Τὸ μεσημέρι στὴν τράπεζα τῆς ἐνορίας μας εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκούσουμε γιὰ τὸ ἀληθινὸ μυστήριο τῆς ἐνορίας καθὼς καὶ γιὰ τὸ νόημα τῶν τραπεζῶν τῆς ἀγάπης. Ἀπόψε στὴν εἴσοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στὸ μέγα πέλαγος τῆς νηστείας, ἂς ἐπιτραπῆ καὶ ἂς συγχωρεθῆ νὰ μιλήσουμε διὰ τὸν ἀσκητισμὸ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς γλώσσης κατὰ τὴν διδασκαλία, ὅπως μᾶς ἔχει διδάξει ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ λέγει: «ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι μιὰ σπουδαία καὶ πνευματικὴ προσπάθεια, ποὺ ἴσως δὲν τὸ προσέχουμε ἀκριβῶς ὅσο πρέπει καὶ ἐπιβάλλεται νὰ ἀγωνισθοῦμε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Συχνὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ λέξη ἀσκητισμός, σημαίνει ἄσκηση, ὅπως εἶναι ἡ στρατιωτικὴ ἄσκηση. Μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ὁ ἀσκητισμὸς εἶναι ἕνα εἶδος καταπίεσης καὶ αὐτὸ εἶναι λυπηρὸ ἢ σὰν νὰ ἦταν κάτι ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τοὺς ἐγγάμους, παρὰ μόνο μὲ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἄσκηση πρέπει νὰ ἀποτελῆ μέρος τῆς ζωῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἄλλωστε ἡ ὀρθοδοξία μας εἶναι ἀσκητικὴ καὶ ἔτσι πρέπει νὰ ζοῦμε σὰν μέλη τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Κάθε τι ποὺ κάνουμε σὰν Χριστιανοὶ μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ ἀνάταση καὶ καλλιέργεια εἶναι ἄσκηση. Ἡ νηστεία εἶναι καὶ αὐτὴ ἕνας ἀσκητισμός. Συνήθως τὸν ἀσκητισμὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὸν ἀντιλαμβανόμαστε σὰν προσπάθεια νὰ μὴ ἰδοῦμε κάποια πράγματα καὶ εἶναι σωστὸ καὶ αὐτό. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ μόνο αὐτό, θὰ πρέπη νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἀσκητισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν σημαίνει νὰ ἐξασκοῦμε τὰ μάτια μας στὸ νὰ βλέπουμε κάτι καλό…
Ὁ λόγος ποὺ οἱ ἄνθρωποι δυσανασχετοῦν, ὅταν ἀκούουν διὰ τὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν ἐξασκήσει τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ κατανοοῦν μὲ ἕνα πνευματικὸ τρόπο τὶς διαφορὲς ἀπὸ τὶς δυτικὲς ζωγραφιές. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξασκήσουμε τοὺς ὀφθαλμούς μας καὶ στὸ πῶς βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἕνα καλλιεργημένο μάτι θὰ κοιτάζη μὲ τρόπο ποὺ νὰ δείχνη ἀγάπη ἀληθινή, συμπάσχουσα ἀγάπη, ὅπως ἔχουμε διδαχθῆ ἀπὸ τὸν Χριστό μας, ὡς χριστιανοί. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ ἕνα παράδειγμα• ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εὑρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση, ἠναγκάσθη νὰ ἐπαιτῆ καὶ πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι πέρασαν ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι μπροστά του καὶ μὲ τὰ μάτια καὶ μὲ τὰ λόγια ἀσφαλῶς θὰ τὸν πλήγωσαν. Κάποιος ἄνθρωπος ποὺ συνέπεσε νὰ μὴ ἔχη τίποτε νὰ τοῦ δώση, τοῦ εἶπε ἕνα λόγο, «κρυώνεις;», γιατὶ φαίνεται ἦταν χειμώνας, ὅπως τώρα καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε «κρύωνα προηγουμένως, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ λόγος σου μὲ ζέστανε».
Εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ ποῦμε ψέμματα μὲ τὰ μάτια παρὰ μὲ τὴν γλῶσσα. Ὅταν μιλοῦμε χωρὶς εἰλικρίνεια μᾶς προδίδουν τὰ μάτια μας. Ἕνα μέρος τῆς ἀσκήσεως τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι νὰ φέρουμε τὰ μάτια μας σὲ συμφωνία μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν συνείδησή μας. Τὰ ἴδια συμβαίνουν καὶ μὲ τὸν ἀσκητισμὸ τῆς γλώσσης. Πολλὲς φορὲς νομίζουμε, ὅταν φυλᾶμε τὴν γλῶσσα μας, σημαίνει νὰ μὴ βρίζουμε, νὰ μὴ βλασφημοῦμε, νὰ μὴ ὁρκιζώμαστε, ὅμως δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μιὰ ἀποφυγή, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ γιὰ μιὰ προσπάθεια συναντήσεως τῶν ἄλλων. Εὔκολα τὸ βλέπει κανεὶς αὐτὸ στὴ ζωὴ μιᾶς ἐνοριακῆς κοινότητος, ὅπου οἱ ἄνθρωποι συχνὰ πληγώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ ἀσκητισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς γλώσσης συνδέονται μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ πνεύματος τῆς ἀγάπης μέσα μας. Ἡ ἐξάσκηση τῆς γλώσσης, ὥστε νὰ μὴ πληγώνουμε τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι ὑποκρισία, ἀλλὰ ἕνας ἔλεγχος, μιὰ ἐγρήγορση, ὥστε ὅταν μιλᾶμε νὰ τὸ κάνουμε μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη. Ὅλα αὐτὰ ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ψεύτικα, ἂν ταυτόχρονα δὲν ἐξασκοῦμε καὶ τὴν καρδιά μας γιὰ τὰ ἴδια πράγματα.
Πόσες φορὲς δὲν πληγώνουμε τοὺς ἀδελφούς μας ἁπλᾶ ἀπὸ ἀπροσεξία καὶ ὄχι ἀπὸ πρόθεση; Πολλὲς φορὲς πληγώνουμε καὶ αὐτοὺς ποὺ πραγματικὰ ἀγαπᾶμε, γιατὶ εἴμαστε ἀπρόσεκτοι. Δὲν ἔχουμε ἐξασκήσει τὴν γλῶσσα μας μὲ ἕνα πραγματικὸ ἀσκητικὸ τρόπο καὶ δὲν ἔχουμε φέρει τὸν τρόπο, ποὺ χειριζόμαστε τὴν γλῶσσα σὲ συμφωνία μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν συνείδησή μας. Στὶς νηστεῖες, τώρα ποὺ εἶναι καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἂς μὴ σκεπτώμαστε ὅτι βάζουμε ἕνα κανόνα μόνο ὡς πρὸς τὶς τροφές. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅτι ὀφείλουμε ἐπίσης νὰ ἐξασκήσουμε μὲ πνεῦμα ἀσκητισμοῦ τὸ βλέμμα καὶ τὴν γλῶσσα μας.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε μήπως πληγώνουμε κάποιον μέσα στὴν κοινότητά μας μὲ τὸν τρόπο, ποὺ τὸν κοιτᾶμε ἢ μὲ τὰ λόγια ποὺ τοῦ λέμε. Ὅταν νηστεύουμε ἂς σκεπτώμαστε ὅτι ὁ πραγματικὸς ἀσκητισμὸς δὲν εἶναι στ᾽ ἀλήθεια πῶς νὰ ἀποφύγουμε κάποια πράγματα, ἀλλὰ πῶς νὰ ἐνεργοῦμε ὅταν τὰ συναντοῦμε μπροστά μας.
Τὰ μάτια τροφοδοτοῦν τὰ πάθη. Ὅταν μὲ τὰ μάτια καταδικάζουμε ἢ περιφρονοῦμε τοὺς ἄλλους, τότε φουντώνει τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοδικαίωσης. Ὅταν δὲν ἐξασκοῦμε τὰ μάτια καὶ ἀντικρύσουμε κάποιο πρόσωπο, ποὺ ἔχει φυσικὴ ὀμορφιά, τότε τροφοδοτοῦμε τὸ πάθος τῆς λαγνείας. Ὅταν ἀντικρύσουμε τροφὴ μὲ μάτια ποὺ δὲν ἔχουν ἀσκηθῆ, τροφοδοτοῦμε τὸ πάθος τῆς λαιμαργείας. Ὁ ἀσκητισμὸς τῶν ματιῶν, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ διεργασία μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ κοιτᾶ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν κόσμο γύρω του δὲν εἶναι κάτι μηχανικό. Τὰ μάτια εἶναι τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς καὶ ἂν τὰ ἀσκήσουμε κατάλληλα νὰ βλέπουν τότε αὐτὸ ἀντανακλᾶ μέσα στὴν καρδιά καὶ στὴν ψυχή μας.
Ὁ ἀγώνας αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἀπαραίτητος, ἂν θέλουμε νὰ ἀγωνιστοῦμε, γιὰ νὰ κατανικήσουμε τὰ πάθη μέσα μας. Ὁ ἀσκητισμὸς εἶναι πολλὲς φορὲς μία δύναμη, ἀλλὰ συχνὰ ἀνθίζει σὲ χαρά. Ὁ ἀληθινὸς ἀσκητὴς ἀποκτᾶ ἕνα πνεῦμα εἰρήνης καὶ χαρᾶς ἐν Χριστῷ. Κάποιος ποὺ λαμβάνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν ἔχει σκοτεινὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ἀληθινὰ ἡ χάρη μένει, ὅμως ὅποιος πραγματικὰ ἔχει μέσα του τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν πληγώνει πιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ προσέχει πολὺ τὴν γλῶσσα του. Εἶναι διακριτικὸς καὶ ποτὲ ἀπρόσεκτος. Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι πολλὴ σημαντικὴ γιὰ τὴν ἑνότητα μιᾶς ἐνορίας ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς σχέσεις μας μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο φανερώνεται εἰς τὸν κόσμο τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἴθε λοιπὸν θεάρεστα νὰ διέλθωμε τὸ μέγα πέλαγος τῆς νηστείας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγ. Τεσσαρακοστῆς καὶ νὰ συνδυάσωμε ἁρμονικὰ καὶ τὴν σωματικὴ νηστεία καὶ τὴν πνευματικὴ νηστεία.
Εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ ποῦμε ψέμματα μὲ τὰ μάτια παρὰ μὲ τὴν γλῶσσα. Ὅταν μιλοῦμε χωρὶς εἰλικρίνεια μᾶς προδίδουν τὰ μάτια μας. Ἕνα μέρος τῆς ἀσκήσεως τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι νὰ φέρουμε τὰ μάτια μας σὲ συμφωνία μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν συνείδησή μας. Τὰ ἴδια συμβαίνουν καὶ μὲ τὸν ἀσκητισμὸ τῆς γλώσσης. Πολλὲς φορὲς νομίζουμε, ὅταν φυλᾶμε τὴν γλῶσσα μας, σημαίνει νὰ μὴ βρίζουμε, νὰ μὴ βλασφημοῦμε, νὰ μὴ ὁρκιζώμαστε, ὅμως δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μιὰ ἀποφυγή, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ γιὰ μιὰ προσπάθεια συναντήσεως τῶν ἄλλων. Εὔκολα τὸ βλέπει κανεὶς αὐτὸ στὴ ζωὴ μιᾶς ἐνοριακῆς κοινότητος, ὅπου οἱ ἄνθρωποι συχνὰ πληγώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ ἀσκητισμὸς τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς γλώσσης συνδέονται μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ πνεύματος τῆς ἀγάπης μέσα μας. Ἡ ἐξάσκηση τῆς γλώσσης, ὥστε νὰ μὴ πληγώνουμε τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι ὑποκρισία, ἀλλὰ ἕνας ἔλεγχος, μιὰ ἐγρήγορση, ὥστε ὅταν μιλᾶμε νὰ τὸ κάνουμε μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη. Ὅλα αὐτὰ ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ψεύτικα, ἂν ταυτόχρονα δὲν ἐξασκοῦμε καὶ τὴν καρδιά μας γιὰ τὰ ἴδια πράγματα.
Πόσες φορὲς δὲν πληγώνουμε τοὺς ἀδελφούς μας ἁπλᾶ ἀπὸ ἀπροσεξία καὶ ὄχι ἀπὸ πρόθεση; Πολλὲς φορὲς πληγώνουμε καὶ αὐτοὺς ποὺ πραγματικὰ ἀγαπᾶμε, γιατὶ εἴμαστε ἀπρόσεκτοι. Δὲν ἔχουμε ἐξασκήσει τὴν γλῶσσα μας μὲ ἕνα πραγματικὸ ἀσκητικὸ τρόπο καὶ δὲν ἔχουμε φέρει τὸν τρόπο, ποὺ χειριζόμαστε τὴν γλῶσσα σὲ συμφωνία μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν συνείδησή μας. Στὶς νηστεῖες, τώρα ποὺ εἶναι καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἂς μὴ σκεπτώμαστε ὅτι βάζουμε ἕνα κανόνα μόνο ὡς πρὸς τὶς τροφές. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅτι ὀφείλουμε ἐπίσης νὰ ἐξασκήσουμε μὲ πνεῦμα ἀσκητισμοῦ τὸ βλέμμα καὶ τὴν γλῶσσα μας.
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε μήπως πληγώνουμε κάποιον μέσα στὴν κοινότητά μας μὲ τὸν τρόπο, ποὺ τὸν κοιτᾶμε ἢ μὲ τὰ λόγια ποὺ τοῦ λέμε. Ὅταν νηστεύουμε ἂς σκεπτώμαστε ὅτι ὁ πραγματικὸς ἀσκητισμὸς δὲν εἶναι στ᾽ ἀλήθεια πῶς νὰ ἀποφύγουμε κάποια πράγματα, ἀλλὰ πῶς νὰ ἐνεργοῦμε ὅταν τὰ συναντοῦμε μπροστά μας.
Τὰ μάτια τροφοδοτοῦν τὰ πάθη. Ὅταν μὲ τὰ μάτια καταδικάζουμε ἢ περιφρονοῦμε τοὺς ἄλλους, τότε φουντώνει τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ἀνάγκη τῆς αὐτοδικαίωσης. Ὅταν δὲν ἐξασκοῦμε τὰ μάτια καὶ ἀντικρύσουμε κάποιο πρόσωπο, ποὺ ἔχει φυσικὴ ὀμορφιά, τότε τροφοδοτοῦμε τὸ πάθος τῆς λαγνείας. Ὅταν ἀντικρύσουμε τροφὴ μὲ μάτια ποὺ δὲν ἔχουν ἀσκηθῆ, τροφοδοτοῦμε τὸ πάθος τῆς λαιμαργείας. Ὁ ἀσκητισμὸς τῶν ματιῶν, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ διεργασία μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ κοιτᾶ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν κόσμο γύρω του δὲν εἶναι κάτι μηχανικό. Τὰ μάτια εἶναι τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς καὶ ἂν τὰ ἀσκήσουμε κατάλληλα νὰ βλέπουν τότε αὐτὸ ἀντανακλᾶ μέσα στὴν καρδιά καὶ στὴν ψυχή μας.
Ὁ ἀγώνας αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἀπαραίτητος, ἂν θέλουμε νὰ ἀγωνιστοῦμε, γιὰ νὰ κατανικήσουμε τὰ πάθη μέσα μας. Ὁ ἀσκητισμὸς εἶναι πολλὲς φορὲς μία δύναμη, ἀλλὰ συχνὰ ἀνθίζει σὲ χαρά. Ὁ ἀληθινὸς ἀσκητὴς ἀποκτᾶ ἕνα πνεῦμα εἰρήνης καὶ χαρᾶς ἐν Χριστῷ. Κάποιος ποὺ λαμβάνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν ἔχει σκοτεινὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ἀληθινὰ ἡ χάρη μένει, ὅμως ὅποιος πραγματικὰ ἔχει μέσα του τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν πληγώνει πιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ προσέχει πολὺ τὴν γλῶσσα του. Εἶναι διακριτικὸς καὶ ποτὲ ἀπρόσεκτος. Ἡ στάση αὐτὴ εἶναι πολλὴ σημαντικὴ γιὰ τὴν ἑνότητα μιᾶς ἐνορίας ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς σχέσεις μας μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο φανερώνεται εἰς τὸν κόσμο τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἴθε λοιπὸν θεάρεστα νὰ διέλθωμε τὸ μέγα πέλαγος τῆς νηστείας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγ. Τεσσαρακοστῆς καὶ νὰ συνδυάσωμε ἁρμονικὰ καὶ τὴν σωματικὴ νηστεία καὶ τὴν πνευματικὴ νηστεία.
"Ο.Τ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου