Ιωάννης ο μέγας Πρόδρομος και Βαπτιστής του Κυρίου ήτο υιός Ζαχαρίου του Αρχιερέως και της Ελισάβετ, εξ επαγγελίας του Αρχαγγέλου Γαβριήλ γεννηθείς, απεκεφαλίσθη δε σήμερον υπό του Ηρώδου Αντύπα, διότι ήλεγχεν αυτόν δια την παράνομον μίξιν μετά της Ηρωδιάδος. Ούτος εμαρτυρήθη υπό του Δεσπότου Χριστού, ότι είναι ο μέγιστος πάντων των εκ κοιλίας μητρός εξελθόντων και ο εκλεκτότατος των Προφητών. Ούτος εσκίρτησεν εκ κοιλίας μητρός του, εκήρυξε δε τον Χριστόν και εις τους ζώντας εν τη γη άνω και εις τας ψυχάς των τεθνεώτων εν τω Άδη κάτω.
Ούτος είναι ο μέγας Ιωάννης εκείνος, ο οποίος ήτο ενδεδυμένος την αγιότητα εκ κοιλίας μητρός του, ο οποίος είχεν εγκάτοικον εν τη ψυχή του την παρθενίαν και καθαρότητα, και ηγάπησεν εγκαρδίως την σωφροσύνην, ο οποίος ήσκεισε την νηστείαν και ατροφίαν και κακουχίαν και έγινεν αλλότριος πάσης συναναστροφής μετά των ανθρώπων, ο οποίος κατώκησεν εις την έρημον, και συνανεστρέφετο μετά των αγρίων θηρίων, και εκαλύπτετο με τρίχας καμήλου και έζωνε την οσφύν του με ζώνην δερματίνην, ο οποίος είχε τροφήν ετοίμην και αυτοσχέδιον ως τα πετεινά, και ο οποίος ηξιώθη να υπερβή τους όρους της φύσεως, και να βαπτίση τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν τον πάσης επέκεινα φύσεως. Αυτός, ο τοσούτος και τηλικούτος Άγιος, επειδή εμελέτα πάντοτε τον θείον Νόμον, όλα τα του κόσμου ενόμιζε δεύτερα και κατώτερα της τηρήσεως του θείου Νόμου. Ο δε Ηρώδης, τετράρχης ων της Ιουδαίας, καθό ασελγέστατος και ακόλαστος άνθρωπος, ήλθεν εις αθεμίτους σχέσεις μετά της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του Φιλίπου, εν ω ούτος αφ’ ενός μεν έζη εισέτι, αφ’ ετέρου δε είχε και θυγατέρα μετ’ αυτής, αι παραβάσεις δε αύται αμφότεραι ήσαν εναντίαι του θείου Νόμου. Όθεν ο μέγας Πρόδρομος, υπό ενθέου ζήλου κινηθείς και οπλισθείς τα όπλα της αληθείας, έλεγε προς τον ασελγή βασιλέα: «Δεν σοι είναι επιτετραμμένον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου». Μη υποφέρων δε τον έλεγχον τούτον ο Ηρώδης έδεσε τον χαριτώνυμον Ιωάννην και έρριψεν αυτόν εν τη φυλακή, παρακινούμενος εις ταύτα υπό της ακολάστου και μοιχαλίδος Ηρωδιάδος. Εορταζομένης λοιπόν υπό του Ηρώδου και των αρχόντων της επετείου ημέρας της γεννήσεώς του παρετέθη τράπεζα και έγινε φιλήδονον συμπόσιον, καθ’ ό ο Ηρώδης εξώκειλεν εις μέθην και αφροσύνην, επειδή δε εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος έμπροσθεν του βασιλέως, αντημείφθη δια τον άσεμνον χορόν της με τον φόνον, φεύ! του μεγάλου Προφήτου. Πάραυτα λοιπόν εφέρθη εν τω μέσω της τραπέζης επί πινακίου η προδρομική κεφαλή του δικαίου, εισέτι αιμοσταγής, και ωσεί ελέγχουσα σιωπηλώς τον Ηρώδην· εδόθη δε εις την ακόλαστον και μοιχαλίδα γυναίκα. Ταύτα δε εγίνοντο εν Σεβαστουπόλει, ήτις απέχει της Ιερουσαλήμ μιάς ημέρας διάστημα, ένθα και ο μετά τον Ηρώδην τετράρχης έκτισε τα βασιλικά του παλάτια, και το ρηθέν προφητοκτόνον συμπόσιον ετελέσθη. Το πάντιμον δε και άγιον σώμα του μεγάλου Προδρόμου εκηδεύθη εκεί υπό των ιδίων του μαθητών, οίτινες ήλθον και ήραν αυτό και έθηκαν εν Μνημείω (Μάρκου στ: 21-29), ευλαβώς και εντίμως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω προφητικώ του Ναώ τω κειμένω εις τόπον καλούμενον Φαρακίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου