ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΣΩΜΟΝ ΤΑΦΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΝ

Ποία είναι η σημερινή μας κατάπαυσις, ευλογημένοι Χριστιανοί; Που είναι οι κρότοι και αι ψαλμωδίαι της Εκκλησίας μας; Τις είναι η σιγή και η σιωπή η πολλή των ανθρώπων και η έκπληξις των Αγγέλων; Ο Βασιλεύς υπνοί και τις δύναται να τον εξυπνήση; Καθώς προείπε και ο δίκαιος Ιακώβ «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγερεί αυτόν»; (Γεν. μθ: 9). Χθες ήτο εις τον Σταυρόν, σήμερον εις τον Άδην· εις τον Σταυρόν το Σώμα, εις τον Άδην η Ψυχή· χθες ως κατάδικος εις τον Σταυρόν, σήμερον ως εξουσιαστής εις τον Άδην. «Πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας» (Ψαλμ. μστ: 2). Και εάν μη πάντα, αλλ’ όμως όσα ελυτρώθησαν από την κόλασιν και από του διαβόλου τας χείρας. Διατί; Διότι η σωτηρία έρχεται, διότι ο Σωτήρ παραγίνεται, ο ρύστης έφθασεν, ο λυτρωτής παραγέγονεν. Χθες ως ωνειδισμένος, σήμερον ως δεδοξασμένος· χθες ως καταφρονημένος, σήμερον ως υμνημένος· χθες ως υβρισμένος, σήμερον ως δοξολογημένος· χθες εκρίνετο, χθες υβρίζετο, χθες επτύσθη, χθες ερραπίσθη, χθες εκολαφίσθη, χθες εμαστιγώθη, αλλά σήμερον υμνείται και δοξάζεται· χθες ως άνθρωπος, σήμερον ως Θεός. Ευφραίνεσθε, δίκαιοι, και χορεύσατε, Πατριάρχαι, οι απ’ αιώνος νεκροί αγαλλιάσθε, διότι δι’ υμάς εσταυρώθη ο Σωτήρ, δι’ υμάς ο Τάφος, δι’ υμάς η λόγχη, οι ήλοι, αι ύβρεις. Όσα έπαθε και υπέμεινεν ο Χριστός, όλα δι’ υμάς τα εκαταδέχθη· δια τον Αδάμ, ο Χριστός· δια την Εύαν, η Παναγία· δια το ξύλον της γνώσεως, ο Σταυρός· δια την Εδέμ, ο κήπος του Τάφου· δια τα φύλλα της συκής, η πορφύρα· δια τον όφιν, ο Γαβριήλ· δια την λύπην, η χαρά· δια την παράβασιν του Αδάμ η Σταύρωσις του Κυρίου.

Δι’ υμάς υπέμεινε και ενήργησεν όσα έκαμεν ο Χριστός· δια την ιδικήν σας σωτηρίαν εσαρκώθη και νυν εσταυρώθη. Χθες συνεσταυρούμεθα τω Χριστώ, σήμερον συνθαπτόμεθα, ίνα και συναναστώμεν αύριον· υβρίσθη μεν, αλλά δια να τιμήση ημάς, ωνειδίσθη δε, δια να δοξάση ημάς, ερραπίσθη, δια να δώση εις ημάς την ελευθερίαν. Διότι τον παλαιόν καιρόν είχον συνήθειαν, όταν ηλευθέρωναν τον δούλον, πρώτον τον ερράπιζαν· ομοίως και ο Χριστός, επειδή έμελλε να μας ελευθερώση από την δουλείαν του διαβόλου, κατεδέχθη και ράπισμα να λάβη. Ενεπτύσθη, δια να μας τιμήση· με ακάνθας εστεφανώθη, δια να ελευθερώση τον Αδάμ από της κατάρας. Ποίας; «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι (η γη)» (Γεν. γ: 18). Πορφύραν ενεδύθη, δια να σκεπάση την γύμνωσιν του προπάτορος Αδάμ· με κάλαμον εδάρη, δια να συντρίψη την κεφαλήν του όφεως· όξος εποτίσθη, δια να γλυκάνη την πικρίαν του Αδάμ· ενεπαίχθη, ίνα ημάς δοξάση· εις τον Σταυρόν υψώθη, ίνα ημάς ελκύση προς εαυτόν, καθώς προέλεγεν· εκαρφώθη τας χείρας, ίνα ημάς λυτρώση της τυραννίδος του διαβόλου· ελογχεύθη, ίνα σχίση το χειρόγραφον του Αδάμ· εις τον Τάφον ετέθη, ίνα ημάς αναστήση. Ω πράγματος φοβερού και θαύματος παραδόξου! Τι ταύτης της ταπεινώσεως περισσότερον; Τι ταύτης της πτωχείας παραδοξότερον; Ο εν υψίστοις Θεός, πλάνος συκοφαντείται· ον Άγγελοι υμνούσιν, υπό χειλέων ανόμων εμπτύεται. Ω γένος αχάριστον των Εβραίων! Τίνος ένεκεν τον ευεργέτην σας εθανατώσατε; Δια ποίον έργον εσταυρώσατε Αυτόν; Διότι τους νεκρούς ανέστησε; Διότι τους παραλύτους συνέσφιγξε; Διότι τους κυλλούς ιάτρευσε; Διότι τους ασθενείς εθεράπευσε; Διότι τους δαιμονιζομένους ίασε; Δια ποίον πταίσιμον απεκτείνατε Αυτόν; Αυτόν ο οποίος σας έθρεψε με το μάννα εις την έρημον, σεις με την χολήν τρέφετε; Όξος γεύεται, εκείνος όστις σας επότισε με το ύδωρ το οποίον εξήγαγεν εκ της πέτρας; Διότι σας ωδήγησεν εις την έρημον με σκέπην νεφέλης, δια τούτο τον ενεδύσατε χλαμύδα κοκκίνην; Διότι σας εφώτισε με στύλον πύρινον, δια τούτο τον εθέσατε εις Τάφον; Διότι Αυτός σας έθρεψε τεσσαράκοντα έτη εις την έρημον, δια τούτο τον εφονεύσατε; Όντως γεννήματα εχιδνών είσθε, καθώς σας ωνόμασε και ο Πρόδρομος Ιωάννης. Όπως αι έχιδναι τρώγουν την κοιλίαν της μητρός των, ομοίως και σεις, κακόγνωμοι και θεοήλατοι, εγογγύσατε κατά του τρέφοντός σας Θεού εις την έρημον. Αλλ’ ο μεν Χριστός εσταυρώθη, όπως από τας προφητείας των Προφητών προεφητεύθη· αλλοίμονον όμως εις σας τους τυφλούς και πεπλανημένους και θεοκτόνους Ιουδαίους. Αλλά ταύτα μεν τώρα, ω αχάριστον γένος, δεν τα βάζετε εις τον νουν σας· όταν όμως έλθη Εκείνος μετά δόξης να κρίνη τον κόσμον, τότε θα εννοήσητε την παρανομίαν, την οποίαν εκάμετε. Ημείς δε ω ευλογημένοι Χριστιανοί, ας εννοήσωμεν πόση και ποία είναι η του Θεού οικονομία, και πως Θεός ων ήλθε και εσαρκώθη δι’ ημάς και επείνασε και εδίψησε και εγυμνητεύθη, και Σαμαρείτης ωνομάσθη, και δαιμονιζόμενος εκλήθη και έφυγεν από χείρας εχθρών και υβρίσθη ως πλάνος και ωνειδίσθη ως ψεύστης και ερραπίσθη ως δούλος και ενεπαίχθη ως ξένος και εμαστιγώθη ως κατάδικος και εφραγγελλώθη ως κατάκριτος και εσταυρώθη εν τω μέσω δύο ληστών  ως κακούργος. Και όχι μόνον ζων υβρίσθη, αλλά και αποθαμμένος. Εις τον τάφον κατετέθη ως νεκρός και με σμύρναν και σινδόνα ενετυλίχθη· τίνος ένεκεν και διατί; Δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, δια την ιδικήν μας ελευθερίαν, δια να ελευθερώση ημάς εκ του πικροτάτου και σκοτεινού Άδου. Αλλ’ οι μεν απ’ αιώνος νεκροί σήμερον ηλευθερούντο, η δε Μήτηρ έκλαιε και εθρήνει· αι Δυνάμεις των Ουρανών εθαύμαζον και οι φθονεροί Ιουδαίοι ενέπαιζον· οι Άγγελοι έτρεμον και οι αχάριστοι Εβραίοι εγέλων. Αναισθητότεροι υπήρξαν και από τους λίθους· διότι οι λίθοι εγνώρισαν τον Εσταρωμένον και εσχίσθησαν, οι δε Ιουδαίοι εις περισσοτέραν έχθραν εκινούντο. Μόνον εις φίλος του Χριστού, ο Ιωσήφ, επήγε και εζήτησε την άδειαν του Πιλάτου, να καταβιβάση το Σώμα του Χριστού. Ω τόλμης θεαρέστου και γνώμης φιλανθρώπου! Επήγεν, αλλά μετά ταπεινώσεως· και τι έλεγε; «Δος μοι, Πιλάτε, τον νεκρόν τούτον τον καταφρονημένον, τον ωνειδισμένον, τον υβρισμένον, τον ως ξένον ανεπιμέλητον· δος μοι τον ξένον τούτον, τον πτωχόν, τον αοίκητον, τον χθες υπό της σης αυθεντίας κατακριθέντα εις τον δια σταυρού θάνατον. Δος μοι τον Εσταυρωμένον τούτον, δια να τον ενταφιάσω, διότι μόνος είναι, διότι Μαθητάς είχεν, οι οποίοι τον άφησαν και έφυγον. Μέγα τι δεν ζητώ από την μεγαλειότητά σου· μικρόν ζήτημα και ολίγην δέησιν σε παρακαλώ να κάμης· δος μοι τον άτιμον τούτον, όστις ήλθε να μας τιμήση· δος μοι τον ξένον τούτον, όστις ήλθε να σώση τους ξένους της Βασιλείας των ουρανών. Τον αρκεί, ενδοξότατε, η καταδίκη, τον φθάνει η τιμωρία· ιδού κατηυνάσθη και ο φθόνος των Ιουδαίων, ειρήνευσεν η έχθρα των Φαρισαίων, επληρώθη το έργον των γραμματέων. Δια τούτο, δος μοι τον ξένον Αυτόν, να ενταφιάσω· τουλάχιστον ας τον κηδεύσω, ας τον επιμεληθώ εγώ. Δος μοι τούτον τον ξένον και καταφρονημένον, ίνα φανής συ μεν πράος και ιλαρός άνθρωπος, εγώ δε δούλος αυτού και πιστός φίλος. Τι σε ωφελεί, Πιλάτε, εάν είναι Εσταυρωμένος; Δος μοι την άδειαν να τον καταβιβάσω· τι σε ωφελεί, εάν είναι γυμνός εις τον Σταυρόν; Δος μοι Αυτόν να τον ενδύσω· τις θέλει σε ονειδίσει δια τούτο; Τις θέλει σε κατηγορήσει δι’ αυτό; Ουδείς. Ετελείωσες την κρίσιν σου, επλήρωσες το θέλημά σου, εβεβαίωσες τον ορισμόν σου, αλλά τώρα δεν σε εμποδίζει τις εις τούτο. Δος μοι τον Εσταυρωμένον Ιησούν. Άκουσον μικράν δέησιν δούλου ταπεινού και δος μοι τον γυμνόν τούτον, διότι δι’ ημάς εγυμνώθη· δος μοι τον νεκρόν τούτον, διότι δι’ ημάς ενεκρώθη, δος μοι τον άγνωστον Αυτόν εις τους ανθρώπους, διότι εγώ τον γνωρίζω τις είναι. Άκουσε, Πιλάτε, και δος μοι τον ζητούμενον». Με τοιούτους ταπεινούς και κατανυκτικούς λόγους εζήτησεν ο Ιωσήφ το Σώμα του Κυρίου. Αλλά και ο Πιλάτος, υπό Θεού οδηγούμενος, το έδωκε. Τότε ο Ιωσήφ ενετύλιξε το Σώμα του Κυρίου με σμύρναν και σινδόνα. Μακάριαι αι χείρες σου, ω Ιωσήφ, αίτινες ήγγισαν τοιούτον Σώμα· μακάριοι οι οφθαλμοί σου, οίτινες είδον τοιούτον Σώμα, ευτυχής συ και τρισμακάριος, διότι εψηλάφησες Σώμα Άγιον και Θεοφόρητον· ευτυχής είσαι συ, διότι ευρέθης δόκιμος υπηρέτης εις τοιούτον καιρόν. Άρα γινώσκεις, ειπέ μοι, Ιωσήφ, ποίον βαστάζεις εις τας χείρας σου; Τον Δυνατόν, τον Ισχυρόν Θεόν, τον οποίον είδεν ο Ησαΐας και εφοβήθη· τον φοβερόν Κριτήν, τον οποίον είδεν ο Δανιήλ και ετρόμαξε. Τον παντοδύναμον, τον ακατάληπτον, τον αόρατον είδες, τον αψηλάφητον εψηλάφησες, τον πανταχού ευρισκόμενον εβάστασας, τον αχώρητον εις πάντα τον κόσμον εις μικρόν Τάφον ενεταφίασες. Ω χάριτος, της οποίας έτυχες! Ω τιμής της οποίας ηξιώθης! Ιωσήφ ο τέκτων έφυγεν εις την Αίγυπτον με τον Χριστόν και συ ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας τον κατεβίβασες από τον Σταυρόν. Η δε Μήτηρ Αυτού, η Κυρία Θεοτόκος, οδυνηρώς έκλαιε και εθρήνει· τι δε να ήσαν και Αυτής οι λόγοι; Καλόν είναι να είπωμεν εξ αυτών τινας: «Ω τέκνον εμόν, Υιέ μου ηγαπημένε και πεφιλημένε! Ω φίλτατόν μοι και παμφίλτατον τέκνον! Που με αφήνεις την Μητέρα Σου μόνην; Εις τίνος οικίαν με αποστέλλεις λοιπόν; Με αφήνεις, Υιέ μου, από του νυν; Χωριζόμεθα από την σήμερον, τέκνον μου; Αλλά ποίον να έχω παραμυθίαν; Ποίος να είναι παρηγορία μου; Σε είχον, τέκνον μου, ελπίδα, προσδοκίαν, πατέρα, μητέρα, Θεόν, ευεργέτην, επιτηρητήν, φροντιστήν· και τώρα ποίος να είναι αντί Σου, Υιέ μου; Αλλοίμονον εις εμέ, την μεμονωμένην αθλίαν. Αυτά εθάρρουν, Υιέ μου, όταν Σε εγέννησα; Ούτως προσεδόκων, όταν σε ανέτρεφα; Τοιαύτην λύπην εθάρρουν να απολαύσω; Τοιούτον πόνον ήλπιζον εγώ να έχω τώρα; Όταν σε εγέννων δεν είχον πόνους και τώρα τους έχω διπλούς. Αντίχαράς έχω, Υιέ μου, λύπην· αντί ευφροσύνης, πικρίαν· αντί αγαλλιάσεως, οδύνην, θλίψιν, αντί ευτυχίας· δυστυχίαν, αντί τιμής· αντί καλής ημέρας έχω θλιβεράν ώραν· αντί όσων εθάρρουν και ανέμενον καλών, τώρα απέκτησα κόπους και πόνους. Που είναι ο Γαβριήλ, όστις μοι είπε το «Χαίρε»; Εάν τον έβλεπον καν τώρα, θα έλεγον ολίγα τινά και προς αυτόν. Διότι μοι έλεγε, ότι θέλω χαρή και εγώ τώρα, τέκνον μου, θλίβομαι· μοι έλεγε, ότι η Βασιλεία Σου τέλος δεν έχει και εγώ Σε βλέπω, τέκνον μου, ουχί ως Βασιλέα, αλλ’ ως κατάδικον, ουχί ως Αυθέντην, αλλ’ ως δούλον, ουχί ως Εξουσιαστήν, αλλ’ ως υπόδουλον, ουχί ως Βασιλέα, αλλ’ ως κατακεκριμένον. Μοι έλεγε, ότι η Βασιλεία Σου δεν έχει τέλος, και εγώ, τέκνον μου ηγαπημένον, σε βλέπω νεκρόν. Επειδή όμως εκείνος δεν έλεγε γήϊνα, αλλ’ ουράνια, δια τούτο ουδέ εις την γην ετελειώθησαν οι λόγοι Του. Που είναι όμως ο ηγαπημένος Πέτρος, ο Μαθητής Σου; Χθες έλεγε, τέκνον μου, με Σε να αποθάνη και σήμερα που είναι; Χθες έλεγε να αποθάνη, Υιέ μου, ηγαπημένε για την αγάπην σου και σήμερον ούτε καν αυτός δεν ευρέθη να με παρηγορήση; Χθες εφαίνετο προθυμότερος από όλους, αλλά σήμερον έγινε δειλότερος! Ουαί εις Εμέ την μεμονωμένην! Τις να Σε κλαύση, Υιέ μου; Πόσα δάκρυα ήθελον να έχω, τέκνον μου, να χύσω δια τον πόνον Σου; Εάν ήτο δυνατόν βρύσις να γίνουν οι οφθαλμοί μου, δια να κλαύσω όσον θέλω και βούλομαι. Ω τέκνον μου! Τέκνον μου ηγαπημένον! Ω Υιέ μου πεφιλημένε, εκ μέσης ψυχής! Άνοιξον το άγιόν Σου στόμα και παρηγόρησέ με· άνοιξε τους οφθαλμούς σου και ίδε την Μητέρα Σου, πόσον δακρύει. Ακούεις, Υιέ μου, βλέπεις εμέ την Μητέρα σου; Που είναι οι Μαθηταί Σου; Δεν ευρέθη τις να Σε αγαπήση τουλάχιστον τώρα. Μόνον ο Ιωάννης ο νεώτερος, αυτός Σε ηγάπα· αυτός ήτο Μαθητής Σου, και είναι υιός μου. Ελθέ, Υιέ μου Ιωάννη, κλαύσον μετά της Μητρός Σου της ηγαπημένης τον αδελφόν Σου· θρήνησον τον Διδάσκαλόν Σου. Χθες Διδάσκαλόν Σου, αλλά σήμερον αδελφόν Σου, διότι ούτως μοι είπε εις τον Σταυρόν· «Μήτηρ, ίδε ο υιός σου» (Ιωάν. ιθ: 26). Πάντα τα έθνη συνθρηνήσατε, πάσαι αι φυλαί συγκλαύσατε, τα όρη πάντα τα αναίσθητα παραμυθήσατέ με. Ήλιε και γη παρηγορήσατέ με την μεμονωμένην. Ω μακάριε Συμεών και πλειστάκις μακάριε, όντως Προφήτης είσαι και Πνεύμα Άγιον είχες. Ιδού το δίστομον ξίφος, περί του οποίου μοι έλεγες, εισήλθεν εις την καρδίαν μου. Ιδού οι στεναγμοί και πόνοι της καρδίας μου με έφθασαν. Αλλά ποίος λοιπόν να με παρηγορήση; Άλλον δεν έχω, παρά μόνον Σε. Όλοι με άφησαν μόνην, όλοι με απηρνήθησαν· τουλάχιστον συ, ως γέρων, ελθέ και παραμύθησόν με. Εάν όχι εις άλλας ώρας, τουλάχιστον εις την παρούσαν ώραν παρηγόρησόν με. Αλλά τι λέγω από την πολλήν λύπην μου; Προς τον Υιόν μου να ομιλήσω, τον Υιόν μου να αποχαιρετήσω, διότι πλέον σωματικώς εις την γην δεν θέλω ίδει Αυτόν. Ο καιρός ενύκτωσε, η ώρα παρήλθε και πότε να Σε κλαύσω, Υιέ μου; Πότε να σε θρηνήσω; Πότε να σε αποχαιρετήσω; Φοβούμαι η δειλή από τους Ιουδαίους, αλλά καθ’ όλην την νύκτα ήθελον να σε κλαίω, τέκνον μου, διότι η αγάπη Σου καίει την καρδίαν μου. Να ήτο δυνατόν, Υιέ μου, να μη Σε έθαπτον, αλλά να Σε έβλεπον πάντοτε. Να είχον καιρόν να Σε κλαύσω, Υιέ μου. Ω γη και ήλιε, φρίξατε, βλέποντες το παράδοξον θαύμα! Ο Ποιητής σας νεκρός φαίνεται, ο Κτίστης σας θάπτεται. Ω τέκνον μου, που είναι το πρώτον σου κάλλος, το οποίον είχες; Που είναι η ωραιότης σου και τώρα φαίνεσαι άσχημος; Ω γνώμης πονηράς των Ιουδαίων! Ω απανθρωπίας των φθονερών Εβραίων! Ω γένος κάκιστον και παγκάκιστον! Τουλάχιστον ως οι λίθοι, οι οποίοι εσχίσθησαν, δεν είσθε και σεις; Αυτοί γνωρίζοντες τον Ποιητήν των, ότι εσταυρώθη, εσχίσθησαν· σεις δε, μιαρώτατοι, δεν εννοήσατε καν τόσον; Το καταπέτασμα εσχίσθη εις το μέσον και σεις δεν κατενύχθητε; Τα μνημεία ηνεώχθησαν, η δε καρδία σας η πεπονηρευμένη δεν κατενύχθη εις θεογνωσίαν; Ω αχάριστον γένος! Ο ήλιος εσκοτίσθη και η σελήνη ομοίως, σεις δε, δεν ηκούσατε, ότι είναι Θεός; Τα αναίσθητα κτίσματα ηννόησαν τον Κτίστην των και σεις πως, ω αγνώμονες, δεν εννοήσατε; Διατί επωρώθητε; Διατί ετυφλώθητε; Διατί εσταυρώσατε τον ηγαπημένον μου Υιόν; Ω πονηρότατε Ιούδα και αγνωμονέστατε, εις τόσην αγνωσίαν κατήντησας, άθλιε! Ω πόσην ασέβειαν είχες και ουδείς ηδυνήθη να σε εννοήση, ειμή μόνον ο ηγαπημένος μου Υιός! Ποσάκις σου έλεγε δια παραβολών, πως θέλεις καταντήσει, αλλά δεν μετεννόεις, τρισάθλιε. Ούτε ηννόεις, αναίσθητε άνθρωπε, ότι προεγνώριζε, ό,τι επρόκειτο να κάμης! Ποία ήτο η αιτία σου; Ποία ήτο η πρόφασίς σου; Η πτωχεία σου; Και ποία; Ποία; Πότε επείνασες και δεν είχες να φάγης; Πότε εγυμνώθης και δεν είχες να ενδυθής; Πότε άλλο τι πτωχικόν έπαθες και τον παρέδωκες; Δια να αποκτήσης πλούτον; Διατί όμως; Δεν είχες τίποτε; Συ είχες τον κορβανάν των Αποστόλων και τίποτε δεν σου έλειπε. Φανερόν είναι, ότι από την μιαρότητά σου και την κακογνωμίαν σου τον επρόδωσες εις θάνατον. Εάν ηγάπας, κακότροπε, να είσαι ακτήμων, διατί τον επρόδωσες; Δια να αποκτήσης πλούτον; Συ δεν ηγάπας πλούτον, ως έλεγες και ο ίδιος προς το θεαθήναι. Εάν δε ηγάπας χρήματα και πλούτον, ασεβέστατε, διατί ήσο μετά του Χριστού, εφ’ όσον ο Χριστός εδίδασκεν ακτημοσύνην; Ποίον ήτο το πταίσιμον του Υιού μου, παγκάκιστε, και τον εσταύρωσες με την προδοσίαν σου; Μήπως δεν έδωκε και εις σε χάρισμα, καθώς και εις τους άλλους Αποστόλους; Δεν ιάτρευες και συ ασθενείς; Δεν ωμμάτωνες τυφλούς; Δεν εθεράπευες δαιμονιζομένους; Ποίον χάρισμα έδωκεν εις τους άλλους Αποστόλους και δεν το έδωκε και εις σε; Μήπως δεν ένιψε και τους ιδικούς σου μιαρούς πόδας; Μήπως δεν σε μετέλαβε και σε; Ναι, σε εκοινώνησε, αλλ’ ως αχάριστος όπου ήσο, ως αγνώμων και άθλιος όπου ήσο, αντί καλόν του έκαμες κακόν· αντί φίλου, έγινες αποστάτης και εχθρός άσπονδος· αντί ηγαπημένου έγινες μισητός, αντί Απόστολος έγινες διάβολος. Πόθεν και διατί; Διότι ήσο κακούργος· διότι ήσο κακοπροαίρετος. Αλλ’ ο μεν Κύριος, ως είχε προφητευθή από τους Προφήτας, έπαθε και εσταυρώθη· ουαί δε εις σε, κάκιστε και παγκάκιστε άνθρωπε. Δια τούτο, ασεβέστατε, και την αγχόνην εκληρονόμησες· δια τούτο και κακόν θάνατον έλαβες· δια τούτο την αιώνιον κόλασιν εκέρδησες. Ούτε καν ταύτην την πρόσκαιρον ζωήν δεν εκέρδησες, τρισάθλιε· αλλά συ μεν κατά τα έργα σου μετά των ασεβεστάτων Ιουδαίων ύπαγε εις τον ητοιμασμένον σου τόπον της κολάσεως· ο δε Υιός μου ο ηγαπημένος, Βασιλεύς είναι και νικητής και θέλει συντρίψει τας μιαράς σας κεφαλάς. Αλλά Συ, Υιέ μου, προς Σε ως νεκρόν ομιλώ· «Ύπαγε εις τον Άδην και λύτρωσον τας ψυχάς των Προπατόρων μας· και πάλιν αναστήσου τριήμερος, καθώς έλεγες εις ημάς με το άγιόν Σου στόμα, ίνα Σε ίδω και εγώ και οι λυπημένοι Μαθηταί Σου. Ανάστα ο Θεός, διότι Συ είσαι Βασιλεύς· νίκησον τον θάνατον, καταπάτησον την δύναμιν του πονηρού Δαίμονος, σύντριψον την επηρμένην οφρύν του μιαρού Διαβόλου, και πάλιν φάνηθι προς την Μητέρα Σου την ηγαπημένην. Διότι, Υιέ μου, αν και δια την σωτηρίαν των ανθρώπων εσταυρώθης και απέθανες, αλλ’ εις εμέ άφησες λύπην και θλίψιν μεγάλην. Διότι αν και τρεις ημέρας μόνον θα κάμης, τέκνον μου, εις τον Άδην, εις εμέ όμως, ως πολλά έτη μοι φαίνονται. Δια τούτο, Υιέ μου ηγαπημένε, ανάστα τριήμερος, καθώς πολλάκις το προέλεγες, ίνα ευφράνης και χαροποιήσης την Μητέρα Σου, την τεθλιμμένην και λυπημένην δια τον θάνατόν Σου». Ταύτα εν ολίγοις εγράψαμεν, ίνα παραστήσωμεν και δείξωμεν μητρός λυπημένης λόγους προς Υιόν μονογενή· διότι και η Κυρία Θεοτόκος πολλήν λύπην είχε δια τον θάνατον του Ιησού Χριστού, του Υιού της, διότι ήτο και μονογενής Της και Τον εγνώριζε μεν αληθώς ως Θεόν και ότι τριήμερος θέλει αναστηθή, αλλ’ όμως ως μήτηρ, όπου ήτο και αυτή, εθρήνει και έκλαιε μητρικώς εκ βαθέων καρδίας. Αλλ’ η μεν Παναγία ούτως έκλαιε τον Υιόν της και ο Τάφος έμελλε να λάβη το Σώμα του Κυρίου· ο δε Άδης κάτω μετά φόβου και τρόμου εστέναζε και εθρήνει τον αφανισμόν του, διότι έμελλεν εντός ολίγου να χάση τας ψυχάς, τας οποίας είχεν αιχμαλωτίσει εις διάστημα πέντε χιλιάδων και πεντακοσίων χρόνων. Αλλά ποίοι να ήσαν και εκείνου οι λόγοι; Καλόν είναι μιμούμενοι και ημείς τον Άγιον Επιφάνιον και Μάξιμον τον Πλανούδην να διηγηθώμεν ολίγα ως εν συντόμω. «Ω! ω! τις η βία αύτη; Αι αι· τις η δυναστεία του Ναζωραίου; Βαβαί βαβαί! Πόση του της Μαρίας Υιού η ισχύς; Φεύ φεύ! πόσον το του Ιησού κράτος; Αλλά τις είναι Αυτός, όστις δεν καταδικάζεται εις τον Άδην; Ποίος είναι ούτος και δεν κρατείται εις τα κατώτατα της γης; Κάλλιον ήτο να μη είχον αναγκάσει τους Εβραίους να τον σταυρώσουν. Τον εδέχθην ως αποθαμμένον και τον τρέμω ως αθάνατον· τον εδέχθην ως άνθρωπον και τον φοβούμαι ως Θεόν· τον εδέχθην ως αδύνατον και τον τρέμω ως ισχυρόν· τον εδέχθην ως δούλον και τον φοβούμαι ως Βασιλέα· τον εδέχθην ως Εσταυρωμένον και τον τρομάζω ως απαθή Θεόν. Αλλ’ ω λειτουργοί και υπηρέται μου δαίμονες, κλείσατε τας πύλας μου. Ασφαλίσατε τους μοχλούς καλώς, διότι έρχεται, διότι έφθασεν η κατάλυσίς μας. Αλλά τι λέγω; Επειδή Θεός είναι, καθώς τον εγνώρισα, θέλει αφανίσει και τας πύλας, θέλει συντρίψει και τους μοχλούς, θέλει καταργήσει και την δύναμίν μας. Έως πότε θα φυλαττώμεθα; Ιδού ήλθεν ο καιρός της απωλείας ημών, ιδού έφθασεν η κατάλυσις ημών. Αλλά δεύτε να κρυφθώμεν εις τα κατώτατα του Άδου· έρχεσθε να καταβώμεν εις τους αποκρύφους και κεκρυμμένους τόπους τούτους». Tαύτα των εν τω Άδη δαιμόνων λεγόντων, έφθασε και ο Κύριος εις τον Άδην μετά δόξης πολλής, μετ’ Αγγέλων υμνωδίας, μετ’ Αρχαγγέλων δορυφορίας· και παρευθύς εβόησαν οι Άγγελοι προς τον Άδην· «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών» (Ψαλμ. κγ: 7), ήτοι, σεις οι πρώτοι του Άδου, ανοίξατε, διότι ο Βασιλεύς έρχεται· ανοίξατε, διότι ο Νικητής παραγίνεται· ανοίξατε, διότι ο Θεός ήλθεν. «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης». Αλλ’ οι μεν Άγγελοι ούτως εβόων και ούτως επεφώνουν προς τον Άδην· αι δε αποστατικαί δυνάμεις, όσαι από τον ουρανόν δια την υπερηφάνειάν των κατήντησαν εις τον Άδην, ως μη γνωρίζουσαι ποίος είναι ο Βασιλεύς της δόξης, ούτως ηρώτων, λέγουσαι· «Τις εστιν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης»; Πως όμως ερωτάτε, ω δαίμονες; Δεν γνωρίζετε σεις, ποίος είναι Αυτός; Δεν γνωρίζετε ποίος είναι ο Βασιλεύς της δόξης; Αυτός ο οποίος σας έρριψεν εις τον Άδην δια την υπερηφάνειάν σας· αυτός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Σεις τον ωμολογήσατε Θεόν, όταν σας επετίμησε να εξέλθητε από τους δαιμονιζομένους και τώρα πως λέγετε· «Τις εστιν ο Βασιλεύς της δόξης»; Πόσας φοράς σας ξέβαλεν από ανθρώπους, εις τους οποίους είχετε κατοικήσει; Ποσάκις σας επετίμησε; Πως λοιπόν τώρα ερωτάτε, τις εστιν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης; Εάν όμως και εκείνα ελησμονήσατε, αλλ’ από την έγερσιν του Λαζάρου δεν εννοήσατε; Δεν είδατε ότι με ένα μόνον λόγον ήρπασε την ψυχήν του από τας χείρας σας και από τον τόπον σας; Εάν δε και απ’ αυτό δεν εννοήσατε, καν από τα σημεία της Σταυρώσεώς Του δεν ηκούσατε; Ο ήλιος εσκοτίσθη, διότι εγνώρισε τον Ποιητήν του· η γη εσείσθη, διότι ήκουσε τον Κτίστην της· τα κτίσματα όλα ηννόησαν τα αισθητά και σεις δεν εγνωρίσατε, ποίος είναι ο Βασιλεύς της δόξης; «Κύριος των δυνάμεων Αυτός εστιν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης». Εάν δε και περισσότερον ερωτάτε, μάθετε καταλεπτώς. Κύριος κραταιός μεν, διότι την δύναμίν σας, θέλει συντρίψει· δυνατός δε, διότι την κατοικίαν σας, τον Άδην, θέλει αφανίσει αλλά και εις τον πόλεμον είναι δυνατός. Εις ποίον πόλεμον; Εις τον ιδικόν σας, διότι εάν θελήσετε να εναντιωθήτε, θέλει αφανίσει ολοσχερώς την δύναμίν σας, αλλά και σας αυτούς και όλην την δυναστείαν σας θέλει συντρίψει. Δια τούτο «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης». Αλλ’ οι μεν Άγγελοι από το εν μέρος, οι δε Δαίμονες από το άλλο, ούτως έλεγον και εβόων· οι μεν Άγγελοι μετ’ εξουσίας, οι δε Δαίμονες μετά φόβου· και οι μεν Άγγελοι από την χαράν των, οι δε Δαίμονες από τον τρόμον των. Ο δε Βασιλεύς της δόξης, δηλονότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εισήλθε μετ’ εξουσίας και δυνάμεως πολλής εις τον Άδην, όχι με το Σώμα, επειδή αυτό ήτο εις την γην, αλλά με την Θεότητα και με την παναγίαν και καθαρωτάτην Αυτού ψυχήν. Εκεί ήσαν οι απ’ αιώνος αποθανόντες άνθρωποι όλοι· εκεί ήσαν οι Προπάτορες πάντες, εκεί οι Προφήται, εκεί οι Δίκαιοι. Εκεί ο Αδάμ, η Εύα, ο Σηθ, ο Άβελ, ο Κάϊν, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Μωϋσής, αλλά και ο Πρόδρομος Ιωάννης τρεις χρόνους και εξ μήνας είχεν εις τον Άδην τότε. Και τι να λέγω καταλεπτώς; Όσοι απέθανον προ της καθόδου του Χριστού εις τον Άδην, όλοι εκεί ήσαν κεκρατημένοι, όχι τα σώματα, αλλ’ αι ψυχαί. Παρευθύς δε ως έλαμψε το Φως εκείνο εις τον Άδην, όλοι εχάρησαν, διότι εγνώρισαν την ελευθερίαν των, διότι ηννόησαν την λύτρωσίν των, διότι ήκουσαν ποίον είναι το Φως εκείνο, το οποίον έλαμψεν εις τον σκοτεινόν Άδην. Δια τούτο απεκρίθη ο Συμεών ο Θεοδόχος και είπε προς τους εν τω Άδη ανθρώπους· «Δεν σας έλεγον εγώ, ότι εις ολίγον καιρόν έρχεται εδώ εις τον Άδην να μας ελευθερώση; Δεν σας έλεγον, ότι εις τας χείρας μου Τον εκράτησα ως Βρέφος μικρόν; Διατί δεν επιστεύετε τους λόγους μου; Ίδετε τώρα και μόνοισας και γνωρίσατε την αλήθειαν». Αλλά και ο θείος Πρόδρομος ούτως έλεγε προς εκείνους· «Και αν συ, πρεσβύτα Συμεών, τον είδες ως Βρέφος, αλλ’ εγώ τον εβάπτισα άνδρα τέλειον εις τον Ιορδάνην ποταμόν και δεν είναι πολύς καιρός από τότε. Αφ’ ότου συ τον είδες, παρήλθον τριάκοντα τρία έτη, εγώ όμως τον είδον προ τριών ετών· βλέπετε, ότι αληθώς σας έλεγον». Ο Αδάμ ακούων έχαιρε και η Εύα ηυφραίνετο, διότι τον Κτίστην και Πλάστην των έβλεπον, όστις κατέβη δι’ αυτούς εις τον Άδην. Οι Προπάτορες ηγάλλοντο, οι Προφήται εχαίροντο, διότι έβλεπον τον προφητευόμενον υπ’ αυτών. Και άλλοι μεν έλεγον· «Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς Σε, Κύριε ο Θεός» (Ιων. β: 7), και άλλοι· «Ήγγισαν έως των πυλών του θανάτου» (Ψαλμ. ρστ: 18), και έτεροι· «Δια τούτο εκεκράξαμεν προς σε και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν (Ψαλμ. ξε: 12), και έτεροι· «Εκ κοιλίας Άδου εισήκουσας φωνής ημών» (Ιωνάς β: 3), και άλλοι· «Εκεκράξαμεν οι δίκαιοι και συ, Κύριε, εισήκουσας ημών» (Ψαλμ. λγ: 18). Με τοιαύτην λοιπόν προσδοκίαν των εν τω Άδη ανθρώπων, έφθασε και ο Κύριος προς τον Αδάμ, λέγων προς αυτόν· «Εγείρου, Αδάμ, το ιδικόν μου πλάσμα· εγείρου Αδάμ, η πλάσις των χειρών μου· έγειρε Αδάμ, άγωμεν εντεύθεν, άφες την σφοδροτάτην και κακήν κόλασιν και ελθέ εις τον Παράδεισον· άφες τον ξένον τόπον και ελθέ εις τον ιδικόν σου· άφες τον ανέτοιμον τόπον και ελθέ εις τον ητοιμασμένον· άφες την πικρίαν του Άδου και ελθέ εις την γλυκύτητα του Οαραδείσου, άφες την λύπην και ελθέ εις την χαράν, άφες την θλίψιν και ελθέ εις την ευφροσύνην, άφες την λύπην και ελθέ εις την αγαλλίασιν. Ο Παράδεισος σε αναμένει, η τρυφή σε περιμένει, το ξύλον της γνώσεως το οποίον έγινεν αφορμή να εκπέσης, έτοιμον είναι τώρα δια σε· η φλογίνη ρομφαία, η οποία φυλάττει την πύλην της Εδέμ, απεσύρθη δια σε· αύτη πλέον δεν δύναται κατεπάνω σου να εναντιωθή. Ιδού καγώ δια σε ήλθον έως εδώ, δια σε εσαρκώθην, δια σε έγινα άνθρωπος, δια σε εταπεινώθην, δια σε υβρίσθην, δια σε ωνειδίσθην, ερραπίσθην, ενεπτύσθην, εκολαφίσθην, εμαστιγώθην, ενεπαίχθην και αυτά όλα τα υπέμεινα, δια να σώσω σε τον Αδάμ και το γένος σου όλον, το οποίον κατήντησεν εδώ δια την ιδικήν σου παρακοήν. Εγείρεσθε και σεις, ω επίλοιποι Δίκαιοι άνθρωποι· ίδετε και εννοήσατε, ότι εγώ είμαι η σωτηρία σας· εγώ είμαι η λύτρωσίς σας, εγώ είμαι η ελευθερία σας· εγώ Φως εις τον κόσμον ελήλυθα πρώτον, αλλά και τώρα εις τον Άδην Φως είμαι και δια τούτο φωτίσθητε. Ήκουσα την φωνήν της δεήσεώς σας, διότι σεις οι Δίκαιοι εκεκράξατε και εγώ εισήκουσα την δέησίν σας και κατέβην του εξελέσθαι υμάς εκ χειρών πολεμίων. Δια τούτο εγείρεσθε εκ του σκότους του Άδου και από την ομίχλην, από τα κακά, από τας τιμωρίας και έρχεσθε να υπάγωμεν εις τον Παράδεισον». Με τοιούτους λόγους ελύτρωσεν από την κόλασιν ο Χριστός τας ψυχάς των απ’ αιώνος κεκοιμημένων Αγίων. Εάν δε ερωτήση τις ποίους έσωσε και πόσους; Ας μάθη ούτος από τον Θεολόγον Γρηγόριον, όστις ερωτά· «Απλώς σώζει πάντας Χριστός, καταβάς εις Άδην ή ου»; Και παρακατιών απαντά· «κακεί τους πιστεύσαντας». Πως; Μάθετε την αλήθειαν. Ο Χριστός σωματικώς εις την γην τριάκοντα τρία έτη έκαμε κηρύττων· λοιπόν όσοι επίστευσαν εις το κήρυγμά Του, εκείνους και έσωσεν· ομοίως και εις τον Άδην τριάκοντα τρεις ώρας έκαμε, κηρύττων. Πως; Τον καιρόν κατά τον οποίον εσταυρώθη ο Χριστός, ήτο Μάρτιος μην, εις την κγ΄ (23ην) του μηνός εσταυρώθη· αυτός ο μην έχει δώδεκα ώρας την ημέραν και δώδεκα την νύκτα. Λοιπόν ο Χριστός εις την ενάτην ώραν της Παρασκευής παρέδωκε το πνεύμα· έως το εσπέρας είναι τρεις ώραι· η νυξ της Παρασκευής έχει δώδεκα ώρας και η ημέρα του Σαββάτου δώδεκα ώρας και έξ ώρας της νυκτός του Σαββάτου, γίνονται όλαι τριάκοντα τρεις. Όστις λοιπόν επίστευσεν εις τον Άδην, τον ελύτρωσεν ο Χριστός από την κόλασιν· όσοι δε απίστησαν, έμειναν εκεί κολαζόμενοι. Αλλά το μεν δεσμωτήριον του Άδου ηφανίσθη, αι δε ψυχαί των Δικαίων επήγαν εις τον Παράδεισον. Εκεί εύρον τον Ληστήν και απορούσαν ποίος να είναι εκείνος. Πρώτοι δε ο Αδάμ και η Εύα τον έβλεπον και θαυμάζοντες έλεγον· «Ημείς είμεθα πρώτον πλάσμα του Θεού από όλους τους ανθρώπους, ημείς όταν είμεθα εις τον Παράδεισον, άλλος μεθ’ ημών άνθρωπος δεν ήτο· αυτός δε τον οποίον βλέπομεν, πόθεν ευρέθη»; Ταύτα λέγοντες εισήλθον εις τον Παράδεισον οι Προπάτορες. Τη επαύριον, μετά την Παρασκευήν, ημέραν Σαββάτου, Μαρτίου κδ΄ (24ην) συναχθέντες οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι προς τον Πιλάτον, παρεκάλεσαν αυτόν, ίνα ασφαλίση τον Τάφον του Ιησού έως της τρίτης ημέρας· «διότι (έλεγον οι θεομάχοι) έχομεν υποψίαν, μήπως οι Μαθηταί αυτού κλέψωσι δια νυκτός το ενταφιασθέν Αυτού Σώμα και κηρύξωσιν έπειτα εις τον λαόν ως αληθινήν την Ανάστασιν, την οποίαν προείπεν ο πλάνος εκείνος, έτι ζων· και τότε έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης». Ταύτα ειπόντες προς τον Πιλάτον και λαβόντες άδειαν παρ’ αυτού, απήλθον και εσφράγισαν τον Τάφον, διορίσαντες προς ασφάλειαν αυτού και κουστωδίαν (Custodiam), τουτέστι φύλακας εκ των φυλασσόντων την πόλιν στρατιωτών (Ματθ. κζ: 62 – 66). Εύχομαι δε την αυριανήν αγίαν ημέραν, αγίως και δικαίως να εορτάσωμεν, εκεί δε να αξιωθώμεν της στάσεως των σεσωσμένων, της ελλάμψεως των Αγγέλων, της τρυφής των εκλεκτών, της τιμής των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων εν Χριστώ Αγίων και αυτής της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του εις τον Άδην κατελθόντος δια την σωτηρίαν των Προπατόρων και πάντων ημών· Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί, και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Τη ανεκφράστω Σου συγκαταβάσει, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: