Γεννήθηκε το
251 στην πόλη Κόμα κατά τη νότια Μέμφιδα κοντά στην Ηρακλεόπολη της Μέσης
Αιγύπτου. Οι γονείς του ήσαν Αιγυπτιώτες χριστιανοί. Η ανατροφή του ήτο βέβαια
χριστιανική, αλλά κατά περίεργο τρόπο δεν μορφώθηκε σχολικά, αν και ήταν
εύπορος. Ο Μ. Αθανάσιος, ο και βιογράφος του, μας πληροφορεί, ότι «γράμματα
μαθείν ουκ ηνέσχετο… θεοδίδακτος γενόμενος ο μακάριος και φρόνιμος ην λίαν· και
το θαυμαστόν ότι, γράμματα μη μαθών, αγχίνους ην και συνετός άνθρωπος».
Αργότερα σε κάποιους ειδωλολάτρες ο Αντώνιος θα ειπή: «μη μαθόντες ημείς
γράμματα πιστεύομεν εις τον Θεόν».
Ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, όταν ήταν περίπου 20 ετών, άκουσε στον ιερό ναό την περικοπή του Ευαγγελίου, που είπεν ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκον· «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον πάντα τα υπάρχοντά σοι και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι». Πράγματι· μόλις ετελείωσε η θεία λειτουργία, ο Αντώνιος άρχισε να σκορπάη στους φτωχούς και καταφρονεμένους τη σημαντική περιουσία του. Δεν βάσταξε για τον εαυτό του και την αδελφή του που προστάτευε, παρά μόνο ελάχιστα χρήματα. Αλλά όταν άκουσε και πάλι κατά τη θεία λειτουργία το λόγο του Χριστού, «μη μεριμνήσητε εις την αύριον», τότε διανέμει στους απόρους ό,τι είχεν απομείνει. Με σύμφωνη γνώμη οδηγεί την μεν αδελφή του σε παρθενώνα, υποτυπώδες μοναστήρι της εποχής, αυτός δε παραμένει μόνος στο σπίτι του ασκούμενος. Η άσκησή του συνίστατο στην νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή. Η τροφή του ήταν ψωμί και νερό μετά τη δύση του ηλίου στην αρχή κι΄ αργότερα έτρωγε κάθε δύο ημέρες και μετά ανά τέσσερες. Αργότερα εγκατέλειψε το σπίτι του και εγκαταστάθηκε σε ησυχαστικό τόπο έξω από την Ηρακλεόπολη. Εκεί ανεύρε και κάποιον γέροντα ασκητή που ζούσε ησυχαστικά από την νεότητά του. Πλησίον του παρέμεινε μικρό διάστημα μετά το οποίο ανεχώρησε για περισσότερη ησυχία. Βρήκε ένα τάφο που τον μετέβαλε σε παλαίστρα. Εκεί παρέμεινε αρκετά χρόνια παλεύοντας με το διάβολο, για να αναχωρήση και πάλι σε βαθύτερη έρημο. Αφού διαπέρασε τον Νείλο, προχώρησε προς τα όρη της δεξιάς όχθης, που εκτείνονται προς την Αραβία και εγκατεστάθη σε κάποια ερείπια κοντά σε πηγή στη λιβυκή έρημο Πισπίρ. Στην έρημο αυτή παρέμεινεν ως είκοσι χρόνια ασκούμενος μέσα σε αδιάλειπτο πόλεμο με τους δαίμονες. Η φήμη του άρχισε να απλώνεται μεταξύ μοναχών και λαϊκών. Ο Αντώνιος εδέχετο τους προσερχομένους σ΄ αυτόν και τους εδίδασκε περί σωτηρίας ψυχής. «Ταύτα διαλεγομένου του Αντωνίου πάντες έχαιρον και των μεν ο έρως της αρετής ηύξανε, των δε η ολιγωρία περεκβάλλετο και άλλων η οίησις επαύετο· πάντες τε επείθοντο καταφρονείν της δαιμονικής επιβουλής, θαυμάζοντες την δοθείσαν παρά του Κυρίου Αντωνίω χάριν, εις διάκρισιν των πνευμάτων». Η διδασκαλία του θείου Αντωνίου, γεμάτη από τη χάρη του Θεού, ασκούσε τέτοιαν έλξη, ώστε «γέγονε και εν τοις όρεσι μοναστήρια και η έρημος επολίσθη μοναχών», που εφαίνοντο σαν σκηνές από αγγελικές ομάδες. Ο ασκητής Αντώνιος, όταν έμαθε για το διωγμό που σήκωσε κατά των χριστιανών ο Μαξιμίνος το 311, κατέβηκε και με άλλους μοναχούς στην Αλεξάνδρεια με σκοπό να μαρτυρήση. Αλλά παρά τις προκλήσεις του προς τους εθνικούς δεν επέτυχε το σκοπό του. Έτσι περιορίστηκε να προσφέρη τις υπηρεσίες του και την αγάπη του προς τους μάρτυρες με την ηθική ενίσχυσή του, τόσο στα δικαστήρια όσο και μέχρι τον τόπο του μαρτυρίου των. Μετά δε το τέλος του διωγμού επέστρεψε στο ασκητήριό του στην έρημο Πισπίρ, αφού στους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας άφησε τύπο και παράδειγμα «φιλοσοφίας» προς μίμηση. Μετά την επιστροφή του και θέλων, ο άγιος Πατήρ, να απομακρυνθή περισσότερο από τις μοναστικές κοινότητες που είχε δημιουργήσει, αλλά και για να αποφεύγη τον ανθρώπινον έπαινον, άφησε την έρημο Πισπίρ μυστικά και έφθασε στο έρημο όρος Κολζίμ προς την Ερυθρά Θάλασσα. Τα πνευματικά τέκνα του όμως τον ανεζήτησαν και τον ανεκάλυψαν. Έκτοτε του μετέφεραν το απαραίτητο ψωμί από την έρημο Πισπίρ πράγμα που τον στενοχωρούσε. Γι΄ αυτό ζήτησε και του έφεραν «δικέλλαν και πέλεκυν και σίτον ολίγον», για να καλλιεργή μόνος και να επαρκή στις ανάγκες του. Μετακινήθηκε πάλι σε κατάλληλο έδαφος εκεί πλησίον, όπου σήμερα ακόμη σώζεται η κοπτική Μονή του αγίου Αντωνίου, από τους μοναχούς της οποίας, σύμφωνα με την παράδοσή τους, εκλέγονται οι Κόπται Πατριάρχαι της Αλεξανδρείας. Σ΄ αυτή την περιοχή πέρασε μικρό διάστημα της γεροντικής ηλικίας του απ΄ όπου κατά καιρούς μετέβαινε στην έρημο Πισπίρ, όπου όλοι τον έβλεπαν σαν πατέρα τους και τους μετέδιδε πνευματικούς λόγους από την πείρα του. Πολλοί μοναχοί και λαϊκοί τον επεσκέπτοντο χάριν ωφελείας, άλλοι για να τον συμβουλευθούν και άλλοι για να θεραπευθούν από ασθένειες ψυχικές και σωματικές. Όταν ήταν στην ηλικία των 87 χρόνων, δηλαδή το 338, τον εκάλεσαν να μεταβή στην Αλεξάνδρεια για να καταδικάση τον αρειανισμό. «Παρακληθείς παρά τε των επισκόπων και των αδελφών πάντων κατήλθεν από του όρους και εισελθών εις την Αλεξάνδρειαν, τους αρειανούς απεκήρυξεν, αίρεσιν εσχάτην λέγων είναι ταύτην και πρόδρομον του Αντιχρίστου». Στην Αλεξάνδρεια ο άγιος Ερημίτης συνάντησε και τον παλαιόν μαθητή του μεγάλον Αθανάσιον, που τότε είχεν επιστρέψει από την εξορία. Για την ανάκληση από την εξορία είχε συνεργήσει αποφασιστικά και ο άγιος Αντώνιος με το κύρος του στον αυτοκράτορα. Ο άγιος Αντώνιος, αφού προηγουμένως επεσκέφθη για τελευταία φορά τις μοναστικές κοινότητες της ερήμου Πισπίρ και έδωσε στους μοναχούς τις πατρικές συμβουλές του, σε ηλικία 105 χρόνων και με πλήρεις τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις του, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο μέσα στο ερημητήριό του κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Το άγιο λείψανο του μεγάλου αθλητού του Χριστού, το ενταφίασαν οι μαθηταί του σε τόπο κρυφό κατά την επιθυμία του για να μη του αποδώσουν τιμές που δεν ήθελε. Οι δύο προβιές—μηλωτές , που φορούσε σαν εξωτερικό ένδυμα, εδόθηκαν, σύμφωνα με παραγγελία του, στον Μ. Αθανάσιο και τον λόγιον επίσκοπο Σεραπίωνα Θμούεως. Η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Μέγαν και καθώρισε να εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου. Κάποιος άγιος εζήτησεν από τον Θεόν να ιδή τους αγίους Πατέρας στον Παράδεισο. Ο Θεός έκαμε το θέλημα του δούλου του. Αλλά μεταξύ των Αγίων δεν είδε τον άγιον Αντώνιον. Στην απορία του, που ευρίσκεται ο θείος Πατήρ, άγιος Άγγελος του απάντησεν, ότι είναι στον τόπο όπου και ο Θεός!
Ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, όταν ήταν περίπου 20 ετών, άκουσε στον ιερό ναό την περικοπή του Ευαγγελίου, που είπεν ο Χριστός στον πλούσιο νεανίσκον· «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον πάντα τα υπάρχοντά σοι και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι». Πράγματι· μόλις ετελείωσε η θεία λειτουργία, ο Αντώνιος άρχισε να σκορπάη στους φτωχούς και καταφρονεμένους τη σημαντική περιουσία του. Δεν βάσταξε για τον εαυτό του και την αδελφή του που προστάτευε, παρά μόνο ελάχιστα χρήματα. Αλλά όταν άκουσε και πάλι κατά τη θεία λειτουργία το λόγο του Χριστού, «μη μεριμνήσητε εις την αύριον», τότε διανέμει στους απόρους ό,τι είχεν απομείνει. Με σύμφωνη γνώμη οδηγεί την μεν αδελφή του σε παρθενώνα, υποτυπώδες μοναστήρι της εποχής, αυτός δε παραμένει μόνος στο σπίτι του ασκούμενος. Η άσκησή του συνίστατο στην νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή. Η τροφή του ήταν ψωμί και νερό μετά τη δύση του ηλίου στην αρχή κι΄ αργότερα έτρωγε κάθε δύο ημέρες και μετά ανά τέσσερες. Αργότερα εγκατέλειψε το σπίτι του και εγκαταστάθηκε σε ησυχαστικό τόπο έξω από την Ηρακλεόπολη. Εκεί ανεύρε και κάποιον γέροντα ασκητή που ζούσε ησυχαστικά από την νεότητά του. Πλησίον του παρέμεινε μικρό διάστημα μετά το οποίο ανεχώρησε για περισσότερη ησυχία. Βρήκε ένα τάφο που τον μετέβαλε σε παλαίστρα. Εκεί παρέμεινε αρκετά χρόνια παλεύοντας με το διάβολο, για να αναχωρήση και πάλι σε βαθύτερη έρημο. Αφού διαπέρασε τον Νείλο, προχώρησε προς τα όρη της δεξιάς όχθης, που εκτείνονται προς την Αραβία και εγκατεστάθη σε κάποια ερείπια κοντά σε πηγή στη λιβυκή έρημο Πισπίρ. Στην έρημο αυτή παρέμεινεν ως είκοσι χρόνια ασκούμενος μέσα σε αδιάλειπτο πόλεμο με τους δαίμονες. Η φήμη του άρχισε να απλώνεται μεταξύ μοναχών και λαϊκών. Ο Αντώνιος εδέχετο τους προσερχομένους σ΄ αυτόν και τους εδίδασκε περί σωτηρίας ψυχής. «Ταύτα διαλεγομένου του Αντωνίου πάντες έχαιρον και των μεν ο έρως της αρετής ηύξανε, των δε η ολιγωρία περεκβάλλετο και άλλων η οίησις επαύετο· πάντες τε επείθοντο καταφρονείν της δαιμονικής επιβουλής, θαυμάζοντες την δοθείσαν παρά του Κυρίου Αντωνίω χάριν, εις διάκρισιν των πνευμάτων». Η διδασκαλία του θείου Αντωνίου, γεμάτη από τη χάρη του Θεού, ασκούσε τέτοιαν έλξη, ώστε «γέγονε και εν τοις όρεσι μοναστήρια και η έρημος επολίσθη μοναχών», που εφαίνοντο σαν σκηνές από αγγελικές ομάδες. Ο ασκητής Αντώνιος, όταν έμαθε για το διωγμό που σήκωσε κατά των χριστιανών ο Μαξιμίνος το 311, κατέβηκε και με άλλους μοναχούς στην Αλεξάνδρεια με σκοπό να μαρτυρήση. Αλλά παρά τις προκλήσεις του προς τους εθνικούς δεν επέτυχε το σκοπό του. Έτσι περιορίστηκε να προσφέρη τις υπηρεσίες του και την αγάπη του προς τους μάρτυρες με την ηθική ενίσχυσή του, τόσο στα δικαστήρια όσο και μέχρι τον τόπο του μαρτυρίου των. Μετά δε το τέλος του διωγμού επέστρεψε στο ασκητήριό του στην έρημο Πισπίρ, αφού στους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας άφησε τύπο και παράδειγμα «φιλοσοφίας» προς μίμηση. Μετά την επιστροφή του και θέλων, ο άγιος Πατήρ, να απομακρυνθή περισσότερο από τις μοναστικές κοινότητες που είχε δημιουργήσει, αλλά και για να αποφεύγη τον ανθρώπινον έπαινον, άφησε την έρημο Πισπίρ μυστικά και έφθασε στο έρημο όρος Κολζίμ προς την Ερυθρά Θάλασσα. Τα πνευματικά τέκνα του όμως τον ανεζήτησαν και τον ανεκάλυψαν. Έκτοτε του μετέφεραν το απαραίτητο ψωμί από την έρημο Πισπίρ πράγμα που τον στενοχωρούσε. Γι΄ αυτό ζήτησε και του έφεραν «δικέλλαν και πέλεκυν και σίτον ολίγον», για να καλλιεργή μόνος και να επαρκή στις ανάγκες του. Μετακινήθηκε πάλι σε κατάλληλο έδαφος εκεί πλησίον, όπου σήμερα ακόμη σώζεται η κοπτική Μονή του αγίου Αντωνίου, από τους μοναχούς της οποίας, σύμφωνα με την παράδοσή τους, εκλέγονται οι Κόπται Πατριάρχαι της Αλεξανδρείας. Σ΄ αυτή την περιοχή πέρασε μικρό διάστημα της γεροντικής ηλικίας του απ΄ όπου κατά καιρούς μετέβαινε στην έρημο Πισπίρ, όπου όλοι τον έβλεπαν σαν πατέρα τους και τους μετέδιδε πνευματικούς λόγους από την πείρα του. Πολλοί μοναχοί και λαϊκοί τον επεσκέπτοντο χάριν ωφελείας, άλλοι για να τον συμβουλευθούν και άλλοι για να θεραπευθούν από ασθένειες ψυχικές και σωματικές. Όταν ήταν στην ηλικία των 87 χρόνων, δηλαδή το 338, τον εκάλεσαν να μεταβή στην Αλεξάνδρεια για να καταδικάση τον αρειανισμό. «Παρακληθείς παρά τε των επισκόπων και των αδελφών πάντων κατήλθεν από του όρους και εισελθών εις την Αλεξάνδρειαν, τους αρειανούς απεκήρυξεν, αίρεσιν εσχάτην λέγων είναι ταύτην και πρόδρομον του Αντιχρίστου». Στην Αλεξάνδρεια ο άγιος Ερημίτης συνάντησε και τον παλαιόν μαθητή του μεγάλον Αθανάσιον, που τότε είχεν επιστρέψει από την εξορία. Για την ανάκληση από την εξορία είχε συνεργήσει αποφασιστικά και ο άγιος Αντώνιος με το κύρος του στον αυτοκράτορα. Ο άγιος Αντώνιος, αφού προηγουμένως επεσκέφθη για τελευταία φορά τις μοναστικές κοινότητες της ερήμου Πισπίρ και έδωσε στους μοναχούς τις πατρικές συμβουλές του, σε ηλικία 105 χρόνων και με πλήρεις τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις του, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο μέσα στο ερημητήριό του κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Το άγιο λείψανο του μεγάλου αθλητού του Χριστού, το ενταφίασαν οι μαθηταί του σε τόπο κρυφό κατά την επιθυμία του για να μη του αποδώσουν τιμές που δεν ήθελε. Οι δύο προβιές—μηλωτές , που φορούσε σαν εξωτερικό ένδυμα, εδόθηκαν, σύμφωνα με παραγγελία του, στον Μ. Αθανάσιο και τον λόγιον επίσκοπο Σεραπίωνα Θμούεως. Η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Μέγαν και καθώρισε να εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου. Κάποιος άγιος εζήτησεν από τον Θεόν να ιδή τους αγίους Πατέρας στον Παράδεισο. Ο Θεός έκαμε το θέλημα του δούλου του. Αλλά μεταξύ των Αγίων δεν είδε τον άγιον Αντώνιον. Στην απορία του, που ευρίσκεται ο θείος Πατήρ, άγιος Άγγελος του απάντησεν, ότι είναι στον τόπο όπου και ο Θεός!
Αλλ΄ ας
πλησιάσουμε πιο πολύ την εσωτερική ζωή, τις πράξεις και τη διδαχή του αγίου
Αντωνίου. Κατ΄ αρχήν κάνει βαθείαν εντύπωση η απόφασή του, να διαμοιράση την
περιουσία του στους φτωχούς με τον λόγο του Κυρίου: «ει θέλεις τέλειος είναι…».
Φαίνεται ότι ο νεαρός αιγύπτιος χριστιανός ζούσε στο σπίτι του με πνευματική
επιμέλεια εκτελών τας εντολάς του Χριστού. Η ευλαβής ζωή του του συντηρούσε την
καθαρότητα της ψυχής του και η εργασία των εντολών του καθάριζε σταδιακά τα
μάτια του νου, ώστε να βλέπη τα αιώνια αγαθά, προς τα οποία εκένωνε τους θείους
πόθους του. Παράλληλα δε προς αυτά, η ισχύς της θελήσεώς του δυνάμωνε συνεχώς,
μέχρι του σημείου να κάνη έργο τις αγαθές επιθυμίες του, δηλαδή να έχη
ισοδύναμα το «θέλειν» με το «δύνασθαι». Ήταν δε τόσο ισχυρή η πνευματική
αίσθηση της ψυχής του, που ο λόγος του Χριστού επεβλήθη με δύναμη στο
λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό μέρος. Έτσι πραγματοποιήθηκε τέλεια
αρμονία ελευθερίας της βουλήσεως και δουλώσεως εκουσίας της ψυχής στο λόγο του
Χριστού. Η διανομή του πλούτου και η τελεία ακτημοσύνη από τη μια μέρα στην
άλλη, δίνουν το μέτρο της ψυχικής ευγενείας του εικοσαετούς Αντωνίου, το μέτρο
της αγάπης του προς τον Θεόν και το μέτρο της ανδρείας του. Στη συνέχεια θα
μπορούσε να ερωτήση κανείς κατά πόσον ο νέος Αντώνιος ερμήνευσε σωστά το λόγο
του Χριστού, τόσο με την εκουσία αλλοτρίωση από τα κτήματά του, όσο και με τη
μορφή ζωής που επέλεξεν; Αν η τελεία ακτημοσύνη δεν συνιστάτο από τον Χριστόν
ως προϋπόθεση άκρας ελευθερίας για την προς την τελειότητα πορείαν, η ερμηνεία
ασφαλώς θα ήταν λαθεμένη. Αλλά εκτός από τα υποδείγματα της Π. Διαθήκης
(Προφήτες, Ηλίας, Ιωάννης ο Βαπτιστής), έμπρακτη ερμηνεία έχουμε τον ίδιον τον
Χριστόν, τους Αποστόλους, τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων και τη δικαίωση υπό
της Εκκλησίας τόσο της ακτημοσύνης, όσο και της ως υψηλής χριστιανικής ζωής
μορφής του ερημιτισμού. Ύστερα από αυτά δεν υπάρχουν περιθώρια αμφισβητήσεων. Ο
αντωνιανός τρόπος ζωής, όπως θα δούμε, έχει βαθειές τις ρίζες του στο έδαφος
της Εκκλησίας. Είναι απαραίτητο επίσης να διακριβώσουμε τον τρόπο της
μεθηλικιώσεως της ψυχής του θείου ερημίτου, όσον είναι δυνατόν, από τα
εξωτερικά τεκμήρια, που γνωρίζουμε. Όπως είδαμε, στην αρχή της αποταγής του
ησκείτο στο πατρικό του σπίτι μόνος. Προφανώς εδοκίμαζε τον εαυτό του. Τα
ασκητικά μέσα που χρησιμοποιούσε (νηστεία, αγρυπνία, προσευχή), φυσικά τα είχεν
αντλήσει από ρητές επιταγές του Ευαγγελίου. Αλλά το πρόβλημα γεννιέται στη
χρήση τους, δηλαδή σε ποιο μέτρο και με ποιο τρόπο. Και όπως είναι γνωστό στην
εποχή του αγίου Αντωνίου αν και υπήρχαν σποραδικά ασκητές, όμως έλλειπε τελείως
η ασκητική γραμματεία. Αλλά και Γέροντα δεν είχε να τον διδάξη. Δεν είναι μικρό
πράγμα να αποκοινωνικοποιηθής από τη μια μέρα στην άλλη, να μονωθής και να
μείνης μοναχός σου με τον εαυτό σου. Στα αποφθέγματα του ιερού Αντωνίου
βλέπουμε, ότι κάποτε – στη νεότητά του ασφαλώς – επειδή δεν εγνώριζε τον τρόπο
πολέμου κατά των φυσικών αδυναμιών, αλλά και κατά των δαιμόνων, έπεφτε σε
ακηδία. Γι΄ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει τι να κάνη για να λυτρωθή
από την ακηδία. Τότε είδεν μπροστά του ένα νέο με σχήμα μοναχού πότε να
προσεύχεται και πότε να πλέκη τη «σειρά», δηλαδή να κάνη ένα εργόχειρο της
εποχής του. Αφού ο νέος του έδωσε υπόδειγμα έγινεν άφαντος. Ήταν άγιος Άγγελος.
Κι΄ έτσι απαλλάχτηκε από την ακηδεία. Αλλά δεν ξέρουμε επίσης τον τρόπο της
προσευχής του αγίου ερημίτου. Διδασκαλία του για την προσευχή δεν υπάρχει.
Εκείνο όμως που γνωρίζουμε είναι ότι, εφ΄ όσον υφίστατο αδιάλειπτο πόλεμο από
τους δαίμονες και από τη μη τέλεια ακόμη καθαρή φύση του, προσηύχετο αδιάλειπτα
για να αντικρούση τις φαντασίες και τους λογισμούς. Βέβαια περί
συστηματοποιημένης νοεράς προσευχής ούτε λόγος να γίνεται, αν και βασικές αρχές
της (το αδιάλειπτο και η επίκληση του ονόματος του Χριστού) υπάρχουν σε κάθε
προσευχή. Ο βιογράφος του αγίου Πατρός, Μ. Αθανάσιος, μας πληροφορεί ότι ήτο
θεοδίδακτος και «αγχίνους ην και συνετός άνθρωπος». Και παρ΄ ότι δεν εγνώριζε
γραφή και ανάγνωση, είχεν αποστηθίσει λόγους του Ευαγγελίου και του Ψαλτηρίου,
που γέμουν από επικλήσεις προς τον Θεό, μία από τις οποίες ήταν προσφιλής στους
ερημίτες: «ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε, εις το βοηθήσαι μοι
σπεύσον». Εάν λοιπόν σ΄ αυτά προσθέσουμε τη δύναμη και τη σχετική καθαρότητα
του νου του, θα πρέπη να συμπεράνουμε την ισχύ και το είδος της προσευχής του
αγίου Πατρός κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του. Αν λάβη κανείς υπόψη τους
πολέμους που υπέστη ο άγιος Αντώνιος από τους δαίμονες, όπως μας παρέδωσεν ο
βιογράφος του και που απεικονίζονται στα αποφθέγματά του, θα πρέπη βάσιμα να
υποθέση, ότι βρισκότανε σε διαρκή πάλη με «τις αρχές και εξουσίες του σκότους»,
όχι μόνο κατά τρόπο αισθητό, αλλά και νοερό. Πάντως η ένταση του πολέμου
ερρυθμίζετο από τον Θεόν μυστικά παιδαγωγούντα τον δούλον του, σύμφωνα με τις
δυνάμεις του. Για την αντίκρουση των λογισμών και φαντασιών, σαν δυνατός που
ήταν, μετεχειρίζετο πότε τις προσευχές και πότε την αντίρρηση. Με τις
επικλήσεις κατέφευγε με ταπείνωση στον Θεό να διαλύση τις παγίδες των δαιμόνων
και με την αντίρρηση ανέτρεπε δια του Γραφικού και λογικού λόγου τις αντίθετες
προκλήσεις των. Μια ψυχή που καθαρίζεται από τα ψεκτά πάθη της, δηλαδή από την
φιληδονία, τη φιλοδοξία και τη φιλαργυρία, σ΄ όλες τις λεπτομέρειές των, αποκτά
δύναμη, αγαθότητα και ελευθερία. Το θυμοειδές στρέφεται κατά των δαιμόνων
μονάχα, το επιθυμητικό μεταβάλλεται σε αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο και
το λογιστικό κινείται με καθαρότητα στην προσευχή και στις πνευματικές θεωρίες,
ενώ το Άγιο Πνεύμα, με τις άκτιστες ενέργειές του, πνευματοποιεί τις φυσικές
αρετές κατά το μέτρο της πίστεως. Μία από τις αρετές είναι και η διάκριση. Όταν
λοιπόν από διάκριση διέγνωσεν, ότι με τη χάρη του Θεού ωρίμασε για μείζονες
αγώνες, επέτρεψε στον εαυτό του μια σταδιακή μετακίνηση σκληρότερης απομονώσεως
προς την βαθύτερη έρημο. Και η ακαταμάχητη δύναμη του αγωνιστού αγίου Αντωνίου
ήταν, ύστερα από τον Θεό, το χάρισμα της διακρίσεως, την οποία διάκριση
ανεβάζει, στις διδαχές του, στην κορυφή των αρετών. Υπό το φως λοιπόν της
διακρίσεως ερρύθμιζε την ασκητική ζωή του. Γι΄ αυτό και έλεγεν, ότι «πολλοί
αφάνισαν τα σώματά των στην άσκηση και επειδή δεν απέκτησαν διάκριση βρέθηκαν
μακρυά από τον Θεόν». Με το χαρακτηρισμό του θείου Αντωνίου υπό του Μ.
Αθανασίου, ότι ήταν «αγχίνους» και «θεοδίδακτος», πρέπει να εννοήσωμε μια
προσωπικότητα συντεθειμένη από ισχυρή φυσική καταβολή και τη χάρη του Θεού. Η
άσκησή του επομένως δεν ήταν μια αυτόνομη πράξη, αλλά το μέσο για να φτάση το
σκοπό: στο «καθ΄ ομοίωσιν». Αφού, όπως ψάλλει στη μνήμη του η Εκκλησία, είχε
«τηρήσει το κατ΄ εικόνα αλώβητον», «εδίωκε» το «καθ΄ ομοίωσιν», που χαρίζει
σταδιακά ο Θεός, κατά την αναλογία της δεκτικότητος. Αρχίζει με την ταπείνωση,
που του αποκάλυψεν ο Θεός: «είδα όλες τις παγίδες του σατανά απλωμένες στη γη
και με στεναγμόν είπα· ποιος μπορεί να τις προσπεράσει; Τότε άκουσα μια φωνή
που έλεγεν· η ταπεινοφροσύνη». Και αφού πέρασε από το στάδιο του δουλικού
φόβου, που «κόλασιν έχει», όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, έφθασε στην
τελειότητα της αγάπης, που «βάλλει έξω τον φόβον». Και όταν ο αββάς Δανιήλ τον
ρωτούσε κάποτε, γιατί ο Θεός τον δόξαζε περισσότερον από αυτόν, ενώ είχε κάμει
περισσότερους κόπους από αυτόν; Ο θείος Αντώνιος απάντησε χαριτολογών: γιατί
εγώ αγαπώ τον Θεόν πιο πολύ. Χωρίς αμφιβολία έγινε πνευματοφόρος και θεοφόρος,
γι΄ αυτό έλαβε από τον Θεόν τα χαρίσματα της προοράσεως και διοράσεως, δηλαδή
να βλέπη τα μέλλοντα και τα πνευματικά θεάματα. Έτσι είδε την ψυχήν του ασκητού
Αμμούν να λάμπη σαν τον ήλιον, όταν την συνώδευαν Άγγελοι, όπως και άλλα
μυστικά θεάματα. Εκφραστικό δε της παρρησίας που είχε στον Θεόν, είναι και το
περιστατικό που αναφέρεται στο «Γεροντικό», σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου να
απαντήση, ο θεόπτης Αντώνιος, σε ερώτηση κάποιων αδελφών για μια φράση του
Λευϊτικού, απομακρύνθηκε από την καλύβα του, στάθηκε σε προσευχή και φώναξε
δυνατά: «Κύριε, στείλε το Μωϋσή να με διδάξη τι σημαίνει αυτός ο λόγος». Και
ένας γέροντας που τον ακολούθησε κρυφά, άκουγε μεν φωνή από τον ουρανό να
συζητή με τον άγιον Αντώνιον, αλλά ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι του έλεγε»! Από
τα στοιχεία που έχομε στη διάθεσή μας, βγαίνει αβίαστο το συμπέρασμα, ότι ο
θείος Αντώνιος ευρίσκετο μέσα στο χώρο και το ήθος της Εκκλησίας ως εκλεκτό και
τέλειο τέκνο της. Ο Μ. Αθανάσιος λέγει ότι «το ήθος ανεξίκακος ην, και την
ψυχήν ταπεινόφρων· τοιούτος γαρ ων, τον τε κανόνα της Εκκλησίας υπερφυώς ετίμα
και πάντα κληρικόν προηγείσθαι ήθελεν εαυτού». Οι πηγές από τις οποίες αντλούσε
τη «θεολογία» του ευρίσκονται μέσα στην Εκκλησία. Γι΄ αυτό και με την κατά το
συνεπέστερο τρόπον ασκητική ζωή του, εμόρφωσεν απλανή κριτήρια και δογματική
συνείδηση για το μυστήριο της Εκκλησίας και την εν Χριστώ ζωή. Και αφού έγινε
«θεοδίδακτος», είναι επόμενο ότι είχε εγκάτοικο στην αγία ψυχή του το άγιον
Πνεύμα, που τον οδηγούσε «εις πάσαν την αλήθειαν». Έτσι πολέμησε σαν «πρόδρομο
του αντιχρίστου» τον αρειανισμό· «ούτε γαρ μελετιανοίς τοις σχισματικοίς ποτε
κεκοινώνηκεν, ούτε μανιχαίοις ή άλλοις τισίν αιρετικής ωμίλησε φιλικά ή μόνον
άχρι νουθεσίας της εις ευσέβειαν μεταβολής». Ο άγιος Αντώνιος, όπως είναι
γνωστό, δεν έγραψε τίποτε ο ίδιος, αφού δεν εγνώριζε γραφή. Γι΄ αυτό όλος ο εν
αγίω Πνεύματι εσωτερικός του βίος μάς είναι σχεδόν άγνωστος. Οι λίγες επιστολές
που υπαγόρευεν από καιρικήν ανάγκη και η βιογραφία του από τον Μ. Αθανάσιον,
δεν εξαντλούν βέβαια τις θείες εμπειρίες του, ούτε μας αποκαλύπτουν τον πλούτο
μιας τόσο μεγάλης διανοίας, κινουμένης από μια τόσο μεγάλη και άγια ψυχή, μέσα
στην ατελείωτη και γόνιμη ερημική σιωπή, που συνεχίσθηκε παρατεταμένα ογδόντα
πέντε ολόκληρα χρόνια και με πλήρη σωματική υγεία. Στην ευλαβή επιθυμία μας, να
ήταν δυνατό να γνωρίζαμε τη «θεολογία» του αγίου Αντωνίου, θα μπορούσε να
αντιταχθή η σκέψη, ότι, βέβαια, αν έγραφεν ο μέγας ησυχαστής θα επλούτιζε τη
γραμματεία της ησυχαστικής παραδόσεως. Κατά βάθος όμως δεν θα μας έδινε παρά
μία παραλλαγή από τις παραλλαγές της μυστικής θεολογίας μας, ένα αντωνιανόν
εκμαγείο, που θα προσδιόριζαν οι ενέργειες του αγίου Πνεύματος, ο ρυθμός, η
ένταση και το βάθος των οποίων καθώριζεν η προσωπική ιδιοτυπία του αγίου αυτού
τέκνου της Ερήμου. Και αυτή την παραλλαγήν εβίωσεν ο θεοειδής Πατήρ, αλλά ο
Θεός αρκέσθηκε μόνο στη βίωση, για να γίνη ένα γιγαντιαίο πρότυπο της
«πρακτικής» ζωής, μέσα από την οποία περνούν η φυσική και υπερφυσική «θεωρία»
και τα «όργια» της θεολογίας. Έχομε ήδη από τον ιστορικό Σωκράτη την είδηση,
κατά την οποία έδωσε την εξής απάντηση σε φιλόσοφο κοσμικό, απορούντα πως χωρίς
βιβλία μπορεί κανείς να ζη πνευματικά: «το εμόν βιβλίον, ω φιλόσοφε, η φύσις
των γεγονότων εστί και πάρεστιν, ότε βούλομαι, τους λόγους αναγινώσκειν προς
του Θεού». Βλέπει κανείς σαφώς να επιβεβαιούται όλη η μετέπειτα αναπτυχθείσα
πατερική διδασκαλία περί των λόγων των όντων. Ποιος εδίδαξεν τον αγράμματον
αυτόν ερημίτη την φυσική θεολογία, τους πνευματικούς λόγους των κτισμάτων και
ότι η φύσις είναι «ώσπερ τι βιβλίον έγγραφον την του Θεού δόξαν
υπαγορευόμενον», όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, αν όχι η καθαρότης του νου του
ελλαμπομένου από τη χάρη; Αλλά ας προσέξωμε και ένα άλλο στοιχείο, που δίνει
μια βαθύτερη διάσταση στην εσωτερική ζωή του αγίου Αντωνίου. Όταν κάποτε
συνάντησε τον γνωστό Δίδυμο τον Τυφλό του είπε: «Ω Δίδυμε, ουδόλως να σε
ταράσση, ότι έχασες τους αισθητούς οφθαλμούς, χαίρε δε ότι έχεις οφθαλμούς, με
τους οποίους θεωρείται ο Θεός και εννοείται το φως του». Στην πρώτη περίπτωση
βεβαιώνεται, ότι ο αγιασμένος αιγύπτιος μοναχός ανέβαινε στον Θεόν, στη γνώση
του, με την κλίμακα της φυσικής λεγομένης αποκαλύψεως, μελετώντας την σοφία
του, την αγιότητα και τη μεγαλειότητά του αναλογικά. Στην περίπτωση του τυφλού
θεολόγου Διδύμου μάς αποκαλύπτεται, ότι εγνώριζε πως ο νους θεοφοβούμενος, έχει
την ικανότητα της αμάσου προσπελάσεως στη χώρα των ακτίστων ενεργειών, όπου
«θεωρεί» καθαρά το φως που εκπέμπεται από την ουσία του Θεού. Ώστε ο Μ.
Αντώνιος δεν ήταν απλώς ένας «δυνατός ανήρ», που με τη δύναμη της βουλήσεώς του
και τη χάρη του Θεού απέβη «νους ηγεμών κατά παθών ολεθρίων», ένας «πρακτικός»
μόνον, αλλά και ένας νους θεολογικός, δυνάμενος να εναλλάση τις τρεις γνωστές
στους Μυστικούς αρεοπαγιτικές κινήσεις: κυκλικήν, ευθείαν και ελικοειδή. Και
μπορεί να υποστηριχθή, ότι ο άνθρωπος αυτός του Θεού, ήτο και Νηπτικός και
Μυστικός Θεολόγος. Γιατί ο νους του, ο μεγάλος και καθαρός, ευρισκόμενος σε
ανάκραση με το θείο και άκτιστο φως επόμενον ήτο να κινήται ερωτικά,
καταφατικά, αποφατικά, αποβλεπτικά, να «πάσχει τα θεία», να «πάσχει την
αφαίρεση» από τις πλούσιες ενέργειες του αγίου Πνεύματος. Με άλλα λόγια,
επαλήθευε και ενσάρκωνεν, ο πρώϊμος αυτός Ησυχαστής, όλη τη μυστική θεολογία
της Εκκλησίας, την οποία ανέπτυξε τόσο διεξοδικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Και μάλιστα έρχεται να δικαιώση το μεγάλο θεολόγο του 14ου αιώνος,
που υπεστήριζε, Βιβλικά και Πατερικά, την αυτάρκεια των θείων εντολών για την
τελειοποίηση του χριστιανού, χωρίς να έχη ανάγκη από την κλασσική παιδεία. Και
πράγματι, αν θα ήθελε κανείς να αναλύση τους τρόπους της ασκητικής του ζωής,
δεν θα έβλεπε, παρά μόνο την εργασία των εντολών στις έσχατες συνέπειές των,
που είναι η ενοίκηση της αγίας Τριάδος στην καρδιά εκείνου που αγάπησε τον Θεό
(Ιωάν. ιδ: 23). Και αυτό είναι το άκρο
άωτο της τελειότητος του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου