Συνήθως
χαρακτηρίζεται η Πεντηκοστή «τελευταία εορτή» μέσα στον κύκλον των μεγάλων
θαυμάτων της θείας Οικονομίας. Και, αναντίρρητα, με την προοπτικήν του
«παρόντος αιώνος» η εορτή αυτή αναγνωρίζεται χρονικά η «εσχάτη μεγάλη ημέρα της
Σωτηρίας μας. Αν όμως «θεωρήση» κανείς το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον» από
μίαν ακραιφνεστέραν ορθόδοξη σκοπιάν, την εσχατολογικήν, -- εφ’ όσον η ορθόδοξη
εμπειρία είναι κατ’ εξοχήν εμπειρία του μέλλοντος, -- θα διακρίνη γιορτές, που,
όχι απλώς σαν την Πεντηκοστήν εγκαινιάζουν τα έσχατα, αλλά δυναμικά
προσανατολίζουν προς την συντέλειαν, επειδή αναφέρονται σε «Γεγονότα», που
«βιάζουν» μάλλον με το περιεχόμενό τους την ερχομένην Βασιλείαν και «αρπάζουν»
με την δίνην της αφόρητης χαράς τους ανεκτίμητα λάφυρα από τον άκτιστον πλούτον
της, «σημαίνοντας» έτσι στους μύστες τους την ακάθεκτην επέλευση του «Τέλους»,
δηλαδή την ατέλεστην εκείνην τελειότητα που γίνεται όλο και περισσότερον απτή
πραγματικότητα για όσους μαρτυρικά ή ειρηνικά «τελειούνται».
Σ’ αυτές τις γιορτές, τις απρόσιτες σε ιστορικήν τεκμηρίωση, έχει την θέση της, μεταξύ άλλων, και η Κοίμηση της Θεοτόκου, που μαζί με την Μεταμόρφωση και την εορτήν των Αγίων Πάντων, συνθέτει την τολμηροτέραν απόπειρα της Εκκλησίας να εισβάλη στον μέλλοντα αιώνα, παραμερίζοντας λειτουργικά, «όσον εφικτόν», το αινιγματικόν έσοπτρον-εμπόδιον στην αγαπητικήν υπερανάταση προς την ακρότητα των εφετών- στους εναρμονισμένους ερωτικά σε Σώμα Χριστού. Η Κοίμηση θα πρέπη να λογισθή σαν τελευταία πράξη της θείας Οικονομίας, η οποία άρχισε με τον Ευαγγελισμόν της Παρθένου να γίνεται πραγματικότης, αλλά θα ολοκληρωθή απόλυτα με την Δευτέραν Παρουσίαν. Μέχρι τότε η Κοίμηση θα παραμένη η τελευταία προτύπωση του τελικού θριάμβου της Εκκλησίας. Αν όλοι οι Άγιοι επεθύμησαν «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», πιστεύοντες ακράδαντα στο «κέρδος» του θανάτου, η Παναγία είχε επιτύχει από την παρούσαν ζωήν το «συνείναι Χριστώ», προσφέροντάς Του σάρκα από την σάρκα Της και οστά από τα οστά Της, χωρίς εν τούτοις να πληρώση τον σφοδρότατον πόθον Της έστω και με αυτόν τον τρόπον προς Εκείνον. «Ουδέ γαρ αρκεί τοις αγαπώσι το τη ψυχή συνδεδέσθαι μόνον, βεβαιώνει ο Χρυσόστομος, αλλά και σωματικής δέονται παρουσίας». Κι’ αν αυτό ισχύη για τον καθένα, πόσον μάλλον για Εκείνην, που είχε δεχθή το χάρισμα της Αγάπης στην πληρότητά του, και πόσον περισσότερον μετά την Ανάληψη του Υιού και Θεού Της! Έχουσα δε Αυτή το εξαίρετον προνόμιον, που πρώτος ο Θεάνθρωπος χρησιμοποίησεν επάνω στον Σταυρόν, παραδίδοντας, όταν Εκείνος ηθέλησεν, το πνεύμα Του στον Πατέρα, απεφάσισεν μόνη Της, ελεύθερα, την εκδημίαν Της, όπως και πολλοί άλλοι Άγιοι και Μάρτυρες. Και οι μεν Άγιοι, όσοι αξιώθηκαν μετά από προσευχήν, της οποίας προηγήθηκεν ή μακροχρόνια άσκηση ή φοβερά βασανιστήρια· η δε Παρθένος, χωρίς καμμίαν άλλην ιδιαίτερην προσπάθειαν, εκτός από την μάταιην απόπειραν να αντέξη τον σωματικόν χωρισμόν του Θεανθρώπου, χωρίς κανένα άλλο μαρτύριον εκτός από εκείνον τον απροσμάχητον πόθον Της για τον Χριστόν, υπέκυψεν σύντομα και αυτοπροαίρετα στον θάνατον, παραδίδοντας με την σειρά Της στα χέρια του Υιού Της το πνεύμα Της, Εκείνη, που είχε κάθε δικαίωμα να παρατείνη την επίγειαν παρουσίαν Της μέχρι την Δεύτερην Έλευσή Του. Αλλ’ ο Θεός δεν φαίνεται να της ανέθεσεν κανένα άλλο έργον επάνω στην γην, εκτός από το να ντύση τον Μονογενή Του με τη σάρκα Της. Διέκοψε την σιωπήν Της για να ζητήση «ιμάτια ερυθρά» για τον συνάναρχον Λόγον Του και την άφησεν να επιστρέψη στην ίδια σιωπήν, που είναι μυστήριον του μέλλοντος αιώνος, όταν φανερώθηκεν «ο Λόγος, από σιγής προελθών». Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, που χρησιμοποιεί αυτήν την έκφραση, αφήνει να εννοηθή ότι η Σιγή, από την οποίαν προέρχεται ο Λόγος, είναι το αναποκάλυπτον Πρόσωπον του Πατέρα Του και κατά συνέπειαν και η Σάρκωσή Του πραγματοποιείται μέσα στην «ησυχία» της Μητέρας Του. Η πατρική Σιγή και η μητρική Ησυχία συνεργούν, ώστε να κ η ρ υ χ θ ή στον κόσμον ο Λόγος, ως Θεάνθρωπος. Μόλις αυτό το κήρυγμα αρχίζη να γίνεται πραγματικότης, η Θεοτόκος δεν έχει πλέον άλλην αποστολήν, παρά το να υπογραμμίση με την ύπαρξή Της, το Γεγονός της υποστατικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου μέσα Της, την ύψιστην Αλήθειαν της Εκκλησίας. Το αποκορύφωμα της Θεομητορικής αυτής Μαρτυρίας είναι ο θάνατος της Μητέρας του Θεού, επειδή δείχνει, ότι το φύραμα που πρόσφερε στον Χριστόν από τον εαυτόν Της, ήταν τόσον γνήσια ανθρώπινον, όσον γνήσια θεϊκόν ήταν το γεννημένο από τον Πατέρα Είναι Του. Αν και ο θάνατος δεν φανερώνει την αλήθειαν του ανθρώπου αλλά την αρρώστεια του, όμως ο θάνατος της Μητέρας της Ζωής δεν ήταν συμμόρφωση στον κοινόν ανθρώπινον προορισμόν, αλλά η έσχατη συνέπεια της ίδιας εκείνης υπακοής, που το «γένοιτό»της, το «ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ», ωδήγησεν την μεν Παρθένον στην σύλληψη, τον δε Υιόν στην Σταύρωση… Φαίνεται, πως η Μαριάμ υπηρέτησεν εξ ίσου σημαντικά το Μυστήριον της Σωτηρίας, τόσον με την Κυοφορίαν Της όσον και με την Κοίμησή Της. Αν δεν πέθαινε, -μολονότι είχε κάθε λόγον να δικαιούται αυτήν την εξαίρεση- θα πρόσβαλε με την αθανασίαν Της, ό,τι είχε προσφέρει με την μητρότητά Της: την πίστη στην δυνατότητα να γίνη ο Θεός θνητός. Εφ’ όσον, κάτω από τις συνθήκες της πτώσεως, η θνητότητα είναι μια κατάσταση σύμφυτη με την κλήση των όντων στο είναι, μια αθάνατη – έστω και εκ των υστέρων – Μητέρα του Θεανθρώπου, θα νομιζόταν ανίκανη να μεταδώση στην ανθρώπινη φύση του Υιού Της, ό,τι Αυτός δεν ήταν σε θέση με άλλον τρόπον να αποκτήση: την θνητότητα. To πιο εκπληκτικόν γεγονός στην συνάντηση Θεού και ανθρώπου μέσα στην Θεοτόκον, είναι οπωσδήποτε η διπλή σύζευξη του Υιού Της τόσον με την ερασμιώτερην όσον και με την απεχθέστερην γι’ Αυτόν πραγματικότητα: τόσον με το κατ’ Εικόνα δημιούργημα, όσον και με τον έσχατον εχθρόν, θάνατον, αφού και τα δύο συνιστούσαν με την απαράδεκτην συμφυϊαν τους την τραγωδίαν του ανθρώπου. Αν και ο σκοπός, για τον οποίον προσάρτησεν καθένα από τα δύο στην Ύπαρξή Του ο Χριστός, ήταν διαφορετικός, όμως η έφεσή Του για την απόκτησή τους, ήταν εξ ίσου ακατανίκητη και πραγματώθηκε στο Πρόσωπον της Παρθένου. Εκείνη του έδωκεν και τα δύο: το ένα για να σώση, το άλλο για να το εξολοθρεύση. Και ενώ του τα έδωσε μαζί, Εκείνος εργάσθηκεν επάνω τους χωριστά: σώζοντας το ένα, εξωλόθρευε το άλλο· και εξολοθρεύοντας το άλλο, έσωζε το πρώτο. Αλλ’ αυτό προϋπόθετε πως όλες οι συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου είχαν μεταβιβασθή φυσιολογικά στην Παναγίαν από τους γονείς Της. Αν αληθεύη ο ισχυρισμός του Αποστόλου πως το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, πως θα μπορούσε Εκείνη να Του μεταδώση την θνητότητα, αν δεν είχε κληρονομήσει την αμαρτωλότητα, που βαραίνει την ανθρώπινη φύση; Αν δηλαδή η Μητέρα Του δεν ήταν σε θέση να Του προσφέρη εξ αρχής και τα δύο –ανθρωπότητα και θνητότητα – επειδή δήθεν Εκείνος έσπευσε να την απαλλάξη εξ άκρας συλλήψεως από όλες τις συνέπειες της πτώσεως, όπως ισχυρίζονται οι Δυτικοί, τότε θα την είχε καταστήσει μόνος Του άχρηστην για τον σκοπόν ακριβώς που την ήθελεν, αφού την ανθρωπότητα μπορούσε και μόνος Του να την αποκτήση, εφ’ όσον Αυτός την δημιούργησε. Κι’ έτσι θα του ήταν αδύνατον να συναντήση τον κοινόν εχθρόν, αφού μόνος Του πάλιν θα τον είχεν εξ αρχής φυγαδεύσει από Εκείνην, έχοντας αποδειχθή μ’ αυτόν τον τρόπον μάλλον σωτήρας του παρά εξολοθρευτής του. Γιατί, αν και έπλασε τον πρώτον Αδάμ «δεκτικόν αμφοτέρων», και του θανάτου δια της αμαρτίας και της αθανασίας δια της αναμαρτησίας, όμως ο Ίδιος, μετά την αποτυχίαν εκείνου, έπρεπε και να παραμείνη αναμάρτητος και να μπορέση να πεθάνη! Και για να γίνη αυτό, δεν αρκούσεν η πρώτη εκείνη δεκτικότητα, η απηλλαγμένη από πείναν και δίψαν και κόπον, αλλά μια Μητέρα, που με την προσωπικήν Της Καθαρότητα θα μπορούσε να τον ε φ ο δ ι ά σ η με όλα τα απαραίτητα, ώστε να μπορέση να πεθάνη, εκτός από την αμαρτία· επειδή από αυτήν, ήταν και Εκείνη απηλλαγμένη, όχι εξ αρχής, αλλά αφού πρώτα είχεν έμπρακτα αποδείξει πόσον ά χ ρ η σ τ η της ήταν στον καταρτισμόν Της. Διαφορετικά, για ποιον άλλον λόγον θα μπορούσε να χρειαζόταν μια Μητέρα, Εκείνος που δημιούργησεν από το μηδέν τα σύμπαντα; Ή τι θα ώφειλε να της ανταποδώση, αν την είχεν καταστήση αναμάρτητην εξ άκρας συλλήψεως; Αθανασίαν; Αλλά σ’ εκείνην που δεν θα τον είχε καν βοηθήση να συναντήση τον θάνατον; Θάνατον πάλιν; Πως όμως, αφού ο Ίδιος είχε σπεύσει τόσον πρόωρα να την απαλλάξη από το κεντρί του θανάτου, που είναι η αμαρτία; Πράγματι, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήση κάποιος εύκολα σε μια τέτοιαν μητέρα ούτε τον θάνατον, ούτε την αθανασίαν, όπως και δεν μπορούν να απαντήσουν οι Δυτικοί μέχρι σήμερα ούτε στο αν πέθανε ή όχι, ούτε το γιατί στην κάθε περίπτωση. Η Ορθόδοξη Παράδοση διακηρύσσοντας τον θάνατον της Θεοτόκου με την εορτή της Κοιμήσεως, διασώζει την αλήθειαν της τραγωδίας του ανθρώπου στο Πρόσωπον Εκείνης, που ωμολόγησε τον Θεόν Σωτήρα Της, αλλά και την πραγματική δυνατότητα Σωτηρίας στο Πρόσωπον Εκείνου, που αναγνώρισε Μητέρα Του και αδελφούς Του, όσους τηρούν τις εντολές Του. Και γι’ αυτό μόνον οι Ορθόδοξοι είναι σε θέση να νοιώσουν όσο επιτρέπει το απύθμενον βάθος του Μυστηρίου Της, την διπλήν και μεγαλειώδη προσφοράν της Παναγίας: την φανέρωση και αναφοράν της αληθινής τραγωδίας του ανθρώπου στον Θεόν και την προσκόμιση και παρουσίαση της ειλικρινούς φιλανθρωπίας του Θεού στον άνθρωπον.
Σ’ αυτές τις γιορτές, τις απρόσιτες σε ιστορικήν τεκμηρίωση, έχει την θέση της, μεταξύ άλλων, και η Κοίμηση της Θεοτόκου, που μαζί με την Μεταμόρφωση και την εορτήν των Αγίων Πάντων, συνθέτει την τολμηροτέραν απόπειρα της Εκκλησίας να εισβάλη στον μέλλοντα αιώνα, παραμερίζοντας λειτουργικά, «όσον εφικτόν», το αινιγματικόν έσοπτρον-εμπόδιον στην αγαπητικήν υπερανάταση προς την ακρότητα των εφετών- στους εναρμονισμένους ερωτικά σε Σώμα Χριστού. Η Κοίμηση θα πρέπη να λογισθή σαν τελευταία πράξη της θείας Οικονομίας, η οποία άρχισε με τον Ευαγγελισμόν της Παρθένου να γίνεται πραγματικότης, αλλά θα ολοκληρωθή απόλυτα με την Δευτέραν Παρουσίαν. Μέχρι τότε η Κοίμηση θα παραμένη η τελευταία προτύπωση του τελικού θριάμβου της Εκκλησίας. Αν όλοι οι Άγιοι επεθύμησαν «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», πιστεύοντες ακράδαντα στο «κέρδος» του θανάτου, η Παναγία είχε επιτύχει από την παρούσαν ζωήν το «συνείναι Χριστώ», προσφέροντάς Του σάρκα από την σάρκα Της και οστά από τα οστά Της, χωρίς εν τούτοις να πληρώση τον σφοδρότατον πόθον Της έστω και με αυτόν τον τρόπον προς Εκείνον. «Ουδέ γαρ αρκεί τοις αγαπώσι το τη ψυχή συνδεδέσθαι μόνον, βεβαιώνει ο Χρυσόστομος, αλλά και σωματικής δέονται παρουσίας». Κι’ αν αυτό ισχύη για τον καθένα, πόσον μάλλον για Εκείνην, που είχε δεχθή το χάρισμα της Αγάπης στην πληρότητά του, και πόσον περισσότερον μετά την Ανάληψη του Υιού και Θεού Της! Έχουσα δε Αυτή το εξαίρετον προνόμιον, που πρώτος ο Θεάνθρωπος χρησιμοποίησεν επάνω στον Σταυρόν, παραδίδοντας, όταν Εκείνος ηθέλησεν, το πνεύμα Του στον Πατέρα, απεφάσισεν μόνη Της, ελεύθερα, την εκδημίαν Της, όπως και πολλοί άλλοι Άγιοι και Μάρτυρες. Και οι μεν Άγιοι, όσοι αξιώθηκαν μετά από προσευχήν, της οποίας προηγήθηκεν ή μακροχρόνια άσκηση ή φοβερά βασανιστήρια· η δε Παρθένος, χωρίς καμμίαν άλλην ιδιαίτερην προσπάθειαν, εκτός από την μάταιην απόπειραν να αντέξη τον σωματικόν χωρισμόν του Θεανθρώπου, χωρίς κανένα άλλο μαρτύριον εκτός από εκείνον τον απροσμάχητον πόθον Της για τον Χριστόν, υπέκυψεν σύντομα και αυτοπροαίρετα στον θάνατον, παραδίδοντας με την σειρά Της στα χέρια του Υιού Της το πνεύμα Της, Εκείνη, που είχε κάθε δικαίωμα να παρατείνη την επίγειαν παρουσίαν Της μέχρι την Δεύτερην Έλευσή Του. Αλλ’ ο Θεός δεν φαίνεται να της ανέθεσεν κανένα άλλο έργον επάνω στην γην, εκτός από το να ντύση τον Μονογενή Του με τη σάρκα Της. Διέκοψε την σιωπήν Της για να ζητήση «ιμάτια ερυθρά» για τον συνάναρχον Λόγον Του και την άφησεν να επιστρέψη στην ίδια σιωπήν, που είναι μυστήριον του μέλλοντος αιώνος, όταν φανερώθηκεν «ο Λόγος, από σιγής προελθών». Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, που χρησιμοποιεί αυτήν την έκφραση, αφήνει να εννοηθή ότι η Σιγή, από την οποίαν προέρχεται ο Λόγος, είναι το αναποκάλυπτον Πρόσωπον του Πατέρα Του και κατά συνέπειαν και η Σάρκωσή Του πραγματοποιείται μέσα στην «ησυχία» της Μητέρας Του. Η πατρική Σιγή και η μητρική Ησυχία συνεργούν, ώστε να κ η ρ υ χ θ ή στον κόσμον ο Λόγος, ως Θεάνθρωπος. Μόλις αυτό το κήρυγμα αρχίζη να γίνεται πραγματικότης, η Θεοτόκος δεν έχει πλέον άλλην αποστολήν, παρά το να υπογραμμίση με την ύπαρξή Της, το Γεγονός της υποστατικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου μέσα Της, την ύψιστην Αλήθειαν της Εκκλησίας. Το αποκορύφωμα της Θεομητορικής αυτής Μαρτυρίας είναι ο θάνατος της Μητέρας του Θεού, επειδή δείχνει, ότι το φύραμα που πρόσφερε στον Χριστόν από τον εαυτόν Της, ήταν τόσον γνήσια ανθρώπινον, όσον γνήσια θεϊκόν ήταν το γεννημένο από τον Πατέρα Είναι Του. Αν και ο θάνατος δεν φανερώνει την αλήθειαν του ανθρώπου αλλά την αρρώστεια του, όμως ο θάνατος της Μητέρας της Ζωής δεν ήταν συμμόρφωση στον κοινόν ανθρώπινον προορισμόν, αλλά η έσχατη συνέπεια της ίδιας εκείνης υπακοής, που το «γένοιτό»της, το «ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ», ωδήγησεν την μεν Παρθένον στην σύλληψη, τον δε Υιόν στην Σταύρωση… Φαίνεται, πως η Μαριάμ υπηρέτησεν εξ ίσου σημαντικά το Μυστήριον της Σωτηρίας, τόσον με την Κυοφορίαν Της όσον και με την Κοίμησή Της. Αν δεν πέθαινε, -μολονότι είχε κάθε λόγον να δικαιούται αυτήν την εξαίρεση- θα πρόσβαλε με την αθανασίαν Της, ό,τι είχε προσφέρει με την μητρότητά Της: την πίστη στην δυνατότητα να γίνη ο Θεός θνητός. Εφ’ όσον, κάτω από τις συνθήκες της πτώσεως, η θνητότητα είναι μια κατάσταση σύμφυτη με την κλήση των όντων στο είναι, μια αθάνατη – έστω και εκ των υστέρων – Μητέρα του Θεανθρώπου, θα νομιζόταν ανίκανη να μεταδώση στην ανθρώπινη φύση του Υιού Της, ό,τι Αυτός δεν ήταν σε θέση με άλλον τρόπον να αποκτήση: την θνητότητα. To πιο εκπληκτικόν γεγονός στην συνάντηση Θεού και ανθρώπου μέσα στην Θεοτόκον, είναι οπωσδήποτε η διπλή σύζευξη του Υιού Της τόσον με την ερασμιώτερην όσον και με την απεχθέστερην γι’ Αυτόν πραγματικότητα: τόσον με το κατ’ Εικόνα δημιούργημα, όσον και με τον έσχατον εχθρόν, θάνατον, αφού και τα δύο συνιστούσαν με την απαράδεκτην συμφυϊαν τους την τραγωδίαν του ανθρώπου. Αν και ο σκοπός, για τον οποίον προσάρτησεν καθένα από τα δύο στην Ύπαρξή Του ο Χριστός, ήταν διαφορετικός, όμως η έφεσή Του για την απόκτησή τους, ήταν εξ ίσου ακατανίκητη και πραγματώθηκε στο Πρόσωπον της Παρθένου. Εκείνη του έδωκεν και τα δύο: το ένα για να σώση, το άλλο για να το εξολοθρεύση. Και ενώ του τα έδωσε μαζί, Εκείνος εργάσθηκεν επάνω τους χωριστά: σώζοντας το ένα, εξωλόθρευε το άλλο· και εξολοθρεύοντας το άλλο, έσωζε το πρώτο. Αλλ’ αυτό προϋπόθετε πως όλες οι συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου είχαν μεταβιβασθή φυσιολογικά στην Παναγίαν από τους γονείς Της. Αν αληθεύη ο ισχυρισμός του Αποστόλου πως το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, πως θα μπορούσε Εκείνη να Του μεταδώση την θνητότητα, αν δεν είχε κληρονομήσει την αμαρτωλότητα, που βαραίνει την ανθρώπινη φύση; Αν δηλαδή η Μητέρα Του δεν ήταν σε θέση να Του προσφέρη εξ αρχής και τα δύο –ανθρωπότητα και θνητότητα – επειδή δήθεν Εκείνος έσπευσε να την απαλλάξη εξ άκρας συλλήψεως από όλες τις συνέπειες της πτώσεως, όπως ισχυρίζονται οι Δυτικοί, τότε θα την είχε καταστήσει μόνος Του άχρηστην για τον σκοπόν ακριβώς που την ήθελεν, αφού την ανθρωπότητα μπορούσε και μόνος Του να την αποκτήση, εφ’ όσον Αυτός την δημιούργησε. Κι’ έτσι θα του ήταν αδύνατον να συναντήση τον κοινόν εχθρόν, αφού μόνος Του πάλιν θα τον είχεν εξ αρχής φυγαδεύσει από Εκείνην, έχοντας αποδειχθή μ’ αυτόν τον τρόπον μάλλον σωτήρας του παρά εξολοθρευτής του. Γιατί, αν και έπλασε τον πρώτον Αδάμ «δεκτικόν αμφοτέρων», και του θανάτου δια της αμαρτίας και της αθανασίας δια της αναμαρτησίας, όμως ο Ίδιος, μετά την αποτυχίαν εκείνου, έπρεπε και να παραμείνη αναμάρτητος και να μπορέση να πεθάνη! Και για να γίνη αυτό, δεν αρκούσεν η πρώτη εκείνη δεκτικότητα, η απηλλαγμένη από πείναν και δίψαν και κόπον, αλλά μια Μητέρα, που με την προσωπικήν Της Καθαρότητα θα μπορούσε να τον ε φ ο δ ι ά σ η με όλα τα απαραίτητα, ώστε να μπορέση να πεθάνη, εκτός από την αμαρτία· επειδή από αυτήν, ήταν και Εκείνη απηλλαγμένη, όχι εξ αρχής, αλλά αφού πρώτα είχεν έμπρακτα αποδείξει πόσον ά χ ρ η σ τ η της ήταν στον καταρτισμόν Της. Διαφορετικά, για ποιον άλλον λόγον θα μπορούσε να χρειαζόταν μια Μητέρα, Εκείνος που δημιούργησεν από το μηδέν τα σύμπαντα; Ή τι θα ώφειλε να της ανταποδώση, αν την είχεν καταστήση αναμάρτητην εξ άκρας συλλήψεως; Αθανασίαν; Αλλά σ’ εκείνην που δεν θα τον είχε καν βοηθήση να συναντήση τον θάνατον; Θάνατον πάλιν; Πως όμως, αφού ο Ίδιος είχε σπεύσει τόσον πρόωρα να την απαλλάξη από το κεντρί του θανάτου, που είναι η αμαρτία; Πράγματι, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήση κάποιος εύκολα σε μια τέτοιαν μητέρα ούτε τον θάνατον, ούτε την αθανασίαν, όπως και δεν μπορούν να απαντήσουν οι Δυτικοί μέχρι σήμερα ούτε στο αν πέθανε ή όχι, ούτε το γιατί στην κάθε περίπτωση. Η Ορθόδοξη Παράδοση διακηρύσσοντας τον θάνατον της Θεοτόκου με την εορτή της Κοιμήσεως, διασώζει την αλήθειαν της τραγωδίας του ανθρώπου στο Πρόσωπον Εκείνης, που ωμολόγησε τον Θεόν Σωτήρα Της, αλλά και την πραγματική δυνατότητα Σωτηρίας στο Πρόσωπον Εκείνου, που αναγνώρισε Μητέρα Του και αδελφούς Του, όσους τηρούν τις εντολές Του. Και γι’ αυτό μόνον οι Ορθόδοξοι είναι σε θέση να νοιώσουν όσο επιτρέπει το απύθμενον βάθος του Μυστηρίου Της, την διπλήν και μεγαλειώδη προσφοράν της Παναγίας: την φανέρωση και αναφοράν της αληθινής τραγωδίας του ανθρώπου στον Θεόν και την προσκόμιση και παρουσίαση της ειλικρινούς φιλανθρωπίας του Θεού στον άνθρωπον.
μ.χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου