Το περιστατικό με έναν ομογενή καταστηματάρχη στην Αστόρια
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στη Νέα Υόρκη και είχα την τύχη και την τιμή να συμμετέχω ως ομιλητής, μαζί με τον Νίκο Ντέμο, σε εκδήλωση με θέμα τις εξελίξεις στη Συρία, στο Κουρδικό και το Προσφυγικό, που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ποντίων Νέας Υόρκης «Οι Κομνηνοί», υπό την αιγίδα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας ΗΠΑ - Καναδά και της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Μείζονος Νέας Υόρκης.
Εντύπωση προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον των Ελλήνων της Νέας Υόρκης για την πορεία των εξελίξεων στον γεωπολιτικό μας περίγυρο και κυρίως για την κατάσταση στην πατρίδα. Ανθρωποι με περιουσία δεκάδων ή και εκατοντάδων δολαρίων εξέφραζαν μεγάλη αγωνία για την πορεία της Κύπρου,
της Ελλάδας και του Ελληνισμού, με το ενδιαφέρον αλλά και τις ανησυχίες τους να επικεντρώνονται κυρίως στο προσφυγικό σε συνδυασμό με το δημογραφικό, στην οικονομική κατάσταση και στον συνεχιζόμενο εξευτελισμό και διασυρμό της χώρας από τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις, που είναι εξ αντικειμένου ανίκανες να διαχειριστούν με επιτυχία την κρίση.
Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον δείχνουν οι Ελληνες της διασποράς στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, φοβούμενοι ότι ίσως υποχρεωθούμε, αποδυναμωμένοι όπως είμαστε, να δεχτούμε μια λύση που θα είναι χειρότερη ακόμα και από το συνταγματικό έκτρωμα που άκουγε στο όνομα Σχέδιο Ανάν.
Οσον αφορά την αγωνία που έχει ο κόσμος εκεί στη μακρινή Νέα Υόρκη, για τη συνεχιζόμενη τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό, που πρέπει να αναφέρω.
Ενας καταστηματάρχης, με μεγάλη ιστορία στην Αστόρια, σκληροτράχηλος και ζυμωμένος με τα βάσανα της ξενιτιάς από τη δεκαετία του 1950, όταν τον ρώτησα από πού κατάγεται, μου απάντησε «απέναντι από την Αιγνούσα, αυτήν που αμφισβητούν ευθέως οι Τούρκοι». Στα μάτια του, δε, διέκρινα μια σκληράδα και μια εθνική απογοήτευση, γιατί ενώ χάσαμε τις πατρίδες μας στη Μικρά Ασία τώρα καλούμαστε να χάσουμε και τις πατρίδες που υποτίθεται ότι κατοχυρώσαμε με τη Συνθήκη της Λωζάννης, ως μια ελάχιστη «ανταμοιβή» στην τεράστια απώλεια που συνιστά ο ξεριζωμός των Ελλήνων από εδάφη στα οποία είχαν συνεχή παρουσία τα τελευταία 3.000 χρόνια.
Οταν τον ρώτησα από πού ακριβώς, που αποκρίθηκε «Από το Μελί» και τα μάτια του για πρώτη φορά, όπως και το πρόσωπό του, έχασαν τη σκληράδα που είχε συσσωρευτεί από τις δεκαετίες που πέρασε στη νύχτα της Αστόρια, όπου κι εκεί η νύχτα ήταν δύσκολη και μάλιστα πολύ...
Τη σκληράδα αντικατέστησε μια γλυκύτητα, μια αβίωτη νοσταλγία, ιδιαίτερα όταν μου είπε «Ο πατέρας μου είχε φύγει απ' το Μελί πριν από την Ανταλλαγή και ήλθε στην Αμερική, και η μάνα μου έφυγε με την Καταστροφή». Τον ρώτησα αν ξέρει μερικούς καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στο Μελί της Ερυθραίας και μου είπε ότι το μόνο που ήξερε ήταν μερικοί σκοποί που σιγοτραγουδούσε η μάνα του, όταν ήταν μόνη της, αναπολώντας και νοσταλγώντας την πατρίδα.
Οσο αναφερόταν τη μάνα του τόσο έφευγε η σκληράδα από το πρόσωπό του, που γινόταν στην κυριολεξία παιδικό! Τότε του έβαλα να ακούσει ένα τραγούδι της περιοχής, από το διαδίκτυο. Του έβαλα τη «Γεωργίτσα».
Οταν άρχισε η Κλεονίκη Τζοανάκη να λέει το «Εγώ 'λεγα να σ' αγαπώ, Γιωργίτσα μου, κανείς να μην το ξέρει, τώρα το μάθαν οι εδικκοί, Γιωργίτσα μου, το μάθανε κι οι ξένοι», ο σκληρός άνδρας της Αστόρια έπαψε να με κοιτά και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί μακριά, στο άπειρο, ίσως και στο Μελί...
Το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση... Ο ηλικιωμένος άνδρας δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη στιγμή. Πλούσιος, αποκατεστημένος, δικαιωμένος, με μεγάλες εμπειρίες ζωής, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη στιγμή. Τα μάτια του ήταν απλανή και από το πρώτο ρεφρέν άρχισαν να υγραίνουν. «Ελα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με, άνοιξε τσι δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με...» Με τον δεύτερο στίχο τα δάκρυά του έσταξαν στην ξένη γη. Ηταν δάκρυα για την Ελλάδα, για τη Μικρά Ασία, για τον προδομένο Μικρασιατικό και Ποντιακό Ελληνισμό, για τον προδομένο ελληνικό λαό...
Τελικά είναι μεγάλη ευθύνη να είσαι Ελληνας και πολύ μεγαλύτερη να κουβαλάς στις πλάτες σου τις μνήμες από ένα Μελί, σε μια περίοδο που αμφισβητείται και η μαρτυρική Αιγνούσα...
Κουράγιο, Ελληνες...
Σάββας Καλεντερίδης
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στη Νέα Υόρκη και είχα την τύχη και την τιμή να συμμετέχω ως ομιλητής, μαζί με τον Νίκο Ντέμο, σε εκδήλωση με θέμα τις εξελίξεις στη Συρία, στο Κουρδικό και το Προσφυγικό, που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ποντίων Νέας Υόρκης «Οι Κομνηνοί», υπό την αιγίδα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας ΗΠΑ - Καναδά και της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Μείζονος Νέας Υόρκης.
Εντύπωση προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον των Ελλήνων της Νέας Υόρκης για την πορεία των εξελίξεων στον γεωπολιτικό μας περίγυρο και κυρίως για την κατάσταση στην πατρίδα. Ανθρωποι με περιουσία δεκάδων ή και εκατοντάδων δολαρίων εξέφραζαν μεγάλη αγωνία για την πορεία της Κύπρου,
της Ελλάδας και του Ελληνισμού, με το ενδιαφέρον αλλά και τις ανησυχίες τους να επικεντρώνονται κυρίως στο προσφυγικό σε συνδυασμό με το δημογραφικό, στην οικονομική κατάσταση και στον συνεχιζόμενο εξευτελισμό και διασυρμό της χώρας από τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις, που είναι εξ αντικειμένου ανίκανες να διαχειριστούν με επιτυχία την κρίση.
Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον δείχνουν οι Ελληνες της διασποράς στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, φοβούμενοι ότι ίσως υποχρεωθούμε, αποδυναμωμένοι όπως είμαστε, να δεχτούμε μια λύση που θα είναι χειρότερη ακόμα και από το συνταγματικό έκτρωμα που άκουγε στο όνομα Σχέδιο Ανάν.
Οσον αφορά την αγωνία που έχει ο κόσμος εκεί στη μακρινή Νέα Υόρκη, για τη συνεχιζόμενη τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό, που πρέπει να αναφέρω.
Ενας καταστηματάρχης, με μεγάλη ιστορία στην Αστόρια, σκληροτράχηλος και ζυμωμένος με τα βάσανα της ξενιτιάς από τη δεκαετία του 1950, όταν τον ρώτησα από πού κατάγεται, μου απάντησε «απέναντι από την Αιγνούσα, αυτήν που αμφισβητούν ευθέως οι Τούρκοι». Στα μάτια του, δε, διέκρινα μια σκληράδα και μια εθνική απογοήτευση, γιατί ενώ χάσαμε τις πατρίδες μας στη Μικρά Ασία τώρα καλούμαστε να χάσουμε και τις πατρίδες που υποτίθεται ότι κατοχυρώσαμε με τη Συνθήκη της Λωζάννης, ως μια ελάχιστη «ανταμοιβή» στην τεράστια απώλεια που συνιστά ο ξεριζωμός των Ελλήνων από εδάφη στα οποία είχαν συνεχή παρουσία τα τελευταία 3.000 χρόνια.
Οταν τον ρώτησα από πού ακριβώς, που αποκρίθηκε «Από το Μελί» και τα μάτια του για πρώτη φορά, όπως και το πρόσωπό του, έχασαν τη σκληράδα που είχε συσσωρευτεί από τις δεκαετίες που πέρασε στη νύχτα της Αστόρια, όπου κι εκεί η νύχτα ήταν δύσκολη και μάλιστα πολύ...
Τη σκληράδα αντικατέστησε μια γλυκύτητα, μια αβίωτη νοσταλγία, ιδιαίτερα όταν μου είπε «Ο πατέρας μου είχε φύγει απ' το Μελί πριν από την Ανταλλαγή και ήλθε στην Αμερική, και η μάνα μου έφυγε με την Καταστροφή». Τον ρώτησα αν ξέρει μερικούς καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στο Μελί της Ερυθραίας και μου είπε ότι το μόνο που ήξερε ήταν μερικοί σκοποί που σιγοτραγουδούσε η μάνα του, όταν ήταν μόνη της, αναπολώντας και νοσταλγώντας την πατρίδα.
Οσο αναφερόταν τη μάνα του τόσο έφευγε η σκληράδα από το πρόσωπό του, που γινόταν στην κυριολεξία παιδικό! Τότε του έβαλα να ακούσει ένα τραγούδι της περιοχής, από το διαδίκτυο. Του έβαλα τη «Γεωργίτσα».
Οταν άρχισε η Κλεονίκη Τζοανάκη να λέει το «Εγώ 'λεγα να σ' αγαπώ, Γιωργίτσα μου, κανείς να μην το ξέρει, τώρα το μάθαν οι εδικκοί, Γιωργίτσα μου, το μάθανε κι οι ξένοι», ο σκληρός άνδρας της Αστόρια έπαψε να με κοιτά και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί μακριά, στο άπειρο, ίσως και στο Μελί...
Το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση... Ο ηλικιωμένος άνδρας δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη στιγμή. Πλούσιος, αποκατεστημένος, δικαιωμένος, με μεγάλες εμπειρίες ζωής, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τη στιγμή. Τα μάτια του ήταν απλανή και από το πρώτο ρεφρέν άρχισαν να υγραίνουν. «Ελα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με, άνοιξε τσι δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με...» Με τον δεύτερο στίχο τα δάκρυά του έσταξαν στην ξένη γη. Ηταν δάκρυα για την Ελλάδα, για τη Μικρά Ασία, για τον προδομένο Μικρασιατικό και Ποντιακό Ελληνισμό, για τον προδομένο ελληνικό λαό...
Τελικά είναι μεγάλη ευθύνη να είσαι Ελληνας και πολύ μεγαλύτερη να κουβαλάς στις πλάτες σου τις μνήμες από ένα Μελί, σε μια περίοδο που αμφισβητείται και η μαρτυρική Αιγνούσα...
Κουράγιο, Ελληνες...
Σάββας Καλεντερίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου