Ιωάσαφ του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών η άθλησις και οι κατά των
δαιμόνων αγώνες υπερβάλλουσι πάντας των Αγίων τους βίους και ο βίος αυτού τόσον
είναι ηδύς και γλυκύτατος, ώστε υπέρκειται της αμβροσίας και του νέκταρος, και
δύναται να απαλύνη και την σκληροτέραν καρδίαν και να παρακινήση τους οφθαλμούς
να σταλάξωσι πολλά δάκρυα. Πλην, επειδή οι περισσότεροι αγαπούν την
βραχυλογίαν, εσμικρύναμεν την διήγησιν, μη αφήσαντες ή τα αναγκαιότατα, καθώς
έγραψε ταύτα ο θείος πατήρ ημών Δαμασκηνός Ιωάννης. Εκείθεν της Αιγύπτου είναι
χώρα, ήτις ονομάζεται των Ινδών, και χωρίζεται από το μέρος της Αιγύπτου δια
θαλάσσης, από δε το μέρος της στερεάς πλησιάζει εις τα όρια της Περσίας, και
ήτις χώρα της Ινδίας ήτο παλαιόθεν εσκοτισμένη από τον ζόφον της ειδωλολατρίας.
Μετά δε την του Σωτήρος Ανάληψιν και την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον, απήλθον οι Άγιοι Απόστολοι εις διαφόρους τόπους και έθνη διδάσκοντες το Ευαγγέλιον. Τότε και ο ιερώτατος Θωμάς απεστάλη εις την ως άνω χώραν, ίνα κηρύξη το Ευαγγέλιον, και με την θείαν βοήθειαν επίστευσαν πολλοί των ανθρώπων της χώρας αυτής· όσον δε παρήρχοντο οι χρόνοι, τοσούτον ηύξανεν εις αυτούς και η πίστις μας. Και πολλοί, απαρνησάμενοι τας κοσμικάς ηδονάς, ησκήτευον εις τα όρη και τα σπήλαια.
Μετά δε την του Σωτήρος Ανάληψιν και την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον, απήλθον οι Άγιοι Απόστολοι εις διαφόρους τόπους και έθνη διδάσκοντες το Ευαγγέλιον. Τότε και ο ιερώτατος Θωμάς απεστάλη εις την ως άνω χώραν, ίνα κηρύξη το Ευαγγέλιον, και με την θείαν βοήθειαν επίστευσαν πολλοί των ανθρώπων της χώρας αυτής· όσον δε παρήρχοντο οι χρόνοι, τοσούτον ηύξανεν εις αυτούς και η πίστις μας. Και πολλοί, απαρνησάμενοι τας κοσμικάς ηδονάς, ησκήτευον εις τα όρη και τα σπήλαια.
Η γέννησις του Ιωάσαφ.
Εις τον
καιρόν του μεγάλου Κωνσταντίνου εβασίλευεν εις την χώραν της Ινδίας εις
βασιλεύς ονόματι Αβεννήρ, ανδρείος εις τους πολέμους και εις το σώμα ρωμαλέος
και ωραιότατος, εις δε την ψυχήν εζοφωμένος και άχρηστος, λατρεύων κωφά και
άψυχα είδωλα, τους δε Χριστιανούς εμίσει πολύ, και όσους συνελάμβανεν
εθανάτωνε. Πλην ελυπείτο σφόδρα, διότι δεν είχε κληρονόμον και έδιδεν εις τους
ιερείς δωρεάς και χαρίσματα, ίνα δέωνται των ψευδωνύμων θεών να του δώσουν
τέκνον, δια να μη αφανισθή η βασιλεία του. Μετά καιρόν, ουχί οι κωφοί και αναίσθητοι,
αλλ’ ο αληθής Θεός, ο γινώσκων προ του γενέσθαι τα πάντα, του εχάρισε τέκνον
άρρεν, τόσον εύμορφον, ώστε δεν εγεννήθη ποτέ χαριέστατον. Ο βασιλεύς τότε
εχάρη πολύ και το ωνόμασεν Ιωάσαφ, προστάξας να συναχθώσιν όλοι οι φίλοι του
και να θυσιάσωσιν εις τους θεούς όπου του έκαμαν (καθώς ενόμιζεν ως μωρός και
ανόητος) τοιαύτην ευεργεσίαν. Συνηθροίσθη δε πολύς κόσμος εις τα γενέθλια του
παιδός, και έκαστος κατά την δύναμιν αυτού εθυσίαζε δέκα, είκοσι και τριάκοντα
ταύρους. Ήλθον δε και πεντήκοντα Χαλδαίοι αστρολόγοι και μάντεις σπουδαίοι και
έμπειροι, τους οποίους ο βασιλεύς Αβεννήρ παρεκάλεσε να ίδωσιν εις τας
προφητικάς και μαγικάς βίβλους των περί του τέκνου του τι άνθρωπος ήθελε
κατασταθή· οι δε μάντεις, διασκεψάμενοι, απεκρίθησαν, ότι έμελλε να γίνη ο
σοφώτερος και πλουσιώτερος βασιλεύς εξ όσων εξουσίασαν πρότερον.
Πρόρρησις δια την προκοπήν του παιδός.
Εις δε αστρολόγος, σοφώτερος των άλλων, Θευδάς ονόματι, γνωρίσας ακριβώς
την αλήθειαν, είπεν εις τον βασιλέα Αβεννήρ· «Καθώς
οι αστέρες μου δεικνύουσιν, η προκοπή του παιδός θέλει είναι εις βασιλείαν
μεγαλοπρεπεστέραν από την ιδικήν σου, και νομίζω ότι θα ταχθή εις την λατρείαν
των Χριστιανών». Ταύτα ακούσας ο Αβεννήρ ελυπήθη και είπεν· «Άραγε, σοφώτατε
ρήτορ, δεν ημπορούμεν να κάμωμεν τρόπον να μη γίνη το τέκνον μου Χριστιανός;» Ο
δε απεκρίθη· «Όσα οικονομεί ο Θεός και προλέγουσιν οι αστέρες δεν δύνανται να
εμποδίσουν οι άνθρωποι. Πλην πρόσταξον να κτίσουν εις ερημικόν τόπον εν
παλάτιον, και όταν απογαλακτισθή το τέκνον σου, να το εγκαταστήσης εκεί με
διδασκάλους και υπηρέτας νέους από δέκα πέντε έως είκοσι χρόνων και ανάθεσον
την προστασίαν και την φροντίδα του εις ένα άρχοντα, όστις να σε αγαπά και ειπέ
να μη τολμήση τις να του αναφέρη περί Χριστού, ούτε ότι αποθνήσκει ο άνθρωπος,
και ας του λέγουν διηγήσεις ευχαρίστους, ώστε να τον φυλάττουν πάντοτε εις
ευθυμίαν. Όταν δε έλθη εις ηλικίαν, νύμφευσον αυτόν με την ωραιοτέραν γυναίκα.
Και όταν γνωρίση την ηδονήν της σαρκός, δεν γίνεται πλέον Χριστιανός, διότι ο
νόμος του Χριστού ορίζει σωφροσύνην και άσκησιν».
Ανατροφή και παιδεία του Ιωάσαφ.
Ταύτα
ακούσας ο βασιλεύς ηυχαρίστησε τον φιλόσοφον, και αφού έπραξεν όσα τον
συνεβούλευσεν, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών, προστάξας να
θανατώνουν αυτούς με σκληρά βασανιστήρια. Ο δε υιός αυτού ανετρέφετο εις το
ερημικόν παλάτιον, όταν δε ήλθεν εις την παιδικήν ηλικίαν εμάνθανε γράμματα με
σπουδήν θαυμασίαν εκ χάριτος Θεού, όστις, προγινώσκων την μέλλουσαν αυτού
αρετήν, τον εφώτισε και έμαθε καλώς την σοφίαν των Περσών και των Ελλήνων εις
ολίγον καιρόν. Κατά δε την τάξιν και τας αρετάς τόσον έλαμπεν, ώστε ο βασιλεύς
και οι διδάσκαλοι εθαύμαζον την πολλήν του σοφίαν και φρόνησιν. Ημέραν τινά ο
Ιωάσαφ είπεν εις ένα από τους νέους υπηρέτας του· «Σε παρακαλώ, φίλε μου, ειπέ
μου διατί με έχει ο πατέρας μου τόσον περιωρισμένον;» Τότε ο νέος είπε πάσαν
την αλήθειαν. Από τότε ήρχισεν η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να φωτίζη τους
οφθαλμούς του νοός του και να χειραγωγή αυτόν προς θεογνωσίαν. Ο δε βασιλεύς
Αβεννήρ τον ηγάπα πολύ και τακτικά τον έβλεπε. Μίαν ημέραν ο νέος ηρώτησεν
αυτόν μετά σεβασμού και ταπεινώσεως, δια ποίαν αιτίαν τον είχεν εις τοιαύτην
προφύλαξιν. Και ο βασιλεύς του είπε· «Δεν θέλω, τέκνον μου, να ιδής κανέν
λυπηρόν πράγμα, αλλά επιθυμώ να ζήσης όλην σου την ζωήν εις ευφροσύνην και
αγαλλίασιν». Ο δε Ιωάσαφ απεκρίθη· «Μάλιστα, πάτερ· αλλά με τον τρόπον αυτόν
δεν μου δίδεις χαράν, αλλά λύπην αμέτρητον, διότι ποθώ να απολαύσω την χαράν
του έξω κόσμου και εάν ποθής την υγείαν μου, άφες με να ιδώ του κόσμου την
ωραιότητα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς συνεπάθησε και υπεσχέθη να κάμη την
επιθυμίαν του. Και επρόσταξε να κρυβούν όλοι οι γέροντες, οι ασθενείς και
σεσημειωμένοι, και μόνον οι νέοι και αι κορασίδες να φαίνωνται, παρήγγειλε δε
εις τους υπηρέτας να τον οδηγούν όπου ήθελε, προσέχοντες επιμελώς, ίνα μη ίδη
τίποτε λυπηρόν, αλλά μόνον χορούς και διασκεδάσεις και άλλα χαροποιά και
ευφρόσυνα. Ευθύς εκείνοι ητοίμασαν ζώα εκλεκτά, εστολισμένα με μεγαλοπρέπειαν
και πάσαν βασιλικήν ετοιμασίαν και ο νέος, όταν ήθελεν, εξήρχετο εις περιοδείαν
εις τα πέριξ. Μίαν ημέραν συνήντησαν δύο ανθρώπους, τον ένα λωβόν και τον άλλον
τυφλόν, και την επομένην ένα υπέργηρων, περί των οποίων, ερωτήσας ο νέος
επιμελώς, έμαθε πάσαν την αλήθειαν. Ευθύς δε ως ο πεφωτισμένος την ψυχήν ήκουσε
δια τας διαφόρους ασθενείας και τα πάθη της ημετέρας φύσεως, ελυπήθη πολύ και
δεν ήθελε πλέον να εξέρχεται, συλλογιζόμενος τον απαραίτητον θάνατον, από δε
την πολλήν του θλίψιν αδυνάτισε και ήλλαξεν η όψις του. Έχων δε πόθον να εύρη
ένα Χριστιανόν, να τον ερωτήση εάν είναι άλλη ζωή μετά θάνατον, ή εάν ηδύνατο
να εύρη τρόπον να μη αποθάνη, συνεβουλεύθη τον άνωθεν νέον. Ο δε νέος απεκρίθη·
«Σου είπον και πρότερον, ότι ο πατήρ σου εδίωξε τους φιλοσόφους εκείνους
ασκητάς, και πολλούς εθανάτωσε και ένεκα τούτου δεν ευρίσκεται κανείς πλέον εις
ταύτην την χώραν». Έμενε λοιπόν λυπημένος ο Ιωάσαφ, και εμίσησε όλας τας
σαρκικάς ηδονάς, ως και πάσαν απόλαυσιν. Ο δε Θεός, ο θέλων πάντας σωθήναι και
εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, προβλέπων την μέλλουσαν μεγάλην αρετήν του
παιδός απεκάλυψεν εις αυτόν το ποθούμενον.
Ο Όσιος Βαρλαάμ. Τον καιρόν εκείνον ηγωνίζετο εις την έρημον της Σενααρίτιδος γης πνευματικός
τις, ενάρετος και σοφώτατος, εις την θείαν Γραφήν πολύ έμπειρος, γηραιός την
ηλικίαν και πρακτικός την θεωρίαν, Βαρλαάμ ονομαζόμενος. Τούτον επρόσταξεν ο
Θεός ουρανόθεν με φανεράν αποκάλυψιν, να μεταβή ταχέως εις τας Ινδίας, ίνα
διδάξη τον Ιωάσαφ την ακρίβειαν της αληθούς ημών Πίστεως. Ο δε, παρευθύς
υπακούσας εις το θείον πρόσταγμα, μετεσχηματίσθη εις κοσμικόν, δια τον φόβον
του Αβεννήρ, και απήλθεν εις το του Ιωάσαφ παλάτιον. Εύρε τότε τον φύλακα,
όστις εκαλείτο Ζαρδάν, και είπεν εις αυτόν· «Κύριέ μου, εγώ είμαι πραγματευτής
από μακρινόν τόπον, και έχω ένα λίθον σπανιώτατον και πολυτιμότατον. Ούτος ο
λίθος έχει πολλάς δυνάμεις και χάριτας, δίδει σοφίαν εις τους ασόφους, ακοήν
εις τους κωφούς και φωνήν εις τους αλάλους, φωτίζει τους τυφλούς, χαροποιεί
τους θλιβομένους, ανιστά νεκρούς, και διώκει τους δαίμονας, απλώς δε έχει τόσας
δυνάμεις και χάριτας, ώστε είναι πράγμα θαυμάσιον. Εάν ποθής το καλόν του
δεσπότου σου, ύπαγε, ανάγγειλε εις αυτόν περί τούτου, διότι, εάν τον αποκτήση,
μέλλει να λάβη μεγάλην ωφέλειαν». Απελθών τότε ο Ζαρδάν είπε ταύτα εις τον
Ιωάσαφ. Ο δε, χαράς απείρου πλησθείς, προσέταξε και ήλθε προς αυτόν ο γέρων και
είπε προς αυτόν· «Δείξον μοι, ευγενέστατε, τον λίθον περί του οποίου κηρύττεις
τοιαύτα θαυμάσια». Και ο γέρων απεκρίθη· «Όσα ήκουσες δι’ αυτόν, υπέρτιμε
βασιλεύ, είναι αληθή και αψευδέστατα. Αλλά εάν δεν σε δοκιμάσω πρότερον, να
γνωρίσω την φρόνησίν σου, δεν αρμόζει να σου φανερώσω τοιούτον μυστήριον, διότι
ο Διδάσκαλός μου είπε ταύτην την παραβολήν».
Η διδαχή του Οσίου Βαρλαάμ.
Εξήλθε τις γεωργός να σπείρη το γέννημά του και μέρος μεν έπεσεν εις την οδόν, και ήλθαν τα πετεινά του ουρανού και το έφαγαν. Έτερον έπεσεν εις τόπον πετρώδη, και εξηράνθη, άλλο δε έπεσεν εις τας ακάνθας, και το έπνιξαν, έτερον δε έπεσεν εις την καλήν γην, και έδωκε καρπόν εκατονταπλάσιον. Εάν λοιπόν εύρω και εγώ γην καρποφόρον εις την καρδίαν σου, θα εμφυτεύσω τον ένθεον σπόρον, δια να σου φανερώσω το μέγα μυστήριον. Αλλά εάν τύχη η γη αυτή πετρώδης ή ακανθώδης, κάλλιον είναι να μη κοπιάζω κενά και μάταια, βάλλων εις απαιδεύτους ανθρώπους τους μαργαρίτας, επειδή έρχονται τα πετεινά του ουρανού, ήτοι οι δαίμονες, και τους αρπάζουν. Όμως πιστεύω ως προς σε μεγάλα και σωτήρια πράγματα και ότι θα ιδής αυτόν τον πολύτιμον λίθον, και με την λαμπρότητα του φωτός αυτού θα φωτισθής και θα δώσης καρπόν πολλαπλάσιον. Διότι εγώ χάριν σου ήλθον από μακράν και δια να σε διδάξω όσα δεν ήκουσας». Ο Ιωάσαφ τότε είπεν· «Εγώ μεν, τίμιε γέρον, είμαι πρόθυμος να σε ακούσω, δια να μάθω αναγκαία ζητήματα, και επόθουν από καιρού να εύρω σοφόν και έμπειρον περί ταύτα άνθρωπον. Εάν λοιπόν μοι είπης λόγον σωτήριον, ούτε εις τα πετεινά θα τον ρίψω, ούτε θα φανώ γη πετρώδης και άκαρπος, αλλά θα τον δεχθώ ακριβώς. Εχάρην δε ως ήκουσα περί σου και σε εδέχθην ουχί ως ξένον και άγνωστον, αλλά ως φίλον ηγαπημένον μου». Και ο Βαρλαάμ απήντησε· «Φρόνιμα έπραξες, κύριέ μου, να με αξιώσης της βασιλείας σου, και δεν υπελόγισες την ευτέλειάν μου, αλλά ανελογίσθης την κεκρυμμένην ελπίδα, καθώς ποτε έπραξεν εις βασιλεύς συνετός και περίδοξος. Ούτος εξήλθε της πόλεως μίαν ημέραν, ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων και των αρχόντων. Συνήντησαν δε αυτόν κατά την οδόν δύο πένητες, ενδεδυμένοι ιμάτια πεπαλαιωμένα και άχρηστα· η δε όψις αυτών ήτο ενηλλαγμένη και άμορφος, και η σαρξ αδύνατος από την άσκησιν. Τούτους ιδών ο ταπεινόφρων και φρόνιμος βασιλεύς κατήλθεν από το άρμα του και προσκυνήσας αυτούς, με πολλήν αγάπην ησπάσατο. Οι δε άρχοντες ιδόντες τούτο εσκανδαλίσθησαν, νομίσαντες ότι κατεφρόνησε το διάδημα και μη τολμώντες να ελέγξουν αυτόν κατά πρόσωπον, είπον εις ένα αδελφόν του να τον συμβουλεύση να μη ατιμάζη το ύψος της βασιλείας του. Τότε εκείνος κατηγόρησεν αυτόν δια ταύτην την πράξιν, έχων θάρρος, ως αδελφός αυτού γνήσιος. Ο βασιλεύς δε είπεν· «Αύριον θα σου δώσω απόκρισιν». Ούτος ο βασιλεύς είχε συνήθειαν, όταν ήθελε να θανατώση πταίστην τινά, έστελλεν αφ’ εσπέρας έξωθι της οικίας του ένα σαλπιγκτήν και εσάλπιζε με θλιβερόν τρόπον. Με το σημείον αυτό προεγνώριζεν ο κατάδικος τον απαραίτητον θάνατόν του. Το εσπέρας λοιπόν έστειλεν εις τον οίκον του αδελφού του τον κήρυκα του θανάτου του, να σημάνη ούτω την σάλπιγγα, την οποίαν ακούσας ο τάλας όλην την νύκτα ωδύρετο, και το πρωϊ αφού ενεδύθησαν ιμάτια μελανά αυτός μετά της συζύγου του και των τέκνων του προσήλθον εις τον βασιλέα πικρώς ολολύζοντες. Τότε ο βασιλεύς είπεν εις αυτόν· «Ω άγνωστε άνθρωπε, εάν εφοβήθης από εμέ τον αδελφόν σου, χωρίς να μου πταίσης, διατί με κατέκρινας, ότι ηυλαβήθην εκείνους τους ασκητάς, οίτινες είναι κήρυκες του Κυρίου και λαλούσι το σημείον του θανάτου μου με φωνήν ισχυροτέραν της σάλπιγγος, μηνύοντές μου την δευτέραν παρουσίαν Αυτού, ενώπιον του οποίου γνωρίζω ότι έπταισα πολύ με τας αμαρτίας μου; Προς το παρόν λοιπόν σου έδωσα την πρέπουσαν απόκρισιν. Σου υπόσχομαι δε αύριον να καταισχύνω όσους σε συνεβούλευσαν δια τούτο». Ταύτα ειπών, επρόσταξε να κατασκευάσουν τέσσαρα κιβώτια ξύλινα. Εκ τούτων τα δύο εχρύσωσεν έξωθεν, έσωθεν δε τα εγέμισε με οστά αποθαμένων και τα εκλείδωσε, τα δε έτερα δύο εγέμισε με λίθους πολυτίμους, μαργαρίτας ακριβούς και αρώματα, έξωθεν δε τα έχρισε με πίσσαν. Τότε ηρώτησε τους άρχοντας, τι αξίαν είχον αυτά τα κιβώτια. Οι δε ετίμησαν τα κεχρυσωμένα, τα δε μελανά κατεφρόνησαν. Όθεν ο βασιλεύς ήλεγξεν αυτούς ειπών ταύτα· «Δεν πρέπει ως άφρονες να κρίνετε το φαινόμενον, αλλά να εκτιμάτε το απόκρυφον». Ούτω δε ειπών, ήνοιξε τα κεχρυσωμένα κιβώτια και εξήλθε δυσωδία ανείκαστος. Τότε λέγει εις αυτούς· «Τοιούτοι είναι όσοι ενδύονται λαμπρά και πολύτιμα ιμάτια. Έξωθεν μεν επαίρονται δια τον πλούτον, έσωθεν δε γέμουσιν έργων πονηρών δυσωδεστάτων». Όταν δε ήνοιξε τα έτερα δύο κιβώτια, εξήλθε λάμψις και ευωδία αμέτρητος και είπεν εις αυτούς· «Ταύτα ομοιάζουν με εκείνους τους ταπεινούς, οίτινες φέρουν ιμάτια άχρηστα, και τους οποίους καταφρονείτε, ασύνετοι. Διότι βλέπετε μόνον το έξω σχήμα, τα έσω όμως δεν συλλογίζεσθε. Δια τούτο ενομίσατε, ότι προσεβλήθην, διότι επροσκύνησα εκείνους τους ταπεινούς. Αλλά εγώ ηννόησα με τους νοητούς οφθαλμούς την αξίαν εκείνων και την της ψυχής των ωραιότητα». Φρόνιμα όθεν έπραξεν η βασιλεία σου, είπεν ο γέρων εις τον Ιωάσαφ, να με δεχθής και να με τιμήσης.
Εξήλθε τις γεωργός να σπείρη το γέννημά του και μέρος μεν έπεσεν εις την οδόν, και ήλθαν τα πετεινά του ουρανού και το έφαγαν. Έτερον έπεσεν εις τόπον πετρώδη, και εξηράνθη, άλλο δε έπεσεν εις τας ακάνθας, και το έπνιξαν, έτερον δε έπεσεν εις την καλήν γην, και έδωκε καρπόν εκατονταπλάσιον. Εάν λοιπόν εύρω και εγώ γην καρποφόρον εις την καρδίαν σου, θα εμφυτεύσω τον ένθεον σπόρον, δια να σου φανερώσω το μέγα μυστήριον. Αλλά εάν τύχη η γη αυτή πετρώδης ή ακανθώδης, κάλλιον είναι να μη κοπιάζω κενά και μάταια, βάλλων εις απαιδεύτους ανθρώπους τους μαργαρίτας, επειδή έρχονται τα πετεινά του ουρανού, ήτοι οι δαίμονες, και τους αρπάζουν. Όμως πιστεύω ως προς σε μεγάλα και σωτήρια πράγματα και ότι θα ιδής αυτόν τον πολύτιμον λίθον, και με την λαμπρότητα του φωτός αυτού θα φωτισθής και θα δώσης καρπόν πολλαπλάσιον. Διότι εγώ χάριν σου ήλθον από μακράν και δια να σε διδάξω όσα δεν ήκουσας». Ο Ιωάσαφ τότε είπεν· «Εγώ μεν, τίμιε γέρον, είμαι πρόθυμος να σε ακούσω, δια να μάθω αναγκαία ζητήματα, και επόθουν από καιρού να εύρω σοφόν και έμπειρον περί ταύτα άνθρωπον. Εάν λοιπόν μοι είπης λόγον σωτήριον, ούτε εις τα πετεινά θα τον ρίψω, ούτε θα φανώ γη πετρώδης και άκαρπος, αλλά θα τον δεχθώ ακριβώς. Εχάρην δε ως ήκουσα περί σου και σε εδέχθην ουχί ως ξένον και άγνωστον, αλλά ως φίλον ηγαπημένον μου». Και ο Βαρλαάμ απήντησε· «Φρόνιμα έπραξες, κύριέ μου, να με αξιώσης της βασιλείας σου, και δεν υπελόγισες την ευτέλειάν μου, αλλά ανελογίσθης την κεκρυμμένην ελπίδα, καθώς ποτε έπραξεν εις βασιλεύς συνετός και περίδοξος. Ούτος εξήλθε της πόλεως μίαν ημέραν, ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων και των αρχόντων. Συνήντησαν δε αυτόν κατά την οδόν δύο πένητες, ενδεδυμένοι ιμάτια πεπαλαιωμένα και άχρηστα· η δε όψις αυτών ήτο ενηλλαγμένη και άμορφος, και η σαρξ αδύνατος από την άσκησιν. Τούτους ιδών ο ταπεινόφρων και φρόνιμος βασιλεύς κατήλθεν από το άρμα του και προσκυνήσας αυτούς, με πολλήν αγάπην ησπάσατο. Οι δε άρχοντες ιδόντες τούτο εσκανδαλίσθησαν, νομίσαντες ότι κατεφρόνησε το διάδημα και μη τολμώντες να ελέγξουν αυτόν κατά πρόσωπον, είπον εις ένα αδελφόν του να τον συμβουλεύση να μη ατιμάζη το ύψος της βασιλείας του. Τότε εκείνος κατηγόρησεν αυτόν δια ταύτην την πράξιν, έχων θάρρος, ως αδελφός αυτού γνήσιος. Ο βασιλεύς δε είπεν· «Αύριον θα σου δώσω απόκρισιν». Ούτος ο βασιλεύς είχε συνήθειαν, όταν ήθελε να θανατώση πταίστην τινά, έστελλεν αφ’ εσπέρας έξωθι της οικίας του ένα σαλπιγκτήν και εσάλπιζε με θλιβερόν τρόπον. Με το σημείον αυτό προεγνώριζεν ο κατάδικος τον απαραίτητον θάνατόν του. Το εσπέρας λοιπόν έστειλεν εις τον οίκον του αδελφού του τον κήρυκα του θανάτου του, να σημάνη ούτω την σάλπιγγα, την οποίαν ακούσας ο τάλας όλην την νύκτα ωδύρετο, και το πρωϊ αφού ενεδύθησαν ιμάτια μελανά αυτός μετά της συζύγου του και των τέκνων του προσήλθον εις τον βασιλέα πικρώς ολολύζοντες. Τότε ο βασιλεύς είπεν εις αυτόν· «Ω άγνωστε άνθρωπε, εάν εφοβήθης από εμέ τον αδελφόν σου, χωρίς να μου πταίσης, διατί με κατέκρινας, ότι ηυλαβήθην εκείνους τους ασκητάς, οίτινες είναι κήρυκες του Κυρίου και λαλούσι το σημείον του θανάτου μου με φωνήν ισχυροτέραν της σάλπιγγος, μηνύοντές μου την δευτέραν παρουσίαν Αυτού, ενώπιον του οποίου γνωρίζω ότι έπταισα πολύ με τας αμαρτίας μου; Προς το παρόν λοιπόν σου έδωσα την πρέπουσαν απόκρισιν. Σου υπόσχομαι δε αύριον να καταισχύνω όσους σε συνεβούλευσαν δια τούτο». Ταύτα ειπών, επρόσταξε να κατασκευάσουν τέσσαρα κιβώτια ξύλινα. Εκ τούτων τα δύο εχρύσωσεν έξωθεν, έσωθεν δε τα εγέμισε με οστά αποθαμένων και τα εκλείδωσε, τα δε έτερα δύο εγέμισε με λίθους πολυτίμους, μαργαρίτας ακριβούς και αρώματα, έξωθεν δε τα έχρισε με πίσσαν. Τότε ηρώτησε τους άρχοντας, τι αξίαν είχον αυτά τα κιβώτια. Οι δε ετίμησαν τα κεχρυσωμένα, τα δε μελανά κατεφρόνησαν. Όθεν ο βασιλεύς ήλεγξεν αυτούς ειπών ταύτα· «Δεν πρέπει ως άφρονες να κρίνετε το φαινόμενον, αλλά να εκτιμάτε το απόκρυφον». Ούτω δε ειπών, ήνοιξε τα κεχρυσωμένα κιβώτια και εξήλθε δυσωδία ανείκαστος. Τότε λέγει εις αυτούς· «Τοιούτοι είναι όσοι ενδύονται λαμπρά και πολύτιμα ιμάτια. Έξωθεν μεν επαίρονται δια τον πλούτον, έσωθεν δε γέμουσιν έργων πονηρών δυσωδεστάτων». Όταν δε ήνοιξε τα έτερα δύο κιβώτια, εξήλθε λάμψις και ευωδία αμέτρητος και είπεν εις αυτούς· «Ταύτα ομοιάζουν με εκείνους τους ταπεινούς, οίτινες φέρουν ιμάτια άχρηστα, και τους οποίους καταφρονείτε, ασύνετοι. Διότι βλέπετε μόνον το έξω σχήμα, τα έσω όμως δεν συλλογίζεσθε. Δια τούτο ενομίσατε, ότι προσεβλήθην, διότι επροσκύνησα εκείνους τους ταπεινούς. Αλλά εγώ ηννόησα με τους νοητούς οφθαλμούς την αξίαν εκείνων και την της ψυχής των ωραιότητα». Φρόνιμα όθεν έπραξεν η βασιλεία σου, είπεν ο γέρων εις τον Ιωάσαφ, να με δεχθής και να με τιμήσης.
Η διδαχή περί Ιησού Χριστού.
Ο Ιωάσαφ τότε
ηρώτησε· «Τις είναι ο διδάσκαλος και Δεσπότης σου, τον οποίον ανέφερες εις την
αρχήν»; Και ο γέρων είπεν· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του
Θεού, ο μακάριος και υπερένδοξος Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο συν Πατρί και
Αγίω Πνεύματι δοξαζόμενος». Εγώ, ευγενέστατε, δεν είμαι εξ εκείνων οι οποίοι
κηρύττουσι την πολυθεϊαν και σέβονται κωφά και άψυχα είδωλα, αλλά ένα Θεόν
γνωρίζω και ομολογώ εις τρεις υποστάσεις αδιαιρέτως υπάρχοντα. Πατέρα, Υιόν και
Πνεύμα Πανάγιον, μίαν φύσιν, μίαν ουσίαν, μίαν δόξαν και Βασιλείαν αμέριστον. Ο
τρισυπόστατος Αυτός Θεός δεν έχει αρχήν ούτε τέλος, αλλά είναι παντοτεινός και
αιώνιος. Αυτός έκτισεν όλον τον κόσμον, και πάντα τα ορατά και αόρατα, ήτοι
τους Αγγέλους, οι οποίοι είναι ασώματα πνεύματα και υπηρετούσιν Αυτόν. Αυτός
λοιπόν ο Θεός εδημιούργησε τον ουρανόν, την γην, τον αέρα, την θάλασσαν, τον
ήλιον, την σελήνην, τα άστρα, τα ζώα, τα δένδρα, τους ιχθύς και πάντα τα όντα.
Τέλος εδημιούργησε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και καθ’ ομοίωσιν με
θαυμασίαν σοφίαν και σύνεσιν, τον οποίον ετίμησε με το αυτεξούσιον και
κατέστησεν αυτόν βασιλέα πάσης της κτίσεως, δίδων εις αυτόν και γυναίκα εις
βοήθειάν του και εγκατέστησεν αυτούς εις Παράδεισον ωραιότατον, όστις γέμει
πάσης ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Επρόσταξε δε τούτους να μη φάγουν από το
δένδρον του κακού. Εις δε από τους αγγέλους συνεσκοτίσθη εις έπαρσιν και
αλαζονείαν, εξ αιτίας των παλαιών τιμών τας οποίας είχεν. Όθεν, ο άθλιος,
εγένετο δαίμων σκοτεινός μεθ’ όλου του τάγματός του.
Η πτώσις του ανθρωπίνου γένους.
Ούτοι οι δαίμονες εφθόνησαν την μεγίστην και θαυμαστήν αξίαν του
ανθρώπου και ο αρχηγός τούτων, μετασχηματισθείς εις όφιν, εδολιεύθη και ηπάτησε
την γυναίκα ζώσαν εν τω Παραδείσω και αυτή τον άνδρα αυτής και έφαγον από τον
καρπόν του απηγορευμένου δένδρου. Ένεκα της τοιαύτης παρακοής ο Δημιουργός των
πάντων Θεός εξώρισε τούτους από τον Παράδεισον και εζημιώθησαν τα μέγιστα κατά
την αθανασίαν και τα λοιπά αξιώματα, διότι παρέβησαν την εντολήν του Ποιήσαντος
αυτούς. Και πάλιν οι τούτων απόγονοι έπεσαν εις άλλα διάφορα αμαρτήματα. Όθεν ο
Θεός εμίσησεν αυτούς και έκαμεν εις όλον τον κόσμον κατακλυσμόν, και απώλεσε
πάσαν ψυχήν ζώσαν. Μόνον ένα δίκαιον αφήκε με τους υιούς αυτού εις την κιβωτόν,
Νώε καλούμενον. Και πάλιν, αφού επλήθυναν οι άνθρωποι, ελησμόνησαν εκείνην την
τιμωρίαν, και έπιπτον εις περισσοτέραν ασέβειαν, νομίζοντες τινες εξ αυτών ότι
ο κόσμος έγινε τυχαίως και αυτομάτως. Όθεν εγκαταλείψαντες τον Κτίστην
προσεκύνουν τα κτίσματα, ήτοι τον ήλιον, τους αστέρας, τα στοιχεία και άλλα
πολλά δημιουργήματα. Άλλοι εσέβοντο ομοίους αυτών ανθρώπους, πόρνους, φονείς,
άρρενάς τε και γύναια, των οποίων έστηναν είδωλα και ως θεούς επίστευον και εσέβοντο.
Και κανείς δεν ηννόησε τον αληθή Θεόν. Μόνον εις φρόνιμος άνθρωπος, Αβραάμ
ονόματι, όστις διεχώρισε τον Κτίστην από τα κτίσματα, τούτο δε και εδίδαξεν εις
όσους εξ αυτού εγεννήθησαν. Ούτοι δε, φυλάσσοντες τας εντολάς του Κυρίου,
επλήθυναν με καιρόν, ο δε αριθμός των έγινεν αμέτρητος εις την Αίγυπτον. Ο δε
βασιλεύς αυτής Φαραώ ήθελε να θανατώση αυτούς. Όθεν έφυγον άπαντες εκείθεν, και
έφθασαν εις την Ερυθράν θάλασσαν. Τότε ο αρχηγός αυτών Μωϋσής προσηυχήθη και
εσχίσθη η θάλασσα εις δύο και έστεκεν ως τοίχος από την μίαν και την άλλην
πλευράν, και διήλθον σώοι. Ιδόντες δε αυτούς οι Φαραωνίται, εισήλθον και αυτοί
εις εκείνην την δίοδον δια να φονεύσωσιν όλον αυτόν τον λαόν. Αλλά ο Θεός
επρόσταξε τότε τα ύδατα, και εστράφησαν προς τα οπίσω. Και οι μεν Ισραηλίται
αβρόχως διήλθον, άπαντες δε οι εχθροί των κατεποντίσθησαν, και έμειναν οι
δούλοι του Θεού εις την έρημον και έβρεχεν ο Θεός ουρανόθεν το μάννα χρόνους
τεσσαράκοντα δια να τρέφωνται. Και άλλα σημεία και τέρατα έδειξεν εις εκείνους
ο Παντοδύναμος. Παρέδωσε δε εις αυτούς Νόμον πως να πορεύωνται, και εδίδαξε να
απέχωσι της ειδωλολατρίας και πάσης αισχράς και αθέσμου πράξεως και να σέβωνται
ένα μόνον Θεόν. Όμως πάλιν η ανθρωπίνη φύσις συνέχιζε να είναι δεδουλωμένη εις
την προπατορικήν αμαρτίαν, και πάντες μετά θάνατον απήρχοντο εις την τυραννίδα
του άδου.
Η ενανθρώπησις του Κυρίου.
Τούτου
ένεκεν ο ελεήμων Θεός ηυσπλαγχνίσθη το πλάσμα των χειρών Αυτού, και κατελθών εκ
των ουρανών ο Υιός, μη χωρισθείς του Πατρός, εσαρκώθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας
της Αειπαρθένου χωρίς μίξιν ανδρός, με τρόπον άρρητον και ακατανόητον.
Γενόμενος δε άνθρωπος, έμεινε και Θεός, ως απ’ αιώνων, διαφυλάξας την παρθενίαν
της Μητρός αυτού θεοπρεπώς άφθορον μετά την άφραστον γέννησιν. Συνανεστράφη δε
με τους ανθρώπους, έως ου έγινε τριάκοντα ετών, ως τέλειος άνθρωπος· καθ’ ον δε
χρόνον εβαπτίζετο εις τον ποταμόν Ιορδάνην υπό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου,
όστις ήτο αγιώτατος μεταξύ των ανθρώπων, ήλθε φωνή ουρανόθεν εκ του Πατρός
Αυτού λέγουσα: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός»· κατήλθε δε και το Άγιον
Πνεύμα εν είδει περιστεράς επ’ αυτόν. Ούτος είναι ο Ιησούς ο επιλεγόμενος
Χριστός. Από της στιγμής εκείνης ο Δεσπότης ήρχισε να κάμνη μεγάλα θαυμάσια.
Νεκρούς ανέστησε, τυφλούς εφώτισε, κωφούς και αλάλους και αναπήρους και
παραλύτους εθεράπευσε, λεπρούς εκαθάρισε, και δαίμονας θεόθεν εξεδίωκε.
Συνήθροισε δε και δώδεκα Μαθητάς, τους οποίους επρόσταξε να κηρύττουν πολιτείαν
ουράνιον. Ούτως ο Θεός ήλθεν εις την γην, δια να καταστήση με θεϊκήν οικονομίαν
Αυτού ημάς τους επιγείους, ουρανίους εις βασιλείαν αθάνατον. Οι δε άρχοντες των
Ιουδαίων, οι μετ’ αυτού συνδιατρίβοντες, εφθόνησαν δια την θαυμασίαν Αυτού
πολιτείαν και κατεδίκασαν τούτον εις σταυρικόν θάνατον. Και ως μεν άνθρωπος
απέθανε προς ώρας. Ως δε Θεός έμεινεν αβλαβής και ακέραιος και κατήλθεν εις τον
άδην, λυτρώσας τους αιχμαλώτους του δαίμονος.
Η Ανάστασις του Κυρίου.
Κατά δε την τρίτην ημέραν ο Ιησούς ανέστη θεοπρεπώς, και εφάνη πολλάκις
εις τους Μαθητάς Αυτού, ίνα αυτούς ενδυναμώση. Έπειτα ανελήφθη έμπροσθεν αυτών
μετά δόξης πολλής και θείας δυνάμεως, και ανελθών εις τους ουρανούς εκάθισεν εκ
δεξιών του Πατρός αυτού και πάλιν μέλλει να έλθη και να κρίνη όλον τον κόσμον.
Και τώρα μεν αποθνήσκομεν, όταν όμως έλθη η βασιλεία Του και καταβή εις την γην
το δεύτερον, θ’ αναστηθώμεν όλοι οι άνθρωποι, και θα κριθώμεν έκαστος κατά τα
έργα του. Και οι μεν ενάρετοι, οι φυλάξαντες τα σωτήρια προστάγματα αυτού, θα
μεταβούν εις χαράν ανεκλάλητον, συνευφραινόμενοι μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον
Παράδεισον. Οι δε αμαρτωλοί και παρήκοοι, οι τας εντολάς και τον Νόμον Του
καταφρονήσαντες, θα καταδικασθούν μετά δαιμόνων εις πυρ ατελεύτητον και κόλασιν
αιώνιον. Αφ’ ου δε ανελήφθη ο Κύριος, έστειλεν εις τους Μαθητάς Αυτού το Πνεύμα
το Άγιον, και εφώτισε τούτους να λαλώσιν όλας τας γλώσσας, οίτινες και
διεσπάρησαν εις όλον τον κόσμον, κηρύττοντες την Ορθόδοξον Πίστιν, κατά το
πρόσταγμα. Και εβάπτισαν τα πεπλανημένα έθνη εις το όνομα της Αγίας Τριάδος,
διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι τας εντολάς του Κυρίου. Ούτως εκηρύχθη το
σωτήριον όνομα του Χριστού εις όλην την οικουμένην. Αλλ’ ευρίσκονται πολλοί
ανόητοι, οίτινες λατρεύουσιν ειδωλολα. Όμως με την δύναμιν Αυτού, του
παντοδυνάμου Θεού, θα αφανισθή η ειδωλολατρία και θα βασιλεύση μόνος Αυτός ο
αληθής και παντέλειος. Ιδού, ήκουσες με ολίγους λόγους την θείαν οικονομίαν και
ενόησας κάπως τον Ιησούν Χριστόν τον αληθή Θεόν ημών και Δεσπότην. Όθεν, εάν
δεχθής εις την ψυχήν σου την χάριν αυτού και γίνης δούλος Του, θα γνωρίσης
Εκείνον σαφέστερον.
Ο Ιωάσαφ φωτίζεται.
Ευθύς ως ήκουσε ταύτα ο νέος,
έλαμψεν εις την ψυχήν του φως θεϊκόν και εγερθείς από του θρόνου αυτού με
πολλήν αγαλλίασιν αντίκρυσε τον γέροντα ειπών· «Νομίζω, τίμιε πάτερ, ότι αυτός
ο Χριστός είναι ο τίμιος λίθος, τον οποίον κρατείς κεκρυμμένον και δεν τον
δεικνύεις εις τον καθένα, αλλά μόνον εις εκείνους οίτινες έχουσιν υγιά τα της
ψυχής αισθητήρια. Διότι, ως ήκουσα τους λόγους σου, φως γλυκύτατον εισήλθεν εις
την καρδίαν μου, και ηφάνισε την λύπην, ήτις την εκάλυπτε πρότερον. Εάν λοιπόν
γνωρίζης περί τούτου περισσότερα, μη αμελήσης να μοι διηγηθής ταύτα με πάσαν
ακρίβειαν». Ο γέρων τότε απεκρίθη· «Ναι, βασιλεύ, τούτο είναι το μέγα
μυστήριον, το οποίον ήτο κεκρυμμένον και τώρα προ ολίγων χρόνων απεκαλύφθη. Και
εκείνος όστις θέλει πιστεύσει και βαπτισθή, θα σωθή». Λέγει ο Ιωάσαφ· «Όσα μεν
είπες, αναμφιβόλως πιστεύω, και Αυτόν τον οποίον κηρύττεις πιστεύω ως Θεόν, και
προσκυνώ και δοξάζω, μόνον εμπιστεύθητί μοι αφόβως και δίδαξον τι είναι το Βάπτισμα,
και όσα άλλα είναι υποχρεωμένος να πράττη εκείνος όστις θέλει να πιστεύση». Και
ο Βαρλαάμ απεκρίθη· «Η χάρις του θείου Βαπτίσματος είναι ως ρίζα και θεμέλιον
της Πίστεως ημών και καθαρίζει τα μιάσματα των αμαρτημάτων. Διότι ούτω μας
παρήγγειλεν ο Δεσπότης. Να αναγεννάται ο άνθρωπος δι’ ύδατος και πνεύματος, η
δε χάρις του Θεού αγιάζει την ψυχήν του βαπτιζομένου και μεταβάλλει ταύτην κατ’
εικόνα Αυτού και καθ’ ομοίωσιν, χωρίς δε αυτού του βαπτίσματος ουδείς αξιούται
της αιωνίου ζωής, εις βασιλείαν ουράνιον».
Το μυστήριον του θανάτου.
Ο Ιωάσαφ τότε ηρώτησεν· «Εφ’ όσον ημείς αποθνήσκομεν, και αι σάρκες ημών
διαλύονται, υπάρχει τάχα και άλλη ζωή μετά θάνατον»; Και ο γέρων Βαρλαάμ
απήντησε. «Δεν δύναται γλώσσα ανθρώπου να εξηγήση τα αγαθά, τα οποία ελπίζομεν
και των οποίων θέλουσιν οι δίκαιοι και ευσεβείς απολαύσει εις την ουράνιον
Βασιλείαν, επειδή ταύτα είναι ανεκδιήγητα. Αλλ’ όταν αξιωθώμεν της τοιαύτης
μακαριότητος, θα έχωμεν πάσαν ευφροσύνην, αγαλλίασιν, τιμήν, δόξαν και
ωραιότητα, και παν άλλο αγαθόν, το οποίον θα ημπορούσε να επιθυμήση ο άνθρωπος.
Έχε την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύση πονηρός λογισμός,
αλλά φρόντισον να απολαύσης εκείνην την ουράνιον ωραιότητα με έργα καλά, και
τότε θα γνωρίσης την απέραντον τελειότητα. Επί δε της δευτέρας σου ερωτήσεως
γίνωσκε, ότι το μεν σώμα φθείρεται εις την γην, και γίνεται πάλιν χώμα ως ήτο
πρότερον. Η δε ψυχή ως αθάνατος δεν αποθνήσκει, αλλά μεταβαίνει όπου προστάξη ο
Κύριος, ίνα διαμένη έως την δευτέραν Αυτού παρουσίαν, ότε θα αναστηθώσι πάλιν
εκείνα τα ψώματα τα φθαρτά και σεσηπότα, θα παραλάβωσι τας ψυχάς αυτών, και θα
κατασταθούν άφθαρτα και αθάνατα, δια να λάβη έκαστος την αμοιβήν των έργων του,
καν αμαρτωλός είναι καν δίκαιος. Και επειδή ομού και τα δύο ποιούσι το αγαθόν ή
το πονηρόν η ψυχή και το σώμα, δίκαιον είναι να λάβωσιν αμφότερα την
ανταμοιβήν. Δια ταύτα πάντα μη αμφιβάλλης, ευγενέστατε. Διότι, καθώς ο
Παντοδύναμος Θεός έπλασεν ημάς εξ αρχής εκ του μη όντος εις το είναι, ούτω
δύναται να αναστήση ημάς, καθώς εδημιούργησε τον κόσμον όλον με ένα λόγον, και
υποτάσσονται εις την προσταγήν Του όλα τα κτίσματα, ο ουρανός και η γη χωρίς
θεμέλιον, ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, η θάλασσα, και πάντα τα κτίσματα
Αυτού. Διότι, εάν δεν ήτο γεγραμμένη η ανάστασις των νεκρών, δεν θα εφαίνετο η
δικαιοσύνη του Θεού. Και επειδή οι δίκαιοι έχουσιν εις την ζωήν ταύτην θλίψεις
και διαφόρους δοκιμασίας, οι δε ασεβείς και παράνομοι ευημερίαν πολλήν και
απόλαυσιν, δια τούτο ο δικαιοκρίτης Θεός μέλλει να προστάξη την κοινήν απάντων
ανάστασιν, ίνα δικαιώση έκαστον κατά τας πράξεις του».
Ο αληθής Θεός.
Είπε
τότε ο Ιωάσαφ· «Μεγάλα και θαυμαστά τω όντι πράγματα μου αναγγέλλεις, ω
άνθρωπε, και άξια φόβου και τρόμου πολλού. Αλλά ποίαν απόδειξιν έχετε δι’ αυτά,
και πως επιστεύσατε τόσον ευκόλως όσα ακόμη δεν έγιναν; Διότι δι’ εκείνα τα
οποία επράχθησαν, ηκούσατε εξ εκείνων οίτινες είδον ταύτα και έγραψαν. Αλλά δι’
αυτά τα εξαίσια μέλλοντα να συμβούν, πως έχετε τοσαύτην βεβαιότητα»; Ο Βαρλαάμ
απήντησε· «Εξ όσων έγιναν πρότερον ελάβομεν την των μελλόντων πληροφορίαν.
Διότι εκείνοι, οίτινες επροφήτευσαν και εκήρυξαν όσα έγιναν, δεν έσφαλαν εις
την αλήθειαν· αλλά εγένοντο με ακρίβειαν όλα όσα ελάλησαν, με πολλά σημεία και
τέρατα. Όθεν, καθώς εις τα παρελθόντα εφάνησαν αληθείς, και κανέν κακόν ή
πεπλασμένον δεν μας εδίδαξαν, αλλά πάντα έλαμψαν ως ο ήλιος, ούτως είναι αληθή
και τα μέλλοντα, τα οποία και Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απεκάλυψε,
πρώτον με λόγους, κατόπιν με έργα, αναστήσας πολλούς νεκρούς, και άλλα πολλά
ποιήσας θαυμάσια. Δεν έχομεν λοιπόν καμμίαν αμφιβολίαν». Συνέχισε δε ο γέρων
διηγούμενος και τινας παραβολάς του Ευαγγελίου, ως περί του πλουσίου και του
Λαζάρου, περί του μη έχοντος ένδυμα γάμου, περί των δέκα Παρθένων και άλλα. Όταν
λοιπόν ο Ιωάσαφ ήκουσε τους τοιούτους ψυχωφελείς και θαυμασίους λόγους,
κατενύχθη και εθερμάνθη την ψυχήν, ειπών· «Επειδή, σεβάσμιε γέρον, μοι
απεκάλυψες πάντα, ειπέ μοι τώρα τι να πράξω, δια να αποφύγω την μέλλουσαν
κόλασιν, και να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν»; Είπεν ο γέρων· «Αναγκαιότατον
είναι να λάβης το άγιον Βάπτισμα· όθεν μη αργήσης να προσέλθης εις τον Χριστόν,
ο οποίος σε εκάλεσε, και άφες αυτούς τους πονηρούς και ψυχοφθόρους ψευδοθεούς,
τους ολεθρίους δαίμονας, τα αναίσθητα είδωλα. Διότι όσοι λατρεύουσι ταύτα είναι
μωροί, και άκουσε εν παράδειγμα, δια να εννοήσης τίνος είναι όμοιοι οι
προσκυνούντες τα είδωλα. Κυνηγός τις συνέλαβεν αηδόνα, και θέλων να την σφάξη,
δια να την φάγη, ήκουσε φωνήν θαυμασίαν της αηδόνος, λέγουσαν εις αυτόν· «Τι
όφελος σου δίδει ο θάνατός μου, άνθρωπε, αφού δεν θα χορτάσης από το κρέας μου;
Άφες με και εγώ θα σου δώσω τρεις μεγάλας παραγγελίας, τας οποίας, εάν φυλάξης,
θα εύρης πολλήν ωφέλειαν». Ο κυνηγός τότε, θαυμάσας τους λόγους της αηδόνος,
έταξεν ότι, εάν ακούση πολύτιμον λόγον, θα την αφήση να ζήση. Και η αηδών είπε·
«Μη επιχειρήσης ποτέ να πράξης τι το αδύνατον· μη μεραμεληθής δια πράξιν την
οποίαν ετέλεσες εις το παρελθόν, και άπιστον λόγον μη πιστεύσης». Τούτων των
λόγων την γνώσιν θαυμάσας ο κυνηγός, απέλυσε την αηδόνα. Τότε εκείνη είπε πάλιν·
«Ω της αβουλίας σου, άνθρωπε! Πόσον θησαυρόν εζημιώθης σήμερον. Εγώ έχωεις τα
σπλάγχνα μου ένα πολύτιμον μαργαριτάρι, μεγαλύτερον από εν ωόν στρουθοκαμήλου».
Ταύτα ακούσας ο κυνηγός ελυπήθη διότι την απέλυσε, και εδοκίμασε να την συλλάβη
πάλιν. Και εκείνη είπε· «Τώρα ενόησα ότι είσαι ανόητος, και δεν απέκτησες από
τους λόγους μου ουδεμίαν ωφέλειαν. Εγώ σοι είπον να μη μεταμελήσαι δια πράξιν
που έκαμες εις το παρελθόν, και συ λυπείσαι, διότι με απέλυσες. Είπόν σοι, να
μη επιχειρήσης πράγμα αδύνατον, και συ δοκιμάζεις να με συλλάβης. Τρίτον σου
είπα, να μη πιστεύσης λόγον άπιστον, και συ πιστεύεις ότι έχω τοιούτον
μαργαρίτην εις την κοιλίαν μου»! Toιαύτην
αγνωσίαν έχουσιν όσοι πιστεύουν τα είδωλα. Διότι αυτοί οι ίδιοι κατεσκεύασαν
ταύτα με τας ιδίας των χείρας και προσκυνούσι τα έργα των, νομίζοντες ως
πλαστουργούς και ευεργέτας των εκείνους τους οποίους αυτοί κλείουν εις τους
ναούς, δεν νοούσι δε οι άφρονες, ότι, εάν αυτοί δεν δύνανται να βοηθήσωσιν
εαυτούς, πως θα γίνωσιν άλλων ανθρώπων βοηθοί και φύλακες; Ημείς δεν έχομεν
απρέπειαν ή ανωμαλίαν εις την Γραφήν μας, αλλά κηρύττομεν και πιστεύομεν, ότι
εις Θεός μόνον είναι εν Τριάδι Αγία υμνούμενος, όστις εδημιούργησεν όλα τα
ορατά και αόρατα και φωτίζει τους αγαθούς και εναρέτους ανθρώπους, ίνα
γνωρίσωσιν Αυτόν, καθώς εφώτισε και την βασιλείαν σου. Αυτός ο ελεήμων με
έστειλε να σε διδάξω και να σε οδηγήσω προς την αλήθειαν. Όθεν, εάν με
πιστεύσης και βαπτισθής, σώζεσαι, εάν δε απιστήσης, θα κατακριθής. Και αυτά τα
οποία κατέχεις σήμερον και δια τα οποία σεμνύνεσαι, ήτοι η δόξα, ο πλούτος, και
η φαντασία του βίου τούτου εις καιρόν ολίγον παρέρχονται και πάντων τούτων
στερείσαι και φίλους και συγγενείς καταλείπεις και θα κλεισθής εις τάφον
σμικρότατον, όπου αντί της ευωδίας των αρωμάτων θα αισθάνεται η ψυχή σου
δυσωδίαν ανέκφραστον εις την καταδίκην του άδου. Και μετά την εκ νεκρών
ανάστασιν θα διωχθής από προσώπου του Θεού, θα κατακρημνισθής εις το πυρ της
κολάσεως. Αν δε ακούσης του Χριστού και ακολουθήσης Αυτόν, απαρνούμενος τα
πρόσκαιρα, θα απολαύσης αντί τούτων των φθαρτών τα άφθαρτα και αεί διαμένοντα,
θα αγάλλεσαι με τους Αγίους αυτού εις τον Παράδεισον.
Ο Ιωάσαφ πιστεύει εις τον Χριστόν.
Πιστεύσας
τότε ο Ιωάσαφ απεκρίθη· «Πιστεύω όσα μου είπες, σοφώτατε, και πάσαν
ειδωλολατρίαν εμίσησα, διότι και πρότερον εις αυτήν δεν είχον εμπιστοσύνην.
Τώρα δε εμίσησα ταύτα τελείως, επειδή επληροφορήθην παρά σου την ματαιότητά
των. Ποθώ δε να γίνω φίλος του αληθινού Θεού, εάν δεν με βδελυχθή τον ανάξιον,
αλλά ως εύσπλαγχνος συγχωρήση τας αμαρτίας μου. Είμαι λοιπόν έτοιμος να
βαπτισθώ και να φυλάξω όσα μου είπης, και δίδαξόν με τι άλλο πρέπει να πράξω
μετά το Βάπτισμα».
Τα καθήκοντα του Χριστιανού.
Τότε ο γέρων Βαρλαάμ απήντησεν· «Η πίστις χωρίς τα έργα νεκρά λογίζεται·
άπεχε λοιπόν από πάσαν ακαθαρσίαν του σώματος, πορνείαν, μοιχείαν, ασέλγειαν,
μέθην, φόνον, λαιμαργίαν, και τα τούτοις όμοια αμαρτήματα. Διότι, όσοι πράττουν
αυτά, δεν κληρονομούσι Βασιλείαν ουράνιον. Ο δε καρπός του πνεύματος είναι αγάπη,
πραότης, εγκράτεια, ταπείνωσις, συντριβή καρδίας, ελεημοσύνη προς τους πτωχούς
και συμπάθεια. Αυτά πρέπει να φυλάττωμεν ακριβώς, τα δε αντίθετα να
αποφεύγωμεν. Διότι όστις υποπέση εις αυτά μετά το βάπτισμα γίνεται πάλιν δούλος
του δαίμονος· και δεν δίδεται πλέον δεύτερον βάπτισμα. Επειδή, όταν ο Κύριος
απέστειλε τους Αποστόλους να βαπτίζουν τα έθνη, έδωσεν εις αυτούς εντολήν να
διδάσκωσι, να φυλάττουν όλα του τα προστάγματα, ήτοι να είμεθα πτωχοί και
πραείς, να κλαίωμεν, να πεινώμεν και να διψώμεν την δικαιοσύνην, να είμεθα
ελεήμονες, καθαροί τη καρδία, ειρηνοποιοί προς τον πλησίον, να υπομένωμεν
ύβρεις και διωγμούς και να μη αποδίδωμεν κακόν αντί κακού, αλλά μάλιστα να
προσευχώμεθα δι’ εκείνους οίτινες μας θλίβουσι, δια να γίνωμεν υιοί Θεού, όστις
ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί τους δικαίους και αδίκους. Προσέτι να συγχωρώμεν
εκ καρδίας τους πταίοντας, δια να συγχωρήση ο Θεός και τα ιδικά μας εγκλήματα,
και να μη θησαυρίζωμεν εδώ εις την γην, όπου ο σκώληξ αφανίζει και οι κλέπται
κλέπτουσιν, αλλά εις την ουράνιον Βασιλείαν, όπου αεί και πάντοτε οι θησαυροί
διαμένουσι. Να μη μεριμνώμεν τι να φάγωμεν, διότι αυτός ο ουράνιος Πατήρ, όστις
τρέφει τα πτηνά και στολίζει τα κρίνα τοσούτον ωραία και εύμορφα, φροντίζει και
δι’ ημάς. Και πάλιν είπεν ακόμη, ότι, όστις αγαπά τον πατέρα και την μητέρα του
υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος δι’ εμέ, και όστις δεν λαμβάνει τον Σταυρόν αυτού,
ίνα με ακολουθήση, δεν είναι άξιος εμού. Αυτά και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια
παραγγέλματα έδωσεν εις ημάς ο Δεσπότης, και είμεθα υποχρεωμένοι να τα
φυλάττωμεν, δια να λάβωμεν εις την Βασιλείαν αυτού τον άφθαρτον στέφανον. Ηρώτησε
τότε ο Ιωάσαφ· «Και εάν τύχη και σφάλη τις εις μίαν ή δύο εκ τούτων των εντολών
δεν έχει πλέον ελπίδα σωτηρίας, και δεν θα μεταβή εις τον παράδεισον»; Λέγει ο
Όσιος· «Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος δια την σωτηρίαν ημών και
γιγνώσκων την ιδικήν μας ασθένειαν, δεν μας αφήκε χωρίς θεραπείαν, αλλ’ ως
ιατρός πάνσοφος μας εχάρισε το ήδιστον βότανον της μετανοίας, ήτοι το σωτήριον
δάκρυ το οποίον λέγεται δεύτερον Βάπτισμα. Επειδή το πρώτον Βάπτισμα δίδεται
μόνον μίαν φοράν, μετά το οποίον, εάν αμαρτήσης ως άνθρωπος, χρειάζεσαι κόπον
πολύν δια να λάβης παρά Κυρίου συγχώρησιν. Ούτως, οσάκις πταίεις, να εγείρεσαι
ευθύς δια της μετανοίας, επειδή δεν υπάρχει αμάρτημα, το οποίον να νικά την
ευσπλαγχνίαν και το έλεος του Θεού». Διηγήθη δε ο Όσιος γέρων Βαρλαάμ την
αμαρτίαν του προφήτου Δαβίδ, την μετάνοιάν αυτού και τα δάκρυα δια να αποδείξη
το θείον έλεος.
Διδαχή περί των Αγίων Μαρτύρων και Οσίων Πατέρων.
Ηρώτησε
πάλιν ο Ιωάσαφ· «Επειδή η μετάνοια έχει κόπον και δάκρυα, τα οποία είναι δια
τους πολλούς δυσκατόρθωτα, ήθελα να εύρω τον τρόπον, να φυλάττω τα θεία
προστάγματα μετ’ ακριβείας, δια να μη πικράνω πλέον τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην
μετά την συγχώρησιν των προτέρων ανομημάτων μου». Λέγει ο γέρων· «Καλώς είπες, ευγενέστατε, τούτο είχον και εγώ κατά
νουν να σου διδάξω· αλλά είναι δύσκολον, αν όχι
αδύνατον, άνθρωπος δεδεμένος εις βιοτικάς μερίμνας και ταραχάς, ή εις πλούτου
τρυφήν και υπερηφάνειαν, να μη παρεκτραπή από την οδόν του Κυρίου, και να φυλαχθή
καθαρός και άμεμπτος. Διότι δεν δύναταί τις να δουλεύη δύο αυθέντας, τον Θεόν
ομού και τον Μαμωνάν, όστις είναι ο πλούτος και η του κόσμου προσπέθεια. Ταύτα
γινώσκοντες οι Όσιοι Πατέρες διήλθον με πολλήν θλίψιν και βάσανα την ζωήν των,
φροντίζοντες όσον ηδύναντο να φυλάξουν αμόλυντον το της αφθαρσίας ένδυμα. Δια
τούτο και οι μαρτυρήσαντες δια την αγάπην του Χριστού ηγάπησαν εξ όλης καρδίας
τον Κύριον, και απήλθον προς Αυτόν δια του βαπτίσματος του Μαρτυρίου, τον
οποίον είναι πολυτιμότερον του προτέρου, επειδή δεν μολύνεται πλέον με
αμαρτήματα. Ούτοι λοιπόν λέγονται μιμηταί του Χριστού. Πρώτοι οι Μαθηταί Αυτού
και Απόστολοι, δεύτερον οι Μάρτυρες, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους δια το όνομα
του Χριστού, πάσαν βάσανον και παν μαρτύριον υπομείναντες. Ούτως, άλλους έφαγον
τα θηρία, άλλους εις πυρ κατέκαυσαν, και άλλους εθανάτωσαν με απάνθρωπα
μαρτύρια και οίτινες έλαβον τα βραβεία της νίκης και ευρίσκονται τώρα
συγκληρονόμοι του Θεού μετά των Αγγέλων εις τον Παράδεισον. Εδώ δε εις την γην
τα άγια αυτών λείψανα ευωδιάζουν υπέρ τους μόσχους και τα αρώματα, και τελούσιν
άπειρα θαύματα. Διώκουσι δαίμονας και θεραπεύουσι πάσαν ασθένειαν. Αφ’ ου δε
έπαυσεν ο διωγμός, και επίστευσαν οι βασιλείς εις τον Χριστόν, ιδόντες οι
ενάρετοι άνθρωποι, ότι δεν υπήρχον πλέον τύραννοι, ίνα βασανίζουν τούτους με
μαρτύρια, εύρον αυτοί άλλον τρόπον δια να βασανίζουν την σάρκα, ίνα την
υποτάξουν τω πνεύματι. Ηρνήθηκαν τον κόσμον, κατά την εντολήν του Κυρίου,
εγκατέλειψαν φίλους και συγγενείς, εμίσησαν πλούτον και πάσαν απόλαυσιν και
απελθόντες εις ερήμους τόπους, ως εξόριστοι, έζησαν θλιβόμενοι, κακουχούμενοι
και πάσης παρακλήσεως στερούμενοι, πλανώμενοι εις όρη και σπήλαια, εσθίοντες
μόνον χόρτα και άρτον ξηρόν και ούτως ασκούμενοι εγένοντο Μάρτυρες με την
προαίρεσίν των. Όντως μακάριοι οι τοιούτοι, οίτινες βασανισθέντες προσκαίρως
καταφρονούντες ρευστά και μάταια, απήλαυσαν αληθινά και αιώνια. Αυτούς
μιμούμεθα και ημείς οι ταπεινοί, εν μεγάλη στενότητι και σκληραγωγία
διάγοντες». Ταύτα είπεν ο γέρων. Προσέθεσε δε και τινα παραδείγματα εκείνων,
οίτινες κατεφρόνησαν τον μάταιον κόσμον, ίνα πείση τον βασιλόπαιδα Ιωάσαφ να
μισήση τον πλούτον, την δόξαν και την πολυτέλειαν. Κατόπιν δε είπε και την
παραβολήν ταύτην, παρακινών αυτόν προς έλεος και συμπάθειαν.
Η παραβολή των τριών φίλων.
Άνθρωπος τις είχε τρεις φίλους, εξ ων τους δύο ηγάπα και εξετίμα, τον δε
τρίτον κατεφρόνει, μη δεικνύων προς αυτόν φιλανθρωπίαν, ως έπρεπεν. Ελθόντες δε
μίαν ημέραν φοβεροί τινες στρατιώται ωδήγησαν βιαίως εκείνον τον άνθρωπον προς
τον βασιλέα, διότι εχρεώστει μυρία τάλαντα. Στενοχωρούμενος λοιπόν ο οφειλέτης,
εζήτει τινά να ομιλήση εις τον βασιλέα και δώση εις αυτόν μικράν προθεσμίαν,
ίνα εξοφλήση το χρέος του. Μεταβάς τότε εις τον πρώτον του φίλον, είπεν εις
αυτόν· «Γινώσκεις, φίλτατε, ότι πολλάκις εκινδύνευσα προς χάριν σου. Τώρα και
εγώ σε χρειάζομαι εις την ανάγκην μου. Λοιπόν βοήθησόν με όσον δύνασαι». Ο δε
φίλος του απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι φίλος σου, ούτε σε γνωρίζω· όμως δύο παλαιά
ιμάτια, σου δίδω και άλλην βοήθειαν μη ελπίζης». Τότε μετέβη εις τον άλλον·
«Ενθυμείσαι, είπεν εις αυτόν, πόσην αγάπην σου έδειξα; Τώρα έχω και εγώ
συμφοράν μεγίστην, και ζητώ την βοήθειάν σου». Και ο δεύτερος φίλος του
απήντησε: «Δεν έχω σήμερον καιρόν, διότι μεγάλη κακοτυχία μου συνέβη και έχω
θλίψιν πολλήν, αλλά θα σε συνοδεύσω ολίγον και κατόπιν θα επιστρέψω εις την οικίαν
μου». Όταν λοιπόν εκείνος ο άθλιος είδε την απανθρωπίαν των δύο φίλων, έδραμε
προς τον τρίτον, τον οποίον ποτέ δεν εσπλαγχνίσθη, ούτε εις χαράν του τινά τον
εκάλεσε, και λέγει εις αυτόν με κατησχυμμένον πρόσωπον: «Δεν έχω στόμα να σου
ομιλήσω, επειδή ουδέποτε καλωσύνην τινά σου έκαμα. Πλην σε παρακαλώ, μη
ενθυμηθής την αφροσύνην μου, αλλά δος μοι εις ταύτην μου την ανάγκην ολίγην βοήθειαν».
Ούτος τότε είπεν εις αυτόν με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον· «Ναι, φίλε μου
γνήσιε, ενθυμούμαι την μικράν καλωσύνην, την οποίαν μου έκαμες, και όσα σου
χρεωστώ, θα σου ανταποδώσω με πολύ κέρδος σήμερον. Και μη φοβού, διότι εγώ θα
παρακαλέσω ευθύς τον βασιλέα να σου χαρίση όλον το χρέος και θέλει μου
εισακούσει, ως φίλος μου». Ταύτα ακούσας ο χρεώστης κατενύχθη και έλεγεν·
«Οίμοι! Τι να θρηνήσω πρώτον ο ανόητος; Να κατηγορήσω την φιλίαν, την οποίαν
είχον προς τους ψευδείς και αχαρίστους εκείνους ή να κατακρίνω την φρενοβλαβή
αγνωμοσύνην, την οποίαν έδειξα εις τούτον τον αληθή και γνήσιον φίλον μου»; Ο
Ιωάσαφ τότε, αφού ήκουσε την παραβολήν ταύτην, εζήτει από τον Όσιον γέροντα να
του εξηγήση την έννοιαν. Ο δε γέρων απεκρίθη· «Ο πρώτος φίλος είναι ο πλούτος
και η επιθυμία των προσκαίρων πραγμάτων, δια τα οποία ο άνθρωπος πίπτει εις
μυρίους κινδύνους και όταν έλθη ο θάνατος δεν λαμβάνει τίποτε εξ όλων όσα με
κόπους και κινδύνους απέκτησεν, ειμή μόνον τα ιμάτια με τα οποία τον ενδύουσιν.
Ο δεύτερος φίλος είναι η γυνή, τα τέκνα και οι λοιποί συγγενείς και φίλοι του,
τους οποίους αγαπά πολύ, και πονεί η ψυχή του εις τον χωρισμόν των, όμως δεν
λαμβάνει εξ αυτών, την ώραν του θανάτου, άλλην βοήθειαν ειμή την συνοδείαν των
μέχρι του τάφου του, μετά την οποίαν επιστρέφοντες λησμονούν τον φίλον των.
Τρίτος φίλος, ο καταφρονηθείς, είναι η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία και αι λοιπαί
αρεταί, αίτινες μεταβαίνουν ενώπιον του Θεού μεθ’ ημών μετά τον θάνατόν μας,
και παρακαλούσιν Αυτόν να μας λυτρώση από τους δαίμονας». Νυχθείς τότε την
καρδίαν ο Ιωάσαφ είπεν· «Ο Θεός να πληρώση τον κόπον σου, διότι ηύφρανας την
ψυχήν μου με τους σοφούς και αρίστους λόγους σου, πλην, σε παρακαλώ, ειπέ μοι
και άλλην παραβολήν δια τον μάταιον κόσμον και πως να διέλθω τούτον αταράχως».
Και ο γέρων ήρχισε ταύτην την διήγησιν.
Παραβολή περί της ματαιότητος του κόσμου.
Υπάρχει μία πόλις πολυάνθρωπος, της οποίας οι οικήτορες έχουσι την
συνήθειαν να ψηφίζωσι βασιλέα ένα ξένον, άγνωστον άνθρωπον, ώστε να μη ηξεύρη
τους νόμους της και ούτος έχει εξουσίαν να κάμνη ως βασιλεύς επί ένα χρόνον όλα
του τα θελήματα. Έπειτα αίφνης, ενώ διάγει αμέριμνος, τρώγων και πίνων και
αναπαυόμενος ότι θα είναι πάντοτε βασιλεύς, εκθρονίζεται υπό του λαού και
πομπεύεται ολόγυμνος εις τας οδούς της πόλεως, κατόπιν δε εξορίζεται εις μίαν
ερημόνησον, μακράν της χώρας, και εκεί, μη ευρίσκων τι να φάφη ή να ενδυθή,
διέρχεται πολλήν ταλαιπωρίαν». Κατά την συνήθειαν ταύτην λοιπόν έκαμαν κάποτε
βασιλέα εις ταύτην την χώραν άνθρωπόν τινα, όστις έχων σοφίαν και σύνεσιν, δεν
έπεσεν εις πολυφαγίαν και μέθην, ως οι πρώην βασιλείς, διότι επληροφορήθη
προηγουμένως την ρηθείσαν τάξιν. Ανοίξας όθεν τους βασιλικούς θησαυρούς, και
λαβών πλήθος χρυσού, αργύρου και λίθων πολυτίμων, παρέδωκεν εις πιστούς δούλους
του, προπέμπων αυτούς εις εκείνην την νήσον, όπου έμελλε να τον εξορίσουν. Όταν
δε συνεπληρώθη ο χρόνος της βασιλείας του, οι πολίται εγύμνωσαν αυτόν και
απέστειλαν εις την εξορίαν. Αλλ’ ούτος, προπέμψας τον πλούτον εκεί, είχε τροφήν
και πάντα τα εφόδια». Πόλιν νόησον, ευγενέστατε, τον κόσμον τούτον τον απατηλόν
και μάταιον· πολίτας τους δαίμονας, οι οποίοι μας δελεάζουσι με τας απολαύσεις
των ηδονών, δια τας οποίας, πιστεύοντες ότι είναι παντοτειναί, δεν φροντίζομεν
δια τα αιώνια, ήτοι να προπέμψωμεν τροφάς με τους πένητας δούλους, ούτε άλλας
αρετάς ετελέσαμεν. Όθεν, όταν έλθη ο θάνατος, μας εκβάλλουσιν από τον κόσμον
γυμνούς οι πονηροι δαίμονες, διότι επράξαμεν τα θελήματά των, και μας
μεταφέρουν εις την ζοφεράν και αιώνιον φυλακήν του άδου, όπου δεν υπάρχει φως
ουδέ άνεσις ουδέ ελπίς ανέσεως». Ηρώτησε
τότε ο Ιωάσαφ· «Είναι και άλλοι οίτινες κηρύττουν αυτά τα οποία με εδίδαξες»; Ο
δε Βαρλαάμ απεκρίθη· «Εις ταύτην την δυστυχή χώραν σας δεν γνωρίζω εάν είναι
τις, διότι η τυραννίς του πατρός σου τους εθανάτωσεν· αλλ’ εις τους άλλους
τόπους απανταχού κηρύττεται η αλήθεια αύτη της ευσεβείας, την οποίαν ο Ελεήμων
Θεός με απέστειλε να σε διδάξω, ίνα μη αποθάνης εις την ασέβειαν». Λέγει ο
Ιωάσαφ· «Είχα πόθον να εδίδασκες και τον πατέρα μου, μήπως έλθη και αυτός εις
θεογνωσίαν». Ο δε Βαρλαάμ απεκρίθη· «Όσα δεν δύνανται να κάμουν οι άνθρωποι,
οικονομεί ο Παντοδύναμος Κύριος. Έχε υπομονήν προς το παρόν, διότι είναι πολύ
ωργισμένος κατά των Χριστιανών, και όταν εύρης καιρόν κατάλληλον συ θα τον διδάξης
μήπως τον σώσης και, Θεού συνεργούντος, γίνης ούτω πατήρ του πατρός σου με
τρόπον θαυμάσιον». Ηρώτησε πάλιν ο Ιωάσαφ· «Τι είναι η τροφή και η ενδυμασία
σας εις την έρημον»; Λέγει ο γέρων· «Η τροφή μας είναι βότανα και ακρόδρυα, και
εάν τύχη κάποτε να μας φέρη τις άρτον, τον λαμβάνομεν, ως εκ της θείας προνοίας
στελλόμενον. Το δε ένδυμά μας είναι ράσα τρίχινα πεπαλαιωμένα, τα οποία
κατατρώγουν την σάρκα μας, και πολλήν ταλαιπωρίαν υπομένομεν από τον καύσωνα
του θέρους και το ψύχος του χειμώνος». Τότε ο Ιωάσαφ τον παρεκάλεσε να εκδυθή
τα εξωτερικά του φορέματα, ίνα ίδη αυτόν καθώς ευρίσκετο εις την έρημον. Και ο
γέρων, υπακούσας και αποκαλυφθείς, παρουσίασεν ελεεινόν θέαμα, διότι η σάρξ του
ήτο εξηραμμένη και το δέρμα μεμελανωμένον. Εδάκρυσε τότε ο νέος θαυμάσας το της
ασκήσεως σκληρόν και επίπονον, και στενάξας είπεν εις αυτόν· «Επειδή ήλθες να
με λυτρώσης από την δεινήν αιχμαλωσίαν, οδήγησόν με εις τη έρημον, δια να δεχθώ
την σφραγίδα του θείου Βαπτίσματος και να γίνω συγκοινωνός σου εις την
θαυμαστήν φιλοσοφίαν της ασκήσεως ταύτης». Απεκρίθη ο γέρων· «Τώρα μεν λάβε το άγιον Βάπτισμα, και φύλαττε
επιμελώς την ευσέβειαν, υπακούων εις τας εντολάς του Κυρίου. Όταν δε η χάρις
Αυτού οικονομήση καιρόν κατάλληλον, τότε θα συνοικήσωμεν και πιστεύω εις τον
Θεόν, κατά τον μέλλοντα αιώνα να είμεθα αχώριστοι». Εδάκρυσεν ο νέος και είπεν·
«Εάν ούτως ορίζη ο Κύριος, γενηθήτω το θέλημα Αυτού· όθεν τελείωσόν με εις την
πίστιν δια του αγίου Βαπτίσματος».
Ο Ιωσάφ βαπτίζεται.
Νουθετήσας λοιπόν ο Όσιος τον υιόν του βασιλέως με λόγους σωτηρίας και
ψυχωφελή παραδείγματα, κατήχησεν αυτόν, και εξήγησε, καθό γεγραμματισμένος και
πάνσοφος, πάντα τα άρθρα του συμβόλου της πίστεως, τα Μυστήρια, και πάσαν
εκκλησιαστικήν παράδοσιν και εξόχως την Ιεράν Κοινωνίαν, ως και όλα όσα έκρινεν
ως αναγκαία δια την τελειοποίησιν. Χειραγωγήσας δε προς την αληθή θεογνωσίαν
ηυτρέπισεν αυτόν προς το άγιον Βάπτισμα, δους εντολήν να νηστεύη και να
προσεύχηται. Όταν δε εγνώρισεν ο Όσιος, ότι ούτος ήτο ητοιμασμένος δια την
ορθόδοξον Πίστιν, εβάπτισεν αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος. Κατόπιν, εισελθών εις τον βασιλικόν αυτού κοιτώνα,
ελειτούργησε και εκοινώνησε τούτον των θείων Μυστηρίων. Τότε ο Ιωάσαφ
ηγαλλιάσατο πνευματικώς και εδόξασε τον Κύριον. Ο δε γέρων ηυχήθη ούτως·
«Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις δια το πολύ
έλεος Αυτού σε ανεγέννησεν εις ελπίδα ζώσαν, εις κληρονομίαν ουράνιον εν Χριστώ
Ιησού τω Κυρίω ημών, δια Πνεύματος Αγίου. Σήμερον ελυτρώθης από την αμαρτίαν,
και έλαβες τον αρραβώνα της αιωνίου ζωής. Αφήκες το σκότος, και ενεδύθης το
φως, ελθών εις την ελευθερίαν της δόξης του Θεού μας, και ούτω δεν είσαι πλέον
δούλος, αλλά, κατά την Γραφήν, είσαι πλέον υιός και κληρονόμος Θεού, δια Ιησού
Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Διο, αγαπητέ, αγωνίζου, ίνα ευρεθής άσπιλος και
αμώμητος, εργαζόμενος το αγαθόν εν τω θεμελίω της πίστεως». Ταύτα και έτερα
πλείονα νουθετήσας εζήτησε συγχώρησιν, ίνα αναχωρήση εις το κελλίον του. Τότε ο
νέος, δια να μη δίδη εις αυτόν πλέον κόπους, και μη θέλων να εμποδίση την
ποθουμένην οδοιπορίαν του, είπεν· «Ως θέλεις, ω πάτερ πνευματικέ και διδασκάλων
άριστε, άπελθε εν ειρήνη, ενθυμούμενος εις τας προσευχάς σου και εμέ τον
άθλιον, και παρακαλών τον Κύριον, όπως δυνηθώ να έλθω πλησίον σου δια να βλέπω
το τίμιόν σου πρόσωπον». Ταύτα λέγων ο Ιωάσαφ έδωσεν εις αυτόν πολλά αργυρά
νομίσματα δι’ έξοδά του, και δια να μοιράση εις τους άλλους ερημίτας. Αλλ’ ο
γέρων δεν τα εδέχθη και ο νέος ητήσατο από τον Όσιον γέροντα το τρίχινόν του ιμάτιον,
δια να τον ενθυμήται, και να τον διαφυλάττη από πάσαν δαιμονικήν ενέργειαν.
Όθεν ο γέρων έδωσε τούτο εις τον νέον, ειπών την τελευταίαν ταύτην νουθεσίαν·
«Τέκνον μου γλυκύτατον, συ τον οποίον ανεγέννησα δια του Ευαγγελίου, γινώσκεις
τίνος βασιλέως έγινες στρατιώτης, και ποίας ομολογίας υπεσχέθης; Οφείλεις
λοιπόν να διαφυλάξης πάσαν υπόσχεσιν, διότι ο Δεσπότης παρίστατο αοράτως, και
πάντες οι Άγιοι υπέγραψαν όσα και συ ωμολόγησας. Μη λοιπόν προτιμήσης κανέν
πρόσκαιρον αγαθόν και μόνον το τελειότατον πόθησον, τον Ποιητήν και Σωτήρα σου,
ου η δόξα και το κάλος είναι αιώνια, και τα αγαθά τα οποία ητοίμασε δια τους
αγαπώντας αυτόν υπερβαίνουσι πάσαν διάνοιαν. Πάντων των αγαθών είθε να σε
αξιώση η χάρις Αυτού, ίνα γίνης συγκληρονόμος μετά των Αγίων εις την Βασιλείαν
Αυτού την ουράνιον». Ο δε νέος έκλαιε λυπούμενος τον χωρισμόν του και έλεγε·
«Κύριος ο Θεός να πληρώση πλουσίως τον κόπον σου, διότι εγώ δεν είμαι άξιος».
Τότε ο γέρων, συμβουλεύσας τον νέον να παύση κλαίων, ηυχήθη ταύτα προς Κύριον·
«Δέσποτα Θεέ, πάτερ Παντοκράτορ, ο φωτίσας τα πριν εσκοτισμένα, και εκ του μη
όντος εις το είναι ποιήσας την ορατήν ταύτην κτίσιν και την αόρατον, και
αναπλάσας ημάς δια του Μονογενούς σου Υιού, Σε επικαλούμαι και Σου δέομαι,
επίβλεψον επί το λογικόν σου πρόβατον και αγίασον την ψυχήν αυτού δια της
χάριτός Σου· επίσκεψαι την άμπελον ταύτην, ήτις εφυτεύθη δια του Αγίου Σου
Πνεύματος, και ευδόκησον να καρποφορήση καρπόν δικαιοσύνης. Δίδαξον αυτόν τι το
θέλημά Σου, και αξίωσον αυτόν και εμέ τον ελάχιστον δούλον σου, να
κληρονομήσωμεν τα αιώνια αγαθά. Ότι ευλογητός ει και δεδοξασμένος εις τους
αιώνας. Αμήν». Μετά δε την ευχήν κατεφίλησε τον νέον και εξήλθε του παλατίου
περιχαρής και ευχαριστών τον πανάγαθον Θεόν, όστις ευώδωσεν εις αγαθόν την
οδοιπορίαν του. Ο δε υιός του βασιλέως εφυλάττετο μετά προσοχής και ακριβείας
καθαρός ψυχή τε και σώματι, με εγκράτειαν, προσευχάς τε και ολονυκτίους
δεήσεις, και όταν δεν είχε καιρόν την ημέραν να είπη τας διατεταγμένας ευχάς,
ίστατο όλην την νύκτα μετά δακρύων ευχόμενος.
Ταραχή του βασιλέως και προσπάθεια αυτού δια την
επαναστροφήν του Ιωάσαφ εις την πλάνην.
Βλέπων
ο Ζαρδάν, ο σωματοφύλαξ του Ιωάσαφ, την διαγωγήν αυτού επικραίνετο, γνωρίζων
ότι έγινε Χριστιανός, φοβούμενος δε μήπως πληροφορηθή τούτο ο βασιλεύς και τον
θανατώση, μετέβη μόνος, μετά πολλής ταπεινότητος, και ανήγγειλεν εις τον
βασιλέα το γεγονός. Ο Αβεννήρ τότε εταράχθη, και προσκαλέσας τον πρώτον άρχοντα
της βουλής, Αραχήν ονόματι, όστις ήτο μάντις και αστρολόγος, παρεκάλεσε τούτον
να εύρη τρόπον, ίνα μεταστρέψωσι τον νέον εις την θρησκείαν των. Ο δε Αραχής
απεκρίθη· «Φρόντισον, βασιλεύ, να εύρης τον πλάνον εκείνον Βαρλαάμ, όστις τον
εδίδαξε, και να μεταπείσωμεν τούτον ή με δωρεάς, ή με σκληράς τιμωρίας να
διδάξη πάλιν τον υιόν σου όλα τα αντίθετα εκείνων τα οποία είπε πρότερον. Εάν
δεν εύρης τον Βαρλαάμ, γνωρίζω εγώ ένα ερημίτην, διδάσκαλόν μου εις την πίστιν,
Ναχώρ ονομαζόμενον, ομοιάζοντα με τον Βαρλαάμ εις το πρόσωπον, και τον οποίον
θα υπάγω να εύρω κρυφίως και να τον συμβουλεύσω να υποκριθή, ότι είναι ο
Βαρλαάμ, και να συνομιλή μετά των διδασκάλων μας· κατ’ αρχήν δε να επαινή τους
Χριστιανούς και την θρησκείαν των. Κατόπιν, προσποιούμενος ότι ενικήθη, να είπη
εις τον υιόν σου ότι ήτο πεπλανημένος, και ότι τώρα εγνώρισε την αλήθειαν».
Ταύτην την σκέψιν επήνεσεν ο βασιλεύς, και ανεχώρησεν ο ίδιος με συνοδείαν
πολυάριθμον εις την έρημον. Αλλά μάτην εκοπίαζαν· διότι τον μεν Βαρλαάμ δεν
ανεύρον, αλλά δέκα επτά ερημίτας, τους οποίους εθανάτωσεν απανθρώπως, διότι δεν
ηθέλησαν να προδώσωσι τον τόπον όπου ησκήτευεν ο Βαρλαάμ, προστάξας πρώτον να
κόψουν τας χείρας και τους πόδας των, να ανασπάσουν τας γλώσσας των, και τέλος
να κόψωσι τας κεφαλάς των. Τούτου γενομένου, απήλθεν ο Αραχής νύκτα βαθείαν εις
το σπήλαιον του Ναχώρ και ενουθέτησεν αυτόν πως να υποκριθή δολίως, καθώς
συνεφώνησαν. Τότε επέστρεψεν εις τον βασιλέα, και το πρωϊ, ενώ εβάδιζον εις
αναζήτησιν του Βαρλαάμ, βλέπουσιν ένα γέροντα, όστις ήτο ο προειδοποιηθείς
Ναχώρ. Ο Αραχής τότε επρόσταξε τους υπηρέτας, οίτινες και τον έφεραν προς
αυτόν, ότε τον ηρώτησε δια την θρησκείαν του και το όνομά του. Εκείνος δε
απεκρίθη, ότι ήτο Χριστιανός, Βαρλαάμ καλούμενος. Ο Αραχής τότε τον ωδήγησεν
εις τον βασιλέα, όστις είπεν εις αυτόν εις επήκοον πάντων· «Συ είσαι ο Βαρλαάμ,
ο εργάτης του δαίμονος»; Ο Ναχώρ απεκρίθη· «Του Θεού εργάτης είμαι, και όχι του
δαίμονος, και δεν πρέπει να με υβρίζης, αλλά να με τιμάς, διότι ελύτρωσα τον
υιόν σου από την πλάνην σας και τον εδίδαξα την αλήθειαν». «Έπρεπε να σε
θανατώσω», είπε με θυμόν ο βασιλεύς. «Αλλά υπομένω ολίγας ημέρας, και εάν με
υπακούσης, θα σε συγχωρήσω, άλλως θα σε θανατώσω αγριώτατα». Ηπλώθη δε η φήμη
εις την χώραν, ότι ανεύρον τον Βαρλαάμ, και ο Ιωάσαφ, μη δυνάμενος να κρατήση
τα δάκρυα, εδέετο του Θεού να βοηθήση τον γέροντα. Ο δε Κύριος, ο το θέλημα των
φοβουμένων αυτόν ποιών, απεκάλυψεν εις αυτόν την νύκτα όσα οι εχθροί δολίως
εσκέπτοντο, και έδωκεν εις αυτόν θάρρος και δύναμιν, να προχωρή εις τον αγώνα
της πίστεως. Τότε ο βασιλεύς μετέβη εις τον μακάριον Ιωάσαφ και είπε προς αυτόν
εν οργή· «Δεν πιστεύω να έλαβεν άλλος πατήρ τοσαύτην χαράν δια την γέννησιν του
παιδός του, ούτε να έδειξε προς αυτόν τόσην αγάπην, όσην εγώ προς σε. Και συ,
αγνωμονών, ύβρισες το γήρας μου, ετύφλωσες το φως μου, και με κατέστησες γέλωτα
και παίγνιον των εχθρών μου με το να πιστεύσης ένα πλάνον, και να εγκαταλείψης
εμέ και τους θεούς μου, δια να προσκυνήσης Θεόν αλλότριον. Εγώ ήλπιζα να σε έχω
παρηγορίαν εις το γήρας μου, να σε αφήσω διάδοχόν μου, συ όμως δεν με
εσεβάσθης, αλλ’ εφάνης προς εμέ ως πολέμιος. Δεν έπρεπε να υπακούης
περισσότερον εις τας συμβουλάς μου και όχι εις τας φλυαρίας εκείνου του σαπρού
γέροντος, όστις σε συνεβούλευσε να ζης ζωήν πικράν και περίλυπον, να στερηθής
του κόσμου τας ηδονάς, και να διάγης με τόσην σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν;
Εξεγελάσθης με νεκράς ελπίδας, τας οποίας μυθολογούσιν οι Γαλιλαίοι, ότι
υπάρχει ανάστασις νεκρών και άλλα μύρια όσα φληναφήματα, με τα οποία πλανώσι
τους άφρονας; Υπάκουσόν μου, τέκνον αγαπητόν, και πρόσπεσον πάλιν εις τους
ευσπλάγχνους θεούς, δια να τους καταπραϋνωμεν την οργήν των με θυσίας εκατόν
βοών εκλεκτών, μήπως και σου συγχωρήσωσι το φοβερόν αμάρτημα».
Σθεναρά ομολογία της πίστεως υπό του Ιωάσαφ.
Απεκρίθη τότε ο νέος, κηρύττων μετά παρρησίας την αλήθειαν· «Εγώ, πάτερ,
απετάχθην τους δαίμονας και συνετάχθην μετά του αληθούς Θεού, όστις εποίησε τον
κόσμον όλον, και έπλασε τον άνθρωπον, ύστερον εσαρκώθη δια να τον λυτρώση από
την εξουσίαν του δαίμονος». Συνεχίζων δε ανέπτυξεν άπασαν την ένσαρκον
οικονομίαν του Σωτήρος ημών και τα είδωλα διεκωμώδησε. Κατόπιν είπε· «Γνώριζε, πάτερ, ότι τόσον στερεάν γνώμην έχω εις
την πίστιν του γλυκυτάτου μου Χριστού και ότι δεν ψεύδομαι εις τας ομολογίας,
τας οποίας έταξα εις Αυτόν, έστω και εάν με κατεδίκαζες εις μυρίους θανάτους.
Μη επιχειρήσης, λοιπόν, να με διαστρέψης από την καλήν ομολογίαν μου. Μάλιστα
πολύ λυπούμαι και θλίβομαι, διότι και συ δεν έρχεσαι να συγκοινωνήσης μετ’
εμού, ίνα συναπολαύσωμεν τα ουράνια αγαθά εις ζωήν την αιώνιον». Ταύτα ακούσας
ο Αβεννήρ εθυμώθη σφόδρα και τρίζων τους οδόντας του, ως δαιμονιζόμενος, έλεγεν·
«Εγώ είμαι η αιτία, διότι σου έδωσα τόσην εξουσίαν. Καλώς μου το είπον οι
αστρολόγοι, ότι θα αποβής άνθρωπος κακός και παμπόνηρος, αλαζών, και εις τους
γονείς σου απειθής και παρήκοος. Αλλά γνώριζε, ότι εάν επιμένης εις την
απείθειάν σου, θα σου επιβάλω τόσας τιμωρίας, όσας ποτέ κανείς δεν εφήρμοσεν
ούτε εις τους εχθρούς του». Ο δε νέος απήντησε· «Διατί οργίζεσαι, βασιλεύ; Δια
την ευτυχίαν του υιού σου πικραίνεσαι; Τις άλλος πατήρ ελυπήθη δια την του υιού
του σωτηρίαν; Εάν με βασανίσης, καθώς είπες, άλλο τίποτε δεν κάμνεις, ει μη
μόνον από πατήρ να γίνεσαι τύραννος και φονεύς. Όμως δεν θα δυνηθής να
μεταβάλης την γνώμην μου. Είθε να εγνώριζες και συ την αλήθειαν και να
προσέλθης προς τον όντως Θεόν, μισών την ματαιότητα του κόσμου. Ενόησον, πάτερ
μου, ότι πάσα σάρξ είναι καθώς ο χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος
χόρτου. Διότι ποθών τιμήν τοσούτον ευμάραντον και προτιμών τας φαντασίας του
ματαίου τούτου κόσμου, θα ζημιωθής τα αιώνια, θα καταδικασθής εις πυρ άσβεστον,
θα κατακαίεσαι αιωνίως και θα οδύρεσαι ματαίως και ανωφελώς, διότι ουκ έστιν
εντω άδη μετάνοιαν». Ταύτα έλεγεν ο φιλοπάτωρ υιός, και εθαύμασεν ο βασιλεύς
εις την σοφίαν των λόγων του. Πλην όμως, εξ αιτίας του παχέος σκότους εις το
οποίον ευρίσκετο, δεν εσυλλογίζετο ταύτα. Όθεν ηγέρθη δια να αναχωρήση, ειπών
εις τον υιόν του με οργήν· «Είθε να μη εγεννάσο, επειδή
είσαι αποστάτης μου, και προς τους θεούς μας τοσούτον βλάσφημος. Αλλ’ εγώ θα σε
θανατώσω τάχιστα». Ο δε νέος προσηύξατο προς τον Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός
μου, η γλυκεία ελπίς και αψευδής επαγγελία και φρούρησις των ελπιζόντων εις Σε,
ίδε την συντριβήν της καρδίας μου με όμμα ευμενές και ίλεων και μη με
εγκαταλείψης, αλλά δυνάμωσόν με, ίνα φυλάξω την καλήν ομολογίαν Σου έως της
τελευταίας αναπνοής μου. Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με, και από πάσης
σατανικής ενεργείας αβλαβή διαφύλαξον. Ναι, Βασιλεύ ουράνιε. Διότι η ψυχή μου
δροσίζεται εις τον πόθον σου, ως διψαλέος οδοιπόρος εν ώρα καύσωνος. Δυνάμωσόν
με, Δέσποτα, να θυσιάσω όλον εμαυτόν εις την ομολογίαν Σου, ότι Συ ει βοηθός
αήττητος και Θεός ελεήμων, ον ευλογεί και δοξάζει πάσα η κτίσις εις τους
αιώνας. Αμήν». Ταύτα προσευχηθείς ο νέος ησθάνθη εις την καρδίαν του θείαν
ενίσχυσιν και πλήρης θάρρους παρέμεινε καθ’ όλην την νύκτα ευχόμενος. Ο δε
βασιλεύς ανήγγειλεν εις τον Αραχήν την άφοβον παρρησίαν του παιδός και το
ακλόνητον της πίστεώς του, και ούτος τον συνεβούλευσε να μη απειλή πλέον τον
παίδα, αλλά να κολακεύη τούτον με ταπεινότητα. Πράγματι ο βασιλεύς επανήλθε την
επομένην, και εναγκαλισθείς κατεφίλει τούτον, λέγων· «Τίμησον, τέκνον, το γήρας
μου και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα λάβης παρ’ αυτών μακρότητα ημερών, πλούτον
και δόξαν, εις εμέ να είσαι αγαπητός, σεβαστός δε υπό πάντων των ανθρώπων. Μη
νομίσης, τέκνον, ότι πλανώμαι, καθώς συ ως απονήρευτος, διότι δεν επείσθην εις
την γνώμην μόνον ενός ανθρώπου, αλλ’ εκάλεσα άνδρας σοφούς και επιστήμονας,
συνωμίλησα με Χριστιανούς, και ούτως εξηκρίβωσα την αλήθειαν. Και επείσθην ότι
δεν είναι άλλη πίστις εκτός αυτής της προς τους μεγίστους θεούς, οι οποίοι μας
προσφέρουν ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την ζωήν ταύτην, την οποίαν οι
Γαλιλαίοι ακρίτως εστερήθησαν θυσιάσαντες οι άφρονες τας τέρψεις και τας ηδονάς
δια μίαν ματαίαν ελπίδα αβεβαίου ζωής. Πείσθητι όθεν εις εμέ, υιέ μου
παμφίλτατε, και επίστρεψον εις τους θεούς μας, δια να απολαμβάνης εις όλον σου
τον βίον πλούσια τα αγαθά και να κληρονομήσης την βασιλείαν μου». Τότε ο
μεγαλόφρων και ευγενής νεανίας, ζητήσας πρώτον την εξ ύψους βοήθειαν, απεκρίθη·
«Αληθώς προστάσσει ημάς ο Θεός να υποτασσώμεθα εις τους γεννήτορας, όταν η
υποταγή ωφελή και αποβαίνη προς το αμοιβαίον συμφέρον· αν όμως προξενή κίνδυνον
να στερηθώμεν αυτόν τον Θεόν, έχομεν εντολήν να μη υποτασσώμεθα εις εκείνους,
οι οποίοι μας χωρίζουσιν εξ Εκείνου, αλλ’ αντιθέτως να φεύγωμεν μακράν αυτών,
έστω αν είναι πατήρ ή μήτηρ, ή βασιλείς, ή εξουσιασταί της ζωής μας. Δια τούτο
δεν είναι πρέπον δια την προς τον πατέρα αγάπην να στερηθώ τον Θεόν και Σωτήρα
μου. Μη λοιπόν κοπιάζη η βασιλεία σου, αλλά πίστευσον εις τον ζώντα Θεόν, διότι
τα αναίσθητα είδωλα προξενούν απώλειαν. Εγώ είμαι δούλος του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, και ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς βασάνων θα απαρνηθώ τον Σωτήρα
μου». Και ταύτα ειπών ο βασιλόπαις έκαμε προς τον βασιλέα διδαχήν περί της
ματαιότητος των ειδώλων, περί των αψευδεστάτων του Ιησού Χριστού υποσχέσεων,
αποδείξας ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και ανταμοιβή των εναρέτων ανθρώπων δια
της κληρονομίας του Παραδείσου, και τιμωρία των αμαρτωλών και απίστων εις το
πυρ της κολάσεως. Ο δε βασιλεύς εθαύμασε τους λόγους του υιού του και υπό της
συνειδήσεως ελεγχόμενος διελογίζετο, ότι αληθή και ορθότατα έλεγεν εις αυτόν ο
υιός του. Πλην συνεκρατείτο και δεν ηδύνατο να προσβλέψη εις το της αληθείας
φως, αλλά εσυλλογίζετο να πράξη το κατά την συμβουλήν του Αραχή προτεινόμενον
και είπεν εις τον Ιωάσαφ· «Επειδή είσαι σκληρός και
φιλόνεικος, ας συνδιαλεχθώμεν και ας είπωμεν έκαστος την γνώμην του. Και ή εγώ
θα πεισθώ, ή συ. Διότι ο Βαρλαάμ, ο οποίος σε εξηπάτησεν, ευρίσκεται δέσμιος.
Εγώ θα συναθροίσω τους διδασκάλους μου και τους Γαλιλαίους, ίνα συζητήσωσιν και
εάν σεις μας νικήσητε, να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν· αν όμως νικηθήτε, να
προσκυνήσης τα είδωλα». Ο Ιωάσαφ τότε απεκρίθη· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου».
Ευθύς τότε ο βασιλεύς έστειλε προσταγήν εις όλας τας πόλεις, να συναχθώσιν
αφόβως οι Χριστιανοί, και να συνδιαλεχθώσιν ειρηνικώς.
Ο θρίαμβος της αληθείας.
Συνηθροίσθησαν
λοιπόν μάντεις και γόητες πλήθος πολύ· από δε τους Χριστιανούς δεν ετόλμα τις
να έλθη εις βοήθειαν του Βαρλαάμ. Μόνον άρχων τις Βαραχίας καλούμενος,
ενεφανίσθη, διότι οι άλλοι, εκτός όσων εφονεύθησαν, ήσαν κεκρυμμένοι εις όρη
και σπήλαια· και άλλοι εφοβούντο και δεν απεκάλυπτον την ευσέβειάν των. Μόνον ο
Βαραχίας ήτο ανδρείος εις την ψυχήν και ήλθε να διαγωνισθή δια την αλήθειαν.
Καθίσας δε ο βασιλεύς εις υψηλόν τόπον, επρόσταξε τον υιόν του να καθίση παρ’
αυτώ. Αλλ’ ούτος, ως ταπεινόφρων και φρόνιμος, δεν ηθέλησεν, αλλ’ εκάθισεν εις
την γην. Έφεραν τότε τον Ναχώρ, όστις, προσποιούμενος τον Βαρλαάμ, εμελέτα να
κάμη την ομιλίαν απατηλώς, ως συνεβουλεύθη. Αλλ’ ο Θεός άλλα ωκονόμησεν. Όταν
λοιπόν ήρχισαν την συνδιάλεξιν και είχον όλοι οι ψευδορρήτορες και ψευδολόγοι
φιλόσοφοι ηκονισμένας τας γλώσσας δια ν’ αφανίσωσι την αλήθειαν, είπεν ο πρώτος
προς τον Ναχώρ· «Συ είσαι ο Βαρλαάμ, ο οποίος υβρίζεις τους θεούς, αναίσχυντε,
και εδίδαξας τον υιόν του βασιλέως την τόσην πλάνην, του να λατρεύη Θεόν εσταυρωμένον»;
«Εγώ είμαι», απήντησεν ο Ναχώρ, «όστις τον ελύτρωσα εκ της πλάνης, καθωδήγησα
δε προς τον αληθή Θεόν». Είπε πάλιν ο ψευδορρήτωρ· «Πως συ τολμάς μετά θράσους
να λέγης, ότι οι αθάνατοι θεοί, τους οποίους ενδόξως τιμώσιν οι θαυμάσιοι και
φιλόσοφοι άνδρες, δεν είναι θεοί και καθυβρίζεις τούτους; Ποίαν απόδειξιν
έχεις, ότι δεν είναι θεοί, και ότι Θεός είναι ο Εσταυρωμένος»; Τότε ο Ναχώρ,
φωτισθείς παραδόξως υπό της χάριτος του Θεού, ωμολόγησε λαμπρά τη φωνή την
αλήθειαν κηρύξας ταύτα· «Εγώ, βασιλεύ, γεννηθείς
εις τον κόσμον με θείαν πρόγνωσιν και ιδών τον ουρανόν, την γην, την σελήνην,
τους αστέρας και τα άλλα σοφά κτίσματα, εθαύμασα τον λαμπρόν αυτών στολισμόν,
και ηννόησα, ότι εκείνος ο οποίος κυβερνά και διακρατεί ταύτα πάντα με τοσαύτην
σοφίαν και σύνεσιν, αυτός είναι Θεός άναρχος, αιώνιος και αθάνατος, παρ’ ου τα
πάντα εκτίσθησαν, νοητά τε και φαινόμενα, και όστις δεν έχει ανάγκην θυσιών ή
σπονδών και ότι οι άνθρωποι έχουσι την ανάγκην Αυτού, διότι ούτος είναι η αρχή
απάντων και η κίνησις. Αρκούσι ταύτα προς απόδειξιν ότι αυτός ο των απάντων
δημιουργός είναι ο Θεός. Ας έλθωμεν τώρα και εις τους ανθρώπους». «Τρία γένη
ανθρώπων είναι εις όλον τον κόσμον. Χριστιανοί, Ιουδαίοι και Ειδωλολάτραι,
οίτινες είναι πάλιν διηρημένοι εις τρεις κατηγορίας. Τους Χαλδαίους, τους
Έλληνας και τους Αιγυπτίους. Και οι μεν Χαλδαίοι, αγνοήσαντες τον Θεόν,
επλανήθησαν σεβόμενοι την κτίσιν παρά τον κτίσαντα, ποιήσαντες δε μορφάς και
είδωλα ωνόμασαν αυτά εκτυπώμετα ουρανού, γης, θαλάσης, ηλίου, σελήνης, και των
άλλων κτισμάτων και προσκυνούσι ταύτα αφρόνως ως θεούς. Αλλ’ επλανήθησαν, διότι
δεν είναι εύλογον να είναι ο ουρανός, ο ήλιος και τα άλλα κτίσματα θεοί, επειδή
κατ’ οικονομίαν κινούνται και φέρονται από τόπου εις τόπον, καθώς ο Θεός τα
επρόσταξε. Την δε γην πάλιν βλέπομεν ότι υβρίζεται από τους ανθρώπους και τα
ζώα, και καταπατείται, σκάπτεται, ψύχεται και καίεται. Το ύδωρ μολύνεται, ρέει,
φθείρεται. Το πυρ φέρεται από τόπου εις τόπον, σβέννυται και εξαφανίζεται. Ο
ήλιος και η σελήνη κινούνται, σκοτίζονται πολλάκις και πάσχουν έκλειψιν. Εκ
τούτων λοιπόν ουδέν είναι Θεός, ούτε ο άνθρωπος, όστις βεβαίως έχει τόσα πάθη.
Γηράσκει, ασθενεί, φθείρεται και εξαφανίζεται. Επλανήθησαν λοιπόν πάντες όσοι
προσκυνούσι και λατρεύουσιν αυτά». «Οι ‘Ελληνες πάλιν, νομίζοντες, ότι είναι
σοφοί, χείρον εμωράνθησαν των Χαλδαίων, πιστεύοντες, ότι είναι πολλοί θεοί,
άρρενές τε και θήλεις, πόρνοι, μοιχοί, φονείς και πολλών άλλων αμαρτημάτων
δημιουργοί, τούθ’ όπερ είναι μεγάλη αφροσύνη. Και έπλασαν ταύτα ψευδώς, ως
ασελγείς και παράνομοι, δια να κάμνουν τας πονηράς επιθυμίας αυτών,
προφασιζόμενοι ότι και οι θεοί των εκτελούν ομοίας πράξεις. Είναι εύλογον και
πρέπον να λέγετε, ότι ο πρώτος των θεών σας, ο Ζεύς, ήτο μοιχός, αρσενοκοίτης
και πατροκτόνος, φονεύσας τον πατέρα του και διαφθείρας τόσας γυναίκας; Ο
Ήφαιστος λέγετε ότι ήτο χωλός, και εχάλκευε δια να κερδίζη τα προς το ζην με το
εργόχειρόν του. Ο Ερμής ήτο κλέπτης, μάντις και πλεονέκτης. Ο Ασκληπιός ήσκει
την ιατρικήν επιστήμην, διότι ήτο πτωχός και έκαμνεν έμπλαστρα, δια να
εξοικονομή την τροφήν αυτού, και κατόπιν ο Ζεύς έκαυσεν αυτόν με αστραπήν και
απέθανεν. Ο Άρης εμοίχευε την Αφροδίτην, και τον έδεσαν ο Έρως και ο Ήφαιστος.
Ο Διόνυσος ήτο μέθυσος και δαιμονιζόμενος, και οι Τιτάνες εφόνευσαν αυτόν. Ο
Ηρακλής έγινεν έξω φρενών και έσφαξε τα τέκνα του, κατόπιν δε κατεκαύθη δια
πυρός και απέθανεν. Αυτά και άλλα αισχρότερα και πονηρότερα λέγουσιν, ω
βασιλεύ, δια τους θεούς σας οι Έλληνες, τα οποία παρατρέχω δια να μη μολύνω τα
ώτα σας. Είναι λοιπόν πρέπον να ονομάζετε τούτους θεούς; Τίνα βοήθειαν θα
ελπίζετε από τοιούτους θεούς; Εάν αυτοί οι τάλανες υπό πυρός εχωνεύθησαν και
κακήν κακώς απωλέσθησαν, πως θα ευεργετήσουν σας τους άφρονας; Περί των
Αιγυπτίων δεν πρέπει να χάνωμεν καιρόν, επειδή ήσαν ανοητότεροι από τους
άλλους, προσκυνούντες άλογα ζώα και άψυχα πράγματα. Λοιπόν άπαντες επλανήθησαν.
Και οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι και οι Έλληνες. Τώρα δε σεις, οίτινες βλέπετε
τους θεούς σας και φθείρονται και καταστρέφονται, δεν συλλογίζεσθε ότι ο
δημιουργός και τεχνίτης είναι αξιώτερος από το τεχνούργημα αυτού και εκείνος
όστις φυλάττει είναι ισχυρότερος από το υπ’ αυτού φυλασσόμενον; Αλλ’ ας είπωμεν
και περί των Ιουδαίων. Ούτοι είναι απόγονοι του Αβραάμ, και έφυγον από τον
τόπον των, παροικήσαντες εις την Αίγυπτον, οπόθεν ελύτρωσεν αυτούς ο Κύριος με
κραταιάν χείρα και υψηλόν βραχίονα, και έδειξεν εις αυτούς την δύναμιν αυτού με
πολλά σημεία και τέρατα. Όμως και αυτοί, ως ανόητοι, εφάνησαν πολλάκις
αχάριστοι, λατρεύοντες εκείνα που ελάτρευον οι ειδωλολάτραι, φονεύοντες τους
Προφήτας του Θεού. Έπειτα εσταύρωσαν και Αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν,
οι αγνωμονέστατοι, και δεν ηυλαβήθησαν τας απείρους ευεργεσίας, τας οποίας
προσέφερεν εις αυτούς. Όθεν με τοιαύτην μιαιφονίαν, κακήν κακώς απωλέσθησαν. Οι
δε Χριστιανοί γενεαλογούνται από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις είναι
Υιός και Λόγος του Υψίστου Θεού, κατήλθε δε ουρανόθεν εν Πνεύματι Αγίω, και
σαρκωθείς εκ Παρθένου Μαρίας, εγεννήθη αφθόρως, έγινεν άνθρωπος, και σταυρωθείς
εκουσίως, κατά την εξ ύψους οικονομίαν, ανέστη τη Τρίτη ημέρα, και ανήλθεν εις
τους ουρανούς. Μετά δε τούτο απήλθον οι δώδεκα Μαθηταί αυτού και οι Μαθηταί των
Μαθητών Του εις όλην την οικουμένην, κηρύττοντες την Αυτού Θεότητα. Εις δε εξ
αυτών ήλθεν εδώ και πολλοί επίστευσαν δι’ αυτού και εσώθησαν. Μόνοι οι Χριστιανοί
γνωρίζουσι τον όντως όντα Θεόν, και φυλάττουσι τα σωτήρια Εκείνου προστάγματα,
εκδεχόμενοι ανάστασιν νεκρών και ζωήν αιώνιον. Δεν πορνεύουσι, δεν ψεύδονται,
δεν επιθυμούσιν αλλότρια πράγματα. Αγαπώσι τον πλησίον, κρίνουσι δίκαια,
εγκρατεύονται από πάσαν ακαθαρσίαν, ελεούσι τους ξένους και πένητας και πάσαν
αρετήν αόκνως μετέρχονται και είναι έτοιμοι να λάβωσι θάνατον δια τον Χριστόν.
Αύτη λοιπόν είναι η οδός της αληθείας, η οποία χειραγωγεί και φέρει τους εις
αυτήν περιπατούντας εις την αιώνιον Βασιλείαν. Καλώς όθεν εσυλλογίσθη ο υιός
σου να λατρεύη τον ζώντα Θεόν, δια να σωθή εις αιώνα τον μέλλοντα, επειδή
μεγάλα και θαυμάσια είναι των Χριστιανών τα μυστήρια. Διότι δεν λέγουσι λόγους
ανθρώπων, αλλά ρήματα Θεού. Τα δε άλλα έθνη πλανώνται και πλανώσι το εν το
άλλο, περιπατούντα εις την ασέβειαν. Μέχρις εδώ είναι, ω βασιλεύ, ο παρ’ εμού
λόγος, και ας παύσουν οι ανόητοί σου σοφοί να λέγωσι κατά του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού και Θεού λόγους ματαίους». Και ταύτα ειπών ο Ναχώρ, θεία οικονομία
εσιώπησε. Ο βασιλεύς ταύτα ακούων εθυμώθη, πλην δεν ηδύνατο να τον κακοποιήση,
διότι ούτος είχε προστάξει την ελευθέραν συζήτησιν. Μόνον έκαμεν εις αυτόν
νεύμα να νικηθή από τους λόγους των ρητόρων. Αλλ’ αυτός ενισχύετο περισσότερον,
και διέλυε τους συλλογισμούς των, ελέγχων την πλάνην των. Οίτινες τέλος
νικηθέντες έμειναν άφωνοι, μη δυνάμενοι να αντιλαλήσωσιν. Ο δε Ιωάσαφ εχάρη
λίαν, δοξάζων τον Κύριον, όστις ενεδυνάμωσε δια των πολεμίων εχθρών την αλήθειαν
και απέδειξε βοηθόν της ευσεβείας τον έξαρχον της πλάνης. Τη προσταγή λοιπόν
του βασιλέως διεκόπη η συνδιάλεξις έως την επομένην, αφήσας τον Ναχώρ μετά του
Ιωάσαφ, έχων ακόμη ελπίδα ότι ο Ναχώρ θα τηρήση όσα υπεσχέθη.
Ο Ιωάσαφ κατηχεί τον Ναχώρ.
Απελθών
δε ο νέος εις το παλάτιον αυτού, ως νικητής ευφραινόμενος, είπεν εις τον Ναχώρ·
«Γνώριζε ότι ο Δεσπότης μου απεκάλυψε τις είσαι, και σε ευχαριστώ επειδή έγινες
βοηθός εις την αλήθειαν. Δια δύο αιτίας προσεπάθησα να μείνης πλησίον μου την
νύκτα ταύτην. Πρώτον, δια να μη σε τιμωρήση ο βασιλεύς, επειδή δεν είπες όσα
ήρεσαν εις αυτόν, και δεύτερον δια να σου ανταμείψω την χάριν την οποίαν μου
έκαμες. Η δε ανταμοιβή σου είναι να σε οδηγήσω εις την οδόν της σωτηρίας, την
οποίαν εγνώριζες, αλλά εκουσίως εξέκλινες, και εκρημνίσθης εις το βάραθρον.
Άκουσον λοιπόν ως φρόνιμος και σπούδασον, τώρα εις το γήρας σου, να κερδήσης
τον γλυκύτατον Δεσπότην Χριστόν και ζωήν την αιώνιον. Απόρριψον τα του κόσμου
φθαρτά και μάταια». Εις ταύτα ο Ναχώρ απεκρίθη· «Γινώσκω και εγώ τον αληθή Θεόν
και την μέλλουσαν κρίσιν. Αλλ’ ο δαίμων και η κακή συνήθεια με ετύφλωσαν. Τώρα
όμως, δια των λόγων σου, θα προσδράμω εις το φως του Κυρίου μου και ίσως θα
ελεήση και εμέ τον πονηρόν και αποστάτην δούλον αυτού. Αλλά αι αμαρτίαι μου
υπερβαίνουν την άμμον της θαλάσσης, και φοβούμαι μήπως δεν εύρω την
συγχώρησιν». Ακούσας δε ο νέος τούτον τον λόγον της απογνώσεως, έκαμεν εις
αυτόν διδαχήν από την θείαν Γραφήν, ιδίως όσων αποδεικνύουν το του Θεού
αμέτρητον έλεος. Εξόχως δε την παραβολήν του Ευαγγελίου, δια τους εργάτας της
ενδεκάτης ώρας, και ότι ο Πανάγαθος Θεός θα τον δεχθή με αγκάλας ανοικτάς ως
τον άσωτον υιόν ο πατήρ του. Πεισθείς δε ο Ναχώρ από τούτους τους λόγους
εστερεώθη ειπών· «Εγώ μεν υπάγω εις τόπους αποκρύφους, ίνα σώσω την αθλίαν
ψυχήν μου, συ δε επίμεινον εις ταύτην την ομολογίαν σου έως τέλους».
Ο Ναχώρ βαπτίζεται και κατοικεί εις την έρημον.
Τότε τον
απέλυσεν εν ειρήνη και αφ’ ου ησπάσθησαν αλλήλους εξήλθε του παλατίου
περιτρέχων ως έλαφος διψώσα εις την βαθυτάτην έρημον, ευρών δε σπήλαιον, όπου
ήτο κεκρυμμένος εις Ιερομόναχος, εισήλθε μετά πολλής κατανύξεως και έπλυνε τους
πόδας αυτού με δάκρυα, την πρώην πόρνην μιμούμενος, και εζήτει θείον Βάπτισμα.
Ο δε ιερεύς εχάρη και κατηχήσας αυτόν εις ολίγας ημέρας τον εβάπτισε, και
έμεινεν εκεί έως τέλους, ευχαριστών τον Θεόν, ο οποίος εδέχθη αυτόν προς
μετάνοιαν. Την επομένην, πληροφορηθείς ο βασιλεύς την του Ναχώρ αναχώρησιν
απεγοητεύθη, επειδή επείσθη ότι οι σοφοί του, οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες
απεδείχθησαν άσοφοι, ηττηθέντες κατά κράτος κατά την συνομιλίαν. Όθεν άλλους
μεν έδειρε με βούνερα, άλλους εξύβρισε βαρύτατα. Ήρχισε δε να κατηγορή την
αδυναμίαν των ψευδωνύμων θεών και δεν ετέλει πλέον θυσίας προς αυτούς. Έπαυσε
δε και να τιμά τους ιερείς των ειδώλων.
Ο μάντις Θευδάς.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έτυχε πανήγυρις των ψευδωνύμων θεών, οι δε
ιερείς των ειδώλων εφοβούντο μήπως δεν προσέλθουν ο Αβεννήρ και οι άρχοντες και
στερηθώσι των βασιλικών φιλοδωρημάτων. Μετέβησαν όθεν εις εν ερημικόν σπήλαιον,
όπου κατώκει εις μάντις ονόματι Θευδάς, ζηλωτής των ειδώλων, τον οποίον πολύ
εξετίμα ο βασιλεύς. Εξιστόρησαν λοιπόν εις αυτόν την οίαν περιφρόνησιν έδειξεν
ο βασιλεύς προς τα είδωλα, όσα ο υιός του επετέλεσε καθώς και όσα συνέβησαν με
τον Ναχώρ. Τότε ο Θευδάς, οπλισθείς κατά της αληθείας και λαβών εις συνοδείαν
του πολλά δαιμόνια μετέβη εις την πόλιν. Εκεί συνήντησε τον βασιλέα, όστις του
ανεκοίνωσε ότι ενικήθη από τους Γαλιλαίους. Εκείνος ακούσας, συνεβούλευσε τον
βασιλέα να μη φοβήται, διότι αυτός δεν πρόκειται να νικηθή υπ’ αυτών και
παρώτρυνε να παρασταθή και ο Αβεννήρ εις την πανήγυριν των ψευδών θεών. Τούτο
και εγένετο, θυσιασθέντων υπό του βασιλέως και των αρχόντων εκατόν είκοσι
ταύρων. Μετά ταύτα ο βασιλεύς διηγήθη εις τον Θευδάν τα όσα συνέβησαν με τον
υιόν του, παρακαλέσας τούτον να σώση τον Ιωάσαφ από την πλάνην, υποσχεθείς
πλούσια δώρα. Ο μάντις Θευδάς συνεβούλευσε τον Βασιλέα να εύρη τας ωραιοτέρας
γυναίκας και να τας κλείση εντός του κοιτώνος του υιού του, ίνα παρασύρουν
αυτόν εις την της σαρκός απόλαυσιν, υποσχεθείς να στείλη εις ενίσχυσιν των
γυναικών αυτών τα της πορνείας ψυχοφθόρα δαιμόνια. Τούτο απεδέχθη ο βασιλεύς
και επρόσταξε και έφεραν τας ωραιοτέρας νέας, τας οποίας εστόλισε με λαμπρά
κοσμήματα και ωραίας εσθήτας. Παρήγγειλε δε εις αυτάς, εάν τις εξ αυτών δυνηθή
να παρασύρη τον υιόν του προς την σαρκικήν αμαρτίαν, θα την υπάνδρευε μετ’
αυτού και θα την ενέκρινεν ως βασίλισσαν.
Δοκιμασία του Ιωάσαφ.
Λαβούσαι αι γυναίκες εκείναι την εντολήν, με μυρίους τρόπους και
σατανικά τεχνάσματα προσεπάθησαν να ανάψουν την κάμινον της σαρκός εις τον
Ιωάσαφ, μάλιστα μία ωραιοτάτη θυγάτηρ βασιλέως, τον οποίον ο Αβεννήρ είχε
νικήσει εις πόλεμον, παρεκίνει ποικιλοτρόπως τον νέον, λέγουσα μεταξύ άλλων,
ότι ο γάμος είναι Χριστιανική εντολή και εις τα βιβλία των Χριστιανών γράφεται,
ότι ο γάμος είναι τίμιος και αμίαντος, υποσχομένη, εάν συνεμίγνυτο μετ’ αυτής,
να πεισθή εις τους λόγους του και να αρνηθή τους ψευδωνύμους θεούς, δεχομένη
την πίστιν του Ιωάσαφ. Αλλ’ η καθαρά του νέου ψυχή, αν και ησθάνετο διπλήν την
πάλην, είχε πόθον να διατηρήση αμόλυντον την λαμπράν στολήν του θείου
Βαπτίσματος. Όθεν αντί να παρασυρθή από τους πειρασμούς της σαρκός έθεσεν
αντίκρυ εις τον της φύσεως έρωτα άλλον υπερφυά και θαυμάσιον, τον της θεϊκής
αγνείας. Κλαίων δε και τύπτων το στήθος και μετά κατανύξεως προσευχόμενος
απεδίωκε τους πονηρούς λογισμούς. Αλλ’ η ωραιοτάτη εκείνη κόρη, υπό του σατανά
κινουμένη, επέμενεν έτι περισσότερον, τα δε της πονηρίας πνεύματα ευρόντα τον
καιρόν επιτήδειον εφώρμησαν κατά του στρατιώτου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
και ταράσσοντα όλας αυτού τας δυνάμεις, εξέκαιον αυτόν εις επιθυμίαν της κόρης.
Βλέπων δε ο νέος, ότι ισχυρώς κατεθέλγετο η καρδία του προς την αμαρτίαν,
ηπόρει τι να πράξη. Αλλ’ ως σώφρων προσέφυγε πάλιν εις την θείαν βοήθειαν και
επικαλούμενος ταύτην παρεκάλει να μη καταισχυνθή. Ούτω δε παλαίων και
προσευχόμενος επί ώραν πολλήν, αποκαμών, απεκοιμήθη. Τότε βλέπει κατ’ όναρ ότι
ήρπασαν αυτόν άνδρες εξαίσιοι και τον ωδήγησαν εις πεδιάδα θαυμασίαν,
εστολισμένην με πολλά, ποικίλα και εύοσμα άνθη και δένδρα πλήρη ωραίων
οπωρικών, ελαφρός δε άνεμος εκίνει τα φύλλα των δένδρων εκείνων. Ήσαν δε εκεί
και θρόνοι χρυσοί, κεκοσμημένοι με πολυτίμους λίθους λάμποντας, ύδατα δε καθαρά
έτρεχον, τέρποντα εξαισίως τον ορώντα. Διελθόντες δε την πεδιάδα εκείνην ήλθον
εις πόλιν θαυμασιωτάτην, ήτις περιεκλείετο από τείχη χρυσά με απαστράπτοντας
πολυτίμους λίθους. Άνωθεν δε ήρχετο φως εξαίσιον, φωτίζον τας οδούς της, εις
τας οποίας περιεπάτουν αι στρατιαί των Αγίων Αγγέλων ψαλλόντων υπερκοσμίως
παναρμόνιον μελωδίαν. Ενώ δε ο Ιωάσαφ παρεκάλει τους άνδρας εκείνους να αφήσουν
αυτόν εκεί, ίνα απολαμβάνη το θεσπέσιον εκείνο θέαμα, εκείνοι απήντησαν εις
αυτόν, ότι είναι αδύνατον να παραμείνη τώρα εκεί, αλλά θα επανέλθη, με πολύν
κόπον και ιδρώτα, και αν διαφυλάξη σωφροσύνην και εκείνα όσα ο Βαρλαάμ εδίδαξεν
αυτόν. Ωδήγησαν δε τούτον ευθύς αμέσως εις τόπον σκοτεινόν και φοβερόν, όπου
εσύροντο σκώληκες δυσωδέστατοι και επεκράτει θλίψις βαρυτάτη, κάμινος δε ήναπτε
σπινθηροβολούσα και πυρ σφοδρόν αναδίδουσα. Ιστάμενοι δε παρά την κάμινον
άσπλαγχνοι δαίμονες εβασάνιζον τους αμαρτήσαντας, οίτινες φρικτώς κατεκαίοντο
και ηκούετο φωνή λέγουσα, ότι ούτος είναι ο τόπος της κολάσεως, εν τη οποία
τιμωρούνται εκείνοι οίτινες εμόλυναν την ψυχήν των με αμαρτήματα. Έντρομος τότε
ο Ιωάσαφ εξύπνησε και ενθυμούμενος τα οραθέντα ανελογίζετο την καλλονήν της
κόρης εκείνης ως σαπρίαν και βόρβορον. Πληροφορηθείς δε ο βασιλεύς ότι ο υιός
του έκειτο κλινήρης ασθενών, μετέβη ίνα τον ίδη. Ο δε νέος, διηγούμενος όσα
είδεν εις εκείνο το όραμα, διεμαρτυρήθη διότι ο πατήρ του ητοίμασεν εις αυτόν
παγίδα, εις την οποίαν πίπτων θα εκολάζετο, εάν ο Κύριος δεν εβοήθει. Συνέχισε
δε ο νέος λέγων· «Επειδή συ, πάτερ, έκλεισες τα ώτα εις την φωνήν της σωτηρίας,
μη εμποδίσης και εμέ να βαδίσω την οδόν του Κυρίου. Διότι ποθώ να μεταβώ προς
τον Βαρλαάμ εις την έρημον. Άλλως, εάν δια της βίας με κρατήσης εδώ, θέλω εντός
ολίγου αποθάνει από την θλίψιν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ανεχώρησε περίλυπος.
Τα δε της πονηρίας πνεύματα επέστρεψαν εις τον Θευδάν και είπον εις αυτόν ότι
ενικήθησαν, διότι δεν ηδύναντο να αντικρύσουν το σημείον του πάθους του Χριστού,
και ότι, αν και δεινώς κατετάραξαν τον Ιωάσαφ, με το όργανον δια του οποίου ο
αρχηγός των ενίκησε τον πρωτόπλαστον και μετ’ ολίγον θα έρριπτον τον παίδα εις
την πορνείαν, ο νέος προσηύχετο επικαλούμενος τον Χριστόν και ποιών το σημείον
του Σταυρού. «Τότε, είπον οι δαίμονες εις τον Θευδάν, εδιώχθημεν και δεν
επετύχομεν του σκοπού μας». Ο Θευδάς τότε, κατηγορήσας τους δαίμονας δια την
αδυναμίαν των, μετέβη μετά του βασιλέως προς τον νέον, ίνα δοκιμάση να τον
μετατρέψη. Και είπεν εις τον Ιωάσαφ· «Διατί, κύριέ μου, απηρνήθης τους
αθανάτους θεούς και σε μισούσιν οι άνθρωποι, ταράττεις δε και τον βασιλέα και
οργίζεται εναντίον σου; Δεν σου έδωσαν αυτοί την ζωήν και μας κάμνουν τόσας ευεργεσίας;
Λοιπόν διατί τους καταφρονείς και πιστεύεις ένα άνθρωπον σταυρωθέντα»;
Εξακολουθούντος δε του Θευδά να λέγη πολλούς ανωφελείς λόγους κατά του
Ευαγγελίου και άλλα φληναφήματα, ο νέος υπέμεινεν εκ σεβασμού προς τον πατέρα
του Αβεννήρ. Ευθύς δε ως ο Θευδάς εσιώπησεν, ο βασιλόπαις απήντησε εις αυτόν·
«Άκουσον, ω πλάνης βυθέ, γέρον ματαιόφρων. Τι είναι καλλίτερον, να λατρεύω Θεόν
παντοδύναμον, άναρχον και αθάνατον, όστις έκτισε πάντα τα ορατά και αόρατα, ή
να τιμώ ολεθρίους δαίμονας και άψυχα είδωλα»; Αφού λοιπόν ο Ιωάσαφ
κατεκεραύνωσε δια των λόγων του την των ψευδών θεών λατρείαν, αποδείξας αυτήν
ασυλλόγιστον και ανόητον, είπε ταύτα· «Εγώ λατρεύω τον κτίστην και προνοητήν
των απάντων, όστις κατεδέχθη να σαρκωθή, δια να μας λυτρώση από τον θάνατον. Ήλθεν
εις την γην χωρίς να λείπη από τον ουρανόν, έγινεν άνθρωπος, μη αφήνων το είναι
της θεότητος. Και ως άνθρωπος μεν έπαθεν εκουσίως, ως Θεός δε απαθής διέμεινε.
Κατήλθεν εις τον άδην ως παντοδύναμος και ελύτρωσε τους προπάτορας από την
τυραννίδα του δαίμονος, και τη Τρίτη ημέρα ανέστη θεοπρεπώς και ανήλθε πάλιν
εις τους ουρανούς ως προϋπήρχεν. Αυτόν λοιπόν, όστις είναι αγαθός και
φιλάνθρωπος και παραγγέλλει δικαιοσύνην, προστάσσει εγκράτειαν, νομοθετεί
καθαρότητα, διδάσκει να έχωμεν ειρήνην, να κάμνωμεν ελεημοσύνην και πάσαν
αγαθοεργίαν, πρέπει να λατρεύωμεν και όχι τους ασελγείς και μιαρούς θεούς σας.
Εγώ δε, και πάντες οι τρισμακάριοι Χριστιανοί, έχοντες Θεόν αγαθόν και
φιλάνθρωπον, εάν εις τούτον τον κόσμον ολίγον κακοπαθήσωμεν, εις την αγήρω
μακαριότητα θα απολαύσωμεν αμοιβήν ατελεύτητον». Του δε Θευδά επιμένοντος, ότι
την των ειδώλων πίστιν ενομοθέτησαν μεγάλοι φιλόσοφοι και απεδέχθησαν πάντες οι
βασιλείς, και ότι την πίστιν των Γαλιλαίων εκήρυξαν αγροίκοι τινές και ευτελείς
άνθρωποι, μόνον δώδεκα τον αριθμόν, ο νέος απήντησεν· «Μωρέ και τυφλέ! Πως δεν
αισθάνεσαι την αλήθειαν; Η ιδική σας λατρεία ενισχύεται από την σοφίαν των
ρητόρων σας και από τους βασιλείς, το δε Ευαγγέλιον, το οποίον εκηρύχθη από
ολίγους και ευτελείς άνδρας, δεικνύει την δύναμιν της θεοσεβείας μας και το
ασθενές και ολέθριον των δογμάτων σας. Διότι αν και έχη τόσους σοφούς βοηθούς
και ισχυρούς αντιλήπτορας, πάλιν ασθενεί και σβέννυται, ενώ η ιδική μας πίστις,
ήτις δεν έχει καμμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, εκλάμπει ως ο ήλιος έως των περάτων
του κόσμου. Αλλ’ εάν η πίστις μας διεκηρύττετο από φιλοσόφους και ρήτορας, και
εάν είχε συνεργούς βασιλείς και δυνάστας, θα έλεγες συ ο πονηρός, και πας
άλλος, ότι έγινεν από ανθρωπίνην δύναμιν. Αλλ’ επειδή εκηρύχθη από πτωχούς
αλιείς και απλοϊκούς ανθρώπους και κατεδιώχθη από όλους τους άρχοντας και
βασιλείς, και όμως εκυρίευσεν όλην την οικουμένην, εκ τούτων σαφέστατα αποδεικνύεται
ότι είναι δύναμις θεία και ακαταμάχητος αύτη, ήτις δια την σωτηρίαν των
ανθρώπων θεμελιοί το κήρυγμα. Εκείνοι δε οι σοφοί αλιείς ετέλεσαν σημεία και
θαύματα. Τυφλούς εφώτιζον, νεκρούς και παραλύτους ιάτρευον, και πάσαν άλλην
δεινήν ασθένειαν με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εθεράπευον. Πρόσελθε όθεν εις
τον όντως Θεόν, τον αληθώς οικτίρμονα, τον δημιουργόν απάσης της κτίσεως, διότι
δεν είναι άλλος Θεός εκτός τούτου του ελεήμονος».
Ο μάντις Θευδάς ασπάζεται τον Χριστιανισμόν και λαμβάνει
το άγιον Βάπτισμα.
Ακούσας
ταύτα ο Θευδάς κατεπλάγη ως από ήχον βροντής και έμεινε πολλήν ώραν άφωνος.
Εννοήσας δε την πλάνην του, διότι ο σωτήριος λόγος εισήλθεν εις την καρδίαν
του, μετενόησε δια την προτέραν άγνοιαν και φωτισθείς την ψυχήν εβόησε· «Μέγας
ο Θεός των Χριστιανών, και όντως μεγάλη η πίστις αυτών και θαυμάσια τα του Θεού
μυστήρια». Είτα στραφείς προς τον βασιλέα είπε· «Πνεύμα Άγιον, ω βασιλεύ,
κατώκησεν εις τον υιόν σου και ενικήθημεν, μη έχοντες πλέον απολογίαν τινά,
ουδέ να αντισταθώμεν δυνάμεθα». Ακολούθως ηρώτησε τον Ιωάσαφ, λέγων· «Ειπέ μοι,
πεφωτισμένε την ψυχήν, δέχεται και εμέ ο Χριστός, εάν επιστρέψω προς αυτόν και
μισήσω τας ανομίας μου»; Απαντών δε ο Ιωάσαφ λέγει προς αυτόν· «Ναι, και σε,
και όσους μετανοήσωσιν, ουχ απλώς και ως έτυχεν, αλλ’ ως υιόν φιλοστοργότατον,
όστις έλειπεν εις χώραν μακράν, εξέρχεται και προϋπαντεί και εις τας αγκάλας
αυτού υποδέχεται τον εξ όλης ψυχής επιστρέφοντα. Και εναγκαλίζεται και
καταφιλεί τούτον και αποδιώκει την εντροπήν της αμαρτίας, ενδύει δε με στολήν
λαμπράν, σωτήριον ιμάτιον, κάμνων δια την επιστροφήν αυτού μυστικήν ευφροσύνην
μετά των άνω Δυνάμεων. Διότι Αυτός ο Κύριος είπεν, ότι γίνεται χαρά εις τον
ουρανόν, όταν μετανοήση ο άνομος. Και πάλιν είπεν ο Κύριος. Δεν ήλθα να καλέσω
δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. Λοιπόν επειδή είναι τοσούτον
εύσπλαγχνος, μη αμελήσης, αλλά πρόσελθε προς αυτόν τον φιλάνθρωπον, διότι την
ώραν καθ’ ην θα εισέλθης εις την ιεράν κολυμβήθραν, δια το άγιον Βάπτισμα,
θάπτονται εις το ύδωρ πάντα τα αμαρτήματά σου, και εξέρχεσαι καθαρός από παντός
ρύπου, ώστε, εάν κατόπιν παραμείνης αναμάρτητος, απολαμβάνεις τιμήν και δόξαν
εις τον Παράδεισον ομοίαν εκείνης των Αγίων Αγγέλων, και όπως εκείνοι οίτινες
εδούλευσαν τον Χριστόν εκ νεότητος, δια την πολλήν αυτού αγαθότητα». Κατηχηθείς
ο Θευδάς υπό του Ιωάσαφ δια τοιούτων λόγων, εμίσησε την προτέραν πλάνην· όθεν
απελθών εις εκείνο το πονηρόν σπήλαιον κατέκαυσε τα βιβλία του, ως πλάνης
αιτίαν, και σπεύσας μετέβη εις τον πνευματικόν εκείνον, όστις εβάπτισε τον
Ναχώρ, και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του. Εκείνος δε, ως έμπειρος εις την
πνευματικήν τάξιν και τεχνίτης εις το να σώζη ψυχάς, αρπάζων ταύτας από τον
φάρυγγα του δολίου δράκοντος, ενουθέτησεν αυτόν ως έπρεπεν. Αφού δε ο Θευδάς
ενήστευσεν αρκετάς ημέρας, ο πνευματικός εκείνος έκαμε τούτον τέλειον
Χριστιανόν δια του αγίου Βαπτίσματος. Έκτοτε ο Θευδάς έδειξε θαυμαστήν
μετάνοιαν, στενάζων και δακρύων. Όθεν και συγχωρήσεως έτυχεν.
Ο Αβεννήρ παραχωρεί το ήμισυ του βασιλείου του εις τον
Ιωάσαφ.
Ο δε Αβεννήρ, έχων θλίψιν εις την ψυχήν, συνήθροισε πάλιν την Σύγκλητον,
ερωτών τι να πράξη δια τον υιόν του. Ο δε Αραχής απεκρίθη·
«Όσα έπρεπε να πράξωμεν, ω βασιλεύ, δια να τον επιστρέψωμεν, τα επράξαμεν. Αλλ’
επιχειρούμεν ανωφελή πράγματα, διότι έχει εκ φύσεως την φιλονεικίαν. Εάν δε τον
τιμωρήσης, γίνεσαι εχθρός του σου αίματος, και θα σε μισήσουν οι άνθρωποι ως
άσπλαγχνον και παιδοκτόνον, διότι ο υιός σου προτιμά να αποθάνη, αντί να αρνηθή
τον Χριστόν. Διαμοίρασον λοιπόν εις δύο την βασιλείαν σου, και δος εις αυτόν το
εν μέρος, μήπως η δόξα του κόσμου και των βιοτικών φροντίδων η μέριμνα φέρουν
αυτόν εις τον σκοπόν μας. Διότι αι συνήθειαι ευκολώτερον μεταβάλλονται με την
καλωσύνην παρά με την βίαν. Εάν δε και τότε δεν επιστρέψη εις την θρησκείαν
μας, θα έχης την παρηγορίαν ότι δεν κατέστρεψες το τέκνον σου». Αυτήν την
βουλήν επήνεσεν όλη η Σύγκλητος, ο δε βασιλεύς απεδέχθη ταύτην προθύμως.
Προσκαλέσας τότε ο Αβεννήρ τον υιόν του είπεν εις αυτόν· «Ούτος είναι ο ύστερος
λόγος μου, εις τον οποίον, εάν δεν υπακούσης, γνώριζε, ότι πλέον δεν θέλω σε
λυπηθή, ούτε θέλω σε υπολογίζει ως τέκνον μου, επειδή εις όλα μου τα θελήματα
σε εύρον παρήκοον. Λάβε το ήμισυ του βασιλείου μου, και ας είσαι εις την μερίδα
σου βασιλεύς, διάγων ως βούλεσαι». Ο δε Ιωάσαφ εγνώρισε μεν, ότι και τούτο
εμηχανεύθη ο βασιλεύς, δια να τον αποσπάση από την ευσέβειαν, όμως έκρινε
δίκαιον και συμφέρον να υπακούση κατά το παρόν εις τούτο και μόνον δια να
απαλλαγή από τας χείρας του και να ωφελήση και την διωκομένην Εκκλησίαν. Όθεν
είπεν εις αυτόν· «Εγώ μεν, ω πάτερ, επόθουν να απαρνηθώ τον κόσμον, και όλα τα
της σαρκός θελήματα· να υπάγω να εύρω εκείνον τον θείον άνθρωπον, όστις με
εδίδαξε την οδόν της σωτηρίας και να τελειώσω μετ’ αυτού τον υπόλοιπον βίον
μου. Επειδή όμως δεν με αφήνεις, πείθομαι εις τούτο και σε υπακούω, διότι εις
όσα δεν ακολουθεί φανερά απώλεια και από Θεού αποξένωσις πρέπον είναι να
υπακούη τις εις τον πατέρα του». Εχάρη τότε ο Αβεννήρ και τον ωνόμασε βασιλέα,
ενδύσας αυτόν με λαμπροτάτην στολήν. Ακολούθως με μεγαλοπρεπή συνοδείαν αυλικών
απέστειλεν αυτόν εις τους τόπους, τους οποίους παρεχώρησεν εις αυτόν, επιτρέψας
την αναχώρησιν παντός άρχοντος, όστις θα ήθελε να ακολουθήση τον νέον βασιλέα
Ιωάσαφ.
Ο Ιωάσαφ οδηγεί εις τον Χριστιανισμόν τους πληθυσμούς των
τόπων της εξουσίας του. Αναλαβών
όθεν την εξουσίαν ο Ιωάσαφ απήλθεν εις πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον, έχουσαν
ηυτρεπισμένα παλάτια. Ευθύς δε ως έφθασεν εκεί, έστησεν εις όλους τους πύργους
της πόλεως τον σεβάσμιον Σταυρόν του Σωτήρος και τους ναούς των ειδώλων
εκρήμνισεν, οικοδομήσας εις το κέντρον της πόλεως μεγαλοπρεπή Ναόν εις τον
Δεσπότην Χριστόν, προστάσσων να εισέρχωνται εις αυτόν όλοι οι άνθρωποι, ίνα
δοξάζωσι τον ευεργέτην Θεόν και προσκυνούσι τούτον ως αρμόζει. Πρώτος τότε ο
νέος βασιλεύς ετέλεσεν ικετήριον δέησιν δια την σωτηρίαν παντός του λαού, καθ’
εκάστην δε εδίδασκε και έκαμνε πάντα τρόπον να αποσπάση τούτους από την
δεισιδαίμονα πλάνην και να φέρη εις την αλήθειαν. Εκήρυττε δε τα δεσποτικά
θαύματα και μυστήρια και των ειδώλων την τελείαν ασθένειαν, εξόχως δε ανήγγειλε
τα της κοινής των νεκρών αναστάσεως και τα των αγαθών, τα οποία θα απολαύσωσιν
όσοι φυλάττουν τας εντολάς του Σωτήρος ως και περί των τιμωριών της αιωνίου
κολάσεως, εις τας οποίας οι αμαρτήσαντες καταδικάζονται. Παρακινών δε προς
αρετήν εδήλου, ότι δεν ήθελε να κυβερνήση με βίαν και αυστηρότητα, αλλά με
ταπεινοφροσύνην και πραότητα. Ούτω εις τα έργα θαυμάσιος και μετριόφρων είλκεν
όλους προς εαυτόν. Ούτω εις ολίγον καιρόν, δια της διδαχής και της θαυμαστής
πολιτείας του, προσήλθεν όλος ο λαός εις την αληθή του Χριστού πίστιν,
συνεργούσης της θείας χάριτος, και όσοι ήσαν κεκρυμμένοι δια τον φόβον του
Αβεννήρ, Ιερείς, Μοναχοί και Επίσκοποι ήρχοντο εις αυτόν, όστις λίαν εγκαρδίως
και μετά βαθέος σεβασμού υπεδέχετο τούτους, μόνος δε, χριστομιμήτως, έπλυνε
τους πόδας των. Κατέστησε δε και ένα των Επισκόπων Αρχιερέα της πόλεως, ετέλεσε
μεγαλοπρεπως τα εγκαίνια της Εκκλησίας, κατεσκεύασε πολύτιμον κολυμβήθραν, και
πρώτους εβάπτισε τους άρχοντας, κατόπιν τους στρατιώτας και άπαντας τους
κατοίκους. Όσοι δε εβαπτίζοντο, όχι μόνον την της ψυχής υγείαν ελάμβανον, αλλά
και πάσης βλάβης σωματικής, αν δε τις ήσθένει, καθ’ ον χρόνον εβαπτίζετο,
ελάμβανε την ποθητήν ίασιν. Δια τούτο πολλοί προσέτρεχον προς τον βασιλέα και
εζήτουν το άγιον Βάπτισμα. Ο δε βασιλεύς Ιωάσαφ, όσον επληθύνοντο οι πιστοί,
επί τοσούτον έκτιζεν Εκκλησίας και τους βωμούς κατηδάφιζε, τους δε θησαυρούς
και τα πολύτιμα υφάσματά των αφιέρωνεν εις τας Εκκλησίας, κάμνων την ευτελή
ύλην θεραπευτικήν και ωφέλιμον. Πρώτος δε αυτός ενίκα τα πάθη και τας ηδονάς
της σαρκός, διδάσκων πάντας να μιμούνται τας αρετάς του και την προς τα θεία
ευλάβειαν. Προ πασών δε των αρετών είχε την ταπείνωσιν, και δεν επήρετο δια την
των προγόνων ευγένειαν, ούτε δια την βασιλικήν δόξαν εκενοδόξει, αλλ’ ως
φρόνιμος, ενθυμούμενος τας μελλούσας τιμάς, κατεφρόνει τας ματαίας και
προσκαίρους δια να απολαύση τας αληθείς και αιωνίας. Ήτο εξ άλλου πολύ εκεήμων,
ως επιγινώσκων ότι ο επίγειος πλούτος είναι άστατος. Διένειμεν αφθόνως χρήματα
εις τους πένητας, και όσους ήσαν εις τας φυλακάς ή επιέζοντο από δανειστάς
απηλευθέρωνε, πληρώνων πάντων τα χρέη. Τους γυμνούς ενέδυε, πεινώντας έτρεφε
και εις τας χήρας και τα ορφανά εξησφάλιζεν αυτάρκειαν, καθιστάμενος ούτω πατήρ
πάντων, αγαθός και φιλόστοργος. Όθεν απλωθείσης μακράν της φήμης αυτού,
προσέτρεχον καθ’ εκάστην λαός πολύς και παρηγορούμενοι, απεμάκρυνον ομού την
πτωχείαν ψυχής τε και σώματος, και πάντες ηυλαβούντο κατ’ αγάπην τούτον δια την
ένθεον πολιτείαν του. Ήρχοντο δε προς αυτόν και πλείστοι υπήκοοι του πατρός του
και αποβάλλοντες την πλάνην εύρισκον την αλήθειαν. Όθεν η βασιλεία του Ιωάσαφ
εκραταιούτο και ηύξανε, του δε πατρός του Αβεννήρ συν τω χρόνω εξησθένει.
Βλέπων δε ταύτα ο Αβεννήρ ήλθεν εις επίγνωσιν και κατηγόρει τους ψευδωνύμους
θεούς, ως διαγνώσας την ασθένειαν αυτών. Όθεν συνήθροισε και πάλιν τους πρώτους
της βουλής και είπε τους λογισμούς του. Οι δε άρχοντες, ακούσαντες και αυτοί τα
αυτά ωμολόγουν, διότι ο Θεός εφώτισεν αυτούς δια των προσευχών του δούλου του
Ιωάσαφ, όστις παρεκάλει μετά δακρύων να αποστείλη εις τούτους εξ ύψους
βοήθειαν. Τότε ο Αβεννήρ έπεμψε προς τον υιόν του επιστολήν, γράφουσαν ταύτα.
Επιστολή του Αβεννήρ προς τον Ιωάσαφ.
Ο βασιλεύς Αβεννήρ τω
ποθεινοτάτω υιώ χαίρειν. Γίνωσκε, τέκνον μου φίλτατον, ότι τώρα ηννόησα, ότι
όσα μου έλεγες είναι αληθή και βέβαια, αλλά το σκότος των αμαρτιών και της
ασεβείας εκάλυπτεν ημάς και δεν ηδυνάμεθα να αναγνωρίσωμεν την αλήθειαν και να
γνωρίσωμεν τον Δημιουργόν της κτίσεως. Και συ μεν ως φρόνιμος εδείκνυες εις
ημάς φως, τοσούτον λαμπρόν, ημείς δε οι ανόητοι εκλείαμεν τους οφθαλμούς και
δεν ηθέλομεν να βλέπωμεν τούτο. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και πολλάς στενοχωρίας
σου εδώσαμεν και πολλούς αναιτίως, φευ! Ελεεινώς εφονεύσαμεν. Τώρα όμως, ότε
εσχίσθη το κάλυμμα των οφθαλμών μου, βλέπω μικράν τινά λάμψιν της αληθείας και
μετανοώ δια τα πρότερα ανομήμητα, τα οποία, ως πολλά και αμέτρητα, με ρίπτουσιν
εις βυθόν απογνώσεως και λογίζομαι ότι ο Χριστός με εμίσησεν ως αποστάτην και
δεν με δέχεται προς μετάνοιαν. Δίδαξόν με λοιπόν το δέον να πράξω και
χειραγώγησόν με προς το συμφέρον.
Ο Αβεννήρ και οι άρχοντες δια του Ιωάσαφ προσέρχονται εις
τον Χριστιανισμόν.
Ευθύς ως ο
Ιωάσαφ έλαβε και ανέγνωσε την πατρικήν επιστολήν ηγαλλιάσατο και προσπίπτων προ
της εικόνος του Χριστού έβρεχε την γην με δάκρυα, και κινών τα χείλη προς
υμνωδίαν ανέπεμψε κατανυκτικήν προσευχήν, ίνα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και
Θεός ελευθερώση τελείως τον πατέρα του από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος και
γνωρίση ούτος τον αληθινόν Θεόν. Μετά δε την τοιαύτην προσευχήν, εξεκίνησεν
ευθύς μεθ’ όλης της ακολουθίας του προς τον πατέρα του Αβεννήρ, όστις ευθύς ως
συνηντήθη μετά του υιού του ενηγκαλίσθη και κατεφίλει αυτόν. Επρόσταξε δε και η
πόλις ετέλεσεν εορτήν μεγάλην, δια την έλευσιν του υιού του. Κατόπιν ο Ιωάσαφ,
ενώπιον του πατρός του, των αρχόντων και των μεγιστάνων, έκαμε μίαν διδαχήν
τοσούτον σοφήν και θαυμασίαν, ώστε εφάνη ως ουράνιος Άγγελος. Και με
βραχυλογίαν ανέπτυξε την αλήθειαν της Χριστιανικής Πίστεως, ότι εν τω ουρανώ
και τη γη υπάρχει εις μόνον Θεός, ο εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι
γνωριζόμενος, όστις εδημιούργησε τα πάντα εκ του μη όντος εις το είναι, κατόπιν
δε έπλασε τον άνθρωπον, όστις παρακούσας το πρόσταγμα αυτού εξέπεσε της
τοσαύτης αξίας εις την αιχμαλωσίαν του δαίμονος και πως ελθών ο Υιός του Θεού
ελύτρωσεν αυτόν δια της ενσάρκου οικονομίας του. Πάντες τότε οι ακούοντες την
θερμήν διδασκαλίαν του Ιωάσαφ κατενύχθησαν, ο δε βασιλεύς ωμολόγει τον Σωτήρα
Χριστόν, κηρύττων αυτόν ως Θεόν αληθή. Προσκυνήσας δε τον Τίμιον Σταυρόν,
απηρνήθη την προτέραν του ασέβειαν. Όχι δε μόνον ούτος επίστευσεν, αλλά και
πάντες οι άρχοντες. Και εβόησαν εις δοξολογίαν Θεού πάντες. «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών.
Δεν είναι άλλος Θεός, δοξαζόμενος». Ο δε Αβεννήρ, παρακινηθείς εκ θείου ζήλου,
ετεμάχισεν όσα χρυσά είδωλα είχεν εις το παλάτιον και διένειμεν αυτά εις τους
πένητας. Κατόπιν ομού μετά του Ιωάσαφ εις τον τόπον των βωμών των ειδώλων
έκτιζον Εκκλησίας εις δόξαν Θεού.
Ο Αβεννήρ, οι άρχοντες και ο λαός βαπτίζονται εις το
θείον Βάπτισμα και αι Ινδίαι εκχριστιανίζονται.
Τότε και ο Επίσκοπος, τον οποίον ανεφέραμεν, ήλθε και κατηχήσας εβάπτισε
τον βασιλέα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ανεδέχθη δε τούτον ο Ιωάσαφ κατά
την πρόρρησιν του Βαρλαάμ, καταστάς ούτω γεννήτωρ πνευματικός εκείνου, όστις
τον εγέννησε σαρκικώς. Μετά δε τον βασιλέα εβαπτίσθησαν οι άλλοι αξιωματούχοι
και πάσα η πόλις και τα περίχωρα, αναδειχθέντες ούτω υιοί φωτός οι πριν
εσκοτισμένοι. Πάσα δε ασθένεια και δαιμονική ενόχλησις εδιώκοντο από τους
πιστεύοντας και θαύματα εγίνοντο, εις βεβαίωσιν της πίστεως. Οι κεκρυμμένοι παρουσιάζοντο
ελευθέρως και Ιερείς και Μοναχοί εχειροτονούντο Αρχιερείς. Ο δε Αβεννήρ, επειδή
ήτο εξ όλης ψυχής μετανοημένος δι’ όσα έκαμε πρότερον, παρέδωκεν όλον το
βασίλειον εις τον Ιωάσαφ και ησύχαζε. Με την θείαν δε βοήθειαν ήλθε εις
τοσαύτην ταπεινοφροσύνην και κατάνυξιν, ώστε εφοβείτο να αναφέρη το θείον
όνομα, και τόσην μετάνοιαν έδειξε μετά την θείαν εκείνην φώτισιν, ώστε η
ευσέβειά του υπερέβη όλα τα προηγούμενα ανομήματα.
Ο Αβεννήρ απέρχεται εις την ουράνιον Βασιλείαν.
Επιζήσας
ο Αβεννήρ έτη τέσσαρα εις την ένθεον πολιτείαν ήλθεν εις θάνατον, και την
τελευταίαν στιγμήν, ενθυμούμενος τας ανομίας αυτού, εδίσταζε να πιστεύση εις
την σωτηρίαν του. Αλλ’ ο Ιωάσαφ παρηγορών αυτόν έλεγε· «Μη λυπού, πάτερ, αλλά
έλπισον επί τον Θεόν και μη έχεις φόβον, διότι το έλεος του Θεού είναι άπειρον
και γνωρίζω ότι εσυγχωρήθης από τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν». Ο δε Αβεννήρ, λαβών
θάρρος και ευχόμενος τον υιόν, έλεγεν· «Ο ευεργέτης Θεός, ο παντοδύναμος και πλουσιόδωρος
βραβευτής, να σου το ανταποδώση την ώραν της κρίσεως». Ταύτα λέγων ο Αβεννήρ
κατεφίλει τον ηγαπημένον υιόν του. Έπειτα ευξάμενος και ειπών· «Εις χείρας σου
παρατίθημι το πνεύμα μου, φιλάνθρωπε Κύριε», παρέδωκε τω Θεώ την ψυχήν αυτού με
καλήν μετάνοιαν. Ο δε υιός ενέδυσε τον πατέρα αυτού με πενιχρόν φόρεμα και
ενεταφίασεν αυτόν ευσεβέστατα, παρέμεινε δε προσευχόμενος άνωθεν του μνήματός
του υπέρ συγχωρήσεως των αμαρτημάτων του και αναπαύσεως της ψυχής αυτού. Την
τοιαύτην ταπεινήν πλην θερμήν και ολόψυχον παράκλησιν ετέλει επί ημέρας επτά,
χωρίς να κινηθή από τον τάφον, ούτε να φάγη ούτε να πίη ή να υπνώση. Την δε
ογδόην απήλθεν εις το παλάτιον και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τον πλούτον του
πατρός του, ώστε δεν έμεινεν ουδείς πτωχός εις όλας τας Ινδίας.
Ο Ιωάσαφ απαρνείται πάντα πρόσκαιρον πλούτον και πάσαν
επίγειον δόξαν.
Αφού ο
Ιωάσαφ ετέλεσε την θεάρεστον ταύτην διακονίαν, εις τας τεσσαράκοντα ημέρας,
τελέσας το μνημόσυνον του πατρός του, εκάλεσεν όλους τους άρχοντας και είπεν
εις αυτούς· «Είδετε ότι ο βασιλεύς Αβεννήρ απέθανε ως πένης και άπορος και ότι
ούτε ο πλούτος ούτε η βασιλεία, ούτε εγώ ο φιλοπάτωρ υιός, ούτε άλλος τις εκ
των συγγενών και φίλων του ηδυνήθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά μετέβη εις το
εκείθε κριτήριον, ίνα δώση λόγον δια τας πράξεις του. Αυτό θα γίνη δι’ όλους
τους ανθρώπους. Όλοι γνωρίζετε τον τρόπον του βίου μου και ότι αφού εγνώρισα
τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και ηξιώθην να γίνω δούλος Εκείνου, εμίσησα τα
του κόσμου. Και δεν εκοπίασα ματαίως, διότι με την βοήθειαν του Θεού και
εκείνον και σας εχειραγώγησα εις την αληθή Πίστιν, και τούτο δεν κατώρθωσα εγώ,
αλλ’ η χάρις αυτού η εν εμοί κατοικήσασα. Τώρα είναι καιρός να μεταβώ εκεί όπου
θέλει με οδηγήσει ο Κύριος, καθώς υπεσχέθην και συλλογισθήτε ποίον θα κρίνετε
ως βασιλέα σας, διότι καλώς ήδη γιγνώσκετε το θείον θέλημα και τα δεσποτικά
προστάγματα, τα οποία φυλάττετε ακριβώς, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας». Ταύτα
ακούσαντες οι άρχοντες ήρχισαν οδυρόμενοι δια την του Ιωάσαφ στέρησιν και την
ορφανίαν των. Ο δε βασιλεύς, ιδών ότι όλοι οι αξιωματούχοι εταράχθησαν,
επρόσταξε να σιωπήσωσι, υποσχεθείς να μείνη ακόμη ολίγον καιρόν μετ’ αυτών.
Ευθύς δε προσεκάλεσεν ένα άρχοντα, Βαραχίαν καλούμενον, τον οποίον εθαύμαζε δια
την ευσέβειαν, αυτόν όστις εις την συνδιάλεξιν του Ναχώρ εβοήθησε τους
Χριστιανούς, θείω ζήλω κινούμενος. Και παρεκάλεσε να αναλάβη το αξίωμα να
ποιμάνη τον λαόν εν φόβω Θεού, ίνα αυτός αναχωρήση εις την έρημον. Αλλ’ ο
Βαραχίας δεν έστερξε φοβούμενος τας ευθύνας του μεγάλου τούτου αξιώματος. Ιδών
τότε ο ταπεινός βασιλεύς Ιωάσαφ ότι ο Βαραχίας δεν ήθελε να δεχθή την
βασιλείαν, έγραψεν επιστολήν προς τον λαόν, ήτις ήτο πλήρης σοφίας και
πνεύματος Αγίου, παρήγγειλε δε μετά θέρμης και παρακλήσεως, όπως φυλάττωσι
πάντες απαρασάλευτον την προς τον Θεόν πίστιν, τίνι τρόπω να πορεύωνται εις τον
βίον και τίνας ευχαριστίας και προσευχάς να αναμέλπωσι, συμβουλεύων να μη
εκλέξωσιν άλλον βασιλέα, αλλά τον Βαραχίαν. Αφού δε έγραψε την επιστολήν ταύτην
ανεχώρησεν. Αφού όμως εξημέρωσε και επληροφορήθη ο λαός τα γενόμενα, ελυπήθησαν
άπαντες βαθυτάτην λύπην· εξήλθον δε το πλήθος εις αναζήτησιν του Ιωάσαφ και
καταλαβόν τας προς την έρημον διαβάσεις τον ανεύρον προσευχόμενον παρά τινα
ποταμόν. Ιδόντες δε αυτόν τον επλησίασαν και παρεπονούντο μετά δακρύων διότι
τους εγκατέλειψεν. Ο δε έλεγε· «Τι κοπιάζετε μάταια; Μη ελπίζετε πλέον να με
έχετε βασιλέα σας». Πλην δια τα πολλά δάκρυά των υπακούσας επέστρεψεν εις το
παλάτιον, όπου προ του πλήθους απεκάλυψε και πάλιν την βουλήν του, παρακαλών να
μη τον εμποδίσωσι πλέον να απέλθη εις την έρημον, ανεκήρυξε δε και μη θέλοντα
τον Βαραχίαν ως βασιλέα των. Στραφείς δε προς Ανατολάς προσηυχήθη με βαθείαν
κατάνυξιν να φυλάξη ούτος την πίστιν απαράτρεπτον, ηυχήθη δε και δια την
βοήθειαν και σωτηρίαν του λαού, τον δε Βαραχίαν, παρουσία πάντων, συνεβούλευσε
να ποιμάνη επιμελώς τον λαόν του οποίου έγινε βασιλεύς, επινεύσει του Αγίου
Πνεύματος, να φυλάττη το αγαθόν με πολλήν ακρίβειαν, να ασκή δικαιοσύνην, να μη
επαίρεται δια την ματαίαν δόξαν, να είναι οικτίρμων και εύσπλαγχνος προς τους
ενδεείς και να ανοίξη τα ώτα εις τους επικαλουμένους αυτόν, δια να εύρη τον
ουράνιον Κριτήν ίλεων εις τας δεήσεις του, προ παντός δε να διαφυλάττη τον
ευσεβή λόγον της πίστεως και άλλα πολλά. Αφού επεράτωσε την της βαθυτάτης
Χριστιανικής σοφίας διδαχήν του προς τον Βαραχίαν, κατεφίλησεν αυτόν και τους
άρχοντας, οίτινες έκλαιον επί τω αποχωρισμώ αποκαλούντες τον Ιωάσαφ πατέρα,
ευεργέτην και αντιλήπτορα. Αλλ’ ο ενάρετος Ιωάσαφ παρηγόρει αυτούς ενθέως. Μεθ’
ο εξήλθε του παλατίου συνοδευόμενος από τους άρχοντας και πλήθος λαού, οίτινες
επέμενον να επιστρέψη, έως ότου ήλθεν η νυξ και τους εχώρισεν.
Ο Ιωάσαφ εισέρχεται εις την έρημον.
Εξήλθε λοιπόν
από το βασίλειον ο ανδρείος εκείνος εις την ψυχήν, χαίρων ως να ήρχετο από
εξορίαν εις την πατρίδα. Ήτο δε ενδεδυμένος έξωθεν τα βασιλικά φορέματα και
έσωθεν το τρίχινον ράσον του Βαρλαάμ. Την νύκτα εκείνην διέμεινεν εις την
οικίαν ενός πτωχού, όπου εκδυθείς τα ιμάτια αυτού έκαμε ταύτα βασιλικήν
ευεργεσίαν ελεημοσύνης εις εκείνον τον πένητα. Έπειτα ενεδύθη τας ευχάς εκείνου
και άλλων πτωχών και του Θεού την χάριν και βοήθειαν ως ευφροσύνης χιτώνα και
σωτηρίας ιμάτιον και εισήλθεν εις την έρημον χωρίς να έχη μεθ’ εαυτού ούτε
άρτον ούτε ύδωρ, ούτε άλλο τι βρώσιμον, επειδή τραφείς την ψυχήν με σφοδρότατον
προς τον Χριστόν έρωτα ήτο όλως εξεστηκώς και ενηλλαγμένος εις τον ένθεον πόθον
και εμίσει πάντα τα της σαρκός θελήματα. Αλλά μόνον τον Χριστόν έχων κατά νουν
και εις την ψυχήν, τα πάντα κατεφρόνει, καθώς έπραξαν οι Απόστολοι και πάντες
οι Μάρτυρες. Ούτω παρείδε σωματικάς ηδονάς, πλούτον και τιμήν πρόσκαιρον και
απέρριψε το βασιλικόν διάδημα, λογιζόμενος ταύτα ευτελέστερα ιστού αράχνης και
ονείρων απατηλότερα· μισήσας δε πάσαν σαρκός ηδυπάθειαν παρέδωσεν εαυτόν μετά
προθυμίας εις τα λυπηρά και κοπιώδη της ασκητικής ζωής κράζων· «Εκολλήθη, ω
Χριστέ, η ψυχή μου οπίσω σου, και η δεξιά σου αντελάβετό μου». Λυτρωθείς ο Ιωάσαφ
από την σύγχυσιν των προσκαίρων, ηυφράνθη πνευματικώς όταν έφθασεν εις την
έρημον και προσηύχετο μεγαλοφώνως, παρακαλών τον Κύριον να ενισχύση αυτόν να μη
ποθήση πλέον ουδέν πρόσκαιρον αγαθόν· Ελάμβανε δε ως τροφήν ολίγα βότανα, αλλ’
ύδωρ δεν εύρισκεν. Όθεν εφλέγετο από την δίψαν και πολλήν ταλαιπωρίαν ησθάνετο.
Ο πόθος όμως του Κυρίου ενίκα την φύσιν και η προς Θεόν δίψα εδρόσιζε την
τοιαύτην του ύδατος. Αλλ’ ο μισόκαλος, μη υπομένων τοιαύτην καρτερίαν,
ενεθύμιζεν εις τον Ιωάσαφ την βασιλικήν δόξαν, τους φίλους, τους συγγενείς και
δούλους του και τας λοιπάς απολαύσεις του βίου τούτου, τους πολλούς ιδρώτας και
κόπους της ασκήσεως, την ασθένειαν του σώματος και όσα θα ηδύναντο να τον
δελεάσουν ως αρχάριον. Όμως ματαίως ο βάσκανος εκοπίαζε. Και τότε ο σατανάς
εδοκίμαζε τον Όσιον Ιωάσαφ με άλλους τρόπους. Εφαίνετο προ αυτού πλήθος θηρίων
και έτριζαν κατ’ αυτού τους οδόντας, μετά δε τούτο μετεμορφούντο εις ασπίδας,
βασιλίσκους και δράκοντας. Ο δε ανδρείος αθλητής ησύχαζεν ατάραχος και ηγρύπνει
κατά την διάνοιαν, πιστεύων ότι ο Θεός είναι σκέπη και βοήθεια, καταγελών τον
πονηρόν. Ευθύς δε ως εποίει το σημείον του Τιμίου Σταυρού, όλα εκείνα τα θηρία
και τα ερπετά ως άνεμος διεσκορπίζοντο. Και ο Ιωάσαφ περιεπάτει χαίρων και
ευχαριστών τον Θεόν όστις τον ηλευθέρωσε. Είχε δε πράγματι πολλά θηρία εκείνη η
έρημος, η δε οδοιπορία του εγίνετο με φόβον και κόπον. Αλλά τον φόβον εδίωκεν η
αγάπη, κατά τον Απόστολον, τον δε κόπον ο ένθεος πόθος ηλάφρυνε. Κατόπιν δε
πολλών ημερών κακοπαθείας, έφθασεν ο Όσιος εις την έρημον της Σενααρίτιδος γης,
όπου ο Όσιος γέρων Βαρλαάμ ηυλίζετο, εκεί δε εύρεν ύδωρ και έσβεσε την άμετρον
δίψαν του. Παρήλθον δε δύο έτη, έως να εύρη τον Βαρλαάμ, διότι ο Θεός
εδοκίμαζεν αυτόν δια να φανή το στερρόν και ανδρείον της καρτερίας του. Αλλ’ η
αδαμαντίνη εκείνη ψυχή υπέμενε τα λυπηρά ταύτα ως τροφήν. Όθεν δεν εστερήθη της
άνω βοηθείας και χάριτος.
Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.
Όταν συνεπληρώθησαν οι δύο ενιαυτοί, επολλαπλασίαζεν ο μακάριος Ιωάσαφ
τας ευχάς και εδέετο μετά δακρύων να ανεύρη τον γέροντα Βαρλαάμ, όστις ήτο
αιτία της σωτηρίας του και να συμμετάσχη μετ’ αυτού εις τον αγώνα της ασκήσεως.
Συνήντησε λοιπόν ερημίτην τινά και αφ’ ου ησπάσαντο αλλήλους ηρώτησεν αυτόν που
ευρίσκεται ο Βαρλαάμ, ο δε ερημίτης απεκρίθη ότι εκεί πλησίον ήτο η κατοικία
του και ωδήγησεν αυτόν επιμελώς. Εύρεν όθεν το σπήλαιον και κρούσας την θύραν
είπε το· «Πάτερ, ευλόγησον». Και εξελθών ο γέρων εγνώρισε ψιχικώς εκείνον, τον
οποίον δεν θα εγνώριζε σωματικώς δια την θαυμαστήν εκείνην αλλοίωσιν της όψεως,
ήτις αντήλλαξε την προτέραν ωραιότητα με την μελανήν από τον καύσωνα. Από δε
την πολλήν νηστείαν και κακοπάθειαν ήτο τελείως ηλλαγμένος. Ανεγνώρισε δε και ο
Ιωάσαφ τον πνευματικόν του πατέρα. Σταθείς δε ο γέρων κατ’ Ανατολάς ανέπεμψεν
ευχήν προς τον Θεόν ευχαριστήσας Αυτόν, και αφ’ ου ησπάσαντο αλλήλους ήρχισεν ο
γέρων την ομιλίαν λέγων· «Καλώς ήλθες, τέκνον μου φίλτατον, τέκνον Θεού και
κληρονόμε της βασιλείας Αυτού, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον
δικαίως και πανσόφως επόθησας περισσότερον από όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα
πράγματα. Χαίρε και αγάλλου, σοφώτατε, διότι αντί εκείνων των φθειρομένων θα
απολαύσης εις την ουράνιον Βασιλείαν τα αεί διαμένοντα. Ειπέ μου τώρα, πως
ήλθες ώδε και πόσα έπαθες αφ’ ότου ανεχώρησα από σου». Τότε ο Ιωάσαφ διηγήθη
όσα συνέβησαν εις αυτόν και όσα με την θείαν δύναμιν κατώρθωσεν. Ο δε γέρων ακούσας
εδόξασε τον πανάγαθον Θεόν, όστις ηυδόκησεν ο σπόρος εκείνος, ον έρριψεν εις
την ψυχήν του Ιωάσαφ, να φέρη καρπόν εκατονταπλάσιον. Ηυχαρίστουν δε αμφότεροι
τον Θεόν, και συνωμίλουν χαίροντες, έως ου έφθασεν η εσπέρα. Τότε, αφ’ ου
ανέγνωσαν την Ακολουθίαν, παρέθεσεν ο γέρων πολυτελή τράπεζαν, πλήρη
πνευματικής ευωδίας όχι εκ τροφών αισθητών, διότι είχον μόνον ωμά λάχανα, τα
οποία εκαλλιέργει ο γέρων, ύδωρ ψυχρόν και βότανα άγρια, αλλά από νοητά υψηλά
διδάγματα και ψυχοσωτήρια νάματα. Ωμίλουν δε και προσηύχοντο καθ’ όλην την
νύκτα, έως ου ήλθεν ο Όρθρος, και ανέγνωσαν την Ακολουθίαν. Ούτω συνησκούντο οι
δύο θεοσεβείς άνδρες επί έτη μακρά. Εκπαιδευόμενος δε άριστα ο Ιωάσαφ εις πάσαν
ιδέαν αρετής, εμάνθανε την πάλην των πονηρών πνευμάτων, και ούτως εθανάτωσε
πάντα τα πάθη. Το δε φρόνημα και τα θελήματα της σαρκός υπέταξεν εις την ψυχήν,
καθώς υποτάσσεται ο δούλος εις τον δεσπότην. Ύπνον ελάμβανεν όσον να μη
ασθενήση από την αγρυπνίαν, και έκαμνε τοσούτον αγώνα εις την άσκησιν, ώστε ο
γέρων, όστις έζη επί εξήκοντα χρόνους εις την έρημον, εξεπλήσσετο πως ο νέος
Ιωάσαφ υπέμεινε πολύ πλείον τούτου εις την νηστείαν και την κακοπάθειαν. Ετέλει
αγρυπνίας ως άσαρκος, αδιαλείπτως προσηύχετο και αφιέρωνεν όλον τον καιρόν του
εις πνευματικάς θεωρίας. Ούτως ο ανδρείος και ευσταλής σταδιοδρόμος εφύλαξε την
θερμότητα αυτού έως τέλους, αυξάνων την αγάπην προς την αρετήν, και ανερχόμενος
εις δύναμιν και εις κόπους και από σπουδής εις σπουδήν τελειούμενος έφθασεν εις
το άκρον της τελειότητος.
Η προς Κύριον εκδημία του Οσίου γέροντος Βαρλαάμ.
Αφού έζησαν ομού επί χρόνους δεκαεπτά, αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα,
μίαν ημέραν ο Όσιος γέρων εκάλεσε τον πνευματικόν αυτού υιόν, ον εγέννησε δια
του Ευαγγελίου, και είπεν: «Πριν έλθης εδώ, τέκνον μου, προσηυχόμην εις τον
Θεόν δια σε και μοι υπεσχέθη ότι θα σε ίδω προ της τελευτής μου και θα
συνευφρανθώμεν επί χρόνους πολλούς. Τώρα όμως ήλθεν ο καιρός να χωρίσωμεν. Εγώ
μεν θα αναχωρήσω προς τον ποθούμενον, συ δε να ενταφιάσης το σώμα μου και να
μείνης εις τούτον τον τόπον με την διαταγήν να μη αμελήσης την άσκησιν. Μη
δειλιάσης το μάκρος του χρόνου και τας επιβουλάς των δαιμόνων, αλλά καταγέλα
μεν τολμηρώς την εκείνων ασθένειαν, εν Κυρίω ενδυναμούμενος· προς δε την του κόπου σκληρότητα και το του καιρού
διάστημα να ευρίσκεσαι καθ’ εκάστην με τόσην προθυμίαν, ως να ήτο η υστερνή σου
ημέρα, και μη βαρυνθής της αρετής την δυσχέρειαν, συλλογιζόμενος την πλουσιωτάτην
αμοιβήν και άμετρον ανταπόδοσιν. Ανδρίζου ως καλός στρατιώτης και σπούδαζε να
αρέσκης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον σε στρατολογήσαντα. Όταν δε ο
δόλιος δαίμων σου προβάλλη λογισμούς υψηλόφρονας και σου ενθυμίζη την βασιλείαν
και τα λοιπά του κόσμου τερπνά, αντίστηθι με τον δεσποτικόν λόγον· «Όταν κάμητε
όλα εκείνα όπου εδιδάχθητε, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα και ανάξιοι». Και
τούτο είναι αληθέστατον. Επειδή κανείς από ημάς δεν δύναται να πληρώση το χρέος
προς τον Δεσπότην, όστις υπέμεινε δια την σωτηρίαν ημών επονείδιστον θάνατον.
Ημείς δε πότε θα φθάσωμεν εις τόσην αγάπην προς τον Θεόν και Σωτήρα μας; Όθεν
φρόντιζε να καθαίρης πάσαν υπερηφάνειαν και να δουλώνης εις την υπακοήν του
Κυρίου παν νόημα. Ούτω η ειρήνη αυτού η υπερβαίνουσα πάσαν διάνοιαν θα
διαφυλάξη ατάραχον την καρδίαν σου». Ταύτα ακούων ο Ιωάσαφ ελυπείτο σφόδρα τον
χωρισμόν από του γέροντος, και παρεκάλει τούτον να δεηθή τω Κυρίω, ίνα
συναναχωρήσωσιν εις την αιωνίαν ζωήν. Ο γέρων συνεκινήθη εις το άκουσμα των
λόγων τούτων του Ιωάσαφ και λέγει προς αυτόν· «Δεν είναι πρέπον, τέκνον μου, να
εναντιούμεθα εις τας ακαταλήπτους κρίσεις του Θεού. Διότι τούτο παρεκάλουν και
εγώ, αλλ’ ο Κύριος μού απεκάλυψεν ότι θα ζήσης ακόμη δια να απολαύσης
λαμπρότερον τον της ασκήσεως στέφανον. Δέχου λοιπόν, υιέ μου παμφίλτατε, μετά
χαράς εκείνο το οποίον ο Δεσπότης επρόσταξε, και υπόμεινον φυλαττόμενος με την
χάριν αυτού και βοήθειαν. Αγρύπνει προς τους εναντίους λογισμούς, και φύλαττε
την καθαρότητα του νοός, ως πλούτον πολύτιμον, αναβιβάζων αυτόν προς υψηλοτέραν
εργασίαν και θεωρίαν, δια να πληρώσης τον λόγον του Χριστού, ίνα και Εκείνος σε
αγαπήση και γίνης συγκληρονόμος της Βασιλείας αυτού». Ταύτα έλεγεν η θεολόγος
εκείνη γλώσσα, παρηγορούσα την λυπουμένην ψυχήν του νέου. Είτα απέστειλεν αυτόν
εις τους αδελφούς, οίτινες κατώκουν μακράν, δια να φέρη τα της λειτουργίας
αρμόδια. Και ο Ιωάσαφ εξετέλεσε προθύμως ό,τι ο γέρων παρήγγειλε. Τότε ο ιερώτατος
Βαρλαάμ ετέλεσε λειτουργίαν και αφού εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων έφαγον
από την συνήθη τροφήν. Και πάλιν παρηγόρει ο γέρων τον Όσιον δια λόγων
θερμουργού θείας πίστεως, μεθ’ ο προσηυχήθη ούτω: «Κύριε ο Θεός μου, ευχαριστώ
σοι ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου και ηξίωσάς με να αφιερώσω τον καιρόν
της παροικίας μου εις τας εντολάς σου. Τώρα με ηξίωσας να τελέσω τον καιρόν μου
κατά τας εντολάς σου. Ελεήμον και φιλάγαθε Δέσποτα, δέξου με εις τας αιωνίους
σου Μονάς, και μη ενθυμηθής όσα ήμαρτον εν γνώσει τε και αγνοία. Φύλαξον δε και
τούτον τον πιστόν δούλον σου από τας πολυπλόκους παγίδας του δαίμονος. Λύτρωσον
αυτόν από πάσαν ματαιότητα, κατάπεμψον εξ ύψους την χάριν του Αγίου σου
Πνεύματος και δυνάμωσον αυτόν προς τους αοράτους πολέμους, ίνα λάβη παρά σου
της νίκης τον στέφανον και ας δοξασθή και δι’ αυτού το όνομά σου το άγιον, ότι
σοι πρέπει δόξα εις τους αιώνας, Αμήν». Ταύτα δε ειπών, κατεφίλησε τον Ιωάσαφ
και εσφράγισε με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Έπειτα εφάνη γαλήνιος και
χαίρων, διότι είδε τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες ήρχοντο δια να παραλάβουν την
μακαρίαν αυτού ψυχήν, και απήλθεν εις την αιώνιον ευφροσύνην, την Βασιλείαν την
αϊδιον και ατελεύτητον. Τότε ο Ιωάσαφ εναγκαλισθείς το ιερόν αυτού λείψανον
κατεφίλει αυτό λίαν ευλαβώς και δακρύων έπλυνε και ενέδυσεν αυτό με το τρίχινον
ιμάτιον. Κατόπιν έψαλεν εν νυχθήμερον, και την επιούσαν ανέσκαψε τάφον και
έθεσεν αυτό, λέγων ταύτα· «Κύριε ο Θεός μου, εισάκουσον και ελέησόν με, ότι σε
επόθησεν η ψυχή μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, αλλά γενού βοηθός
μου. Μη με εγκαταλείπης ο Θεός και Σωτήρ μου, ότι πατήρ μου και μήτηρ μου
εγκατέλειπόν με, συ δε προσέλαβές με. Δίδαξόν με, Κύριε, την οδόν σου ως αγαθός
και φιλάνθρωπος, δια πρεσβειών του θεράποντός σου Βαρλαάμ, ότι συ ει ο Θεός
μου, και σε δοξάζω τον Πατέρα και Υιόν και το Άγιον Πνεύμα εις τους αιώνας.
Αμήν». Μετά δε την ευχήν καθίσας επί του μνήματος έκλαιε.
Όραμα του Ιωάσαφ.
Υπνώσας τότε ο Ιωάσαφ είδεν
εν οράματι τους φοβερούς εκείνους άνδρας, οίτινες τον ωδήγησαν εις εκείνην την
υπέρλαμπρον πόλιν, όπου προϋπήντησαν αυτόν ωραιότατοι νέοι εστολισμένοι
μεγαλοπρεπώς και φορούντες εις τας κεφαλάς λαμπροτάτους στεφάνους, εν μέσω δε
τούτων είδε δύο στεφάνους περικαλλείς, οίτινες ήσαν εις τον αέρα. Τότε ο Όσιος
Ιωάσαφ ηρώτησε, τίνος ήσαν οι άνδοξοι στέφανοι. Και οι οδηγούντες αυτόν
απεκρίθησαν ότι ο εις είναι ιδικός του δια τας ψυχάς τας οποίας διέσωσε και
τώρα ελαμπρύνθη περισσότερον, και δια την θαυμασίαν αυτού άσκησιν, αν μάλιστα
υπομείνη ανδρείως έως τέλους. Ο δε έτερος στέφανος είναι του πατρός του
Αβεννήρ, όστις εις το τέλος της ζωής του έκαμε τοσαύτην ειλικρινή μετάνοιαν. Ο
δε Ιωάσαφ απεκρίθη· «Πως είναι δυνατόν να λάβη ο πατήρ μου τα ίσα χαρίσματα με
εμέ, όστις τοσούτον εκακοπάθησα»; Τούτο δε ειπών, εφαντάσθη ότι είδε τον
Βαρλαάμ, όστις, ονειδίζων αυτόν, είπε· «Διατί ελυπήθης, διότι ετιμήθη ο πατήρ
σου ομοίως με σε; Επρεπε να χαρής, ότι επήκουσε Κύριος της πολλής σου δεήσεως».
Και ο Όσιος Ιωάσαφ είπε· «Συγχώρησόν μοι, πάτερ, φανέρωσόν μοι που κατοικείς».
Ο Βαρλαάμ τότε απεκρίθη· «Ειςταύτην την περικαλλή και εύμορφον πόλιν με
ανέπαυσεν ο Θεός δια την άμετρον Αυτού αγαθότητα». Ο Ιωάσαφ παρεκάλει τότε να
τον φιλοξενήση εις την κατοικίαν του. Ο δε Βαρλαάμ απεκρίθη· «Δεν έφθασεν ακόμη
ο καιρός να έλθης εδώ, επειδή βαστάζεις το φορτίον του σώματος· αλλ’ εάν
υπομείνης ανδρείως, καθώς σου παρήγγειλα, εις ολίγον καιρόν θα αξιωθής να
απολαύσης την τοιαύτην δόξαν και αγαλλίασιν και θα συνευφραινώμεθα πάντοτε».
Τότε εξύπνησεν ο Όσιος Ιωάσαφ και ήτο πλήρης φωτός αρρήτου της θείας δόξης,
παρεδόθη δε εις σκληροτέραν άσκησιν, υπομείνας έως τέλους εις εκείνο το
σπήλαιον, μετερχόμενος υπερθαύμαστον και ισάγγελον πολιτείαν.
Ο Όσιος Ιωάσαφ εκδημεί προς Κύριον.
Όταν ο Ιωάσαφ εγκατέλειψε την βασιλείαν ήτο χρονών εικοσιπέντε, και
τριάκοντα πέντε έτη αφωσιώθη εις την άσκησιν, αφ’ ότου δε εφωτίσθη, πολλάς
ψυχάς ανέσπασεν από τον φάρυγγα του βροτοκτόνου, ώστε να αξιωθή αποστολικής
αξίας και χάριτος. Εγένετο δε Μάρτυς εκουσίως, ομολογήσας τον Θεόν μετά
παρρησίας ενώπιον του βασιλέως και εφάνη κήρυξ της Βασιλείας Αυτού μεγαλόφωνος,
ειπών, ότι ήτο έτοιμος δια την αγάπην του Κυρίου να βασανισθή και να θανατωθή
ακόμη. Κατεπάλαισε τα της πονηρίας πνεύματα εις την έρημον και ενίκησε πάντας
τους πειρασμούς με την θείαν χάριν και δύναμιν. Είχε τους οφθαλμούς της ψυχής
καθαρούς από παν γήϊνον σκότος και προέβλεπε τα μέλλοντα και πάσαν στιγμήν προ
οφθαλμών είχε τον ποθούμενον Ιησούν Χριστόν, βλέπων το άρρητον κάλλος Αυτού
κατά τον Προφήτην Δαβίδ τον λέγοντα· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια
παντός». Όθεν δεν ημέλησεν ο μακάριος τον αγώνα της ασκήσεως, αλλ’ εφύλαττε την
προθυμίαν του έως εσχάτης ημέρας, μάλιστα δε καθ’ εκάστην επρόκοπτεν εις το
αγαθόν, αναβαίνων εις υψηλοτέραν θεωρίαν και αρετήν, έως ου έφθασεν εις το
ακρότατον όριον της μοναδικής πολιτείας, νεκρώσας τελείως τον έξω άνθρωπον και
ζων μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο δε Χριστός έζη εν αυτώ, κατά τον
ουράνιον Παύλον. Ούτως οσίως πολιτευόμενος απήλθε προς τον Δεσπότην εκείνον,
τον οποίον θερμώς επόθει και υπηρέτει, και εις τον οποίον παρέδωκε την αγίαν
αυτού ψυχήν, απελθών εκ της προσκαίρου ζωής εις την ατελεύτητον. Εκεί ένθα
υπάρχει μελωδία απέραντος και ανέκφραστος γλυκύτης, των ευφραινομένων η
αγαλλίασις. Το δε τίμιον αυτού και αγιώτατον λείψανον ενεταφίασεν άλλος
ασκητής, ο οποίος έζη εκεί πλησίον, όστις είδεν εκ Θεού αποκάλυψιν και μετέβη
ίνα υπηρετήση τον Όσιον Ιωάσαφ. Ελθών δε έκλαυσε πολύ. Ευφήμισε δε τούτο με
ιεράν υμνωδίαν και τελέσας πάντα, κατά την τάξιν, έθαψεν εις τον τάφον του
Βαρλαάμ. Τότε είδεν εν οπτασία θείον Άγγελον, όστις του είπε· «Μετάβηθι εις τας
Ινδίας, και ειπέ εις τον βασιλέα να έλθη να παραλάβη τα ιερά λείψανα των Αγίων
δια να έχωσι ταύτα εις βοήθειαν». Ο δε ασκητής υπακούσας, έδραμε προς τον
βασιλέα Βαραχίαν και ανήγγειλε τα διατρέξαντα.
Η ανακομιδή των σεπτών λειψάνων των Οσίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.
Τότε ο βασιλεύς
έσπευσε προθύμως μετά πλήθους λαού εις το σπήλαιον, και αφού έκλαυσαν ώραν
πολλήν, ήνοιξαν τον τάφον και εξέθαψαν εκείνα τα πάνσεπτα λείψανα. Τα οποία
ουδόλως είχον φθαρή ή αλλοιωθή, αλλ’ ήσαν σώα και ακέραια με όλα τα ενδύματά
των και ανέδιδον θαυμασίαν ευωδίαν. Ο βασιλεύς τότε ετοποθέτησε ταύτα εις
πολυτίμους θήκας και μετέφερεν εις την πατρίδα του. Όταν δε ηκούσθη το γεγονός
εις τα περίχωρα, συνήχθησαν πλήθος πολύ από ξηράς και θαλάσσης, ίνα
προσκυνήσωσι τα σεβασμιώτατα λείψανα, τα οποία εδόξασεν ο Θεός με πολλά και
εξαίρετα θαύματα. Ούτως όσοι ασθενείς ησπάζοντο ταύτα ελάμβανον ευθύς την ποθουμένην
υγείαν. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν, κωφοί και άλαλοι ελάλουν, δαίμονες
εφυγαδεύοντο. Έκτισε δε ο βασιλεύς και Ναόν μεγαλοπρεπή και απέθεσε τα άγια
λείψανα εις χρυσήν λάρνακα, κεκοσμημένην δια λίθων τιμίων και μαργαριτών και
ώρισε να εορτάζωνται την κστ΄ (26ην) του μηνός Αυγούστου, καθ’ ην
εκοιμήθη ο Ιωάσαφ. Ουχί δε μόνον κατά την μετακομιδήν των λειψάνων
εθαυματούργησε δι’ αυτών ο παντοδύναμος Κύριος, αλλά και μετέπειτα εγίνοντο
θαύματα και τελούνται διηνεκώς κατά την πίστιν των προσερχομένων, εις δόξαν
Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του μόνου Θεού, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου