκαία πράγματα και ότι θα αναγκαστεί να διαπράξει πολλές αμαρτίες,
γίνεται φανερό από τα όσα είπα. Το ότι όμως θα είναι και σκληρός και κενόδοξος
και αυτό δεν θα το αμφισβητήσει κανείς. Σκληρός μεν, όταν βλέποντας πτωχό,
εξαιτίας του πόθου του καλλωπισμού του νομίζει ότι δεν τον βλέπει και ενώ τα
ενδύματα και υποδήματά του τα καλλωπίζει με χρυσό, αδιαφορεί όμως για εκείνον
που πεθαίνει από την πείνα, ενώ κενόδοξος θα είναι όταν και για τα ασήμαντα
πράγματα επιδιώκει να συγκεντρώνει τη δόξα των πολλών· διότι έχω την εντύπωση
ότι ένας στρατηγός δεν καυχάται τόσο για τον στρατό του και τις νίκες του, όσο
καυχώνται αυτοί οι ακόλαστοι νέοι για τα καλλωπισμένα υποδήματά τους, για τα
ενδύματά τους, που σύρονται στη γη, και για την κουρεμένη κεφαλή τους, αν και
όλα αυτά είναι έργα ξένων τεχνιτών. Εφόσον λοιπόν δεν παύουν να κενοδοξούν για
τα έργα των άλλων, πότε θα πάψουν να καυχώνται για τα δικά τους;
Να σας πω και άλλα
φοβερότερα από αυτά ή μήπως αυτά σας είναι αρκετά; Πρέπει λοιπόν εδώ να
τελειώσω τον λόγο· διότι και αυτά τα είπα για αυτούς που προβάλλουν αντιρρήσεις
και υποστηρίζουν ότι η ενέργεια αυτή δεν είναι καθόλου παράλογη. Και γνωρίζω
μεν πολύ καλά ότι πολλοί από τους νέους δε θα προσέξουν καθόλου τα λόγια μου
αυτά, επειδή τους έχει μεθύσει άπαξ δια παντός το πάθος. Και ακριβώς για τούτο
δεν έπρεπε να σιωπήσω· διότι οι πατέρες που έχουν ακόμη μυαλό και σκέπτονται
ορθά θα μπορέσουν να τους επαναφέρουν και χωρίς την θέλησή τους στην πρέπουσα
κοσμιότητα.
Άρα λοιπόν να μη λέγει ότι
δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος ούτε από τη μία ούτε από την άλλη κατάσταση· διότι
έπρεπε και από αυτά να διδάσκουν τους νέους και από εκείνα που θεωρούνται ότι
είναι μικρά να τους κάνουν σεμνούς, μεγαλόψυχους και ανώτερους, από τους
εξωτερικούς τύπους, διότι έτσι θα τους κάνουμε σπουδαίους και στα μεγάλα
πράγματα· διότι ποιο πράγμα είναι πιο ασήμαντο από τα στοιχεία της μαθήσεως;
Και όμως από αυτά γίνονται και οι ρήτορες και οι σοφοί και οι φιλόσοφοι. Και αν
αυτά δεν τα μάθουν ποτέ, ούτε και εκείνα θα τα γνωρίσουν.
Και αυτά δεν τα είπα μόνο για τους νέους, αλλά και για τις γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια. Καθόσον και αυτές διαπράττουν τις ίδιες αμαρτίες και μάλιστα σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό, όσο περισσότερο σπουδαίο πράγμα είναι η κοσμιότητα για την παρθένο. Επομένως τα όσα ειπώθηκαν προς τους νέους να τα θεωρείτε ότι ειπώθηκαν και προς εσάς για να μην επαναλάβουμε και πάλι τα ίδια. Καθόσον είναι ώρα να τελειώσω την ομιλία μου με μία ευχή. Όλοι λοιπόν μαζί με εμένα ευχηθείτε, ώστε οι νέοι και μάλιστα αυτοί που ανήκουν στην Εκκλησία να μπορέσουν να ζήσουν με κοσμιότητα και να φτάσουν σε καλά γηρατειά. Αυτοί όμως που, αν και νέοι, έχουν τη γεροντική σύνεση εύχομαι να φτάσουν σε βαθιά γηρατειά και να γίνουν πατέρες καλών και σπουδαίων παιδιών και τους γονείς τοΑς εκπέμψουμε λοιπόν το πυρ του Πνεύματος και ας κατακάψουμε τις πονηρές αυτές επιθυμίες και ας καλλιεργήσουμε τα ράφια και ας τα προετοιμάσουμε να υποδεχτούν τον σπόρο και ας κάνουμε τους νέους μας πιο συνετούς από τους εκτός της εκκλησίας γέροντες. Καθόσον αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο, όταν λάμπει η σωφροσύνη στους νέους, διότι ο σώφρονας γέροντας δεν χρειάζεται και μεγαλύτερη αμοιβή, αφού η ίδια η ηλικία του παρέχει σίγουρη ασφάλεια. Και το παράδοξο μάλιστα είναι να απολαμβάνει κανείς γαλήνη μέσα στην τρικυμία, να βρίσκεται μέσα στο καμίνι και να μην καίγεται και να μη διαπράττει ασέλγειες όταν είναι νέος.
Αφού λοιπόν τα βάλουμε
αυτά καλά στον νου μας, ας μιμηθούμε τον μακάριο εκείνον Ιωσήφ, ο οποίος
έλαμψε μέσω όλων αυτών, για να λάβουμε
τους ίδιους στεφάνους με αυτόν, τους οποίους εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε με
τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μαζί με τον οποίο ανήκει
στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους
αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη
Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/
Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΜΘ΄, πατερικές
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη
1990, τόμος 11, σελίδες 322-337.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων,
Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 182-190 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή
Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις
αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον
και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων
«Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους
εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα,
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου