Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον της Κυριακής των Βαΐων.

Του Ιερού Νικηφόρου του Θεοτόκη.                                                         

(Ιωάν. ιβ: 1 -18).                                                            

Λαμπρά και ένδοξος η σήμερον εορταζομένη πανήγυρις της εις την Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις ταύτην την θεοδόξαστον είσοδον δεν βλέπεις έργα τέχνης, ουδέ ετοιμασίας κατά προσταγήν, ουδέ προσκυνήματα φόβου τέκνα, ουδέ τα άλλα, όσα εποίουν οι παλαιοί των Ρωμαίων αρχιστράτηγοι, όταν, νικηταί επιστρέφοντες, θριαμβευτικώς εισήρχοντο εις την βασιλίδα των πόλεων αυτών· αλλά βλέπεις απλότητα φυσικήν, τιμάς αυτοπροαιρέτους, ευλάβειαν, ψυχής καρποφορίαν, προφητειών Θεού εκπλήρωσιν. Ο Ιησούς, καθήμενος επί πώλου όνου, ίνα πληρώση την περί αυτού μυστηριώδη προφητείαν, έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα· το δε πλήθος του λαού και των κατοικούντων εις την Ιερουσαλήμ και των ελθόντων τότε εκεί δια την εορτήν του Πάσχα, ακούσαντες ότι ο Ιησούς έρχεται, λαβόντες ευθύς εις τας χείρας αυτών τα βαΐα των φοινίκων, τρέχοντες εξήλθον εις απάντησιν Αυτού βοώντες μεγαλοφώνως· «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ: 13).

Τότε άλλοι μεν εκ του πλήθους έστρωσαν τα ιμάτια αυτών εις την οδόν· άλλοι δε, κόπτοντες «κλάδους από των δένδρων» (Ματθ. κα: 8), επεστρώννυον εις την γην, δι’ ης έμελλε να διέλθη ο Ιησούς. Άλλοι δε πάλιν προπορευόμενοι και άλλοι ακολουθούντες εκραύγαζον· «Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ωσαννά εν τοις υψίστοις» (Ματθ. κα: 9), άλλοι δε εβόων· «Ευλογημένη η ερχομένη Βασιλεία εν ονόματι Κυρίου του πατρός ημών Δαβίδ, ωσαννά εν τοις υψίστοις» (Μάρκ. ια: 10). Και το μεν πλήθος των μαθητών Αυτού, ότε ήγγισεν ο Ιησούς πλησίον της καταβάσεως του όρους των Ελαιών, ύψωσαν πάντες την φωνήν και εδοξολόγησαν Αυτόν λέγοντες: «Ευλογημένος ο ερχόμενος Βασιλεύς εν ονόματι Κυρίου· ειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις» (Λουκ. ιθ: 38). Οι δε απειρόκακοι παίδες, ότε φθάσας εις την Ιερουσαλήμ εισήλθεν εις τον Ναόν, εξεβόησαν· «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ» (Ματθ. κα: 15). Η ανάστασις του Λαζάρου και η ενδοξοτάτη είσοδος του Κυρίου Ιησού Χριστού εις την Ιερουσαλήμ άναψαν τον φθόνον των αρχιερέων και Φαρισαίων και των πρεσβυτέρων του λαού. Όθεν ηκολούθησε το Πάθος αυτού και ο Σταυρός και ο θάνατος, της σωτηρίας ημών τα όργανα. Ιστορεί δε ταύτα το σήμερον αναγνωσθέν Ευαγγέλιον, αρχόμενον ούτω. «Ο ουν Ιησούς προ εξ ημερών του Πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ» (Ιωάν. ιβ: 1 – 3). Αναστήσας εις Βηθανίαν ο Θεάνθρωπος τον Λάζαρον, ανεχώρησεν εκείθεν και ήλθεν εις πόλιν τινά, λεγομένην Εφραΐμ (Ιωάν. ια: 54). Εξ δε ημέρας προ της εορτής «του Πάσχα» των Ιουδαίων «ήλθε» πάλιν εις την «Βηθανίαν», όπου ευρίσκετο και ο Λάζαρος, ον ανέστησεν εκ των νεκρών. Εκεί λοιπόν εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, ως μαρτυρούσιν οι Ευαγγελισταί Ματθαίος και Μάρκος (Ματθ. κστ: 6, Μάρκ. ιδ: 3), ητοίμασαν δι’ Αυτόν δείπνον και η μεν «Μάρθα», καθώς και άλλοτε, υπηρέτει, ετοιμάζουσα τα προς το δείπνον (Λουκ. ι: 40), «ο δε Λάζαρος εις ην» και αυτός των συνδειπνούντων μετά του Ιησού Χριστού. «Η ουν Μαρία λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού, η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου». Άλλοι μεν λέγουσιν ότι «πιστικής», σημαίνει αξιοπίστου και αληθινής, άλλοι δε ότι είδος είναι κατασκευής νάρδου, ήτις ωνομάζετο πιστική. Ότι δε Μαρία είναι η αδελφή του Λαζάρου και της Μάρθας ουδεμία αμφιβολία· η Βηθανία, η πατρίς αυτής και ο Λάζαρος, ο εκεί συνανακείμενος και η Μάρθα, η εις την ώραν του δείπνου υπηρετούσα και η περί τούτου ομόφωνος μαρτυρία των εξηγητών, είναι αποδείξεις, αίτινες ικανώς τούτο επιβεβαιούσιν. Απορία δε είναι, εάν περί της αυτής Μαρίας ομιλούν και οι λοιποί τρεις Ευαγγελισταί· και ο μεν Χρυσόστομος νομίζει, ότι οι μεν τρεις Ευαγγελισταί περί μιας και της αυτής γυναικός ομιλούν (παρά Βίκτωρι Αντιοχ. Εν τη εις το κατά Μάρκον σειρά), ο δε Ωριγένης λέγει, ότι περί άλλης ομιλεί ο Ματθαίος και περί άλλης ο Λουκάς· ο δε Απολινάριος αι ο Μοψουεστίας Θεόδωρος βεβαιούσιν, ότι περί μιας και της αυτής ομιλούν οι τέσσαρες Ευαγγελισταί, ο δε Ιωάννης ακριβέστερον εξέδωκε την ιστορίαν. Πολύ όμως πιθανόν φαίνεται, ότι οι τρεις Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Ιωάννης, περί μιας και της αυτής ομιλούν, ήτοι της Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου, επειδή συμφώνως και οι τρεις λέγουν, ότι τούτο το έργον εγένετο εν Βηθανία και ότι περί τούτου ηγανάκτησαν οι μαθηταί. Ότι δε άλλη είναι η υπό του Λουκά ιστορουμένη, πείθουν τα εξής· «αυτή ην αμαρτωλός», ήτοι πόρνη· «και ιδού», λέγει ο ιερός Λουκάς, «γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός» (Λουκ. ζ: 37), η δε Μαρία ήτο σώφρων και ευλαβής και υπό του Χριστού άλλοτε επαινεσθείσα, ως εκλέξασα «την αγαθήν μερίδα» (Λουκ. ι: 42). Εκείνη, ως φαίνεται, προσέφερε το μύρον εν τη πόλει Ναΐν, η δε Μαρία εν τη Βηθανία. Εκείνη εν τη οικία Σίμωνος του Φαρισαίου, αύτη εν τη οικία Σίμωνος, ουχί του Φαρισαίου, αλλά του καλουμένου Λεπρού. Εκείνη πολύν καιρόν προ της εορτής του Πάσχα, αύτη προ εξ ημερών του Πάσχα, εν ω ο Χριστός εσταυρώθη. Περί εκείνης εσκανδαλίσθη ο Σίμων ο Φαρισαίος, νομίσας ότι ο Ιησούς Χριστός δεν εγνώρισεν, ότι αυτή είναι αμαρτωλός· περί ταύτης ηγανάκτησαν οι μαθηταί, εξόχως δε ο Ιούδας, δια την απώλειαν δήθεν του μύρου. Η Μαρία λοιπόν, η αδελφή του Λαζάρου και της Μάρθας, αυτή, περί ης και ο Ματθαίος και ο Μάρκος ομιλούν, ήλειψε τους πόδας του Ιησού Χριστού δια του πολυτίμου εκείνου μύρου της «πιστικής νάρδου». Τοσούτον δε ευώδες ήτο το μύρον εκείνο, ώστε εγέμισε τον οίκον του Σίμωνος ευωδίας. Τις δε εκίνησε την Μαρίαν να πράξη τούτο το έργον; Την χρήσιν των μύρων εσυνήθιζον εις τα συμπόσια όχι μόνοι οι εθνικοί, αλλά και οι Εβραίοι· αυτή δε, υπό Θεού φωτισθείσα, τούτο έπραξεν ως αυτός ο Θεάνθρωπος τούτο εφανέρωσεν, ειπών· «Εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό» (Ιωάν. ιβ: 7). Όθεν και ο τρόπος δια του οποίου η Μαρία ήλειψε τον Κύριον, ήτο έξω της συνηθείας. Και ο μεν Ματθαίος και ο Μάρκος λέγουσιν, ότι αυτή έφερεν αλάβαστρον μύρου, ήτοι αγγείον εξ αλαβάστρου λίθου κατασκευασμένον και μύρου πεπληρωμένον και ότι κατέχεεν αυτό επί την κεφαλήν του Ιησού Χριστού· ο δε Μάρκος προστίθησιν, ότι συνέτριψε το αλάβαστρον· ταύτα δε πάντα ούτω και εγένοντο. Πρώτον μεν η Μαρία συνέτριψε την κορυφήν του αγγείου, ίνα απαρεμποδίστως και ταχέως εξέρχηται το μύρον και τούτο είναι εκείνο το οποίον είπεν ο Μάρκος· «Και συντρίψασα το αλάβαστρον» (Μάρκ. ιδ: 3), έπειτα κατέχεε το μύρον επί της κεφαλής του Ιησού Χριστού (Ματθ. κστ: 7), τούτο δε βεβαιούσι και ο Μάρκος και ο Ματθαίος. Μετά ταύτα εκ του εναπολειφθέντος εν τω αγγείω μύρου «ήλειψε και τους ποδας» αυτού και απεσπόγγισεν αυτούς δια των τριχών της κεφαλής αυτής· τούτο δε, ως σιωπηθέν υπό των δύο τούτων Ευαγγελιστών, διηγήθη ο Ιωάννης, ιστορήσας και τα εξής λόγια του προδότου Ιούδα. «Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι. Διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ’ ότι κλέπτης ην και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζε». Ο Ματθαίος λέγει, ότι τούτο «ιδόντες οι Μαθηταί ηγανάκτησαν» (Ματθ. κστ: 8), ο δε Μάρκος ότι «ήσαν τινες αγανακτούντες προς εαυτούς… και ενεβριμώντο» κατά της γυναικός (Μάρκ. ιδ: 4 – 5), ο δε Ιωάννης λέγει, ότι ο Ιούδας εσκανδαλίσθη· πως λοιπόν ταύτα συμβιβάζονται; Ταύτα πάντα ούτως εγένοντο, καθώς οι Ευαγγελισταί εσημείωσαν.  Και οι μεν μαθηταί, ακούσαντες πρότερον παρά του Ιησού Χριστού, ότι αρεστότερον είναι εις αυτόν το έλεος υπέρ την θυσίαν (Ματθ. θ: 13), ηγανάκτησαν κατά της Μαρίας, νομίζοντες ότι εποίησεν έργον, το οποίον δεν ήτο αρεστόν εις αυτόν· ομοίως και τινες των εκεί ευρεθέντων ηγανάκτησαν και σφοδρώς εταράττοντο και είπον. Διατί απωλέσθη τούτο το μύρον; Αυτό ηδύνατο να πωληθή υπέρ τα τριακόσια δηνάρια και να δοθή εις τους πτωχούς (Μάρκ. ιδ: 4 – 5). Ο δε Ιούδας ηγανάκτησε και εταράχθη, όχι επειδή εφρόντιζε «περί των πτωχών», αλλ’ επειδή «ην κλέπτης» και ήθελεν, ίνα βάλη τα τριακόσια δηνάρια, τα συμποσούντα χρυσούς περίπου δέκα πέντε, εις το «γλωσσόκομον», ήτοι εις το σακκίον, όπερ αυτός «εβάσταζεν» ως επίτροπος και οικονόμος των αναγκαίων εις την συνοδείαν του Ιησού Χριστού και έπειτα κλέψη αυτά κατά την συνήθειαν αυτού. Άκουσον δε τι προς ταύτας τας αγανακτήσεις απεκρίθη ο Ιησούς Χριστός προς τον Ιούδαν. «Είπε νουν ο Ιησούς· Άφες αυτήν· εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό· τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». «Άφες αυτήν»· διευθύνει ο Ιωάννης τον λόγον του Χριστού προς τον Ιούδαν, επειδή αυτόν μόνον ανέφερε, σιωπήσας τους άλλους τους αγανακτήσαντας, καθότι περί αυτών ελάλησαν πλατύτερον οι δύο Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος και ο Μάρκος. Όθεν και η απόκρισις του Ιησού Χριστού προς αυτούς διερμηνεύει την προς τον Ιούδαν συντομωτέραν αυτού απόκρισιν· «Τι αυτή κόπους παρέχετε; Καλόν έργον ειργάσατο εν εμοί· πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών και, όταν θέλητε, δύνασθε αυτούς ευ ποιήσαι· εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Ό έσχεν αύτη, εποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου το σώμα εις τον ενταφιασμόν» (Μάρκ. ιδ: 6 – 8). Διατί, λέγει, ενοχλείτε αυτήν την γυναίκα; Αύτη έπραξεν εις εμέ έργον καλόν και άγιον· σεις λέγετε, ότι η τιμή του μύρου, ήτοι τα τριακόσια δηνάρια, ηδύνατο να δοθή εις τους πτωχούς· αλλά τους πτωχούς πάντοτε έχετε έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σας και, όταν θέλητε, δύνασθε να ευεργετήσητε αυτούς· «εμέ δε ου πάντοτε έχετε», διότι μετ’ ολίγας ημέρας αποθνήσκω. Αυτή, υπό του Θεού φωτισθείσα και προγνωρίσασα τον θάνατόν μου, έπραξεν εις εμέ ό,τι ηδυνήθη· προέλαβε τον θάνατόν μου και, αλείψασα δια μύρου το σώμα μου, ητοίμασεν αυτό εις τον μέλλοντα να ακολουθήση μετ’ ολίγον ενταφιασμόν μου· «βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησε» (Ματθ. κστ: 12). Τοιουτοτρόπως λοιπόν δικαιολογήσας ο Θεάνθρωπος το έργον της Μαρίας και παρρησιάσας την αρετήν και την εν αυτή χάριν του Θεού εφανέρωσε και τον υπέρ του έργου τούτου μισθόν αυτής, ειπών· «Αμήν λέγω υμίν· όπου εάν κηρυχθή το Ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον και ο εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής» (Μάρκ. ιδ: 9, Ματθ. κστ: 13). Βλέπομεν δε και ταύτην του Σωτήρος ημών την προφητείαν οφθαλμοφανώς εκπληρουμένην. Διότι άχρι σήμερον, όπου διδάσκεται το Ευαγγέλιον, ήτοι εις τα τέσσαρα μέρη του κόσμου, Ευρώπην και Ασίαν και Αφρικήν και Αμερικήν, εκεί κηρύττεται το άγιον αυτής έργον και μνημονεύεται το σεβάσμιον αυτής όνομα. Διηγηθείς δε ο Ιωάννης τα περί αυτής μεταβαίνει εις άλλην υπόθεσιν λέγων. «Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστι και ήλθον ου δια τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν, ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν· ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν». Πολύ πλήθος λαού «εκ των Ιουδαίων» έμαθον, ότι ο Ιησούς Χριστός ευρίσκεται «εκεί», ήτοι εις την Βηθανίαν· διο «ήλθον» εκεί «ου μόνον δια τον Ιησούν», ήτοι όχι μόνον ίνα ακούσωσι την διδασκαλίαν του Ιησού Χριστού, «αλλ’ ίνα ίδωσι και τον Λάζαρον», τον οποίον αυτός ανέστησεν «εκ νεκρών». Οι δε αρχιερείς, βλέποντες ότι «πολλοί των Ιουδαίων» ήρχοντο προς τον Ιησούν Χριστόν, θέλοντες να ίδουν και τον Λάζαρον, ερχόμενοι δε δια τον Λάζαρον, «επίστευον εις τον Ιησούν Χριστόν» και εγένετο ο Λάζαρος μαγνήτης, έλκων προς την εις Χριστόν Πίστιν, έκαμαν συμβούλιον «ίνα και τον Λάζαρον» φονεύσωσιν. Ανόητοι! Εκείνος όστις ανέστησε τον Λάζαρον αποθανόντα, δεν ηδύνατο, εάν ήθελε, και να αναστήση αυτόν φονευθέντα; Παγκάκιστοι! Παντί τρόπω επιβουλεύετε τα ανεπιβούλευτα, ίνα εμποδίσητε των ανθρώπων την σωτηρίαν! Μετά τούτο ιστορεί ο Ευαγγελιστής και τα ακολουθήσαντα εις την εφεξής ημέραν. «Τη επαύριον όχλος πολύς, ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινόκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ και έκραζον· Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ». Κατά το πρόσταγμα του νόμου εις ουδεμίαν άλλην πόλιν ειμή εις μόνην την Ιερουσαλήμ εγίνετο η εορτή του Ιουδαϊκού Πάσχα· «ου δυνήση θύσαι το Πάσχα εν ουδεμιά των πόλεών σου, ων Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι, αλλ’ ή εις τον τόπον, ον αν εκλέξηται Κύριος ο Θεός σου επικληθήναι το όνομα αυτού εκεί» (Δευτ. ιστ: 5 – 6). Δια τούτο κατά παν έτος συνήρχετο εις την Ιερουσαλήμ πολύ πλήθος ανθρώπων, ίνα εορτάσωσιν εκεί το Πάσχα. Επειδή δε διεφημίσθη εις την Ιερουσαλήμ το εξαίσιον θαύμα της εκ νεκρών αναστάσεως του Λαζάρου, εκ τούτου το εκεί άμετρον πλήθος του λαού, «ακούσαντες ότι έρχεται ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα», έλαβον εις τας χείρας αυτών «τα βαΐα των φοινίκων» και, εξελθόντες έξω της πόλεως ίνα προϋπαντήσωσιν αυτόν, εκραύγαζον· «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Ταύτα έπραττον και έλεγον τότε οι Ιουδαίοι, νομίζοντες ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας και ότι έρχεται εις την Ιερουσαλήμ, ίνα, καθίσας εις τον θρόνον του Δαβίδ, βασιλεύση επί το γένος του Ισραήλ· τα έργα δε αυτών και τα λόγια ταύτα ήσαν εκ θείου Πνεύματος και εσήμαινον τα περί του Θεανθρώπου. Και τα μεν βαΐα νίκης είναι σύμβολα, σημαίνοντα ότι ο Χριστός είναι ο νικητής του διαβόλου και του θανάτου· το δε Εβραϊκόν «ωσαννά» σημαίνει το σώσον δη και είναι όμοιον με την προφητείαν του Δαβίδ, όστις, προφητεύων περί της ελεύσεως του Χριστού, έλεγεν· «Ω Κύριε, σώσον δη… ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ψαλμ. ριζ: 25 – 26)· αντί δε του «σώσον δη» χρησιμοποιείται παρά τοις Εβραίοις το «ωσαννά». «Ευρών δε ο Ιησούς ονάριον, εκάθισε επ’ αυτό, καθώς εστι γεγραμμένον. Μη φοβού, θύγατερ Σιών, ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου». Ο Ιησούς Χριστός απέστειλε δύο των μαθητών αυτού, ίνα φέρωσι προς Αυτόν τον πώλον της όνου (Ματθ. κα: 1- 2, Μάρκ. ια: 1 – 2, Λουκ. ιθ: 29 – 30, αυτοί δε, όταν έφερον αυτόν, επέρριψαν επάνω αυτού τα ιμάτια αυτών και επεβίβασαν επ’ αυτόν τον Ιησούν Χριστόν. Ταύτα δε, ομοίως και άλλα, σιωπήσας ο Ιωάννης, καθότι ιστόρησαν αυτά οι προ αυτού γράψαντες Ευαγγελισταί, είπε μόνον ότι, «ευρών ο Ιησούς ονάριον, εκάθισεν επ’ αυτό, καθώς εστι γεγραμμένον», ήτοι κατά την του Προφήτου Ζαχαρίου προφητείαν. Ταύτης δε της προφητείας το νόημα μόνον και όχι όλας τας λέξεις, έγραψεν ο Ιωάννης, ομοίως και ο Ματθαίος. Διότι ο μεν Ζαχαρίας προφητεύων περί της εισόδου του Χριστού εις την Ιερουσαλήμ, είπεν ούτω· «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεταί σοι δίκαιος και σώζων, αυτός πραΰς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. θ: 9), ο δε Ιωάννης είπε το «Μη φοβού, θύγατερ Σιών», επειδή, όταν νέος βασιλεύς ήρχετο, ίνα καθίση εις τον θρόνον αυτού, εφοβείτο ο λαός συλλογιζόμενος την αυστηρότητα και κακίαν τινών εκ των προτέρων βασιλέων αυτών. Τι δε σημαίνει ο πώλος της όνου, περί του οποίου ο μεν Προφήτης Ζαχαρίας τοσούτον φανερά προεφήτευσαν, ο δε Θεάνθρωπος, επ’ αυτόν καθίσας, την προφητείαν επλήρωσεν; Ο πώλος της όνου, καθό μεν πώλος, άγριος είναι και δυσκολοδάμαστος, καθό δε όνος, είναι ακάθαρτος· διο ουδέ δεκτός ήτο εις τα κατά νόμον προσφερόμενα τω Θεώ, αλλ’ αντηλλάττετο δια προβάτου (Εξόδ. ιγ: 13), ακάθαρτα δε ήσαν δια την απιστίαν αυτών πάντα της γης τα έθνη και άγρια και δυσκολοδάμαστα, ως εστερημένα των του Θεού νόμων. Το κάθισμα του Ιησού Χριστού επάνω εις τον πώλον της όνου εσήμαινε την εις αυτόν υποταγήν των Εθνικών. Βλέπε δε, ότι οι Απόστολοι φέρουσι τον πώλον της όνου προς τον Ιησούν Χριστόν και αυτοί επιρρίπτουσι τα ιμάτια επ’ αυτόν και επιβιβάζουσιν επ’ αυτού τον Σωτήρα του κόσμου. «Και ήγαγον αυτόν», λέγει ο θεηγόρος Λουκάς, «προς τον Ιησούν και επιρρίψαντες εαυτών τα ιμάτια επί τον πώλον, επεβίβασαν τον Ιησούν» (Λουκ. ιθ: 35). Σύμβολα πάντα ταύτα και τύποι φανεροί, σημαίνοντες ότι οι Άγιοι Απόστολοι απλώσαντες το ευαγγελικόν κήρυγμα επί τα έθνη προσήγαγον αυτά και υπέταξαν εις τον Δεσπότην Χριστόν, όστις επλήρωσεν αυτά δια των θείων αυτού χαρισμάτων. «Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, αλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτώ γεγραμμένα και ταύτα εποίησαν αυτώ». Ποία δεν εγνώρισαν «οι μαθηταί το πρώτον»; Την ανωτέρω δηλαδή προφητείαν του Ζαχαρίου και όσα αυτή περί του Ιησού Χριστού προείπε και προετύπωσε· τότε δε κατενόησαν, ότι ο Προφήτης περί αυτού επροφήτευσε ταύτα και ο λαός εποίησε τοιαύτην ένδοξον υπάντησιν και προπομπήν, «ότε ο Ιησούς εδοξάσθη», ήτοι ότε μετά το Πάθος και τον θάνατον και την ταφήν, αναστάς εκ των νεκρών, «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας Γραφάς» (Λουκ. κδ: 45). Και ότε, εις τους ουρανούς αναληφθείς, κατέπεμψεν επ’ αυτούς το Πνεύμα το Άγιον και δια της Χάριτος Αυτού κατέστησεν αυτούς πανσόφους, τότε όχι μόνον την προφητείαν ταύτην του Ζαχαρίου, αλλά και πάσας τας λοιπάς προφητείας κατενόησαν. «Εμαρτύρει ουν ο όχλος, ο ων μετ’ αυτού, ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών· δια τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον». Ο λαός, όστις ήτο μετ’ αυτού εις την Βηθανίαν και ήλθεν ακολουθών Αυτόν εις την Ιερουσαλήμ, ιδών και πληροφορηθείς περί της αναστάσεως του Λαζάρου, εμαρτύρησεν εις την Ιερουσαλήμ ότι αληθώς ο Ιησούς Χριστός εφώνησε τον Λάζαρον ε του μνημείου, ειπών· «Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιωάν. ια: 43) και ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών· αλλ’ επειδή, λέγει, και προ της μαρτυρίας ταύτης ηκούσθη εις την Ιερουσαλήμ, ότι ο Κύριος Ιησούς εποίησε τούτο το θαύμα, δια τούτο το πλήθος του λαού το ευρισκόμενον εις Ιερουσαλήμ, εξήλθεν εκείθεν και προϋπήντησεν αυτώ μετά βαΐων και κλάδων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: