Τη Κ΄ (20η) Οκτωβρίου, ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ, ο νέος Ασκητής, ο Πελοποννήσιος, ου το λείψανόν εστιν εν Κεφαλληνία, εν ειρήνη τελειούται.

Γεράσιμος ο λαμπρός και νεοφανής αστήρ της Εκκλησίας του Χριστού, ο λίθος ο αδαμάντινος, εφ’ ου συντρίβονται αι κεφαλαί πάντων των καινοτομούντων και παρεκτρεπομένων εκ της αλανθάστου παραδόσεως της αγιωτάτης και Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, εγεννήθη κατά το έτος αφθ΄ (1509) εις το χωρίον Τρίκαλα Κορινθίας της περιφήμου Πελοποννήσου, εκ της λαμπράς οικογενείας των Νοταράδων.
Και ο μεν πατήρ αυτού εκαλείτο Δημήτριος, η δε μήτηρ του Καλή. Από τούτους λοιπόν γεννηθείς ούτος ο θαυμάσιος, παραδίδεται εξ απαλών ονύχων εις την μάθησιν των ιερών γραμμάτων, και επειδή είχεν ευφυϊαν πνεύματος και προαίρεσιν αγαθωτέραν, εντός ολίγων ετών προήχθη αρκετά εις τα μαθήματα. Ως νουνεχής λοιπόν και φρόνιμος, εκ νεαράς ηλικίας του εδόθη ο Άγιος εις την σπουδήν και ανάγνωσιν της Αγίας Γραφής, εις την οποίαν εύρισκεν αληθείας μονίμους, ωφελίμους και αρκούσας να ευφραίνωσι την ψυχήν του, να τον πληροφορώσι και να του δίδωσι να εννοήση την απάτην και την πλάνην, ήτις ευρίσκεται εις τα κοσμικά και μάταια μαθήματα της λεγομένης ανθρωπίνης σοφίας, και συγχρόνως να καταλάβη καλώς και ορθώς την ματαιότητα και πλάνην του απατηλού και ψευδούς κόσμου τούτου, και δια τούτο να στρέψη και να αφιερώση όλον τον πόθον του και την έφεσίν του εις το μόνον ακρότατον των αγαθών: εις τον Πλάστην δηλαδή και Θεόν του. Ως νουνεχής δε έβλεπεν, ότι δια να επιτύχη τον σκοπόν του τούτον, η πατρίς, η οικογένεια, η λαμπρότης, ο πλούτος, η τιμή των ανθρώπων, ο οργασμός της νεότητος, η ορμή των παθών, όλα ταύτα ήσαν εις αυτόν πολύ ισχυρά εμπόδια. Όθεν φθάσας εις ηλικίαν νόμιμον, με ανδρείαν ψυχής και με γενναιότητα σπανίαν εις τους καιρούς μας, αποστρέφεται τα πάντα, λογίζεται ως σκύβαλα και πλούτον, και δόξαν, και ηδονάς, και γονείς, και συγγενείς, και ως στρουθίον από την παγίδα φεύγει από την πατρίδα του, τα Τρίκαλα, και μεταβαίνει εις την νήσον της Ζακύνθου. Εδώ φαίνεται ο Γεράσιμος μιμητής αληθής του Αβραάμ, όστις δια να υπακούση εις τον Θεόν, όστις είπεν εις αυτόν· «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου» (Γεν. ιβ:1), ανεχώρησεν από την πατρίδα αυτού. Ομοίως και ο Γεράσιμος αφήνει την γην του και την συγγένειαν του, δια να δυνηθή ευκολώτερα να εύρη εκείνον τον οποίον μόνον επόθησε και εις τον οποίον όλαι απέβλεπον αι εφέσεις του, και δια να απολαύση αυτόν ευκολώτερα, εγνώριζεν ότι έπρεπε να αποβάλη και να απορρίψη αφ’ εαυτού πάσαν σχέσιν και αιτίαν σωματικήν, ήτις δι’ αυτού ή δι’ εκείνου του τρόπου θα τον είλκυε και θα τον έσυρε βιαίως εις στοχασμούς σωματικούς και γηϊνους, και ούτω θα τον απεμάκρυνε και θα τον εδυσκόλευεν από την νοεράν μελέτην και αναπτέρωσιν της διανοίας του εις μόνον τον Ποιητήντου Θεόν, όστις δεν κατοικεί εις τας ψυχάς, αίτινες δέχονται στοχασμούς σωματικούς και ματαίους και ακολούθως καθίστανται ανάξιαι δι’ ενοίκησιν της Χάριτός του, ήτις επιζητεί σκεύη καθαρά και αμέτοχα πάσης γηϊνης σχέσεως· επειδή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον μόνον δια τον εαυτόν του, όλα δε τα επίλοιπα τα εχάρισεν εις τον άνθρωπον ως μέσα δια των οποίων θα δυνηθή, εάν λάβη γνώσιν, να τα μεταχειρισθή καλώς και να απολαύση αυτόν τον Ποιητήν του, όστις πρέπει να είναι το σκοπιμώτατον τέλος του ανθρώπου. Ταύτα λοιπόν καλώς συλλογιζόμενος, ως σκεύος εκλογής, ο Γεράσιμος και αναβάσεις εν τη καρδία αυτού θέμενος, αφ’ ου διέτριψεν επί τινα καιρόν εις Ζάκυνθον και ηλευθερώθη δια της σκληραγωγίας και ασκήσεως από πάσαν ενόχλησιν λογισμών πατρίδος, συγγενών, πλούτου και λοιπής σωματικής μερίμνης, και ήρξατο ν’ αναβαίνη την κλίμακα των αρετών, της οποίας πρώτη βαθμίς είναι η απομάκρυνσις από την ιδίαν πατρίδα, ακολούθως δε ηλευθερώθη από τας ισχυροτέρας σχέσεις και αιτίας, αι οποίαι ελκύουσι τον άνθρωπον εις τους στοχασμούς τους κοσμικούς και δεν τον αφήνουσι να μένη ελεύθερος από πάσαν σωματικήν σχέσιν, ώστε να δύναται να ευρίσκηται πάντοτε ηνωμένος νοερώς με τον Θεόν, συλλογιζόμενος καλώς ο Όσιος ούτος, ότι αι παγίδες του κοινού εχθρού διαβόλου είναι πολλαί και πολυποίκιλαι, και μη έχων πεποίθησιν εις τον εαυτόν του, επιθυμεί να εύρη οδηγόν καλόν, όστις να ερμηνεύση εις αυτόν την απλανή οδόν της αρετής, εις την τελειότητα της οποίας μόνον απέβλεπε και εξέτρεχε με όλην του την προθυμίαν. Αναχωρεί λοιπόν από την Ζάκυνθον, και περιέρχεται με πόθον και σκοπόν πνευματικόν, και με κόπον και αγώνας σωματικούς, διαφόρους τόπους και χώρας της Ελλάδος, και φθάνει εις την Θεσσαλίαν, απ’ εκεί δε εις τον Εύξεινον Πόντον, εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την Προποντίδα, εις την Χαλκηδόνα, και εις τους λοιπούς τόπους, όπου ήξευρεν, ότι υπήρξαν και έζησαν άνδρες περιβόητοι εις την αρετήν, και εις την ασκητικήν ζωήν τέλειοι, και διδάσκαλοι πρακτικοί, και έμπειροι της κατά Θεόν πολιτείας και διαγωγής. Αφ’ ου δε συνήγαγεν από έκαστον μέρος, ως φίλεργος και φιλόπονος μέλισσα, το μέλι της θεαρέστου διαγωγής και πολιτείας, αποφασίζει να υπάγη εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, δια να μονάση εκεί ως εις τόπον πνευματικής αναπαύσεως και ειρηνικής καταστάσεως, αλλά και ψυχωφελεστάτης διαγωγής. Πηγαίνει λοιπόν ο Όσιος εις το Άγιον Όρος με σκοπόν να μονάση εκεί· όθεν συναυλιζόμενος και συναναστρεφόμενος μετά των εκεί Πατέρων, και ευρών πολλούς, οι οποίοι ειργάζοντο αληθώς εις τον μυστικόν αμπελώνα του Χριστού και ήσαν ικανοί να οδηγήσωσι και να διδάξωσι και άλλους εις την απλανή οδόν της αρετής, εις την πολιτείαν την φέρουσαν τους εραστάς της αρετής εις την απόκτησιν της τελειότητος αυτής, ων εις ήτο και ο Όσιος ούτος, ωφελήθη μεγάλως εξ αυτών και έτι περισσότερον ήναψεν εις την καρδίαν του ο θείος πόθος της αρετής, αν δε και πριν να λάβη το Αγγελικόν Σχήμα και γίνη μεγαλόσχημος ήτο πεπλουτισμένος με όλας τας αρετάς, αι οποίαι αποτελούσι τον αληθή Μοναχόν, όμως υπήκοος ων εις όλας τας διαταγάς εκείνων, οι οποίοι έλαμψαν ως φωστήρες εις αυτό το Αγγελικόν Σχήμα, αναβιβάζεται και ούτος εις το ύψος του Αγγελικού Σχήματος και τελειώνεται Μεγαλόσχημος. Έπειτα από τούτο, ποίος λόγος δύναται να παραστήση τους αγώνας, τους κόπους και τους μόχθους, τους οποίους προσέθεσεν εις τους προτέρους του ο Όσιος, ήτοι νηστείας, αγρυπνίας, δάκρυα, προσευχάς, ύψωσιν του νοός εις τον Θεόν, αφιέρωσιν εαυτού παντελή εις τον Θεόν και αποξένωσιν ολοτελή εκ του κόσμου και εκ των εν τω κόσμω απάντων; Έκαστος εννοεί ευκόλως, ότι αφ’ ου έλαβε το Αγγελικόν Σχήμα, ουχί μόνον μετεχειρίζετο όλον τον πόθον του και την δύναμιν εις όλας τας άνωθι σωματικάς και πρακτικάς αρετάς και απέρριπτεν αφ’ εαυτού και απεμάκρυνε πάντα γήϊνον στοχασμόν και φροντίδα, αλλ’ επομένως επτερώθη, ως άλλος αετός υψιπέτης, και φανταζόμενος μόνα και μόνα τα ουράνια αγαθά και νοερώς απολαμβάνων εις την ψυχήν του την ηδονήν και χαράν αυτών, έζη ως Άγγελος σαρκοφόρος, ως άνθρωπος ουράνιος και θησαυροφυλάκιον των Χαρίτων και δωρεών του Αγίου Πνεύματος, της αγάπης δηλαδή, της πραότητος, της ταπεινοφροσύνης, της ειρήνης, της συμπαθείας και των λοιπών, και ως πύργος στερεός και ακλόνητος εις όλας τας προσβολάς και τους πειρασμούς του αοράτου εχθρού διαβόλου, ο οποίος έβλεπεν, ότι ούτος ο φθαρτός και γήϊνος μέλλει να πετασθή και να λάβη εις την ουράνιον μακαριότητα τον τόπον και τον βαθμόν από τον οποίον εκείνος εκρημνίσθη δια την υπερηφάνειάν του και την υψηλοφροσύνην του. Αφ’ ου λοιπόν διέτριψεν ο Άγιος αρκετόν καιρόν εις το αγιώνυμον όρος του Άθω και απέβη όντως σκεύος εκλεκτόν της θείας Χάριτος και πρότυπον εντελέστατον της κατά Χριστόν πολιτείας και διαγωγής, ανάπτεται όλος από τον θεϊκόν έρωτα και μη αρκούμενος εις μόνην την νοεράν θεωρίαν του μόνου από αυτόν αγαπωμένου Ιησού Χριστού, αποφασίζει να υπάγη να προσκυνήση, να ίδη και να απολαύση αισθητώς εκείνους τους Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ, εις τους οποίους ενηργήθη το μέγα όντως Μυστήριον της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους, δια της ενσάρκου οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού. Αφ’ ου δε κατευωδώθη εις εκείνους τους Αγίους Τόπους, έκαστος δύναται να εννοήση με πόσην ευλάβειαν και πόθον προσεκύνησε και απήλαυσεν αυτούς, και από πόσης και οποίας πνευματικής ευφροσύνης και αγαλλιάσεως επληρώθη η ψυχή του Αγίου, όταν έβλεπεν αισθητώς και εψηλάφει πραγματικώς τους τόπους, εις τους οποίους ο έρως της ψυχής του, ο Ιησούς Χριστός, κατεδέχθη σωματικώς να γεννηθή, να ανατραφή, να πάθη, να σταυρωθή, να αναστηθή και να εκτελέση τα λοιπά υπερφυή και φρικτά της ενσάρκου οικονομίας Του μυστήρια. Εκείθεν πάλιν όλος πρόθυμος και με έρωτα θείον και ακόρεστον, ούτος ο αληθής των αρετών εραστής Γεράσιμος υπάγει εις το Σίναιον όρος, όπου ενηργήθησαν εκείνα τα θεάρεστα, τα οποία η Αγία Γραφή διηγείται, και εκείθεν μεταβαίνει εις Αντιόχειαν και Δαμασκόν και ακολούθως εις όλην σχεδόν την Αίγυπτον και την Λιβύην, και περιέρχεται σχεδόν όλην την Ανατολήν, ζητών πανταχού και συνάγων τα άνθη της αρετής, νομίζων πάντοτε τον εαυτόν του ατελή και αρχάριον. Ας μη φανή δε παράδοξον εις τινα, εάν ο Όσιος Πατήρ ημών Γεράσιμος περιήλθε και περιηγήθη τόσους τόπους, καθώς φανερώνει η ιστορία του, διότι τοιούτος θεοφόρος και θεόληπτος άνθρωπος, όστις έλεγεν ακαταπαύστως και νοερώς προς τον Θεόν μετά του Δαβίδ «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου» (Ψαλμ. ριη: 105) δεν ήτο δυνατόν, λέγω, να περιήρχετο ως πεπλανημένος και ακατάστατος άνθρωπος, αλλά εποίησε τούτο και περιήρχετο κατά νεύσιν θείαν βέβαια και βούλησιν· και από άλλους μεν ωφελείτο και προεβιβάζετο εις την τελειότητα της αρετής, και άλλους πάλιν ωφέλει αυτός ο μακάριος και τους έβαλλεν εις τον δρόμον της αρετής, καθώς και άλλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας περιήλθον ούτω δια να ίδωσι και μάθωσι πολλάς και διαφόρους πολιτείας Μοναχών και ερημιτών, και αποκτήσωσιν ακριβώς και εντελώς την της Μοναχικής πολιτείας τελειότητα. Έπειτα λοιπόν από τοιαύτην κοπιαστικήν κατά τους καιρούς εκείνους οδοιπορίαν και πνευματικήν καρποφορίαν, επιστρέφει πάλιν ο Άγιος εις Ιεροσόλυμα, και φλεγόμενος πάντοτε από τον έρωτα προς τον γλυκύτατόν του Ιησούν Χριστόν, και θέλων να έχη ακαταπαύστως αιτίαν αισθητήν εις ανάμνησιν άπαυστον αυτού του αγαπητού του Δεσπότου και να εντρυφά νοερώς και να απολαμβάνη αυτόν, όστις ήτο το μόνον αντικείμενον όλων του των επιθυμιών και εφέσεων, ηθέλησε να υπηρετήση εις αυτόν τον ζωοδόχον και ζωοπάροχον Τάφον του Κυρίου μας ως κανδηλανάπτης επί εν έτος ολόκληρον. Εδώ λοιπόν μετά ταύτα ως κατηρτισμένος και τετελειωμένος εις την αρετήν ο θείος Γεράσιμος, και από την θείαν Χάριν ηγιασμένος και εις το Σχήμα το Αγγελικόν περιβόητος, λαμπρύνεται πρεπόντως από το Πνεύμα το Άγιον και με τον υψηλόν και υπέρτιμον χαρακτήρα της Ιερωσύνης, ως σκεύος εξαίρετον εκλογής, εις διακονίαν τοσούτον φρικτήν και ουράνιον, δια να προσφέρη αμέσως και πλησιέστερον εις τον Θεόν την αναίμακτον θυσίαν και τας θερμάς του ευχάς, θυσιάζων καθαρώς και αξίως εκείνον όστις δι’ αγάπην κατεδέξατο να θυσιασθή δια την του πλάσματος αυτού ζωήν και σωτηρίαν. Όθεν χειροτονείται από τον τότε μακαριώτατον Πατριάρχην των Ιεροσολύμων Γερμανόν βαθμηδόν και κανονικώς Ιερεύς, και συγκατοικεί με τον αυτόν Πατριάρχην δώδεκα έτη ολόκληρα, υπηρετών με την προσήκουσαν ζέσιν και με την αξιοπρεπή της αρετής προκοπήν και επίδοσιν. Περιττόν δε είναι να παραστήσωμεν με λόγια, ότι μετά το αξίωμα της Ιερωσύνης, το οποίον έλαβεν ο Όσιος, προσέθετο κόπους και σκληραγωγίαν εις τας σκληραγωγίας, διότι αναβάσεις εν τη καρδία αυτού καθ’ εκάστην διατιθέμενος, έπρεπε βέβαια να αγωνίζεται όσον το δυνατόν περισσότερον, ίνα φθάση ασφαλώς και κατευοδωθή εις τον γαληνόν λιμένα της απαθείας, εις τον οποίον απέβλεπον όλοι οι σκοποί και κόποι εκ νεαράς του ηλικίας· διότι εγίνωσκεν, ότι αφ’ ου φθάση εις αυτόν, έμελλε να απολαύση και προλαβόντως εις ταύτην την φθαρτήν και πρόσκαιρον ζωήν πολύ μέρος εξ εκείνης της αρρήτου και ανεκλαλήτου αγαλλιάσεως, η οποία είναι ητοιμασμένη εις τους αληθείς εργάτας της αρετής και εις όσους υπηρέτησαν πιστά και με ταπείνωσιν εις τον μυστικόν αμπελώνα του Χριστού από την πρώτην ώραν της ημέρας, χωρίς να φθονήσωσι τους μετά ταύτα ελθόντας. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος ο Άγιος και αγωνιζόμενος αόκνως και ακολουθών κατά πάντα τον θείον Απόστολον Παύλον, όστις γράφει εις την προς Φιλιππησίους· «Αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι· εν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ: 13-14), δεν εθεώρει τους παρελθόντας κόπους και μόχθους του δια την αρετήν, αλλά εγίνωσκεν, ότι όσοι τρέχουσιν εις το στάδιον δια να φθάσωσιν εις τον σκοπόν και να λάβωσι το βραβείον, δεν θεωρούσιν οπίσω των δια να ίδωσι πόσον διάστημα διέτρεξαν, αλλά θεωρούσι πάντοτε εις τα έμπροσθέν των, και τόσον προθυμότεροι γίνονται, όσον βλέπουσιν ότι πλησιάζουσιν εκεί όπου κείται το βραβείον· και λοιπόν έλαβε πόθον ο Άγιος να υπάγη από τα Ιεροσόλυμα και εις τον Ιορδάνην ποταμόν, δια να προσκυνήση και εκεί. Όθεν με την άδειαν του Πατριάρχου και Γέροντός του απήλθε και διέτριψεν εκεί ημέρας ικανάς, και εξιστόρησε και απήλαυσεν εκείνους τους πέριξ τόπους του Ιορδάνου, όπου ηγωνίσθησαν και έλαμψαν τόσοι θεοφόροι Πατέρες ημών, οι οποίοι και μετήλθον και εδίδαξαν εντελώς την ισάγγελον πολιτείαν και ασκητικήν ζωήν. Εκεί ευρισκόμενος ο μακάριος Γεράσιμος ηξιώθη, καθώς και τινες άλλοι Άγιοι, του θεοδωρήτου χαρίσματος της τεσσαρακονθημέρου νηστείας, ήτοι να μείνη χωρίς φαγητόν και χωρίς ποτόν τεσσαράκοντα ολοκλήρους ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, και με τούτο να θαυμασθή και ούτος και να φανερωθή καθ’ ολοκληρίαν πρότυπον εντελέστατον της κατά Χριστόν τελειοτάτης πολιτείας και κατοικητήριον προσφυέστατον της θείας Χάριτος, να δείξη δε και ούτος ο νεοφανής της Εκκλησίας μας φωστήρ, ότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός, και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ:8), έτι δε ότι η θεία Χάρις δίδεται και τώρα και πάντοτε, εις όσους με πίστιν ειλικρινή και άδολον και με ταπείνωσιν πνεύματος την ζητήσωσι, καθώς πρέπει, και ακολουθήσωσι πιστώς τας εντολάς του Θεού, διότι είναι αψευδής η επαγγελία του Κυρίου η λέγουσα· «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη: 20). Δεν πταίουσιν λοιπόν οι καιροί και οι αιώνες, εις τους οποίους ζώμεν, αλλ’ η κακή μας προαίρεσις, η ολίγη μας πίστις εις αυτόν και η αγνωσία μας, διότι προκρίνομεν τα φθαρτά και πρόσκαιρα και απατηλά αγαθά του κόσμου τούτου, από τα άφθαρτα και αιώνια, διότι είμεθα προσηλωμένοι όλως εις ταύτα, τα οποία μας κεντώσι μόνον τας αισθήσεις, τα δε ουράνια, τα νοητά και τα αιώνια ουδόλως ενθυμούμεθα, ουδόλως τα φανταζόμεθα, και εις τοιούτου είδους ψυχάς και καρδίας θεία Χάρις δεν δύναται να κατοικήση, καθώς είπε και ο Θεός εις τον Νώε· «Ου μη καταμείνη το πνεύμα μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα, δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. στ:3), και όπου δεν ευρίσκεται θεία Χάρις, εκεί βέβαια αρετή αληθώς δεν δύναται να κατορθωθή, καθώς ο ίδιος λέγει· «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωαν. ιε:5)· αλλά ούτος και εζήτησε με όλον τον πόθον και με όλην την ζέσιν της ψυχής του τον Θεόν, και εξεπλήρωσεν αόκνως και με σταθερότητα την θείαν του θέλησιν, και με την αληθή και πρέπουσαν εις ένα πλάσμα ταπείνωσιν ψυχής και καρδίας εζήτησε την θείαν του Χάριν, και δια τούτο ηξιώθη να δοξασθη από αυτόν, και να χαριτωθή με τας δωρεάς και τα χαρίσματα τα λαμπρότερα και μεγαλύτερα από την αυτήν Χάριν του Θεού, και να πιστωθή εις αυτόν η αψευδής υπόσχεσις του Δεσπότου Χριστού όστις είπεν· «Ο πιστεύων εις εμέ τα έργα α εγω ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. ιδ: 12). Έρχεται μετά ταύτα λοιπόν πάλιν ο θείος ούτος Πατήρ εις τα Ιεροσόλυμα, ως Άγγελος σαρκοφόρος και ουράνιος άνθρωπος, και μετ’ ολίγον καιρόν, κινούμενος βέβαια από την ενοικούσαν εις αυτόν θείαν Χάριν, η οποία, κατά τας εντολάς του Κυρίου, τον είχε διωρισμένον δια να τον χαρίση ως ουράνιον δώρον και ως θησαυρόν ασύλητον και προστάτην εις την νήσον της Κεφαλληνίας, ζητεί συγχώρησιν και άδειαν από τον Πατριάρχην και Γέροντά του, τον μακαριώτατον Γερμανόν, όστις εγνώρισεν εντελώς και εννόησε τον βαθμόν της αρετής και της αγιότητος του Οσίου τούτου, και ήτο πεπληροφορημένος, διότι όλα του τα κινήματα και οι στοχασμοί εις μόνον τον Θεόν απέβλεπον και από τον Θεόν διηυθύνοντο, και του έδωκεν ελευθερίαν και άδειαν να πορευθή όπου η θεία Χάρις τον οδηγήση και τον έχη διωρισμένον, δια να ωφεληθώσι και άλλοι από αυτόν. Από τα Ιεροσόλυμα λοιπόν ο Όσιος μεταβαίνει εις Κρήτην, και αφ’ ου ανεπαύθη εκεί ολίγον καιρόν έρχεται πάλιν εις την Ζάκυνθον, και αναβαίνων εις τα βουνά εκείνης της νήσου, τα οποία είναι κατά το μέρος της δύσεως, ευρίσκει εκεί πλησίον εις την θάλασσαν σπήλαιον, εις τόπον κρημνώδη και πολύ δύσβατον, εις το οποίον έμεινε πέντε έτη· ίστατο δε εκεί ασκητεύων και την αρετήν προθύμως και αόκνως εργαζόμενος, και μόνος μόνω τω Θεώ νοερώς προσομιλών και συνευρισκόμενος. Η αγριότης της σκληράς εκείνης και δυσβάτου τοποθεσίας, ήτις έως της σήμερον διατηρεί το όνομα του Αγίου, δίδει εις πάντα να εννοήση εμπράκτως, χωρίς να εξηγηθή με λόγια, οποία ήτο η ισάγγελος και η υπεράνθρωπος ζωή και πολιτεία του Οσίου τούτου. Εις όλον λοιπόν το διάστημα των πέντε ετών, τα οποία διήλθεν εις εκείνο το σπήλαιον, δεν ήτο άλλο η τροφή του ειμή μόνον κολοκύνθη βρασμένη χωρίς άλας και όσπρια βεβρεγμένα εις το ύδωρ· διήλθε δε τοιαύτην σκληραγωγίαν, κατά μίμησιν προκρίτων τινών και παλαιών της Εκκλησίας μας Αγίων, και μάλιστα του Οσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, χωρίς να μεταχειρισθή εις το φαγητόν του τελείως άρτον εις διάστημα ετών ολοκλήρων τριάκοντα, και τούτο μέρος μεν προ της οικοδομής της σεβασμίας Μονής του εις την νήσον Κεφαλληνίας, μέρος δε πρότερον, εις τον καιρόν της διατριβής του εις άλλους τόπους, και μέρος μετά ταύτα. Πόσην δε έκπληξιν στοχάζεσθε να προυξένει εις όλους η ισάγγελος πολιτεία του Αγίου και η περίφημος φήμη του; Πόσην πνευματικήν ευφροσύνην και πόσην ψυχικήν ωφέλειαν εις πολλούς; Αυτός όμως ως δοχείον σεπτόν του Αγίου Πνεύματος και καθαρόν κατοικητήριον της θείας Χάριτος είχε μεθ’ εαυτού αχώριστον σύντροφον την αρετήν, και καλά ερριζωμένην εις την ψυχήν του την υψοποιόν ταπείνωσιν, ήτις είναι ο μόνος και αληθής φύλαξ αυτής της αρετής, και αυτή μόνη δύναται να προσάγη το πλάσμα εις τον Πλάστην του. Δια τούτο και ο Άγιος, γνωρίζων τας πολυποικίλους παγίδας του διαβόλου και θέλων να αποφύγη τα νοήματα της οιήσεως, απεφάσισε να αναχωρήση και εκείθεν. Εις ταύτην δε την εποχήν της υπέρ άνθρωπον ζωής και πολιτείας του Αγίου φθάσαντες, ευλογημένοι Χριστιανοί, πρέπει βέβαια και να θαυμάσωμεν την πρόνοιαν του Θεού, και συγχρόνως χρεωστικώς να δοξάσωμεν και να ευχαριστήσωμεν την άκραν του ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν εις ημάς, διότι είχε διωρισμένον και έστειλεν εις την Κεφαλληνίαν  ένα τοιούτον θεόληπτον και θεοφόρον άνδρα, δια να πλουτίση αυτήν με τας χάριτας των αρετών του και να την ευεργετήση με τας δωρεάς των θαυμάτων του, και δια να τον αποκτήση αύτη παντοτεινόν προστάτην και μεσίτην προς την εαυτού άκραν ευσπλαγχνίαν. Αναχωρήσας λοιπόν και από την Ζάκυνθον ο Άγιος έρχεται τέλος εις την νήσον Κεφαλληνίαν, εις την οποίαν ηυδόκησεν ο πανάγαθος Θεός να εγκατασταθή και ταμιευθή δια παντός και να γίνη προστάτης φύλαξ και φρουρός αυτής ετοιμότατος και σωστικός αντιλήπτωρ. Φθάσας λοιπόν εις την Κεφαλληνίαν, εξέλεξε δια κατοίκησίν του μικρόν σπήλαιον εις τόπον τινά επάνωθεν της χώρας του Αργοστολίου, καλούμενον κοινώς Σπήλια, καθώς ονομάζεται και το εκεί πλησίον έως του νυν ευρισκόμενον χωρίον. Εις τα Σπήλια κατώκησεν ο Άγιος μήνας ένδεκα, το σπήλαιον δε τούτο διατηρείται μέχρι της σήμερον και φυλάττει όλα τα σημεία της εις αυτό κατοικήσεως του Αγίου, εις αυτό δε ύστερον οι Χριστιανοί, εις δόξαν του αυτού Αγίου και δια την προς αυτόν ευλάβειαν, προς το βόρειον μέρος του αυτού σπηλαίου, ίδρυσαν Ναϋδριον, και προς το νότιον μέρος φαίνεται η στρωμνή του Αγίου, πεπαλαιωμένη εις την πέτραν, και άλλα σημεία της κατοικήσεώς του. εις το Ναϋδριον αυτό και εις το σπήλαιον συνάγονται αρκετοί Χριστιανοί άνδρες και γυναίκες και εορτάζουσι την πανήγυριν του Αγίου δις του έτους, αλλά και από καιρού εις καιρόν προσέρχονται διάφοροι Χριστιανοί εντόπιοι και ξένοι εις προσκύνησιν, και ούτω διασώζεται σταθερά και ζωντανή η μνήμη της διατριβής του Αγίου εις εκείνο το σπήλαιον. Επειδή δε ο τόπος αυτός ευρίσκεται, ως είπομεν, εις την χώραν του Αργοστολίου, και η θαυμασία και υπέρ άνθρωπον ζωή και μεγάλη αρετή του Αγίου δεν ηδύνατο να μείνη κεκρυμμένη δια πολύν καιρόν, δια τούτο διεδόθη ταχέως η φήμη του και συνέτρεχον εις αυτόν πολλοί άνδρες τε και γυναίκες· όθεν είδεν ο Άγιος ότι ήτο αδύνατον εις αυτόν να απολαμβάνη εις τον τόπον εκείνον την ποθουμένην του ησυχίαν, και επομένως να συνευρίσκηται και να συνομιλή νοερώς με τον ποθούμενόν του Χριστόν, να χαίρη πνευματικώς και να ευφραίνηται η ψυχή του την άρρητον εκείνην και ανεκλάλητον χαράν, την οποίαν έμελλε να απολαύση πραγματικώς εις την υπερκόσμιον και αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών· όθεν εμελέτησε να αναχωρήση εκείθεν και να ερευνήση να εύρη τόπον ήσυχον και ατάραχον κατά την έφεσίν του· ο δε Κύριος, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν, ωκονόμησε την εκπλήρωσιν της κατά Θεόν επιθυμίας του, και ακούσατε τον τρόπον της μεταβάσεως του Αγίου εις την περιοχήν την λεγομένην των Ομαλών. Κατ’ αρχαίαν παράδοσιν σταθεράν και αναμφίβολον, μεταδοθείσαν διαδοχικώς και εις ημάς, ο τόπος εκείνος εις τον οποίον ευρίσκεται την σήμερον η οικοδομή του Μοναστηρίου του Αγίου Γερασίμου, ήτοι τα Ομαλά, ήτο άγριος και ακαλλιέργητος, και όλη αυτή η τοποθεσία και τα πέριξ ήσαν δάσος, άντικρυ δε αυτού εις υψηλοτέραν τοποθεσίαν ήτο το χωρίον το λεγόμενον Βαλσαμάτα, το οποίον και μέχρι σήμερον διατηρείται με το αυτό όνομα. Εις αυτό λοιπόν το χωρίον ήτο Ιερομόναχος τις ονόματι Γεώργιος ο Βάλσαμος, όστις είχε δύο αδελφάς παρθένους, αι οποίαι διήρχοντο ζωήν καλογηρικήν. Είχε δε αυτός ο Ιερομόναχος και Εκκλησίαν εις το άνωθεν χωρίον, εις την οποίαν εφημέρευε και εδούλευε τον Θεόν έχων μεθ’ εαυτού τας αδελφάς του. Εκείθεν εφαίνετο καθαρά ο τόπος εις τον οποίον, ως είπομεν, είναι τώρα το Μοναστήριον του Αγίου. Εν μια λοιπόν των νυκτών, εν ω επήγαινεν εις την Εκκλησίαν του ο ρηθείς Ιερομόναχος Γεώργιος δια την Ακολουθίαν του Όρθρου, είδε φως εις τον ρηθέντα λόγγον. Κατά πρώτην φοράν λοιπόν και δευτέραν δε  επρόσεξεν εις το φαινόμενον τούτο· αλλ’ αφ’ ου ηκολούθησε να το ίδη πολλάκις, τότε εξ ανάγκης ήλθεν εις περιέργειαν να υπάγη την ημέραν, δια να ερευνήση εις τον αυτόν λόγγον και να ιδή τι ηδύνατο να εύρη ή να ιδή περί τούτου του φαινομένου. Μετέβη λοιπόν και ηρεύνησεν εις την τοποθεσίαν εις την οποίαν την σήμερον είναι η παλαιά εν τω Μοναστηρίω του Αγίου Εκκλησία, η τιμωμένη εις το όνομα της Κοιμήσεως της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ένθα είναι και ο τάφος του Αγίου, και επάνωθεν του τάφου είναι η σορός, η περικλείουσα το άγιον και θαυματουργόν αυτού λείψανον· και εύρεν εκεί ο αυτός Ιερομόναχος Γεώργιος εντός κρύπτης τινός μίαν αγίαν Εικόνα της Δεσποίνης ημών Υπεραγίας Θεοτόκου. Μετά την εύρεσιν της αγίας ταύτης Εικόνος ο αυτός Ιερομόναχος ωκοδόμησεν ως ηδυνήθη μικράν Εκκλησίαν εις τον τόπον αυτόν, όπου ευρέθη η αγία Εικών και εφημέρευεν εις αυτήν ο ίδιος. Κατέβησαν δε από το άνωθεν χωρίον Βαλσαμάτα και αι αδελφαί του, αίτινες ησκήτευον εις αυτό το Εκκλησίδιον, χωρίς να εννοούν ακόμη αι ευλογημέναι γυναίκες, ούτε άλλος τις, ότι τούτο εστάθη έργον υπερφυές και θαύμα της θείας Χάριτος, το οποίον προεμήνυε και προητοίμαζε τον τόπον δια τον Γεράσιμον, τον παρ’ αυτής διορισθέντα προστάτην  της νήσου Κεφαλληνίας, όστις εκεί έμελλε να εκπληρώση την κατάπαυσιν της αποδημίας του και εκείθεν έμελλε να πετασθή και να πορευθή εις τον ποθούμενόν του γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν και εις τας αιωνίους αναπαύσεις της Βασιλείας των ουρανών, την οποίαν εκ νεαράς του ηλικίας μόνην επεπόθει και δια την οποίαν υπέφερε γενναίως και σταθερώς τόσους κόπους και μόχθους εις ταύτην την φθαρτήν και πρόσκαιρον ζωήν, και ότι τέλος εκείνος ήτο ο τόπος, ο διωρισμένος παρά της θείας Προνοίας και αγαθότητος, εις τον οποίον έμελλε να ταμιευθή και να διατηρηθή το άγιον λείψανόν του ως θησαυρός αδαπάνητος των δωρεών του Θεού, εις τους μετά πίστεως ειλικρινούς προστρέχοντας εις αυτό. Διεδόθη λοιπόν η φήμη του συμβεβηκότος τούτου, περί της ευρέσεως δηλαδή της άνωθι αγίας Εικόνος εις όλην την νήσον. Όθεν συνέτρεχον πολλοί από όλα σχεδόν τα μέρη της, άλλοι μεν από περιέργειαν κινούμενοι και άλλοι από ευλάβειαν δια να προσκυνήσωσι την αγίαν Εικόνα, η οποία με τοιούτον παράδοξον τρόπον εφανερώθη. Ήκουσε δε το συμβάν τούτο και ο Όσιος, εκεί όπου είπομεν ότι ησκήτευεν εις το σπήλαιον, και κινούμενος βέβαια από την θείαν Χάριν, ήτις, ως ένοικος εις αυτόν, τον ωδήγει εις παν κίνημα, απεφάσισε να υπάγη και αυτός δια να ίδη και να ερευνήση, εάν ηδύνατο να εύρη τόπον ήσυχον και ατάραχον κατά την επιθυμίαν του, δια να λατρεύη μόνος τον Θεόν, επειδή εις τα Σπήλια όπου έμενε, εννόησε με την δοκιμήν, ότι δεν ηδύνατο να απολαμβάνη αυτήν την ησυχίαν, όντος του τόπου εκείνου, ως είπομεν, πλησίον εις την χώραν. Φθάσαντος λοιπόν του Αγίου εις τον τόπον, εις τον οποίον ευρέθη η ρηθείσα αγία Εικών, αι προαναφερθείσαι αδελφαί του Ιερομονάχου, ευθύς ως είδον το αγγελικόν και σεβάσμιον πρόσωπον και σχήμα του και ήκουσαν τα γλυκύρροα λόγια του, εννόησαν ευθύς, ότι αυτός ήτο άνθρωπος θεοφόρος και σκεύος της θείας Χάριτος. Όθεν με όλον τον πόθον και ζέσιν της ψυχής των λέγουσι προς τον Άγιον· «Ελθέ, δούλε του Θεού, να μονάσης εις τούτον τον τόπον και ημείς να σε κάμωμεν Πνευματικόν πατέρα μας και να σου υποτασσώμεθα ως τέκνα ευπειθέστατα εφ’ όρου ζωής μας, και ούτω και ημείς αι ταλαίπωροι να οδηγηθώμεν δια μέσου σου και να εύρωμεν την απλανή οδόν της σωτηρίας, και η οσιότης σου να απολαμβάνης την ποθουμένην εις σε ησυχίαν». Ο Άγιος είπε προς αυτάς· «Και πως να έλθω; Μήπως ο αδελφός σας ο Ιερομόναχος με θέλει»; Αυταί πάλιν του λέγουσιν· «Αυτός σε θέλει, και θέλει μείνει ευχαριστημένος εις τούτο». Και λοιπόν λέγει πάλιν ο Άγιος εις αυτάς· «Εάν ο αδελφός σας με θέλη τη αληθεία, ας βεβαιώση τούτο εγγράφως, και εγώ τότε να έλθω εδώ να κατοικήσω και να καλλιεργήσω τον τόπον και να κάμω όσον περισσότερον καλόν δυνηθώ». Αυταί λοιπόν με προθυμίαν φανερώνουσι τον σκοπόν του Αγίου εις τον αδελφόν των Ιερομόναχον, και τον παρακινούσι θερμώς να παραιτήση εγγράφως την τοποθεσίαν αυτήν «και τον λόγγον εις τον παπάν Γεράσιμον τον ξένον», ούτως έλεγεν αυτολεξεί το προαναφερθέν μεταβιβαστικόν έγγραφον σωζόμενον με το βρεβίον του αυτού Μοναστηρίου, δια να τον κυριεύη και εξουσιάζη και να τον καλλιεργήση όπως καλύτερα του φανή, και μετά τον θάνατόν του να τον διορίση κατά την αρέσκειάν του. εγκατασταθείς ο Άγιος εις τον τόπον εκείνον, ήρχισε να καθαρίζη αυτόν, να φυτεύη δένδρα, ελαίας και αμπελώνα, έως ότου έφθασεν εις το σύνορον, πέραν του οποίου ήτο αγρός του προαναφερθέντος Ιερομονάχου Γεωργίου, εκεί δε έσκαψεν ιδιοχείρως, καθώς έχομεν παράδοσιν σταθεράν, και το πηγάδιον, το οποίον έως της σήμερον ευρίσκεται εκεί και διατηρεί το όνομά του, και με όλον ότι εις όλην την περιοχήν των Ομαλών δεν ευρίσκεται πηγάδιον αναβρυτικόν, διότι η τοποθεσία αύτη δεν το επιτρέπει, αυτό όμως το πηγάδιον αενάως πηγάζει ύδωρ πλουσιοπάροχον, και δεν μένει ποτέ χωρίς ύδωρ, εις καιρόν μάλιστα ανομβρίας, όταν μένωσιν εστερημένα από νερόν τα άλλα μέρη της αυτής περιοχής των Ομαλών, το πηγάδιον αυτό του Αγίου χορηγεί πλουσιοπαρόχως ύδωρ και δια τους ανθρώπους της αυτής περιοχής και δι’ όλα τα ζώα των, το οποίον συνέβη όχι ολίγας φοράς, καθώς είναι πασίδηλον και ομολογούμενον από όλους κοινώς. Εις αυτό το πηγάδιον προσέτι ακολουθεί και άλλο θαυμάσιον, το οποίον υπερβαίνει πάντα λόγον φυσικόν, και όπερ είδομεν και ημείς οφθαλμοφανώς και πολλοί πολλάκις το είδον και το ομολογούσι φανερά και κοινώς, καθ’ ότι, εν ω θέτουσιν οι βαστάζοντες Ιερείς την σορόν μετά του αγίου λειψάνου δια να γίνη η συνήθης αίτησις εις την λιτανείαν, την οποίαν ανέκαθεν κάμνουσιν εις τας δύο εορτάς του Αγίου, το ύδωρ αναβαίνει έως του χείλους του αυτού πηγαδίου και όταν αίρωσιν εκείθεν το άγιον λείψανον καταβαίνει το ύδωρ εις την συνηθισμένην του θέσιν· πολλοί όμως προφθάνουσι και λαμβάνουσιν ύδωρ ή εις αγγείον, ή με τας χείρας, ή βρέχουσι κανέν μανδήλιον, και το συμβεβηκός τούτο κρατείται ως αναμφίβολον από όλους, και διότι έγινε πολλάκις, ως είπομεν, και διότι βλέπεται ευθύς από πολλούς. Τούτο το θαύμα δεν συμβαίνει, ως είπομεν, πάντοτε και δια τούτο αμφιβάλλουσι πολλοί, και λέγουσι· «Πως δεν το είδα και εγώ, εν ω επήγα επί τούτω πλησίον εις το πηγάδιον, κατά την στιγμήν της λιτής και της εναποθέσεως του αγίου λειψάνου επάνω εις το πηγάδιον»; Και άλλος του αποκρίνεται· «Δια την απιστίαν τινών, ως συ, οίτινες περιεργάζεσθε την πίστιν, η θεία Πρόνοια, δι’ όσους λόγους αυτή μόνη γνωρίζη, δεν συγχωρεί να ακολουθή αυτό πάντοτε, αλλ’ όχι και διότι δεν το είδες συ και οι όμοιοί σου, έπεται ότι δεν συμβαίνει». Όμως «Μηδείς εισέλθη πειράζων την πίστιν την αμώμητον», ως λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ημείς ομιλούμεν με τους πιστούς, και ακολουθούμεν τον λόγον του θείου Παύλου· «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς, ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τίτ. γ: 10-11)· όθεν αφήνοντες και ημείς τους τοιούτους, επαναλαμβάνομεν την διήγησίν μας. Αφού λοιπόν ήρχισε τοιουτοτρόπως και προεχώρει εις την καλλιέργησιν της αγρίας και ακάρπου εκείνης τοποθεσίας, ο μισόκαλος διάβολος, εξ εικασίας ίσως, φοβούμενος το αποβησόμενον, και ότι εκείνος ο τόπος με το μέσον του Αγίου έμελλε να γίνη εις ολίγον καιρόν τόπος ιερός και άγιος, εις τον οποίον να δοξολογήται αξίως και ακαταπαύστως ο Ύψιστος Θεός και να ευαρεστήσωσιν εις τον Θεόν και να σωθώσι πολλαί ψυχαί, έτριζε τους οδόντας του κατά του Αγίου· αλλ’ επειδή δεν ηδύνατο κατ’ ευθείαν να πλησιάση εις αυτόν και να τον ενοχλήση, διότι ο Όσιος με την προς τον Θεόν ήδη ευάρεστον πολιτείαν και διαγωγήν του ήτο όλος πλήρης θείας Χάριτος και κατεστημένος έμψυχον δοχείον του Αγίου Πνεύματος, δια τούτο σπείρει ζιζάνια και ζηλοτυπίαν εις τον προρρηθέντα Ιερομόναχον Γεώργιον, όστις, αφ’ ου είδε τον τόπον αυτόν ούτω καλλιεργημένον και καρποφορούντα, μετενόησεν ότι τον εχάρισεν εις τον Άγιον, ερεθιζόμενος εις τούτο και από τους άλλους χωρικούς και γείτονας, εκ συνεργείας βέβαια του μισοκάλου, δια να εμποδίση το μέλλον πνευματικόν αγαθόν και δια να λυπήση και τον Άγιον· όθεν όλοι οι γείτονες, και εξόχως ο ρηθείς Ιερομόναχος, εκίνησαν πολλούς πειρασμούς και ενοχλήσεις εναντίον του Αγίου. Ο μακάριος όμως Γεράσιμος, ως έμπειρος εις τας μηχανάς του διαβόλου, γνωρίζων, ότι όλα ταύτα προήρχοντο από την συνέργειαν και παρακίνησιν του μισοκάλου αυτού, δια να εμποδίση το πνευματικόν καλόν, το οποίον έβλεπεν ότι έμελλε να κατορθωθή, δεν εταράχθη παντελώς, μήτε ημέλησε την θεάρεστον εργασίαν του, αλλά νοερώς προσευχόμενος έλεγε προς τον Θεόν· «Συ, Κύριε, ο κατευθύνας με και οδηγήσας με εις τον τόπον τούτον, εάν η εργασία μου αύτη είναι αρεστή εις σε, συ ηξεύρεις και δύνασαι να διασκεδάσης πάσας τας μηχανάς του μισοκάλου και να ευοδώσης εις τέλος αγαθόν ταύτην την εργασίαν μου, εάν είναι δια δόξαν και υμνωδίαν της παντοδυναμίας σου και εις ωφέλειαν ψυχικήν του πλησίον μου». Ούτω λοιπόν ο Άγιος εξακολουθών την εργασίαν του με πραότητα και ησυχίαν του πνεύματός του, και όλος αφιερωμένος εις τον Θεόν, τον γινώσκοντα και δυνάμενον τα πάντα, ενίκησε τον πειράζοντα, διότι με το να ήλθον εις αίσθησιν ο τε Ιερομόναχος Γεώργιος και οι λοιποί χωρικοί, πληροφορηθέντες δια την αγιότητα του Οσίου και δια την Χάριν του Θεού, ήτις εις αυτόν κατώκει, ουχί μόνον άφησαν αυτόν εις το εξής αυτεξούσιον εις τον τόπον και ανενόχλητον και ήσυχον, αλλά προσέπεσαν και εις τους πόδας του και κλαίοντες θερμώς εζήτησαν από αυτόν συγχώρησιν δια το σφάλμα των, υποσχόμενοι σταθερώς όχι μόνον να μη του δώσουν εις το εξής την παραμικράν ενόχλησιν, αλλά και να βοηθήσωσιν έκαστος κατά το δυνατόν του εις την θεάρεστον αυτήν εργασσίαν, την οποίαν επεχειρίσθη να κάμη. Ο δε Άγιος, με την χριστομίμητον αυτού πραότητα και ανεξικακίαν, ήγειρεν αυτούς με μεγάλην ιλαρότητα και αγαλλίασιν πνευματικήν και ηυλόγησεν αυτούς, και εσυγχώρησε και ενουθέτησε τα δέοντα, και απέλυσεν αυτούς εν ειρήνη. Μετά ταύτα λοιπόν ο μέγιστος ούτος εις την αρετήν και περιβόητος εις τα κατορθώματα, αφ’ ου κατεμάρανε τελείως με την σκληραγωγίαν και επίμονον άσκησιν το φρόνημα της σαρκός και εθανάτωσε γενναίως τα πάθη παντελώς, και αφού εστόλισεν ωραιότατα την ψυχήν του με τα άνθη όλων των αρετών, και την ελάμπρυνε με το κάλλος της θείας Χάριτος, τότε ενεδύθη την λαμπράν της απαθείας στολήν, και απέκτησε την πνευματικήν διάκρισιν, οδηγούμενος από την ταπεινοφροσύνην, η οποία είναι ο μόνος και ασφαλής διατηρητής της αρετής. Βεβαίως δια να φθάση εις τον γαληνόν και ατάραχον αυτόν λιμένα της απαθείας υπέφερε τόσους πειρασμούς και υπερέβη τόσους σκοπέλους, τα οποία όμως όλα αντιπαρήλθε δια της Χάριτος του Θεού, την οποίαν δια την αγαθήν του προαίρεσιν και τους αόκνους κόπους του έλαβεν εγκάτοικον εις την ψυχήν του, και δεν εγνώριζε πλέον καμμίαν διαφοράν εις το ιδικόν του ή εις το ξένον, εις τον πιστόν ή εις τον άπιστον, εις τον δούλον ή εις τον ελεύθερον, εις το άρρεν ή εις το θήλυ, κατά τον θεοφόρον Μάξιμον· «Ο τέλειος εν αγάπη και εις άκρον απαθείας ελθών, ουκ επίσταται διαφοράν ιδίου και αλλοτρίου ή πιστού και απίστου ή δούλου και ελευθέρου, ή όλως άρσενος και θηλείας, αλλ’ ανώτερος της των παθών τυραννίδος γενόμενος και εις την μίαν φύσιν των ανθρώπων αποβλέπων, πάντας εξ ίσου θεωρεί και προς πάντας ίσος διάκειται· ουκ έστι γαρ αυτώ «Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. γ: 28), αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Αφ’ ου έφθασεν ο Όσιος εις τοιούτον βαθμόν αγιότητος, του έδωκεν η θεία Χάρις να εννοήση, ότι έπρεπε δια μέσου του να ωφεληθώσι και άλλοι και ότι δεν έπρεπε να μένη κεκλεισμένος τόσος πλούτος αρετών, τον οποίον ως καλός έμπορος και οικονόμος πιστός εθησαύρισεν εις την ψυχήν του, αλλ’ ότι ήτο δίκαιον να ανοιχθή εν τοιούτον ψυχοσωτήριον θησαυροφυλάκιον, δια να πλουτισθώσι και άλλοι και να ωφεληθώσι πνευματικώς, και ούτω και αυτός να απολαύση πλουσιοπάροχον την αντιμισθίαν του πολλαπλασιάσαντος τα πέντε τάλαντα. Πεισθείς λοιπόν ο θείος Γεράσιμος εις τας κρυφιομύστους αποφάσεις της θείας Προνοίας, και όλος πεπληροφορημένος, ότι ήτο θέλημα του Κυρίου ο τόπος εκείνος να μετασκευασθή εις Μοναστήριον προς δόξαν και υμνωδίαν Θεού και εις πνευματικήν καρποφορίαν και ωφέλειαν πολλών ψυχών, ανεκαίνισε κατ’ αρχάς το μικρόν εκείνο Εκκλησίδιον, το οποίον είπομεν, ότι είχεν οδρύσει εκεί ο ρηθείς Ιερομόναχος Γεώργιος, και ήγειρεν εκ βάθρων την Εκκλησίαν εις το σχήμα, καθώς την σήμερον φαίνεται και τον Ιερόν αυτόν Ναόν αφιέρωσεν εις την εορτήν της Κοιμήσεως της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Μετά δε ταύτα ωκοδόμησε και κελλία διάφορα και περίφραγμα εις αυτά, και Μοναστήριον τέλειον κατέστησε, με όλα τα αναγκαία προς σωματικήν παραμυθίαν, επωνόμασε δε τούτο «Νέαν Ιερουσαλήμ». Επειδή δε και εις το μεταξύ τούτων η τοσαύτη αρετή του Αγίου δεν ηδύνατο πλέον να μένη κεκρυμμένη αλλά διεδόθη εις όλην την νήσον, έτρεχον καθ’ ημέραν εις αυτόν πάσης ηλικίας και γένους και καταστάσεως άνθρωποι, τους οποίους χριστομομήτως εδέχετο και όλοι ανεχώρουν από αυτόν γέμοντες από ψυχικήν ωφέλειαν και πνευματικήν αγαλλίασιν, την οποίαν απελάμβανον και από την αγγελικήν θεωρίαν του και από την μελίρρυτον διδασκαλίαν του και από την ουράνιον διαγωγήν του. επειδή εβιάσθη λοιπόν, υποτάσσεται εις την προθυμίαν και έφεσιν των προστρεξάντων και παρακαλεσάντων αυτόν θερμώς, και με την αιτίαν των δύο Μοναζουσών, τας οποίας ανεφέραμεν ότι ήσαν αδελφαί του Ιερομονάχου Γεωργίου, δέχεται και άλλας, και έγινεν ο αριθμός των Μοναστριών του εικοσιπέντε, αι οποίαι έχαιρον πνευματικώς και ηυχαρίστουν ολοψύχως την θείαν ευσπλαγχνίαν, η οποία επρομήθευσεν εις αυτάς ένα τοιούτον πνευματικόν Πατέρα και πρακτικόν διδάσκαλον της κατά Χριστόν πολιτείας και της τελειότητος του μοναχικού επαγγέλματος. Δεν έπαυε λοιπόν ο Όσιος από του να επαγρυπνή δια το λογικόν ποίμνιόν του, το οποίον η θεία Πρόνοια ενεπιστεύθη εις αυτόν. Τας εδίδασκε λοιπόν καθ’ εκάστην, οτέ μεν ερμηνεύων εις αυτάς και διδάσκων να φυλάττωσι, να γνωρίζωσι και να φεύγωσι τας πανουργίας και τους δόλους του κοινού εχθρού διαβόλου, όστις φθονεί πολύ περισσότερον βλέπων αυτάς με αυτό το Αγγελικόν Σχήμα, του οποίου, εάν φυλάξωσι τα καθήκοντα, γίνονται κληρονόμοι των αιωνίων αγαθών, από τα οποία αυτός εξέπεσε και εκρημνίσθη δια την υπερηφάνειάν του, οτέ δε δεικνύων εις αυτάς την αληθινήν οδόν, η οποία ηδύνατο να τας φέρη εις τον Παράδεισον, τον οποίον ίνα κερδήσωσιν απεφάσισαν να παραιτήσωσι τα μάταια και φθαρτά αγαθά, τα οποία έταξεν εις αυτάς ο μάταιος και απατεών κόσμος ούτος, και να εισέλθωσιν εις τον γλυκύν και ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, του αληθινού Νυμφίου των ψυχών. Και πότε τας εδίδασκε τους βαθμούς της αρετής και πως προκόπτουσι βαθμηδόν οι αληθινοί εργάται της αρετής, η οποία δεν αποκτάται παρά με την αγάπην την ειλικρινή και αληθινήν προς τον Θεόν και τον πλησίον, με την πραότητα του πνεύματος, με τους κόπους τους σωματικούς, τα οποία είναι τα μέσα με τα οποία αποκτώνται αι πνευματικαί αρεταί. Ταύτα καθ’ εκάστην εδίδασκεν ο Άγιος εκείνα τα πνευματικά τέκνα του και τα εδίδασκε πολύ περισσότερον με το ίδιόν του παράδειγμα το πρακτικόν, με την ισάγγελον δηλαδή πολιτείαν και διαγωγήν του, η οποία είναι η αληθινή διδασκαλία, διότι είναι αισθητή και εντυπώνεται πολύ καλλίτερα και βαθύτερα από τους λόγους, και έχει και πολύ περισσοτέραν την δύναμιν δια να παρακινή εις την αρετήν τους βλέποντας και όχι τους ακούοντας, διότι οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ώτων. Η τοιαύτη ουράνιος πολιτεία του θείου τούτου Πατρός τον ανέδειξεν άξιον να έχη πολλήν την παρρησίαν εις τον Θεόν, και να λάβη την Χάριν των θαυμάτων. Εξαιρέτως δε να κατασταθή πηγή ακένωτος ιαμάτων παντοδαπών και βοηθός εις τας θλίψεις, και πρέσβυς θερμότατος εις τους θερμώς αυτόν  επικαλουμένους και εις όσους με πίστιν ειλικρινή εις αυτόν προστρέχουσι, καθώς φαίνεται από τα ολίγα τα οποία απαραιτήτως πρέπει να διηγηθώμεν, δια να μη στερήσωμεν τους Χριστιανούς και τους μεταγενεστέρους από την γνώρισίν των. Έπασχεν η νήσος Κεφαλληνία εις τον καιρόν που έζη ακόμη ο Άγιος από μεγάλην ανομβρίαν. Το κακόν τούτο εις εκείνους τους καιρούς ήτο πολύ μέγα και ολέθριον, διότι τότε ήσαν ολίγα αμπέλια και σταφίδες, και όλον σχεδόν το εισόδημα της νήσου συνίστατο εις τα διάφορα είδη των γεννημάτων και σπαρτών. Βλέποντες οι κάτοικοι το κακόν το οποίον τους ηπείλει, προστρέχουσιν εις τον Θεόν με δεήσεις και λιτανείας, αλλά ο καιρός παρήρχετο και το κακόν ηπείλει παντελή αφανισμόν εις τα σπαρτά. Νεύει τότε η άκρα ευσπλαγχνία του Θεού και δια να θεραπεύση το μέγα κακόν, και δια να φανερώση την αρετήν και παρρησίαν, την οποίαν ο θείος Γεράσιμος με την πιστήν εργασίαν απέκτησεν εις αυτόν, και όλοι εκ συμφώνου γωνάζουσιν ότι εάν δεν προστρέξωσιν εις τον Όσιον Γεράσιμον και εάν αυτός δεν παρακαλέση τον Θεόν, δεν γίνεται καμμία θεραπεία εις το κακόν αυτό. Τρέχουσι λοιπόν, ως εξ ενός, από διάφορα μέρη της νήσου εις τον Όσιον, όστις ήτο η μόνη ελπίς, η οποία έμεινεν εις αυτούς, δια να τους ελευθερώση· του διηγούνται την συμφοράν, του παριστάνουσι με δάκρυα την κατάστασιν των καρπών της γης, και τον παρακαλούσι θερμώς να μη τους εγκαταλείψη, αλλά να μεσιτεύση δι’ αυτούς εις τον δυνάμενον να θεραπεύση εκείνην την φοβεράν πληγήν. Τους δέχεται ο Άγιος με ιλαρότητα, τους συμπονεί, λυπείται η ψυχή του αληθώς, εννοεί και αυτός το βάρος της πληγής· αλλ’ όμως η άκρα του ταπείνωσις τον βιάζει να συστέλληται, να ονομάζη τον εαυτόν του αμαρτωλόν και ανάξιον εις το να παρρησιασθή εις τον Θεόν και να του ζητήση τοιαύτην χάριν, γινώσκων, κατά τον θείον Μάξιμον, «ότι ου μικρός ο αγών κενοδοξίας απαλλαγήναι». Αλλά η παραίτησίς του και η ταπείνωσίς του αυξάνουσι την θερμότητα και την ελπίδα του λαού, και δια να συντέμνω τον λόγον, πείθεται ο Άγιος, γονατίζει, δακρύζει, παρακαλεί πιστώς και θερμώς τον Πλάστην να ελεήση το πλάσμα του, τον ουράνιον Πατέρα να παραβλέψη τα σφάλματα των τέκνων του, παρακαλεί τον πλουσιόδωρον να ανοίξη την πηγήν των δωρεών και να ελεήση τον λαόν του. Και πράγματι εισακούει ο Θεός την προσευχήν του δούλου του, λαμβάνει πέρας το ζήτημά του, γίνεται εις όλους φανερά και αναμφίβολος η προς Θεόν παρρησία του Οσίου Γερασίμου και εχορτάσθη η διψασμένη η γη, εψυχαγωγήθησαν τα σπαρτά, παρηγορήθη ο λυπημένος λαός, εδόξασαν ολοψύχως την ευσπλαγχνίαν του Θεού, ηυχαρίστησαν χρεωστικώς τον Άγιον και επέστρεψεν έκαστος εις την οικίαν του, ευφραινόμενος και κηρύττων μεγαλοφώνως την αγιότητα και την προς τον Θεόν παρρησίαν του Αγίου τούτου. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος ο Άγιος και ουράνιον ζωήν μετερχόμενος κατέστη επομένως και άμισθος ιατρός εις τους ασθενείς και σοφώτατος ιατρός και διδάσκαλος εις όσους έπασχον ασθενείας σωματικάς, ή συμφοράς και θλίψεις κοσμικάς, ή αμαρτίας και πάθη ψυχικά, οι οποίοι προσέτρεχον εις αυτόν, και όλοι ανεχώρουν τεθεραπευμένοι και παρηγορημένοι· και βέβαια ο Άγιος ούτος εφάνη, ότι επέμφθη από την θείαν ευσπλαγχνίαν επί τούτω εις την νήσον Κεφαλληνίαν ως δώρον ουράνιον και θησαυροφυλάκιον των ευεργεσιών της θείας ευσπλαγχνίας· εξαιρέτως δε κατ’ εξοχήν έλαβε και εξακολουθεί να φανερώνη μεγάλην εξουσίαν κατά δαιμόνων, τους οποίους και ζων και μετά θάνατον μαστίζει αοράτως και αποδιώκει θαυμασίως από τους πάσχοντας εξ αυτών. Επειδή όμως έφθασε τέλος και ο καιρός να αφήση ταύτην την πρόσκαιρον ζωήν ο Όσιος και να διέλθη εις την αιώνιον και απέραντον, δια να απολαμβάνη καθαρώτερα και περισσότερον πλησίον εκείνου τον οποίον εκ νεότητος μόνον ολοψύχως ηγάπησε και επόθησε, και δια την απόκτησιν του οποίου ηγωνίσθη τόσον πολύ και με τόσην επιμονήν αόκνως και σταθερώς, και έδειξε τόσην ανδρείαν εις όλους τους πολέμους και τας εναντιότητας, τας οποίας βέβαια εδοκίμασεν από τους τρεις αγρίους και σκληρούς εχθρούς των ανθρώπων, ήτοι την σάρκα, τον κόσμον και τον διάβολον, και εις καιρούς εστερημένους από παραδείγματα μιάς ισαγγέλου και υπερανθρώπου ζωής εκείνος ηξιώθη τοιαύτης και έλαβε χάριν και δύναμιν από τον Θεόν να εξισωθή και να φθάση εις τα χαρίσματα και εις τας δωρεάς του Θεού τους προκρίτους και θαυμαστούς Αγίους της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, ευρισκόμενος εις την ηλικίαν εβδομήκοντα ετών και ολίγον τι περισσότερον, έλαβε θείαν αποκάλυψιν, ότι έφθασεν ο καιρός της αποδημίας του. Ευχαριστήσας όθεν ταπεινώς και ευγνωμόνως τον Ποιητήν του, διότι τον ηξίωσε δια της Χάριτός του να διέλθη το διάστημα της προσκαίρου ταύτης ζωής του κατά το θείον Του θέλημα, κράζει με την συνηθισμένην του πραότητα και ιλαρότητα, ως πατήρ φιλόστοργος και ποιμήν πιστός και καλός, τα πνευματικά και περιπόθητα τέκνα του, και φανερώνει εις αυτά ότι έφθασεν ο καιρός της αποδημίας του και να μη ταραχθώσι ούτε να λυπηθώσι δια τοιούτον μήνυμα, αλλάμάλιστα να χαρώσι, διότι αυτός θέλει τας επισκέπτεσθαι και θέλει φροντίζει δι’ αυτάς καλλίτερα, αφού υπάγη να παρασταθή πλησιέστερον εις τον ποιητήν και πλάστην του Θεόν εις την ουράνιόν του Βασιλείαν, από όσον έκαμεν εις αυτάς ευρισκόμενος πλησίον των εδώ κάτω εις την γην. Έπειτα τας ενουθέτησε να ενθυμώνται πάντοτε καλώς τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσαν εις τον ουράνιον Νυμφίον των Ιησούν Χριστόν, όταν ενεδύθησαν το Αγγελικόν Σχήμα· να γυμνωθώσιν από πάσαν σχέσιν και προσπάθειαν του φθαρτού και ματαίου τούτου κόσμου και να κρατώσιν εις αυτόν μόνον προσηλωμένον όλον τον πόθον των, όλην την έφεσιν των και όλην την αγάπην των και να φυλάττωσιν απαράτρεπτον και ασάλευτον τον κανόνα και τύπον της μοναδικής πολιτείας, τον οποίον παρέδωκεν εις αυτάς. Τας ενουθέτησεν επίσης να φυλάττωσι περισσότερον παντός άλλου την αγάπην και την ομόνοιαν μεταξύ των. Να ενθυμώνται και να έχωσι προ οφθαλμών των πάντοτε την άκραν ταπείνωσιν και ανεξικακίαν του ουρανίου Νυμφίου των Ιησού Χριστού, όστις Θεός ων εταπείνωσεν εαυτόν τόσον, δια την αγάπην και ευσπλαγχνίαν του προς ημάς τα πλάσματά του, ώστε να καταδεχθή να υποφέρη τοιούτου είδους θάνατον άτιμον και βασανιστικόν. Να νομίζωσι τον εαυτόν των έως εσχάτης αναπνοής των αμαρτωλόν και να ονομάζωνται πάντοτε ανάξιοι δούλοι του Ιησού και Νυμφίου των. Τέλος, εάν η θεία Χάρις τας αξιώση να κατορθώσωσι και κανέν έργον θεάρεστον και καμμίαν αρετήν, ταύτην να την αποδίδωσιν όλην εις την Χάριν του Θεού και εις την ευσπλαγχνίαν του, η οποία έδωκεν εις αυτάς την δύναμιν να την κατορθώσωσι, και ουχί ποτέ εις τον εαυτόν των, επειδή τα κακά και αι αμαρτίαι είναι του ανθρώπου, αλλά τα αγαθά και αι αρεταί προέρχονται και χαρίζονται δωρεάν από μόνον τον Θεόν, καθώς ο ίδιος λέγει· «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωαν. ιε: 5). Με ταύτα λοιπόν και έτερα παρηγορήσας ο Άγιος τα πνευματικά του τέκνα και στηρίξας και ευλογήσας αυτάς, παραδίδει ιλαρώς και ευφραινόμενος την μακαρίαν ψυχήν του εις τας χείρας του Ποιητού και Πλάστου του, τον οποίον τόσον θερμώς εξ απαλών ονύχων ηγάπησε, και τόσον πιστώς και επιμόνως ειργάσθη εις όλην του την ζωήν, ως δούλος αγαθός και πιστός, όθεν ήκουσε και την ευκταίαν φωνήν· «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ… είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε:21). Από τα εβδομήκοντα δε έτη και ολίγον τι περισσότερον, τα οποία έζησεν εις ταύτην την φθαρτήν ζωήν ο Άγιος, δεκαεννέα μετρούνται τα της διατριβής και κατοικήσεώς του εις την σεβασμίαν Μονήν του, την οποίαν εκ βάθρων ανήγειρε και συνέστησε και ως πατρικήν κληρονομίαν εις τα πνευματικά του τέκνα και τας κατά καιρόν ασκουμένας εις αυτήν παρήτησεν εις άπαντα τον καιρόν, καθώς η διαθήκη του φανερώνει καταλεπτώς. Έγινε δε η μακαρία του κοίμησις εις τα χίλια πεντακόσια εβδομήκοντα εννέα έτη (1579) μετά την ένσαρκον οικονομίαν, εις τας ιε΄ (15) του Αυγούστου μηνός. Επειδή δε εις αυτήν την ημέραν εορτάζεται η σεβασμία μετάστασις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, δια τούτο η με της θείας του κοιμήσεως ακολουθία ψάλλεται την ιστ΄ (16ην) του αυτού μηνός η δε της ανακομιδής του χαριτοβρύτου λειψάνου του γενομένη κατά το έτος χίλια πεντακόσια ογδοήκοντα εν (1581) από τον πατριαρχικόν Έξαρχον του τότε διευθύνοντος τον αποστολικόν της Κωνσταντινουπόλεως θρόνον Αγιωτάτου Πατριάρχου Ιερεμίου ψάλλεται την κ΄ (20ήν) Οκτωβρίου· αλλ’ επειδή πολλοί από τους εναντίους, κινούμενοι προς κατηγορίαν της αμώμου Εκκλησίας ημών, ελάλουν ασέβειαν, δια τούτο κατά προσταγήν του μακαρίου Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Γαβριήλ ενεταφιάσθη πάλιν το άγιον λείψανον και έμεινεν εις την γην έως της κεκανομισμένης διορίας, την οποίαν απεφάσισεν ο προειρημένος Άγιος Φιλαδελφείας, ήτοι άλλους οκτώ μήνας. Έγινε δε τότε πάλιν και Δευτέρα ανακομιδή, και εκβάλλουσι το άγιον λείψανον, το οποίον προς αισχύνην των εναντίων και καύχημα των Ορθοδόξων όχι μόνον ευρέθη πάλιν σώον και ακέραιον ομού με τα ιερά, με τα οποία ενεταφιάσθη και πνέον ευωδίαν άρρητον και θαυμάσιον, και φέρον εν εαυτώ όλα τα αισθητά σημεία της αγιότητος και της εις αυτό θείας Χάριτος, αλλά και σημεία και θαύματα πολλά ετέλεσε και πάντοτε θαυματουργεί εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας εις αυτό προστρέχοντας, διότι ήτο αδύνατον να μείνη κεκρυμμένη η τόσον μεγάλη αρετή του Αγίου και η αγιότης αυτού, ως και η ενέργεια της Χάριτος, ήτις κατώκει αξίως εις αυτόν. Έμεινε δε το άγιον λείψανον τεθαμμένον υπό την γην συνολικώς χρόνους δύο και μήνας οκτώ. Τα δε θαύματα του αγίου τούτου λειψάνου, τα οποία μετά ταύτα έγιναν και αενάως εξακολουθούσι να γίνωνται εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας και ευλαβώς επικαλουμένους την βοήθειαν του Αγίου, ποία γλώσσα δύναται να τα διηγηθή ή ποίος κάλαμος είναι αρκετός να τα περιγράψη; Ποίος προσέτρεξεν εις την χάριν και αντίληψιν του Αγίου μετά της προσηκούσης πίστεως και ευλαβείας, και δεν ευηργετήθη από τούτον τον θεοστήρικτον και νεοφανή θεοδώρητον της Εκκλησίας μας φωστήρα; Ποίος δεν έγινε θεατής εις πολλά από τα θαύματά του; Ποίος  δεν εγνώρισε και δεν ομολογεί ασφαλέστατα δούλον γνήσιον του Χριστού και δοχείον πανθαύμαστον των δωρεών και Χαρίτων του Παναγίου Πνεύματος τον θεοφόρον Γεράσιμον; Ποίος δύναται, νουν έχων, να αρνηθή την προστασίαν του και αντίληψίν του, ,άλιστα εις την νήσον της Κεφαλληνίας, την οποίαν και ζων έτι και μετά την πανοσίαν αυτού κοίμησιν προφανώς διετήρησεν ανεπηρέαστον κατά τον καιρόν της δουλείας του Ελληνικού Έθνους και κατά τον καιρόν του πολέμου των Ενετών με τους Αγαρηνούς και από την φοβεράν ανομβρίαν, πολλάκις δε και πάντοτε εις έκαστον κίνδυνον και κάθε περίστασιν θλιβεράν φανερώνεται προστάτης θερμότατος και αντιλήπτωρ ισχυρότατος και Πατήρ φιλοστοργότατος. Από όλους πιστεύεται και κηρύττεται, ότι η αντίληψις του θείου Γερασίμου εφύλαξε την νήσον Κεφαλληνίαν με σημεία προφανή από την φθοράν του θανατικού και εις τα χίλια επτακόσια εξήκοντα (1760) μετά Χριστόν, όταν το κακόν εκείνο ηπείλει αξιοδάκρυτον φθοράν και αφανισμόν· αλλά και κατά το έτος χίλια οκτακόσια δέκα εξ (1816) εάν είχε λείψει του Αγίου η προστασία και αντίληψις έμελλε να κινδυνεύση όλη η νήσος· επειδή άνθρωποι μεμολυσμένοι από την ασθένειαν του λοιμού, και άλλοι οι οποίοι συνανεστράφησαν με τους μεμολυσμένους, διεσπάρησαν, αγνοούντες το πάθος, εις διάφορα χωρία και εις τας πόλεις της νήσου Κεφαλληνίας, καθώς είναι εις όλους γνωστόν, και όμως, Χάριτι του Αγίου Θεού, δια πρεσβειών βέβαια του προστάτου ημών θείου Γερασίμου, δεν μετεδόθη το κακόν εις άλλο μέρος, δεν εμολύνθη άλλος ουδείς, αλλ’ έμεινε το κακόν εις μόνον τον τόπον και το χωρίον, όπου κατ’ αρχάς εξεδηλώθη. Ημείς λοιπόν παραλείποντες τα αναρίθμητα θαύματα, τα οποία ετέλεσεν ο Άγιος, θέλομεν αναφέρει μόνον ολίγα τινά από όσα αυνέβησαν, τα οποία συνελέξαμεν από ακριβή και αλάνθαστα υπομνήματα και από αυτόπτας αξιοπίστους και εκτός πάσης υποψίας ανθρώπους, τούτο δε εις δόξαν πρωτίστως του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού Θεού και εξ ευγνωμοσύνης προς τον Άγιον, αλλά και δια να μη σιωπήσωμεν την αλήθειαν και στερήσωμεν τους μεταγενεστέρους από την τούτων γνώρισιν· τέλος δε εις δόξαν και καύχημα της Ορθοδόξου ημών και αμώμου Ανατολικής Εκκλησίας, εις την οποίαν η θεία Πρόνοια, η τα πάντα πανσόφως διοικούσα και οικονομούσα, ηυδόκησε να ανατείλη, ως θεοδώρητος λαμπρότατος αστήρ, εις τους εσχάτους τούτους εστερημένους από τόσον ύψος αρετής καιρούς, ο θείος Γεράσιμος, δια να είναι ως λίθος προσκόμματος εις τους απειθείς και αντιλέγοντας, και εξ εναντίας ως αείφωτος αστήρ και θέσις ασάλευτος και στήριγμα εις τους ευσεβείς και ευπειθείς Χριστιανούς, με το να ηξιώθη να εξισωθή εις την κατά Θεόν ευάρεστον πολιτείαν του προς τους παλαιούς και θαυμαστούς Αγίους της Εκκλησίας μας και να δοξασθή ομοίως με εκείνους. Επειδή, ως είπομεν, η θεία Χάρις, η αξίως ενοικήσασα εις τον Όσιον τούτον, τον κατέστησε και τον απέδειξε προφανέστατα θησαυροφυλάκιον δωρεών και ευεργεσιών, εις το οποίον προσέτρεχον οι ασθενείς και ιατρεύοντο, οι δαιμονιζόμενοι και εθεραπεύοντο, δια τούτο το σεπτόν αυτού και γλυκύτατον όνομα ήτο και είναι εις όλην την νήσον και ψυχαγωγία και παρηγορία και σωτηρία και ασφαλές καταφύγιον. Ολίγον καιρόν λοιπόν έπειτα από την κοίμησιν του Αγίου ήλθεν εις το Μοναστήριον γυνή τις βασανιζομένη από ακάθαρτον πνεύμα, χάριν θεραπείας· εκεί δε ευρισκομένη και προσπίπτουσα καθ’ εκάστην εις τον τάφον του Αγίου και ζητούσα θερμώς, ίνα δια των ευπαρρησιάστων αυτού δεήσεων λάβη την ελευθερίαν από το ακάθαρτον πνεύμα, το οποίον βαρέως την εβασάνιζε, τόσον εταράχθη μίαν των νυκτών από τον μισάνθρωπον δαίμονα, ώστε συρομένη και φερομένη βιαίως από την κίνησιν του πονηρού εκείνου πνεύματος, το οποίον εζήτει την απώλειάν της, εκρημνίσθη η ταλαίπωρος από αυτό μέσα εις το πηγάδιον, το οποίον εισέτι ευρίσκεται εκεί εις την εσωτερικήν αυλήν του Μοναστηρίου. Αλλ’ ο Άγιος, ως συμπαθής και φιλόστοργος, επρόφθασε με την ταχείαν του βοήθειαν και δεν άφησε να υπερισχύση η επιβουλή του χαιρεκάκου δαίμονος· αλλά την αυτήν στιγμήν, κατά την οποίαν έρριψεν ο δυσμενής εις το πηγάδιον εκείνην την αθλίαν, ακούουσιν όλαι συγχρόνως αι Μοναχαί την γλυκυτάτην και συνηθισμένην εις αυτάς φωνήν του Αγίου, όστις εφώναζε προς αυτάς· «Προφθάσατε γρήγορα, διότι η δαιμονισμένη ευρίσκεται εις έσχατον κίνδυνον και χρειάζεται βοήθειαν». Εξυπνούσιν όλαι αι Μοναχαί με προθυμίαν και τρέχουσιν ομού με φώτα και ερευνώσαι πανταχού επιμελώς και ζητούσαι την τάλαιναν εκείνην και μη ευρίσκουσαι αυτήν εις κανέν μέρος, κατά νεύσιν βέβαια του Αγίου, κύπτουσιν εις το ρηθέν πηγάδιον, και ω του θαύματος! βλέπουσι την γυναίκα, η οποία εστέκετο επάνω εις το νερόν, ως να εβαστάζετο από τινα, και εφώναζε προς αυτάς· «Ρίψατέ μου σχοινίον να εξέλθω». Της ρίπτουσι λοιπόν σχοινίον και αφ’ ου εξήλθε κλαίουσα, όχι πλέον από πόνον, αλλά από χαράν και αγαλλίασιν και ευχαριστίαν προς τον ελευθερωτήν της, λέγει προς τας Μοναχάς, αι οποίαι, κλαίουσαι και αυταί ομοίως, την εκύκλωσαν όλαι έκθαμβοι και την ηρώτων, πως έπεσεν εις το πηγάδιον και πως διεσώθη αβλαβής χωρίς να βυθισθή εις το ύδωρ. Εκείνη δε χαίρουσα και ευφραινομένη είπε προς αυτάς· «Εγώ, κυρίαι μου Μητέρες, ότι έπεσα εις το πηγάδι εκ συνεργείας του δαίμονος, όστις με έσπρωξεν εκεί μέσα, εύκολα το εννοείτε· αλλ’ ευθύς ως έπεσον μέσα, είδον οφθαλμοφανώς ένα Μοναχόν, όστις με ήρπασε και με εκράτει επάνω εις το ύδωρ, και μου είπε· «μη φοβείσαι, δεν θα πάθης κακόν, και ηλευθερώθης από το ακάθαρτον πνεύμα». Ταύτα δε έλεγεν εις εμέ, έως την στιγμήν κατά την οποίαν μου ερρίψατε το σχοινίον και εξήλθον». Έτρεξαν λοιπόν ευθύς μετά ταύτα αι Μοναχαί και η θεραπευθείσα γυνή εις την Εκκλησίαν, εις τον τάφον του Αγίου, και με δάκρυα αγαλλιάσεως και ευγνωμοσύνης απέδωκαν την ευχαριστίαν εις τον Θεόν και εις τον θεράποντα αυτού Γεράσιμον. Από όλους κηρύττεται δε και αναμφιβόλως πιστεύεται, ότι η προς Θεόν παρρησία και προστασία του Αγίου τούτου διεφύλαξε και ζώντος αυτού, και μετά θάνατον, από πολλούς κινδύνους και περιστάσεις θλιβεράς την νήσον Κεφαλληνίαν, εις την οποίαν φαίνεται καθαρά, ότιεχαρίσθη ο Άγιος από την θείαν ευσπλαγχνίαν, ως δώρον ουράνιον και ως εις από εκείνους τους άνδρας, τους οποίους η θεία Πρόνοια έχει διωρισμένους δια σωτηρίαν των πολλών. Μία από τας περιστάσεις αυτάς, κατά τας οποίας εφάνη η προστασία του Αγίου εις την νήσον Κεφαλληνίαν, πιστεύεται από όλους αναμφιβόλως, ότι έγινεν εκείνη του θανατικού εις τα χίλια επτακόσια εξήντα (1760), περί της οποίας προείπομεν. Η φθοροποιός αύτη νόσος επήγε κατ’ αρχάς εις τα μέρη της Λιβαθούς, προξενήσασα ολέθρια αποτελέσματα, εκείθεν δε μετεδόθη και εις την χώραν του Αργοστολίου και εις άλλα μέρη της νήσου, και ήρχισε να απειλή μεγάλην φθοράν, ώστε ελήφθησαν από την τότε εξουσίαν όλαι αι δυναταί ανθρώπιναι προφυλάξεις και τα αρμόδια μέσα δια να εμποδισθή η μετάδοσις του κακού εκείνου. Όλοι όμως κοινώς εφώναζον και επεκαλούντο τον Άγιον Γεράσιμον να προφθάση και να ελευθερώση την νήσον του από αυτό το ολέθριον και μέγα κακόν. Δεν παρέβλεψε δε ο συμπαθέστατος και έτοιμος βοηθός και υπερασπιστής της νήσου του, ο πεμφθείς παρά Θεού επί τούτω, δια να είναι εις αυτήν άγρυπνος προστάτης και προς Θεόν μεσίτης ισχυρότατος. Εν ω λοιπόν η νήσος όλη ευρίσκετο εις τοιαύτην αθυμίαν και φόβον, επρόφθασεν η θεία αντίληψις και εισηκούσθη του Αγίου η προς τον Θεόν υπέρ του λαού του ικεσία, ακούσατε δε πως τούτο εφανερώθη. Ευρίσκοντο εις το Μοναστήριον του Αγίου δύο παλαιαί και θαυματουργοί Εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η μία εις την παλαιάν Εκκλησίαν, επάνω εις το λείψανον του Αγίου, και η άλλη εις το δοχείον (= αποθήκη των τροφίμων). Έχομεν δε βεβαιότητα αρκετήν ποία από αυτάς τας δύο Εικόνας είναι εκείνη, η οποία ευρέθη μέσα εις την λόχμην, όταν κατ’ αρχάς ευρέθη αύτη, ως είπομεν, από τον Ιερομόναχον Γεώργιον, και ποία είναι εκείνη την οποίαν έφερε μεθ’ εαυτού ο Άγιος, όταν επήγε να κατοικήση εκεί ίνα συστήση το Μοναστήριόν του. Έχομεν όμως σταθεράν και βεβαίαν παράδοσιν, ότι την Εικόνα της Θεοτόκου, την ευρισκομένην εις το δοχείον, ηθέλησαν ένα καιρόν να την μετακομίσωσι και αυτήν εις την Εκκλησίαν, καθώς και το έπραξαν· αλλά την αυτήν νύκτα μετεφέρθη παραδόξως και την πρωϊαν την εύρον πάλιν εις τον πρώτον της τόπον, εις το δοχείον· όθεν ησύχασαν και επληροφορήθησαν, ότι ήθελε να ευρίσκηται εκεί, και δια τούτο διετήρουν έμπροσθέν της κανδήλαν ακοίμητον και λαμπάδα ήναπτον εις καιρούς αρμοδίους, και δεν την μετετόπιζον εκείθεν, ειμή μόνον, όταν ελιτάνευον μετά του αγίου λειψάνου, τότε εφέρετο από δύο Ιερείς και αυτή η αγία Εικών και προεπορεύετο και ηκολούθει η λάρναξ με το λείψανον του Αγίου, και τούτο διετηρείτο αμετατρέπτως, έως ου εφυλάττοντο αι αρχαίαι παραδόσεις της Ιεράς Μονής εκείνης, ως πάντες γνωρίζουσιν. Κατά δε την περίστασιν του θανατικού ήτο δοχειάρισσα (αποθηκάριος) Μοναχή τις, ονόματι Ακακία, από την περιοχήν της Σάμης, από χωρίον Ζερβάτα, ήτις κατά το όνομα είχε και την ζωήν και την πολιτείαν της άκακον και ενάρετον. Όθεν και όλαι αι Μοναχαί είχον εις αυτήν υπόληψιν και σέβας. Αύτη λοιπόν η Ακακία είδε τότε εις τον ύπνον της, ότι ευρίσκετο εις το δοχείον και έκαμνε τας συνηθισμένας εις αυτήν εκεί υπηρεσίας, στρέφουσα δε τους οφθαλμούς της εις την αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος, η οποία, ως είπομεν, ευρίσκετο εις το αυτό δοχείον, είδε Μοναχόν τινα γονατιστόν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, και έλεγε προς αυτήν· «Είναι με το θέλημά σου, Κυρία μου, να διώξω το φθοροποιόν κακόν από την νήσον ταύτην, εις την οποίαν η ευσπλαγχνία και η πρόνοια του γλυκυτάτου Υιού σου και Θεού μου με διώρισε προστάτην και φύλακα»; Τότε ακούει η αυτή Ακακία φωνήν, ως να εξήρχετο από την Εικόνα, ήτις έλεγεν εις τον Μοναχόν· «Ναι, δούλε γνήσιε του Υιού μου, θέλημά Του είναι και δίωξέ το, διότι και εγώ τον παρεκάλεσα περί τούτου και συγκατένευσε». Τότε βλέπει η Ακακία τον Μοναχόν εκείνον, ότι ηγέρθη και με την ράβδον την οποίαν εκράτει εις την δεξιάν του χείρα εξετύλιξε μίαν βελέντσαν, η οποία ήτο εκεί τυλιγμένη, αφ’ ου δε την ήπλωσεν, εμάζευσε με την ράβδον του από αυτήν ύλην τινά ως βαμβάκιον λεπτότατον. Αφού δε το εμάζευσεν όλον εις το άκρον της ράβδου του εξήλθεν εις την αυλήν και το διεσκόρπισεν εις τον αέρα. Τότε η Ακακία εξυπνήσασα πλήρης από χαράν και ευχαριστίαν εκάλεσε τας Μοναχάς όλας και διηγήθη φανερά το ενύπνιον, όλαι δε έτρεξαν ευθύς μετά χαράς και δακρύων και έψαλαν παράκλησιν έμπροσθεν της αυτής αγίας Εικόνος, και διεφήμισαν ευθύς το όραμα, δια να παρηγορηθή ο λαός ο πεφοβισμένος και δια να λάβωσι θάρρος δια την προστασίαν του Αγίου. Αλλά τι συνέβη έπειτα; Θαύμα ηκολούθησεν εις το θαύμα, προς ασφαλεστέραν βεβαίωσιν. Την αυτήν νύκτα, κατά την οποίαν είδε το όραμα εις το Μοναστήριον η Ακακία, γυνή τις από Λιθαβώ από το χωρίον Λακήθρα, νυμφευμένη εις τα Βαλσαμάτα, με τον υιόν του Ιωάννου Βαλσάμου Παγουλάτου, είχεν επιστρέψει ολίγας ημέρας πρότερον από το χωρίον των γονέων της, την Λακήθραν, εις τον οίκον του ανδρός της εις τα Βαλσαμάτα. Αύτη λοιπόν την αυτήν νύκτα είδεν εις το όραμά της ένα Μοναχόν, όστις αποφασιστικά της λέγει: «Την πρωϊαν, όταν εγερθής, χωρίς αργοπορίαν να υπάγης οπίσω εις τον οίκον του πατρός σου, δια να μη κινδυνεύση εξ αιτίας σου όλη αύτη η περιοχή». Εγείρεται η γυνή την πρωϊαν, λέγει παρρησία το όνειρόν της, και δια να μη παρακούση και κινδυνεύση και αυτή, εκίνησε δια τον πατρικόν της οίκον. Εν τοσούτω δε διεδόθησαν και εκοινολογήθησαν ταύτα τα δύο οράματα, και άλλη τις γυνή, σύζυγος του Ιωάννου Τσακαρισιάνου, από το χωρίον Βαλσαμάτα, ακούσασα ταύτα ηπίστησε, και φανερά με αυθάδειαν εφώναζεν ότι διηγούνται παραμύθια και αι Μοναχαί και η γυνή του Παγουλάτου. Την δε ακόλουθον νύκτα βλέπει και αύτη εις τον ύπνον της Μοναχόν τινα κρατούντα ράβδον εις την χείρα του, με την οποίαν κτυπήσας αυτήν εις την δεξιάν πλευράν της τής είπε· «Ψεύματα και μύθοι είναι, ότι εγώ με το θέλημα της Θεοτόκου εδίωξα το θανατικόν από την νήσον»; Εξυπνά η γυνή όλη έντρομος και με τον πόνον εις την πλευράν, ο οποίος έμεινεν εις αυτήν δια πίστωσιν του θαύματος, και οδυρομένη και κλαίουσα και φωνάζουσα και εξομολογουμένη την απιστίαν της και τας φλυαρίας της, τρέχει δρομαία και καταβαίνει εις το Μοναστήριον, και προσπίπτουσα έμπροσθεν της λάρνακος του αγίου λειψάνου, εξομολογουμένη και θρηνούσα ζητεί θερμώς από τον Άγιον την συγχώρησιν και την ίασιν του πόνου, τον οποίον ησθάνετο ακόμη εις την πλευράν της. Τρέχουσι τότε και αι Μοναχαί όλαι εις τας φωνάς της γυναικός, την περικυκλώνουσι και την ερωτώσι· αυτή δε διηγείται τα όσα της συνέβησαν, και προς πίστωσιν των λεγομένων γυμνώνεται και δεικνύει εις αυτάς τον τόπον εις τον οποίον την εκτύπησεν ο Άγιος με την ράβδον του, και εις τον οποίον έμεινε και είδον όλοι οι εκεί ευρεθέντες το σημείον του κτύπου εκείνου, δηλαδή μαύρισμα ως ενός καρυδίου γύρον, το οποίον εφαίνετο κτυπημένον και μαυρισμένον. Τότε όλοι εφώναξαν το «Κύριε, ελέησον», η δε γυνή στενάξασα βαθέως εβόησε· «Δόξα σοι, Άγιε του Θεού, μου επέρασεν ο πόνος». Ούτω δεν έμεινε πλέον καμμία αμφιβολία, ότι όλα συνέβησαν, δια να φανερωθή αναμφιβόλως και η μεγάλη προς Θεόν παρρησία του Αγίου και η ισχυρά και άγρυπνος προστασία του εις την νήσον Κεφαλληνίαν. Απέδωκαν λοιπόν κοινάς δοξολογίας εις τον Θεόν και ευχαριστίας εις τον Άγιον, διότι εσβέσθη πλέον η νόσος και ουδέν άλλο αποτέλεσμα ή κακόν επροξένησε τελείως. Τοιουτοτρόπως επληροφορήθησαν πάντες εμπράκτως, ότι εις το άγιον λείψανον του Οσίου τούτου είναι εκ Θεού κεχαρακτηρισμένον με τρόπον θαυμάσιον το ευαγγελικόν εκείνο παράγγελμα: «Ασθενούντας θεραπεύετε… δαιμόνια εκβάλλετε· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. ι:8). Κατά το έτος χίλια επτακόσια ογδοήκοντα (1780), διαδοθέντων ήδη πανταχού σχεδόν των θαυμάτων του Αγίου τούτου, και μάλιστα δια την εξουσίαν με την οποίαν εκ Θεού επλουτίσθη εις το να διώκη τους δαίμονας, ήλθεν από την Πελοπόννησον από τα μέρη των Καλαβρύτων εις Ιεροδιάκονος, ονομαζόμενος Νεόφυτος, όστις εταλαιπωρείτο βαρέως και έπασχε μεγάλως από επιληψίαν, τον κοινώς λεγόμενον σεληνιασμόν. Ούτος ων αγαθής προαιρέσεως και ευλαβής εκ νεότητός του και πιστός εις τα θεία, ακούων τα θαύματα του Αγίου έλαβε σκοπόν καλόν και βουλήν αγαθήν, και ήλθεν εις το Μοναστήριον του Αγίου εις την προαναφερθείσαν εποχήν. Επροσκύνησε λοιπόν ευλαβώς το άγιον λείψανον, και έπειτα, σκεπτόμενος ως φρόνιμος, ότι το να ζητή τις χάριτας από τον Θεόν δια πρεσβειών των Αγίων του πρέπει να γίνηται με ταπείνωσιν ειλικρινή, με συντριβήν και πόνον καρδίας, με υπομονήν και επιμονήν, απεφάσισε να μείνη εις το Μοναστήριον, ελπίζων βεβαίως ότι έμελλε να λάβη την θεραπείαν του δια πρεσβειών του Αγίου. Διέτριψε λοιπόν εκεί εν ολόκληρον έτος, τρώγων μόνον άρτον και πίνων ύδωρ εις όλον το διάστημα του έτους, και προσπίπτων καθ’ ημέραν και δεόμενος του Αγίου δια την θεραπείαν του, την οποίαν και έλαβε πληρεστάτην και εντελεστάτην εις το πλήρωμα του έτους, διότι εμφανισθείς εις αυτόν ο Άγιος εις το όραμά του και ευλογήσας αυτόν, τον επληροφόρησε δια την θεραπείαν του, ώστε μετά ταύτα και Ιερεύς ετελειώθη, και εφημέριος εις το Μοναστήριον του Αγίου εχρημάτισε δια πολλά έτη, αν δε δια τινας καιρικάς περιστάσεις ανεχώρησεν από το Μοναστήριον και εφημέρευεν εις την πόλιν του Αργοστολίου, διήγεν όμως πολιτείαν κατά πάντα οικείαν και πρέπουσαν εις το επάγγελμά του. Το ακόλουθον έτος 1781 ησθένησεν ο Μοναχός του Μοναστηρίου, όστις ήτο διωρισμένος βοσκός εις τα πρόβατα. Όθεν επειδή εστενοχωρήθη η Καθηγουμένη, με την γνώμην και των λοιπών Μοναζουσών της Μονής, αι οποίαι τότε επεστάτουν εις τα πράγματα της αυτής Ιεράς Μονής, κατά την διαθήκην, ως είπομεν, του Αγίου, και εστενοχωρήθησαν, λέγω, και επήραν άλλον βοσκόν προς καιρόν από το χωρίον Βαλσαμάτα, ονόματι Ιωάννην, δια να φυλάττη τα πρόβατα του Μοναστηρίου. Ούτος δε, ων άνθρωπος κακότροπος και κλέπτης, έπειτα από τέσσαρας ημέρας πηγαίνει εις το Μοναστήριον και λέγει εις τας Μοναχάς: «Κυρίαι μητέρες, εχάθησαν δέκα προβατίναι». Εκείναι του λέγουσι: «Πως έγινε τούτο; Ποτέ πρόβατα του Αγίου δεν εκλάπησαν, και τώρα, εις τέσσαρας ημέρας, όπου συ τα φυλάττεις, εχάθησαν δέκα; Ίδε καλά να ευρεθώσι τα πρόβατα, επειδή βέβαια ελπίζομεν ότι ο Άγιος μέλλει να τα φανερώση». Αυτός δε λέγων ότι θέλει φροντίσει και εξετάσει, ανεχώρησεν. Την επομένην πρωϊαν λέγει ο κλέπτης εκείνος βοσκός εις την γυναίκα του: «Οδήγησε τας δέκα προβατίνας εις τόπον παράμερον και προσπάθησε να βοσκήσωσι τι κρυφίως έως το εσπέρας, την δε νύκτα θα τας απομακρύνω εγώ εις άλλην περιοχήν». Ειπών δε ταύτα εξήλθε με τα πρόβατα του Μοναστηρίου δια να τα βοσκήση· έπειτα εξέβαλε και η γυνή του σιωπηλώς τας δέκα προβατίνας δια να τας υπάγη εις τόπον παράμερον να βοσκήσωσι, κατά την παραγγελίαν του ανδρός της, αλλά αι προβατίναι, ευθύς ως αύτη τας εξέβαλεν έξω, βελάζουσαι και φωνάζουσαι έτρεχον εις το Μοναστήριον. Τρέχει η γυνή όπισθέν των, τας φωνάζει, ρίπτει πέτρας εναντίον των, πασχίζει να τας οπισθογυρίση, αλλ’ αι προβατίναι, ως να είχον αίσθησιν, χωρίς να φοβηθώσι ή να προσέξωσιν εις άλλο, δρομαίως τρέχουσαι και φωνάζουσαι φθάνουν και στέκονται έμπροσθεν εις την θύραν της Εκκλησίας βελάζουσαι. Ακούουσιν αι Μοναχαί, αι οποίαι ευρίσκοντο εντός αυτής, επειδή δεν είχεν ακόμη απολύσει η ακολουθία του Όρθρου, εξέρχονται και βλέπουσι τας προβατίνας, αι οποίαι ευθύς εσιώπησαν. Γνωρίσασαι τότε αυτάς αι Μοναχαί εισήλθον πάλιν εις την Εκκλησίαν και απέδωκαν μετά δακρύων και χαράς τας ευχαριστίας των εις τον Άγιον. Το αυτό έτος έφερον εις το Μοναστήριον χωρικόν τινά από το χωρίον Κατούνα, ονόματι Γεώργιον, νέον την ηλικίαν, ασθενή πολύ και ταλαιπωρημένον, όστις εδείκνυε τρέλλαν, όμως είχε δαιμόνιον, το οποίον τον έκαμε να παρουσιάζη από καιρού εις καιρόν διάφορα συμπτώματα τρέλλας, παρελήρει και τον εκυρίευεν άκρα αδυναμία και παραλυσία εις όλον το σώμα του, ώστε εφαίνετο ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Ούτος έμεινεν εν έτος εις το Μοναστήριον, χωρίς να λάβη καμμίαν θεραπείαν εις εαυτόν. Μίαν ημέραν λοιπόν, πηγαίνων ο εφημέριος εις την Εκκλησίαν, επειδή ήθελε να λειτουργήση, βλέπει τον Γεώργιον καθήμενον έξω της Εκκλησίας και κλαίοντα πικρώς. Κινηθείς λοιπόν εις συμπάθειαν ο εφημέριος του λέγει: «Τι έχεις, Γεώργιε, και κλαίεις»; «Τι έχω»; Αποκρίνεται αυτός· «ευρίσκομαι εδώ τόσον καιρόν και καλυτέρευσιν καμμίαν δεν έλαβα και βλέπω τόσους άλλους, οι οποίοι ήλθον ύστερον από εμέ, οίτινες έλαβον την υγείαν των και επέστρεψαν υγιείς εις τους οίκους των, και εγώ ο ταλαίπωρος εις τόσον καιρόν να βλέπω ότι δεν γίνεται εις εμέ έλεος από τον Άγιον, πως να μη κλαίω και να μη οδύρωμαι»; Ταύτα λέγων, έκλαιεν ο δυστυχής θερμότατα τόσον, ώστε ο εφημέριος κινούμενος περισσότερον από συμπάθειαν, τρέχει ευθύς και φανερώνει ταύτα εις τον Ηγούμενον, όστις κινηθείς παρομοίως εις έλεος, και εμπνευσθείς βέβαια εκ Θεού, καλεί ευθύς τον Γεώργιον και του λέγει: «Και εγώ απορώ, τέκνον μου, δια τον εαυτόν σου, διότι, δόξα τω Αγίω, όποιος ήλθεν εδώ, δεν επέστρεψεν εις τον οίκον του αθεράπευτος, καθώς και συ είδες πολλούς από τον καιρόν από τον οποίον ήλθες εδώ, οίτινες ήλθον και όλοι, εις δόξαν Θεού και του Αγίου, ανεχώρησαν τεθεραπευμένοι και χαίροντες. Μήπως έχεις, τέκνον μου, καμμίαν αμαρτίαν ανεξομολόγητον από λήθην ή αμάθειάν σου και αυτή εμποδίζει την Χάριν του Θεού να ενεργήση και εις σε δια πρεσβειών του Αγίου»; Τότε ο Γεώργιος, κλαίων περισσότερον, του λέγει: «Πάτερ άγιε, δεν γνωρίζω άλλο, παρά όταν με εύρεν η τοιαύτη ασθένεια, επήγα εις μίαν τούρκισσαν, δια την οποίαν έλεγον όλοι εκεί εις την πατρίδα μου, ότι κάμνει πολλάς ιατρείας, η οποία μου έδωκε να βαστώ τούτο το φυλακτόν». Λέγων δε ταύτα, εξέβαλε το φυλακτόν και το έδωσεν εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκτυλίσσων αυτό, ευρίσκει μέσα νήμα κομπιασμένον και περιτετυλιγμένον εις ολίγον χαρτίον, εις το οποίον ήσαν γεγραμμένα γράμματα τουρκικά. Ευθύς λοιπόν ο Ηγούμενος λαμβάνει τον ασθενή από την χείρα βαστάζων το φυλακτόν αυτό και πηγαίνει ομού μετ’ αυτού και ανοίγει την λάρνακα του αγίου λειψάνου· αφού δε καθωδήγησε τον Γεώργιον και τον ερμήνευσε τα δέοντα, να προσπέση δηλαδή με την πρέπουσαν συντριβήν και μετάνοιαν και να ζητήση την συγχώρησιν από τον Άγιον, τον έβαλεν εκεί, παρρησία πολλών συνδραμόντων, και έκαυσεν ο ίδιος ο Γεώργιος μόνος του έμπροσθεν εις το άγιον λείψανον το κατηραμένον εκείνο φυλακτόν, μετά από την θείαν λειτουργίαν, εις την οποίαν είχον συναχθή όλαι αι Μοναχαί και όλοι όσοι ευρέθησαν εις το Μοναστήριον και δια να ακούσωσι βεβαίως την θείαν λειτουργίαν, αλλά και δια να μάθωσι καταλεπτώς τα περί του Γεωργίου. Μετά λοιπόν την θείαν ιερουργίαν έψαλαν παράκλησιν μετ’ ευλαβείας και πίστεως, παρακαλούντες όλοι κοινώς τον Άγιον να μεσιτεύση δια τον ασθενή Γεώργιον και να επιτύχη παρά Θεού την συγχώρησιν και ίασιν. Έπειτα πάλιν ο Ηγούμενος, καθοδηγήσας αυτόν και ενισχύσας εις την πίστιν, τον άφησεν εκεί εις την Εκκλησίαν. Ούτος δε λαβών θάρρος και ελπίδα από τα άνωθεν πραχθέντα, έμεινεν εις την Εκκλησίαν και εδέετο του Αγίου, όπως ήξευρε και όπως ηδύνατο, να κάμη έλεος εις αυτόν. Κατά δε την αυτήν νύκτα, ενώ εκοιμάτο εις την Εκκλησίαν ο Γεώργιος, του εφάνη ότι ήνοιξεν η λάρναξ του αγίου λειψάνου και είδε τον Άγιον, όστις ύψωσε την δεξιάν του, τον ηυλόγησε και του είπε: «Γεώργιε, εθεραπεύθης εκ της ασθενείας σου, μόνον έχε φόβον εις τον Θεόν και πρόσεχε εις το εξής από αμαρτίας». Εξυπνήσας ευθύς ο Γεώργιος τρέχει και προσπίπτων έμπροσθε εις την λάρνακα του αγίου λειψάνου, ηυχαρίστει μετά δακρύων τον Άγιον. Εις την αυτήν στιγμήν εκτύπησε το σήμαντρον δια τον Όρθρον και εμβαίνει εις την Εκκλησίαν ο εφημέριος, συνάγονται δε και όλαι αι Μοναχαί και βλέπουσι τον Γεώργιον πεπτωκότα έμπροσθεν της λάρνακος και δοξάζοντα τον Άγιον. Ιδών δε ούτος τους εισελθόντας εγείρεται ευθύς και λαμπρά τη φωνή και με την πρέπουσαν ευγνωμοσύνην διηγείται εις όλους την εις αυτόν ευσπλαγχνίαν του Αγίου και τα όσα είδεν εις το όραμά του. εδόξασαν λοιπόν όλοι θερμώς τον Θεόν και ο Γεώργιος έμεινε τεθεραπευμένος, την δε επομένην ημέραν ανεχώρησε δια την πατρίδα του, χαίρων και ευχαριστών τον Άγιον και κηρύττων εις όλους και πανταχού την εις αυτόν θαυματουργίαν του. Κατά το έτος αψπε΄ (1785), γυνή τις από το χωρίον Κατοχή έφερεν εις το Μοναστήριον κόρην τινά έως είκοσιν ετών, ονομαζομένην Σωσάναν. Ήτο δε αύτη θέαμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον, διότι όχι μόνον ήτο βωβή και άλαλος και κωφή, αλλά και πολλάκις, σχίζουσα τα ιμάτιά της, ετύπτετο μόνη της τόσον, ώστε εκινούσεν εις ευσπλαγχνίαν και την σκληροτέραν καρδίαν. Αφού δε διήλθεν ούτω εν έτος εις το Μοναστήριον, ήρχισε την νύκτα και ετραγώδει δυνατά, την δε ημέραν δεν ωμίλει τελείως, αλλά έμενε κωφή και άλαλος, ούτε απεκρίνετο ουδέν εις όποιον και εάν της ελάλει. Εάν της έδιδον να φάγη, έτρωγεν, εάν όχι, ούτε εζήτει αυτή, ούτε ελάλει καθόλου· έρριπτε δε επάνω της και το ούρον της και τα περιττώματα και ήτο θέαμα ελεεινόν. Μίαν δε των ημερών, ενώ έψαλλον εις την Εκκλησίαν τον εσπερινόν, ήρχισεν αύτη η Σωσάνα, ευρισκομένη εκεί, να κλαίη δυνατά, να φωνάζη και να κάμνη θόρυβον εις την Εκκλησίαν, ώστε ο εφημέριος οργισθείς επλησίασεν αυτήν και την επετίμα και την ηπείλει εις το όνομα του Αγίου να σιωπήση και να τους αφήση να ψάλωσι την ακολουθίαν· εκείνη όμως, έτι περισσότερον αγριαίνουσα, εφώναζε και άκλαιε δυνατώτερα. Τότε ο εφημέριος οργισθείς και αυτός περισσότερον, της έδωκε σφοδρότατον ράπισμα, δια το οποίον αυτή έκλαυσε έτι δυνατώτερα. Την αυτήν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον του ο Εφημέριος, ότι ευρίσκετο εις την Εκκλησίαν και αίφνης ήνοιξεν η λάρναξ του αγίου λειψάνου, ο δε Άγιος του έκαμε νεύμα να πλησιάση προς αυτόν. Πλησιάσας λοιπόν ο εφημέριος, βλέπει τον Άγιον, όστις εκράτει εις χείρας του μέγα βιβλίον, το οποίον σηκώνων, εκτύπησε με αυτό την κεφαλήν του εφημερίου και του λέγει: «Σου επόνεσεν; Ούτω με επόνεσε και εμέ το ράπισμα χθες εις τον εσπερινόν. Εγείρου, πήγαινε, σήμανε δια τον Όρθρον, διότι είναι καιρός, και μη ποιήσης τούτο πλέον». Εξυπνά λοιπόν ευθύς ο εφημέριος, όλως πεφοβισμένος και έντρομος, και υπάγει ως εκστατικός εις την Εκκλησίαν, και αφού εζήτησε ταπεινώς συγχώρησιν από τον Άγιον, ήρχισε να αναγινώσκη την Ακολουθίαν· ενώ δε συνήγοντο αι Μοναχαί εις την Εκκλησίαν, ακούουσι την άλαλον και κωφήν Σωσάναν, ήτις δεν είχε λαλήσει ποτέ άλλην φοράν, να φωνάζη καθαρά και δυνατά: «Ας έλθη ο παπά Νεόφυτος (ούτος ήτο ο προαναφερθείς Ιερομόναχος, όστις εθεραπεύθη από τον Άγιον και ιερώθη, τότε δε ήτο εφημέριος του Μοναστηρίου), όστις χθες το εσπέρας με ερράπισε, να μου δώση να φάγω, διότι πεινώ». Και ούτως εθεραπεύθη και έλαβεν εντελεστάτην την υγείαν της η Σωσάνα και εις ολίγας ημέρας μετά ταύτα ανεχώρησε δια την πατρίδα της, δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Άγιον. Κατά το επόμενον έτος αψπστ΄ (1786), έφεραν εις το Μοναστήριον γυναίκα τινά από τα Λεχαινά της Πελοποννήσου, ονομαζομένην Μαρίαν, η οποία εβασανίζετο αληθώς η τάλαινα υπό του μισανθρώπου δαίμονος πολύ σφοδρότερα από όσους τοιούτους ασθενείς έφεραν κατά καιρούς εις τον Άγιον χάριν θεραπείας, διότι ουχί μόνον έπασχε τα συνηθισμένα ως εις τους λοιπούς τους πάσχοντας από τοιαύτην ασθένειαν, αλλά το παραδοξότερον εις ταύτην την ασθενή ήτο ότι, όταν ελάμβανεν ευκαιρίαν και δεν ευρίσκετο τις πλησίον της δια να την εμποδίση, έτρωγε χαλίκια από την γην, πτερά, τρίχας και άλλα, χωρίς ποτέ να λάβη καμμίαν βλάβην. Έπειτα δε από τέσσαρας μήνας, αφού διέμεινεν εις το Μοναστήριον, Χάριτι θεία, δια πρεσβειών του Αγίου έλαβε την υγείαν της εντελέστατα και ανεχώρησε και αύτη δια την πατρίδα της, δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα και κηρύττουσα διαπρυσίως την χάριν, την οποίαν έλαβεν από τον Άγιον. Κατά το έτος αψπη΄ (1788), γυνή τις ονόματι Αικατερίνη, από την νήσον της Αγίας Μαύρας, δηλαδή την Λευκάδα, από το χωρίον το ονομαζόμενον Εγγλουβή, ησθένησε βαρέως και πολλά ποιήσασα εις πολλούς ιατρούς, και πολλά και διάφορα ιατρικά μεταχειρισθείσα, δεν ηδυνήθη να λάβη την υγείαν της, έως ότου απηλπίσθη τελείως. Ο δε άνδρας της, ονόματι Ιωάννης, ως εμπνευσθείς παρά Θεού, ακούων από πολλούς τα πολλά και διάφορα θαύματα του Αγίου Γερασίμου, της λέγει μίαν ημέραν: «Θέλεις, γυνή μου, να υπάγωμεν εις την Κεφαλληνίαν, εις τον Άγιον Γεράσιμον, ο οποίος ακούω από πολλούς, ότι ποιεί πολλά και εξαίσια θαύματα, μήπως και δια πρεσβειών του ο Θεός ποιήση έλεος και εις ημάς»; Εκείνη, απηλπισμένη ούσα, του λέγει: «Ποίησον, άνδρα μου, ό,τι ο Θεός σε φωτίση». Την επήρε λοιπόν ο ανήρ της και την έφερεν εις το Μοναστήριον και προσπεσόντες αμφότεροι έμπροσθεν της λάρνακος του αγίου λειψάνου, εδέοντο του Αγίου θερμώς να μη παραβλέψη την πίστιν των και την θλίψιν την οποίαν είχον, αλλά να μεσιτεύση προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, όπως ιαθή η ασθενής εκείνη Αικατερίνη. Ο Κύριος λοιπόν, όστις εισακούει όσους με ταπείνωσιν και πίστιν ζητούσι το έλεός Του, αλλ’ όμως θέλει, ίνα και ημείς με την υπομονήν και ταπείνωσιν της καρδίας μας φανερώνωμεν την πίστιν μας εις αυτόν, άφησε την ασθενή Αικατερίνην εξ μήνας αθεράπευτον, εις το διάστημα δε τούτο και αυτή και ο ανήρ της Ιωάννης εφανέρωσαν αληθώς την σταθεράν των ελπίδα και πίστιν εις την Χάριν του Θεού, δια της πρεσβείας του Αγίου, επειδή εις όλον αυτό το διάστημα των εξ μηνών χωρίς ν’ αδημονήσωσιν ή να απελπισθώσιν τελείως, προσέπιπτον καθ’ ημέραν εις τον Άγιον με την αυτήν πίστιν και προθυμίαν, την οποίαν έδειξαν εξ αρχής. Όθεν και δεν απέτυχον της προσδοκίας των, επειδή μετά τους εξ μήνας, ενώ εκείτετο η ασθενής Αικατερίνη έμπροσθεν του λειψάνου του Αγίου και κατά την συνήθειάν της τον παρεκάλει, βλέπει αίφνης φανερά τον Άγιον να απλώνη την δεξιάν του και να την ευλογή, ευθύς δε αυτή από την χαράν της εγείρεται και κλαίουσα ηυχαρίστει τον Άγιον. Από της ώρας εκείνης έμεινεν εντελέστατα τεθεραπευμένη και επέστρεψεν εις την πατρίδα της με τον άνδρα της, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον, και κηρύττουσα λαμπρά τη φωνή το εις αυτήν γεγονός θαύμα. Αλλά και ως ευγνώμων Σαμαρείτης, καθώς λέγει το Ιερόν Ευαγγέλιον, προ του να παρέλθη έτος, αφού εθεραπεύθη, ήλθε πάλιν από την Αγίαν Μαύραν εις το Μοναστήριον μαζί με τον άνδρα της, φέροντες και δώρον κατά τας δυνάμεις των και απέδωκαν μετά δακρύων χαράς και αγαλλιάσεως την ευχαριστίαν των εις τον Θεόν και εις τον Άγιον. Άλλη τις κόρη παρθένος από τα μέρη της Αιτωλίας, από το χωρίου Μαγούλα, ονομαζομένη Γιαννούλα, προσεβλήθη υπό λοιμικής ασθενείας (ευλογιάς) και μετά ένα μήνα εκ της αιτίας ταύτης ετυφλώθη η τάλαινα τελείως. Μείνασα λοιπόν η ταλαίπωρος αυτή κόρη εστερημένη του παμποθήτου φωτός, κατελήφθη καθώς δύναται να καταλάβη τις, από θλίψιν και στενοχωρίαν ακατάπαυστον. Εις τοιαύτην δε κατάστασιν ευρισκομένη αυτή η αθλία Γιαννούλα, βλέπει μίαν νύκτα εις τον ύπνον της Μοναχόν τινα, όστις είπε προς αυτήν· «Μη λυπείσαι δια την συμφοράν σου, μόνον ύπαγε εις την Κεφαλληνίαν, και θέλει σε ιατρεύσει ο Γεράσιμος». Εξυπνά η κόρη όλη εύελπις και διηγείται εις τους γονείς της το όνειρον. Ούτοι δε πιστεύσαντες με πίστιν σταθεράν, επειδή είχον ακούσει από πολλούς περί των θαυμάτων του Αγίου, λαμβάνουσι με προθυμίαν την κόρην των Γιαννούλαν και έρχονται εις το Μοναστήριον του Αγίου εις τα 1790 εις το οποίον παρέμειναν επί εν ολόκληρον έτος, σταθεροί εις την πίστιν των και εις την προς τον Άγιον ελπίδα των. Πράγματι, κατά την πίστιν των έλαβον και την εκπλήρωσιν του πόθου των και επέτυχον του ποθουμένου φωτός της θυγατρός των, διότι, εν ω ετελείωνε το έτος, βλέπει πάλιν η Γιαννούλα τον αυτόν Μοναχόν εις το όραμά της, τον οποίον είχεν ίδει και εις την Μαγούλαν, το χωρίον της, καθώς αυτή παρρησία και με θάρρος εκήρυττε και ευλογήσας αυτήν, της λέγει: «Εγείρου και ύπαγε εις τον οίκον σου, είσαι υγιής». Ηγέρθη η κόρη ευθύς όλη έντρομος και βλέπουσα καθαρά ήρχισεν από την χαράν της να φωνάζη δυνατά. Τρέχουσι και οι γονείς της και βλέποντες το θαύμα ευχαριστούσι τον Άγιον και φωνάζουσι και αυτοί κλαίοντες, τρέχουσι και αι Μοναχαί και όσοι ευρέθησαν εις το Μοναστήριον και βλέπουσιν όλοι την κόρην, την τυφλήν, να βλέπη καθαρά. Όθεν κράζουσιν όλοι μετά δακρύων το «Κύριε, ελέησον», είτα τρέχουσι και εις την Εκκλησίαν και αποδίδουσι τας ευχαριστίας εις τον Θεόν και εις τον Άγιον. Μετά δύο ημέρας ανεχώρησαν εις την πατρίδα των οι γονείς μετά της θυγατρός των αυτής και μετά του ανδρός αυτής και γαμβρού των και απέδωκαν πάλιν όλοι μετά δακρύων αγαλλιάσεως και χαράς τας ευχαριστίας των εις τον Άγιον και ούτως απήλθον εις τα ίδια, χαίροντες και αγαλλόμενοι και κηρύττοντες λαμπρά τη φωνή εις όλους και πανταχού την ευεργεσίαν την οποίαν απήλαυσαν. Κατά το έτος 1793, άνθρωπός τις καλούμενος Ιωάννης Πελοποννήσιος, από το χωρίον Λεχαινά, όστις είχε και αυτός το δεινόν πάθος του σεληνιασμού έτη οκτώ, καταθλιβόμενος και ταλαιπωρούμενος ο τάλας από το ακάθαρτον και πονηρόν αυτό πνεύμα, έβλεπεν ότι όσον παρήρχετο ο καιρός, τόσον περισσότερον ηύξανε και η ταλαιπωρία του και η βάσανός του. Ακούων δε και αυτός παρά πολλών τας ιάσεις και τα θαύματα, τα οποία καθ’ εκάστην εγίνοντο και δια τούτο πανταχού εκηρύττοντο του Οσίου και θαυματουργού Γερασίμου τα θαύματα, απεφάσισε και ήλθεν εις το Μοναστήριον του Αγίου και προσέπεσε θερμώς μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις το άγιον αυτού λείψανον, ζητών την θεραπείαν του. παρέμεινε λοιπόν και ούτος εις το Μοναστήριον εν έτος τρώγων μόνον άρτον και πίνων ύδωρ και προσπίπτων καθ’ ημέραν και ζητών από τον Άγιον την θεραπείαν του· εις δε την συμπλήρωσιν του έτους, νύκτα τινά, είδε και αυτός εις τον ύπνον του τον Άγιον, όστις τον ηυλόγησε και του είπεν· «Ιδού, τέκνον, εθεραπεύθης, ύπαγε εις τον οίκον σου· φοβού τον Θεόν και άπεχε από αμαρτίας, αι οποίαι προξενούσιν εις τους ανθρώπους τας ασθενείας». Ηγέρθη λοιπόν ο Ιωάννης υγιής όλως και τεθεραπευμένος, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών ολοψύχως τον Άγιον και μετ’ ολίγας ημέρας ανεχώρησε δια τον οίκον του χαίρων και κηρύττων μεγαλοφώνως την παρρησίαν του Αγίου προς τον Θεόν. Παρομοίως άλλη παρθένος από την χώραν του Μεσολογγίου, ονόματι Σουλτάνα, ηνωχλείτο και εταλαιπωρείτο σκληρότατα από πνεύμα ακάθαρτον και πονηρόν· έφεραν λοιπόν αυτήν οι γονείς της εις το Μοναστήριον του Αγίου και την έρριψαν έμπροσθεν της λάρνακος του αγίου λειψάνου, θέαμα αληθώς αξιοδάκρυτον να βλέπη τις μίαν απαλήν και τρυφεράν κόρην να πάσχη τόσον, να τύπτηται δηλαδή μόνη της σκληρώς εις την κεφαλήν, να τρέμη όλον της το σώμα και να σπαράττηται ως ιχθύς, όταν ριφθή εις την στερεάν και να υποφέρη από το ανθρωποκτόνον και φθοροποιόν πνεύμα. Προσέμειναν λοιπόν και οι γονείς ταύτης της νέας εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου μετά της πασχούσης αυτής θυγατρός των και καθ’ εκάστην προσέπιπτον εις τον Άγιον και θερμώς παρεκάλουν αυτόν να ποιήση έλεος εις αυτό το τάλαν γέννημα των σπλάγχνων των. Εις το πλήρωμα δε τεσσαράκοντα ημερών εθεραπεύθη το κοράσιόν των τούτο, και μετά χαράς μεγάλης και αγαλλιάσεως ανεχώρησαν εις την πατρίδα των, όπου ενύμφευσαν αυτό και τεκνοποιήσαν έζησε του λοιπού υγιές και άνοσον, δοξάζον τον Θεόν και κηρύττον εις πάντας την χάριν και ευεργεσίαν την οποίαν έλαβεν από τον Άγιον. Αλλά και κατά το έτος 1796 παρθένος τις, ονόματι Ιουλιανή, από το χωρίον Βαλσαμάτα, της νήσου Κεφαλληνίας, του κειμένου πλησίον της Ιεράς Μονής του Αγίου, ηνωχλείτο και εβασανίζετο και αυτή από ακάθαρτον και πονηρόν και διαβολικόν πνεύμα. Έφεραν λοιπόν οι γονείς της και ταύτην εις το Μοναστήριον και έρριψαν αυτήν έμπροσθεν της λάρνακος του ιερού λειψάνου και αφήσαντες αυτήν εκεί, μετά τρεις μ΄ξνας έλαβε και αυτή δια των ευπαρρησιάστων του Αγίου προς Θεόν δεήσεων την ποθουμένην υγείαν της και απήλθεν εις τον οίκον της, δοξάζουσα μεγαλοφώνως τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Άγιον. Δια να πεισθήτε όμως, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι εις τον Όσιον τούτον και νεοφανέντα της Εκκλησίας μας φωστήρα δεν εδόθη η Χάρις μόνον του να ελευθερώνη τα λογικά πλάσματα του Θεού από την ενόχλησιν και κάκωσιν των πονηρών και ακαθάρτων πνευμάτων, δια το οποίον οι δαιμονιώντες όλοι τον φωνάζουσι Καψάλην, διότι καίει αυτά και μαστίζει αοράτως, δια της ευπαρρησιάστου μεσιτείας προς τον παντοδύναμον Θεόν, αλλά βοηθεί και ελευθερώνει αενάως τους αυτόν επικαλουμένους από πολλούς και διαφόρους και πολυποικίλους κινδύνους, διότι απήλαυσε μεγάλην παρρησίαν προς τον Ύψιστον Θεόν, ακούσατε και ένα τοιούτον θαύμα, πως ελύτρωσεν ο Άγιος από βεβαίου κινδύνου τους επικαλεσθέντας αυτόν, και να καταπαύσωμεν τον λόγον, διότι αδύνατον είναι να απαριθμήσωμεν τα αμέτρητα του Αγίου θαύματα. Κατά τον Νοέμβριον μήνα του έτους αωζ΄ (1807), έμπορός τις Πελοποννήσιος, ονόματι Μανουήλ, το επίθετον Μπεγλόπουλος, ερχόμενος με το πλοίον του φορτωμένον πραγματείας από τα δυτικά μέρη δια την Πελοπόννησον και ενώ ευρίσκετο απέναντι της νήσου Κεφαλληνίας, συνέβη τρικυμία τόσον σφοδρά, ώστε, αφού οι ναύται έκαμαν όλους τους χειρισμούς και μετεχειρίσθησαν όλα τα ναυτικά μέσα, τα οποία ερμηνεύει η ανθρωπίνη φιλοπονία εις τας τοιαύτας περιστάσεις, δεν ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν εις την τρικυμίαν εκείνην. Όθεν απελπισθέντες τελείως, περιέμενον από στιγμής εις στιγμήν να καταποντισθώσιν. Η παντοδύναμος όμως και άγρυπνος Πρόνοια του Θεού και δια να ελευθερώση εκείνους τους Χριστιανούς από τον άφευκτον και επικείμενον όλεθρον του καταποντισμού και δια να θαυμαστώση και τον πιστόν του και γνήσιον δούλον Γεράσιμον, τι ωκονόμησεν; Μεταξύ των ναυτών του πλοίου εκείνου ευρίσκετο και τις Κεφαλλήν από το χωρίον Βαλσαμάτα, ονομαζόμενος Ιωάννης· ούτος εκράτει πάντοτε επάνω του εν μικρόν εικόνισμα, έχων εζωγραφισμένον τον Άγιον Γεράσιμον. Ούτος λοιπόν ο Ιωάννης, ευρισκόμενος και αυτός με τους άλλους του πλοίου εις τον αυτόν άφευκτον κίνδυνον, ενεθυμήθη την εικόνα του Αγίου, την οποίαν εκράτει, και ως εμπνευσθείς παρά Θεού, φωνάζει με όσην δύναμιν είχε: «Λάβετε θάρρος, αδελφοί, έχω ελπίδα και πίστιν εις τον Άγιον Γεράσιμον, ότι θέλει μας ελευθερώσει από τούτον τον κίνδυνον». Και λέγων ταύτα εκβάλλει το εικόνισμα εκείνο από τον κόλπον του και το βουτά εις την θάλασσαν· και ω του θαύματος! τις λαλήσει τας δυναστείας σου, Κύριε; Ευθύς ως ήγγισεν εις την θάλασσαν ο τύπος του Αγίου, η πρώην αγριαίνουσα και βράζουσα θάλασσα και απειλούσα καταποντισμόν και αφανισμόν ημερώθη, εγαληνίασε και η σφοδρότης του ανέμου έπαυσεν ευθύς, ώστε μένοντες εκστατικοί όλοι οι ναύται και μάλιστα ο άνωθεν έμπορος Μανουήλ, δια το απροσδόκητον της σωτηρίας των, φωνάζουσιν όλοι ομοθυμαδόν· «Γύρισε πρώραν, να πιάσωμεν εδώ εις την Κεφαλληνίαν, να υπάγωμεν να προσκυνήσωμεν και να ευχαριστήσωμεν τον ελευθερωτήν και σωτήρα μας». Και ούτως έπραξαν· προσωρμίσθησαν εις τον λιμένα του Αργοστολίου και έπειτα επήγαν όλοι μετά κηρών και θυμιαμάτων εις το Μοναστήριον και προσεκύνησαν ευλαβώς και με δάκρυα χαράς και ευχαριστίας έψαλαν παράκλησιν ενώπιον του αγίου λειψάνου και εκήρυττον παρρησία αγαλλόμενοι την εις αυτούς γενομένην παρά του Αγίου ευεργεσίαν και λύτρωσιν από τον φοβερόν εκείνον κίνδυνον. Αρκετά είναι ταύτα από τα αναρίθμητα του Αγίου θαύματα, αγαπητοί μου Χριστιανοί, δια να ευχαριστήσωσι την ευλάβειαν των πιστών και δια να αναπληρώσωσιν εις μέρος τα πολλά του Αγίου θαύματα. Ο θείος Πατήρ ημών Γεράσιμος δεν έχει χρείαν από επαίνους και εγκώμια ανθρώπινα· αυτός είναι αρκετά δεδοξασμένος από την δόξαν του Θεού, η οποία μόνη δύναται να πληρώση την ψυχήν αγαλλιάσεως και ευφροσύνης αληθινής, κατά τον θείον Δαβίδ: «Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου» (Ψαλμ. ιστ: 15). Ο θείος Γεράσιμος απολαμβάνει τώρα και μέλλει να απολαμβάνη αιωνίως τα άρρητα εκείνα αγαθά, τα οποία, κατά τον θείον Παύλον, «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ.  β:9). Τα όσα λέγονται, αγαπητοί μου αδελφοί, δια τους Αγίους, λέγονται δια την ημετέραν ωφέλειαν και νουθεσίαν. Δια ταύτα λοιπόν αναπολόγητοι μέλλομεν να φανώμεν ενώπιον του φοβερού Κριτού, του αλανθάστου και απροσωπολήπτου, όσοι έπειτα από τόσα παραδείγματα, έπειτα από τόσα θαύματα αναντίρρητα, τα οποία ο Θεός κατά καιρούς εφανέρωσε, φανώμεν αχάριστοι εις τας του φιλανθρώπου Θεού ευεργεσίας προς ημάς. Δια τούτο ας προσέχωμεν και ημείς, αδελφοί, τουλάχιστον από του νυν και εις το εξής, να διορθώσωμεν την πολιτείαν μας· ας μη συναθροιζώμεθα εις τας πανηγύρεις, εορτάζοντες ως οι εθνικοί με κρότους και θορύβους, με φαγοπότια και καλλωπισμούς, δια τα οποία αντί ωφελείας και ευλογίας απολαμβάνομεν κατάραν και αποστροφήν από τον Θεόν και από τους Αγίους του. Αλλά να εορτάζωμεν με συστολήν και με ταπείνωσιν καρδίας. Ας ενθυμώμεθα ακαταπαύστως, ότι παρέρχεται το σχήμα του κόσμου τούτου, ήτοι καταβαίνομεν εις τον τάφον, διότι ξένοι και πάροικοι είμεθα εις τούτον τον κόσμον. Ο παρών καιρός, αδελφοί, είναι καιρός ανταποδόσεως βραβείων ή τιμωρίας· μόνος έκαστος από ημάς μέλλει να παρασταθή έμπροσθεν εις τον φοβερόν και αλάνθαστον και απροσωπόληπτον Κριτήν, φέρων μεθ’ εαυτού μόνας και μόνας τας πράξεις του, καλάς ή κακάς, και εις αυτόν μέλλει να δώσωμεν λογαριασμόν ακριβή, δι’ όσα αγαθά και χαρίσματα ελάβομεν από τον Θεόν και πως ανταπεκρίθημεν εις αυτά και πως τα μετεχειρίσθημεν. Επειδή η ταλαίπωρος ζωή μας είναι μία ακατάπαυστος πάλη με τους τρεις φοβερούς και θανασίμους εχθρούς μας, την σάρκα, τον κόσμον και τον διάβολον, ας προσπαθήσωμεν δια της πίστεώς μας και ευλαβείας να αποκτήσωμεν πρέσβυν και μεσίτην προς τον Θεόν τον νεοφανή και λαμπρόν τούτον φωστήρα της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ναι, θείε Γεράσιμε, συ όστις, καθώς τα πράγματα μας πληροφορούσιν, έχεις μεγάλην την παρρησίαν εις τον Θεόν, συ μεσίτευσον προς Αυτόν, όπως δια των ευπροσδέκτων δεήσεών σου καταξιώση και ημάς τους αναξίους της θείας αυτού Χάριτος, δια της οποίας να δυνηθώμεν να αποφύγωμεν τας παγίδας και ενέδρας αυτών των τριών θανασίμων εχθρών μας και να διέλθωμεν ειρηνικώς και κατά το θείον του θέλημα την πολυτάραχον του βίου τούτου θάλασσαν, εκεί δε να αξιωθώμεν και ημείς, αν και ανάξιοι, της απεράντου αυτού δόξης και Βασιλείας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: