Μάρκος ο Ευγενικός, ο πανάριστος και
κατ’ αλήθειαν μέγας Διδάσκαλος της Ανατολικής Αγίας Εκκλησίας, γέννημα μεν και
θρέμμα ετύγχανε της βασιλίδος των πόλεων, δηλαδή της όντως λαμπράς και μεγάλης
Κωνσταντινουπόλεως, γεννηθείς κατά το έτος 1392. Γονείς δε κατά σάρκα είχε,
κατά μεν τον βίον περιφανείς και λαμπρούς, ώστε και Ευγενικοί να αποκαλούνται,
κατά δε την πίστιν ευσεβεστάτους και ορθοδοξοτάτους. Και ο μεν πατήρ αυτού
ωνομάζετο Γεώργιος, Διάκονος ων και Σακελλίων της μεγάλης Εκκλησίας, η δε μήτηρ
Μαρία, έχοντες την κατοικίαν των εις τον Γαλατάν. Το βαπτιστικόν του Αγίου
όνομα ήτο Μανουήλ. Είχε δε και αδελφόν ονόματι Ιωάννην.
Καίτοι δε τότε η αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και τα πράγματα αυτής ευρίσκοντο εις εσχάτην καχεξίαν και ο φοβερός κίνδυνος της καταστροφής επεκρέματο της κεφαλής των, αμφότεροι οι παίδες έλαβον μεγίστην παιδείαν εκπαιδευθέντες εις άπασαν την έσω και έξω σοφίαν, διότι ήκμαζον τότε άνδρες επί σοφία και συνέσει διακρινόμενοι και τοιούτοι ήσαν Μανουήλ ο Χρυσολωράς, Γεννάδιος ο Σχολάριος, Γεώργιος ο Γεμιστός, Ιωσήφ ο Βρυέννιος, Θεόδωρος ο Γαζής, Ιωάννης ο Αργυρόπουλος και πλείστοι άλλοι. Τότε λοιπόν και η ευγενική αυτή ξυνωρίς, ο ιερός Μάρκος (Μανουήλ τότε), και ο αυτάδελφος αυτού Ιωάννης, ως δύο αστέρες φαεινοί ανέτειλαν, και τα πρωτεία μεταξύ των διδασκάλων αυτών είχον, τους οποίους και κατά πολύ υπερέβαλλον άκροι φιλόσοφοι και επιστήμονες θεωρούμενοι, καθ’ α πολλοί των συγγραφέων την σοφίαν τού θείου Μάρκου μαρτυρούσι και υπερθεματίζουσιν. Αλλά και ο Ιωάννης ομολογείται εις άκρον πεπαιδευμένος, ώστε και φιλόσοφος να επονομάζεται, και κατ’ εξοχήν ούτω εκαλείτο και εγνωρίζετο, ως μαρτυρούσι και πολλαί αυτού προς Θεόν ευχαί του Ιωάννου του φιλοσόφου επιγραφήν φέρουσαι· έτι δε καταφανής η σοφία αυτού γίνεται εκ της ευστοχωτάτης και λίαν επιδεξίου αντιρρήσεως του ψευδωνύμου όρου του Φλωρεντινού συνεδρίου. Αλλά τα μεν περί του φιλοσόφου Ιωάννου, τον οποίον και Διάκονον και Νομοφύλακα της Μεγάλης Εκκλησίας ευρίσκομεν επιγραφόμενον, ας έχουν τέλος ενταύθα, ας φέρωμεν δε εις το μέσον τα περί του ιερού τούτου Μάρκου, του οποίου την μνήμην εορτάζομεν. Τρωθείς λοιπόν ο ευλογημένος Μανουήλ θείου έρωτος, εγκαταλείψας τα βιοτικά πράγματα και την περί ταύτα μανίαν και τύρβην και αγαπήσας την μακαρίαν ησυχαστικήν ζωήν, προσήλθεν εις την Μονήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, την επιλεγομένην των Μαγγάνων, εις την οποίαν ηγωνίζοντο οι πλέον ενάρετοι των Μοναχών της εποχής εκείνης και υπέστρωσε δια τον Χριστόν τον ευγενικόν αυτού αυχένα εις τον ζυγόν της μακαρίας υποταγής και της επιπόνου και σκληράς διαίτης, την οποίαν εφήρμοζον οι Όσιοι εκείνοι Πατέρες. Καλώς δε και αξίως διανύσας τους ασκητικούς διαύλους της υποταγής, και όργανον χρηματίσας του Αγίου Πνεύματος, υπέρ του οποίου έμελλε και να αγωνισθή, εικοσιπενταετής εκάρη Μοναχός και από Μανουήλ μετωνομάσθη Μάρκος· μετά δε ταύτα έλαβε και το της Ιερωσύνης αξίωμα. Εγένετο δε και διευθυντής του πατριαρχικού φροντιστηρίου, εκ του οποίου πολλοί εξήλθον διδάσκαλοι. Μαθητής δε του Αγίου υπήρξε και ο Γεώργιος Σχολάριος ο μετά την άλωσιν γενόμενος πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως υπό το όνομα Γεννάδιος. Τόσον δε ήτο περιφανής ο μακάριος Μάρκος δια την λαμπρότητα της αρετής και σοφίας αυτού, όχι μόνον εις τους εκ του πλησίον βλέποντας αυτόν, αλλ’ έτι και εις τους μακράν όντας, καθώς λέγει και ο Θεόδωρος ο Ιερομνήμων εις διάλογον μετά Μοναχού τινός· «Θαυμάσιος ο άνθρωπος (ο θείος Μάρκος) πάσι πνευματικοίς χαρίσμασι κεκοσμημένος, προ της αρχιερωσύνης βίον ασκήσας οσιώτατον», ώστε Ιερομόναχον έτι όντα ο της Αλεξανδρείας Πατριάρχης, παραδραμών τους εγκρίτους Μητροπολίτας και τους υπερτίμους των υπερτίμων άπαντας, εξέλεξε τούτον τοποτηρητήν εαυτού εις την μελετωμένην σύνοδον δια την ένωσιν των Εκκλησιών. Τοσαύτης και τοιαύτης υπολήψεως και φήμης έτι και προ της Αρχιερωσύνης ετύγχανε παρά πάντων ο ιερός Μάρκος, ώστε ψήφω μεν κανονική της Ιεράς Συνόδου, αξιώσει δε επιμόνω, μάλλον δε επιταγή απαραιτήτω του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου (ούτος είναι Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος βασιλεύσας κατά τα έτη 1423 – 1448, προτελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, τον οποίον αποθανόντα διεδέχθη ο αδελφός του Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ ), ανάγεται εις την υψηλήν καθέδραν της των Εφεσίων Μητροπόλεως, και θέτει η Ιερά Σύνοδος το μέγα τούτο φως, της του Αγίου Μάρκου αρετής και σοφίας, εις την υψηλήν λυχνίαν της Μητροπόλεως των Εφεσίων, ή μάλλον να είπωμεν, πυρσόν όλης της οικουμένης και άλλον στύλον φωτός, ο οποίος προηγείτο του Ορθοδόξου λαού και εφώτιζεν αυτόν. Επειδή όμως δια της αμαρτίας του λαού ο ρηθείς βασιλεύς Ιωάννης εμωράνθη, και ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν τας πατρικάς νουθεσίας του μακαρίτου πατρός του βασιλέως Μανουήλ (Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος υιός του Ιωάννου Ε΄ και πατήρ του Ιωάννου Η΄, εβασίλευσε κατά τα έτη 1391 – 1425. Εις το τέλος της ζωής του, εγένετο Μοναχός), τον μεν Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν βασιλέα εγκατέλιπε, συνέλαβε δε ολεθρίαν βουλήν, ίνα μετά της Ανατολικής Συνόδου των Αρχιερέων, μεταβώσιν εις Ιταλίαν προς τον αντίθεον Πάπαν και συγκροτήσωσι μετά των Λατίνων Σύνοδον, όπως είχε συνεννοηθή μετ’ αυτού δια να ενώσωσι δήθεν τας από μακρού χρόνου εσχισμένας Εκκλησίας, μάλλον δε να υποτάξη την Αγίαν Ορθόδοξον εις τον Πάπαν. Δια του τρόπου αυτού ήλπιζεν ο ταλαίπωρος, ότι ο Πάπας θα προέτρεπε τους υπ’ αυτόν βασιλείς της δύσεως να δώσωσι στρατιωτικήν βοήθειαν και δυνηθή να εκδιώξη τους βαρβάρους, οι οποίοι όχι μόνον τας άλλας πόλεις του Βυζαντίου ηπείλουν να καταλάβουν, αλλά και αυτήν ταύτην την βασιλίδα των πόλεων να υποδουλώσουν. Αφού ταύτα ηβουλήθη ο βασιλεύς, εφανέρωσε την βουλήν του εις τους Πατριάρχας και εζήτησε να διορίσωσι τοποτηρητάς και αντιπροσώπους των. Έστειλε δε πρέσβεις και εις τους βασιλείς της Ρωσίας, της Ιβηρίας, της Τραπεζούντος και εις τον αυθέντην της Βλαχίας, ίνα αποστείλωσιν εκ μέρους αυτών αντιπροσώπους δια την Σύνοδον. Συνήχθησαν λοιπόν κατά το βασιλικόν πρόσταγμα οι Αρχιερείς, διωρίσθησαν δε και οι τοποτηρηταί. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας είχε διορίσει τοποτηρητήν του τον Άγιον Μάρκον Ιερομόναχον έτι όντα και ησυχάζοντα εις την Μονήν των Μαγγάνων. Επίσης και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων διώρισε τον Άγιον. Ετοιμαζόμενος δε να έλθη δια την Σύνοδον ο Εφέσου Ιωάσαφ, απήλθε προς Κύριον, εξελέγη δε τότε, ως ανωτέρω είπομεν, Μητροπολίτης Εφέσου ο Άγιος Μάρκος. Τότε διώρισεν αυτόν τοποτηρητήν του και ο Πατριάρχης Αντιοχείας· τόσον ήτο ονομαστός ο Άγιος Μάρκος και κατά την αρετήν και κατά την σοφίαν, ώστε και μακράν όντα, εις τούτον απέβλεψαν και οι τρεις Πατριάρχαι. Και πράγματι την εκλογήν αυτήν εδικαίωσεν ο Άγιος, διότι συναχθείσης της Συνόδου εν Ιταλία, πρώτον εις την Φερράραν και ύστερον εις την Φλωρεντίαν, μόνος ο Άγιος υπερεμάχησεν έως τέλους υπέρ της Ορθοδοξίας και δεν υπέγραψε τον ψευδώνυμον όρον της ενώσεως, ενώ άπαντες σχεδόν οι λοιποί εκάμφθησαν και υπέγραψαν. Τόσον δε εστοίχισεν εις τον Πάπαν η άρνησις του Αγίου να υπογράψη, ώστε εξεφώνησε το ιστορικόν εκείνο: «Μάρκος ουχ υπέγραψε, λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν». Κατ’ αλήθειαν δε ούτως ηκολούθησαν τα πράγματα, διότι όταν επέστρεψαν εις Κωνσταντινούπολιν και εκείνοι, οίτινες είχον υπογράψει, έκλαιον και ωδύροντο και εζήτουν συγχώρησιν λέγοντες· «Είθε να είχε κοπή η δεξιά ημών η ταύτα υπογράψασα». Τελικώς δε και συνοδικώς κατεκρίθη η ψευδοσύνοδος εκείνη υπό της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Οποίους δε αγώνας κατέβαλεν ο θεσπέσιος Μάρκος εκεί εις την Ιταλίαν και πως αντιμετώπισε τον τρομερόν εκείνον χείμαρρον, όστις ολίγον έλειψε να καταπνίξη τον ιερόν χώρον της Ορθοδοξίας και οποία χαρακώματα ανήγειρε μετά ταύτα δια να εξασφαλίση τους κινδυνεύοντας ευσεβείς Ορθοδόξους, περιέγραψαν και εξύμνησαν σοφοί κάλαμοι, ως ο μέγας εκκλησιάρχης Σίλβεστρος ο Συρόπουλος, Θεόδωρος ο Γαζής, Γεννάδιος ο Σχολάριος, Νεκτάριος και Δοσίθεος οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων, Αθανάσιος ο Πάριος και άλλοι παλαιότεροι και νεώτεροι. Περί δε των εν Ιταλία συμβάντων κατά την ψευδοσύνοδον και πως ο Άγιος Μάρκος υπερήσπισε τα δόγματα της Ορθοδοξίας, δια να μη πλατύνεται ενταύθα ο λόγος, γράφομεν αλλαχού ( ), ταύτα δε μόνον προσθέτομεν ενταύθα, ότι εάν και ο Άγιος Μάρκος, όστις ήτο και εκπρόσωπος των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής και έξαρχος της Συνόδου, υπεχώρει εις τους αγρίους φοβερισμούς του μεγάλου χειμάρρου και τας διαφόρους άλλας μεθοδείας αυτού, η Ορθοδοξία ήθελε γίνει σχεδόν αφανής. Αλλά και η αυτοκρατορία όχι μόνον δεν έλαβε καμμίαν βοήθειαν από την δύσιν, ως ο ασύνετος βασιλεύς εφαντάζετο, αλλά μάλιστα και μεγάλην ζημίαν, διότι εδιχάσθησαν οι πιστοί εις ενωτικούς και ανθενωτικούς και μεγάλη μεταξύ τούτων υπήρχε διαμάχη. Εις ταύτην δε την περίστασιν ο μέγας ούτος προστάτης της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Μάρκος, έδειξε τον συνηθισμένον αυτού ζήλον, δια να συνάψη τα διεστώτα μέρη, τα οποία μετά την από της Φλωρεντίας επιστροφήν είχον κακώς και αθλίως έναντι αλλήλων. Διο τούτους μεν ενεθάρρυνε με την ελπίδα των θείων οικτιρμών, οίτινες έκλαιον νυχθημερόν δια την υπογραφήν του λατινισμού, εκείνους δε έφερεν εις αίσθησιν και μετάνοιαν, όσοι ενόμιζον ως αδιάφορον ή ως καλήν την ψυχοφθόρον ένωσιν· έτι δε εδίδασκε τους πολίτας, ίνα μη φέρωνται με σκληρότητα και αποστροφήν προς τους μετανοούντας και προσφεύγοντας εις το έλεος της Εκκλησίας αδελφούς. Ούτω ποιών επανέφερε τους πεπλανημένους, ανώρθωσε τους πεπτωκότας, ήνωσε τα διεστώτα και ησύχασαν αι ταραχαί μεταξύ των ομοφύλων. Καθώς δε ο Απόστολος Παύλος προβλέπων εκ θείου Πνεύματος, ότι εν τη Ρώμη μέλλει ίνα λάβη τον υπέρ Χριστού ποθούμενον αυτού θάνατον, πέμψας από της Μιλήτου εκάλεσεν εις Έφεσον τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, ελθόντων δε αυτών τους παρήγγειλε να προσέχωσι καλώς «εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω» κτλ. Τέλος δε παρέδωκε την επιστασίαν και φροντίδα της Εκκλησίας εις τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ούτω και ο Άγιος Μάρκος, ασθενήσας μικρόν και γνωρίσας ότι απέρχεται του παρόντος βίου, εμήνυσε δι’ επιστολής προς Γεώργιον τον Σχολάριον (μετέπειτα Γεννάδιον) και εδεήθη αυτού, ίνα αντ’ αυτού φροντίζη του λοιπού περί του εκκλησιαστικού δόγματος κατά Λατίνων, και να πολεμή γενναίως υπέρ της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας ως εκείνος επολέμει εναντίον της ψυχοφθόρου ενώσεως, ούσης έτι προσφάτου, εχούσης δε και τινας εκ των άλλοτε ημετέρων βοηθούς· ταύτα και έτι περισσότερα γράψας προς το τέλος εδεήθη αυτού ούτω· «Περί ου φημι αποκριθήτω μοι, ίνα λάβω τελείαν πληροφορίαν, της παρούσης ζωής εξερχόμενος, και μη αηδώς αποβιώσω ως απεγνωκώς την της Εκκλησίας διόρθωσιν». Ω σπλάγχνα! Ω ψυχή όντως θεία και Αποστολική! Ω μέριμνα, κατά Παύλον, πασών των Εκκλησιών! Ο δε Σχολάριος, προθύμως αποδεχθείς την επιταγήν του Αγίου, απεκρίθη με βαθυτάτην μετριοφροσύνην και ευλάβειαν προς αυτόν· ίνα δε μη γραφωμεν αυτολεξεί περιττώς όλην την επιστολήν, αρκεί ίνα γράψωμεν μόνην την υπόσχεσιν, ήτις επί λέξει έχει ούτως: «Ει δε γε, φησί, κρίμασιν οις οίδε Θεός εντεύθεν αποδημήσειαι, προς ον ητοίμασας σεαυτώ τόπον της αναπαύσεως, και δι’ ημετέραν ίσως αναξιότητα, ένθα ει αυτός άξιος, απαθής πληροφορών λέγω σοι ενώπιον του Θεού και των Αγίων Αγγέλων των αοράτως παρισταμένων νυν ημίν, και των παρευρεθέντων ενταύθα πολλών και αξιολόγων ανδρών, ότι έσομαι εγώ αυτός εν τοις τοιούτοις αντί σου, και αντί του σου στόματος, όσα αυτός εσπούδασας και παρεδίδου, στέργω και αυτός και υποστηρίζω και πάσι υποτιθείς (ήτοι διδάσκων) μηδέν ουδ’ όλως των τοιούτων καθυθείς (ήτοι παραβαίνων) το παράπαν, αλλά μέχρι των εσχάτων κινδύνων αίματός τε και θανάτου εγωνιζόμενος. Και ει μικρά πάνυ τυγχάνει η εμή περί τα τοιούτα πείρα και δύναμις, αλλ’ ουν πείθομαι ότι η μεγάλη σου αγιωσύνη αναπληρώσει τα εμά ελλείμματα, και παρών ημίν ενταύθα, τη ενούση σοι περί τα τοιαύτα τελειότητι, και απάρας, ταις σαις προς Θεόν παρρησιάστοις εντεύξεσι». Αλλά τέλος πάντων έφθασε και δια τον Άγιον η ώρα, ίνα αφήση την κοιλάδα ταύτην του κλαυθμώνος και να αναβή εις την ουράνιον κληρουχίαν, δια να λάβη εκεί παρά του αγωνοθέτου Χριστού τας επαξίους αμοιβάς των μυρίων αγώνων του και ασθενήσας ημέρας δέκα τέσσαρας έκειτο εις τον Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως εις την οικίαν του πατρός του. Εδίδασκε δε τους παρόντας Χριστιανούς τα πρέποντα και εξαιρέτως εδίδασκεν, ίνα φεύγωσι πάση δυνάμει την ψυχοφθόρον ένωσιν. Τοιαύτα τινα παραγγείλας, παραινέσας και διδάξας άπαντας να εμμένωσιν εις την καλήν ομολογίαν των Πατέρων, παρέδωκεν εν έτει αυμγ΄ (1443) εν ειρήνη το πνεύμα του εις τον Αρχιποίμενα Ιησούν ο καλός ποιμήν και αυτού του αρχιποίμενος γνήσιος μαθητής, ο Παύλου του θείου μιμητής. Εις την ιεράν ταφήν του μακαρίου τούτου πατρός συνέδραμε πάσα η πόλις, οι τότε παρευρεθέντες Αρχιερείς, άπας των Ιερέων ο χορός, τα πλήθη των Μοναχών, άνδρες ομού και γυναίκες, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά των νεωτέρων, ίνα αξιωθούν της ευλογίας και χάριτος της εκ του πανιέρου και θείου αυτού σώματος εκπεμπομένης. Μετά την πάγκοινον ταύτην εκφοράν, υπό παντός τάγματος προπεμπόμενον και δορυφορούμενον με τους ιερούς και θείους της Εκκλησίας ύμνους, το μεν ιερώτατον αυτού σώμα έφερον εις την Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την οποίαν το πρότερον ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, όπου παρεδόθη εις την γην και ετάφη πλησίον του παραθύρου του Ναού, κατά το κοινόν των σωμάτων, η δε μακαρία του ψυχή, καταλιπούσα τα γήϊνα, απήλθε εις ον επόθει Δεσπότην και δι’ ον τους μακρούς και συνεχείς εκείνους αγώνας και τα παλαίσματα ετέλεσε και συνηριθμήθη με τους Οσίους ο Όσιος· ο δε Θεός ο δοξάζων τους αυτόν αντιδοξάζοντας εδόξασε τον πιστόν αυτού δούλον με άπειρα θαύματα, οι δε συγγενείς αυτού και πας ο λαός αποφάσει συνοδική ετέλουν ετήσιον εορτήν εν τω Γαλατά τη 19 Ιανουαρίου. Δια να μη αφήσωμεν δε παντελώς εστερημένας και αμετόχους της ουρανίου καρυκείας τας φιλοθαυματουργούς ψυχάς, περιγράφομεν ενταύθα και εν εκ των του Αγίου Μάρκου θαυμάτων, το οποίον παραδόξως ετέλεσεν εις το Μεσολόγγιον. Ανήρ τις Δημήτριος Ζουρμπαίος ονομαζόμενος, έντιμος και πολλά πλούσιος, είχεν αδελφήν τινα, ήτις βαρέως ησθένησεν. Όθεν προσκαλέσας άπαντας τους ιατρούς του Μεσολογγίου και δαπανήσας πολλά εις αυτούς ουδεμίαν ωφέλειαν επροξένησαν εις την αδελφήν αυτού, μάλλον δε επί το χείρον ελθούσα αύτη έμεινεν επί τρεις ημέρας άλαλος, αναίσθητος και παντελώς ακίνητος, ώστε και αυτοί οι ιατροί την απεφάσισαν δια θάνατον. Τότε αυτός και οι λοιποί αυτής συγγενείς ητοίμαζον τα προς την κηδείαν της χρειαζόμενα· αλλά παραδόξως ήκουσαν φωνήν και αναστεναγμόν μέγαν εξερχόμενον εξ αυτής και γυρίσασα εις το έμπροσθεν μέρος είπε προς αυτούς: «Διατί δεν με αλλάζετε άλλα φορέματα οπού επνίγην εντός του ύδατος»; Ταύτα ακούσας ο αδελφός αυτής και περιχαρής γενόμενος, οπού ήκουσεν αυτήν ομιλούσαν, έδραμε πλησίον της και ηρώτησεν αυτήν τι έχει και είναι τόσον βρεγμένη, η δε απεκρίθη· «Αρχιερεύς τις ελθών ενταύθα με έλαβεν εκ της χειρός μου και με επήγεν εις μίαν βρύσιν και με έβαλεν εντός της δεξαμενής και αφού με έπλυνεν, είπε προς εμέ: «Ύπαγε τώρα και δεν έχεις ουδεμίαν ασθένειαν». Ο δε αδελφός αυτής πάλιν την ηρώτησε: «Διατί δεν ηρώτησας αυτόν τις ήτο όστις εχάρισε την υγείαν σου»; Η δε είπεν· «Ηρώτησα αυτόν τις είσαι η αγιωσύνη σου; Και μοι είπεν, ότι εγώ ειμί ο της Εφέσου Μητροπολίτης Μάρκος ο Ευγενικός». Λαβόντες δε αυτήν ίνα την αλλάξωσιν, ω του θαύματος! εξεπλάγησαν άπαντες βλέποντες ότι όχι μόνον τα φορέματα αυτής ήσαν βεβρεγμένα, αλλά και ο κράββατος και τα λοιπά στρώματα εις τα οποία εκοίτετο. Και ταύτα ειπούσα ηγέρθη αμέσως της κλίνης, μηδέν λείψανον ασθενείας έχουσα. Μετά δε την θαυματουργίαν ταύτην ζήσασα η ρηθείσα γυνή ευσεβών έτη δέκα πέντε και ποιήσασα εικόνα του Αγίου Μάρκου προς μνήμην του θαύματος προς Κύριον εξεδήμησεν. Αυτός είναι, αδελφοί, ο βίος, οι αγώνες και το τέλος του θεοσόφου κήρυκος και κρατερού παπομάστιγος, ιερού και εν Αγίοις δεδοξασμένου Μάρκου του όντως Ευγενικού και λαμπρού ποιμένος της Εφέσου και κοινού ευεργέτου και φωστήρος όλου του Ορθοδόξου πληρώματος. Τούτον εφοβήθησαν πάντες, εφοβήθη δε ουχί ολιγώτερον και ο αγέρωχος Πάπας Ευγένιος· και μαρτυρεί η του στόματος αυτού αοίδιμος εκείνη απόφασις, την οποίαν με άφραστον λύπην εξεφώνησεν ειπών: «Λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν». Μόνος ούτος ο θαυμάσιος και εις την εν Φερράρα και Φλωρεντία ψευδοσύνοδον εφάνη και πρώτον και μέσον και εν τω τέλει μάχαιρα μεν δίστομος κατά των νόθων και μοχθηρών ζιζανίων, άτινα εφύτρωσαν εις τον ευγενή σπόρον των ιερών δογμάτων της Εκκλησίας, θεοκρότητος δε σάλπιγξ θεολογίας και ποταμός ακένωτος των ευσεβών συγγραμμάτων και όρων των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων και δια της νεκταροβρύτου φωνής του και του γενναίου παραστήματος της ψυχής του τας των συλλογισμών εκείνων σοφισματώδεις στροφάς τε και πλεκτάνας και τρόπους και δόλους και λόγους ως αφρόν τινα ή καπνόν διαλύων επί των περί του καθαρτηρίου διαλέξεων αυτών και περί της τολμηθείσης προσθήκης εις το Άγιον Σύμβολον και τας άλλας πλάνας αυτών. Αλλ’ ω Πατέρων θείον εγκαλλώπισμα, τέμενος των θείων χαρίτων, στόμα των ιερών Θεολόγων, πρόμαχε της Ορθοδόξου πίστεως, υπέρμαχε της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, ζηλωτά θερμότατε της πατροπαραδότου ομολογίας του Αγίου Συμβόλου, καθαιρέτα του παπικού φρυάγματος και ανορθωτά του Ανατολικού φρονήματος, δόξα, καύχημα και στύλε και εδραίωμα της Ανατολικής Εκκλησίας, ίλεως έπιδε εις την εμήν αναξιότητα και δέξαι μου τον ταπεινόν και ευτελή τούτον κόπον και αντάμειψον την προαίρεσιν της αμαρτωλής μου ψυχής με τας πνευματικάς και ουρανίους ευλογίας· διότι γνωρίζεις τον ζήλον και τον πόθον και την ευλάβειαν οπού έχω εις την σην Αγιότητα, δια τους μεγίστους και μυρίους και υπερβολικούς σου αγώνας υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού. Όχι δε μόνον τον ταπεινόν εμέ, αλλά και πάντα ευλαβή σου Χριστανόν Ορθόδοξον αντάμειβε δια των πλουσίων σου δωρεών και χαρισμάτων· και επί πάσιν αξίωσον ημάς ίνα ευαρεστήσωμεν δια μετανοίας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Καίτοι δε τότε η αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και τα πράγματα αυτής ευρίσκοντο εις εσχάτην καχεξίαν και ο φοβερός κίνδυνος της καταστροφής επεκρέματο της κεφαλής των, αμφότεροι οι παίδες έλαβον μεγίστην παιδείαν εκπαιδευθέντες εις άπασαν την έσω και έξω σοφίαν, διότι ήκμαζον τότε άνδρες επί σοφία και συνέσει διακρινόμενοι και τοιούτοι ήσαν Μανουήλ ο Χρυσολωράς, Γεννάδιος ο Σχολάριος, Γεώργιος ο Γεμιστός, Ιωσήφ ο Βρυέννιος, Θεόδωρος ο Γαζής, Ιωάννης ο Αργυρόπουλος και πλείστοι άλλοι. Τότε λοιπόν και η ευγενική αυτή ξυνωρίς, ο ιερός Μάρκος (Μανουήλ τότε), και ο αυτάδελφος αυτού Ιωάννης, ως δύο αστέρες φαεινοί ανέτειλαν, και τα πρωτεία μεταξύ των διδασκάλων αυτών είχον, τους οποίους και κατά πολύ υπερέβαλλον άκροι φιλόσοφοι και επιστήμονες θεωρούμενοι, καθ’ α πολλοί των συγγραφέων την σοφίαν τού θείου Μάρκου μαρτυρούσι και υπερθεματίζουσιν. Αλλά και ο Ιωάννης ομολογείται εις άκρον πεπαιδευμένος, ώστε και φιλόσοφος να επονομάζεται, και κατ’ εξοχήν ούτω εκαλείτο και εγνωρίζετο, ως μαρτυρούσι και πολλαί αυτού προς Θεόν ευχαί του Ιωάννου του φιλοσόφου επιγραφήν φέρουσαι· έτι δε καταφανής η σοφία αυτού γίνεται εκ της ευστοχωτάτης και λίαν επιδεξίου αντιρρήσεως του ψευδωνύμου όρου του Φλωρεντινού συνεδρίου. Αλλά τα μεν περί του φιλοσόφου Ιωάννου, τον οποίον και Διάκονον και Νομοφύλακα της Μεγάλης Εκκλησίας ευρίσκομεν επιγραφόμενον, ας έχουν τέλος ενταύθα, ας φέρωμεν δε εις το μέσον τα περί του ιερού τούτου Μάρκου, του οποίου την μνήμην εορτάζομεν. Τρωθείς λοιπόν ο ευλογημένος Μανουήλ θείου έρωτος, εγκαταλείψας τα βιοτικά πράγματα και την περί ταύτα μανίαν και τύρβην και αγαπήσας την μακαρίαν ησυχαστικήν ζωήν, προσήλθεν εις την Μονήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, την επιλεγομένην των Μαγγάνων, εις την οποίαν ηγωνίζοντο οι πλέον ενάρετοι των Μοναχών της εποχής εκείνης και υπέστρωσε δια τον Χριστόν τον ευγενικόν αυτού αυχένα εις τον ζυγόν της μακαρίας υποταγής και της επιπόνου και σκληράς διαίτης, την οποίαν εφήρμοζον οι Όσιοι εκείνοι Πατέρες. Καλώς δε και αξίως διανύσας τους ασκητικούς διαύλους της υποταγής, και όργανον χρηματίσας του Αγίου Πνεύματος, υπέρ του οποίου έμελλε και να αγωνισθή, εικοσιπενταετής εκάρη Μοναχός και από Μανουήλ μετωνομάσθη Μάρκος· μετά δε ταύτα έλαβε και το της Ιερωσύνης αξίωμα. Εγένετο δε και διευθυντής του πατριαρχικού φροντιστηρίου, εκ του οποίου πολλοί εξήλθον διδάσκαλοι. Μαθητής δε του Αγίου υπήρξε και ο Γεώργιος Σχολάριος ο μετά την άλωσιν γενόμενος πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως υπό το όνομα Γεννάδιος. Τόσον δε ήτο περιφανής ο μακάριος Μάρκος δια την λαμπρότητα της αρετής και σοφίας αυτού, όχι μόνον εις τους εκ του πλησίον βλέποντας αυτόν, αλλ’ έτι και εις τους μακράν όντας, καθώς λέγει και ο Θεόδωρος ο Ιερομνήμων εις διάλογον μετά Μοναχού τινός· «Θαυμάσιος ο άνθρωπος (ο θείος Μάρκος) πάσι πνευματικοίς χαρίσμασι κεκοσμημένος, προ της αρχιερωσύνης βίον ασκήσας οσιώτατον», ώστε Ιερομόναχον έτι όντα ο της Αλεξανδρείας Πατριάρχης, παραδραμών τους εγκρίτους Μητροπολίτας και τους υπερτίμους των υπερτίμων άπαντας, εξέλεξε τούτον τοποτηρητήν εαυτού εις την μελετωμένην σύνοδον δια την ένωσιν των Εκκλησιών. Τοσαύτης και τοιαύτης υπολήψεως και φήμης έτι και προ της Αρχιερωσύνης ετύγχανε παρά πάντων ο ιερός Μάρκος, ώστε ψήφω μεν κανονική της Ιεράς Συνόδου, αξιώσει δε επιμόνω, μάλλον δε επιταγή απαραιτήτω του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου (ούτος είναι Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος βασιλεύσας κατά τα έτη 1423 – 1448, προτελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, τον οποίον αποθανόντα διεδέχθη ο αδελφός του Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ ), ανάγεται εις την υψηλήν καθέδραν της των Εφεσίων Μητροπόλεως, και θέτει η Ιερά Σύνοδος το μέγα τούτο φως, της του Αγίου Μάρκου αρετής και σοφίας, εις την υψηλήν λυχνίαν της Μητροπόλεως των Εφεσίων, ή μάλλον να είπωμεν, πυρσόν όλης της οικουμένης και άλλον στύλον φωτός, ο οποίος προηγείτο του Ορθοδόξου λαού και εφώτιζεν αυτόν. Επειδή όμως δια της αμαρτίας του λαού ο ρηθείς βασιλεύς Ιωάννης εμωράνθη, και ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν τας πατρικάς νουθεσίας του μακαρίτου πατρός του βασιλέως Μανουήλ (Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος υιός του Ιωάννου Ε΄ και πατήρ του Ιωάννου Η΄, εβασίλευσε κατά τα έτη 1391 – 1425. Εις το τέλος της ζωής του, εγένετο Μοναχός), τον μεν Θεόν τον ποιήσαντα αυτόν βασιλέα εγκατέλιπε, συνέλαβε δε ολεθρίαν βουλήν, ίνα μετά της Ανατολικής Συνόδου των Αρχιερέων, μεταβώσιν εις Ιταλίαν προς τον αντίθεον Πάπαν και συγκροτήσωσι μετά των Λατίνων Σύνοδον, όπως είχε συνεννοηθή μετ’ αυτού δια να ενώσωσι δήθεν τας από μακρού χρόνου εσχισμένας Εκκλησίας, μάλλον δε να υποτάξη την Αγίαν Ορθόδοξον εις τον Πάπαν. Δια του τρόπου αυτού ήλπιζεν ο ταλαίπωρος, ότι ο Πάπας θα προέτρεπε τους υπ’ αυτόν βασιλείς της δύσεως να δώσωσι στρατιωτικήν βοήθειαν και δυνηθή να εκδιώξη τους βαρβάρους, οι οποίοι όχι μόνον τας άλλας πόλεις του Βυζαντίου ηπείλουν να καταλάβουν, αλλά και αυτήν ταύτην την βασιλίδα των πόλεων να υποδουλώσουν. Αφού ταύτα ηβουλήθη ο βασιλεύς, εφανέρωσε την βουλήν του εις τους Πατριάρχας και εζήτησε να διορίσωσι τοποτηρητάς και αντιπροσώπους των. Έστειλε δε πρέσβεις και εις τους βασιλείς της Ρωσίας, της Ιβηρίας, της Τραπεζούντος και εις τον αυθέντην της Βλαχίας, ίνα αποστείλωσιν εκ μέρους αυτών αντιπροσώπους δια την Σύνοδον. Συνήχθησαν λοιπόν κατά το βασιλικόν πρόσταγμα οι Αρχιερείς, διωρίσθησαν δε και οι τοποτηρηταί. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας είχε διορίσει τοποτηρητήν του τον Άγιον Μάρκον Ιερομόναχον έτι όντα και ησυχάζοντα εις την Μονήν των Μαγγάνων. Επίσης και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων διώρισε τον Άγιον. Ετοιμαζόμενος δε να έλθη δια την Σύνοδον ο Εφέσου Ιωάσαφ, απήλθε προς Κύριον, εξελέγη δε τότε, ως ανωτέρω είπομεν, Μητροπολίτης Εφέσου ο Άγιος Μάρκος. Τότε διώρισεν αυτόν τοποτηρητήν του και ο Πατριάρχης Αντιοχείας· τόσον ήτο ονομαστός ο Άγιος Μάρκος και κατά την αρετήν και κατά την σοφίαν, ώστε και μακράν όντα, εις τούτον απέβλεψαν και οι τρεις Πατριάρχαι. Και πράγματι την εκλογήν αυτήν εδικαίωσεν ο Άγιος, διότι συναχθείσης της Συνόδου εν Ιταλία, πρώτον εις την Φερράραν και ύστερον εις την Φλωρεντίαν, μόνος ο Άγιος υπερεμάχησεν έως τέλους υπέρ της Ορθοδοξίας και δεν υπέγραψε τον ψευδώνυμον όρον της ενώσεως, ενώ άπαντες σχεδόν οι λοιποί εκάμφθησαν και υπέγραψαν. Τόσον δε εστοίχισεν εις τον Πάπαν η άρνησις του Αγίου να υπογράψη, ώστε εξεφώνησε το ιστορικόν εκείνο: «Μάρκος ουχ υπέγραψε, λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν». Κατ’ αλήθειαν δε ούτως ηκολούθησαν τα πράγματα, διότι όταν επέστρεψαν εις Κωνσταντινούπολιν και εκείνοι, οίτινες είχον υπογράψει, έκλαιον και ωδύροντο και εζήτουν συγχώρησιν λέγοντες· «Είθε να είχε κοπή η δεξιά ημών η ταύτα υπογράψασα». Τελικώς δε και συνοδικώς κατεκρίθη η ψευδοσύνοδος εκείνη υπό της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Οποίους δε αγώνας κατέβαλεν ο θεσπέσιος Μάρκος εκεί εις την Ιταλίαν και πως αντιμετώπισε τον τρομερόν εκείνον χείμαρρον, όστις ολίγον έλειψε να καταπνίξη τον ιερόν χώρον της Ορθοδοξίας και οποία χαρακώματα ανήγειρε μετά ταύτα δια να εξασφαλίση τους κινδυνεύοντας ευσεβείς Ορθοδόξους, περιέγραψαν και εξύμνησαν σοφοί κάλαμοι, ως ο μέγας εκκλησιάρχης Σίλβεστρος ο Συρόπουλος, Θεόδωρος ο Γαζής, Γεννάδιος ο Σχολάριος, Νεκτάριος και Δοσίθεος οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων, Αθανάσιος ο Πάριος και άλλοι παλαιότεροι και νεώτεροι. Περί δε των εν Ιταλία συμβάντων κατά την ψευδοσύνοδον και πως ο Άγιος Μάρκος υπερήσπισε τα δόγματα της Ορθοδοξίας, δια να μη πλατύνεται ενταύθα ο λόγος, γράφομεν αλλαχού ( ), ταύτα δε μόνον προσθέτομεν ενταύθα, ότι εάν και ο Άγιος Μάρκος, όστις ήτο και εκπρόσωπος των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής και έξαρχος της Συνόδου, υπεχώρει εις τους αγρίους φοβερισμούς του μεγάλου χειμάρρου και τας διαφόρους άλλας μεθοδείας αυτού, η Ορθοδοξία ήθελε γίνει σχεδόν αφανής. Αλλά και η αυτοκρατορία όχι μόνον δεν έλαβε καμμίαν βοήθειαν από την δύσιν, ως ο ασύνετος βασιλεύς εφαντάζετο, αλλά μάλιστα και μεγάλην ζημίαν, διότι εδιχάσθησαν οι πιστοί εις ενωτικούς και ανθενωτικούς και μεγάλη μεταξύ τούτων υπήρχε διαμάχη. Εις ταύτην δε την περίστασιν ο μέγας ούτος προστάτης της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Μάρκος, έδειξε τον συνηθισμένον αυτού ζήλον, δια να συνάψη τα διεστώτα μέρη, τα οποία μετά την από της Φλωρεντίας επιστροφήν είχον κακώς και αθλίως έναντι αλλήλων. Διο τούτους μεν ενεθάρρυνε με την ελπίδα των θείων οικτιρμών, οίτινες έκλαιον νυχθημερόν δια την υπογραφήν του λατινισμού, εκείνους δε έφερεν εις αίσθησιν και μετάνοιαν, όσοι ενόμιζον ως αδιάφορον ή ως καλήν την ψυχοφθόρον ένωσιν· έτι δε εδίδασκε τους πολίτας, ίνα μη φέρωνται με σκληρότητα και αποστροφήν προς τους μετανοούντας και προσφεύγοντας εις το έλεος της Εκκλησίας αδελφούς. Ούτω ποιών επανέφερε τους πεπλανημένους, ανώρθωσε τους πεπτωκότας, ήνωσε τα διεστώτα και ησύχασαν αι ταραχαί μεταξύ των ομοφύλων. Καθώς δε ο Απόστολος Παύλος προβλέπων εκ θείου Πνεύματος, ότι εν τη Ρώμη μέλλει ίνα λάβη τον υπέρ Χριστού ποθούμενον αυτού θάνατον, πέμψας από της Μιλήτου εκάλεσεν εις Έφεσον τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, ελθόντων δε αυτών τους παρήγγειλε να προσέχωσι καλώς «εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω» κτλ. Τέλος δε παρέδωκε την επιστασίαν και φροντίδα της Εκκλησίας εις τους πρεσβυτέρους της Εφέσου, ούτω και ο Άγιος Μάρκος, ασθενήσας μικρόν και γνωρίσας ότι απέρχεται του παρόντος βίου, εμήνυσε δι’ επιστολής προς Γεώργιον τον Σχολάριον (μετέπειτα Γεννάδιον) και εδεήθη αυτού, ίνα αντ’ αυτού φροντίζη του λοιπού περί του εκκλησιαστικού δόγματος κατά Λατίνων, και να πολεμή γενναίως υπέρ της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας ως εκείνος επολέμει εναντίον της ψυχοφθόρου ενώσεως, ούσης έτι προσφάτου, εχούσης δε και τινας εκ των άλλοτε ημετέρων βοηθούς· ταύτα και έτι περισσότερα γράψας προς το τέλος εδεήθη αυτού ούτω· «Περί ου φημι αποκριθήτω μοι, ίνα λάβω τελείαν πληροφορίαν, της παρούσης ζωής εξερχόμενος, και μη αηδώς αποβιώσω ως απεγνωκώς την της Εκκλησίας διόρθωσιν». Ω σπλάγχνα! Ω ψυχή όντως θεία και Αποστολική! Ω μέριμνα, κατά Παύλον, πασών των Εκκλησιών! Ο δε Σχολάριος, προθύμως αποδεχθείς την επιταγήν του Αγίου, απεκρίθη με βαθυτάτην μετριοφροσύνην και ευλάβειαν προς αυτόν· ίνα δε μη γραφωμεν αυτολεξεί περιττώς όλην την επιστολήν, αρκεί ίνα γράψωμεν μόνην την υπόσχεσιν, ήτις επί λέξει έχει ούτως: «Ει δε γε, φησί, κρίμασιν οις οίδε Θεός εντεύθεν αποδημήσειαι, προς ον ητοίμασας σεαυτώ τόπον της αναπαύσεως, και δι’ ημετέραν ίσως αναξιότητα, ένθα ει αυτός άξιος, απαθής πληροφορών λέγω σοι ενώπιον του Θεού και των Αγίων Αγγέλων των αοράτως παρισταμένων νυν ημίν, και των παρευρεθέντων ενταύθα πολλών και αξιολόγων ανδρών, ότι έσομαι εγώ αυτός εν τοις τοιούτοις αντί σου, και αντί του σου στόματος, όσα αυτός εσπούδασας και παρεδίδου, στέργω και αυτός και υποστηρίζω και πάσι υποτιθείς (ήτοι διδάσκων) μηδέν ουδ’ όλως των τοιούτων καθυθείς (ήτοι παραβαίνων) το παράπαν, αλλά μέχρι των εσχάτων κινδύνων αίματός τε και θανάτου εγωνιζόμενος. Και ει μικρά πάνυ τυγχάνει η εμή περί τα τοιούτα πείρα και δύναμις, αλλ’ ουν πείθομαι ότι η μεγάλη σου αγιωσύνη αναπληρώσει τα εμά ελλείμματα, και παρών ημίν ενταύθα, τη ενούση σοι περί τα τοιαύτα τελειότητι, και απάρας, ταις σαις προς Θεόν παρρησιάστοις εντεύξεσι». Αλλά τέλος πάντων έφθασε και δια τον Άγιον η ώρα, ίνα αφήση την κοιλάδα ταύτην του κλαυθμώνος και να αναβή εις την ουράνιον κληρουχίαν, δια να λάβη εκεί παρά του αγωνοθέτου Χριστού τας επαξίους αμοιβάς των μυρίων αγώνων του και ασθενήσας ημέρας δέκα τέσσαρας έκειτο εις τον Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως εις την οικίαν του πατρός του. Εδίδασκε δε τους παρόντας Χριστιανούς τα πρέποντα και εξαιρέτως εδίδασκεν, ίνα φεύγωσι πάση δυνάμει την ψυχοφθόρον ένωσιν. Τοιαύτα τινα παραγγείλας, παραινέσας και διδάξας άπαντας να εμμένωσιν εις την καλήν ομολογίαν των Πατέρων, παρέδωκεν εν έτει αυμγ΄ (1443) εν ειρήνη το πνεύμα του εις τον Αρχιποίμενα Ιησούν ο καλός ποιμήν και αυτού του αρχιποίμενος γνήσιος μαθητής, ο Παύλου του θείου μιμητής. Εις την ιεράν ταφήν του μακαρίου τούτου πατρός συνέδραμε πάσα η πόλις, οι τότε παρευρεθέντες Αρχιερείς, άπας των Ιερέων ο χορός, τα πλήθη των Μοναχών, άνδρες ομού και γυναίκες, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά των νεωτέρων, ίνα αξιωθούν της ευλογίας και χάριτος της εκ του πανιέρου και θείου αυτού σώματος εκπεμπομένης. Μετά την πάγκοινον ταύτην εκφοράν, υπό παντός τάγματος προπεμπόμενον και δορυφορούμενον με τους ιερούς και θείους της Εκκλησίας ύμνους, το μεν ιερώτατον αυτού σώμα έφερον εις την Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την οποίαν το πρότερον ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, όπου παρεδόθη εις την γην και ετάφη πλησίον του παραθύρου του Ναού, κατά το κοινόν των σωμάτων, η δε μακαρία του ψυχή, καταλιπούσα τα γήϊνα, απήλθε εις ον επόθει Δεσπότην και δι’ ον τους μακρούς και συνεχείς εκείνους αγώνας και τα παλαίσματα ετέλεσε και συνηριθμήθη με τους Οσίους ο Όσιος· ο δε Θεός ο δοξάζων τους αυτόν αντιδοξάζοντας εδόξασε τον πιστόν αυτού δούλον με άπειρα θαύματα, οι δε συγγενείς αυτού και πας ο λαός αποφάσει συνοδική ετέλουν ετήσιον εορτήν εν τω Γαλατά τη 19 Ιανουαρίου. Δια να μη αφήσωμεν δε παντελώς εστερημένας και αμετόχους της ουρανίου καρυκείας τας φιλοθαυματουργούς ψυχάς, περιγράφομεν ενταύθα και εν εκ των του Αγίου Μάρκου θαυμάτων, το οποίον παραδόξως ετέλεσεν εις το Μεσολόγγιον. Ανήρ τις Δημήτριος Ζουρμπαίος ονομαζόμενος, έντιμος και πολλά πλούσιος, είχεν αδελφήν τινα, ήτις βαρέως ησθένησεν. Όθεν προσκαλέσας άπαντας τους ιατρούς του Μεσολογγίου και δαπανήσας πολλά εις αυτούς ουδεμίαν ωφέλειαν επροξένησαν εις την αδελφήν αυτού, μάλλον δε επί το χείρον ελθούσα αύτη έμεινεν επί τρεις ημέρας άλαλος, αναίσθητος και παντελώς ακίνητος, ώστε και αυτοί οι ιατροί την απεφάσισαν δια θάνατον. Τότε αυτός και οι λοιποί αυτής συγγενείς ητοίμαζον τα προς την κηδείαν της χρειαζόμενα· αλλά παραδόξως ήκουσαν φωνήν και αναστεναγμόν μέγαν εξερχόμενον εξ αυτής και γυρίσασα εις το έμπροσθεν μέρος είπε προς αυτούς: «Διατί δεν με αλλάζετε άλλα φορέματα οπού επνίγην εντός του ύδατος»; Ταύτα ακούσας ο αδελφός αυτής και περιχαρής γενόμενος, οπού ήκουσεν αυτήν ομιλούσαν, έδραμε πλησίον της και ηρώτησεν αυτήν τι έχει και είναι τόσον βρεγμένη, η δε απεκρίθη· «Αρχιερεύς τις ελθών ενταύθα με έλαβεν εκ της χειρός μου και με επήγεν εις μίαν βρύσιν και με έβαλεν εντός της δεξαμενής και αφού με έπλυνεν, είπε προς εμέ: «Ύπαγε τώρα και δεν έχεις ουδεμίαν ασθένειαν». Ο δε αδελφός αυτής πάλιν την ηρώτησε: «Διατί δεν ηρώτησας αυτόν τις ήτο όστις εχάρισε την υγείαν σου»; Η δε είπεν· «Ηρώτησα αυτόν τις είσαι η αγιωσύνη σου; Και μοι είπεν, ότι εγώ ειμί ο της Εφέσου Μητροπολίτης Μάρκος ο Ευγενικός». Λαβόντες δε αυτήν ίνα την αλλάξωσιν, ω του θαύματος! εξεπλάγησαν άπαντες βλέποντες ότι όχι μόνον τα φορέματα αυτής ήσαν βεβρεγμένα, αλλά και ο κράββατος και τα λοιπά στρώματα εις τα οποία εκοίτετο. Και ταύτα ειπούσα ηγέρθη αμέσως της κλίνης, μηδέν λείψανον ασθενείας έχουσα. Μετά δε την θαυματουργίαν ταύτην ζήσασα η ρηθείσα γυνή ευσεβών έτη δέκα πέντε και ποιήσασα εικόνα του Αγίου Μάρκου προς μνήμην του θαύματος προς Κύριον εξεδήμησεν. Αυτός είναι, αδελφοί, ο βίος, οι αγώνες και το τέλος του θεοσόφου κήρυκος και κρατερού παπομάστιγος, ιερού και εν Αγίοις δεδοξασμένου Μάρκου του όντως Ευγενικού και λαμπρού ποιμένος της Εφέσου και κοινού ευεργέτου και φωστήρος όλου του Ορθοδόξου πληρώματος. Τούτον εφοβήθησαν πάντες, εφοβήθη δε ουχί ολιγώτερον και ο αγέρωχος Πάπας Ευγένιος· και μαρτυρεί η του στόματος αυτού αοίδιμος εκείνη απόφασις, την οποίαν με άφραστον λύπην εξεφώνησεν ειπών: «Λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν». Μόνος ούτος ο θαυμάσιος και εις την εν Φερράρα και Φλωρεντία ψευδοσύνοδον εφάνη και πρώτον και μέσον και εν τω τέλει μάχαιρα μεν δίστομος κατά των νόθων και μοχθηρών ζιζανίων, άτινα εφύτρωσαν εις τον ευγενή σπόρον των ιερών δογμάτων της Εκκλησίας, θεοκρότητος δε σάλπιγξ θεολογίας και ποταμός ακένωτος των ευσεβών συγγραμμάτων και όρων των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων και δια της νεκταροβρύτου φωνής του και του γενναίου παραστήματος της ψυχής του τας των συλλογισμών εκείνων σοφισματώδεις στροφάς τε και πλεκτάνας και τρόπους και δόλους και λόγους ως αφρόν τινα ή καπνόν διαλύων επί των περί του καθαρτηρίου διαλέξεων αυτών και περί της τολμηθείσης προσθήκης εις το Άγιον Σύμβολον και τας άλλας πλάνας αυτών. Αλλ’ ω Πατέρων θείον εγκαλλώπισμα, τέμενος των θείων χαρίτων, στόμα των ιερών Θεολόγων, πρόμαχε της Ορθοδόξου πίστεως, υπέρμαχε της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, ζηλωτά θερμότατε της πατροπαραδότου ομολογίας του Αγίου Συμβόλου, καθαιρέτα του παπικού φρυάγματος και ανορθωτά του Ανατολικού φρονήματος, δόξα, καύχημα και στύλε και εδραίωμα της Ανατολικής Εκκλησίας, ίλεως έπιδε εις την εμήν αναξιότητα και δέξαι μου τον ταπεινόν και ευτελή τούτον κόπον και αντάμειψον την προαίρεσιν της αμαρτωλής μου ψυχής με τας πνευματικάς και ουρανίους ευλογίας· διότι γνωρίζεις τον ζήλον και τον πόθον και την ευλάβειαν οπού έχω εις την σην Αγιότητα, δια τους μεγίστους και μυρίους και υπερβολικούς σου αγώνας υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού. Όχι δε μόνον τον ταπεινόν εμέ, αλλά και πάντα ευλαβή σου Χριστανόν Ορθόδοξον αντάμειβε δια των πλουσίων σου δωρεών και χαρισμάτων· και επί πάσιν αξίωσον ημάς ίνα ευαρεστήσωμεν δια μετανοίας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου