Η ΑΡΕΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

Θεία αρετή είναι η προαιρετική ενέργεια του ανθρώπου προς πραγμάτωσιν του ηθικού δέοντος. Είναι επίσης η βούλησις δια την ενέργειαν του καλού. Με το χάρισμα παρουσιάζεται η εξής σχέσις· κάθε χάρισμα που δίδεται εις τον άνθρωπον από τον Θεόν ως δώρημα τέλειον, έχει τα ιδιώματά του, τα οποία είναι αυταί αι αρεταί· με την σειράν της δε η αρετή αποσπά, όταν ευρεθή εις πληρότητα ιδανικήν, εκ του Θεού και ανάλογον χάρισμα κ.ο.κ. Αι αρεταί εννοούνται καθολικώς ως μία αρετή, ως στάσις δηλαδή του πνεύματος και δυναμισμός της ψυχής προς κτήσιν της τελειότητος. Ήδη και ο Πλάτων πρεσβεύει την ιδίαν άποψιν. «Η δικαιοσύνη και σωφροσύνη και οσιότης και πάντα ως εν τι είη συλλήβδην, αρετή» («Πρωταγόρας» 329. Βλ. και «Πολιτεία» 433 Α. κ.ε.). Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να απορρίπτουν την αρετήν, εις οποιονδήποτε φορέα την εύρουν –αποδέχονται και την τυχούσαν εις τους προ ή έξω της Εκκλησίας –, την θεωρούν ως ποιότητα της ψυχής, η οποία δεν ευρίσκεται βεβαίως ολοκληρωμένη. Αλλά εις ένα «τέλειον και ολόκληρον» (Ιακ. α: 4) Χριστιανόν η αρετή έχει πλήρη ενότητα. Η ενότης επιτυγχάνεται δια της τηρήσεως των εντολών· ούτω γράφει ο Νέος Θεολόγος θείος Συμεών (SC 113, 38) : « Δια γαρ της εκπληρώσεως των εντολών η εργασία των αρετών, δια δε της πράξεως των αρετών η πλήρωσις των εντολών γίνεται, και ούτω δια τούτων ανοίγεται ημίν η θύρα της γνώσεως».

***

Αύξησις εις την αρετήν συντελείται όταν συνεργός είναι ο ίδιος ο Θεός, ο δοτήρ παντός αγαθού. Από τον Θεόν καταβάλλεται το σπέρμα της αρετής εις τον χώρον της ψυχής του ανθρώπου και από Αυτόν λαμβάνει αύξησιν υπό τον απαραίτητον όρον να συνεργή και ο άνθρωπος δια της σπουδής του. Η αρετή θα είναι ανάλογος προς την γνώσιν και υγείαν της ψυχής. Αλλά και η μέθεξις της ψυχής επί του χυμού των αρετών θα είναι και αυτή ανάλογος προς τον δυναμισμόν της. Επ΄ αυτού είναι σαφής η αρετολογία των Πατέρων: Να μη ασκώμεν μόνον τας αρετάς, τας οποίας συμπαθούμεν ή εκείνας που ενεργούμεν ανωδύνως. «Επίσης σπουδαστέον πάσας τας αρετάς, και πάσας φυλακτέον ομοίως» τονίζει ο άγιος Νείλος ο ασκητής (PG 79,  968A). Ο δε αββάς Ιωάννης ο Κολοβός (Αποφθέγματα, 34) λέγει: «Εγώ θέλω μεταλαβείν τον άνθρωπον μικρόν εκ πασών των αρετών». Ώστε θα πρέπη η επίδοσις του Χριστιανού εις τον άθλον των αρετών να είναι καθολική. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει εν προκειμένω εις εγκώμιόν του εις τον όσιον Εφραίμ τον Σύρον: «Ουκ έστιν ουν είδος ευρείν αρετών παρά τισι πάλαι φιλοπονηθέν, το μη και εν τούτω κατορθωθέν» (PG 46,  841). Έτερος, ο αββάς Δωρόθεος (PG 88,  1713Α), παρομοιάζει την αρετήν προς οικοδόμημα. Εξ εκάστης αρετής, λέγει, που μας δίδεται η ευκαιρία να ασκήσωμεν «δει βαλείν ένα λίθον εις την οικοδομήν και ούτω κύκλω αναφέρειν αυτήν». Τέλος ο θείος πατήρ Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: «Ου συνίσταται διάδημα βασιλέως εξ ενός λίθου· και ου τελειούται απάθεια αν μιας αρετής και της τυχούσης αμελήσωμεν» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΘ΄, 16, έκδ. Σωφρονίου ερημίτου, 1883, σ. 166).

***

Η κοινωνία αύτη της ψυχής εις όλας τας αρετάς εν τω μέτρω των δυνάμεών της, προαπαιτεί άρνησιν του κακού και πόλεμον προς πάσαν αντίθετον κλίσιν. Ο πόλεμος προς το κακόν όμως προτού εισέλθη η ψυχή εις την χώραν της αναπαύσεως της απαθείας, απαιτεί θυσίαν· πόλεμος δε άνευ αιματοχυσίας δεν είναι νοητός. Οι Πατέρες δεν παραλείπουν εδώ να αναφέρουν την σπονδήν αυτήν του αίματος. Ούτω συνιστούν πολλοί άγιοι αββάδες της ερήμου· «Δος αίμα και λάβε πνεύμα». Ο δε άγιος Νείλος λέγει χαρακτηριστικώς: «Μη νόμιζε κεκτήσθαι αρετήν, μη πρότερον έως αίματος υπέρ αυτής παραταξάμενος. Δει γαρ μέχρι θανάτου ανθίστασθαι προς την αμαρτίαν αγωνιστικώς και ανεγκλήτως». (Κεφάλαια, 136, Φιλοκαλία Α΄, 188). Και κατηγορηματικώτερον ο άγιος Συμεών ο Ν. Θεολόγος: «Ει μη τις ως πρόβατον σφαγιασθή υπέρ μιας και της τυχούσης αρετής και το αίμα εκχέη το ίδιον υπέρ αυτής, ου κτήσεται ταύτην ποτέ». (SC 129,  132). Aν και οι «σκληροί» αυτοί λόγοι των αγίων Πατέρων είναι μεταφορικοί, δεν στερούνται όμως και μιας πραγματικής σημασίας: Χύσις αίματος είναι η νηστεία δια την απόκτησιν της σωφροσύνης καθώς και ο χυνόμενος ιδρώς δια την απόκτησιν των λοιπών αρετών. Χύσις αίματος είναι επίσης οι πειρασμοί και αι ποικίλαι αντιξοότητες που εγείρονται προς παρεμπόδισιν της ασκήσεως της αρετής. Δικαιώνονται πλήρως οι Πατέρες όταν σκεφθώμεν, ότι η αρετή εις άνθρωπον πολύσαρκον και πολυαίματον είναι πολύ δύσκολον να εμφιλοχωρήση. Εντεύθεν και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί συχνά περί μοναχών «αναίμων».

***

Κριτίριον δια την γνωσιότητα της αρετής αποτελεί ο πειρασμός. Ο πειρασμός ή προηγείται της ολοκληρώσεως της αρετής και συμπορεύεται μετ΄ αυτής, δια την σφυρηλάτησίν της, ή έπεται της αρετής δια να προφυλάξη την ψυχήν από την χαύνωσιν. Αρετή αποκτηθείσα άνευ της παιδείας των πειρασμών, ευρίσκεται ως οικοδόμημα επί της άμμου εκτισμένον. «Εμπαθής εστιν ο λέγων αρετήν απολέμητον κεκτήσθαι» λέγει επ΄ αυτού ο άγιος Νείλος (PG 79,  1097Β). Και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «…ουδέ αρετή λογίζεται εκείνη ήτινι ουκ ακολουθεί η δυσχέρεια των έργων εις ενέργειαν αυτής» (Λόγ. ΙΘ΄ έκδ. Θεοτόκη. Λειψία 1770 σ. 105). Η αρετή κατόπιν αγώνων εκερδήθη. Ευρισκόμεθα πλέον εις περιοχήν ανέσεως. Διατί όμως προηγήθη η οδύνη εκείνη και ο κόπος; Η οδός της αρετής φαίνεται ως «τραχεία και κατάστυγνος». Όχι ότι έχει τοιαύτην ποιότητα, λέγει ο άγιος Διάδοχος (Κεφάλαια, 93. Φιλοκαλία Α΄, 268), αλλά επειδή η ανθρωπίνη φύσις ευθύς μετά την γέννησιν κλίνει προς την εκλελυμένην και πλατείαν οδόν των ηδονών. Δι΄ εκείνους όμως που ξεπέρασαν το στάδιον τούτο ο αγών των αρετών είναι ελαφρός και ποθητός, μία γνώσις οικεία εις τα αισθητήρια της ψυχής.

***

Άπασαι αι αρεταί, είπομεν ήδη, καταφάσκονται· θεωρούνται δηλαδή, ανεξαρτήτως του ενεργούντος, ως όντως αρεταί και έχουν το στοιχείον της ηθικότητος. Τούτο όμως δεν είναι αρκετόν· ελλείπει εξ αυτών το σημαντικώτερον πάντων· η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Άνευ της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος η αρετή ομοιάζει, λέγει ο άγιος Μακάριος (Περί αγάπης 14, ΒΕΠΕΣ 42,  229), με θυμίαμα το οποίον στερείται και καίοντος άνθρακος. Όλα τα «των αρετών επιτηδεύματα, επειδάν μιγείη και κοινωνήσοι της του Πνεύματος κοινωνίας, τότε και αυτά καθαπερεί θυμίαμα πυρί βληθέν πλουσίαν αποδίδωσιν την ευωδίαν». Συχνά παρατηρείται το φαινόμενον, δύο ή και περισσότεραι αρεταί να αλληλοσυγκρούονται ή να μην είναι δυνατόν να συνυπάρχουν εις την ιδίαν ψυχήν. Πως θα συμβιβάσωμεν π.χ. την ησυχίαν με την διακονίαν; Την σιωπήν με την διδασκαλίαν και το κήρυγμα; Την απλότητα με την φρόνησιν και την διάκρισιν; Όταν λέγωμεν αρετήν δεν εννοούμεν πάντοτε την ενεργεία εκδήλωσιν και εξωτερίκευσιν αυτής. Εκ των δύο αλληλοσυγκρουομένων αρετών η μία υπάρχει ενίοτε δυνάμει ενώ η ετέρα ευρίσκεται ενεργούσα.

***

Υπάρχουν αρεταί, αι οποίαι μετά την ενρίζωσίν των εις την ψυχήν αποκτούν την ιδιότητα να γεννούν ετέρας αρετάς, μικροτέρας μεν μονιμότητος και δράσεως, αι οποίαι όμως είναι αναγκαίαι δια την ολοκλήρωσιν του πιστού. Αι πρώται μεγάλαι αρεταί ονομάζονται «μητέρες»· αι δεύτεραι «θυγατέρες». Από άλλην άποψιν υπάρχουν αρκεταί περιεκτικαί (ταπείνωσις – αγάπη), ή γενικαί (φρόνησις – ανδρεία – σωφροσύνη – δικαιοσύνη). Εκ των περιεκτικών, η μεν ταπείνωσις, ως υψοποιός, υψοί τον άνθρωπον εις τα ύψη της δόξης, ομοιούσα αυτόν τω Χριστώ, η δε αγάπη, ως άπτωτος, «διακρατούσα αυτόν πίπτειν ουκ εά» εκ του ύψους (Κλίμαξ, Λόγος ΚΕ΄ 36). Πάλιν αι τέσσαρες γενικαί αρεταί αναφέρονται αι μεν τρεις εις τα τρία μέρη της ψυχής αντιστοίχως (η φρόνησις, εις το λογικόν· η ανδρεία, εις το θυμικόν· η σωφροσύνη, εις το επιθυμητικόν), η δε δικαιοσύνη είναι κοινός στολισμός των τριών μερών της ψυχής.

***

Η οδός προς τελείωσιν, ως αναφέραμεν, είναι δια τον λιπόψυχον αρχάριον τραχεία και ανωφερής. Υπό του Κυρίου μας Ιησού παρουσιάζεται προς «στενήν και τεθλιμμένην οδόν» (Ματθ. ζ: 14). Οι Πατέρες την παρομοιάζουν με άνοδον επί στενής κλίμακος (πρβλ. το έργον «Κλίμαξ θείας ανόδου» του Σιναϊτου αγίου Ιωάννου). Ο ανάντης αυτός δρόμος δεν έχει στάσεις· στάσις σημαίνει υποχώρησις ή πτώσις ή, το επιεικέστερον, αναστολήν εις την πρόοδον της ψυχής με ανυπολογίστους συνεπείας. Εν προκειμένω γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Ώσπερ το της ζωής τέλος αρχή θανάτου εστιν, ούτω και του κατ΄ αρετήν δρόμου η στάσις αρχή του κατά κακίαν γίνεται δρόμου» (Βίος Μωϋσέως 5. SC 1, 48). Το φαινόμενον της «στάσεως» ονομάζεται  α ρ γ ί α . Ώστε αργία είναι η αμέλεια δια την επιτέλεσιν του καλού. Ο μένων όμως ούτως αργός, «κρίνεται μετά του διαβόλου και των αγγέλων αυτού» (Μ.Βασίλειος, Όροι κατ΄ επιτομήν, 61, PC 31, 1124B). Ανάλογον μορφήν αργίας παρατηρούμεν και εις την ενέργειαν του κακού. Η παύσις του κακού δεν συνιστά βεβαίως και αρετήν ούτε στέφεται ως κάποιο κατόρθωμα· «ούτε επαίνων αυτή καθ΄ εαυτήν ούτε κολάσεων αξιούται», τονίζει ο θείος Βασίλειος (PG 31, 436).

***

H ενάρετος ψυχή είναι δυνατόν να εξομοιωθή με ένα πολυανθή κήπον. Εις τον κήπον αυτόν τα φυτά πάντα δεν ανήκουν εις το ίδιο γένος ούτε αναβαίνουν εις το ίδιο ύψος. Βυθίζουν όμως όλας τας ρίζας των εις την ιδίαν γην και ανυψώνονται εις τον αέρα εν τω μέτρω της ζωτικότητός των, δια την απορρόφησιν φωτός και αέρος. Και όλαι αι αρεταί δεν έχουν μεν την ιδίαν ευωδίαν, ούτε αναβαίνουν εις το ίδιον ύψος· απαραίτητον όμως να θησαυρίσουν το φως και τον αέρα, τας δωρεάς του Θεού. Τέλος απομένει να ομιλήσωμεν περί της μεσότητος των αρετών. Η χρυσή γραμμή της αρετής ευρίσκεται εις το μέσον, εκκλίνουσα εκ του κακού, είτε τούτο εμφανίζεται ως υπερβολή (δεξιά κλίσις) είτε ως έλλειψις (αριστερά κλίσις). Ο εξής πίναξ είναι ενδεικτικός περί της μεσότητος: η ανδρεία ευρίσκεται εν μέσω της δειλίας και της θρασύτητος· η φρόνησις, εν μέσω της πανουργίας και της αφροσύνης· η σωφροσύνη, εν μέσω της ακολασίας και της ηλιθιότητος· η δικαιοσύνη, εν μέσω της πλεονεξίας και της μειονεξίας· η ορθή πίστις, εν μέσω της ψυχρότητος και του ου κατ΄ επίγνωσιν ζήλου. Οι δύο εκατέρωθεν κρημνοί είναι εξ ίσου βαθείς και τρομακτικοί. Δύναται ο την μέσην αναβαίνων να ίδη τα οστέα των πεπτωτόκων ως σκέλεθρα υπομνηστικά της λοξοδρομίας, εξ αδιακρισίας πάντως και οιήσεως.

Β΄

Συνεχίζομεν το ίδιον περί αρετής θέμα. Εις το προηγούμενον άρθρον κατελήγαμε ότι η αρετή ευρίσκεται εν μέσω δύο άκρων, της υπερβολής και της ελλείψεως. Τούτο σημαίνει πως όταν εντοπισθή η οδός της αρετής τα εις οποιανδήποτε απόστασιν απέχοντα εκάτερα μέρη θεωρούνται επικίνδυνα. Η κάπως σχολαστική αυτή διδασκαλία φαίνεται, γράφει νεώτερος θεολόγος, «ως μη συμφωνούσα απολύτως προς την  χριστιανικήν παράδοσιν και την σύγχρονον ημών νοοτροπίαν […]. Το απόλυτον και η δυναμική πρωτοτυπία π.χ. της επί του Όρους Ομιλίας του Κυρίου αποτελούν απόδειξιν του πράγματος» (Δ. Τσάμη, Η περί μεσότητος διδασκαλία Γρηγορίου του Θεολόγου. «Κληρονομία»1, 1969, 275). Και είναι μεν αληθές ότι η χρυσή γραμμή της επί του Όρους Ομιλίας του Κυρίου μας δεν χαράσσεται ευκόλως δια δύο αίτια· α΄ λόγω της οξείας διαφοράς αυτής μετά των άλλων ηθικών και φιλοσοφικών διδασκαλιών και β΄ λόγω της ημετέρας αδυναμίας η οποία εμποδίζει την ορθήν κατανόησιν των Κυριακών λογίων. Πάντως το απόλυτον των Κυριακών λογίων δεικνύει την σώφρονα μεσότητα. Ο Κύριος εις την διδασκαλίαν αυτήν συνιστά και τούτο: «ει η δεξιά σου χειρ σκανδαλίζει σε, έκκοψον αυτήν και βάλε από σου…» (Ματθ. ε: 30). Εις τας δύο επικινδύνους ακρότητας, της παραδόσεως άνευ αγώνος αφ΄ ενός και της ολοκληρωτικής κατακοπής του σώματος αφ΄ ετέρου, ευρίσκεται η μεσότης της θυσίας ενός μέλους. Το «ίσον της μεσότητος στάθμιον» (Μάξιμος, Περί Θεολογίας, Ε΄ 69. Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 140) φιλοσοφείται και υπό των αρχαίων Ελλήνων. Τα συνθήματα «μηδέν άγαν» και «Μέτρον άριστον» (ή και του Φωκυλίδη, Αποστ. 12 «Πολλά μέσοισιν άριστα») είναι οδηγοί δια την διαλεκτικήν αντιμετώπισιν κάθε προβλήματος της ζωής. Πολύ όμως προ αυτών η Π. Διαθήκη δεικνύει την οδόν της μεσότητος την οδόν την βασιλικήν και συνιστά όπως ο πιστός πορεύεται αυτήν ως την μόνην ασφαλή· «ορθάς τροχιάς ποίει σοις ποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε, μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά» (Παρμ. Δ΄ 26-27). Βλ. επίσης Εκκλ. Ζ: 17. Ιερεμ. στ: 16. Αριθ. κ: 17 κα: 22. Η μεσότης τηρείται όχι μόνον εις την αρετήν, την ηθικήν, την πίστιν, αλλά επί πλέον γίνεται κανών ζωής δια την επίλυσιν πολλών προβλημάτων. Παραθέτομεν εν ενδεικτικόν απόσπασμα από λόγον του Μ. Πατρός Βασιλείου, πολύ εκφραστικόν: «Ου τοίνυν, επειδή τινες ου καλώς χρώνται τη τέχνη τη ιατρική, φευκτέον ημίν πάσαν την απ΄ αυτής ωφέλειαν. Ουδέ γαρ, επειδή μαγειρική προς τρυφής επίνοιαν οι περί τας ηδονάς ακόλαστοι κέχρηνται, ή τη αρτοποιϊα, ή τη υφαντική, υπερβαίνοντες τον όρον των αναγκαίων ήδη ημάς πάσας ομού χρη παραιτείσθαι τας τέχνας· το εναντίον μεν ουν, εν της ορθής αυτών χρήσεως το υπ΄ εκείνων παραφθειρόμενον διελέγχειν. Ούτω δε και επί της ιατρικής την παρά του Θεού χάριν πονηρά διαβάλλειν χρήσει ουκ εύλογον» (Όροι κατά πλάτος  55,  3. PC 31,  1048 B). Όντως «αι αρεταί μεσότητες εισιν» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολαί ΙΙΙ, 221. PC 78,  984  B). Θα πρέπη όμως να εξετάσωμεν και άλλας πτυχάς της πανάγνου αρετής, δια τούτο αφήνομεν το θέμα της μεσότητος δι΄ ετέραν αυτοτελή ανάπτυξιν.

***

Η αρετή από την πλήρη και τελείαν μορφήν της έως την ατελή και την «συγκεκραμένην» έχει μίαν κλιμάκωσιν τεραστίαν. Πέραν της ανεφίκτου δια πάντα τα νοερά και σωματικά τελειότητος ευρίσκεται ο ζων Θεός. Αυτός «κατάρχει πάσης αρετής» και είναι ο «μονώτατος αϊδίως γεννήτωρ» (Μάξιμος, Περί θεολογ. εκ Α΄ 48. Φιλοκαλία σελ. 69). Ο Θεός βεβαίως δεν είναι «ενάρετος». Ο Θεός είναι πέραν και αυτής της αρετής, αφού κατά την περίφημον αφαιρετικήν θεολογίαν των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων, «ούτε ψυχή εστιν, ούτε νους, ούτε λόγος, ούτε νόησις, ούτε αριθμός, ούτε φως, ούτε ουσία, ούτε σοφία, ουδέ εν, ουδέ θεότης, ουδέ πνεύμα…» (Περί μυστ. Θεολογίας, 5). Δεν συμμετέχει ο Θεός εις την αρετήν· η αρετή εκπέμπεται από τον Θεόν, είναι μία εκ των ακηράτων ενεργειών Του. Αναφέραμεν ήδη ότι το πλήρωμα της αρετής δι΄ αγγέλους και ανθρώπους είναι ανέφικτον. Τα όντα αυτά πορεύονται δι΄ αρετής προς την τελειότητα προοδευτικώς χωρίς ποτέ να δυνηθούν να την κατακτήσουν πλήρως διότι «η αρετή – πολλώ μάλλον η τελειότης – το πέρας απέραντον κέκτηται» (Κλίμαξ, Λόγ. ΚΣΤ΄ 37, ΣΕΛ. 141), και «Επί της αρετής ένα παρά του Αποστόλου τελειότητος όρον εμάθομεν, το μη έχειν αυτής όρον» (Γρηγόριος Νύσσης, Βίος Μωϋσέως 5. SC 1, 48).                                        Kατόπιν των ανωτέρω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αρετή και άφθαρτος είναι και άναρχος. Πράγματι! «Άναρχος πάσα αρετή, μη έχουσα τον χρόνον εαυτής πρεσβύτερον» και «Ουκ ην ποτε πρεσβύτερον αρετής το ουκ ην» λέγει ο θείος Μάξιμος. Ως άναρχος δε η αρετή θα πρέπη φυσικώ τω λόγω να είναι και ατελεύτητος. «Και τούτο σημείον αυτής· ότι απέραντος εστιν η κατανόησις αυτής» (Αβ. Ισαάκ, Λόγ. ΠΕ΄ έκδ. Θεοτόκη, Λειψία, 1770, σελ. 482).

***

Πολλαί αρεταί ενεργούνται εις το ταμείον (της ψυχής και του οίκου) και μένουν εις μυστικότητα μέχρι του θανάτου του ασκούντος αυτάς· το αυτό αυμβαίνει και με την αμαρτίαν. Το πέπλον τούτο της μυστικότητος μάς κάνει αδυνάτους εις το να τοποθετήσωμεν τον άνθρωπον με βεβαιότητα μεταξύ των σεσωσμένων ή των απολλυμένων. Εντεύθεν και η αποστολική παραίνεσις: «Μη προ καιρού κρίνετε, έως αν έλθη ο Κύριος, ος και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τας βουλάς των καρδιών (Α΄ Κορ. δ: 5). Είναι όμως αναμφισβήτητον ότι η αρετή, καθώς και η κακία, αφήνει βαθέα τα ίχνη της εις την ψυχήν. Ταύτα δε πάντα αντικαθρεπτίζονται εις το πρόσωπον του ανθρώπου, τας κινήσεις και τας ενεργειάς του. Είναι όμως και ταύτα ισχνά δια μίαν κρίσιν αλάθητον διότι δια των εκδηλωμάτων και ενεργειών αυτών δεν είναι δυνατόν να παρασχεθή εναργής γνώσις δια τα βάθη της καρδίας, τας κλίσεις και ροπάς της προαιρέσεως. Τα φαινόμενα και εδώ εξαπατούν. Προς επίρρωσιν του λόγου αναφέρομεν από μεν τους εναρέτους τους δια Χριστόν σαλούς, από δε τους αναρέτους τους διαφόρων τύπων υποκριτάς, οι οποίοι κατορθώνουν και οι μεν και οι δε να θεωρηθούν το αντίθετον απ΄ ό,τι είναι εις την πραγματικότητα. Η απόκρυψις της αρετής επιβάλλεται ως θεία εντολή. Απόκρυψις αρετής δεν σημαίνει κολόβωσις ούτε λήθη. Εδώ απαιτείται οπωσδήποτε μία εξήγησις: Αρεταί εξωστρεφούς χαρακτήρος εις δεδομένην στιγμήν θα πρέπη απαραιτήτως να φανερωθούν· η ομολογία π.χ. ή τα έργα της ευποιϊας δεν είναι δυνατόν να μείνουν εν παραβύστω. Η παράθεσις παραπομπών εις κυριακά, αποστολικά και προφητικά λόγια είναι ενισχυτική εις την εξήγησιν. (Ματθ. ε: 16. Εφεσ. ε:8. Α΄ Τιμ. ε: 25. Β΄ Τιμ. δ: 5. Ησ. α: 16-17). Προς τούτοις και ο άγιος Νείλος παραινεί: «Σχηματίζου την αρετήν, ουχ όπως απατάς, αλλ΄ όπως ωφελής τους βλέποντας» (PG  79,  1244 D). Εις την πραττομένην αρετήν ζητείται ο ιδανικός, και τέλειος χαρακτήρ. Υπάρχει περίπτωσις κατά την οποίαν μία αρετή να μη γίνη δεκτή από τον Θεόν, να αποδοκιμασθή και να απορριφθή «ως ράκος αποκαθημένης» (Ησα. ξδ: 6). Είναι εκείναι που χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρον δια την οικοδόμησιν μεγάλης κακίας όπως π.χ. η αρωγή εις πάσχοντα με απώτερον σκοπόν να του ζητηθή εις χρόνον κατάλληλον λόγω της δημιουργηθείσης υποχρεώσεως κάτι αθέμιτον. Η ιστορία του Κάϊν επί παραδείγματι μάς διδάσκει ότι «έστι τι καλόν μη ποιήσαι καλώς· οίον αμελώς ή καταφρονητικώς ή δι΄ έτερόν τι και ου δια Θεόν· και παρά τούτο συμβαίνει γίνεσθαι μη προσδεκτόν τω Θεώ» (Περί τελειότητος εν πνεύματι 17 ΒΕΠ  42, 194). Επίσης ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος παραγγέλει προς τον συνώνυμόν του ηγούμενον της Ραϊθούς· «Άμωμον το ολοκαύτωμα ποίει, επεί ουδέν εντεύθεν ώνησας σεαυτόν» (Κλίμαξ, Προς ποιμένα 91, σελ. 179).

***

Η αρετή ενεργείται βεβαίως αναλόγως προς την δύναμιν του ενεργούντος. Από ψυχήν υγιή και δυνατή χωρίς να ζητήται ο απόλυτος και αμιγής χαρακτήρ της αρετής (τούτο ευρίσκεται μόνον εις τον Ιησούν Χριστόν του Οποίου η αρετή εκάλυψεν ουρανούς), απαιτείται όπως η προσφορά δια την πίστιν είναι πλουσία. «Ω εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ΄ αυτού και ω παρέθεντο πολύ, περισσότερον αιτήσουσιν αυτόν» (Λουκ. ιβ:48). Συναφής είναι και η ανάγλυφος εικών της παραβολής των ταλάντων τα οποία δίδονται όχι κατά προσωποληψίαν αλλά κατά την προαίρεσιν εκάστου. Ώστε όταν η αρετή κρίνεται σε σχέσιν με τον άνθρωπον και όχι υπερυποκειμενικώς, τότε κρίνεται αναλόγως του δυναμισμού της ψυχής του· «Η χήρα η πτωχή – με εν δίλεπτον – πλείον πάντων έβαλε των βαλόντων εις το γαζοφυλάκιον» (Μαρκ. Ιβ: 43). Αρετή σημαίνει μετοχή Θεού. Όταν ο ενάρετος εργάζεται την αρετήν μετέχει της αγιότητος του Θεού, γίνεται θεός. Γράφει εν προκειμένω ο Νύσσης άγιος Γρηγόριος: «Ο την αληθή μετιών αρετήν ουδέν έτερον ή Θεού μετέχει, διότι Αυτός εστιν η παντελής αρετή» (Βίος Μωϋσέως 7. SC  1,  50). Tην αρετήν ας μη την ίδωμεν ως λαβύρινθον συμβολισμών ή αφηρημένων διδαχών με περιεχόμενον ηθικιστικόν, αλλ΄ ως πράξιν και ζωήν και βίωμα. Η έννοιά της που ευρίσκεται εις την διάνοιάν μας δεν προέρχεται από προσωπικούς πειραμασμούς και εντυπώσεις των αισθήσεων, τας οποίας απέκτησεν η ψυχή αυτοδυνάμως· αι έννοιαι αυταί είναι αι αρχέγονοι καταβολαί, αναγόμεναι εις το πρώτον εκείνο εμφύσημα του Πλάστου προς τον Προπάτορα ημών Αδάμ. Τα ζώα, και τα πλέον ανεπτυγμένα, ουδέποτε θα γνωρίσουν ούτε την αρχήν ούτε την ύπαρξιν ούτε την δομήν της αρετής. Εις την εποχήν μας η αρετή μετατίθεται εις το γνωσιολογικόν χώρον· ουδέν αδικώτερον τούτου. Δεν είναι η αρετή παιχνίδισμα του νου ή κατασκεύασμα του γραφείου, αλλά τροφή ψυχής και μετοχή χάριτος. Δεχόμεθα την διάκρισιν του Αριστοτέλους (Ηθικ. Νικομ. ΙΙ, 1) επί της πολυμόχθου αρετής εις αρετήν ηθικήν και εις αρετήν διανοητικήν, πλην αμφότεραι δεν είναι αποτέλεσμα χημικών ενώσεων του εγκεφάλου, αλλά η έκφρασις της ζωής του όλου ψυχοπνευματικού  ανθρώπου.

***

Η αρετή αφθαρτίζει· αθανατίζει· θεοποιεί. Παραθέτομεν ένα ύμνον εις την αρετήν πλήρη δροσερότητος, ο οποίος έχει γραφή από ένα μόνιμον κάτοικον του ε΄ αιώνος της αγόνου ερήμου του Πηλουσίου: «Ούτε χαλκή εικών χρυσώ απαστράπτουσα, ούτε χρωμάτων λάμπουσα, ουκ ολυμπικός στέφανος, ου πλούτος, ου κάλλος, ου ρώμη, ουκ αρχή, ου βασιλεία, ουκ άλλο ουδέν των δοκούντων είναι μεγάλων, μέγα εστι και σπουδής άξιον. Τω χρόνω γαρ είκει και μαραίνεται και έργον λήθης γίνεται. Μόνη δ΄ αρετή αοίδιμον και αθάνατον έχει το κλέος, ούτε χρόνω είκουσα ούτε λήθη παραχωρούσα ούτε μαρασμόν επισταμένη, αλλά νεαράν και ακμάζουσαν και ηβώσαν την αξίαν έχουσα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης), Επιστολαί  ΙΙ,  286. PG  78, 717  AB). Η εγκατοίκησις των «νοερών νεανίων» - αρετών  επί της παστάδος της ψυχής, πραγματοποιείται μετά την αποτίναξιν των παθών. Δια να κραυγάση η ψυχή «Την αρετήν ποθέω» (Γρηγόριος Θεολόγος, Περί αρετής PG 37,  667  A) θα πρέπη βεβαίως πρώτον να καθαρθή. Μετά από την καταβρόχθισιν των δηλητηριωδών ερπετών υπό της ελάφου ψυχής, κατά την αντίληψιν των αρχαίων, ακολουθεί δίψα ισχυρότατη: «Σημειωτέον ότι μετά τον όλεθρον των θηρίων υπό της ελάφου ψυχής, τότε επιποθεί και εκλείπει προς Κύριον, τω πυρί της αγάπης ως υπό ιού βαλλομένη». Το ερωτικόν αυτό φίλτρον είναι πολύ έντονον και επίμονον, ώστε και μετά τον ακόρεστον κόρον του να ευρίσκεται πλέον και πλέον έντονον. Ο ενάρετος τείνει να αποβή σεραφίμ – άγγελος.

***

Πολλοί άνθρωποι ρέπουν εντελώς αβίαστα προς εκείνην ή την άλλην αρετήν. Αι αρεταί του τοιούτου είδους (π.χ. κατάνυξις, πραότης, διακονία, νηστεία) χωρίς να απορρίπτωνται θεωρούνται «αδόκιμοι· αι δε εκ προαιρέσεως επαινεταί. Τις πυρί χάρις του καίειν; Το γαρ καίειν εκ φύσεως έχει. Τις ύδατι του κάτω φέρεσθαι; Τούτο γαρ έχει παρά του δημιουργήσαντος. Τις χιόνι της ψυχρότητος χάρις; Ή τω ηλίω του φαίνειν; Φαίνει γαρ καν μη βούληται. Χαρίζου μοι το βούλεσθαι τα βελτίονα…» (Γρηγορίου Θεολόγου Λόγος ΛΖ΄ PG  36,  301 Β). Δια τούτο και ο άγιος Πατήρ Ιωάννης, προβληματιζόμενος επί του φαινομένου τούτου, ότι δηλαδή άλλοι «επιρρεπώς έχουσι» προς μίαν των αρετών «φύσει», και άλλοι πολεμούν ακόμη και με την ιδιοσυγκρασίαν τους και τον ίδιόν τους είναι, δια να κοσμηθούν με μίαν εξ αυτών, γράφει: «ως βιαστάς της φύσεως ει και εν καιρώ ηττώνται, μάλλον αυτούς των προτέρων αποδέχομαι». Εις παράλληλον μοίραν ως και η «φύσει» αρετή, τίθεται και η αρετή του γήρατος η βεβιασμένη. Αύτη «ουκ αν κληθείη αρετή, αλλ΄ αδυναμία» (Άγ. Νείλος, Επιστολαί. Ρ 79,  141  Β) και «Η εν γήρα σωφροσύνη ου σωφροσύνη, αλλ΄ ακολασίας αδυναμία. Ουδείς δίκαιος δι΄ αδυναμίαν κακού» (Μ. Βασίλειος Προτρεπτική εις άγιον βάπτισμα 5, PG 31,  436 B. Bλ. Ισίδωρος Πηλ.,  Επιστολαί 99. PG  78,  384  B). Εξ όλων των αρετών υπάρχουν τρεις, δια των οποίων πληροφορείται ο νους «εν φωτί», ότι πέρασεν εις την αθανασίαν. Τοιαύται αρεταί είναι η αγνεία, η αγάπη και η διάκρισις.

θ.μ.δ.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: