Κωνσταντίνος
ο μέγας και αοίδιμος πρώτος βασιλεύς των Χριστιανών, ο ιδρυτής της
Κωνσταντινουπόλεως και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εγεννήθη εν Ναϊσώ,
σημερινή Νίσση, της Δαρδανίας, περιοχής ανηκούσης νυν εις την κεντρικήν
Σερβίαν, περί το έτος σοδ΄ (274) μ.Χ. Ο πατήρ του ονόματι Κωνστάντιος, εξ
Ιλλυρίας έλκων την καταγωγήν, ήτο τότε στρατηγός του Ρωμαϊκού Κράτους,
μετέπειτα δε ανεκηρύχθη αυτοκράτωρ των δυτικωτάτων μερών αυτού, ήτοι
Βρεταννίας, Γαλατίας (της σημερινής Γαλλίας), Ισπανίας κ.λ.π..
Ούτος δια την χλωμότητα του προσώπου του επωνομάζετο Χλωρός, ήτο δε μικρανεψιός εκ μητρός του αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σξη΄ - σο΄ (268-270). Μήτηρ του Αγίου υπήρξεν η ευσεβεστάτη και αγιωτάτη βασίλισσα Ελένη η ομού μετά του υιού της Μεγάλου Κωνσταντίνου εορταζομένη κατά την σήμερον. Η μακαρία Ελένη κατήγετο εκ Βιθυνίας της Μικράς Ασίας γεννηθείσα εις πόλιν καλουμένην Δρεπάνην, ήτις προς τιμήν της μετωνομάσθη υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου Ελενόπολις. Κατά την εποχήν εκείνην της γεννήσεως τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε περιέλθει εις χάος δεινότατον· οι βασιλείς ο εις μετά τον άλλον εφονεύοντο και άλλος ανήρχετο εις τον θρόνον δια να φονευθή και αυτός μετ’ ολίγον και να τον διαδεχθή έτερος. Κατά το έτος σπδ΄ (284) μετά την δολοφονίαν του Νουμεριανού ανεκηρύχθη εις την Χαλκηδόνα αυτοκράτωρ ο εκ Δαλματίας καταγόμενος Διοκλητιανός ο κατόπιν γενόμενος μέγας διώκτης των Χριστιανών. Ο Διοκλητιανός εβασίλευσεν επί είκοσιν έτη, δύο όμως έτη μετά την υπ’ αυτού ανάληψιν της βασιλείας, ήτοι κατά το έτος σπστ΄ (286), διήρεσε την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν εις δύο τμήματα, το ανατολικόν το οποίον περιελάμβανε το Ιλλυρικόν, την Ελλάδα, την Μικράν Ασίαν και την Αίγυπτον με πρωτεύουσαν την Νικομήδειαν της Μικράς Ασίας, εις την οποίαν εγκατεστάθη ο ίδιος και εκ της οποίας διηύθυνε την όλην αυτοκρατορίαν, και το δυτικόν τμήμα, το οποίον περιελάμβανε την Ρώμην, την Ιταλίαν, την Γαλλίαν, την Ισπανίαν, την Βρετανίαν και την Βόρειον Αφρικήν με έδραν τα Μεδιάλανα (Μιλάνον), εις το οποίον εγκατέστησεν αυτοκράτορα τον έμπιστον φίλον του Μαξιμιανόν τον επονομαζόμενον Ερκούλιον (Ηρακλήν) καταγόμενον από το Σίρμιον της Παννονίας. Βραδύτερον, ήτοι εν έτει 293, ο Διοκλητιανός ώρισεν άλλους δύο βοηθούς εις την άσκησιν της εξουσίας, τους οποίους ωνόμασε καίσαρας, ενώ αυτός και ο Μαξιμιανός ωνομάζοντο αύγουστοι. Οι καίσαρες θα ήσαν συμβασιλείς, βοηθοί και διάδοχοι των αυγούστων. Και αυτός μεν προσέλαβεν ως καίσαρα εις την Ανατολήν τον γαμβρόν του Μαξιμιανόν Γαλέριον, εις τον οποίον έδωκεν ως σύζυγον την θυγατέρα του Βαλερίαν και του παρεχώρησε να ορίζη την Μακεδονίαν, την Στερεάν Ελλάδα, την Πελοπόννησον και την Κρήτην, έχοντα την έδραν του εις το Σίρμιον της Παννονίας. Εις δε την Δύσιν ώρισε καίσαρα υπό τον αύγουστον Ερκούλιον Μαξιμιανόν τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιον τον Χλωρόν, εις τον οποίον παρεχώρησε να ορίζη τα δυτικώτερα μέρη της αυτοκρατορίας, ήτοι Βρετανίαν,Γαλατίαν και Ισπανίαν, ως ανωτέρω είπομεν. Τούτον υπεχρέωσεν ο Διοκλητιανός να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του την μακαρίαν Ελένην και να νυμφευθή την θυγατέρα του Ερκουλίου Μαξιμιανού Θεοδώραν δια να έχη εγγύησιν ότι ως συγγενής δεν θα εγείρη ποτέ πόλεμον εναντίον των. Επί πλέον ο Διοκλητιανός εκράτησεν ως όμηρον τον υιόν τού Κωνσταντίου και της Ελένης Κωνσταντίνον δια περισσοτέραν ασφάλειαν. Τοιουτοτρόπως ο νέος Κωνσταντίνος, κρατούμενος ως όμηρος εις την αυλήν του Διοκλητιανού και εν συνεχεία του Γαλερίου Μαξιμιανού, ανετρέφετο μεν μετά των ασεβών και τυράννων, εις τα ήθη όμως, την γνώμην και τας άλλας πράξεις δεν ωμοίαζεν ουδόλως μετ’ αυτών, επειδή εκ μικράς ηλικίας ήτο όχι μόνον ωραίος κατά την όψιν, αλλά και αγαθός και καλός κατά την καρδίαν. Όπως δε ηύξανε κατά την σωματικήν ηλικίαν, επί τοσούτον ωραιότερος και αγαθώτερος εγίνετο, αλλά και θαυμαστός κατά την δύναμιν, ώστε ουδείς ηδύνατο να αντιπαραταχθή κατ’ αυτού, διότι κατανικών τους πάντας έμενεν αήττητος. Ταύτα βλέποντες οι τύραννοι, αντί να τον αγαπώσι, τον εφθόνησαν, οι άθλιοι, όχι μόνον δια την ανδρείαν του, αλλά και διότι ερωτήσαντες το μαντείον του Απόλλωνος, οι ασύνετοι, οποίοςθα γίνη εις το ύστερον ο Κωνσταντίνος εκείνος, Θεού επιτρέποντος, απεκρίθη, ότι αυτός έμελλε να κυριεύση τον κόσμον και να κηρύξη Θεόν τον Χριστόν και ότι επ’ αυτού θα καταρρεύση η θρησκεία των ειδώλων. Δια την αιτίαν αυτήν λοιπόν τον εμίσησαν τόσον, ώστε εμελέτων να θανατώσωσιν αυτόν με τρόπον επιτήδειον και απόκρυφον. Αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός, ο προγνωρίζων τα μέλλοντα, αυτόν μεν διεφύλαξεν από τας μηχανάς και τας πανουργίας αυτών, αυτούς δε, ως επιβούλους και φθονερούς, εξωλόθρευσε και ως κακοί κακώς απωλέσθησαν, ως προχωρούντος του λόγου θέλομεν ίδει. Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι του έτους τε΄ (305). Το Ρωμαϊκόν Κράτος, αν και εκυβερνάτο από τέσσαρας αυτοκράτορας τοπικήν έχοντος εκάστου δικαιοδοσίαν, ήτο όμως θεωρητικώς ηνωμένον, κυβερνώμενον υπό τετραρχίας, των εκάστοτε διαταγμάτων εκδιδομένων επ’ ονόματι και των τεσσάρων αυτοκρατόρων. Κατά το έτος τε΄ (305), καθ’ ην είχον εκ των προτέρων συμφωνίαν, παρητήθησαν της βασιλείας ο τε Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός Ερκούλιος και απεσύρθησαν ο μεν Διοκλητιανός εις τα κτήματά του εις Δαλματίαν, όπου έζησε μέχρι του έτους τιστ΄ (316), ο δε Μαξιμιανός παρέμεινεν εις την Ρώμην. Αύγουστοι ανεκηρύχθησαν τότε οι Καίσαρες, εις μεν την Δύσιν ο πατήρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος, εις δε την Ανατολήν ο Μαξιμιανός Γαλέριος ο γαμβρός του Διοκλητιανού. Ο Κωνσταντίνος εκρατείτο τότε εις την αυλήν του Μαξιμιανού Γαλερίου, όστις φθονών αυτόν δια τα έξοχα αυτού προτερήματα προσεπάθησε να τον θανατώση δια του ακολούθου τεχνάσματος. Εις την Ανατολήν είχον συνήθειαν, όπως, προς ευθυμίαν του αυτοκράτορος και της συνοδείας του, εκτελούν διάφορα αγωνίσματα και ψευδοπολέμους, εις εκ των οποίων ήτο και ο ακόλουθος: Άφηναν μίαν άρκτον και ένα λέοντα ελευθέρους εντός του αμφιθεάτρου, αφού προηγουμένως εξερρίζωνον τους οδόντας και τους όνυχας αυτών. Κατόπιν εισήρχετο ο βασιλεύς και εφόνευε τα θηρία δια της ράβδου του. Εν συνεχεία τριάκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ευρίσκοντο κεκρυμμένοι εντός του θεάτρου και οι οποίοι εκράτουν εις τας χείρας αυτών σπόγγους αντί πετρών, εξήρχοντο και δια τούτων ελιθοβόλουν τον βασιλέα, όστις ως ανδρείος δήθεν αντεπετίθετο και ελιθοβόλει τους άνδρας εκείνους, δια λίθων όμως πραγματικών. Αφού δε έρριπτε τούτους κατά γης, επευφήμουν τότε οι θεαταί τον βασιλέα ως νικητήν. Ημέραν λοιπόν τινα ο δόλιος Γαλέριος Μαξιμιανός, θέλων να εξολοθρεύση δολίως τον Κωνσταντίνον, μετεχειρίσθη την εξής απάτην. Επρόσταξε τους υπηρέτας και απέλυσαν εντός του θεάτρου μίαν άρκτον και ένα λέοντα, χωρίς να αφαιρέσουν προηγουμένως τους οδόντας των. Κατόπιν προσεποιήθη ότι ήτο ασθενής και επρόσταξε τον Κωνσταντίνον να εισέλθη αντ’ αυτού εις το θέατρον. Ούτος εισήλθε πράγματι, κρατών την ράβδον. Όμως ο ευλογημένος ούτος ήτο τόσον ανδρείος, ώστε παρά το γεγονός, ότι και τα δύο θηρία είχον τους οδόντας των, ο Κωνσταντίνος εφόνευσε ταύτα, εν συνεχεία δε έρριψε κατά γης και τους τριάκοντα άνδρας, τινές των οποίων, ως έμπιστοι του βασιλέως, εκράτουν λίθους πραγματικούς εις τας χείρας των. Ταύτα μαθών ο δόλιος βασιλεύς εξήλθε δήθεν εν θυμώ και ήλεγξε τους υπηρέτας δια την απροσεξία των προφασιζόμενος, ότι αυτός ουδέν περί τούτου εγνώριζε. Ταύτα πληροφορηθείς ο Κωνστάντιος απεφάσισε να απελευθερώση τον υιόν του και προβάλλων ως πρόσχημα την ασθένειάν του, διότι ήτο πράγματι ασθενής, εζήτησε από τον Γαλέριον Μαξιμιανόν να του αποστείλη τον υιόν του δια να τον ίδη, αυτός δε αναγκαζόμενος υπό των πραγμάτων προσεποιήθη, ότι εδέχθη την αίτησιν του Κωνσταντίου, είχεν όμως κατά νουν να εξολοθρεύση τον Κωνσταντίνον καθ’ οδόν. Αλλ’ ο Κωνσταντίνος αναχωρήσας εκείθεν διέφυγε, Χάριτι Χριστού, όλας τας παγίδας του Γαλερίου και έφθασεν υγιής εις τον πατέρα του. Τότε ο Κωνστάντιος εχάρη πολύ, όταν είδε τον υιόν του ελθόντα εις τον κατάλληλον καιρόν, ίνα αφήση τούτον διάδοχον εις τον θρόνον του. Και είχε μεν αποκτήσει ο Κωνστάντιος άλλους τρεις υιούς εκ της δευτέρας συζύγου του Θεοδώρας, της θυγατρός του Ερκουλίου (Ηρακλέους) Μαξιμιανού, τον Δαλμάτιον, τον Αννιβαλιανόν και τον Κωνστάντιον τον πατέρα του Γάλλου και του Ιουλιανού του Παραβάτου, τον Κωνσταντίνον όμως ηγάπα περισσότερον, διότι ήτο φρονιμώτερος και μεγαλύτερος. Ευθύς λοιπόν ως ο Κωνστάντιος είδε τον υιόν του, τον ενηγκαλίσθη και εκεί, ενώπιον όλων των παρισταμένων, προείπε την προκοπήν του νέου λέγων: «Καθώς ο Χριστός σε εφύλαξεν από τας επιβουλάς των εχθρών και σε έφερεν εις την κατάλληλον ώραν να λάβης την βασιλείαν ως άξιος, ούτω πιστεύω, ότι θέλει σε βοηθήσει μάχρι τέλους, να στερεώσης πανταχού την ευσέβειαν». Ταύτα ειπών τον εψήφισε βασιλέα, και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν· «Ενθυμού, τέκνον να αγαπάς τους Χριστιανούς και να βοηθής τούτους, εάν θέλης να δοξασθής εις όλον τον κόσμον». Δια των λόγων τούτων εγνωρίσθη ότι ήτο Χριστιανός, μάλιστα δε και ενάρετος και δίκαιος κριτής, ελεήμων και φιλάνθρωπος πάντοτε. Διότι δεν εθησαύρισε ποτέ, υπέρ την ανάγκην, χρυσόν ή έργυρον, αλλ’ ευσπλαγχνίζετο τους πένητας. Ο δε Κωνσταντίνος ενυμφεύθη την Μινερβίναν, από την οποίαν απέκτησεν υιόν τον Κρίσπον και πολλούς νικηφόρους πολέμους διεξήγαγεν εις την Γαλατίαν και την Βρετανίαν. Μετ’ ολίγον ο Κωνστάντιος απέθανεν εις την πόλιν Εβόρακον (Υόρκην) της Βρετανίας όπου ευρίσκετο πολεμών τους εχθρούς του, ο δε Κωνσταντίνος, ανακηρυχθείς αυτοκράτωρ υπό του στρατού, ο οποίος εξετίμησε τας αρετάς του και τον ηγάπησεν, ανήλθεν εις τον θρόνον την κε΄ (25ην) Ιουλίου του έτους τστ΄ (306) εις ηλικίαν τριάκοντα δύο ετών, εκυβέρνα δε τον λαόν με καλοκαγαθίαν και συμπάθειαν. Κατά το μεσολαβήσαν διάστημα ο Γαλέριος Μαξιμιανός ωνόμασε Καίσαρα μεν της Ανατολής τον ανεψιόν του Μαξιμίνον τον επιλεγόμενον Δάϊαν, υιόν Θρακός ποιμένος, Καίσαρα δε της Δύσεως τον φίλον του στρατηγόν Σεβήρον, τον οποίον και απέστειλεν εις την Ρώμην. Ούτος μετά τον θάνατον του Κωνσταντίου του Χλωρού ανεκηρύχθη αυτοκράτωρ. Τότε όμως ο υιός του παραιτηθέντος αυτοκράτορος Ερκουλίου Μαξιμιανού Μαξέντιος, όστις ήτο και γαμβρός του Γαλερίου Μαξιμιανού, ήγειρεν επανάστασιν κατά του Σεβήρου, εξηνάγκασε δε και τον πατέρα του να επανέλθη εις τον θρόνον, κατανικήσαντες δε τον Σεβήρον τον εφόνευσαν και ανεκηρύχθησαν ούτοι αυτοκράτορες εις την Ρώμην. Τότε έκαμαν συμφωνίαν με τον Κωνσταντίνον να μείνουν αυτοί μεν εις την Ρώμην, ο δε Κωνσταντίνος εις τα δυτικά μέρη, εις τα οποία εβασίλευε πρότερον ο πατήρ του. Επειδή δε ο Κωνσταντίνος είχεν αποχωρισθή από την πρώτην του σύζυγον Μινερβίναν, έλαβε ως τοιαύτην την θυγατέρα του Ερκουλίου Μαξιμιανού Φαύσταν, γυναίκα περιώνυμον μεν δια την ωραιότητά της, αλλά πονηροτάτην και κακότροπον ομοίαν εις την γνώμην με τον πατέρα της. Αποκατεστάθη τότε ειρήνη και άπαντες εχαίροντο. Εγκατέστησε δε ο Κωνσταντίνος την πρωτεύουσάν του εις την πόλιν Αρελάτην της νοτίου Γαλλίας, ευρισκομένην πλησίον των εκβολών του Ροδανού ποταμού εις την Μεσόγειον, από εκεί δε εκυβέρνα το βασίλειον με πάσαν δικαιοσύνην, διο και ηγαπήθη μεγάλως από όλον τον λαόν. Αλλά και εις τους εχθρούς εγένετο φοβερός ο Κωνσταντίνος, διότι παντού εξήρχετο νικητής. Επολέμησε δε και κατά των Γερμανών τους οποίους κατετρόπωσε και υπέταξεν. Αλλά και όλα τα δυτικά μέρη υπετάγησαν εις αυτόν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν και ο Ερκούλιος Μαξιμιανός ελθών εις προστριβάς με τον υιόν και συμβασιλέα αυτού Μαξέντιον και επιχειρήσας να τον καταβιβάση του θρόνου ενικήθη παρ’ αυτού και φεύγων δια να σωθή, κατέφυγεν εις τον γαμβρόν του Κωνσταντίνον, όστις τον εδέχθη μετά πάσης χαράς. Αλλά και εκεί ευρισκόμενος προσεπάθησε δις να εξεγείρη τον στρατόν εναντίον του γαμβρού του, αποτυχών όμως εις την προσπάθειάν του και απελπισθείς, ηυτοχειριάσθη ο τρισάθλιος και έθεσε τέρμα εις την ζωήν του, αυτοτιμωρηθείς δι’ όσα εις βάρος των Χριστιανών έπραξε. Ταύτα μανθάνων εις την Ανατολήν ο Γαλέριος Μαξιμιανός και έχων σκοπόν να κυριαρχήση οπωσδήποτε και επί της Δύσεως και να εξοντώση και τον γαμβρόν του Μαξέντιον και τον Κωνσταντίνον, συνήθροισε πολυάριθμον στράτευμα και ανακηρύξας Καίσαρα αντί του φονευθέντος Σεβήρου τον Λικίνιον εκίνησε δια την Ρώμην, διαβάς δε όλας τας χώρας του Ιλλυρικού εισήλθεν εις την άνω Ιταλίαν και εκείθεν κατήρχετο προς την Ρώμην. Εμπεσών όμως εις παγίδα του Μαξεντίου και πολλήν φθοράν υποστάς, εφοβήθη και υπεχώρησε. Καθήρεσε τότε αυτόν ο Μαξέντιος, εκείνος όμως ανασυντάξας τας δυνάμεις του εμελέτα να πολεμήση τον Μέγαν Κωνσταντίνον, διότι είπον εις αυτόν οι μάντεις και οι ιερείς των ειδώλων, ότι έμελλε να νικήση αυτόν εις τον πόλεμον. Αλλ’ όμως διεψεύσθησαν οι ταλαίπωροι, διότι ως συνηντήθησαν τα δύο στρατεύματα είδον οι στρατιώται του Γαλερίου σημείον φοβερόν, τον Τίμιον Σταυρόν προπορευόμενον του στρατεύματος του Κωνσταντίνου. Τότε φόβος και τρόμος κατέλαβεν αυτούς και μη υποφέροντες την λάμψιν, ήτις εξεπέμπετο εκ του Τιμίου Σταυρού, έφευγον ως υπό πυρός φλεγόμενοι, οι δε στρατιώται του Μεγάλου Κωνσταντίνου άλλους μεν εφόνευσαν, άλλους δε έτρεψαν εις φυγήν και άλλοι, οι γνωστικώτεροι, βλέποντες τούτο το σημείον, έτρεχον προς τον Μέγαν Κωνσταντίνον και προσκυνούντες αυτόν έστρεφον τα ξίφη κατά των συντρόφων και συμπολεμιστών των. Όθεν, εις ολίγην ώραν, το στράτευμα του Γαλερίου Μαξιμιανού ηφανίσθη τελείως. Βλέπων ο Γαλέριος την συμφοράν την οποίαν υπέστη, εξεδύθη τα βασιλικά ιμάτια και ενεδύθη πτωχικά, δια να μη γνωρίζεται, και ούτως έφυγε με ολίγους από τους στρατιώτας του. Εκρύπτετο δε από χώρας εις χώραν, αφού προηγουμένως συνέλεξεν όλους τους μάντεις και τους ιερείς των ειδώλων, τους ψευδοπροφήτας και τους σοφούς άπαντας και κατέσφαξεν αυτούς, διότι τον περιέπαιξαν. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος έστειλεν ανθρώπους πανταχού, ίνα εύρουν αυτόν και τον θανατώσωσιν. Αλλ’ η θεία Δίκη εύρεν αυτόν προηγουμένως. Διότι ησθένησεν από φοβεράν ασθένειαν και εξήρχετο εκ των σπλάγχνων του πυρ και λαύρα, εκ τούτου δε οι οφθαλμοί του εχύθησαν και έμεινε τελείως τυφλός, αι σάρκες του εσάπησαν και ούτω βασανιζόμενος κακήν κακώς εξεψύχησεν εν έτει τια΄ (311). Ο δε Μαξέντιος, παραμείνας μόνος του αυτοκράτωρ εις την Ρώμην, εσκέπτετο κατά ποίον τρόπον θα ημπορούσε να εξοντώση και τους άλλους βασιλείς, ώστε να μείνη αυτός μονοκράτωρ. Ήρχισεν όθεν να συγκεντρώνη πολυάριθμον στρατόν από την Ιταλίαν και από την Αφρικήν και να ετοιμάζεται να εκστρατεύση πρώτον κατά του γαμβρού του Κωνσταντίνου. Ταύτα βλέποντες οι Ρωμαίοι, οίτινες κατετυραννούντο από τον Μαξέντιον, και ακούοντες τας καλωσύνας και ανδραγαθίας του Κωνσταντίνου, έγραψαν εις αυτόν τα γενόμενα και τον παρεκάλουν να προλάβη και να έλθη αυτός, ίνα απελευθερώση τούτους από τον τύραννον. Τότε ο Κωνσταντίνος, αν και διέθετε πολύ μικροτέρας δυνάμεις, εξεστράτευσεν αμέσως κατά του Μαξεντίου και διελθών τον Σεπτέμβριον του έτους τιβ΄ (312) τας Άλπεις κατέλαβε δι’ αστραπιαίας προελάσεως την μίαν μετά την άλλην όλας τας πόλεις της βορείου Ιταλίας μέχρι του Ηριδανού (Πάδου) ποταμού. Ούτω λοιπόν ακαταμάχητος προελαύνων ο Κωνσταντίνος έφθασεν εις τα πρόθυρα της Ρώμης. Εκεί τον ανέμενεν ο Μαξέντιος με πολύ μεγαλυτέρας δυνάμεις. Τα δύο στρατεύματα αντιπαρετάχθησαν έναντι αλλήλων, έτοιμα δια την τελικήν μάχην. Ο καλός Κωνσταντίνος, ιστάμενος εις τι υψηλόν σημείον πλησίον του εχθρού, παρετήρει με λύπην τα εχθρικά στρατεύματα και διελογίζετο πως θα δυνηθή να κατανικήση τοσούτον άπειρον πλήθος. Ενώ δε ίστατο ούτω σκυθρωπός και συλλογιζόμενος, είδεν εις τον ουρανόν εν ώρα μεσημβρίας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, δι’ αστέρων συντεθειμένον. Πέριξ δε του Τιμίου Σταυρού ήσαν γράμματα ελληνικά, τα οποία έγραφον: «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα». Τουτέστι, Κωνσταντίνε, μη ελπίζης δια της ιδικής σου ανθρωπίνης δυνάμεως να νικήσης τους εχθρούς, αλλά δια του σημείου τούτου του Σταυρού θέλεις νικήσει αυτούς εις τον πόλεμον. Κατά δε την νύκτα εφάνη καθ’ ύπνον και Αυτός ο εσταυρωμένος Χριστός λέγων· «Έγειραι και κατασκεύασον ένα Σταυρόν, καθώς αυτός τον οποίον είδες, βάσταζε δε αυτόν εις τους πολέμους μετά πίστεως ίνα νικάς τους πολεμίους σου πάντοτε». Εγερθείς τότε ο Κωνσταντίνος εκ του ύπνου, είδε και πάλιν, κατά την αυτήν νύκτα, επάνω εις τον ουρανόν το τροπαιοφόρον σημείον. Τότε επίστευσε πλέον ολοψύχως εις τον αληθινόν Θεόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Όταν δε εξημέρωσε επρόσταξε και κατεσκεύασαν Σταυρόν αργυρούν κατά τον φανέντα τύπον, τον οποίον εκράτουν πάντοτε έμπροσθεν παντός του στρατεύματος. Ο δε Μαξέντιος, ελπίζων ότι θέλει νικήσει τον Κωνσταντίνον, κατεσκεύασεν εις τον διερχόμενον από την Ρώμην ποταμόν Τίβεριν και πλησίον της παλαιάς γεφύρας, της καλουμένης Μυλβίας, άλλην γέφυραν χαμηλήν και εύθραυστον με πανουργίαν, δια να πνιγή εντός αυτού ο Κωνσταντίνος, όταν νικώμενος θελήση να φύγη εκείθεν μετά του στρατεύματός του. Αλλ’ η θεία Δίκη δικαίως ετιμώρησε τον άδικον και έπεσε, κατά τον Προφήτην, εις τον βόθρον ον ητοίμασε (Ψαλμ. ζ:16). Διότι, όταν έγινεν η τελική μάχη, την κη΄ (28ην) Οκτωβρίου του έτους τιβ΄ (312) εις τους Κόκκινους Βράχους έξω από την Ρώμην, ενίκησεν ο Σταυρός, το ακαταμάχητον τρόπαιον, τόσος δε φόβος κατέλαβε τον Μαξέντιον, ώστε δεν έβλεπε προς ποίαν κατεύθυνσιν να φύγη ο δυστυχής. Φεύγων δε ώρμησεν ίνα διέλθη εκ της δολίας εκείνης γεφύρας, όχι μόνον αυτός αλλά και οι αξιωματούχοι του στρατεύματός του. Ευθύς όμως απεκόπη η γέφυρα και, πεσόντες εντός του ποταμού, επνίγησαν άπαντες. Ο μεν λοιπόν Κωνσταντίνος εδόξασε τον Θεόν, βλέπων τοιούτον θαυμάσιον, οι δε πολίται της Ρώμης εστόλισαν την πόλιν μεγαλοπρεπώς και υπεδέχθησαν τον τροπαιούχον Κωνσταντίνον αγαλλόμενοι. Αναβιβάσαντες δε και καθίσαντες αυτόν εις τον βασιλικόν θρόνον, προσεκύνησαν άπαντες τον νέον βασιλέα και μεγάλας τιμάς απέδωσαν εις αυτόν, καθώς έπρεπεν. Ο θεοσκεπής δε ούτος βασιλεύς εξέδωκεν ευθύς ορισμόν να στήσουν τον ζωοποιόν Σταυρόν εις τα κυριώτερα μέρη της πόλεως, να ερευνήσουν μετά προσοχής, ίνα εύρουν τα άγια Λείψανα των θαυμασίων εκείνων Μαρτύρων, οίτινες έχυσαν το αίμα των υπέρ του ονόματος του Δεσπότου Χριστού και να ενταφιάσουν αυτά με τας πρεπούσας τιμάς και ευλάβειαν, τους φυλακισμένους να απελευθερώσουν και τους εξορίστους να αφήσουν ελευθέρους να μεταβή ο καθείς των όπου επιθυμεί. Η κατά του Μαξεντίου νίκη του Μεγάλου Κωνσταντίνου απέβη εις την πραγματικότητα νίκη του Χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρίας. Επί τριακόσια ολόκληρα χρόνια, ήτοι από της εποχής των Αγίων Αποστόλων μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός ακαταπαύστως μαχόμενος ανεδεικνύετο πάντοτε νικητής επί του πνευματικού επιπέδου, χάρις εις το άφθαστον αυτού ψυχικόν μεγαλείον, προσφέρας ποταμούς αιμάτων εις τον βωμόν της αληθούς Πίστεως και αναδείξας εκατομμύρια Μαρτύρων. Επί τριακόσια χρόνια οι μη υποκύπτοντες εις την βίαν αυχένες απεκόπτοντο υπό των τυράννων, οι ψυχικώς όμως αδούλωτοι εκείνοι δούλοι και την κεφαλήν αποτεμνόμενοι ελάμβανον πολλάκις αυτήν εις τας χείρας και περιεπάτουν καταισχύνοντες τους τυράννους! Εκείνοι πάλιν που δεν ηξιούντο του ποθουμένου παρ’ αυτών Μαρτυρίου κατήρχοντο υπό την επιφάνειαν της γης, μέσα εις τας σκοτεινάς κατακόμβας, δια να λατρεύσουν τον αληθινόν Θεόν, διότι επί της επιφανείας της γης εδέσποζον οι τύραννοι. Να όμως που τώρα οι τύραννοι εν τω προσώπω του Μαξεντίου κατησχύνθησαν, ο Σταυρός ενίκησεν, οι δούλοι έγιναν κύριοι και οι άρχοντες του ψεύδους εδουλώθησαν και συν τω χρόνω τελείως ηφανίσθησαν. Πόση χαρά νομίζετε να έγινε εις τους Χριστιανούς ύστερα από την νίκην εκείνην; Χαρά απέραντος, χαρά αφάνταστος, χαρα απερίγραπτος! Και ήτο δικαία η χαρά, διότι τα αποτελέσματα της νίκης εκείνης απέβησαν τόσον τεράστια, ώστε να είναι αδύνατον να τα απαριθμήση τις ή να τα υπολογίση. Αλλά και αυτοί οι νικηταί δεν ήτο δυνατόν να συλλάβουν τότε την έκτασιν της νίκης των. Διότι πράγματι από της ώρας εκείνης και έως της σήμερον, αν εξαιρέσωμεν μικράς τινάς διαλείψεις, όπως της εποχής του Ιουλιανού του Παραβάτου, αίτινες υπήρξαν οι τελευταίοι σπασμοί του σφαδάζοντος θηρίου, ο Χριστιανισμός εκυριάρχησεν εφ’ ολοκλήρου της γης και θα κυριαρχή έως της συντελείας των αιώνων. Πρώτον θετικόν αποτέλεσματης κατά του Μαξεντίου νίκης υπήρξεν η έκδοσις του περιφήμου Εδίκτου (Διατάγματος) των Μεδιολάνων, δια του οποίου η μέχρι τότε διωκομένη θρησκεία του Χριστού ανεγνωρίζετο ως επίσημος θρησκεία του Κράτους, ενώ η μέχρι τότε επίσημος θρησκεία των ειδώλων παρεμερίζετο δια να περιπέση μετ’ ολίγον εις την αφάνειαν. Ολίγους μήνας μετά την περίφημον αυτήν νίκην συνηντήθησαν εις τα Μεδιόλανα (το σημερινόν Μιλάνον) της Ιταλίας οι δύο νικηταί σύμμαχοι αυτοκράτορες, ο Αυτοκράτωρ της Δύσεως Κωνσταντίνος και ο Αυτοκράτωρ της Ανατολής Λικίνιος, και εκεί εξέδωκαν και υπέγραψαν από κοινού το περίφημον αυτό διάταγμα, υπεσχέθη δε ο Λικίνιος μεθ’ όρκου εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον ότι δεν θα διώξη πλέον τους Χριστιανούς και ότι θα τηρήση πιστώς τας διατάξεις του Εδίκτου αυτού. Έγινε τότε μεγάλη εορτή και πανήγυρις εις τα Μεδιόλανα και εις τον κόσμον ολόκληρον. Υπάνδρευσε δε ο Κωνσταντίνος την αδελφήν του Κωνσταντίαν, θυγατέρα του Κωνσταντίου και της Θεοδώρας, μετά του Λικινίου, προς περισσοτέραν κατοχύρωσιν της φιλίας και των υποσχέσεων αυτού. Ταύτας και άλλας πολλάς ευεργεσίας ετέλεσεν ο καλός Κωνσταντίνος κατά τας αρχάς της βασιλείας του, ως απαρχάς και δωρεάς προς τον πλουσιόδωρον ευεργέτην Θεόν, τον φωτίσαντα και αναδείξαντα αυτόν. Κατόπιν, υπό θείου ζήλου κινούμενος, εξέδωκε διαφόρους νόμους δικαίους, προς δόξαν Θεού και προς ενίσχυσιν της ευσεβούς ημών Πίστεως. Και πρώτον να μη τολμήση τις να βλασφημήση τον Χριστόν ή να ενοχλήση Χριστιανόν, ο δε παραβάτης να τιμωρήται αυστηρώς και να δημεύωνται όλα τα υπάρχοντά του. Δεύτερον επρόσταξε να εγγράφωνται εις το στράτευμα μόνον οι Χριστιανοί και αυτοί να λαμβάνουν αξιώματα και ηγεμονίας. Επρόσταξεν επίσης να καταστρέψουν τους βωμούς των ειδωλολατρών και να κτίζουν πανταχού Εκκλησίας εις δόξαν Χριστού. Έκτισε δε και ο ίδιος εκεί εις την Ρώμην Ναόν μέγαν, εις τον Σωτήρα Θεόν, του οποίου το σχήμα ιδιοχείρως εσχεδίασεν αυτός ο βασιλεύς και πρώτος, ως ευλαβέστατος, έσκαψε τα θεμέλια αυτού και λίθους μετέφερεν επί του ώμου του, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Ακόμη επρόσταξε να σχολάζουν και να αργώσι πάντες και να απέχουν πάσης εργασίας σωματικής κατά τας δύο εβδομάδας του Αγίου Πάσχα, ήτοι από του Σαββάτου του Δικαίου Λαζάρου μέχρι της Κυριακής του Αποστόλου Θωμά και να προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν. Όσοι δε πτωχοί βαπτίζονται, να τρέφωνται και να ενδύωνται δια βασιλικών εξόδων. Ταύτα και άλλα περισσότερα θεάρεστα ενομοθέτησεν ο θεόκλητος και θεοψήφιστος αυτοκράτωρ. Όθεν εκ τούτου εγένετο χαρά μεγάλη και αγαλλίασις εις την οικουμένην. Προσήρχοντο δε καθ’ εκάστην εις την Ορθόδοξον Πίστιν λαός αναρίθμητος και εβαπτίζοντο. Και τους μεν ναούς των ειδώλων κατηδάφιζον και κατέστρεφον εκ θεμελίων, τας δε Εκκλησίας εκαλλώπιζον και επροίκιζεν αυτάς ο ευσεβέστατος βασιλεύς δια πλουσίων εισοδημάτων. Ούτω οι μεν ειδωλολάτραι κατησχύνοντο, η δε ευσέβεια ηύξανε και εκραταιούτο. Όχι δε μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις άλλας πολλάς πόλεις εκηρύττετο παρρησία ο Δεσπότης Χριστός Θεός προαιώνιος. Διότι ο ευσεβής βασιλεύς διώρισε Χριστιανούς ηγεμόνας και άρχοντας και απέστειλε τούτους πανταχού προστάσσων αυτούς να καταβάλλουν πάσαν αυτών την επιμέλειαν, ώστε να αφανίσουν τελείως την ειδωλολατρίαν και να στερεώσουν την εις Χριστόν Ορθόδοξον Πίστιν όσον δύνανται καλύτερον. Τούτ’ αυτό δε επεμελείτο εκεί εις την Ρώμην και ο ίδιος ο τρισμακάριος και Άγιος εκείνος βασιλεύς. Γνωρίζων δε ο Άγιος, ότι τινές εκ των αρχόντων της Ρώμης παρέμενον ακόμη εις την προτέραν ασέβειαν και δεν είχον προθυμίαν να αφήσουν την κακήν των συνήθειαν, συνεκάλεσε την σύγκλητον και άπαντας τους πλουσίους και ευγενείς της πόλεως και ενουθέτησε τούτους λέγων τα εξής: «Γνωρίζετε, φίλοι ηγαπημένοι μου, ότι των βεβήλων ψυχών η διάνοια δεν δύναται να δεχθή συμβουλήν σωτήριον. Διότι οι δυστυχείς ούτοι ευρίσκονται βεβυθισμένοι εις το σκότος της αγνοίας, εκείνος δε όστις ήθελεν ανοίξει τους οφθαλμούς της διανοίας, θα ηννόει ευκόλως την αλήθειαν, ώστε να μη προσκυνή αναίσθητα και άχρηστα ξόανα, τα οποία κατεσκεύασαν οι άνθρωποι δια των χειρών των. Λάβετε ως παράδειγμα εμέ τον ίδιον και πιστεύσατε εις τον μόνον αληθινόν Θεόν. Αυτόν μόνον ας προσκυνούμεν όλοι, ως Παντοδύναμον και Πανάγαθον. Και ας μη ελπίζωμεν εις τα είδωλα, τα οποία δεν δύνανται να μας δώσουν ουδεμίαν ωφέλειαν. Εγώ δεν αναγκάζω κανένα να έλθη δια της βίας εις την ευσέβειαν, αλλά σας συμβουλεύω, ως φίλος, το συμφερώτερον, σεις δε να πράξετε τούτο με την ιδικήν σας προαίρεσιν. Διότι η ανθρωπίνη εργασία πολλάκις γίνεται και δια της επιβολής, αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός ουδένα εξαναγκάζει, ούτε βιάζει, αλλά επιθυμεί την προς Αυτόν λατρείαν αυτοπροαίρετον και με λογισμόν συνετόν και σώφρονα». Ταύτα ως είπεν ο ευσεβής βασιλεύς, εβόησαν άπαντες· «Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός». Ούτω πολλοί επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Και εγένετο πάλιν εις την πόλιν χαρά και μεγάλη πανήγυρις. Ήναψαν δε φωτοχυσίαν καθ’ όλον το βασίλειον, εστόλισαν τους τάφους των Αγίων και άλλα θεάρεστα έργα επετέλεσαν. Επίστευσαν δε τότε όχι μόνον οι Ρωμαίοι, αλλά και όλαι αι Εσπέριαι χώραι και προσεκύνουν τον Χριστόν άπαντες. Μόνον εις την Ανατολήν ήτο ακόμη εν τη ζωή ο Μαξιμίνος Δαϊας, ο μιαρός του μιαρού ανεψιός και διάδοχος, όστις πολλούς Χριστιανούς εφόνευσεν. Αλλά και αυτόν εύρεν επίσης η θεία Δίκη, διότι ευρισκόμενος εις την Ταρσόν της Κιλικίας εφονεύθη υπό θείου Αγγέλου ως εις το Μαρτύριον του Καλλικελάδου Μηνά φαίνεται. Είχε δε και ούτος διανοηθή να κατακτήση ολόκληρον το Ρωμαϊκόν κράτος και συνάξας στρατόν αφήκε την Αντιόχειαν και εβάδισε κατά του Λικινίου σκοπεύων να εξοντώση αυτόν και αφού κυριαρχήση επί της Ανατολής να εκστρατεύση ύστερον κατά του Κωνσταντίνου. Όμως κενά εμελέτησε, διότι διαβάς τον Βόσπορον και συνάψας μάχην μετά του Λικινίου εις Πέρινθον κατενικήθη υπ’ αυτού κατά το έτος τιγ΄ (313). Καταφυγών δε εις Ταρσόν κακώς μετ’ ολίγον ετελεύτησεν, ασθενήσας βαρύτατα διότι ο δικαιοκρίτης Θεός ετιμώρησεν αυτόν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε το σώμα του εσάπισεν όλον και τόσον αηδή οσμήν ανέδιδεν, ώστε άνθρωπος δεν ηδύνατο να πλησιάση. Εκ δε του λάρυγγός του εξήρχοντο σκώληκες, οι οφθαλμοί του κατέπεσαν και το σώμα του αποσυνετίθετο ως κηρός εις την πυράν. Εις τοιαύτην κατάστασιν απέθανε κατά το έτος τιστ΄ (316). Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι κακοί και άδικοι δικαίως πολλάκις λαμβάνουν εντεύθεν τον αρραβώνα της αιωνίου κολάσεως δια την υπερβάλλουσαν κακίαν των. Οι δε ενάρετοι, όχι μόνον εν τω μέλλοντι αιώνι αιωνίως δοξάζονται και απολαμβάνουν κατά τας πράξεις των, αλλά και εν τω βίω τούτω έχουσι τον Θεόν βοηθόν των και αντιλήπτορα. Ως ο μακάριος και αοίδιμος Κωνσταντίνος, όστις και εδώ της προσκαίρου βασιλείας απήλαυσε, και εκεί της αιωνίου τοιαύτης απολαμβάνει ως άλλος Απόστολος, αφού τόσον υπερεμάχησε δια την ευσέβειαν. Ατυχώς η δια τόσων θυσιών και αγώνων επιτευχθείσα κατ’ εκείνον τον καιρόν ειρήνη της Εκκλησίας δεν διετηρήθη τότε επί πολύ, αλλ’ έμελλε να ακολουθήσουν και άλλοι ακόμη αγώνες. Διότι ο μισόκαλος εχθρός της αληθείας, μη δυνάμενος να υποφέρη το υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου επιτευχθέν έργον, εύρε δοχείον άξιον της κακίας του τον μιαρόν Λικίνιον εντός του οποίου εισήλθε και τον εξήγειρεν εναντίον των Χριστιανών και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ούτε τους όρκους ετήρησεν ούτε ενεθυμήθη ότι εξωλοθρεύθησαν οι άλλοι διώκται και τύραννοι, αλλ’ εκίνησεν εις την Ανατολήν πόλεμον κατά των Χριστιανών ο άχρηστος και αχάριστος και πολλούς εθανάτωσεν. Όθεν, πληροφορηθείς ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος, ηπείλησεν αυτόν πρώτον με γράμματα να σταματήση τα έργα του διαβόλου, άλλως θα κατεδίκαζε τούτον εις τον πρέποντα θάνατον. Αλλά και πάλιν ο Λικίνιος δεν υπήκουσε. Παραλαβών λοιπόν το στράτευμα ο Μέγας Κωνσταντίνος ήλθεν εις την Ανατολήν και επολέμησε κατά του Λικινίου. Η πρώτη μάχη εδόθη την 3ην Ιουλίου του έτους τκδ΄ (324) παρά την Ανδριανούπολιν. Τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου εβάδιζον έχοντα επί κεφαλής το λάβαρον του Σταυρού. Τούτο βλέποντες οι στρατιώται του Λικινίου υπό τοσούτου φόβου και τρόμου κατελαμβάνοντο, ώστε μη υποφέροντες την λάμψιν, ήτις εξεπέμπετο υπ’ αυτού, κατησχύνθησαν και ετράπησαν εις φυγήν. Ο Λικίνιος ωχυρώθη τότε εις το Βυζάντιον, νικηθείς όμως και εκεί από τα στρατεύματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και από τον στόλον αυτού, ο οποίος ετέλει υπό την αρχηγίαν του υιού τού Κωνσταντίνου Κρίσπου, επέρασεν εις την ασιατικήν όχθην του Βοσπόρου όπου εις την Χρυσόπολιν, το σημερινόν Σκούταρι, γενομένης μεγάλης μάχης την ιη΄ (18ην) Σεπτεμβρίου του έτους τκδ΄ (324) ενικήθη και πάλιν από τα στρατεύματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά την ήτταν του ταύτην ο Λικίνιος ετράπη εις φυγήν, ο δε Κωνσταντίνος καταδιώκων αυτόν τον έφθασεν εις την Νικομήδειαν της Βιθυνίας, όπου και πολιορκήσας αυτόν τον συνέλαβεν αιχμάλωτον. Ηθέλησε τότε να τον αποκεφαλίση, αλλ’ ως συμπαθής και αγαθός συνεπόνεσεν εις τα δάκρυα της αδελφής του και του εχάρισε την ζωήν. Εξώρισε δε μόνον αυτόν εις την Θεσσαλονίκην και του παρεχώρησεν άπαντα τα εισοδήματα της πόλεως προς συντήρησίν του. Αλλά και πάλιν ο επίορκος Λικίνιος δεν εγκατέλειψε τα κακουργήματά του, διότι και εκεί επεβουλεύετο τον βασιλέα και ευεργέτην του. Όθεν, μαθών τούτο ο Μέγας Κωνσταντίνος, έστειλε και απεκεφάλισαν αυτόν, ως έπρεπεν. Ούτω εξερριζώθησαν και τα τελευταία ζιζάνια και ο Μέγας Κωνσταντίνος, Θεού ευδοκία, αποκατεστάθη μόνος αυτοκράτωρ εις όλον το Ρωμαϊκόν κράτος, Ανατολήν και Δύσιν, και ηκολούθησεν ειρήνη και ομόνοια εις όλον τον κόσμον. Όθεν μη έχων πλέον φροντίδας πολέμων ο ευσεβής βασιλεύς επεδόθη αποκλειστικώς εις έργα θεάρεστα, κτίζων Ναούς και πλουτίζων αυτούς με βασιλικά εισοδήματα, χρυσόν και άργυρον και διακοσμών αυτούς μεγαλοπρεπώς. Αλλά και πλείστα άλλα θεάρεστα έργα ετέλεσε. Διότι ήτο εις την γνώμην φιλότιμος, συμπαθής και πλουσιόδωρος, κατά τας πράξεις και τους λόγους φρόνιμος, κατά δε την μορφήν γλυκύς και ωραιότατος και απλώς ειπείν όλας τας χάριτας είχεν εις την ψυχήν και εις το σώμα. Δια τούτο υπερηγάπα αυτόν όλος ο κόσμος και πάντες υπετάσσοντο, περισσότερον δια τας καλάς γνώμας του ή δια τον φόβον της εξουσίας του. Και ήρχοντο από πάντα τόπον και προσεκύνουν αυτόν, υποσχόμενοι να προσφέρουν δώρα γενόμενοι Χριστιανοί, με πάσαν προθυμίαν. Επειδή δε από του έτους τιστ΄ (316) είχεν ίδει ο βασιλεύς θείον όραμα, εξ ου προσετάχθη να κτίση πόλιν εις τα μέρη της Ανατολής, την οποίαν να αφιερώση εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, απεφάσισε να σπεύση εις την εκτέλεσιν της θείας εκείνης προσταγής. Απήλθε λοιπόν ο Κωνσταντίνος πρώτον μεν εις την Θεσσαλονίκην και έκτισεν εκεί Ναούς μεγάλους και μεγαλοπρεπείς, μελετών να κτίση εκεί την πόλιν την οποίαν διετάχθη. Αλλ’ επειδή δεν ήτο θέλημα Θεού να κτισθή εκεί η πόλις, ημποδίσθη. Μετέβη τότε εις την Χαλκηδόνα, την οποίαν είχον καταστρέψει οι Πέρσαι. Ήρεσε δε εις αυτόν ο τόπος ούτος και ήρχισε να κτίζη. Επειδή όμως ούτε εκεί ήτο Θεού ευδοκία να κτισθή η νέα αύτη πόλις, ήρχοντο αετοί και ήρπαζον τα εργαλεία των τεχνιτών, έρριπτον δε αυτά εις το Βυζάντιον. Βλέπων λοιπόν ο Μέγας Κωνσταντίνος τοιούτον θαυμάσιον, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις το Βυζάντιον. Εύρε τότε κατάλληλον την θέσιν του τόπου, αλλά δεν εγνώριζε πόσον μεγάλην να κτίση την πόλιν. Και κατά την νύκτα είδε πάλιν Άγγελον εν οράματι, όστις είπε προς αυτόν· «Το πρωϊ, όταν εξημερώση, ακολούθει μοι· και όπου εγώ μεταβώ, να σημειώσης τον τόπον και εκεί να θέσωσι τα θεμέλια». Το πρωϊ λοιπόν εκάλεσεν ο Κωνσταντίνος τον πρώτον αρχιτέκτονα και τον επρόσταξε να τον ακολουθή και να θέτη σημεία εις τον τόπον από τον οποίον θα διέρχεται. Εξεκίνησαν λοιπόν και ο μεν Κωνσταντίνος ηκολούθει τον Άγγελον, όστις προεπορεύετο με ταχύ βήμα και τον οποίον μόνον ο βασιλεύς έβλεπεν, όπισθεν δε του βασιλέως ηκολούθει ο αρχιτέκτων, έως ότου περιήλθον και εσημείωσαν όλον τον τόπον εις τον οποίον ήτο θέλημα Θεού να κτισθή η νέα πόλις. Έκτοτε λοιπόν ήρχισαν να κτίζουν αυτήν. Ώρισε δε ο βασιλεύς και έμπειρον τινά άνθρωπον, Ευφρατάν ονομαζόμενον, να έχη την επιμέλειαν και την φροντίδα, ώστε να γίνη το έργον θαυμάσιον και θεάρεστον, παραδώσας εις αυτόν και χρυσόν πολύν δια τα έξοδα. Ήτο δε ο Ευφρατάς ούτος τόσον επιδέξιος, ώστε ωκοδόμησε ταύτην ωραιοτάτην, ως έπρεπε, καθώς εις τους χρονογράφους σαφέστερον φαίνεται. Τόσον δε επιτηδείως κατεσκεύασε την νέαν πόλιν, ώστε εγένετο αύτη ομοία της παλαιάς Ρώμης καθ’ όλα τα κτίρια. Εκ της παλαιάς δε Ρώμης έφεραν και κίονα τινά μονόλιθον, μέγιστον, πορφυρούν και ετοποθέτησαν τούτον εις τον Φόρον, όστις και μέχρι σήμερον φαίνεται και επί τούτου ετοποθέτησαν ανδριάντα, τον οποίον έφερεν ο Μέγας Κωνσταντίνος από την Ηλιούπολιν της Φρυγίας, έχοντα επί της κεφαλής αυτού ακτίνας επτά. Εις το θεμέλιον δε του στύλου τούτου ετοποθέτησε τους δώδεκα καλάθους, τους οποίους οι Απόστολοι επλήρωσαν εκ των περισσευμάτων τών δια της ευλογίας του Κυρίου θαυμασίως πληθυνθέντων πέντε άρτων. Ακόμη δε και άγια Λείψανα κατέθεσε προς φυλακτήριον και αγιασμόν της πόλεως. Έκτισε δε ο βασιλεύς και Εκκλησίας πολλάς εις την νέαν πόλιν ως την των Αγίων Αποστόλων, την της Αγίας Ειρήνης, την του Αγίου Μωκίου και την του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εν τω Ανάπλω. Προσέφερε δε εις αυτάς και σκεύη πολλά και εκήρυξε καθολικόν ορισμόν, να καταστρέφουν τους βωμούς των ειδώλων και να κτίζουν Εκκλησίας Χριστιανικάς. Ετίμησεν επίσης την πόλιν με σύγκλητον, καλέσας εκ της Ρώμης ευγενείς και ενδοξοτάτους άρχοντας, δια τους οποίους έκτισεν ωραίας οικοδομάς και συνέστησεν αυλάς αρχοντικάς, ως είχον εις την Ρώμην. Τότε εβαπτίσθησαν και οι Ινδοί, τους οποίους εδίδαξεν ο φιλόσοφος Φρουμέντιος ο εκ Τύρου, μετά Μεροπίου και Αιδεσίμου των μαθητών αυτού, ο οποίος, Θεού οδηγία, έφθασεν εκεί, δια να ιστορήση τους τόπους εκείνους. Ομοίως επίστευσαν και οι Ίβηρες διδαχθέντες υπό μιας αιχμαλώτου Χριστιανής, η οποία ετέλει μεγάλα θαύματα με την δύναμιν του Χριστού, θεραπεύσασα ακόμη και αυτόν τούτον τον βασιλέα των Ιβήρων με την επίκλησιν του Χριστού, επιστρέψαντα τυφλόν εκ του κυνηγίου. Εις τον αυτόν καιρόν επίστευσαν εις τον Χριστόν και οι Αρμένιοι, ενεργεία του βασιλέως και επιστασία Γρηγορίου Επισκόπου της μεγάλης Αρμενίας. Συνεπληρώθη λοιπόν η περίφημος οικοδομή της νέας πόλεως κατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας του Κωνσταντίνου, έτη από Χριστού τλ΄ (330), από δε κτίσεως κόσμου εωλη΄ (5838). Ταύτην ωνόμασεν ο βασιλεύς εκ του ονόματός του Κωνσταντινούπολιν και Νέαν Ρώμην και ενομοθέτησε να έχη αύτη σύγκλητον, μεγιστάνας και στρατηγούς. Εκαλλώπισε δε αυτήν με πάσαν μεγαλοπρέπειαν, δια κιόνων και ανδριάντων και έστεψε ταύτην, ώστε να είναι βασίλισσα και κυρία πασών των πόλεων. Κατ’ εκείνον τον καιρόν είδεν ο βασιλεύς όραμα, εκ του οποίου απέστειλε την μακαρίαν Ελένην, την μητέρα αυτού, εις τα Ιεροσόλυμα, δια να αναζητήση το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού και ανεύρη τους Αγίους Τόπους, εις τους οποίους εσταυρώθη και ετάφη ο Κύριος και τους οποίους το αχάριστον γένος των Εβραίων, εκ φθόνου, είχε καλύψει και αποκρύψει. Η δε Αγία Ελένη, ευσεβώς φρονούσα και παραλαβούσα μεθ’ εαυτής στράτευμα και πλήθος στρατηγών και αρχόντων, μετέβη εις Παλαιστίνην και μετά μακράν αναζήτησιν εύρεν Εβραίον τινά, ονόματι Ιούδαν, ο οποίος εγνώριζε τους Αγίους Τόπους. Επειδή όμως δεν ήθελε να υποδείξη τούτους, έρριψεν αυτόν εντός ξηρού φρέατος, άνευ άρτου και ύδατος, όπου και έμεινεν επί επτά ημέρας. Μετά δε ταύτας, μη υποφέρων ο Ιούδας την πείναν και την δίψαν, εβόα μεγαλοφώνως· «Ελευθερώσατέ με και θα σας δείξω τον τόπον όπου εσταυρώθη ο Χριστός». Ευθύς δε, ως εξέβαλον αυτόν εκ του φρέατος, υπέδειξε τον τόπον, αλλά δεν εγνώριζε που ακριβώς ευρίσκετο ο Σταυρός. Προσηυχήθη τότε η Αγία Ελένη προς τον Κύριον και ευθύς εγένετο σεισμός μέγας, ο τόπος εσείσθη εκ βαθέων και ευωδία άρρητος, ως ευώδες θυμίαμα, εξήλθεν εκ του σημείου όπου ήτο κεκρυμμένος ο Τίμιος Σταυρός. Εθαύμασαν τότε άπαντες καθώς και η βασίλισσα. Ο δε Ιούδας, ευχαριστήσας τον Χριστόν, επίστευσεν εις Αυτόν. Λαβόντες λοιπόν σκαπάνας και συμβοηθούντων πολλών αρχόντων, έσκαψαν εις βάθος μέγα και εύρον τρεις σταυρούς, ήτοι τον Σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τους σταυρούς των δύο ληστών, οίτινες συνεσταυρώθησαν μετά του Κυρίου. Εχάρη τότε χαράν μεγάλην η βασίλισσα· επειδή όμως δεν εγνώριζον ποίος εκ των τριών ήτο ο Σταυρός επί του οποίου εσταυρώθη ο Κύριος, ηρώτων τον Ιούδαν. Συνέπεσε δε να διέρχεται εκείθεν κατά την στιγμήν εκείνην νεκρική συνοδεία, συνοδεύουσα νεκρόν τινα. Ο Ιούδας τότε, κινηθείς υπό θερμής πίστεως, εκάλεσε και έφεραν τον νεκρόν προ της βασιλίσσης. Απέθεσαν τότε επί του νεκρού τον πρώτον σταυρόν, αλλ’ ουδέν σημείον εγένετο. Έφεραν και τον δεύτερον σταυρόν, αλλ’ ουδέν πάλιν σημείον εφάνη, διότι οι σταυροί ούτοι ήσαν οι σταυροί των δύο ληστών. Κατόπιν έθεσαν επί του νεκρού και τον τρίτον Σταυρόν, όστις ήτο ο Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τότε εν τω άμα, ω των θαυμασίων Σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ανέστη ο νεκρός και δια του θαύματος απεκαλύφθη η δύναμις του Τιμίου Σταυρού. Το θαύμα τούτο ιδόντες πολλοί των Εβραίων επίστευσαν εις τον Χριστόν, η δε Αγία Ελένη, αγαλλομένη, ηυχαρίστησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Κατόπιν η βασίλισσα εκάλεσε τον Ιούδαν, όστις εν τω μεταξύ βαπτισθείς ωνομάσθη Κυριακός και ανέθεσεν εις αυτόν να ανεύρη τους Τιμίους Ήλους δια των οποίων εκάρφωσαν τον Χριστόν. Ως δε ο Κυριακός μετ’ άλλων Χριστιανών προσηυχήθησαν, έλαμψεν ο τόπος όπου ούτοι ευρίσκοντο και τότε έσκαψαν και εύρον αυτούς. Χαρά μεγάλη εγένετο τότε και πάλιν, ο δε καλός Κυριακός εγένετο βραδύτερον και Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η δε μακαρία Ελένη, αφού έκτισε πολλούς Ναούς εις τα Ιεροσόλυμα και επρόκειτο να επιστρέψη πλέον εις Κωνσταντινούπολιν, επρόσταξε και έκοψαν δια πρίονος εις δύο το Τίμιον Ξύλον κατά το πάχος αυτού από άνωθεν έως κάτω και ούτως εσχηματίσθησαν δύο Σταυροί, αφήσασα δε εις τα Ιεροσόλυμα τον ένα Σταυρόν παρέλαβε τον έτερον μαζί με τους Τιμίους Ήλους και επέστρεψε μετά χαράς μεγάλης εις τον υιόν της. Ο δε Μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο υιός της, πληροφορηθείς τον ερχομόν της μητρός αυτού, εξήλθεν εις προϋπάντησίν της και προσεκύνησε μετά χαράς το Τίμιον Ξύλον. Παρέδωσε δε εις την Εκκλησίαν του Πατριάρχου τον Τίμιον Σταυρόν μετά της θήκης της περιεχούσης τους Τιμίους Ήλους. Εκ των τεσσάρων τούτων Τιμίων Ήλων, τους μέν δύο ετοποθέτησαν εις το βασιλικόν στέμμα, τους δε ετέρους δύο απέθεσαν εις τόπον άγιον και ιερόν προς προσκύνησιν. Μετ’ ολίγον καιρόν η μακαρία Ελένη απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και ετάφη εις τον περίφημον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Την ειρήνην ταύτην της Εκκλησίας και την αγαλλίασιν των πιστών φθονών ο αρχέκακος διάβολος και μη έχων πως άλλως να ταράξη την Εκκλησίαν, αφού όλοι οι τύραννοι κατησχύνθησαν, ήγειρε κατά τον καιρόν αυτόν της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου νέον αντίχριστον, τον αιρεσιάρχην Άρειον, όστις ήτο Πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρείας και διδάσκαλος της σχολής Αλεξανδρείας. Ούτος ήρχισε να λέγη λόγους βλάσφημους κατά του Υιού του Θεού, κηρύττων, ότι δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού και εργαλείον και όργανον, δια μέσου του οποίου ο Θεός και Πατήρ εποίησε κατ’ αρχάς τον κόσμον και όχι Θεός αληθινός. Επατριάρχευε δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν ο αγιώτατος Πέτρος, ο οποίος είδεν εν οράματι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν φέροντα ένδυμα εσχισμένον και ηρώτησεν Αυτόν· «Τις, ω Χριστέ μου, Σου έσχισε τον χιτώνα»; Και ο Κύριος είπεν· «Ο Άρειος ο παράφρων, ω Πέτρε, όστις λέγει ότι δεν είμαι Θεός». Όθεν ευθύς ο μέγας Πατριάρχης Πέτρος καθήρεσεν αυτόν. Μετά τον θάνατον του Αγίου Πέτρου εγένετο Πατριάρχης ο Αχιλλάς, ο οποίος δια των νουθεσιών του μετέστρεψε τον Άρειον εις την ευσέβειαν. Εν όσω δε έζη ο θείος Αχιλλάς, ο Άρειος εσιώπα. Αλλά μετά ταύτα, ότε εγένετο Πατριάρχης ο θείος Αλέξανδρος, ήρχισε πάλιν ο Άρειος να κηρύττη τας πρώτας του αιρέσεις, τόσον ώστε έσυρεν εις την γνώμην του τον Νικομηδείας Ευσέβιον, τον Τύρου Παυλίνον, τους Θεωνάν και Σεκούνδον Επισκόπους και τούτους και άλλους Κληρικούς. Ένεκα τούτου υπό θείου ζήλου κινηθείς ο θείος Αλέξανδρος, συνεκάλεσε Σύνοδον, εις την οποίαν συνηθροίσθησαν περί τους εκατόν Επίσκοποι εκ της επαρχίας του, οίτινες καθήρεσαν τον Άρειον και τους οπαδούς αυτού. Μεγάλη δε σύγχυσις και ταραχή προεκλήθη τότε εις την Εκκλησίαν και εις τον κόσμον εκ των αιρετικών Αρειανων. Ταύτα βλέπων ο Μέγας και ευσεβής βασιλεύς Κωνσταντίνος και θέλων να ειρηνεύση την σφοδρώς ταρασσομένην Εκκλησίαν του Χριστού, εξαπέλυσε γράμματα να συναθροισθούν εις την μεγαλόπολιν Νίκαιαν οι της απάσης οικουμένης Επίσκοποι, ίνα εξετάσουν το ζήτημα. Όθεν συνεκεντρώθησαν εις Νίκαιαν κατά το έτος τκε΄ (325) τριακόσιοι δέκα οκτώ Θεοφόροι Πατέρες και συνήλθεν η Αγία και μεγάλη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, εις την οποίαν παρέστη και αυτός ο φιλόχριστος βασιλεύς, όστις συνεκάθησε μετά των Αρχιερέων, όχι επί βασιλικού θρόνου, αλλ’ επί χαμηλού και ταπεινού, παρακινήσας τους Επισκόπους να εξετάσουν το ζήτημα και κελεύσας τον Άρειον να έλθη μετά των ακολούθων του, ίνα εκθέση τας γνώμας του και ακούση τας περί τούτων αποφάσεις της Αγίας Συνόδου. Προσήλθε δε ο Άρειος μετά πολλών φιλοσόφων και ρητόρων, τους οποίους οι θείοι Πατέρες ενίκησαν κατά κράτος ερμηνεύοντες εις αυτούς τας αληθείας της Αγίας ημών Πίστεως εν ταπεινώ φρονήματι, επιτυχόντες ούτω να μεταστρέψουν αυτούς εις την ευσέβειαν δια των θεοπνεύστων λόγων των και των θαυμασίων κατορθωμάτων των, όπως το του Θαυματουργού Σπυρίδωνος, το του Αγίου Αχιλλίου και άλλων, οίτινες με την απλότητα του ήθους των και με τα εξαίσια θαυματουργήματά των τους φιλοσόφους εξέπληξαν και εις την ευσέβειαν επανέφεραν. Αλλ’ ο Άρειος, μη θελήσας να ταπεινωθή, ανεθεματίσθη και αυτός και η διδασκαλία του και όλοι οι εμμείναντες εις την πλάνην των οπαδοί του. Η Αγία αύτη Σύνοδος έγραψε και το Σύμβολον της Πίστεως, ήτοι το Πιστεύω, και ενομοθέτησε πότε να εορτάζεται το Άγιον Πάσχα εις όλην την οικουμένην. Ήτοι την πρώτην Κυριακήν μετά την πρώτην πανσέληνον της εαρινής ισημερίας και μετά το Πάσχα των Ιουδαίων. Εάν δε η πανσέληνος αυτή συμπίπτη εν Κυριακή, τότε ο εορτασμός του Πάσχα να επιτελείται κατά την επομένην Κυριακήν. Συνέταξε δε και όρον, τον οποίον υπέγραψαν πάντες οι Αρχιερείς, τελευταίος δε όλων υπέγραψεν ο φιλόχριστος βασιλεύς, δι’ ερυθρών γραμμάτων επικυρώσας ούτω την Σύνοδον. Αι εργασίαι της Αγίας ταύτης Συνόδου διήρκεσαν επί τρία και ήμισυ έτη (325 – 329). Μετά ταύτα, ευχαριστήσας πάλιν τον Θεόν ο βασιλεύς, διότι δια μέσου αυτού εξηφάνισε την ειδωλολατρίαν και τας αιρέσεις, παρεκάλεσε τους Αρχιερείς να έλθουν εις την νέαν πόλιν, της οποίας η οικοδομή επλησίαζε περί το τέλος, ίνα ευλογήσουν αυτήν και επισκεφθώσι και τον αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνην, όστις ησθένει βαρέως. Οι Αρχιερείς τότε υπήκουσαν μετά μεγάλης προθυμίας εις την επιθυμίαν του βασιλέως και ως έφθασαν εις την πόλιν μετά του βασιλέως, ηυλόγησαν αυτήν, ως κυρίαν των πόλεων. Ωνόμασαν δε αυτήν Κωνσταντινούπολιν και την αφιέρωσαν εις την Αειπάρθενον Μαρίαν, την Μητέρα του Θεού. Μετά ταύτα προσεκάλεσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος όλους τους Αγίους Πατέρας εις ευωχίαν και τράπεζαν. Καθήμενος δε και αυτός μεταξύ των Πατέρων ετίμησεν αυτούς λαμπρώς δια των πρεπόντων δώρων. Του δε Αγίου Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων Ομολογητών κατεφίλει τους εξωρυγμένους οφθαλμούς και τα στρεβλωθέντα και πληγωθέντα μέλη υπό των τυράννων κατά τον καιρόν του διωγμού, ίνα λάβη εξ αυτών αγιασμόν. Ενουθέτει δε όλους τους Επισκόπους να έχωσιν ειρήνην και ομόνοιαν εις την Πίστιν, να δεικνύωσιν αγάπην εις τον πλησίον και να μη υβρίζωσιν ή ατιμάζωσι τους αδελφούς των. Επειδή δε τινες έδωκαν αναφοράς εις αυτόν εναντίον Επισκόπων τινών, ταύτας ούτε να αναγνώση ηθέλησεν ο μακάριος βασιλεύς, ούτε εις εξέτασιν έφερε τους κατηγορουμένους Επισκόπους, αλλ’ ενώπιον πάντων έκαυσε ταύτας, ειπών τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Εάν και εγώ αυτός ήθελον ίδει Αρχιερέα αμαρτάνοντα, βεβαίως ήθελον σκεπάσει αυτόν με την πορφύραν μου». Αποχαιρετήσαντες κατόπιν οι Πατέρες τον βασιλέα και τον Πατριάρχην επέστρεψαν μετά πλουσίων βασιλικών δώρων εις τας επαρχίας των, όπου εκήρυττον τα δόγματα της Μεγάλης Συνόδου. Κατά τον καιρόν εκείνον της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου οι Εβραίοι, φθονούντες διότι οι Χριστιανοί επληθύνοντο, παρεκίνησαν τον βασιλέα των Περσών Σαβώριον εναντίον των Χριστιανών της Περσίας και ημέραν τινά εφόνευσαν εκατόν Κληρικούς, μεταξύ των οποίων αρκετούς Επισκόπους και δέκα οκτώ χιλιάδας λαϊκούς. Ταύτα πληροφορηθείς ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλεν επισήμως απεσταλμένους εις τον Σαβώριον να παύση τον διωγμόν. Αλλ’ ο Σαβώριος δεν υπήκουσεν. Ήτο δε τότε το τριακοστόν έτος της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ετέλει μεγάλην εορτήν, κατά την οποίαν εφιλοδώρει τους μεγιστάνας και τα στρατεύματα. Συναθροίσας δε στρατόν πολύν, εξεστράτευσε κατ’ αυτού μετά βαρείας δυνάμεως. Καθ’ οδόν διερχόμενος από την Νίκαιαν ησθένησε και μετέβη προς θεραπείαν εις Ελενόπολιν, εις την οποίαν υπήρχον φυσικά θερμά ιαματικά λουτρά. Επειδή όμως η κατάστασίς του εχειροτέρευεν, εφέρθη εις Νικομήδειαν και εκείθεν διεκομίσθη εις το προάστιον της Νικομηδείας Αχυρών όπου ήτο τόπος ωραίος προς ανάπαυσιν και αναψυχήν. Εκεί διαμένων ο βασιλεύς και βλέπων την κατάστασιν της υγείας του επιδεινουμένην, εκάλεσε τους Ορθοδόξους Επισκόπους, οι οποίοι τον συνώδευον και συνδιασκεφθείς μετ’ αυτών επί του ζητήματος της βαπτίσεώς του εζήτησε τούτο λέγων τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Αυτός είναι ο καιρός εις τον οποίον προ πολλού χρόνου είχον στηρίξει τας ελπίδας μου και με δίψαν και προσευχήν ανέμενον δια να τύχω της κατά Θεόν σωτηρίας. Ώρα είναι πλέον να απολαύσω και εγώ την αθανατοποιόν σφραγίδα. Ώρα είναι πλέον να συμμετάσχω του σωτηρίου σφραγίσματος. Εσκεπτόμην να λάβω τούτο εις τα ύδατα του Ιορδάνου ποταμού, εις τα οποία και ο Σωτήρ, όπως λέγει η Γραφή, ως άνθρωπος έλαβε το λουτρόν του Βαπτίσματος. Ο Θεός όμως το συμφέρον βλέπων, εδώ τώρα τούτου ημάς είθε να αξιώση». Ευθύς τότε οι Αρχιερείς εβάπτισαν τον μακάριον Κωνσταντίνον και όταν εξήλθε της ιεράς κολυμβήθρας τού εφόρεσαν τα λευκά ενδύματα του βαπτίσματος, τα οποία εφόρει μέχρι του θανάτου του· μη θελήσας να φορέση πλέον τα βασιλικά ενδύματα, αλλ’ ούτω χαίρων και προσευχόμενος μετέστη προς Κύριον εν έτει τλζ΄ (337), χρηματίσας μετά τον Αύγουστον βασιλεύς τεσσαρακοστός έβδομος. Έζησε δε χρόνους εξήκοντα τρεις και εβασίλευσε χρόνους τριάκοντα και μήνας δέκα. Έγραψε δε και διαθήκην, δι’ ης παρεχώρει την βασιλείαν εις τους τρεις υιούς αυτού, Κωνσταντίνον, Κωνστάντιον, και Κώνσταντα. Και εις μεν τον Κωνστάντιον έδωκεν όλην την Ανατολήν και την Κωνσταντινούπολιν, εις τον Κώνσταντα την Ρώμην και όλην την Ιταλίαν και εις τον Κωνσταντίνον τας άνω Γαλλίας και τας Βρεταννικάς νήσους. Ευθύς δε ως αναγνώσθη η διαθήκη, ο Κωνστάντιος ήλθεν από την Ανατολήν, οπόθεν μετέφερε το λείψανον του πατρός αυτού μετά βασιλικών τιμών εις την Κωνσταντινούπολιν και εκήδευσεν αυτό, ενταφιάσας εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου και πολλά θαύματα ετέλεσεν. Αλλά ποίος νους δύναται να συλλάβη τα του Μεγάλου Κωνσταντίνου προτερήματα; Ποία γλώσσα θα δυνηθή να διηγηθή τα θεία αυτού έργα; Και ποίος κάλαμος θα είχε την δύναμιν να μεγαλύνη τον θεοσεβή άνδρα δι’ αγίων εγκωμίων; Διότι εν τη χορεία των άλλων Αγίων θαυμαστός ανεδείχθη και μεθ’ ενός εκάστου δύναται να συγκριθή και να λάβη μεγάλους τους επαίνους. Λέγει η Θεία Γραφή, ότι ο Προφητάναξ Δαβίδ ήτο ταπεινός και πραότατος. Αλλά και ο Μέγας Κωνσταντίνος ήτο πραότατος και αμνησίκακος, καθώς απεδείχθη. Διότι βασιλεύων ούτος εις πολλούς τόπους, συνεχώρησε τους επιβουλευθέντας αυτόν, αν και ώριζεν όλον τον κόσμον, ενώ ο Δαβίδ μόνον εις την Ιερουσαλήμ εβασίλευσεν. Ωνομάσθη ο Δαβίδ Θεοπάτωρ, μόνος αυτός εξ όλων των βασιλέων των Εβραίων, αλλά και ούτος ο μακάριος υιός Θεού κατά χάριν εγένετο. Και δεν σφάλλομεν, εάν είπωμεν αυτόν πρωτότοκον, διότι πρώτος αυτός εις την κληρονομίαν του Χριστού εβασίλευσε και εις τους άλλους βασιλείς νόμους κατέλιπεν, ως πατρικήν κληρονομίαν. Πρέπει δε να καλούμεν αυτόν Θεοπάτορα, επειδή πατήρ εχρημάτισε των κατά χάριν υιών του Θεού. Τον Σολομώντα ο Θεός εθαυμάστωσεν, εμπλήσας αυτόν θείας σοφίας και γνώσεως· αλλά και ούτος υπό του Θεού εδιδάχθη, φωτισθείς ουρανόθεν το θείον μυστήριον. Και είχε τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε ηφάνισε την ειδωλολατρίαν και εστερέωσε την ευσέβειαν. Μάλιστα και του Σολομώντος σοφώτερος εφάνη. Διότι εκείνος μεν εμωράνθη κατόπιν δια την ηδονήν της σαρκός και προσκυνήσας τα είδωλα, εγένετο, φευ! Αντί εραστής της κατά κόσμον σοφίας, όπου ήτο πρότερον, πορνείας τρόπαιον και Θεού και Αγγέλων αλλότριος. Ο δε θαυμάσιος Κωνσταντίνος και πάνσοφος κατέστη και την Πίστιν ακράδαντον διεφύλαξε και την σωφροσύνην αμίαντον. Όθεν πρέπει να προτιμάται όλων των βασιλέων και περισσότερον πάντων να εγκωμιάζεται. Υπερεμάχησεν ο μέγας Πέτρος εις τινάς πόλεις, κηρύξας το ιερόν Ευαγγέλιον και τοιουτοτρόπως, ως κορυφαίος των Αποστόλων απήλαυσε της νίκης τον στέφανον. Ούτος όμως, ο τρισμακάριος, υπερεμάχησεν εις όλην την οικουμένην, έως ότου ηφάνισε τελείως τους ειδωλολάτρας και εστερέωσε την ευσέβειαν. Έλαβεν ουρανόθεν την κλήσιν ο μέγας Παύλος και έπαθε πολλά δια την ευσέβειαν, αλλ’ ομοίως και ούτος ο τρισόλβιος ουχί παρ’ ανθρώπων, αλλ’ εκ Θεού εδιδάχθη πρότερον το μυστήριον και εστερέωσε την Εκκλησίαν τοσούτον επιμελέστατα, ώστε ουδέ αι πύλαι Άδου, ήτοι τα στόματα των αιρετικών, να δυνηθούν να διασείσουν αυτήν. Πάντες δε ημείς παρά του Αγίου αυτού βασιλέως επλουτίσαμεν την επίγειον βασιλείαν και την ευσέβειαν. Αλλά και πάλιν αυτόν ας παρακαλούμεν πολλάκις να δέεται του Θεού, ο θεόστεπτος, ίνα εξαλείψη τα φρυάγματα των ασεβών και δώση πάλιν ειρήνην εις την Εκκλησίαν Αυτού, ίνα ούτω μείνωμεν οι ευσεβείς ανενόχλητοι και ατάραχοι. Ναι, ω Κωνσταντίνε, πανσεβέστατε και θεομακάριστε βασιλεύ, ευσεβέστατε και αυτοκράτορ Χριστομίμητε, Απόστολε τρισκαιδέκατε και δούλε Χριστού γνησιώτατε, θερμότατε βοηθέ των εν πίστει και αληθεία επικαλουμένων σε! Επάκουσον και ημών των πιστώς αιτουμένων παρά σου και ικέτευσον τον ελεήμονα Κύριον να λυτρώση από την αιχμαλωσίαν την πόλιν σου, να στερεωθή η ευσέβεια, υπερμάχησον δια την ποίμνην του Χριστού, χρηστότατε βασιλεύ θεόσοφε. Τους εν θαλάσση κυβέρνησον, τους εν συμφοραίς παραμύθησον, τους εν ανάγκαις βοήθησον, τους εν ασθενεία επίσκεψον και τους ευσεβείς αιχμαλώτους λύτρωσον! Και δια να είπωμεν γενικώτερον, άπασαν την Εκκλησίαν των Ορθοδόξων Χριστιανών, δια την οποίαν τοσούτον εκοπίασες, καλώς εν ειρήνη διαφύλαξον και πάσης βλάβης αμέτοχον τήρησον. Τους πιστώς δε και ευλαβώς εορτάζοντας την παναγίαν σου κοίμησιν και χαρμοσύνως εκτελούντας την πάνσεπτόν σου πανήγυριν, απερισπάστους εκ των ορωμένων και αοράτων εχθρών διαφύλαττε και πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα αυτών χάρισαι. Και επάκουσον ημών των ταπεινών δεομένων σου και αξίωσον ημάς, ταις προς τον Δεσπότην Χριστόν ευπροσδέκτοις πρεσβείαις σου, ίνα επιτύχωμεν της αιωνίου μακαριότητος και Βασιλείας Αυτού, Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ομοουσίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ούτος δια την χλωμότητα του προσώπου του επωνομάζετο Χλωρός, ήτο δε μικρανεψιός εκ μητρός του αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σξη΄ - σο΄ (268-270). Μήτηρ του Αγίου υπήρξεν η ευσεβεστάτη και αγιωτάτη βασίλισσα Ελένη η ομού μετά του υιού της Μεγάλου Κωνσταντίνου εορταζομένη κατά την σήμερον. Η μακαρία Ελένη κατήγετο εκ Βιθυνίας της Μικράς Ασίας γεννηθείσα εις πόλιν καλουμένην Δρεπάνην, ήτις προς τιμήν της μετωνομάσθη υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου Ελενόπολις. Κατά την εποχήν εκείνην της γεννήσεως τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε περιέλθει εις χάος δεινότατον· οι βασιλείς ο εις μετά τον άλλον εφονεύοντο και άλλος ανήρχετο εις τον θρόνον δια να φονευθή και αυτός μετ’ ολίγον και να τον διαδεχθή έτερος. Κατά το έτος σπδ΄ (284) μετά την δολοφονίαν του Νουμεριανού ανεκηρύχθη εις την Χαλκηδόνα αυτοκράτωρ ο εκ Δαλματίας καταγόμενος Διοκλητιανός ο κατόπιν γενόμενος μέγας διώκτης των Χριστιανών. Ο Διοκλητιανός εβασίλευσεν επί είκοσιν έτη, δύο όμως έτη μετά την υπ’ αυτού ανάληψιν της βασιλείας, ήτοι κατά το έτος σπστ΄ (286), διήρεσε την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν εις δύο τμήματα, το ανατολικόν το οποίον περιελάμβανε το Ιλλυρικόν, την Ελλάδα, την Μικράν Ασίαν και την Αίγυπτον με πρωτεύουσαν την Νικομήδειαν της Μικράς Ασίας, εις την οποίαν εγκατεστάθη ο ίδιος και εκ της οποίας διηύθυνε την όλην αυτοκρατορίαν, και το δυτικόν τμήμα, το οποίον περιελάμβανε την Ρώμην, την Ιταλίαν, την Γαλλίαν, την Ισπανίαν, την Βρετανίαν και την Βόρειον Αφρικήν με έδραν τα Μεδιάλανα (Μιλάνον), εις το οποίον εγκατέστησεν αυτοκράτορα τον έμπιστον φίλον του Μαξιμιανόν τον επονομαζόμενον Ερκούλιον (Ηρακλήν) καταγόμενον από το Σίρμιον της Παννονίας. Βραδύτερον, ήτοι εν έτει 293, ο Διοκλητιανός ώρισεν άλλους δύο βοηθούς εις την άσκησιν της εξουσίας, τους οποίους ωνόμασε καίσαρας, ενώ αυτός και ο Μαξιμιανός ωνομάζοντο αύγουστοι. Οι καίσαρες θα ήσαν συμβασιλείς, βοηθοί και διάδοχοι των αυγούστων. Και αυτός μεν προσέλαβεν ως καίσαρα εις την Ανατολήν τον γαμβρόν του Μαξιμιανόν Γαλέριον, εις τον οποίον έδωκεν ως σύζυγον την θυγατέρα του Βαλερίαν και του παρεχώρησε να ορίζη την Μακεδονίαν, την Στερεάν Ελλάδα, την Πελοπόννησον και την Κρήτην, έχοντα την έδραν του εις το Σίρμιον της Παννονίας. Εις δε την Δύσιν ώρισε καίσαρα υπό τον αύγουστον Ερκούλιον Μαξιμιανόν τον πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιον τον Χλωρόν, εις τον οποίον παρεχώρησε να ορίζη τα δυτικώτερα μέρη της αυτοκρατορίας, ήτοι Βρετανίαν,Γαλατίαν και Ισπανίαν, ως ανωτέρω είπομεν. Τούτον υπεχρέωσεν ο Διοκλητιανός να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του την μακαρίαν Ελένην και να νυμφευθή την θυγατέρα του Ερκουλίου Μαξιμιανού Θεοδώραν δια να έχη εγγύησιν ότι ως συγγενής δεν θα εγείρη ποτέ πόλεμον εναντίον των. Επί πλέον ο Διοκλητιανός εκράτησεν ως όμηρον τον υιόν τού Κωνσταντίου και της Ελένης Κωνσταντίνον δια περισσοτέραν ασφάλειαν. Τοιουτοτρόπως ο νέος Κωνσταντίνος, κρατούμενος ως όμηρος εις την αυλήν του Διοκλητιανού και εν συνεχεία του Γαλερίου Μαξιμιανού, ανετρέφετο μεν μετά των ασεβών και τυράννων, εις τα ήθη όμως, την γνώμην και τας άλλας πράξεις δεν ωμοίαζεν ουδόλως μετ’ αυτών, επειδή εκ μικράς ηλικίας ήτο όχι μόνον ωραίος κατά την όψιν, αλλά και αγαθός και καλός κατά την καρδίαν. Όπως δε ηύξανε κατά την σωματικήν ηλικίαν, επί τοσούτον ωραιότερος και αγαθώτερος εγίνετο, αλλά και θαυμαστός κατά την δύναμιν, ώστε ουδείς ηδύνατο να αντιπαραταχθή κατ’ αυτού, διότι κατανικών τους πάντας έμενεν αήττητος. Ταύτα βλέποντες οι τύραννοι, αντί να τον αγαπώσι, τον εφθόνησαν, οι άθλιοι, όχι μόνον δια την ανδρείαν του, αλλά και διότι ερωτήσαντες το μαντείον του Απόλλωνος, οι ασύνετοι, οποίοςθα γίνη εις το ύστερον ο Κωνσταντίνος εκείνος, Θεού επιτρέποντος, απεκρίθη, ότι αυτός έμελλε να κυριεύση τον κόσμον και να κηρύξη Θεόν τον Χριστόν και ότι επ’ αυτού θα καταρρεύση η θρησκεία των ειδώλων. Δια την αιτίαν αυτήν λοιπόν τον εμίσησαν τόσον, ώστε εμελέτων να θανατώσωσιν αυτόν με τρόπον επιτήδειον και απόκρυφον. Αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός, ο προγνωρίζων τα μέλλοντα, αυτόν μεν διεφύλαξεν από τας μηχανάς και τας πανουργίας αυτών, αυτούς δε, ως επιβούλους και φθονερούς, εξωλόθρευσε και ως κακοί κακώς απωλέσθησαν, ως προχωρούντος του λόγου θέλομεν ίδει. Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι του έτους τε΄ (305). Το Ρωμαϊκόν Κράτος, αν και εκυβερνάτο από τέσσαρας αυτοκράτορας τοπικήν έχοντος εκάστου δικαιοδοσίαν, ήτο όμως θεωρητικώς ηνωμένον, κυβερνώμενον υπό τετραρχίας, των εκάστοτε διαταγμάτων εκδιδομένων επ’ ονόματι και των τεσσάρων αυτοκρατόρων. Κατά το έτος τε΄ (305), καθ’ ην είχον εκ των προτέρων συμφωνίαν, παρητήθησαν της βασιλείας ο τε Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός Ερκούλιος και απεσύρθησαν ο μεν Διοκλητιανός εις τα κτήματά του εις Δαλματίαν, όπου έζησε μέχρι του έτους τιστ΄ (316), ο δε Μαξιμιανός παρέμεινεν εις την Ρώμην. Αύγουστοι ανεκηρύχθησαν τότε οι Καίσαρες, εις μεν την Δύσιν ο πατήρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος, εις δε την Ανατολήν ο Μαξιμιανός Γαλέριος ο γαμβρός του Διοκλητιανού. Ο Κωνσταντίνος εκρατείτο τότε εις την αυλήν του Μαξιμιανού Γαλερίου, όστις φθονών αυτόν δια τα έξοχα αυτού προτερήματα προσεπάθησε να τον θανατώση δια του ακολούθου τεχνάσματος. Εις την Ανατολήν είχον συνήθειαν, όπως, προς ευθυμίαν του αυτοκράτορος και της συνοδείας του, εκτελούν διάφορα αγωνίσματα και ψευδοπολέμους, εις εκ των οποίων ήτο και ο ακόλουθος: Άφηναν μίαν άρκτον και ένα λέοντα ελευθέρους εντός του αμφιθεάτρου, αφού προηγουμένως εξερρίζωνον τους οδόντας και τους όνυχας αυτών. Κατόπιν εισήρχετο ο βασιλεύς και εφόνευε τα θηρία δια της ράβδου του. Εν συνεχεία τριάκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ευρίσκοντο κεκρυμμένοι εντός του θεάτρου και οι οποίοι εκράτουν εις τας χείρας αυτών σπόγγους αντί πετρών, εξήρχοντο και δια τούτων ελιθοβόλουν τον βασιλέα, όστις ως ανδρείος δήθεν αντεπετίθετο και ελιθοβόλει τους άνδρας εκείνους, δια λίθων όμως πραγματικών. Αφού δε έρριπτε τούτους κατά γης, επευφήμουν τότε οι θεαταί τον βασιλέα ως νικητήν. Ημέραν λοιπόν τινα ο δόλιος Γαλέριος Μαξιμιανός, θέλων να εξολοθρεύση δολίως τον Κωνσταντίνον, μετεχειρίσθη την εξής απάτην. Επρόσταξε τους υπηρέτας και απέλυσαν εντός του θεάτρου μίαν άρκτον και ένα λέοντα, χωρίς να αφαιρέσουν προηγουμένως τους οδόντας των. Κατόπιν προσεποιήθη ότι ήτο ασθενής και επρόσταξε τον Κωνσταντίνον να εισέλθη αντ’ αυτού εις το θέατρον. Ούτος εισήλθε πράγματι, κρατών την ράβδον. Όμως ο ευλογημένος ούτος ήτο τόσον ανδρείος, ώστε παρά το γεγονός, ότι και τα δύο θηρία είχον τους οδόντας των, ο Κωνσταντίνος εφόνευσε ταύτα, εν συνεχεία δε έρριψε κατά γης και τους τριάκοντα άνδρας, τινές των οποίων, ως έμπιστοι του βασιλέως, εκράτουν λίθους πραγματικούς εις τας χείρας των. Ταύτα μαθών ο δόλιος βασιλεύς εξήλθε δήθεν εν θυμώ και ήλεγξε τους υπηρέτας δια την απροσεξία των προφασιζόμενος, ότι αυτός ουδέν περί τούτου εγνώριζε. Ταύτα πληροφορηθείς ο Κωνστάντιος απεφάσισε να απελευθερώση τον υιόν του και προβάλλων ως πρόσχημα την ασθένειάν του, διότι ήτο πράγματι ασθενής, εζήτησε από τον Γαλέριον Μαξιμιανόν να του αποστείλη τον υιόν του δια να τον ίδη, αυτός δε αναγκαζόμενος υπό των πραγμάτων προσεποιήθη, ότι εδέχθη την αίτησιν του Κωνσταντίου, είχεν όμως κατά νουν να εξολοθρεύση τον Κωνσταντίνον καθ’ οδόν. Αλλ’ ο Κωνσταντίνος αναχωρήσας εκείθεν διέφυγε, Χάριτι Χριστού, όλας τας παγίδας του Γαλερίου και έφθασεν υγιής εις τον πατέρα του. Τότε ο Κωνστάντιος εχάρη πολύ, όταν είδε τον υιόν του ελθόντα εις τον κατάλληλον καιρόν, ίνα αφήση τούτον διάδοχον εις τον θρόνον του. Και είχε μεν αποκτήσει ο Κωνστάντιος άλλους τρεις υιούς εκ της δευτέρας συζύγου του Θεοδώρας, της θυγατρός του Ερκουλίου (Ηρακλέους) Μαξιμιανού, τον Δαλμάτιον, τον Αννιβαλιανόν και τον Κωνστάντιον τον πατέρα του Γάλλου και του Ιουλιανού του Παραβάτου, τον Κωνσταντίνον όμως ηγάπα περισσότερον, διότι ήτο φρονιμώτερος και μεγαλύτερος. Ευθύς λοιπόν ως ο Κωνστάντιος είδε τον υιόν του, τον ενηγκαλίσθη και εκεί, ενώπιον όλων των παρισταμένων, προείπε την προκοπήν του νέου λέγων: «Καθώς ο Χριστός σε εφύλαξεν από τας επιβουλάς των εχθρών και σε έφερεν εις την κατάλληλον ώραν να λάβης την βασιλείαν ως άξιος, ούτω πιστεύω, ότι θέλει σε βοηθήσει μάχρι τέλους, να στερεώσης πανταχού την ευσέβειαν». Ταύτα ειπών τον εψήφισε βασιλέα, και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν· «Ενθυμού, τέκνον να αγαπάς τους Χριστιανούς και να βοηθής τούτους, εάν θέλης να δοξασθής εις όλον τον κόσμον». Δια των λόγων τούτων εγνωρίσθη ότι ήτο Χριστιανός, μάλιστα δε και ενάρετος και δίκαιος κριτής, ελεήμων και φιλάνθρωπος πάντοτε. Διότι δεν εθησαύρισε ποτέ, υπέρ την ανάγκην, χρυσόν ή έργυρον, αλλ’ ευσπλαγχνίζετο τους πένητας. Ο δε Κωνσταντίνος ενυμφεύθη την Μινερβίναν, από την οποίαν απέκτησεν υιόν τον Κρίσπον και πολλούς νικηφόρους πολέμους διεξήγαγεν εις την Γαλατίαν και την Βρετανίαν. Μετ’ ολίγον ο Κωνστάντιος απέθανεν εις την πόλιν Εβόρακον (Υόρκην) της Βρετανίας όπου ευρίσκετο πολεμών τους εχθρούς του, ο δε Κωνσταντίνος, ανακηρυχθείς αυτοκράτωρ υπό του στρατού, ο οποίος εξετίμησε τας αρετάς του και τον ηγάπησεν, ανήλθεν εις τον θρόνον την κε΄ (25ην) Ιουλίου του έτους τστ΄ (306) εις ηλικίαν τριάκοντα δύο ετών, εκυβέρνα δε τον λαόν με καλοκαγαθίαν και συμπάθειαν. Κατά το μεσολαβήσαν διάστημα ο Γαλέριος Μαξιμιανός ωνόμασε Καίσαρα μεν της Ανατολής τον ανεψιόν του Μαξιμίνον τον επιλεγόμενον Δάϊαν, υιόν Θρακός ποιμένος, Καίσαρα δε της Δύσεως τον φίλον του στρατηγόν Σεβήρον, τον οποίον και απέστειλεν εις την Ρώμην. Ούτος μετά τον θάνατον του Κωνσταντίου του Χλωρού ανεκηρύχθη αυτοκράτωρ. Τότε όμως ο υιός του παραιτηθέντος αυτοκράτορος Ερκουλίου Μαξιμιανού Μαξέντιος, όστις ήτο και γαμβρός του Γαλερίου Μαξιμιανού, ήγειρεν επανάστασιν κατά του Σεβήρου, εξηνάγκασε δε και τον πατέρα του να επανέλθη εις τον θρόνον, κατανικήσαντες δε τον Σεβήρον τον εφόνευσαν και ανεκηρύχθησαν ούτοι αυτοκράτορες εις την Ρώμην. Τότε έκαμαν συμφωνίαν με τον Κωνσταντίνον να μείνουν αυτοί μεν εις την Ρώμην, ο δε Κωνσταντίνος εις τα δυτικά μέρη, εις τα οποία εβασίλευε πρότερον ο πατήρ του. Επειδή δε ο Κωνσταντίνος είχεν αποχωρισθή από την πρώτην του σύζυγον Μινερβίναν, έλαβε ως τοιαύτην την θυγατέρα του Ερκουλίου Μαξιμιανού Φαύσταν, γυναίκα περιώνυμον μεν δια την ωραιότητά της, αλλά πονηροτάτην και κακότροπον ομοίαν εις την γνώμην με τον πατέρα της. Αποκατεστάθη τότε ειρήνη και άπαντες εχαίροντο. Εγκατέστησε δε ο Κωνσταντίνος την πρωτεύουσάν του εις την πόλιν Αρελάτην της νοτίου Γαλλίας, ευρισκομένην πλησίον των εκβολών του Ροδανού ποταμού εις την Μεσόγειον, από εκεί δε εκυβέρνα το βασίλειον με πάσαν δικαιοσύνην, διο και ηγαπήθη μεγάλως από όλον τον λαόν. Αλλά και εις τους εχθρούς εγένετο φοβερός ο Κωνσταντίνος, διότι παντού εξήρχετο νικητής. Επολέμησε δε και κατά των Γερμανών τους οποίους κατετρόπωσε και υπέταξεν. Αλλά και όλα τα δυτικά μέρη υπετάγησαν εις αυτόν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν και ο Ερκούλιος Μαξιμιανός ελθών εις προστριβάς με τον υιόν και συμβασιλέα αυτού Μαξέντιον και επιχειρήσας να τον καταβιβάση του θρόνου ενικήθη παρ’ αυτού και φεύγων δια να σωθή, κατέφυγεν εις τον γαμβρόν του Κωνσταντίνον, όστις τον εδέχθη μετά πάσης χαράς. Αλλά και εκεί ευρισκόμενος προσεπάθησε δις να εξεγείρη τον στρατόν εναντίον του γαμβρού του, αποτυχών όμως εις την προσπάθειάν του και απελπισθείς, ηυτοχειριάσθη ο τρισάθλιος και έθεσε τέρμα εις την ζωήν του, αυτοτιμωρηθείς δι’ όσα εις βάρος των Χριστιανών έπραξε. Ταύτα μανθάνων εις την Ανατολήν ο Γαλέριος Μαξιμιανός και έχων σκοπόν να κυριαρχήση οπωσδήποτε και επί της Δύσεως και να εξοντώση και τον γαμβρόν του Μαξέντιον και τον Κωνσταντίνον, συνήθροισε πολυάριθμον στράτευμα και ανακηρύξας Καίσαρα αντί του φονευθέντος Σεβήρου τον Λικίνιον εκίνησε δια την Ρώμην, διαβάς δε όλας τας χώρας του Ιλλυρικού εισήλθεν εις την άνω Ιταλίαν και εκείθεν κατήρχετο προς την Ρώμην. Εμπεσών όμως εις παγίδα του Μαξεντίου και πολλήν φθοράν υποστάς, εφοβήθη και υπεχώρησε. Καθήρεσε τότε αυτόν ο Μαξέντιος, εκείνος όμως ανασυντάξας τας δυνάμεις του εμελέτα να πολεμήση τον Μέγαν Κωνσταντίνον, διότι είπον εις αυτόν οι μάντεις και οι ιερείς των ειδώλων, ότι έμελλε να νικήση αυτόν εις τον πόλεμον. Αλλ’ όμως διεψεύσθησαν οι ταλαίπωροι, διότι ως συνηντήθησαν τα δύο στρατεύματα είδον οι στρατιώται του Γαλερίου σημείον φοβερόν, τον Τίμιον Σταυρόν προπορευόμενον του στρατεύματος του Κωνσταντίνου. Τότε φόβος και τρόμος κατέλαβεν αυτούς και μη υποφέροντες την λάμψιν, ήτις εξεπέμπετο εκ του Τιμίου Σταυρού, έφευγον ως υπό πυρός φλεγόμενοι, οι δε στρατιώται του Μεγάλου Κωνσταντίνου άλλους μεν εφόνευσαν, άλλους δε έτρεψαν εις φυγήν και άλλοι, οι γνωστικώτεροι, βλέποντες τούτο το σημείον, έτρεχον προς τον Μέγαν Κωνσταντίνον και προσκυνούντες αυτόν έστρεφον τα ξίφη κατά των συντρόφων και συμπολεμιστών των. Όθεν, εις ολίγην ώραν, το στράτευμα του Γαλερίου Μαξιμιανού ηφανίσθη τελείως. Βλέπων ο Γαλέριος την συμφοράν την οποίαν υπέστη, εξεδύθη τα βασιλικά ιμάτια και ενεδύθη πτωχικά, δια να μη γνωρίζεται, και ούτως έφυγε με ολίγους από τους στρατιώτας του. Εκρύπτετο δε από χώρας εις χώραν, αφού προηγουμένως συνέλεξεν όλους τους μάντεις και τους ιερείς των ειδώλων, τους ψευδοπροφήτας και τους σοφούς άπαντας και κατέσφαξεν αυτούς, διότι τον περιέπαιξαν. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος έστειλεν ανθρώπους πανταχού, ίνα εύρουν αυτόν και τον θανατώσωσιν. Αλλ’ η θεία Δίκη εύρεν αυτόν προηγουμένως. Διότι ησθένησεν από φοβεράν ασθένειαν και εξήρχετο εκ των σπλάγχνων του πυρ και λαύρα, εκ τούτου δε οι οφθαλμοί του εχύθησαν και έμεινε τελείως τυφλός, αι σάρκες του εσάπησαν και ούτω βασανιζόμενος κακήν κακώς εξεψύχησεν εν έτει τια΄ (311). Ο δε Μαξέντιος, παραμείνας μόνος του αυτοκράτωρ εις την Ρώμην, εσκέπτετο κατά ποίον τρόπον θα ημπορούσε να εξοντώση και τους άλλους βασιλείς, ώστε να μείνη αυτός μονοκράτωρ. Ήρχισεν όθεν να συγκεντρώνη πολυάριθμον στρατόν από την Ιταλίαν και από την Αφρικήν και να ετοιμάζεται να εκστρατεύση πρώτον κατά του γαμβρού του Κωνσταντίνου. Ταύτα βλέποντες οι Ρωμαίοι, οίτινες κατετυραννούντο από τον Μαξέντιον, και ακούοντες τας καλωσύνας και ανδραγαθίας του Κωνσταντίνου, έγραψαν εις αυτόν τα γενόμενα και τον παρεκάλουν να προλάβη και να έλθη αυτός, ίνα απελευθερώση τούτους από τον τύραννον. Τότε ο Κωνσταντίνος, αν και διέθετε πολύ μικροτέρας δυνάμεις, εξεστράτευσεν αμέσως κατά του Μαξεντίου και διελθών τον Σεπτέμβριον του έτους τιβ΄ (312) τας Άλπεις κατέλαβε δι’ αστραπιαίας προελάσεως την μίαν μετά την άλλην όλας τας πόλεις της βορείου Ιταλίας μέχρι του Ηριδανού (Πάδου) ποταμού. Ούτω λοιπόν ακαταμάχητος προελαύνων ο Κωνσταντίνος έφθασεν εις τα πρόθυρα της Ρώμης. Εκεί τον ανέμενεν ο Μαξέντιος με πολύ μεγαλυτέρας δυνάμεις. Τα δύο στρατεύματα αντιπαρετάχθησαν έναντι αλλήλων, έτοιμα δια την τελικήν μάχην. Ο καλός Κωνσταντίνος, ιστάμενος εις τι υψηλόν σημείον πλησίον του εχθρού, παρετήρει με λύπην τα εχθρικά στρατεύματα και διελογίζετο πως θα δυνηθή να κατανικήση τοσούτον άπειρον πλήθος. Ενώ δε ίστατο ούτω σκυθρωπός και συλλογιζόμενος, είδεν εις τον ουρανόν εν ώρα μεσημβρίας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, δι’ αστέρων συντεθειμένον. Πέριξ δε του Τιμίου Σταυρού ήσαν γράμματα ελληνικά, τα οποία έγραφον: «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα». Τουτέστι, Κωνσταντίνε, μη ελπίζης δια της ιδικής σου ανθρωπίνης δυνάμεως να νικήσης τους εχθρούς, αλλά δια του σημείου τούτου του Σταυρού θέλεις νικήσει αυτούς εις τον πόλεμον. Κατά δε την νύκτα εφάνη καθ’ ύπνον και Αυτός ο εσταυρωμένος Χριστός λέγων· «Έγειραι και κατασκεύασον ένα Σταυρόν, καθώς αυτός τον οποίον είδες, βάσταζε δε αυτόν εις τους πολέμους μετά πίστεως ίνα νικάς τους πολεμίους σου πάντοτε». Εγερθείς τότε ο Κωνσταντίνος εκ του ύπνου, είδε και πάλιν, κατά την αυτήν νύκτα, επάνω εις τον ουρανόν το τροπαιοφόρον σημείον. Τότε επίστευσε πλέον ολοψύχως εις τον αληθινόν Θεόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Όταν δε εξημέρωσε επρόσταξε και κατεσκεύασαν Σταυρόν αργυρούν κατά τον φανέντα τύπον, τον οποίον εκράτουν πάντοτε έμπροσθεν παντός του στρατεύματος. Ο δε Μαξέντιος, ελπίζων ότι θέλει νικήσει τον Κωνσταντίνον, κατεσκεύασεν εις τον διερχόμενον από την Ρώμην ποταμόν Τίβεριν και πλησίον της παλαιάς γεφύρας, της καλουμένης Μυλβίας, άλλην γέφυραν χαμηλήν και εύθραυστον με πανουργίαν, δια να πνιγή εντός αυτού ο Κωνσταντίνος, όταν νικώμενος θελήση να φύγη εκείθεν μετά του στρατεύματός του. Αλλ’ η θεία Δίκη δικαίως ετιμώρησε τον άδικον και έπεσε, κατά τον Προφήτην, εις τον βόθρον ον ητοίμασε (Ψαλμ. ζ:16). Διότι, όταν έγινεν η τελική μάχη, την κη΄ (28ην) Οκτωβρίου του έτους τιβ΄ (312) εις τους Κόκκινους Βράχους έξω από την Ρώμην, ενίκησεν ο Σταυρός, το ακαταμάχητον τρόπαιον, τόσος δε φόβος κατέλαβε τον Μαξέντιον, ώστε δεν έβλεπε προς ποίαν κατεύθυνσιν να φύγη ο δυστυχής. Φεύγων δε ώρμησεν ίνα διέλθη εκ της δολίας εκείνης γεφύρας, όχι μόνον αυτός αλλά και οι αξιωματούχοι του στρατεύματός του. Ευθύς όμως απεκόπη η γέφυρα και, πεσόντες εντός του ποταμού, επνίγησαν άπαντες. Ο μεν λοιπόν Κωνσταντίνος εδόξασε τον Θεόν, βλέπων τοιούτον θαυμάσιον, οι δε πολίται της Ρώμης εστόλισαν την πόλιν μεγαλοπρεπώς και υπεδέχθησαν τον τροπαιούχον Κωνσταντίνον αγαλλόμενοι. Αναβιβάσαντες δε και καθίσαντες αυτόν εις τον βασιλικόν θρόνον, προσεκύνησαν άπαντες τον νέον βασιλέα και μεγάλας τιμάς απέδωσαν εις αυτόν, καθώς έπρεπεν. Ο θεοσκεπής δε ούτος βασιλεύς εξέδωκεν ευθύς ορισμόν να στήσουν τον ζωοποιόν Σταυρόν εις τα κυριώτερα μέρη της πόλεως, να ερευνήσουν μετά προσοχής, ίνα εύρουν τα άγια Λείψανα των θαυμασίων εκείνων Μαρτύρων, οίτινες έχυσαν το αίμα των υπέρ του ονόματος του Δεσπότου Χριστού και να ενταφιάσουν αυτά με τας πρεπούσας τιμάς και ευλάβειαν, τους φυλακισμένους να απελευθερώσουν και τους εξορίστους να αφήσουν ελευθέρους να μεταβή ο καθείς των όπου επιθυμεί. Η κατά του Μαξεντίου νίκη του Μεγάλου Κωνσταντίνου απέβη εις την πραγματικότητα νίκη του Χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρίας. Επί τριακόσια ολόκληρα χρόνια, ήτοι από της εποχής των Αγίων Αποστόλων μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός ακαταπαύστως μαχόμενος ανεδεικνύετο πάντοτε νικητής επί του πνευματικού επιπέδου, χάρις εις το άφθαστον αυτού ψυχικόν μεγαλείον, προσφέρας ποταμούς αιμάτων εις τον βωμόν της αληθούς Πίστεως και αναδείξας εκατομμύρια Μαρτύρων. Επί τριακόσια χρόνια οι μη υποκύπτοντες εις την βίαν αυχένες απεκόπτοντο υπό των τυράννων, οι ψυχικώς όμως αδούλωτοι εκείνοι δούλοι και την κεφαλήν αποτεμνόμενοι ελάμβανον πολλάκις αυτήν εις τας χείρας και περιεπάτουν καταισχύνοντες τους τυράννους! Εκείνοι πάλιν που δεν ηξιούντο του ποθουμένου παρ’ αυτών Μαρτυρίου κατήρχοντο υπό την επιφάνειαν της γης, μέσα εις τας σκοτεινάς κατακόμβας, δια να λατρεύσουν τον αληθινόν Θεόν, διότι επί της επιφανείας της γης εδέσποζον οι τύραννοι. Να όμως που τώρα οι τύραννοι εν τω προσώπω του Μαξεντίου κατησχύνθησαν, ο Σταυρός ενίκησεν, οι δούλοι έγιναν κύριοι και οι άρχοντες του ψεύδους εδουλώθησαν και συν τω χρόνω τελείως ηφανίσθησαν. Πόση χαρά νομίζετε να έγινε εις τους Χριστιανούς ύστερα από την νίκην εκείνην; Χαρά απέραντος, χαρά αφάνταστος, χαρα απερίγραπτος! Και ήτο δικαία η χαρά, διότι τα αποτελέσματα της νίκης εκείνης απέβησαν τόσον τεράστια, ώστε να είναι αδύνατον να τα απαριθμήση τις ή να τα υπολογίση. Αλλά και αυτοί οι νικηταί δεν ήτο δυνατόν να συλλάβουν τότε την έκτασιν της νίκης των. Διότι πράγματι από της ώρας εκείνης και έως της σήμερον, αν εξαιρέσωμεν μικράς τινάς διαλείψεις, όπως της εποχής του Ιουλιανού του Παραβάτου, αίτινες υπήρξαν οι τελευταίοι σπασμοί του σφαδάζοντος θηρίου, ο Χριστιανισμός εκυριάρχησεν εφ’ ολοκλήρου της γης και θα κυριαρχή έως της συντελείας των αιώνων. Πρώτον θετικόν αποτέλεσματης κατά του Μαξεντίου νίκης υπήρξεν η έκδοσις του περιφήμου Εδίκτου (Διατάγματος) των Μεδιολάνων, δια του οποίου η μέχρι τότε διωκομένη θρησκεία του Χριστού ανεγνωρίζετο ως επίσημος θρησκεία του Κράτους, ενώ η μέχρι τότε επίσημος θρησκεία των ειδώλων παρεμερίζετο δια να περιπέση μετ’ ολίγον εις την αφάνειαν. Ολίγους μήνας μετά την περίφημον αυτήν νίκην συνηντήθησαν εις τα Μεδιόλανα (το σημερινόν Μιλάνον) της Ιταλίας οι δύο νικηταί σύμμαχοι αυτοκράτορες, ο Αυτοκράτωρ της Δύσεως Κωνσταντίνος και ο Αυτοκράτωρ της Ανατολής Λικίνιος, και εκεί εξέδωκαν και υπέγραψαν από κοινού το περίφημον αυτό διάταγμα, υπεσχέθη δε ο Λικίνιος μεθ’ όρκου εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον ότι δεν θα διώξη πλέον τους Χριστιανούς και ότι θα τηρήση πιστώς τας διατάξεις του Εδίκτου αυτού. Έγινε τότε μεγάλη εορτή και πανήγυρις εις τα Μεδιόλανα και εις τον κόσμον ολόκληρον. Υπάνδρευσε δε ο Κωνσταντίνος την αδελφήν του Κωνσταντίαν, θυγατέρα του Κωνσταντίου και της Θεοδώρας, μετά του Λικινίου, προς περισσοτέραν κατοχύρωσιν της φιλίας και των υποσχέσεων αυτού. Ταύτας και άλλας πολλάς ευεργεσίας ετέλεσεν ο καλός Κωνσταντίνος κατά τας αρχάς της βασιλείας του, ως απαρχάς και δωρεάς προς τον πλουσιόδωρον ευεργέτην Θεόν, τον φωτίσαντα και αναδείξαντα αυτόν. Κατόπιν, υπό θείου ζήλου κινούμενος, εξέδωκε διαφόρους νόμους δικαίους, προς δόξαν Θεού και προς ενίσχυσιν της ευσεβούς ημών Πίστεως. Και πρώτον να μη τολμήση τις να βλασφημήση τον Χριστόν ή να ενοχλήση Χριστιανόν, ο δε παραβάτης να τιμωρήται αυστηρώς και να δημεύωνται όλα τα υπάρχοντά του. Δεύτερον επρόσταξε να εγγράφωνται εις το στράτευμα μόνον οι Χριστιανοί και αυτοί να λαμβάνουν αξιώματα και ηγεμονίας. Επρόσταξεν επίσης να καταστρέψουν τους βωμούς των ειδωλολατρών και να κτίζουν πανταχού Εκκλησίας εις δόξαν Χριστού. Έκτισε δε και ο ίδιος εκεί εις την Ρώμην Ναόν μέγαν, εις τον Σωτήρα Θεόν, του οποίου το σχήμα ιδιοχείρως εσχεδίασεν αυτός ο βασιλεύς και πρώτος, ως ευλαβέστατος, έσκαψε τα θεμέλια αυτού και λίθους μετέφερεν επί του ώμου του, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Ακόμη επρόσταξε να σχολάζουν και να αργώσι πάντες και να απέχουν πάσης εργασίας σωματικής κατά τας δύο εβδομάδας του Αγίου Πάσχα, ήτοι από του Σαββάτου του Δικαίου Λαζάρου μέχρι της Κυριακής του Αποστόλου Θωμά και να προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν. Όσοι δε πτωχοί βαπτίζονται, να τρέφωνται και να ενδύωνται δια βασιλικών εξόδων. Ταύτα και άλλα περισσότερα θεάρεστα ενομοθέτησεν ο θεόκλητος και θεοψήφιστος αυτοκράτωρ. Όθεν εκ τούτου εγένετο χαρά μεγάλη και αγαλλίασις εις την οικουμένην. Προσήρχοντο δε καθ’ εκάστην εις την Ορθόδοξον Πίστιν λαός αναρίθμητος και εβαπτίζοντο. Και τους μεν ναούς των ειδώλων κατηδάφιζον και κατέστρεφον εκ θεμελίων, τας δε Εκκλησίας εκαλλώπιζον και επροίκιζεν αυτάς ο ευσεβέστατος βασιλεύς δια πλουσίων εισοδημάτων. Ούτω οι μεν ειδωλολάτραι κατησχύνοντο, η δε ευσέβεια ηύξανε και εκραταιούτο. Όχι δε μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις άλλας πολλάς πόλεις εκηρύττετο παρρησία ο Δεσπότης Χριστός Θεός προαιώνιος. Διότι ο ευσεβής βασιλεύς διώρισε Χριστιανούς ηγεμόνας και άρχοντας και απέστειλε τούτους πανταχού προστάσσων αυτούς να καταβάλλουν πάσαν αυτών την επιμέλειαν, ώστε να αφανίσουν τελείως την ειδωλολατρίαν και να στερεώσουν την εις Χριστόν Ορθόδοξον Πίστιν όσον δύνανται καλύτερον. Τούτ’ αυτό δε επεμελείτο εκεί εις την Ρώμην και ο ίδιος ο τρισμακάριος και Άγιος εκείνος βασιλεύς. Γνωρίζων δε ο Άγιος, ότι τινές εκ των αρχόντων της Ρώμης παρέμενον ακόμη εις την προτέραν ασέβειαν και δεν είχον προθυμίαν να αφήσουν την κακήν των συνήθειαν, συνεκάλεσε την σύγκλητον και άπαντας τους πλουσίους και ευγενείς της πόλεως και ενουθέτησε τούτους λέγων τα εξής: «Γνωρίζετε, φίλοι ηγαπημένοι μου, ότι των βεβήλων ψυχών η διάνοια δεν δύναται να δεχθή συμβουλήν σωτήριον. Διότι οι δυστυχείς ούτοι ευρίσκονται βεβυθισμένοι εις το σκότος της αγνοίας, εκείνος δε όστις ήθελεν ανοίξει τους οφθαλμούς της διανοίας, θα ηννόει ευκόλως την αλήθειαν, ώστε να μη προσκυνή αναίσθητα και άχρηστα ξόανα, τα οποία κατεσκεύασαν οι άνθρωποι δια των χειρών των. Λάβετε ως παράδειγμα εμέ τον ίδιον και πιστεύσατε εις τον μόνον αληθινόν Θεόν. Αυτόν μόνον ας προσκυνούμεν όλοι, ως Παντοδύναμον και Πανάγαθον. Και ας μη ελπίζωμεν εις τα είδωλα, τα οποία δεν δύνανται να μας δώσουν ουδεμίαν ωφέλειαν. Εγώ δεν αναγκάζω κανένα να έλθη δια της βίας εις την ευσέβειαν, αλλά σας συμβουλεύω, ως φίλος, το συμφερώτερον, σεις δε να πράξετε τούτο με την ιδικήν σας προαίρεσιν. Διότι η ανθρωπίνη εργασία πολλάκις γίνεται και δια της επιβολής, αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός ουδένα εξαναγκάζει, ούτε βιάζει, αλλά επιθυμεί την προς Αυτόν λατρείαν αυτοπροαίρετον και με λογισμόν συνετόν και σώφρονα». Ταύτα ως είπεν ο ευσεβής βασιλεύς, εβόησαν άπαντες· «Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός». Ούτω πολλοί επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Και εγένετο πάλιν εις την πόλιν χαρά και μεγάλη πανήγυρις. Ήναψαν δε φωτοχυσίαν καθ’ όλον το βασίλειον, εστόλισαν τους τάφους των Αγίων και άλλα θεάρεστα έργα επετέλεσαν. Επίστευσαν δε τότε όχι μόνον οι Ρωμαίοι, αλλά και όλαι αι Εσπέριαι χώραι και προσεκύνουν τον Χριστόν άπαντες. Μόνον εις την Ανατολήν ήτο ακόμη εν τη ζωή ο Μαξιμίνος Δαϊας, ο μιαρός του μιαρού ανεψιός και διάδοχος, όστις πολλούς Χριστιανούς εφόνευσεν. Αλλά και αυτόν εύρεν επίσης η θεία Δίκη, διότι ευρισκόμενος εις την Ταρσόν της Κιλικίας εφονεύθη υπό θείου Αγγέλου ως εις το Μαρτύριον του Καλλικελάδου Μηνά φαίνεται. Είχε δε και ούτος διανοηθή να κατακτήση ολόκληρον το Ρωμαϊκόν κράτος και συνάξας στρατόν αφήκε την Αντιόχειαν και εβάδισε κατά του Λικινίου σκοπεύων να εξοντώση αυτόν και αφού κυριαρχήση επί της Ανατολής να εκστρατεύση ύστερον κατά του Κωνσταντίνου. Όμως κενά εμελέτησε, διότι διαβάς τον Βόσπορον και συνάψας μάχην μετά του Λικινίου εις Πέρινθον κατενικήθη υπ’ αυτού κατά το έτος τιγ΄ (313). Καταφυγών δε εις Ταρσόν κακώς μετ’ ολίγον ετελεύτησεν, ασθενήσας βαρύτατα διότι ο δικαιοκρίτης Θεός ετιμώρησεν αυτόν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε το σώμα του εσάπισεν όλον και τόσον αηδή οσμήν ανέδιδεν, ώστε άνθρωπος δεν ηδύνατο να πλησιάση. Εκ δε του λάρυγγός του εξήρχοντο σκώληκες, οι οφθαλμοί του κατέπεσαν και το σώμα του αποσυνετίθετο ως κηρός εις την πυράν. Εις τοιαύτην κατάστασιν απέθανε κατά το έτος τιστ΄ (316). Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι κακοί και άδικοι δικαίως πολλάκις λαμβάνουν εντεύθεν τον αρραβώνα της αιωνίου κολάσεως δια την υπερβάλλουσαν κακίαν των. Οι δε ενάρετοι, όχι μόνον εν τω μέλλοντι αιώνι αιωνίως δοξάζονται και απολαμβάνουν κατά τας πράξεις των, αλλά και εν τω βίω τούτω έχουσι τον Θεόν βοηθόν των και αντιλήπτορα. Ως ο μακάριος και αοίδιμος Κωνσταντίνος, όστις και εδώ της προσκαίρου βασιλείας απήλαυσε, και εκεί της αιωνίου τοιαύτης απολαμβάνει ως άλλος Απόστολος, αφού τόσον υπερεμάχησε δια την ευσέβειαν. Ατυχώς η δια τόσων θυσιών και αγώνων επιτευχθείσα κατ’ εκείνον τον καιρόν ειρήνη της Εκκλησίας δεν διετηρήθη τότε επί πολύ, αλλ’ έμελλε να ακολουθήσουν και άλλοι ακόμη αγώνες. Διότι ο μισόκαλος εχθρός της αληθείας, μη δυνάμενος να υποφέρη το υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου επιτευχθέν έργον, εύρε δοχείον άξιον της κακίας του τον μιαρόν Λικίνιον εντός του οποίου εισήλθε και τον εξήγειρεν εναντίον των Χριστιανών και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ούτε τους όρκους ετήρησεν ούτε ενεθυμήθη ότι εξωλοθρεύθησαν οι άλλοι διώκται και τύραννοι, αλλ’ εκίνησεν εις την Ανατολήν πόλεμον κατά των Χριστιανών ο άχρηστος και αχάριστος και πολλούς εθανάτωσεν. Όθεν, πληροφορηθείς ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος, ηπείλησεν αυτόν πρώτον με γράμματα να σταματήση τα έργα του διαβόλου, άλλως θα κατεδίκαζε τούτον εις τον πρέποντα θάνατον. Αλλά και πάλιν ο Λικίνιος δεν υπήκουσε. Παραλαβών λοιπόν το στράτευμα ο Μέγας Κωνσταντίνος ήλθεν εις την Ανατολήν και επολέμησε κατά του Λικινίου. Η πρώτη μάχη εδόθη την 3ην Ιουλίου του έτους τκδ΄ (324) παρά την Ανδριανούπολιν. Τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου εβάδιζον έχοντα επί κεφαλής το λάβαρον του Σταυρού. Τούτο βλέποντες οι στρατιώται του Λικινίου υπό τοσούτου φόβου και τρόμου κατελαμβάνοντο, ώστε μη υποφέροντες την λάμψιν, ήτις εξεπέμπετο υπ’ αυτού, κατησχύνθησαν και ετράπησαν εις φυγήν. Ο Λικίνιος ωχυρώθη τότε εις το Βυζάντιον, νικηθείς όμως και εκεί από τα στρατεύματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και από τον στόλον αυτού, ο οποίος ετέλει υπό την αρχηγίαν του υιού τού Κωνσταντίνου Κρίσπου, επέρασεν εις την ασιατικήν όχθην του Βοσπόρου όπου εις την Χρυσόπολιν, το σημερινόν Σκούταρι, γενομένης μεγάλης μάχης την ιη΄ (18ην) Σεπτεμβρίου του έτους τκδ΄ (324) ενικήθη και πάλιν από τα στρατεύματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά την ήτταν του ταύτην ο Λικίνιος ετράπη εις φυγήν, ο δε Κωνσταντίνος καταδιώκων αυτόν τον έφθασεν εις την Νικομήδειαν της Βιθυνίας, όπου και πολιορκήσας αυτόν τον συνέλαβεν αιχμάλωτον. Ηθέλησε τότε να τον αποκεφαλίση, αλλ’ ως συμπαθής και αγαθός συνεπόνεσεν εις τα δάκρυα της αδελφής του και του εχάρισε την ζωήν. Εξώρισε δε μόνον αυτόν εις την Θεσσαλονίκην και του παρεχώρησεν άπαντα τα εισοδήματα της πόλεως προς συντήρησίν του. Αλλά και πάλιν ο επίορκος Λικίνιος δεν εγκατέλειψε τα κακουργήματά του, διότι και εκεί επεβουλεύετο τον βασιλέα και ευεργέτην του. Όθεν, μαθών τούτο ο Μέγας Κωνσταντίνος, έστειλε και απεκεφάλισαν αυτόν, ως έπρεπεν. Ούτω εξερριζώθησαν και τα τελευταία ζιζάνια και ο Μέγας Κωνσταντίνος, Θεού ευδοκία, αποκατεστάθη μόνος αυτοκράτωρ εις όλον το Ρωμαϊκόν κράτος, Ανατολήν και Δύσιν, και ηκολούθησεν ειρήνη και ομόνοια εις όλον τον κόσμον. Όθεν μη έχων πλέον φροντίδας πολέμων ο ευσεβής βασιλεύς επεδόθη αποκλειστικώς εις έργα θεάρεστα, κτίζων Ναούς και πλουτίζων αυτούς με βασιλικά εισοδήματα, χρυσόν και άργυρον και διακοσμών αυτούς μεγαλοπρεπώς. Αλλά και πλείστα άλλα θεάρεστα έργα ετέλεσε. Διότι ήτο εις την γνώμην φιλότιμος, συμπαθής και πλουσιόδωρος, κατά τας πράξεις και τους λόγους φρόνιμος, κατά δε την μορφήν γλυκύς και ωραιότατος και απλώς ειπείν όλας τας χάριτας είχεν εις την ψυχήν και εις το σώμα. Δια τούτο υπερηγάπα αυτόν όλος ο κόσμος και πάντες υπετάσσοντο, περισσότερον δια τας καλάς γνώμας του ή δια τον φόβον της εξουσίας του. Και ήρχοντο από πάντα τόπον και προσεκύνουν αυτόν, υποσχόμενοι να προσφέρουν δώρα γενόμενοι Χριστιανοί, με πάσαν προθυμίαν. Επειδή δε από του έτους τιστ΄ (316) είχεν ίδει ο βασιλεύς θείον όραμα, εξ ου προσετάχθη να κτίση πόλιν εις τα μέρη της Ανατολής, την οποίαν να αφιερώση εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, απεφάσισε να σπεύση εις την εκτέλεσιν της θείας εκείνης προσταγής. Απήλθε λοιπόν ο Κωνσταντίνος πρώτον μεν εις την Θεσσαλονίκην και έκτισεν εκεί Ναούς μεγάλους και μεγαλοπρεπείς, μελετών να κτίση εκεί την πόλιν την οποίαν διετάχθη. Αλλ’ επειδή δεν ήτο θέλημα Θεού να κτισθή εκεί η πόλις, ημποδίσθη. Μετέβη τότε εις την Χαλκηδόνα, την οποίαν είχον καταστρέψει οι Πέρσαι. Ήρεσε δε εις αυτόν ο τόπος ούτος και ήρχισε να κτίζη. Επειδή όμως ούτε εκεί ήτο Θεού ευδοκία να κτισθή η νέα αύτη πόλις, ήρχοντο αετοί και ήρπαζον τα εργαλεία των τεχνιτών, έρριπτον δε αυτά εις το Βυζάντιον. Βλέπων λοιπόν ο Μέγας Κωνσταντίνος τοιούτον θαυμάσιον, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις το Βυζάντιον. Εύρε τότε κατάλληλον την θέσιν του τόπου, αλλά δεν εγνώριζε πόσον μεγάλην να κτίση την πόλιν. Και κατά την νύκτα είδε πάλιν Άγγελον εν οράματι, όστις είπε προς αυτόν· «Το πρωϊ, όταν εξημερώση, ακολούθει μοι· και όπου εγώ μεταβώ, να σημειώσης τον τόπον και εκεί να θέσωσι τα θεμέλια». Το πρωϊ λοιπόν εκάλεσεν ο Κωνσταντίνος τον πρώτον αρχιτέκτονα και τον επρόσταξε να τον ακολουθή και να θέτη σημεία εις τον τόπον από τον οποίον θα διέρχεται. Εξεκίνησαν λοιπόν και ο μεν Κωνσταντίνος ηκολούθει τον Άγγελον, όστις προεπορεύετο με ταχύ βήμα και τον οποίον μόνον ο βασιλεύς έβλεπεν, όπισθεν δε του βασιλέως ηκολούθει ο αρχιτέκτων, έως ότου περιήλθον και εσημείωσαν όλον τον τόπον εις τον οποίον ήτο θέλημα Θεού να κτισθή η νέα πόλις. Έκτοτε λοιπόν ήρχισαν να κτίζουν αυτήν. Ώρισε δε ο βασιλεύς και έμπειρον τινά άνθρωπον, Ευφρατάν ονομαζόμενον, να έχη την επιμέλειαν και την φροντίδα, ώστε να γίνη το έργον θαυμάσιον και θεάρεστον, παραδώσας εις αυτόν και χρυσόν πολύν δια τα έξοδα. Ήτο δε ο Ευφρατάς ούτος τόσον επιδέξιος, ώστε ωκοδόμησε ταύτην ωραιοτάτην, ως έπρεπε, καθώς εις τους χρονογράφους σαφέστερον φαίνεται. Τόσον δε επιτηδείως κατεσκεύασε την νέαν πόλιν, ώστε εγένετο αύτη ομοία της παλαιάς Ρώμης καθ’ όλα τα κτίρια. Εκ της παλαιάς δε Ρώμης έφεραν και κίονα τινά μονόλιθον, μέγιστον, πορφυρούν και ετοποθέτησαν τούτον εις τον Φόρον, όστις και μέχρι σήμερον φαίνεται και επί τούτου ετοποθέτησαν ανδριάντα, τον οποίον έφερεν ο Μέγας Κωνσταντίνος από την Ηλιούπολιν της Φρυγίας, έχοντα επί της κεφαλής αυτού ακτίνας επτά. Εις το θεμέλιον δε του στύλου τούτου ετοποθέτησε τους δώδεκα καλάθους, τους οποίους οι Απόστολοι επλήρωσαν εκ των περισσευμάτων τών δια της ευλογίας του Κυρίου θαυμασίως πληθυνθέντων πέντε άρτων. Ακόμη δε και άγια Λείψανα κατέθεσε προς φυλακτήριον και αγιασμόν της πόλεως. Έκτισε δε ο βασιλεύς και Εκκλησίας πολλάς εις την νέαν πόλιν ως την των Αγίων Αποστόλων, την της Αγίας Ειρήνης, την του Αγίου Μωκίου και την του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εν τω Ανάπλω. Προσέφερε δε εις αυτάς και σκεύη πολλά και εκήρυξε καθολικόν ορισμόν, να καταστρέφουν τους βωμούς των ειδώλων και να κτίζουν Εκκλησίας Χριστιανικάς. Ετίμησεν επίσης την πόλιν με σύγκλητον, καλέσας εκ της Ρώμης ευγενείς και ενδοξοτάτους άρχοντας, δια τους οποίους έκτισεν ωραίας οικοδομάς και συνέστησεν αυλάς αρχοντικάς, ως είχον εις την Ρώμην. Τότε εβαπτίσθησαν και οι Ινδοί, τους οποίους εδίδαξεν ο φιλόσοφος Φρουμέντιος ο εκ Τύρου, μετά Μεροπίου και Αιδεσίμου των μαθητών αυτού, ο οποίος, Θεού οδηγία, έφθασεν εκεί, δια να ιστορήση τους τόπους εκείνους. Ομοίως επίστευσαν και οι Ίβηρες διδαχθέντες υπό μιας αιχμαλώτου Χριστιανής, η οποία ετέλει μεγάλα θαύματα με την δύναμιν του Χριστού, θεραπεύσασα ακόμη και αυτόν τούτον τον βασιλέα των Ιβήρων με την επίκλησιν του Χριστού, επιστρέψαντα τυφλόν εκ του κυνηγίου. Εις τον αυτόν καιρόν επίστευσαν εις τον Χριστόν και οι Αρμένιοι, ενεργεία του βασιλέως και επιστασία Γρηγορίου Επισκόπου της μεγάλης Αρμενίας. Συνεπληρώθη λοιπόν η περίφημος οικοδομή της νέας πόλεως κατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας του Κωνσταντίνου, έτη από Χριστού τλ΄ (330), από δε κτίσεως κόσμου εωλη΄ (5838). Ταύτην ωνόμασεν ο βασιλεύς εκ του ονόματός του Κωνσταντινούπολιν και Νέαν Ρώμην και ενομοθέτησε να έχη αύτη σύγκλητον, μεγιστάνας και στρατηγούς. Εκαλλώπισε δε αυτήν με πάσαν μεγαλοπρέπειαν, δια κιόνων και ανδριάντων και έστεψε ταύτην, ώστε να είναι βασίλισσα και κυρία πασών των πόλεων. Κατ’ εκείνον τον καιρόν είδεν ο βασιλεύς όραμα, εκ του οποίου απέστειλε την μακαρίαν Ελένην, την μητέρα αυτού, εις τα Ιεροσόλυμα, δια να αναζητήση το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού και ανεύρη τους Αγίους Τόπους, εις τους οποίους εσταυρώθη και ετάφη ο Κύριος και τους οποίους το αχάριστον γένος των Εβραίων, εκ φθόνου, είχε καλύψει και αποκρύψει. Η δε Αγία Ελένη, ευσεβώς φρονούσα και παραλαβούσα μεθ’ εαυτής στράτευμα και πλήθος στρατηγών και αρχόντων, μετέβη εις Παλαιστίνην και μετά μακράν αναζήτησιν εύρεν Εβραίον τινά, ονόματι Ιούδαν, ο οποίος εγνώριζε τους Αγίους Τόπους. Επειδή όμως δεν ήθελε να υποδείξη τούτους, έρριψεν αυτόν εντός ξηρού φρέατος, άνευ άρτου και ύδατος, όπου και έμεινεν επί επτά ημέρας. Μετά δε ταύτας, μη υποφέρων ο Ιούδας την πείναν και την δίψαν, εβόα μεγαλοφώνως· «Ελευθερώσατέ με και θα σας δείξω τον τόπον όπου εσταυρώθη ο Χριστός». Ευθύς δε, ως εξέβαλον αυτόν εκ του φρέατος, υπέδειξε τον τόπον, αλλά δεν εγνώριζε που ακριβώς ευρίσκετο ο Σταυρός. Προσηυχήθη τότε η Αγία Ελένη προς τον Κύριον και ευθύς εγένετο σεισμός μέγας, ο τόπος εσείσθη εκ βαθέων και ευωδία άρρητος, ως ευώδες θυμίαμα, εξήλθεν εκ του σημείου όπου ήτο κεκρυμμένος ο Τίμιος Σταυρός. Εθαύμασαν τότε άπαντες καθώς και η βασίλισσα. Ο δε Ιούδας, ευχαριστήσας τον Χριστόν, επίστευσεν εις Αυτόν. Λαβόντες λοιπόν σκαπάνας και συμβοηθούντων πολλών αρχόντων, έσκαψαν εις βάθος μέγα και εύρον τρεις σταυρούς, ήτοι τον Σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τους σταυρούς των δύο ληστών, οίτινες συνεσταυρώθησαν μετά του Κυρίου. Εχάρη τότε χαράν μεγάλην η βασίλισσα· επειδή όμως δεν εγνώριζον ποίος εκ των τριών ήτο ο Σταυρός επί του οποίου εσταυρώθη ο Κύριος, ηρώτων τον Ιούδαν. Συνέπεσε δε να διέρχεται εκείθεν κατά την στιγμήν εκείνην νεκρική συνοδεία, συνοδεύουσα νεκρόν τινα. Ο Ιούδας τότε, κινηθείς υπό θερμής πίστεως, εκάλεσε και έφεραν τον νεκρόν προ της βασιλίσσης. Απέθεσαν τότε επί του νεκρού τον πρώτον σταυρόν, αλλ’ ουδέν σημείον εγένετο. Έφεραν και τον δεύτερον σταυρόν, αλλ’ ουδέν πάλιν σημείον εφάνη, διότι οι σταυροί ούτοι ήσαν οι σταυροί των δύο ληστών. Κατόπιν έθεσαν επί του νεκρού και τον τρίτον Σταυρόν, όστις ήτο ο Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τότε εν τω άμα, ω των θαυμασίων Σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ανέστη ο νεκρός και δια του θαύματος απεκαλύφθη η δύναμις του Τιμίου Σταυρού. Το θαύμα τούτο ιδόντες πολλοί των Εβραίων επίστευσαν εις τον Χριστόν, η δε Αγία Ελένη, αγαλλομένη, ηυχαρίστησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Κατόπιν η βασίλισσα εκάλεσε τον Ιούδαν, όστις εν τω μεταξύ βαπτισθείς ωνομάσθη Κυριακός και ανέθεσεν εις αυτόν να ανεύρη τους Τιμίους Ήλους δια των οποίων εκάρφωσαν τον Χριστόν. Ως δε ο Κυριακός μετ’ άλλων Χριστιανών προσηυχήθησαν, έλαμψεν ο τόπος όπου ούτοι ευρίσκοντο και τότε έσκαψαν και εύρον αυτούς. Χαρά μεγάλη εγένετο τότε και πάλιν, ο δε καλός Κυριακός εγένετο βραδύτερον και Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η δε μακαρία Ελένη, αφού έκτισε πολλούς Ναούς εις τα Ιεροσόλυμα και επρόκειτο να επιστρέψη πλέον εις Κωνσταντινούπολιν, επρόσταξε και έκοψαν δια πρίονος εις δύο το Τίμιον Ξύλον κατά το πάχος αυτού από άνωθεν έως κάτω και ούτως εσχηματίσθησαν δύο Σταυροί, αφήσασα δε εις τα Ιεροσόλυμα τον ένα Σταυρόν παρέλαβε τον έτερον μαζί με τους Τιμίους Ήλους και επέστρεψε μετά χαράς μεγάλης εις τον υιόν της. Ο δε Μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο υιός της, πληροφορηθείς τον ερχομόν της μητρός αυτού, εξήλθεν εις προϋπάντησίν της και προσεκύνησε μετά χαράς το Τίμιον Ξύλον. Παρέδωσε δε εις την Εκκλησίαν του Πατριάρχου τον Τίμιον Σταυρόν μετά της θήκης της περιεχούσης τους Τιμίους Ήλους. Εκ των τεσσάρων τούτων Τιμίων Ήλων, τους μέν δύο ετοποθέτησαν εις το βασιλικόν στέμμα, τους δε ετέρους δύο απέθεσαν εις τόπον άγιον και ιερόν προς προσκύνησιν. Μετ’ ολίγον καιρόν η μακαρία Ελένη απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και ετάφη εις τον περίφημον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Την ειρήνην ταύτην της Εκκλησίας και την αγαλλίασιν των πιστών φθονών ο αρχέκακος διάβολος και μη έχων πως άλλως να ταράξη την Εκκλησίαν, αφού όλοι οι τύραννοι κατησχύνθησαν, ήγειρε κατά τον καιρόν αυτόν της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου νέον αντίχριστον, τον αιρεσιάρχην Άρειον, όστις ήτο Πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρείας και διδάσκαλος της σχολής Αλεξανδρείας. Ούτος ήρχισε να λέγη λόγους βλάσφημους κατά του Υιού του Θεού, κηρύττων, ότι δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού και εργαλείον και όργανον, δια μέσου του οποίου ο Θεός και Πατήρ εποίησε κατ’ αρχάς τον κόσμον και όχι Θεός αληθινός. Επατριάρχευε δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν ο αγιώτατος Πέτρος, ο οποίος είδεν εν οράματι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν φέροντα ένδυμα εσχισμένον και ηρώτησεν Αυτόν· «Τις, ω Χριστέ μου, Σου έσχισε τον χιτώνα»; Και ο Κύριος είπεν· «Ο Άρειος ο παράφρων, ω Πέτρε, όστις λέγει ότι δεν είμαι Θεός». Όθεν ευθύς ο μέγας Πατριάρχης Πέτρος καθήρεσεν αυτόν. Μετά τον θάνατον του Αγίου Πέτρου εγένετο Πατριάρχης ο Αχιλλάς, ο οποίος δια των νουθεσιών του μετέστρεψε τον Άρειον εις την ευσέβειαν. Εν όσω δε έζη ο θείος Αχιλλάς, ο Άρειος εσιώπα. Αλλά μετά ταύτα, ότε εγένετο Πατριάρχης ο θείος Αλέξανδρος, ήρχισε πάλιν ο Άρειος να κηρύττη τας πρώτας του αιρέσεις, τόσον ώστε έσυρεν εις την γνώμην του τον Νικομηδείας Ευσέβιον, τον Τύρου Παυλίνον, τους Θεωνάν και Σεκούνδον Επισκόπους και τούτους και άλλους Κληρικούς. Ένεκα τούτου υπό θείου ζήλου κινηθείς ο θείος Αλέξανδρος, συνεκάλεσε Σύνοδον, εις την οποίαν συνηθροίσθησαν περί τους εκατόν Επίσκοποι εκ της επαρχίας του, οίτινες καθήρεσαν τον Άρειον και τους οπαδούς αυτού. Μεγάλη δε σύγχυσις και ταραχή προεκλήθη τότε εις την Εκκλησίαν και εις τον κόσμον εκ των αιρετικών Αρειανων. Ταύτα βλέπων ο Μέγας και ευσεβής βασιλεύς Κωνσταντίνος και θέλων να ειρηνεύση την σφοδρώς ταρασσομένην Εκκλησίαν του Χριστού, εξαπέλυσε γράμματα να συναθροισθούν εις την μεγαλόπολιν Νίκαιαν οι της απάσης οικουμένης Επίσκοποι, ίνα εξετάσουν το ζήτημα. Όθεν συνεκεντρώθησαν εις Νίκαιαν κατά το έτος τκε΄ (325) τριακόσιοι δέκα οκτώ Θεοφόροι Πατέρες και συνήλθεν η Αγία και μεγάλη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, εις την οποίαν παρέστη και αυτός ο φιλόχριστος βασιλεύς, όστις συνεκάθησε μετά των Αρχιερέων, όχι επί βασιλικού θρόνου, αλλ’ επί χαμηλού και ταπεινού, παρακινήσας τους Επισκόπους να εξετάσουν το ζήτημα και κελεύσας τον Άρειον να έλθη μετά των ακολούθων του, ίνα εκθέση τας γνώμας του και ακούση τας περί τούτων αποφάσεις της Αγίας Συνόδου. Προσήλθε δε ο Άρειος μετά πολλών φιλοσόφων και ρητόρων, τους οποίους οι θείοι Πατέρες ενίκησαν κατά κράτος ερμηνεύοντες εις αυτούς τας αληθείας της Αγίας ημών Πίστεως εν ταπεινώ φρονήματι, επιτυχόντες ούτω να μεταστρέψουν αυτούς εις την ευσέβειαν δια των θεοπνεύστων λόγων των και των θαυμασίων κατορθωμάτων των, όπως το του Θαυματουργού Σπυρίδωνος, το του Αγίου Αχιλλίου και άλλων, οίτινες με την απλότητα του ήθους των και με τα εξαίσια θαυματουργήματά των τους φιλοσόφους εξέπληξαν και εις την ευσέβειαν επανέφεραν. Αλλ’ ο Άρειος, μη θελήσας να ταπεινωθή, ανεθεματίσθη και αυτός και η διδασκαλία του και όλοι οι εμμείναντες εις την πλάνην των οπαδοί του. Η Αγία αύτη Σύνοδος έγραψε και το Σύμβολον της Πίστεως, ήτοι το Πιστεύω, και ενομοθέτησε πότε να εορτάζεται το Άγιον Πάσχα εις όλην την οικουμένην. Ήτοι την πρώτην Κυριακήν μετά την πρώτην πανσέληνον της εαρινής ισημερίας και μετά το Πάσχα των Ιουδαίων. Εάν δε η πανσέληνος αυτή συμπίπτη εν Κυριακή, τότε ο εορτασμός του Πάσχα να επιτελείται κατά την επομένην Κυριακήν. Συνέταξε δε και όρον, τον οποίον υπέγραψαν πάντες οι Αρχιερείς, τελευταίος δε όλων υπέγραψεν ο φιλόχριστος βασιλεύς, δι’ ερυθρών γραμμάτων επικυρώσας ούτω την Σύνοδον. Αι εργασίαι της Αγίας ταύτης Συνόδου διήρκεσαν επί τρία και ήμισυ έτη (325 – 329). Μετά ταύτα, ευχαριστήσας πάλιν τον Θεόν ο βασιλεύς, διότι δια μέσου αυτού εξηφάνισε την ειδωλολατρίαν και τας αιρέσεις, παρεκάλεσε τους Αρχιερείς να έλθουν εις την νέαν πόλιν, της οποίας η οικοδομή επλησίαζε περί το τέλος, ίνα ευλογήσουν αυτήν και επισκεφθώσι και τον αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνην, όστις ησθένει βαρέως. Οι Αρχιερείς τότε υπήκουσαν μετά μεγάλης προθυμίας εις την επιθυμίαν του βασιλέως και ως έφθασαν εις την πόλιν μετά του βασιλέως, ηυλόγησαν αυτήν, ως κυρίαν των πόλεων. Ωνόμασαν δε αυτήν Κωνσταντινούπολιν και την αφιέρωσαν εις την Αειπάρθενον Μαρίαν, την Μητέρα του Θεού. Μετά ταύτα προσεκάλεσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος όλους τους Αγίους Πατέρας εις ευωχίαν και τράπεζαν. Καθήμενος δε και αυτός μεταξύ των Πατέρων ετίμησεν αυτούς λαμπρώς δια των πρεπόντων δώρων. Του δε Αγίου Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων Ομολογητών κατεφίλει τους εξωρυγμένους οφθαλμούς και τα στρεβλωθέντα και πληγωθέντα μέλη υπό των τυράννων κατά τον καιρόν του διωγμού, ίνα λάβη εξ αυτών αγιασμόν. Ενουθέτει δε όλους τους Επισκόπους να έχωσιν ειρήνην και ομόνοιαν εις την Πίστιν, να δεικνύωσιν αγάπην εις τον πλησίον και να μη υβρίζωσιν ή ατιμάζωσι τους αδελφούς των. Επειδή δε τινες έδωκαν αναφοράς εις αυτόν εναντίον Επισκόπων τινών, ταύτας ούτε να αναγνώση ηθέλησεν ο μακάριος βασιλεύς, ούτε εις εξέτασιν έφερε τους κατηγορουμένους Επισκόπους, αλλ’ ενώπιον πάντων έκαυσε ταύτας, ειπών τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Εάν και εγώ αυτός ήθελον ίδει Αρχιερέα αμαρτάνοντα, βεβαίως ήθελον σκεπάσει αυτόν με την πορφύραν μου». Αποχαιρετήσαντες κατόπιν οι Πατέρες τον βασιλέα και τον Πατριάρχην επέστρεψαν μετά πλουσίων βασιλικών δώρων εις τας επαρχίας των, όπου εκήρυττον τα δόγματα της Μεγάλης Συνόδου. Κατά τον καιρόν εκείνον της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου οι Εβραίοι, φθονούντες διότι οι Χριστιανοί επληθύνοντο, παρεκίνησαν τον βασιλέα των Περσών Σαβώριον εναντίον των Χριστιανών της Περσίας και ημέραν τινά εφόνευσαν εκατόν Κληρικούς, μεταξύ των οποίων αρκετούς Επισκόπους και δέκα οκτώ χιλιάδας λαϊκούς. Ταύτα πληροφορηθείς ο Μέγας Κωνσταντίνος έστειλεν επισήμως απεσταλμένους εις τον Σαβώριον να παύση τον διωγμόν. Αλλ’ ο Σαβώριος δεν υπήκουσεν. Ήτο δε τότε το τριακοστόν έτος της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ετέλει μεγάλην εορτήν, κατά την οποίαν εφιλοδώρει τους μεγιστάνας και τα στρατεύματα. Συναθροίσας δε στρατόν πολύν, εξεστράτευσε κατ’ αυτού μετά βαρείας δυνάμεως. Καθ’ οδόν διερχόμενος από την Νίκαιαν ησθένησε και μετέβη προς θεραπείαν εις Ελενόπολιν, εις την οποίαν υπήρχον φυσικά θερμά ιαματικά λουτρά. Επειδή όμως η κατάστασίς του εχειροτέρευεν, εφέρθη εις Νικομήδειαν και εκείθεν διεκομίσθη εις το προάστιον της Νικομηδείας Αχυρών όπου ήτο τόπος ωραίος προς ανάπαυσιν και αναψυχήν. Εκεί διαμένων ο βασιλεύς και βλέπων την κατάστασιν της υγείας του επιδεινουμένην, εκάλεσε τους Ορθοδόξους Επισκόπους, οι οποίοι τον συνώδευον και συνδιασκεφθείς μετ’ αυτών επί του ζητήματος της βαπτίσεώς του εζήτησε τούτο λέγων τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Αυτός είναι ο καιρός εις τον οποίον προ πολλού χρόνου είχον στηρίξει τας ελπίδας μου και με δίψαν και προσευχήν ανέμενον δια να τύχω της κατά Θεόν σωτηρίας. Ώρα είναι πλέον να απολαύσω και εγώ την αθανατοποιόν σφραγίδα. Ώρα είναι πλέον να συμμετάσχω του σωτηρίου σφραγίσματος. Εσκεπτόμην να λάβω τούτο εις τα ύδατα του Ιορδάνου ποταμού, εις τα οποία και ο Σωτήρ, όπως λέγει η Γραφή, ως άνθρωπος έλαβε το λουτρόν του Βαπτίσματος. Ο Θεός όμως το συμφέρον βλέπων, εδώ τώρα τούτου ημάς είθε να αξιώση». Ευθύς τότε οι Αρχιερείς εβάπτισαν τον μακάριον Κωνσταντίνον και όταν εξήλθε της ιεράς κολυμβήθρας τού εφόρεσαν τα λευκά ενδύματα του βαπτίσματος, τα οποία εφόρει μέχρι του θανάτου του· μη θελήσας να φορέση πλέον τα βασιλικά ενδύματα, αλλ’ ούτω χαίρων και προσευχόμενος μετέστη προς Κύριον εν έτει τλζ΄ (337), χρηματίσας μετά τον Αύγουστον βασιλεύς τεσσαρακοστός έβδομος. Έζησε δε χρόνους εξήκοντα τρεις και εβασίλευσε χρόνους τριάκοντα και μήνας δέκα. Έγραψε δε και διαθήκην, δι’ ης παρεχώρει την βασιλείαν εις τους τρεις υιούς αυτού, Κωνσταντίνον, Κωνστάντιον, και Κώνσταντα. Και εις μεν τον Κωνστάντιον έδωκεν όλην την Ανατολήν και την Κωνσταντινούπολιν, εις τον Κώνσταντα την Ρώμην και όλην την Ιταλίαν και εις τον Κωνσταντίνον τας άνω Γαλλίας και τας Βρεταννικάς νήσους. Ευθύς δε ως αναγνώσθη η διαθήκη, ο Κωνστάντιος ήλθεν από την Ανατολήν, οπόθεν μετέφερε το λείψανον του πατρός αυτού μετά βασιλικών τιμών εις την Κωνσταντινούπολιν και εκήδευσεν αυτό, ενταφιάσας εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, όπου και πολλά θαύματα ετέλεσεν. Αλλά ποίος νους δύναται να συλλάβη τα του Μεγάλου Κωνσταντίνου προτερήματα; Ποία γλώσσα θα δυνηθή να διηγηθή τα θεία αυτού έργα; Και ποίος κάλαμος θα είχε την δύναμιν να μεγαλύνη τον θεοσεβή άνδρα δι’ αγίων εγκωμίων; Διότι εν τη χορεία των άλλων Αγίων θαυμαστός ανεδείχθη και μεθ’ ενός εκάστου δύναται να συγκριθή και να λάβη μεγάλους τους επαίνους. Λέγει η Θεία Γραφή, ότι ο Προφητάναξ Δαβίδ ήτο ταπεινός και πραότατος. Αλλά και ο Μέγας Κωνσταντίνος ήτο πραότατος και αμνησίκακος, καθώς απεδείχθη. Διότι βασιλεύων ούτος εις πολλούς τόπους, συνεχώρησε τους επιβουλευθέντας αυτόν, αν και ώριζεν όλον τον κόσμον, ενώ ο Δαβίδ μόνον εις την Ιερουσαλήμ εβασίλευσεν. Ωνομάσθη ο Δαβίδ Θεοπάτωρ, μόνος αυτός εξ όλων των βασιλέων των Εβραίων, αλλά και ούτος ο μακάριος υιός Θεού κατά χάριν εγένετο. Και δεν σφάλλομεν, εάν είπωμεν αυτόν πρωτότοκον, διότι πρώτος αυτός εις την κληρονομίαν του Χριστού εβασίλευσε και εις τους άλλους βασιλείς νόμους κατέλιπεν, ως πατρικήν κληρονομίαν. Πρέπει δε να καλούμεν αυτόν Θεοπάτορα, επειδή πατήρ εχρημάτισε των κατά χάριν υιών του Θεού. Τον Σολομώντα ο Θεός εθαυμάστωσεν, εμπλήσας αυτόν θείας σοφίας και γνώσεως· αλλά και ούτος υπό του Θεού εδιδάχθη, φωτισθείς ουρανόθεν το θείον μυστήριον. Και είχε τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε ηφάνισε την ειδωλολατρίαν και εστερέωσε την ευσέβειαν. Μάλιστα και του Σολομώντος σοφώτερος εφάνη. Διότι εκείνος μεν εμωράνθη κατόπιν δια την ηδονήν της σαρκός και προσκυνήσας τα είδωλα, εγένετο, φευ! Αντί εραστής της κατά κόσμον σοφίας, όπου ήτο πρότερον, πορνείας τρόπαιον και Θεού και Αγγέλων αλλότριος. Ο δε θαυμάσιος Κωνσταντίνος και πάνσοφος κατέστη και την Πίστιν ακράδαντον διεφύλαξε και την σωφροσύνην αμίαντον. Όθεν πρέπει να προτιμάται όλων των βασιλέων και περισσότερον πάντων να εγκωμιάζεται. Υπερεμάχησεν ο μέγας Πέτρος εις τινάς πόλεις, κηρύξας το ιερόν Ευαγγέλιον και τοιουτοτρόπως, ως κορυφαίος των Αποστόλων απήλαυσε της νίκης τον στέφανον. Ούτος όμως, ο τρισμακάριος, υπερεμάχησεν εις όλην την οικουμένην, έως ότου ηφάνισε τελείως τους ειδωλολάτρας και εστερέωσε την ευσέβειαν. Έλαβεν ουρανόθεν την κλήσιν ο μέγας Παύλος και έπαθε πολλά δια την ευσέβειαν, αλλ’ ομοίως και ούτος ο τρισόλβιος ουχί παρ’ ανθρώπων, αλλ’ εκ Θεού εδιδάχθη πρότερον το μυστήριον και εστερέωσε την Εκκλησίαν τοσούτον επιμελέστατα, ώστε ουδέ αι πύλαι Άδου, ήτοι τα στόματα των αιρετικών, να δυνηθούν να διασείσουν αυτήν. Πάντες δε ημείς παρά του Αγίου αυτού βασιλέως επλουτίσαμεν την επίγειον βασιλείαν και την ευσέβειαν. Αλλά και πάλιν αυτόν ας παρακαλούμεν πολλάκις να δέεται του Θεού, ο θεόστεπτος, ίνα εξαλείψη τα φρυάγματα των ασεβών και δώση πάλιν ειρήνην εις την Εκκλησίαν Αυτού, ίνα ούτω μείνωμεν οι ευσεβείς ανενόχλητοι και ατάραχοι. Ναι, ω Κωνσταντίνε, πανσεβέστατε και θεομακάριστε βασιλεύ, ευσεβέστατε και αυτοκράτορ Χριστομίμητε, Απόστολε τρισκαιδέκατε και δούλε Χριστού γνησιώτατε, θερμότατε βοηθέ των εν πίστει και αληθεία επικαλουμένων σε! Επάκουσον και ημών των πιστώς αιτουμένων παρά σου και ικέτευσον τον ελεήμονα Κύριον να λυτρώση από την αιχμαλωσίαν την πόλιν σου, να στερεωθή η ευσέβεια, υπερμάχησον δια την ποίμνην του Χριστού, χρηστότατε βασιλεύ θεόσοφε. Τους εν θαλάσση κυβέρνησον, τους εν συμφοραίς παραμύθησον, τους εν ανάγκαις βοήθησον, τους εν ασθενεία επίσκεψον και τους ευσεβείς αιχμαλώτους λύτρωσον! Και δια να είπωμεν γενικώτερον, άπασαν την Εκκλησίαν των Ορθοδόξων Χριστιανών, δια την οποίαν τοσούτον εκοπίασες, καλώς εν ειρήνη διαφύλαξον και πάσης βλάβης αμέτοχον τήρησον. Τους πιστώς δε και ευλαβώς εορτάζοντας την παναγίαν σου κοίμησιν και χαρμοσύνως εκτελούντας την πάνσεπτόν σου πανήγυριν, απερισπάστους εκ των ορωμένων και αοράτων εχθρών διαφύλαττε και πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα αυτών χάρισαι. Και επάκουσον ημών των ταπεινών δεομένων σου και αξίωσον ημάς, ταις προς τον Δεσπότην Χριστόν ευπροσδέκτοις πρεσβείαις σου, ίνα επιτύχωμεν της αιωνίου μακαριότητος και Βασιλείας Αυτού, Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ομοουσίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου