Τὸ θέμα εἶναι τεράστιο καὶ ἀναγκαστικὰ θὰ περιοριστῶ σὲ κάποιες δειγματοληπτικὲς ἐπισημάνσεις γιὰ τὴν κατανόηση τῆς πολυπλοκότητάς του. Μὲ τὴν παθολογία ὅμως τῆς ἱστοριογραφίας συνδέονται προβλήματα, ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα καὶ τὴν περαιτέρω πορεία τοῦ Ἔθνους. Διότι οἱ συχνοὶ πειραματισμοὶ στὸ χῶρο τῆς ἱστοριογραφίας, διοχετεύονται στὴν ἐκπαίδευση μὲ ὅλες τὶς αὐτονόητες συνέπειες. Βέβαια, ἀπὸ τὸν Λουκιανὸ τὸν Σαμοσατέα (±117–180 μ.Χ.) καὶ τὸ ἔργο του «Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν» μέχρι σήμερα, τὸ θέμα ἔχει μελετηθεῖ ἐπανειλημμένα σὲ μελέτες καὶ συνέδρια καὶ ἡ ἀποκτηθεῖσα γνώση καὶ πείρα εἶναι σημαντική. Ὑπάρχουν ὅμως συγκεκριμένα αἴτια, ὥστε ἡ ὑπάρχουσα δυσλειτουργία νὰ παρατείνεται. Πρέπει νὰ λεχθεῖ προοιμιακὰ ὅτι ἡ ἱστοριογραφία εἶναι αὐτόνομο πεδίο τῆς γνώσης, ποὺ ἀποσκοπεῖ βασικὰ στὴν ἑρμηνεία τῆς πραγματικότητας καὶ τὴν κατανόησή της μέσα ἀπὸ τὴν ἔρευνα τῶν πηγῶν.
Ἐπιτυγχάνεται, ἔτσι, ἕνας ἀπολογισμὸς τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ποὺ συμβάλλει στὴν κατανόηση τοῦ πῶς προέκυψε τὸ σήμερα. Κύριο, συνεπῶς, στοιχεῖο τῆς ἱστοριογραφίας δὲν εἶναι ἡ δικανικὴ κρίση τοῦ παρελθόντος καὶ ὁ ἐπιμερισμὸς τῶν εὐθυνῶν, ὥστε ἡ ἱστοριογραφία νὰ μεταβάλλεται σὲ δικαστήριο, ἀλλὰ ἡ ἑρμηνεία συμβάντων καὶ γεγονότων, θεωρουμένων μέσα ἀπὸ τὶς γενετικές τους σχέσεις. Ἤδη στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουν καταγραφεῖ, σ᾽ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, δύο καθαρὰ ἐπιστημονικὲς ἑρμηνευτικὲς ἀρχές: Λουκ. 10,26: «Ἐν τῷ νόμῳ ΤΙ γέγραπται, ΠΩΣ ἀναγινώσκεις;» (ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ πρὸς ἕναν νομικό). Κοντὰ στὸ ΤΙ, συνεπῶς τὸ γεγονὸς καθʼ αὐτὸ (das Ereignis an sich) ὑπάρχει καὶ τὸ ΠΩΣ τῆς ἀνάγνωσης, τῆς ἔρευνάς του, δηλαδὴ ἡ ἑρμηνεία καὶ κατανόησή του. Πράξ. 8,30: «Ἆρα γινώσκεις, ἃ ἀναγινώσκεις; (Ὁ Ἀπ. Φίλιππος πρὸς τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης). Πρόκειται καὶ ἐδῶ γιὰ τὴν ἀνάγκη κατανόησης, ποὺ προϋποθέτει τὴν ἑρμηνεία. Ἡ αὐθεντικὴ ἐπιστήμη συνεχίζει τὸν ἀτέρμονα αὐτὸν ἀγώνα τῆς ἑρμηνείας καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις καὶ ἐπανερμηνείας μὲ βάση τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν πηγῶν μὲ νέες ἀνακαλύψεις ἢ τὴν ἐκ νέου ἀναψηλάφηση τῶν γνωστῶν μὲ βάση τὴν αὐξημένη γνώση. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὅμως ἐντοπίζονται συμπτώματα παθολογικά, ὅπως τὰ ἀκόλουθα:
1. Ὁ ἀνεξέλεγκτος ὑποκειμενισμός:Ὁ Ἱστοριογράφος ἀπὸ τὴ θέση του γίνεται ὄχι μόνο κριτὴς ἄλλα καὶ κριτήριο τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος. Στὴν θεολογικὴ (κυρίως) ἑρμηνευτικὴ ἔχει καθιερωθεῖ ἕνας σπουδαῖος ὅρος μὲ καθολικὴ ἰσχύ: Εἶναι ὁ ὅρος Vorverstandnis (προ–κατανόηση, προκατάληψη), τὸ σύνολο δηλαδὴ τῶν ἐσωτερικῶν προϋποθέσεων, σύνολος ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ ἐρευνητῆ, ποὺ συνθέτει τὸ ἑρμηνευτικὸ πρίσμα θεώρησης τῶν πραγμάτων. Εἶναι, ἔτσι, κατανοητὸ ὅτι στὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν πνευματικῶν φαινομένων ἀπόλυτη ἀντικειμενικότητα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἀφοῦ δεδομένη πάντα σταθερὰ εἶναι ἡ προσωπικότητα τοῦ ἱστοριογράφου, ποὺ ἐνεργεῖ ὁριστικὰ —καὶ ἐν πολλοῖς αὐτόνομα— σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ἐρευνητικῆς του ἐργασίας μὲ καθοριστικὸ μάλιστα ρόλο. Ἀπὸ τὸ γνωσιακὸ καὶ ἰδεολογικό του πρίσμα ἐξαρτᾶται ἡ ἑρμηνεία τῶν δεδομένων τῆς ἔρευνάς του καὶ ἡ κατάστρωση τῶν πορισμάτων της. Ἔτσι ἐξηγοῦνται καὶ οἱ ἀποκλίσεις τῶν ἱστορικῶν στὴν προσέγγιση τῶν ἰδίων γεγονότων. Θὰ ὑπενθυμίζαμε ἐδῶ ἀνεκδοτολογικὰ τὴν γνωστὴ περιγραφὴ τοῦ ἐλέφαντα ἀπὸ τοὺς τέσσερις τυφλούς. Ὁ ὡς ἕνα δὲ σημεῖο ἀναπόφευκτος ὑποκειμενισμὸς τοῦ ἱστορικοῦ ἐρευνητῆ παίρνει διαστάσεις, ὅταν συνδέεται, ὅπως θὰ δοῦμε, μὲ ἐξωτερικὲς δεσμεύσεις.
2. Ἐκσυγχρονιστικὸς ἀναχρονισμός. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀναπτύσσεται αὐτὴ ἡ τάση. Πρόκειται γιὰ χρησιμοποίηση ἐννοιῶν καὶ ὅρων τῆς τρέχουσας ἐποχῆς γιὰ τὴ θεώρηση, τὴν περιγραφὴ καὶ ἑρμηνεία δεδομένων καὶ καταστάσεων παλαιοτέρων ἐποχῶν καὶ ἰδίως τῆς ἀρχαιότητας. Διαπράττεται δηλαδὴ ἡ ἑρμηνεία τοῦ παρελθόντος μὲ κριτήρια τοῦ παρόντος καὶ εἰσαγωγὴ ἀρχῶν καὶ κριτηρίων ἀγνώστων στὸν ἐπιστημονικὰ ἐρευνώμενο, ὑποτίθεται, χῶρο ἢ στὸ προσεγγιζόμενο πνευματικὸ φαινόμενο. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς λειτουργεῖ ἡ ἰδέα τῆς ἀέναης ἐπανάληψης καὶ ἀνακύκλησης, ποὺ ἀντιτίθεται στὴν ἔννοια τῆς ἐξέλιξης (ἱστορία !) «Κάθε ἱστορικὸ γεγονὸς ὅμως ἔχει πραγματικὰ τὴν ἀνεπανάληπτη ἱστορική του φυσιογνωμία». (Πρβλ. Mircea Eliade (Μετάφρ. Θεμ. Λαζάκη, Κόσμος καὶ Ἱστορία, ὁ μύθος τῆς ἀενάου ἐπαναλήψεως, Ἀθήνα 1966, σ. 43).
3. Ἐξαρτώμενος ἐκλεκτισμὸς στὸν χῶρο τῶν πηγῶν καὶ τῆς ὕλης:
Ἡ ἱστορία δὲν γράφεται χωρὶς γνώση τῶν πηγῶν, μέχρι μάλιστα τὴ μικρότερη λεπτομέρεια. Διαφορετικὰ συντίθεται μυθιστορία. Ἡ κριτικὴ καὶ συνδυαστικὴ χρήση τῶν πηγῶν ὑπόκειται σὲ κάθε ἄξιο λόγου ἱστορικὸ ἔργο. Συχνὰ ὅμως παρατηρεῖται ἀδιαφορία γιὰ κάποιες περιόδους ἢ χώρους. Λ.χ. ἀπὸ μοντερνίζοντες καὶ ἰδεολογικὰ ἐξαρτώμενους ἱστορικοὺς περιθωριοποιεῖται τὸ Βυζάντιο, λόγω τῆς σχέσης του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἢ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος διαχρονικά, στον ὁποῖο ὅμως μέχρι τὸν 19° αἰώνα γράφεται ἡ ἱστορία μας. Τρομερὲς συνέπειες ἔχει τὸ πράγμα στοὺς βυζαντινολόγους, ποὺ βλέπουν τὸ Βυζάντιο καὶ τὴν συνέχειά του μὲ ἀθεϊστικὲς προϋποθέσεις καὶ ἀποσιωποῦν ἢ παραμορφώνουν ἑρμηνευτικὰ τὰ πατερικὰ κείμενα, στερούμενοι τῶν προϋποθέσεων κατανόησής τους λόγω τῆς a priori ἀπορρίψεως τοῦ χώρου. Χάνεται ὅμως ἔτσι ἡ δυνατότητα καθολικῆς–σφαιρικῆς θεώρησης τῶν πραγμάτων. Ἔτσι προκύπτουν οἱ μονομερεῖς ἑρμηνεῖες καὶ στὴν οὐσία παρερμηνεῖες. Χαρακτηριστικὴ ἐξαίρεση, καὶ ἐπιβεβαίωση τοῦ προβλήματος, ὁ
ἀληθινὰ βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν, ποὺ μπόρεσε νὰ καταλάβει σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὸ Βυζάντιο, λόγω ἐπαρκοῦς γνώσης καὶ τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ τῆς θεολογίας του.
4. Μὲ τὸν ἐκλεκτισμὸ συνδέεται ἡ σκόπιμη ἀναπαραγωγὴ θέσεων παγιωμένων, χωρὶς τὴν διάθεση κριτικοῦ ἐλέγχου τους, γιὰ τὴν κατίσχυση τῆς παράταξης, στὴν ὁποία καὶ ὁ ἱστορικὸς ἀνήκει. Συναφὴς εἶναι ἡ ἀδιαφορία γιὰ ἔρευνα καὶ μάλιστα Ἀρχείων γιὰ τοὺς τελευταίους κυρίως αἰῶνες. Ἀπὸ τὸν δάσκαλό μου, ἀείμνηστο Νικόλαο Τωμαδάκη, ἔμαθα ὅτι γιὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἱστορία χωρὶς γνώση τῶν Ἀρχείων δὲν μπορεῖ νὰ γραφεῖ. Ἡ εὔκολη λύση εἶναι ἡ καταφυγὴ στὸν ἀνέρειστο στοχασμὸ καὶ τὴν ἐπένδυση μὲ ψήγματα ἱστορίας τῆς ὑποστηριζόμενης ἰδεολογίας. Ἡ ἐπιστράτευση τοῦ μετέωρου στοχασμοῦ ὁδηγεῖ στὴν εἴσοδο τῆς μεταφυσικῆς στὴν ἱστοριογραφία, κάτι ἀνάλογο μὲ τὴν μεταφυσικὴ θεολόγηση χωρὶς δηλαδὴ τὴν θεοπτία. Τὸ κενὸ τῆς ἄγνοιας μάλιστα καλύπτεται μὲ ἐντυπωσιακὴ γλώσσα, κατὰ κανόνα ἀκατάληπτη, ποὺ δικαιώνει τὸν Σοφοκλῆ στὴν Ἀντιγόνη: «Οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοὶ» (στ. 709). Ἱστορικοὶ αὐτῆς τῆς ὁμάδας δὲν παραλείπουν νὰ ἐπικρίνουν εὐσυνείδητους ἐρευνητές, ὅπως ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης τοῦ χώρου μας , Καθηγητὴς Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπαντήσει στὶς αἰτιάσεις κάποιων κατηγόρων του: «Τότε ἀκόμη θ᾽ ἀποφύγουμε τὶς πολὺ συνηθισμένες στὸν τόπο μας πρόχειρες ἑρμηνεῖες, τὶς στηριγμένες σὲ φτωχὰ καὶ ἐλλιπῆ στοιχεῖα, ἢ τὶς ἀόριστες γενικότητες, ποὺ συχνὰ προβάλλονται μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἐκφράζουν τὴν φιλοσοφικὴ θεώρηση τῶν γεγονότων καὶ ὅτι μᾶς φέρνουν δῆθεν κοντὰ στὸ εἶναι, στὴν οὐσία τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα μᾶς ξεμακραίνουν πολὺ ἀπ᾽ αὐτήν. Γιατί στʼ ἀλήθεια πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ φιλόσοφοι, οἱ κοινωνιολόγοι ἢ οἱ κοινωνιολογοῦντες, οἱ οἰκονομολόγοι κ.λπ. νὰ μελετήσουν, νʼ ἀνατάμουν τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ οἰκονομία, χωρὶς νὰ ἔχουν γνωρίσει τὶς βάσεις της; Ἡ πορεία ποὺ ὀφείλουμε ν᾽ ἀκολουθήσουμε διαγράφεται καθαρά: μόνον ὅταν ἀποκτήσουμε ἐπακριβωμένες θετικὲς γνώσεις, τότε ἡ ἐνατένιση τῶν γεγονότων θὰ βασίζεται στὸ στερεὸ βάθρο καὶ θὰ κινῆται μέσα σ᾽ ἕνα γενικὸ πλαίσιο μὲ ρευστὰ βέβαια ὅρια, ἀλλὰ δὲν θὰ κινδυνεύει νὰ ἐκτραπεῖ σὲ προχειρολογία μὲ κυρίαρχο στοιχεῖο τὴν φαντασία… Εἶναι θλιβερὸ νʼ ἀναλογίζεται κανεὶς πόσο μᾶς στοίχισε κατὰ τὴν ροὴ τῶν αἰώνων ἡ ἔνδεια τῶν ἱστορικῶν γνώσεων». (Ἀπ. Ε. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 7).
5. Καθαρὴ ὅμως ἀναίρεση τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ ἰδεολογικὴ χρήση της συναρτώμενη μὲ τὴν Ἰδεολογικὴ ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν δεδομένων. Τότε ὅμως κάνουμε πολιτική, ὄχι ἱστορία. Σ᾽ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δεινοπαθεῖ συνήθως ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ σχέση της μὲ τὸ Ἔθνος καὶ τὴν ἐλευθερία του καὶ ὑποστυλώνεται ἡ προπαγάνδα. Δεινοπαθεῖ ὅμως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μὲ τὶς νέες περὶ ἔθνους ἰδέες, ποὺ προωθοῦνται ἀπὸ ξένους οἰκονομικοὺς παράγοντες ἀνήκοντες στοὺς κύκλους τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης, ὡς κίνησης πρὸς τὴν πλανητικὴ κοινωνία.
6. Αὐτὴ τὴν τάση ἐξυπηρετεῖ ἡ κίνηση τῶν τελευταίων δεκαετιῶν νὰ ξαναγραφεῖ ἡ Ἱστορία. Βεβαίως κάθε γενεὰ εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ξαναγράψει τὴν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους της, γιὰ τὴν ἐπανεκτίμησή της μὲ βάση τὰ νεώτερα πορίσματα τῆς ἔρευνας καὶ τὴν ἀνανέωση τῶν συμπερασμάτων. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μὲ βιασμὸ τῶν πηγῶν καὶ χειραγώγηση τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ μὲ τὴν διεύρυνσή της. Ἡ πληρέστερη γνώση τῶν ἀρνητικῶν δεδομένων τοῦ παρελθόντος μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴν βελτίωση τῶν σχέσεων καὶ ὄχι ἡ συγκάλυψή τους μὲ τὴν λήθη. Ἡ δημιουργία σχέσεων φιλίας προάγεται μόνο μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἀντικειμενικῶν πορισμάτων τῆς ἀπροκατάληπτης ἱστορικῆς ἐπιστήμης, θὰ ἐπιμείνουμε σ᾽ αὐτό, διότι τὸ αἴτημα νὰ ξαναγραφεῖ ἡ Ἱστορία κυριαρχεῖ σήμερα στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης. Τὸ πρόβλημα βιώθηκε ἀπὸ τὸν φοιτητικὸ κόσμο πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες στὸ πλαίσιο τῆς προϊούσας ἐπίθεσης κατὰ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, Τὸ 1962 ξέσπασε ὁ μεγάλος πράγματι ἀγώνας τῶν φοιτητῶν τῆς Θεολογίας Ἀθηνῶν–Θεσσαλονίκης, ποὺ ἐκράτησε ἐπὶ ἕνα ἑπτάμηνο (27.2 – 27.9) κλειστὲς τὶς δύο Θεολογικὲς Σχολές, ὅταν διαπιστώθηκε ἡ προσπάθεια συρρικνώσεως καὶ μειώσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μὲ τὸν –κατ᾽ ἀρχὰς ἐπιλεκτικὸ περιορισμὸ τῶν ὡρῶν διδασκαλίας ἀπὸ δίωρο σὲ μονόωρο σὲ κάποιους τύπους σχολείων μὲ πρόσχημα τὴν ἔνταξή μας στὴν Εὐρώπη (ΕΟΚ, τότε). Σημαντικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἡ φοιτητικὴ ἡγεσία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα διαπιστώσαμε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ποὺ ἔπρεπε νὰ πέσει θύμα τῆς μανίας τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης, ἀλλὰ γρήγορα θὰ ἐπεκτεινόταν ἡ πολεμικὴ αὐτὴ καὶ στὸ μάθημα τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Γλώσσας μας. Διότι τὰ τρία αὐτὰ μαθήματα, τὸ καθένα μὲ τὸν τρόπο του, συνιστοῦν τὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ κατανοήσεως καὶ ἑρμηνείας τοῦ πολιτισμοῦ μας, συμβάλλοντας συνάμα στὴν διατήρηση τῆς ἱστορικῆς μας συνέχειας καὶ κοινωνικῆς συνοχῆς. Ἀλλ᾽ αὐτὰ τὰ δύο μεγέθη εἶναι σήμερα τὸ «κόκκινο πανὶ» γιὰ τοὺς «ἐκσυγχρονιστὲς» ὅλων τῶν παρατάξεων, ποὺ προσπαθοῦν μὲ τὴν παρουσία τους στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης νὰ τὰ διαστρέψουν μέχρι νὰ τὰ καταστρέψουν. Τὴν σκοπιμότητα τῶν νεοεποχιτῶν συγγραφέων Ἱστορίας ὑποστυλώνει ἕνας «παγκόσμιος εἰρηνισμός», ποὺ ὑποστασιώνει τὴν ἄποψη, ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἀπάλειψη τῶν διαιρούντων καὶ ὁ τονισμὸς τῶν ἑνούντων, γιὰ νὰ ἀρθεῖ τὸ «μεσότειχον» (Ἐφ. 2,14) μεταξὺ ἐθνῶν καὶ ἀνθρώπων, ὑπὸ τὴν «προστασίαν» καὶ τὸν «ἔλεγχο» τοῦ Πλανητάρχη τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἢ ἐκείνων ποὺ κυβερνοῦν τὸν κόσμο πίσω ἀπὸ αὐτόν. Ἡ μέθοδος αὐτὴ τῆς προβολῆς τῶν ἑνούντων καὶ ὄχι τῶν διαιρούντων, ἐφαρμόζεται καὶ στὴν ἄλλη ὄψη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», στὸν θρησκευτικὸ–θεολογικό, τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο. Εἶναι γεγονός, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἴδιες ἐξουσιαστικὲς δυνάμεις, ἄλλα καὶ τὸ ἴδιο πνεῦμα διέπει καὶ τὶς δυὸ πλευρὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος στόχος, ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τῆς Ὑπερδύναμης καὶ τῆς Νέας Τάξης. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα «συνωστίζονται» τὰ σχολικὰ μαθήματα, ποὺ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν ταυτότητά μας. Τὸ περιεχόμενο, ἄλλωστε, αὐτῶν τῶν μαθημάτων εἶναι τὸ κύριο διαφοροποιητικὸ στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ μας ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῆς Φραγκοτευτονικῆς Δύσης. Δὲν θέλουν κάποιοι ἱστορικοί μας —καὶ ἴσως καὶ δὲν μποροῦν— νὰ κατανοήσουν, ὅτι γιὰ τὶς διχοστασίες καὶ διαιρέσεις δὲν πταίουν τὰ Θρησκευτικὰ καὶ ἡ Ἱστορία (τὸ παρελθὸν δηλαδή), ἄλλα ἡ πολιτική, οἱ προκλήσεις καὶ τὰ ἀνοσιουργήματα τῆς Ὑπερδύναμης καὶ τῶν συνεργῶν της. Οἱ ἁλώσεις τοῦ 1204 καὶ τοῦ 1453, οἱ ἐθνικοὶ διχασμοί μας ὡς τὸν 20ό αἰώνα, τὸ δράμα τῆς Κύπρου καὶ τὸ Σκοπιανό, δὲν λύνονται μὲ τὸ ξαναγράψιμο τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ μὲ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τῶν μηνυμάτων της. Ἐδῶ ὅμως γίνεται ἀληθινὴ «γενοκτονία», μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴ διάλυση τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων, μέσα ἀπὸ τὴν λοβοτόμηση τῆς ἐθνικῆς μνήμης καὶ τὴ διάσπαση τῆς ἐθνικῆς μας συνέχειας. Ἔτσι ὅμως δὲν ξαναγράφεται ἡ Ἱστορία, ἀλλὰ φιμώνονται, ὅπως εἴδαμε, οἱ πηγές, χωρὶς τὶς ὁποῖες δὲν γράφεται ἀληθινὴ Ἱστορία, ἀλλὰ μὶα ἀνύπαρκτη– κατασκευασμένη παρα–ἱστορία. Ἡ ἐπιστήμη τότε δίνει τὴ θέση της στὴν πολιτική. Τὸ προϊὸν αὐτῆς τῆς κίνησης εἶναι μία πραγματικὰ «ἱστορία τοῦ σωλήνα» ὡς «Κοινὴ ἱστορία τῶν Βαλκανίων». Ἐνδιαφέρον ὅμως εἶναι, ὅτι ἀνάλογες προσπάθειες στὴν ἄλλη Εὐρώπη δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτές. Ἡ Γαλλία, ἄλλωστε, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸν Ναπολέοντα καὶ ἡ Γερμανία ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαγγιστρωθεῖ ἀπὸ τὸ φάντασμα τοῦ Βίσμαρκ. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀπώθηση τοῦ κακοῦ στὴ λήθη μᾶς καταδικάζει νὰ ξαναζήσουμε συμφορές. Ἀντίθετα, ἡ πλήρης γνώση του ὁδηγεῖ στὴν ἐμπέδωση τῆς γνώσης καὶ τὴ δημιουργία ἑνιαίας συνείδησης. Τελικά, πιστεύω ὅτι μὲ ὁδηγὸ τὸν μεγάλο μας ἱστορικὸ Θουκυδίδη, ποὺ ἔχει, ὡς πρὸς τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας, διαχρονικὴ σημασία, ὀφείλει ἡ ἱστοριογραφία τοῦ παρόντος νὰ πορεύεται, ἐμπλουτίζοντας τὸ μέσα της καὶ ἀνανεώνοντας τοὺς στόχους της, χωρὶς νὰ ἀντιπαρέρχεται τὴν αἰώνια ἀρχή, ὅτι διαιώνια, ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων μένει πάντα ἡ αὐτή!
*Ἀνακοίνωση σὲ Ἡμερίδα (20.1.
2011) μὲ θέμα: «Εἶναι ἀναγκαῖο τὸ ξαναγράψιμο τῆς ἱστορίας σήμερα;».
Ἐπιτυγχάνεται, ἔτσι, ἕνας ἀπολογισμὸς τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ποὺ συμβάλλει στὴν κατανόηση τοῦ πῶς προέκυψε τὸ σήμερα. Κύριο, συνεπῶς, στοιχεῖο τῆς ἱστοριογραφίας δὲν εἶναι ἡ δικανικὴ κρίση τοῦ παρελθόντος καὶ ὁ ἐπιμερισμὸς τῶν εὐθυνῶν, ὥστε ἡ ἱστοριογραφία νὰ μεταβάλλεται σὲ δικαστήριο, ἀλλὰ ἡ ἑρμηνεία συμβάντων καὶ γεγονότων, θεωρουμένων μέσα ἀπὸ τὶς γενετικές τους σχέσεις. Ἤδη στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουν καταγραφεῖ, σ᾽ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, δύο καθαρὰ ἐπιστημονικὲς ἑρμηνευτικὲς ἀρχές: Λουκ. 10,26: «Ἐν τῷ νόμῳ ΤΙ γέγραπται, ΠΩΣ ἀναγινώσκεις;» (ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ πρὸς ἕναν νομικό). Κοντὰ στὸ ΤΙ, συνεπῶς τὸ γεγονὸς καθʼ αὐτὸ (das Ereignis an sich) ὑπάρχει καὶ τὸ ΠΩΣ τῆς ἀνάγνωσης, τῆς ἔρευνάς του, δηλαδὴ ἡ ἑρμηνεία καὶ κατανόησή του. Πράξ. 8,30: «Ἆρα γινώσκεις, ἃ ἀναγινώσκεις; (Ὁ Ἀπ. Φίλιππος πρὸς τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης). Πρόκειται καὶ ἐδῶ γιὰ τὴν ἀνάγκη κατανόησης, ποὺ προϋποθέτει τὴν ἑρμηνεία. Ἡ αὐθεντικὴ ἐπιστήμη συνεχίζει τὸν ἀτέρμονα αὐτὸν ἀγώνα τῆς ἑρμηνείας καὶ σὲ κάποιες περιπτώσεις καὶ ἐπανερμηνείας μὲ βάση τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν πηγῶν μὲ νέες ἀνακαλύψεις ἢ τὴν ἐκ νέου ἀναψηλάφηση τῶν γνωστῶν μὲ βάση τὴν αὐξημένη γνώση. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὅμως ἐντοπίζονται συμπτώματα παθολογικά, ὅπως τὰ ἀκόλουθα:
1. Ὁ ἀνεξέλεγκτος ὑποκειμενισμός:Ὁ Ἱστοριογράφος ἀπὸ τὴ θέση του γίνεται ὄχι μόνο κριτὴς ἄλλα καὶ κριτήριο τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος. Στὴν θεολογικὴ (κυρίως) ἑρμηνευτικὴ ἔχει καθιερωθεῖ ἕνας σπουδαῖος ὅρος μὲ καθολικὴ ἰσχύ: Εἶναι ὁ ὅρος Vorverstandnis (προ–κατανόηση, προκατάληψη), τὸ σύνολο δηλαδὴ τῶν ἐσωτερικῶν προϋποθέσεων, σύνολος ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ ἐρευνητῆ, ποὺ συνθέτει τὸ ἑρμηνευτικὸ πρίσμα θεώρησης τῶν πραγμάτων. Εἶναι, ἔτσι, κατανοητὸ ὅτι στὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν πνευματικῶν φαινομένων ἀπόλυτη ἀντικειμενικότητα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἀφοῦ δεδομένη πάντα σταθερὰ εἶναι ἡ προσωπικότητα τοῦ ἱστοριογράφου, ποὺ ἐνεργεῖ ὁριστικὰ —καὶ ἐν πολλοῖς αὐτόνομα— σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ἐρευνητικῆς του ἐργασίας μὲ καθοριστικὸ μάλιστα ρόλο. Ἀπὸ τὸ γνωσιακὸ καὶ ἰδεολογικό του πρίσμα ἐξαρτᾶται ἡ ἑρμηνεία τῶν δεδομένων τῆς ἔρευνάς του καὶ ἡ κατάστρωση τῶν πορισμάτων της. Ἔτσι ἐξηγοῦνται καὶ οἱ ἀποκλίσεις τῶν ἱστορικῶν στὴν προσέγγιση τῶν ἰδίων γεγονότων. Θὰ ὑπενθυμίζαμε ἐδῶ ἀνεκδοτολογικὰ τὴν γνωστὴ περιγραφὴ τοῦ ἐλέφαντα ἀπὸ τοὺς τέσσερις τυφλούς. Ὁ ὡς ἕνα δὲ σημεῖο ἀναπόφευκτος ὑποκειμενισμὸς τοῦ ἱστορικοῦ ἐρευνητῆ παίρνει διαστάσεις, ὅταν συνδέεται, ὅπως θὰ δοῦμε, μὲ ἐξωτερικὲς δεσμεύσεις.
2. Ἐκσυγχρονιστικὸς ἀναχρονισμός. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀναπτύσσεται αὐτὴ ἡ τάση. Πρόκειται γιὰ χρησιμοποίηση ἐννοιῶν καὶ ὅρων τῆς τρέχουσας ἐποχῆς γιὰ τὴ θεώρηση, τὴν περιγραφὴ καὶ ἑρμηνεία δεδομένων καὶ καταστάσεων παλαιοτέρων ἐποχῶν καὶ ἰδίως τῆς ἀρχαιότητας. Διαπράττεται δηλαδὴ ἡ ἑρμηνεία τοῦ παρελθόντος μὲ κριτήρια τοῦ παρόντος καὶ εἰσαγωγὴ ἀρχῶν καὶ κριτηρίων ἀγνώστων στὸν ἐπιστημονικὰ ἐρευνώμενο, ὑποτίθεται, χῶρο ἢ στὸ προσεγγιζόμενο πνευματικὸ φαινόμενο. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς λειτουργεῖ ἡ ἰδέα τῆς ἀέναης ἐπανάληψης καὶ ἀνακύκλησης, ποὺ ἀντιτίθεται στὴν ἔννοια τῆς ἐξέλιξης (ἱστορία !) «Κάθε ἱστορικὸ γεγονὸς ὅμως ἔχει πραγματικὰ τὴν ἀνεπανάληπτη ἱστορική του φυσιογνωμία». (Πρβλ. Mircea Eliade (Μετάφρ. Θεμ. Λαζάκη, Κόσμος καὶ Ἱστορία, ὁ μύθος τῆς ἀενάου ἐπαναλήψεως, Ἀθήνα 1966, σ. 43).
3. Ἐξαρτώμενος ἐκλεκτισμὸς στὸν χῶρο τῶν πηγῶν καὶ τῆς ὕλης:
Ἡ ἱστορία δὲν γράφεται χωρὶς γνώση τῶν πηγῶν, μέχρι μάλιστα τὴ μικρότερη λεπτομέρεια. Διαφορετικὰ συντίθεται μυθιστορία. Ἡ κριτικὴ καὶ συνδυαστικὴ χρήση τῶν πηγῶν ὑπόκειται σὲ κάθε ἄξιο λόγου ἱστορικὸ ἔργο. Συχνὰ ὅμως παρατηρεῖται ἀδιαφορία γιὰ κάποιες περιόδους ἢ χώρους. Λ.χ. ἀπὸ μοντερνίζοντες καὶ ἰδεολογικὰ ἐξαρτώμενους ἱστορικοὺς περιθωριοποιεῖται τὸ Βυζάντιο, λόγω τῆς σχέσης του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἢ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος διαχρονικά, στον ὁποῖο ὅμως μέχρι τὸν 19° αἰώνα γράφεται ἡ ἱστορία μας. Τρομερὲς συνέπειες ἔχει τὸ πράγμα στοὺς βυζαντινολόγους, ποὺ βλέπουν τὸ Βυζάντιο καὶ τὴν συνέχειά του μὲ ἀθεϊστικὲς προϋποθέσεις καὶ ἀποσιωποῦν ἢ παραμορφώνουν ἑρμηνευτικὰ τὰ πατερικὰ κείμενα, στερούμενοι τῶν προϋποθέσεων κατανόησής τους λόγω τῆς a priori ἀπορρίψεως τοῦ χώρου. Χάνεται ὅμως ἔτσι ἡ δυνατότητα καθολικῆς–σφαιρικῆς θεώρησης τῶν πραγμάτων. Ἔτσι προκύπτουν οἱ μονομερεῖς ἑρμηνεῖες καὶ στὴν οὐσία παρερμηνεῖες. Χαρακτηριστικὴ ἐξαίρεση, καὶ ἐπιβεβαίωση τοῦ προβλήματος, ὁ
ἀληθινὰ βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν, ποὺ μπόρεσε νὰ καταλάβει σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὸ Βυζάντιο, λόγω ἐπαρκοῦς γνώσης καὶ τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ τῆς θεολογίας του.
4. Μὲ τὸν ἐκλεκτισμὸ συνδέεται ἡ σκόπιμη ἀναπαραγωγὴ θέσεων παγιωμένων, χωρὶς τὴν διάθεση κριτικοῦ ἐλέγχου τους, γιὰ τὴν κατίσχυση τῆς παράταξης, στὴν ὁποία καὶ ὁ ἱστορικὸς ἀνήκει. Συναφὴς εἶναι ἡ ἀδιαφορία γιὰ ἔρευνα καὶ μάλιστα Ἀρχείων γιὰ τοὺς τελευταίους κυρίως αἰῶνες. Ἀπὸ τὸν δάσκαλό μου, ἀείμνηστο Νικόλαο Τωμαδάκη, ἔμαθα ὅτι γιὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἱστορία χωρὶς γνώση τῶν Ἀρχείων δὲν μπορεῖ νὰ γραφεῖ. Ἡ εὔκολη λύση εἶναι ἡ καταφυγὴ στὸν ἀνέρειστο στοχασμὸ καὶ τὴν ἐπένδυση μὲ ψήγματα ἱστορίας τῆς ὑποστηριζόμενης ἰδεολογίας. Ἡ ἐπιστράτευση τοῦ μετέωρου στοχασμοῦ ὁδηγεῖ στὴν εἴσοδο τῆς μεταφυσικῆς στὴν ἱστοριογραφία, κάτι ἀνάλογο μὲ τὴν μεταφυσικὴ θεολόγηση χωρὶς δηλαδὴ τὴν θεοπτία. Τὸ κενὸ τῆς ἄγνοιας μάλιστα καλύπτεται μὲ ἐντυπωσιακὴ γλώσσα, κατὰ κανόνα ἀκατάληπτη, ποὺ δικαιώνει τὸν Σοφοκλῆ στὴν Ἀντιγόνη: «Οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοὶ» (στ. 709). Ἱστορικοὶ αὐτῆς τῆς ὁμάδας δὲν παραλείπουν νὰ ἐπικρίνουν εὐσυνείδητους ἐρευνητές, ὅπως ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης τοῦ χώρου μας , Καθηγητὴς Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπαντήσει στὶς αἰτιάσεις κάποιων κατηγόρων του: «Τότε ἀκόμη θ᾽ ἀποφύγουμε τὶς πολὺ συνηθισμένες στὸν τόπο μας πρόχειρες ἑρμηνεῖες, τὶς στηριγμένες σὲ φτωχὰ καὶ ἐλλιπῆ στοιχεῖα, ἢ τὶς ἀόριστες γενικότητες, ποὺ συχνὰ προβάλλονται μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἐκφράζουν τὴν φιλοσοφικὴ θεώρηση τῶν γεγονότων καὶ ὅτι μᾶς φέρνουν δῆθεν κοντὰ στὸ εἶναι, στὴν οὐσία τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα μᾶς ξεμακραίνουν πολὺ ἀπ᾽ αὐτήν. Γιατί στʼ ἀλήθεια πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ φιλόσοφοι, οἱ κοινωνιολόγοι ἢ οἱ κοινωνιολογοῦντες, οἱ οἰκονομολόγοι κ.λπ. νὰ μελετήσουν, νʼ ἀνατάμουν τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ οἰκονομία, χωρὶς νὰ ἔχουν γνωρίσει τὶς βάσεις της; Ἡ πορεία ποὺ ὀφείλουμε ν᾽ ἀκολουθήσουμε διαγράφεται καθαρά: μόνον ὅταν ἀποκτήσουμε ἐπακριβωμένες θετικὲς γνώσεις, τότε ἡ ἐνατένιση τῶν γεγονότων θὰ βασίζεται στὸ στερεὸ βάθρο καὶ θὰ κινῆται μέσα σ᾽ ἕνα γενικὸ πλαίσιο μὲ ρευστὰ βέβαια ὅρια, ἀλλὰ δὲν θὰ κινδυνεύει νὰ ἐκτραπεῖ σὲ προχειρολογία μὲ κυρίαρχο στοιχεῖο τὴν φαντασία… Εἶναι θλιβερὸ νʼ ἀναλογίζεται κανεὶς πόσο μᾶς στοίχισε κατὰ τὴν ροὴ τῶν αἰώνων ἡ ἔνδεια τῶν ἱστορικῶν γνώσεων». (Ἀπ. Ε. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 7).
5. Καθαρὴ ὅμως ἀναίρεση τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ ἰδεολογικὴ χρήση της συναρτώμενη μὲ τὴν Ἰδεολογικὴ ἑρμηνεία τῶν ἱστορικῶν δεδομένων. Τότε ὅμως κάνουμε πολιτική, ὄχι ἱστορία. Σ᾽ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δεινοπαθεῖ συνήθως ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ σχέση της μὲ τὸ Ἔθνος καὶ τὴν ἐλευθερία του καὶ ὑποστυλώνεται ἡ προπαγάνδα. Δεινοπαθεῖ ὅμως καὶ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μὲ τὶς νέες περὶ ἔθνους ἰδέες, ποὺ προωθοῦνται ἀπὸ ξένους οἰκονομικοὺς παράγοντες ἀνήκοντες στοὺς κύκλους τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης, ὡς κίνησης πρὸς τὴν πλανητικὴ κοινωνία.
6. Αὐτὴ τὴν τάση ἐξυπηρετεῖ ἡ κίνηση τῶν τελευταίων δεκαετιῶν νὰ ξαναγραφεῖ ἡ Ἱστορία. Βεβαίως κάθε γενεὰ εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ξαναγράψει τὴν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους της, γιὰ τὴν ἐπανεκτίμησή της μὲ βάση τὰ νεώτερα πορίσματα τῆς ἔρευνας καὶ τὴν ἀνανέωση τῶν συμπερασμάτων. Αὐτὸ ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μὲ βιασμὸ τῶν πηγῶν καὶ χειραγώγηση τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ μὲ τὴν διεύρυνσή της. Ἡ πληρέστερη γνώση τῶν ἀρνητικῶν δεδομένων τοῦ παρελθόντος μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴν βελτίωση τῶν σχέσεων καὶ ὄχι ἡ συγκάλυψή τους μὲ τὴν λήθη. Ἡ δημιουργία σχέσεων φιλίας προάγεται μόνο μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἀντικειμενικῶν πορισμάτων τῆς ἀπροκατάληπτης ἱστορικῆς ἐπιστήμης, θὰ ἐπιμείνουμε σ᾽ αὐτό, διότι τὸ αἴτημα νὰ ξαναγραφεῖ ἡ Ἱστορία κυριαρχεῖ σήμερα στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης. Τὸ πρόβλημα βιώθηκε ἀπὸ τὸν φοιτητικὸ κόσμο πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες στὸ πλαίσιο τῆς προϊούσας ἐπίθεσης κατὰ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, Τὸ 1962 ξέσπασε ὁ μεγάλος πράγματι ἀγώνας τῶν φοιτητῶν τῆς Θεολογίας Ἀθηνῶν–Θεσσαλονίκης, ποὺ ἐκράτησε ἐπὶ ἕνα ἑπτάμηνο (27.2 – 27.9) κλειστὲς τὶς δύο Θεολογικὲς Σχολές, ὅταν διαπιστώθηκε ἡ προσπάθεια συρρικνώσεως καὶ μειώσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μὲ τὸν –κατ᾽ ἀρχὰς ἐπιλεκτικὸ περιορισμὸ τῶν ὡρῶν διδασκαλίας ἀπὸ δίωρο σὲ μονόωρο σὲ κάποιους τύπους σχολείων μὲ πρόσχημα τὴν ἔνταξή μας στὴν Εὐρώπη (ΕΟΚ, τότε). Σημαντικὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἡ φοιτητικὴ ἡγεσία αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα διαπιστώσαμε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ποὺ ἔπρεπε νὰ πέσει θύμα τῆς μανίας τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ καὶ τῆς παγκοσμιοποίησης, ἀλλὰ γρήγορα θὰ ἐπεκτεινόταν ἡ πολεμικὴ αὐτὴ καὶ στὸ μάθημα τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Γλώσσας μας. Διότι τὰ τρία αὐτὰ μαθήματα, τὸ καθένα μὲ τὸν τρόπο του, συνιστοῦν τὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ κατανοήσεως καὶ ἑρμηνείας τοῦ πολιτισμοῦ μας, συμβάλλοντας συνάμα στὴν διατήρηση τῆς ἱστορικῆς μας συνέχειας καὶ κοινωνικῆς συνοχῆς. Ἀλλ᾽ αὐτὰ τὰ δύο μεγέθη εἶναι σήμερα τὸ «κόκκινο πανὶ» γιὰ τοὺς «ἐκσυγχρονιστὲς» ὅλων τῶν παρατάξεων, ποὺ προσπαθοῦν μὲ τὴν παρουσία τους στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης νὰ τὰ διαστρέψουν μέχρι νὰ τὰ καταστρέψουν. Τὴν σκοπιμότητα τῶν νεοεποχιτῶν συγγραφέων Ἱστορίας ὑποστυλώνει ἕνας «παγκόσμιος εἰρηνισμός», ποὺ ὑποστασιώνει τὴν ἄποψη, ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἀπάλειψη τῶν διαιρούντων καὶ ὁ τονισμὸς τῶν ἑνούντων, γιὰ νὰ ἀρθεῖ τὸ «μεσότειχον» (Ἐφ. 2,14) μεταξὺ ἐθνῶν καὶ ἀνθρώπων, ὑπὸ τὴν «προστασίαν» καὶ τὸν «ἔλεγχο» τοῦ Πλανητάρχη τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἢ ἐκείνων ποὺ κυβερνοῦν τὸν κόσμο πίσω ἀπὸ αὐτόν. Ἡ μέθοδος αὐτὴ τῆς προβολῆς τῶν ἑνούντων καὶ ὄχι τῶν διαιρούντων, ἐφαρμόζεται καὶ στὴν ἄλλη ὄψη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», στὸν θρησκευτικὸ–θεολογικό, τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο. Εἶναι γεγονός, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἴδιες ἐξουσιαστικὲς δυνάμεις, ἄλλα καὶ τὸ ἴδιο πνεῦμα διέπει καὶ τὶς δυὸ πλευρὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος στόχος, ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τῆς Ὑπερδύναμης καὶ τῆς Νέας Τάξης. Σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα «συνωστίζονται» τὰ σχολικὰ μαθήματα, ποὺ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν ταυτότητά μας. Τὸ περιεχόμενο, ἄλλωστε, αὐτῶν τῶν μαθημάτων εἶναι τὸ κύριο διαφοροποιητικὸ στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ μας ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῆς Φραγκοτευτονικῆς Δύσης. Δὲν θέλουν κάποιοι ἱστορικοί μας —καὶ ἴσως καὶ δὲν μποροῦν— νὰ κατανοήσουν, ὅτι γιὰ τὶς διχοστασίες καὶ διαιρέσεις δὲν πταίουν τὰ Θρησκευτικὰ καὶ ἡ Ἱστορία (τὸ παρελθὸν δηλαδή), ἄλλα ἡ πολιτική, οἱ προκλήσεις καὶ τὰ ἀνοσιουργήματα τῆς Ὑπερδύναμης καὶ τῶν συνεργῶν της. Οἱ ἁλώσεις τοῦ 1204 καὶ τοῦ 1453, οἱ ἐθνικοὶ διχασμοί μας ὡς τὸν 20ό αἰώνα, τὸ δράμα τῆς Κύπρου καὶ τὸ Σκοπιανό, δὲν λύνονται μὲ τὸ ξαναγράψιμο τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ μὲ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τῶν μηνυμάτων της. Ἐδῶ ὅμως γίνεται ἀληθινὴ «γενοκτονία», μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴ διάλυση τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων, μέσα ἀπὸ τὴν λοβοτόμηση τῆς ἐθνικῆς μνήμης καὶ τὴ διάσπαση τῆς ἐθνικῆς μας συνέχειας. Ἔτσι ὅμως δὲν ξαναγράφεται ἡ Ἱστορία, ἀλλὰ φιμώνονται, ὅπως εἴδαμε, οἱ πηγές, χωρὶς τὶς ὁποῖες δὲν γράφεται ἀληθινὴ Ἱστορία, ἀλλὰ μὶα ἀνύπαρκτη– κατασκευασμένη παρα–ἱστορία. Ἡ ἐπιστήμη τότε δίνει τὴ θέση της στὴν πολιτική. Τὸ προϊὸν αὐτῆς τῆς κίνησης εἶναι μία πραγματικὰ «ἱστορία τοῦ σωλήνα» ὡς «Κοινὴ ἱστορία τῶν Βαλκανίων». Ἐνδιαφέρον ὅμως εἶναι, ὅτι ἀνάλογες προσπάθειες στὴν ἄλλη Εὐρώπη δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτές. Ἡ Γαλλία, ἄλλωστε, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπορρίψει τὸν Ναπολέοντα καὶ ἡ Γερμανία ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαγγιστρωθεῖ ἀπὸ τὸ φάντασμα τοῦ Βίσμαρκ. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀπώθηση τοῦ κακοῦ στὴ λήθη μᾶς καταδικάζει νὰ ξαναζήσουμε συμφορές. Ἀντίθετα, ἡ πλήρης γνώση του ὁδηγεῖ στὴν ἐμπέδωση τῆς γνώσης καὶ τὴ δημιουργία ἑνιαίας συνείδησης. Τελικά, πιστεύω ὅτι μὲ ὁδηγὸ τὸν μεγάλο μας ἱστορικὸ Θουκυδίδη, ποὺ ἔχει, ὡς πρὸς τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας, διαχρονικὴ σημασία, ὀφείλει ἡ ἱστοριογραφία τοῦ παρόντος νὰ πορεύεται, ἐμπλουτίζοντας τὸ μέσα της καὶ ἀνανεώνοντας τοὺς στόχους της, χωρὶς νὰ ἀντιπαρέρχεται τὴν αἰώνια ἀρχή, ὅτι διαιώνια, ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων μένει πάντα ἡ αὐτή!
*Ἀνακοίνωση σὲ Ἡμερίδα (20.1.
2011) μὲ θέμα: «Εἶναι ἀναγκαῖο τὸ ξαναγράψιμο τῆς ἱστορίας σήμερα;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου