Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Ο σύγχρονος «διάλογος της αγάπης», ο οποίος τελείται υπό την μορφήν γυμνού συναισθηματισμού, είναι εις την πραγματικότητα ολιγόπιστος άρνησις του σωτηριώδους αγιασμού του Πνεύματος και της πίστεως της Αληθείας (Β΄ Θεσ. 2,13), δηλαδή της μοναδικής σωτηριώδους «αγάπης της αληθείας» (αυτόθι 2,10).  Η ουσία της αγάπης είναι η αλήθεια, η αγάπη ζη και υπάρχει αληθεύουσα. Η αλήθεια είναι η καρδία εκάστης θεανθρωπίνης αρετής, επομένως και της αγάπης. Και εκάστη εξ αυτών κηρύττει και ευαγγελίζεται τον Θεάνθρωπον Κύριον Ιησούν ως τον μόνον ο οποίος είναι η σάρκωσις και η εικών της Θείας Αληθείας, δηλαδή της Παναληθείας. Εάν τυχόν θα ήτο η αλήθεια ό,τιδήποτε άλλο και όχι ο Θεάνθρωπος Χριστός, θα ήτο αύτη μικρά, ανεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τοιαύτη θα ήτο η αλήθεια, εάν ήτο νόημα, ιδέα, θεωρία, νους, επιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα. Ο άνθρωπος, η ανθρωπότης, ο κόσμος ή όλοι οι κόσμοι, ή οποιοσδήποτε ή ό,τιδήποτε ή όλα αυτά μαζί. Η αλήθεια όμως είναι Πρόσωπον και μάλιστα το Πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, και ως εκ τούτου είναι αθάνατος και μη πεπερασμένη, αιωνία. Διότι εις τον Κύριον Ιησούν η Αλήθεια και η Ζωή είναι ομοούσιοι: η Αλήθεια η αιώνιος και η Ζωή η αιώνιος (πρβλ. Ιω. 14,6   1,4. 17).
Εκείνος ο οποίος πιστεύει εις τον Κύριον Ιησούν αυξάνει ακαταπαύστως δια της Αληθείας Του εις τας θείας της απεραντοσύνας. Αυξάνει με όλον το είναι του, με όλην την διάνοιάν του, με όλην την καρδίαν και την ψυχήν του. Εν Χριστώ οι άνθρωποι ζώμεν «αληθεύοντες εν αγάπη», διότι μόνον ούτω δυνάμεθα να «αυξήσωμεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός» (Εφ. 4,15). Τούτο πραγματοποιείται πάντοτε «συν πάσι τοις αγίοις» (Εφ. 3,18), πάντοτε εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας, διότι άλλως δεν δύναται ο άνθρωπος να αυξάνη εις Εκείνον, «ος εστιν η κεφαλή» του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή εις τον Χριστόν.
Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητώς ή ασυνειδήτως ψεύδονται ο εις εις τον άλλον. Τοιούτος διάλογος είναι οικείος εις τον «πατέρα του ψεύδους», τον Διάβολον, «ότι ψεύστης εστίν και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8,44). Οικείος είναι και εις όλους τους εκουσίους ή ακουσίους συνεργάτας του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το καλόν των δια του κακού, να φθάσουν εις την «αλήθειάν» των με την βοήθειαν του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας. Άλλως τοιούτος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Όθεν και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12,9).
Ο αιρετικο-ουμανιστικός χωρισμός και η διαίρεσις της αγάπης και της αληθείας είναι σημείον ελλείψεως της θεανθρωπίνης πίστεως και της απολεσθείσης πνευματικής θεανθρωπίνης ισορροπίας και ορθοφροσύνης. Εν πάση περιπτώσει τούτο δεν ήτο ποτέ ούτε είναι η οδός των Πατέρων. Οι Ορθόδοξοι μόνον ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι «συν πάσι τοις αγίοις» εν τη αληθεία και εν τη αγάπη έχουν και αναγγέλουν, από της εποχής των Αποστόλων έως σήμερον, αυτήν την θεανθρωπίνην σωτηριώδη αγάπην προς τον κόσμον και προς όλα τα κτίσματα του Θεού. Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του συγχρόνου Οικουμενισμού πράττουν μόνον εν πράγμα: φέρουν εις φως τας φυματικάς ουμανιστικάς ρίζας των, δηλαδή την αρρωστημένην φιλοσοφίαν των και την κατ΄ άνθρωπον, «κατά την παράδοσιν των ανθρώπων» (Κολ. 2,8), ανίσχυρον ηθικήν των. Φανερώνουν επί πλέον την κρίσιν της ανθρωπιστικής πίστεώς των εις την αλήθειαν και την δοκητιστικήν αναισθησίαν των δια την ιστορίαν της Εκκλησίας, δηλαδή δια την αποστολικήν και καθολικήν συνέχειάν της, εν τη αληθεία και εν τη χάριτι. Ο δε αποστολικός αγιοπατερικός θεονούς και η ορθοφροσύνη ευαγγελίζονται δια του στόματος του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την εξής αλήθειαν της πίστεως: «Η γαρ πίστις βάσις εστί των μετ΄ αυτήν, ελπίδος λέγω και αγάπης, βεβαίως το αληθές υφεστώσα».(Μαξίμου Ομολογητού, PG  90,  c.  1189A.).

Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του αυτού Αγίου: «Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφων ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγόμενα εις εν; Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι, μη ούτω μανείην, αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών. Προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε και αγάπης θείας χωρισμόν το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν». (Μαξίμου Ομολογητού Επ. 12, PG  91,  c.  465C).

Δεν υπάρχουν σχόλια: