Στὸ χρυσορωχεῖο οὔτε τὴν πιὸ ἀσήμαντη φλέβα δὲ θὰ δεχόταν νὰ περιφρονήση κανένας
κι ἄς προξενῆ πολὺν κόπο ἡ ἔρευνά της. Ἔτσι καὶ στὶς θεῖες Γραφὲς δὲν εἶναι χωρὶς βλάβη νὰ προσπεράσης ἕνα γιῶτα ἤ μὰ κεραία. Ὅλα πρέπει νὰ ἐξετάζωνται. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὰ ἔχει πεῖ ὅλα καὶ τίποτα δὲν εἶναι ἀνάξιο σ’αὐτές. Πρόσεξε λοιπὸν τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς κι ἐδῶ: Αὐτὸ πάλι ἦταν τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴν Γαλιλαία. Καὶ δὲν πρόσθεσε βέβαι ἔτσι ἁπλᾶ τὴ λέξη «δεύτερο». Ἀλλὰ τονίζει ἀκόμα περισσότερο τὸ θαῦμα τῶν Σαμαρειτῶν. Δείχνει ὅτι, μόλο ποὺ ἔγινε καὶ δεύτερο σημεῖο, δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμα στὸ ὕψος ἐκείνων ποὺ τίποτα δὲν εἶδαν (τῶν Σαμαρειτῶν) αὐτοὶ ποὺ ἔχουν δεῖ πολλὰ καὶ θαυμάσει. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.
Η συνέχεια, "κλικ" πιο κάτω στο : Read more
Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, νομίζω, καὶ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα. Συστηματικὰ τὶς γιορτὲς βρίσκεται στὴν πόλη. Ἀπ’ τὴ μιὰ γιὰ νὰ φανῆ πὼς ἑορτάζει μαζί τους, ἀπ’ τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ τραβήξη κοντά του τὸν ἁπλὸ λαό. Γιατὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες γινόταν περισσότερη συρροὴ τῶν πιὸ ἁπλῶν. Ὑπάρχει στὰ Ἱεροσόλυμα ἡ προβατικὴ κολυμβήθρα, Βηθεσδὰ μὲ τὸ Ἑβραϊκὸ ὄνομά της, μὲ πέντε στοές. Σ’ αὐτὲς ἦσαν πεσμένοι ἄρρωστοι πλῆθος –κουτσοί, τυφλοί,
ξηροί, ποὺ
περίμεναν τὴν
ταραχὴ
τοῦ
νεροῦ. Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ τρόπος θεραπείας; Τίνος
μυστηρίου κάνει ὑπαινιγμό;
Αὐτὰ δὲν ἔχουν γραφῆ ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα ἀλλὰ εἰκονίζει καὶ ὑποτυπώνει ὅσα ἀνάγονται στὸ μέλλον. Μ’ αὐτὸν τὸ τρόπο, τὸ ὑπερβολικὸ παράδοξο, ὅταν συνέβαινε ὁλότελα ἁπροσδόκητα, δὲ θὰ κατάστρεφε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν πολλῶν τὴ δύναμη τῆς πίστης. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ εἰκονίζει; Σκόπευε νὰ δώση τὸ βάπτισμα ποὺ ἔχει πολλὴ δύναμη καὶ μεγάλη χάρη· τὸ βάπτισμα ποὺ ἀποπλύνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ ζωοποιεῖ τοὺς νεκρούς. Ὅπως λοιπὸν σὲ εἰκόνα, προδιαγράφονται αὐτὰ στὴν κολυμβήθρα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα. Καὶ πρῶτα ἔδωσε τὸ νερὸ ποὺ βγάζει τὰ στίγματα τῶν σωμάτων καὶ ποὺ δὲν εἶναι μιάσματα ἀλλὰ φαίνονται, ὅπως τὰ μολύσματα ἀπὸ κηδεῖες, ἀπὸ λέπρα καὶ ἄλλα τέτοια. Καὶ πολλὲς ἄλλες θεραπείες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ δῆ ποὺ πραγματοποιήθησαν μὲ νερό, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο. Ἀλλὰ ἄς μποῦμε στὸ θέμα μας. Πρῶτα λοιπὸν ὅπως εἶπα πρωτύτερα, μολυσμοὺς σωματικοὺς κι ἔπειται διάφορες ἄλλες ἀσθένειες κάνει νὰ θεραπεύονται μὲ νερό. Γιατὶ θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ὁδηγήση κοντύτερα στὴ δωρεὰ τοῦ βαπτίσματος δὲν θεραπεύει τοὺς μολυσμοὺς μονάχα ἀλλὰ καὶ τὶς ἀσθένειες. Γιατὶ οἱ πλησιέστερες πρὸς τὴν ἀλήθεια εἰκόνες καὶ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὸ πάθος καὶ τὰ ἄλλα ἦσαν καθαρώτερες ἀπὸ τὶς παλαιότερες. Γιατὶ ὅπως οἱ κοντινοὶ τοῦ βασιλιᾶ δορυφόροι εἶναι λαμπρότεροι ἀπὸ τοὺς πιὸ μακρινούς, ἔτσι γίνεται καὶ σχετικὰ μὲ τοὺς τύπους. Κι ὁ ἄγγελος κατεβαίνοντας ἀνατάραζε τὸ νερὸ καὶ τοῦ ἔδινε θεραπευτικὴ δύναμη, γιὰ νὰ μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων μπορεῖ νὰ θεραπεύση ὅλα τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ ὅπως ἐδῶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη δὲν ἦταν φυσικὴ ἰδιότητα τοῦ νεροῦ, γιατὶ τότε θὰ ἐκδηλωνόταν ἀδιάλειπτα, ἀλλὰ παρουσιαζόταν μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι καὶ πάνω σ’ ἐμᾶς δὲν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τὸ νερὸ ἀλλὰ ὅταν δεχτῆ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος τότε διαλύει ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Γύρω ἀπ’ αὐτὴ τὴν κολυμβήθρα κοίτονταν ἕνα μεγάλο πλῆθος ἅρρωστοι τυφλοί, κουτσοί,
λεπροί ποὺ
περίμεναν τὴν
ταραχὴ
τοῦ
νεροῦ
καὶ
τότε ἡ ἀσθένεια γινόταν ἐμπόδιο σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε νὰ θεραπευτῆ. Μὰ τώρα εἶναι κύριος ὁ καθένας νὰ προσέλθη. Γιατὶ δὲν ἀναταράζει κάποιος ἄγγελος ἀλλὰ εἶναι τῶν πάντων ὁ Κύριος αὐτὸς ποὺ τὰ ἐκτελεῖ ὅλα καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πῆ ὁ ἀσθενὴς «μόλις πάω νὰ κατεβῶ, ἄλλος κατεβαίνει πρὶν ἀπὸ μένα». Ἀλλά, κι ἄν ἔρθη ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ χάρη δὲ ξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια δαπανᾶται ἀλλὰ ἴδια καὶ ἀπαράλλακτη μένει ὅπως πρῶτα. Κι ὅπως οἱ ἡλιακὲς ἀκτῖνες καθημερινὰ δίνουν τὸ φῶς τους καὶ δὲν δαπανῶνται οὔτε λιγοστεύει ἡ λάμψη τους ἀπὸ τὴν ἄφθονη παροχή των, ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερον ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος δὲν ἐλαττώνεται μ’ ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ τὴν ἀπολαμβάνει. Αὑτὸ συνέβαινε, μὲ τὸ σκοπὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἔμαθαν ὅτι εἶναι δυαντὸ μὲ τὸ νερὸ νὰ θερπαυετοῦν πολλὰ σωματικὰ νοσήματα καὶ ἀσκήθηκαν στὴ γνώση αὐτὴ πολὺν καιρό, νὰ πιστέψουν εὔκολα ὅτι μπορεῖ νὰ θεραπεύση καὶ νοσήματα τῆς ψυχῆς. Καὶ γιατὶ τέλος πάντων ὁ Ἰησοῦς ἄφησε ὅλους τοὺς ἄλλους κι ἦρθε σ’ αὐτόν, ποὺ εἶχε τριάντα ὀκτῶ χρόνια καὶ γιατὶ τὸν ρώτησε ἄν θέλη νὰ γίνη ὑγιής. Ὄχι γιὰ νὰ μάθη, αὐτὸ ἦταν περιττό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη τὴ ὑπομονὴ τοῦ παραλυτικοῦ καὶ γιὰ νὰ καταλάβωμε ὅτι γι’ αὐτὸ ἄφησε τοὺς ἄλλους καὶ πῆγε σ’ αὐτόν. Κι ὁ ἀσθενὴς τοῦ ἀποκρίθηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Κύριε δὲν ἔχω κάποιον νὰ μὲ βάλη στὴν κολυμβήθρα, ὅταν ταραχθῆ τὸ νερὸ. Κι ἐνῶ πηγαίνω ἐγώ, κατεβαίνει ἄλλος πρὶν ἀπὸ μένα». Γι’ αὐτὸ ρώτησε, ἄν θέλη νὰ γίνη γερός. Γιὰ νὰ πληροφορηθοῦμε αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν τοῦ εἶπε, θέλεις νὰ σὲ κάμω καλά; -Γιατὶ
δὲν
φανταζόταν ἀκόμα
τίποτα σπουδαῖο γι’ αὐτὸν-ἀλλὰ θέλεις νὰ γίνης καλά; Ξαφνιάζεται ὁ καρτερικὸς παράλυτος. Ἔχοντας τριάντα ὀκτὼ ἔτη τὴ ἀσθένεια καὶ κάθε χρόνο ἐλπίζοντας ὅτι θὰ γλύτωνε ἀπ’ αὐτή, ἔμενε μόνιμα ἐκεῖ καὶ δὲν ἀπομακρυνόταν. Χωρὶς τὴν καρτερία του ἄν ὄχι τὰ περασμένα, δὲν θὰ ἦσαν ἱκανὰ τὰ μέλλοντα νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ κεί; Σκέψου σὲ παρακαλῶ πῶς ἦταν φυσικὸ καὶ οἱ ἄλλοι ἄρρωστοι νὰ εἶναι ἥσυχοι. Γιατὶ μήτε ἡ ὥρα δὲν ἦταν φανερὴ ποὺ ταραζόταν τὸ νερό. Καὶ στὸ κάτω-κάτω οἱ κουτσοὶ καὶ οἱ κουλλοὶ μποροῦσαν νὰ παρατηρήσουν. Οἱ τυφλοὶ ὅμως δὲν ἔβλεπαν. Ἴσως τὸ καταλάβαιναν ἀπὸ τὸ θόρυβο.
Ἄς
νιώσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ντροπὴ κι ἄς στενάξουμε γιὰ τὴν πολλὴ ἀδιαφορία
μας. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἔμεινε στὸ ἴδιο μέρος ἐκεῖνος καὶ, μ’ ὅλο ποὺ δὲν
πετύχαινε ὅ,τι ἤθελε, δὲν ἀπομακρυνόταν. Καὶ δὲν πετύχαινε ὄχι ἀπὸ ἀδιαφορία δικὴ του ἀλλὰ γιατὶ τὸν
ἐμπόδιζαν καὶ τὸν παραμέριζαν οἱ ἄλλοι. Κι ὅμως δὲν ἀπογοητευόταν. Ἐμεῖς ὅμως δέκα μέρες, ἄν μείνωμε κάπου
καὶ παρακαλέσωμε γιὰ κάτι χωρὶς νὰ πετύχουμε στὸ τέλος βαρυόμαστε νὰ δείξωμε
τὸν ἴδιο ζῆλο.
Καὶ στοὺς ἀνθρώπους κάποτε μένουμε κοντὰ τὸσο διάτημα ὑποφέροντας τὶς
ταλαιπωρίες τῆς ἐκστρατείας καὶ ἐκτελῶντας ἐργασίες δουλοπρεπεῖς, χωρὶς νὰ
ἐκπληρώνεται πολλὲς φορὲς ἡ ἐλπίδα μας. Στὸν Κύριο ὅμως τὸ δικό μας, ὅπου θὰ πάρωμε ὁπωσδήποτε
μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς κόπους μας ἀμοιβὴ - ἡ ἐλπίδα γράφει, δὲν ἀπογοητεύει- δὲν
θέλομε νὰ μείνωμε κοντά του μὲ τὸ ζῆλο ποὺ πρέπει. Πόση τιμωρία ἁρμόζει σ’ αὐτὴ τὴ στάση;
Ἀλλὰ κι ἄν δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πάρουμε τίποτα, αὐτὴν τὴν ἀδιάκοπη συνομιλία μαζί
του δὲν ἔπρεπε νὰ τὴ θεωροῦμε ἄξια ἄπειρων ἀγαθῶν; Ἀλλὰ εἶναι κουραστικὴ ἡ
ἀδιάκοπη προσευχή; Ἀλλὰ καὶ ποιά ἀρετὴ δὲν εἶναι κοπιαστική; Κι αὐτὴ εἶναι ἡ
μεγάλη ἀπορία: ὅτι μαζὶ μὲ τὴν κακία κληρώθηκε ἡ εὐχαρίστηση, ἐνῶ μὲ τὴν ἀρετὴ
ὁ πόνος. Πολλοὶ ἀναζητοῦν τὴν αἰτία. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ζωὴ ἐλεύθερη ἀπὸ φροντίδες
καὶ κόπους. Ἡ ἀργία ὡδήγησε στὴ διαστροφὴ καὶ χάσαμε τὸν παράδεισο. Γι’ αὐτὸ ἔκαμε ἐπίπονη τὴ ζωή μας, σὰν νὰ
δικαιολογοῦνταν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων λέγοντας· σᾶς ἔβαλα μέσα στὴ τρυφή, ἀλλὰ ἡ ἀπιστία σᾶς ἔκαμε
χειρότερους.
Γι’ αὐτὸ διέταξα νὰ δοκιμάζετε τὸν πόνο καὶ τὸν ἱδρῶτα. Ἐπειδὴ ὅμως οὔτε αὐτὸς
ὁ πόνος δὲν συγκράτησε τὸν ἄνθρωπο, μᾶς ἔδωσε νόμο μὲ πολλὲς ἐντολὲς βάζοντάς
μας, ὅπως στὸ δύσκολο ἄλογο, δεσμὰ καὶ χαλινάρια. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ ἀλογοδαμαστές. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἐπίπονη ἡ ζωή μας. Ἡ ζωὴ ἡ χωρὶς κόπος συνήθως διαφθείρει. Ἡ
φύση μας δὲν δέχεται τὴν ἀργία, εὔκολα κλίνει στὴν κακία. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι δὲν
ἔχει ἀνάγκη ἁπὸ κόπους ὁ φρόνιμος καὶ ἐνάρετος γενικά, ἀλλὰ ἐπιτυγχάνουν τὸ
κάθε τι ἀκόμα καὶ κοιμισμένοι. Τὴν ἄνεση ποὺ θὰ προέκυπτε ποὺ θὰ τὴν
χρησιμοποιούσαμε; Ὄχι στὴν ἀνοησία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια;
Ἀλλὰ
γιατὶ ἔχει συζευχθῆ μὲ τὴν κακία πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ μὲ τὴν ἀρετὴ πολὺ κόπος
καὶ ἱδρῶτας; Καὶ τὶ χάρη θὰ εἶχε καὶ τὶ μισθὸ θὰ ἔπαιρνε, ἄν τὸ πρᾶγμα δὲν ἦταν
κοπιαστικό; Ἔχω νὰ σᾶς δείξω πολλοὺς ποὺ ἀποστρέφονται ἐκ φύσεως τὸ γάμο καὶ
τὸν ἀποφευγουν μὲ σιχαμάρα.
Αὐτοὺς θὰ τοὺς ποῦμε φρόνιμους καὶ θὰ τοὺς στεφανώσωμε καὶ θὰ τοὺς ἀνακηρύξωμε
πανηγυρικά;
Καθόλου.
Γιατὶ ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐγκράτεια καὶ ὑπερίσχυση πάνω στὶς ἡδονὲς ὕστερα ἀπὸ
μάχη.
Καὶ τὰ πολεμικὰ τρόπαια εἶναι λαμπρότερα, ὅταν οἱ ἀγῶνες εἶναιι σκληροὶ, ὄχι ὅταν οἱ ἀντίπαλοι δὲν
ἀντιστέκονται. Εἶναι πολλοὶ νωθροὶ ἀπὸ τὴ φύση. Αὐτοὺς δὲ θὰ τοὺς ποῦμε
ἐνάρετους.
Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀναφέροντας τρεῖς τρόπους εὐνουχισμοῦ τοὺς δύο τοὺς ἀφήνει
ἀβράβευτους καὶ τὸν ἕναν μόνο βραβεύει μὲ τὴ βασιλεία. Σᾶς λέω καὶ γιατὶ χρειάζεται ἡ κακία. Ποιός ἄλλος εἶναι ὁ δημιουργὸς τῆς κακίας
ἀπὸ τὴ θεληματικὴ ἀδιαφορία; Κι οἱ ἀγαθοὶ ἔπρεπε νὰ εἶναι μόνοι. Ποιό εἶναι τὸ
γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ νηφαλιότητα καὶ ἡ ἀγρυπνία ἤ ὁ ὕπνος καὶ τὸ ροχαλητό;
Καὶ γιατὶ φαινόταν γιὰ ἀγαθὸ τὸ νὰ ἐπιτυγχάνης χωρὶς κόπο; Φέρνεις ἐνστάσεις ποὺ θὰ ἔφερναν ζωντανὰ καὶ λαίμαργοι
ἄνθρωποι ποὺ νομίζουν Θεὸ τὴν κοιλιὰ τους. Ἀποκρίσου μου ὅτι αὐτοὶ εἶναι λόγοι
ἀδιαφορίας. Ἄν ὑπάρχη βασιλέας
καὶ στρατηγός, κι ἐνῶ ὁ βασιλιὰς κοιμᾶται καὶ μεθᾶ, ὁ στρατηγὸς μὲ ταλαιπωρίες
τὴν ἕκτη ὥρα στήνει τὰ τρόπαια, σὲ ποιὸν θὰ ἀπέδιδες τὴν νίκη; Βλέπεις ὅτι ἡ
ψυχὴ κλίνει σ’ ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον κοπίασε; Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς
ἀρετῆς τὴ συνώδεψε μὲ κόπους, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἐξοικειώση τὴν ψυχὴ μ’ αὐτή. Γι’ αὐτὸ τὴν ἀρετὴ κι ἄν ἀκόμα δὲν τὴν
πραγματοποιήσωμε τὴ θαυμάζομε, ἐνῶ τὴν κακία μ’ ὅλη τὴ γλυκύτητα τὴν
καταδικάζουμε.
Κι ἄν ἐρωτήσης, γιατὶ δὲ θαυμάζομε πιὸ πολὺ τοὺς ἐκ φύσεως ἀγαθοὺς ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ εἶναι ἀγαθοὶ μὲ τὴν θέλησή τους; Ἐπειδὴ εἶναι δίκαιο νὰ προτιμᾶται αὐτὸς
ποὺ κοπιάζει. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τώρα κοπιάζομε; Ἐπειδὴ τὴν ἔλλειψη τοῦ κόπου
δὲν τὴν ἐκρατήσαμε ὅπως ἔπρεπε.
Κι ἄν τὸ καλοεξετάση κανένας, ἡ ἀργία πάντα μᾶς ἔβλαψε καὶ δημιούργησε πολὺν
κόπο.
Κι ἄν θέλης, ἄς κλείσσουμε κάποιον σ’ ἕνα σπίτι κι ἄς ἱκανοποιοῦμε μόνο τὴ λαιμαργία του, χωρὶς νὰ τὸν
ἀφήσουμε οὔτε νὰ βαδίζη οὔτε στὴν ἐργασία νὰ τὸν βγάζουμε. Ἀλλὰ ἄς χαίρεται τὸ
φαγητὸ καὶ τὸν ὕπνο κι ἄς γλεντᾶ ἀδιάκοπα. Ὑπάρχει ἀθλιώτερη ζωὴ ἀπ’ αὐτὴν;
Εἶναι ἄλλο ὅμως νὰ ἐργάζεσαι καὶ ἄλλο νὰ κοπιάζης. Ἦταν στὸ χέρι μας τότε νὰ
ἐργαζώμαστε χωρὶς κόπους. Μὰ εἶναι δυνατό; Βέβαια εἶναι, κι αὐτὸ θέλησε ὁ Θεός,
ἀλλὰ δὲν τὸ ἐβαστάξαμε ἐμεῖς. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔβαλε νὰ καλλιεργοῦμε τὸν Παράδεισο,
ὁριζοντάς μας τὴν ἐργασία χωρὶς νὰ ἀναμείξη τὸν κόπο. Γιατὶ βέβαια ἄν ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε ἀπὸ τὴν
ἀρχὴ δὲν θὰ πρόσθετε ἔπειτα τὸν κόπο σὰν τιμωρία. Γιατὶ εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐργάζεται κανεὶς καὶ νὰ μὴν κοπιάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι; Γιὰ νὰ πεισθῆτε ὅτι
ἐργάζονται, ἀκοῦστε τί λέγει: Μποροῦν μὲ τὴ δύναμή τους νὰ ἐκτελέσουν τὸ λόγο
του. Τώρα ἡ ἔλλειψη τῆς δυνάμεως προξενεῖ πολλὴ κούραση· τότε ὅμως αὐτὸ δὲ γινόταν. Αὐτὸς ποὺ μπῆκε
στὴν περίοδο τῆς ἀναπαύσεως του, ἀναπαύθηκε λέει, ἀπὸ τὰ ἔργα του, ὅπως ἀπὸ τὰ
δικὰ του ὁ Θεός. Ἐδῶ δὲν ἐννοεῖ ἀργία ἀλλὰ ἔλλειψη κόπου. Γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ τώρα
ἀκόμη ἐργάζεται καθὼς λέγει ὁ Χριστός· Ὁ Πατέρας μου ὡς τώρα ἐργάζεται κι ἐργάζομαι κι ἐγώ. Γι’ αὐτὸ συμβουλεύω ἀφοῦ ἐγκαταλείψετε
κάθε ἀδιαφορία νὰ ζηλέψετε τὴν ἀρετή. Γιατὶ ἡ εὐχαρίστηση τῆς κακίας εἶναι
σύνοτομη ἐνῶ ἡ λύπη παντοτινή· τῆς ἀρετῆς ἀντίθετα, ἀγέραστη εἶναι ἡ χαρὰ καὶ
πρόσκαιρος ὁ κόπος. Ἡ ἀρετὴ ξεκουράζει τὸν ἐργάτη της καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ βράβευσή
του, συντηρῶντας τον μὲ τὶς ἐλπίδες, ἐνῶ ἡ κακία τιμωρεῖ τὸν δικὸ της ἐργάτη,
πιέζοντας τὴ συνείδηση καὶ τρομοκρατῶντας την καὶ προδιαθέτοντας σὲ ὑποψία
ἐναντίον ὅλων. Κι αὐτὰ βέβαια ἀπὸ πόσους κόπους καὶ ἱδρῶτες εἶναι χειρότερα. Κι
ἄν στὴ θέση τους ὑπῆρχε μόνο εὐχαρίστηση, τί χειρότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὴν
εὐχαρίστηση αὐτή; Τὴν ἴδια ὥρα φανερώνεται καὶ μαραμένη χάνεται καὶ φεύγει πρὶν
τὴν πιάση κανένας, κι ἄν πῆς τὴν ἀπόλαυση τῶν σωμάτων ἤ τοῦ γλεντιοῦ ἤ τῶν
χρημάτων·
δὲν παύουν νὰ γερνοῦν καθημερινά. Κι ὅταν ἡ ἡδονὴ συνεπάγεται κόλαση καὶ
τιμωρία ποιὸς θὰ ἦταν πιὸ ἀξιολύπητος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπιδιώκουν; Ἄς τὰ
ξέρωμε αὐτὰ κι ἄς ὐποφέρωμε τὰ πάντα γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἔτσι θὰ χαροῦμε
καὶ τὴν ἀληθινὴ ἀπόλαυση μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Μαζὶ μ’ ἐκεῖνον καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι ἡ δόξα στοὺς
αἰῶνες. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου