Ὑπόµνηµα διὰ τὴν ἀπόρριψιν τοῦ συνοδικοῦ κειµένου «σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον» του πατέρα Θεόδωρου Ζήση

Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁµότιµος Καθηγητής Α.Π.Θ.

1ον
1. Πρῶτοι χωρὶς ἴσους οἱ Προκαθήµενοι. Ὑποκαθιστοῦν τὸ σῶµα τῶν Ἐπισκόπων
Ἐπὶ ἕνα αἰώνα σχεδιάζουν καὶ προσπαθοῦν ἐξωεκκλησιαστικὰ κέντρα νὰ προωθήσουν τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουµενισµὸ καὶ νὰ τὸν νοµιµοποιήσουν χρησιµοποιώντας ἡγετικὲς µορφὲς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, κληρικοὺς καὶ θεολόγους, οἱ ὁποῖοι εἴτε συνειδητὰ καὶ ἐκ πεποιθήσεως εἴτε ἀπὸ ἄγνοια καὶ καλὴ πρόθεση, συµµαχοῦν καὶ συνεργάζονται στὴν ἐκθεµελίωση τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν παρεµπόδιση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδὴ παρὰ τὶς προσπάθειές τους δὲν ἔχουν καταφέρει σηµαντικὰ ἀποτελέσµατα, ὅπως οἱ ἴδιοι ὁµολογοῦν, ἔχουν ἐναποθέσει τώρα τὶς ἐλπίδες τους καὶ πράττουν τὸ πᾶν µὲ ταπεινωτικὲς ὑποχωρήσεις καὶ παραχωρήσεις, ἀντισυνοδικὲς καὶ ἀπολυταρχικὲς µεθοδεύσεις, ὥστε πάσῃ θυσίᾳ νὰ συνέλθει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος καὶ νὰ ἐπιβάλει θεσµικὰ καὶ ἐπίσηµα τὸν ἀπορριπτόµενο ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωµα παναιρετικὸ Οἰκουµενισµό. Κανένας ὅµως µὲ ὀρθόδοξη εὐαισθησία καὶ αὐτοσυνειδησία δὲν µπορεῖ νὰ ἀµφισβητήσει τὸν ὁρισµὸ ποὺ ἔδωσε γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος µὲ θεῖο φωτισµὸ περιέγραψε προφητικὰ τὸν µεγάλο αὐτὸ κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἡ Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸν παραθέτουµε: «Ὁ Οἰκουµενισµὸς εἶναι κοινὸν ὄνοµα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισµούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς ∆υτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑµανισµῶν, µὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισµόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισµοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ µία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνοµά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»1 . Κανένας ἐπίσης, πολὺ περισσότερο, δὲν µπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν ἀρνητικὴ στάση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις, στοὺς αἱρετικοὺς καὶ ψευδοδιδασκάλους, οὔτε νὰ γκρεµίσει τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας µὲ µία διεύρυνσή τους, ὥστε µέσα τους νὰ περιληφθοῦν ὡς ἐκκλησίες καὶ οἱ αἱρέσεις, κατόπιν δὲ καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες, γιὰ νὰ ἱδρυθεῖ, ἡ πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ ἀντὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας νὰ ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀπώλεια. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ ζήτηµα εἶναι πολὺ σοβαρὸ µὲ ἀνυπολόγιστες σωτηριολογικὲς συνέπειες, οἱ δὲ κίνδυνοι κρύβονται κάτω ἀπὸ τὰ ἀπατηλὰ συνθήµατα τῆς ἀγάπης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἑνότητος, τῆς εἰρήνης, ὡσὰν νὰ ἐστεροῦντο αὐτὲς τὶς ἀρετὲς οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ποὺ κατεδίκασαν καὶ ἀναθεµάτισαν µὲ αὐστηρότητα τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικούς, πρέπει νὰ ἐξετάσουµε µὲ ἀκρίβεια καὶ ὑπευθυνότητα, ἂν ἡ µέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀκολουθεῖ αὐτὴν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ γραµµὴ ἢ πορεύεται ἐπὶ ἄλλης ὁδοῦ ξένης καὶ ἀλλοτρίας.
Τελευταῖος σταθµὸς στὴν ἀσυνήθιστα µακρὰ πορεία τῆς Συνόδου, ποὺ καὶ µόνο γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ µᾶς ἐµβάλει σὲ ἀνησυχίες, γιατὶ εἶναι πρωτόγνωρη στὴν συνοδικὴ ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἡ Σύναξη τῶν Προκαθηµένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἄγνωστος καὶ ἀµάρτυρος θεσµός, ποὺ ὑποκαθιστᾶ τὴν συνοδικὴ λειτουργία τοῦ σώµατος τῶν ἐπισκόπων, ἡ ὁποία συνῆλθε στὸ Σαµπεζὺ τῆς Γενεύης (21- 28 Ἰανουαρίου, 2016), καὶ ἀπὸ τὰ δέκα θέµατα ποὺ εἶχαν προετοιµασθῆ νὰ ἀπασχολήσουν τὴν Σύνοδο ἐπέλεξε, χωρὶς τὴν γνώµη τῶν τοπικῶν συνόδων, ἀλλὰ µὲ πρωτεῖο ἐξουσίας τῶν προκαθηµένων (primi sine paribus), νὰ ἔλθουν στὴν Σύνοδο τὰ ἕξι: α) Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσµο, β) Ἡ Ὀρθόδοξος ∆ιασπορά, γ) Τὸ Αὐτόνοµον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ δ) Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάµου καὶ τὰ κωλύµατα αὐτοῦ ε) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήµερον καὶ στ) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸ κόσµον. ∆ὲν θὰ ἐξηγήσουµε, γιατὶ κυριολεκτικὰ τὴν τελευταία στιγµὴ ἀφαιρέθηκε τὸ θέµα τοῦ Ἡµερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου, ποὺ καὶ µόνο του, ὡς φλέγον καὶ ἐπεῖγον, θὰ δικαιολογοῦσε τὴν τάχιστη σύγκληση Οἰκουµενικῆς Συνόδου, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ τραῦµα καὶ τὸ σχίσµα ποὺ προκάλεσε ἡ µονοµε- ρής, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡµερολογιακὴ µεταρρύθµιση στὴν ὁποία προέβη τὸ 1924 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, µὲ τὴν σύµφωνη γνώµη µόνον τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου. Αὐτὸ θὰ ἀποτελέσει θέµα τῆς εἰσηγήσεώς µας στὴν προγραµµατισθεῖσα καὶ ἐξαγγελθεῖσα ἐπιστηµονική - θεολογικὴ Ἡµερίδα, ποὺ συνδιοργανώνουν στὸν Πειραιᾶ, στὶς 23 Μαρτίου τρέχοντος ἔτους, Ἱερὲς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν2 . Οὔτε θὰ ἀσχοληθοῦµε µὲ τὴν ἀποτίµηση τῶν ἄλλων θεµάτων, ποὺ ἀναφέρονται στὸν ἐσωτερικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοροῦν στὸ ἦθος καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, µολονότι καὶ εἰς αὐτὰ ὑπάρχουν ἀστοχίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπισηµάνθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, παρέµειναν ὅµως ἀδιόρθωτες. 2. Πρῶτο σὲ σηµασία καὶ κινδύνους τὸ θέµα: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον» Θὰ ἐπικεντρώσουµε τὸ ἐνδιαφέρον µας στὸ ἕκτο καὶ τελευταῖο, ἀλλὰ πρῶτο σὲ σηµασία καὶ ἐπικινδυνότητα θέµα ποὺ τιτλοφορεῖται «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον», διότι ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Συνόδου γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιστρέφεται, αὐτὸ τὸ θέµα εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς Συνόδου. Μὲ συνηθισµένη λαϊκὴ ἔκφραση θὰ λέγαµε ὅτι «αὐτὸ εἶναι ὅλα τὰ λεφτά»· ὅλη ἡ ἀξία ἢ ἀπαξία τῆς Συνόδου θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις ποὺ θὰ πάρει ἐπὶ τοῦ συγκεκριµένου κειµένου, ἂν θὰ ἀναγνω ρισθεῖ ὡς µία Ὀρθόδοξη Σύνοδος ποὺ συνεχίζει τὴν γραµµὴ τῶν προηγουµένων συνόδων ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις ἢ ἂν θὰ εἶναι µία ψευδοσύνοδος, ὅπως τόσες ἄλλες στὸ παρελθόν, ποὺ θὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώµατος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὅµως προηγουµένως προκαλέσει διαιρέσεις καὶ σχίσµατα. Ἂν τὸ προσυνοδικὸ κείµενο παραµείνει καὶ ἐγκριθεῖ ὡς ἔχει, θὰ συµβεῖ µὲ βεβαιότητα τὸ δεύτερο· καὶ ἐξηγούµεθα. Ὁ τίτλος τοῦ θέµατος ἐν πρώτοις «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον» ἐκκλησιολογικὰ δὲν εἶναι ἀκριβής. Ἐκκλησιολογικὰ ἀκριβὴς θὰ ἦταν ὁ τίτλος «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκοµένους αἱρετικούς». Ἂν γιὰ λόγους ποιµαντικῆς διακρίσεως καὶ εὐγενείας, δὲν θέλαµε νὰ χαρακτηρίσουµε τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς ὡς αἱρετικοὺς καὶ νὰ γκρεµίσουµε τὶς γέφυρες τῆς προσέγγισης καὶ τοῦ διαλόγου, µολονότι ἡ καλύτερη καὶ πιὸ ἀποτελεσµατικὴ µέθοδος διαλόγου εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅπως ἔπρατταν ὁ Κύριος, οἱ ῞Αγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐνῶ τὰ ἄλλα εἶναι κοσµικὴ καὶ ὑποκριτικὴ διπλωµατία, θὰ µπορούσαµε νὰ ποῦµε «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκοµένους Χριστιανούς». Ἡ παράλειψη τοῦ ἐπιθέτου «Ὀρθοδόξου» δὲν σηµαίνει ὅτι στεροῦµε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ γνώρισµα τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο· ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ὀρθόδοξη, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε δὲν τὸ περιέλαβαν οἱ Πατέρες τῆς Β´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου στὸ ἐκκλησιολογικὸ ἄρθρο τοῦ Συµβόλου τῆς Πίστεως. Βοηθεῖ ὅµως ἡ παράλειψη νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι µία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες «Ἐκκλησίες», ποὺ χαρακτηρίζονται µὲ ἄλλα ἐπίθετα ὅπως «Καθολικὴ Ἐκκλησία», «Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία», «Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία», «Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἀλλὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ µοναδικὴ καὶ µόνη ἀληθὴς Ἐκκλησία, κατὰ τὴν σύµφωνη καὶ ἀστασίαστη γνώµη τῶν Ἁγίων. ∆ὲν ὑπάρχουν ἄλλες ἐκκλησίες ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διακριτικὴ ἐπίσης καὶ εὐγενικὴ φράση «πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκοµένους Χριστιανούς» δὲν ἔχει ἐκκλησιολογικὸ πρόβληµα, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούµενο στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο: Νὰ δείξει ὅτι ὑπάρχουν ὅρια στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅσοι εὑρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτά, γιὰ νὰ γίνουν µέλη τῆς Ἐκκλησίας, µέλη τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ εὑρεθοῦν ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν ὡς πλανηθέντα πρόβατα εἰς τὴν µίαν ποίµνην, ὑπὸ τὸν ἕνα ποιµένα Χριστόν, νὰ ἐπανέλθουν καὶ νὰ ἑνωθοῦν µὲ τὴν Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ὅπως εὐχόµαστε οἱ ἱερεῖς µετὰ τὸν καθαγιασµὸ τῶν Τιµίων ∆ώρων στὴν λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. «Τοὺς πεπλανηµένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ Ἁγίᾳ Σου, Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Πουθενὰ στὰ ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ κείµενα δὲν ὑπάρχει ἡ ἰσοπεδωτικὴ οἰκουµενιστικὴ εὐχὴ καὶ ἐπιθυµία γιά «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνωµένη, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι κάτι ζητούµενο, ἀλλὰ εἶναι δεδοµένη· ὑπάρχει ὡς ζητούµενο ἡ «ἕνωση µὲ τὴν Ἐκκλησία» τῶν ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκοµένων αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, καὶ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε κατ᾽ ἀκρίβειαν νὰ ἐκφράζει ὁ τίτλος τοῦ προσυνοδικοῦ κειµένου: «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκοµένους αἱρετικούς». Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἄλλη οἰκουµενιστικὴ παγίδα ἢ κουτσουλιὰ στὸν τίτλο τοῦ προσυνοδικοῦ κειµένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον». Ὡς εὐρύτερη ἑνότητα θεωρεῖται ὄχι ἡ Καθολική, ἡ οἰκουµενικὴ Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκουν ὅλα τὰ ὑγιῆ µέλη, ἀλλὰ ὁ «Χριστιανικὸς κόσµος»· αὐτοῦ τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης ἕνα µέρος εἶναι ἡ «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» καὶ πρέπει νὰ δοῦµε ποιὲς εἶναι οἱ σχέσεις της πρὸς τὸν «λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον», ποὺ παρουσιάζεται ἔτσι οὐδέτερα καὶ ἰσοπεδωτικά. 3. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀνατροπὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος διεκδικεῖ πανορθόδοξη ἔγκριση Αὐτὴ ἡ οὐδέτερη καὶ ἰσοπεδωτικὴ ἐκκλησιολογία, ἄγνωστη στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, µὲ ἀνατροπὴ ὅλης τῆς προηγουµένης Παραδόσεως καὶ µὲ καύχηση µάλιστα τῶν Οἰκουµενιστῶν κληρικῶν καὶ θεολόγων γι᾽ αὐτὴν τὴν νέα θεώρηση3 . Μέχρι τότε ἀρχῆς γενοµένης ἀπὸ τοῦ Μ. Φωτίου καὶ σταθερὰ ἀπὸ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Γρηγόριο Παλαµᾶ καὶ Μᾶρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικὸ ὁ Παπισµὸς θεωρεῖται ὡς αἵρεση, ἐν πρώτοις µὲ τὴν συνοδικὴ καταδίκη τοῦ Filioque ἀπὸ τὴν Η´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο τοῦ 879, τὴν ὁποία ὑπέγραψαν καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ πάπα, ἀπὸ τὴν σύµφωνη καὶ ὁµόφωνη γνώµη ὅλων τῶν µετὰ ταῦτα Ἁγίων Πατέρων (Consensus Patrum) ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλῆθος πατριαρχικῶν καὶ συνοδικῶν κειµένων καὶ ἀποφάσεων ποὺ ἐγράφησαν καὶ ἐλήφθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν 19ο αἰώνα µὲ πανορθόδοξη σύνθεση. Τὸ ἴδιο, κατὰ µείζονα λόγο, ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Προτεσταντισµό, ποὺ ὡς τέκνο τοῦ Παπισµοῦ κουβαλάει πολλὲς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις του, ἐγέννησε ὅµως µετὰ τὴν αὐτονόµησή του ἄλλες µεγαλύτερες. Γιὰ τοὺς Μονοφυσίτες, ποὺ τοὺς ὡραιοποιήσαµε ὡς Ἀνατολικοὺς Ὀρθοδόξους, Προχαλκηδόνιους κ.τ.λ., καὶ µόνον ὡς αἱρετικοὺς δὲν τολµοῦµε πλέον νὰ τοὺς ὀνοµάσουµε, ὑπάρχουν ἀµετάκλητες καὶ ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουµενικῶν Συνόδων καὶ γενικὴ συµφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν καµµία νέα θεώρηση καὶ ἀλλαγή. Καὶ ὅµως ἡ Κωνσταντινούπολη ἔκανε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ µὲ δύο πατριαρχικὰ καὶ συνοδικὰ κείµενα, ἕνα τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶµ Γ´ τοῦ 1902 καὶ τὸ πιὸ ἀνατρεπτικὸ ἐκεῖνο τῆς πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1920 µὲ τοποτηρητὴ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Προύσης ∆ωρόθεο. Ἀποφεύγεται πλέον ἡ χρήση τῶν λέξεων αἵρεση καὶ αἱρετικοὶ τῶν προηγουµένων αἰώνων. Τὸ κείµενο τοῦ 1902 ζητᾶ ἀπὸ τοὺς προκαθηµένους τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν νὰ σκεφθοῦν «περὶ τῶν ἐν τῷ παρόντι καὶ τῷ µέλλοντι σχέσεων ἡµῶν µετὰ τῶν δύο µεγάλων τοῦ χριστιανισµοῦ ἀναδενδράδων, τῆς δυτικῆς δηλονοῦν καὶ τῆς τῶν διαµαρτυροµένων Ἐκκλησίας» καί «πῶς ἂν εἴη δυνατὸν προλειάναι τῆς πρὸς τοιοῦτο τέρµα ἄγουσαν, ἀνώµαλον, τόγε νῦν, ὁδόν, ἐξευρεῖν τε σηµεῖα συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς ἢ καὶ ἀµοιβαίων θεµιτῶν παροράσεων»4 . Τὸ κείµενο τοῦ 1920 προχωρεῖ πολὺ περισσότερο. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι, ἀκόµη καὶ ἐξ ἀρχῆς, ἀναγνωρίζει ἐκκλησια στικότητα στὶς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας χριστιανικὲς κοινότητες, διότι ἀπευθύνεται «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», περιλαµβάνοντας ὅλη τὴν πανσπερµία τῶν αἱρέσεων µέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐπιπροσθέτως ὀνοµάζει καὶ τὶς ἐκ τῆς ∆ύσεως «ἐκκλησίες» σεβάσµιες, καὶ πιστεύει ὅτι «ἐπιβάλλεται ἵνα ἀναζωπυρωθῇ καὶ ἐνισχυθῇ πρὸ παντὸς ἡ ἀγάπη µεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, µὴ λογιζοµένων ἀλλήλας ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ᾽ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ “συγκληρονόµους καὶ συσσώµους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ”»5 . Πλήρης παραδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν αἱρέσεων ὡς συγγενεῖς τῆς Ἐκκλησίας καὶ συγκληρονόµους τῆς σωτηρίας, µὲ παρερµηνεία τοῦ παρατιθεµένου χωρίου τοῦ Ἀποστόλου Παύλου6 . Ἀπὸ τὸ πρῶτο οἰκουµενιστικὸ κείµενο τοῦ 1902 πέρασαν 114 χρόνια καί 96 ἀπὸ τοῦ 1920, καὶ ὅµως αὐτὴ ἡ ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας δὲν κατορθώθηκε ἐπισήµως. Αὐτὸ ἐπιχειρεῖται τώρα στὴν συγκαλούµενη Ἁγία, καὶ Μεγάλη Σύνοδο ποὺ µέχρι τώρα διαψεύδει τὴν ὀνοµασία της· δὲν εἶναι οὔτε Ἁγία διότι δὲν ἀκολουθεῖ τοὺς Ἁγίους, οὔτε Μεγάλη, διότι δὲν ἐκπροσωπεῖ οὔτε τὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων οὔτε τὴν καθολικὴ συνείδηση τῶν πιστῶν. 4. Προέλευση τοῦ συνοδικοῦ κειµένου καὶ κρυφὲς ἐπιδιώξεις του Ἂς δοῦµε ὅµως πῶς προέκυψε τὸ συζητούµενο κείµενο καὶ ποιὲς εἶναι οἱ κρύφιες καὶ συγκεκαλυµµένες ἐπιδιώξεις του, οἱ νεοποχίτικες ἀσάφειες καὶ ἀντιφάσεις, ἡ ἀπουσία σα- φοῦς καὶ ἀκριβοῦς λόγου, ὥστε ἡ ἀσάφεια νὰ ἐπιτρέπει ποικιλία ἐπιθυµητῶν ἑρµηνειῶν καὶ στοχεύσεων. Ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος ∆ιάσκεψις ποὺ συνῆλθε στὴν Γενεύη (28 Ὀκτωβρίου-6 Νοεµβρίου 1986), στὴν ὁποία ἔλαβε µέρος καὶ ὁ γράφων ὡς σύµβουλος τῆς ἀντιπροσωπίας τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου, ὑπῆρξε ὁµολογουµένως ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπιτυ- χεῖς καὶ ἀποδοτικὲς ∆ιασκέψεις, διότι προετοίµασε τὰ τέσσερα ἀπὸ τὰ δέκα θέµατα τῆς Συνόδου µὲ τὴν διατύπωση καὶ ἔκδοση τῶν σχετικῶν κειµένων: α) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήµερον, β) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον, γ) Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις καὶ δ) Ἡ συµβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης µεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καὶ λοιπῶν διακρίσεων. Τὰ τέσσερα κείµενα παραπέµπονται τώρα στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ὡς τρία, µὲ συγχώνευση τῶν δύο καὶ ἀλλαγὴ τίτλου στὸ τέταρτο. Τὸ δ´ κείµενο «Ἡ συµβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης κ.τ.λ» ἄλλαξε τίτλο καὶ παραπέµπεται τώρα ὡς «Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ». Τὸ κείµενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις» συγχωνεύθηκε κακῶς µὲ τὸ κείµενο «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον». Γιατί ἔγινε αὐτὴ ἡ συγχώνευση; Ἦταν λανθασµένη ἡ προηγουµένη ἐξέταση τῶν σχέσεων µὲ κάθε «ἐκκλησία» ξεχωριστά, περιλαµβάνουσα καὶ τὴν ἀποτίµηση τῶν διµερῶν θεολογικῶν διαλόγων, καὶ ξεχωριστὰ µὲ τό «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τοὺς ἐντὸς αὐτοῦ πολυµερεῖς διαλόγους; Τὰ δύο κείµενα ἀπὸ τῆς ὑπογραφῆς τους µέχρι σήµερα (1986-2016), ἐπὶ τριάντα ἔτη, ἔχουν ἀποκτήσει µία ταυτότητα ξεχωριστὴ καὶ ἔχουν γίνει ἐπ᾽ αὐτῶν ποικίλες παρατηρήσεις, θετικὲς καὶ ἀρνητικές. Γιὰ ποιό λόγο ἑνοποιήθηκαν; Στὶς ἐπὶ µέρους ἐκκλησίες ὑποβλήθηκαν καὶ ὑπῆρχαν ἐπὶ ἔτη ὡς ξεχωριστὰ κείµενα. Ζητήθηκε ἡ γνώµη τῶν ἐκκλησιῶν γιὰ τὴν ἑνοποίησή τους; Πολὺ περισσότερο µάλιστα, ὅταν ἐνηµερώνονται προσφάτως οἱ ἱεραρχίες τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν γιὰ τὰ δύο κείµενα καὶ γνωρίζουν δύο ξεχωριστὰ κείµενα, ὅπως ἔγινε µὲ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὁποία ἐνηµέρωσε στὶς 8 Ὀκτωβρίου 2014 ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστοµος, ἐκπρόσωπος τῆς ἐν λόγῳ Ἐκκλησίας στὶς προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ ∆ιασκέψεις µὲ ἐκτενῆ εἰσήγηση καὶ θέµα «Ἐνηµέρωσις περὶ τῆς Μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Οἱ ἀρχιερεῖς ἀπέκτησαν µίαν εἰκόνα ἀπὸ τὰ δύο κείµενα τελείως διαφορετική, µὲ µεγαλύτερη πληρότητα, γιὰ τοὺς διεξαγόµενους θεολογικοὺς διαλόγους καὶ τό «Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἀπὸ αὐτὴν ποὺ παρουσιάζει τώρα τὸ νέο κουτσουρεµένο, ἐλλιπὲς καὶ ὡραιοποιηµένο κείµενο. Γιατὶ στὸ παρὰ πέντε τὴν τελευταία στιγµή, στὸ πιὸ κρίσιµο κείµενο τῆς Συνόδου ἔγιναν αὐτὲς οἱ ἐπεµβάσεις, χωρὶς τὴν γνώµη τῶν ἐκκλησιῶν; ∆ὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὲς φιλολογικὲς ἢ ἐννοιολογικὲς παρεµβάσεις καὶ διορθώσεις, ἀλλὰ γιὰ ἀλλαγὴ τοῦ κειµένου µὲ προσθῆκες καὶ ἀφαιρέσεις ὁλοκλήρων σελίδων καὶ παραγράφων, µὲ στόχο τὸ κρίσιµο αὐτὸ κείµενο νὰ περάσει εὐκολώτερα, καὶ νὰ ἐπικυρωθεῖ θεσµικὰ καὶ ἐπίσηµα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ. Καὶ ποιά εἶναι ἡ αἰτιολογία τῆς κολοβώσεως τοῦ σηµαντικοῦ αὐτοῦ κειµένου ποὺ δὲν πείθει οὔτε καὶ πολλοὺς ἐκ τῶν Οἰκουµενιστῶν; Ὁ µητροπολίτης Περγάµου Ἰωάννης, πρόεδρος τὰ τελευταῖα χρόνια τῶν προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ ∆ιασκέψεων στὴν εἰσήγησή του «Περὶ τῆς πορείας τῆς προετοιµασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ποὺ παρουσίασε στὴν Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου (29.8.2015) στὸ Φανάρι, δὲν δίδει καµµία ἐξήγηση· λέγει ἁπλῶς ὅτι «Ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπεφάσισε νὰ συνενώση τὸ κείµενο τοῦτο µετὰ τοῦ προηγουµένου ὡς ἐκ τῆς συγγενείας τοῦ περιεχοµένου των», ἐνῶ δὲν πρόκειται περὶ ἁπλῆς συνενώσεως, ἀλλὰ περὶ οὐσιαστικῶν ἀφαιρέσεων καὶ προσθηκῶν. Ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστοµος, ὁ ὁποῖος ἐνθουσιαστικὰ καὶ ὀρθοδοξώτατα παρουσίασε τὰ δύο κείµενα στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2014, µέχρι σηµείου κάποιοι ἀρχιερεῖς νὰ σχηµατίσουν τὴν γνώµη ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἐνηµερώσεως, ὅτι «πάει, πέθανε ὁ Οἰκουµενισµός», οὔτε ἀντέδρασε οὔτε ἐνηµέρωσε τὴν Ἱεραρχία γιὰ τὶς οὐσιαστικὲς ἀλλαγὲς στὸ κείµενο. Ἁπλῶς, σὲ εἰσήγηση ποὺ ἔκανε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βλατάδων, ὅπου συνεκλήθη συνέδριο µὲ θέµα «Πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» (3-5 ∆εκεµβρίου 2015), δικαιολογώντας τὴν συγχώνευση τῶν δύο κειµένων εἶπε: «Εἰς τὰ πλαίσια τῆς ἐπικαιροποιήσεως τῶν ἀπόψεων καὶ θέσεων ἐθεωρήθη ὀρθότερον ἡ ἑνοποίηση τῶν δύο κειµένων, ἐνῶ δὲν ἐτέθησαν παράγραφοι τῶν δύο προηγουµένων κειµένων, αἱ ὁποῖαι ἀναφέρονταν εἰς τὰς δράσεις καὶ εἰς τὰς ἐνεργείας ἐνίων ὀργάνων, κυρίως τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ εἰς τὴν περιγραφικὴν πορείαν τῶν διαφόρων ∆ιµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων. Ἡ ἀπάλειψις αὕτη ἐγένετο, διότι ἐθεωρήθησαν πλέον αἱ συγκεκριµέναι παράγραφοι ὡς ἁπλαὶ καὶ µόνον ἱστορικαὶ ἀναφοραί, αἱ ὁποῖαι δὲν προσέφερόν τι τὸ σηµαν- τικὸν ὡς πρὸς τὴν µελλοντικὴν θεώρησιν καὶ ἀξιοποίησιν πανορθοδόξως τοῦ νέου κειµένου». Τὸ ἑνοποιηµένο κείµενο ἑτοίµασε ἡ «Εἰδικὴ ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή» ποὺ ἐπραγµατοποίησε τὴν Α´ Συνάντηση στὸ Σαµπεζὺ τῆς Γενεύης ἀπὸ 29 Σεπτεµβρίου ἕως 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 2014, τὸ ἐνέκρινε δὲ καὶ τὸ ὑπέγραψε ἡ Ε´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015), ὅπως µᾶς πληροφορεῖ ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας στὴν ἀναφερθεῖσα εἰσήγησή του στὸ συνέδριο τῆς Μονῆς Βλατάδων, ἀλλὰ καὶ ἄλλες πηγές. Ἐξ αὐτῶν γεννῶνται πολλὰ ἐρωτήµατα γιὰ τὸν τρόπο τῆς προσυνοδικῆς ἐργασίας στὴν τελευταία φάση, ποὺ ἔγινε ἡ δῆθεν ἐπικαιροποίηση, διόρθωση καὶ βελτίωση τῶν κειµένων. Ὁµολογεῖται ἐν πρώτοις ἀπὸ τὸν µητροπολίτη Μεσσηνίας ὅτι ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τὸ κείµενο οἱ παράγραφοι ποὺ ἀφοροῦσαν στοὺς Θεολογικοὺς ∆ιαλόγους καὶ στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν, καὶ αὐτὸ ἦταν, κατὰ τὴν γνώµη µας ὁ κύριος στόχος τῶν ἀλλαγῶν, ὅπως θὰ δοῦµε στὴν συνέχεια. Προκύπτει, ὅµως καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ἔχει σχέση µὲ τὴν σοβαρότητα καὶ ὑπευθυνότητα τῶν προσώπων ποὺ µᾶς ἐκπροσωποῦν στὶς Προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ ∆ιασκέψεις. Ἡ κολόβωση τῶν δύο κειµένων καὶ ἡ συγχώνευσή τους σὲ ἕνα ἔγινε στὴν Α´ Συνάντηση τῆς Εἰδικῆς ∆ιορθόδοξης Ἐπιτροπῆς (29 Σεπτεµβρίου-4 Ὀκτωβρίου 2014). Ἀµέσως µετά, πρὶν στεγνώσει ἡ µελάνη, ὅπως λέγαµε παλαιότερα, στὶς 8 Ὀκτωβρίου, τέσσερις µόλις ἡµέρες µετά, ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας ἐνηµέρωσε τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν πορεία τῆς Συνόδου, καί, ἐνῶ µόλις εἶχε ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Α´ Συνάντηση τῆς Εἰδικῆς ∆ιορθόδοξης Ἐπιτροπῆς, ὅπου κολοβώθηκαν καὶ ἑνοποιήθηκαν τὰ κείµενα, ἀπέκρυψε τὸ γεγονὸς καὶ παρουσίασε ξεχωριστὰ τὰ κείµενα µὲ ἀπαξιωτικὲς καὶ ὀρθὲς παρατηρήσεις γιὰ τοὺς Θεολογικοὺς ∆ιαλόγους, οἱ ὁποῖες ὅµως πλέον δὲν εἶχαν καµµία ἀξία, ἀφοῦ τὰ περὶ Θεολογικῶν ∆ιαλόγων εἶχαν ἀπαλειφθῆ. Ἴσως βέβαια αὐτὸ ἔγινε, διότι ὅλα αὐτὰ δὲν εἶχαν ἀκόµη ὁριστικοποιηθῆ καὶ ἐγκριθῆ ἀπὸ τὴν ἀναµενόµενη Ε´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (Ὀκτώβριος 2015). Εἶχε ὅµως ὑποχρέωση νὰ ἐνηµερώσει τὸ σῶµα τῆς Ἱεραρχίας, γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν ἐπὶ τῶν ἀλλαγῶν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ὥστε νὰ µεταφέρει τὶς ἐνδεχόµενες ἀντιδράσεις στὴν Ε´ Προσυνοδικὴ ∆ιάσκεψη καὶ ἀναλόγως νὰ ληφθοῦν οἱ ἀποφάσεις, πρᾶγµα ποὺ δὲν ἔγινε καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἐπὶ περιφρονήσει καὶ ὑποτιµήσει, πολλαπλῶς, τοῦ σώµατος τῶν ἐπισκόπων. Πρὸς τὶ ὅµως αὐτὴ ἡ ἀπόκρυψη, παραπληροφόρηση καὶ παραπλάνηση τῶν ἐπισκόπων;

Σηµειώσεις: 1. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, (τώρα Ἁγίου) Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224. 2. Συνδιοργανώνουν τὴν Ἡμερίδα οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων, Πειραιῶς καὶ ἡ Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν. 3. Ὁ Μ. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης, στὸ ἔργο του «Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη. Ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα (Ἐκδόσεις «Τέρ- τιος», Κατερίνη 1989) ἀναφερόμενος στὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1902 ἐκτιμᾶ ὅτι «στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀποτελεῖ τὴν πρώτη, στὸν εἰκοστὸ αἰώνα, ἐκδή- λωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος». Χρησιμοποιώντας δὲ ἔκφραση τοῦ καθηγητοῦ Γερ. Κονιδάρη καμαρώνει ὅτι εἶναι «γραμμένη μὲ νέον πνεῦμα» (σελ. 25). Τὸ ἴδιο πράττει μὲ λιγώτερο διπλωματικὴ γλώσσα καὶ ἡ Εὐαγγελία Βαρελλᾶ. Στὴ διδακτορική της διατριβή «Διορθόδοξοι καὶ Οἰκουμενικαὶ Σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸν Κ´ αἰῶνα» (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 58, Θεσσαλονίκη 1994) ἐκτιμᾶ ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ τέμνουν «νέας ὁδούς» ποὺ καταλήγουν στὴν ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» καὶ ὅτι ἐγκαταλείπονται ἡ «μισαλλοδοξία» καί «προκαταλήψεις αἰώνων» (σελ. 159). 4. Βλ. Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 2ος, Graz - Austria 1968, σελ. 1036-1037. 5. Αὐτόθι, σελ. 1056 «Μετὰ πόθου ἐκζητοῦντες καὶ ἀπεκδεχόμενοι τὴν κρίσιν καὶ τὴν γνώμην καὶ τῶν λοιπῶν τῶν τε κατὰ τὴν Ἀνατολὴν ἀδελφῶν καὶ τῶν ἐν τῇ Δύσει καὶ ἁπανταχοῦ σεβασμίων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» (Αὐτό- θι). 6. Ἐφ. 3, 6.

2ον
5. Ἡ πανθοµολογούµενη ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων Οἱ οὐσιαστικοὶ λόγοι τῆς ἑνοποιήσεως καὶ συγχωνεύσεως τῶν δύο κειµένων εἶναι προφανεῖς. Ἂν τὰ δύο κείµενα παρέµεναν, ὅπως τὰ εἶχε καλῶς προετοιµάσει ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (1986), χωρὶς αὐτὸ νὰ σηµαίνει ὅτι ἦταν ἀλάνθαστα, ἡ µέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦταν ὑποχρεωµένη, βάσει τοῦ κειµένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσµον», ὅπου γινόταν ξεχωριστὴ ἀναφορὰ σὲ ὅλους τοὺς διµερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, νὰ κάνει πραγµατικὴ ἐπικαιροποίηση τῶν ἀποτελεσµάτων, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἀναντίρρητη καὶ πανθοµολογούµενη ἀποτυχία τους, καὶ µὲ βάση αὐτὴν τὴν παραδοχὴ νὰ ἀποφασίσει τὴν συνέχιση ἢ τὴν διακοπή τους. Ποιός ὅµως ἀπὸ τοὺς Οἰκουµενιστὰς εἶναι ἕτοιµος νὰ πιεῖ αὐτὸ τὸ πικρὸ γι᾽ αὐτοὺς ποτήρι; Οἱ διάλογοι κατ᾽ αὐτοὺς πρέπει νὰ συνεχίζονται πάσῃ θυσίᾳ, πρὸς χάριν τοῦ λαϊκοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὥστε ὁ ἀπληροφόρητος καὶ περιφρονηµένος λαός, ὡς ἄλογα πρόβατα, νὰ πληροφοροῦνται ὅτι γίνονται διάλογοι καί «θὰ τὰ βροῦµε», θὰ γίνει ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» σύντοµα. Ἐνῶ π.χ. ἐξ αἰτίας τοῦ θέµατος τῆς Οὐνίας, ὅπου οἱ Ρωµαιοκαθολικοὶ δὲν ἔκαναν οὔτε ἕνα βῆµα πίσω, διεκόπη ὁ ∆ιάλογος ἐπὶ ἔτη, ἐν τούτοις συρθήκαµε ξανὰ ταπεινωµένοι στὰ πόδια τοῦ πάπα καὶ µὲ δική µας πρωτοβουλία, τοῦ πατριάρχου Βαρθολοµαίου, ζητήσαµε νὰ ξαναρχίσει ὁ ∆ιάολογος. Ποιός θὰ µποροῦσε µέσα στὴν Σύνοδο νὰ ὑποστηρίξει τὸ κείµενο ∆ιαλόγου γιὰ τὴν Οὐνία, στὸ Balamand (1993). Στὸ κείµενο αὐτὸ µὲ ἀποστροφὴ ἀναφέρονται ὅλοι, ὄχι µόνο γιατὶ µὲ ὑπογραφὲς Ὀρθοδόξων νοµιµοποιήσαµε καὶ ἀποδεχθήκαµε τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας, ἀλλὰ καὶ γιατὶ γιὰ πρώτη φορὰ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι σὲ ∆ιάλογο ἀθετοῦν τὴν σταθερὴ καὶ καθαγιασµένη πατερικὴ παράδοση αἰώνων, ἀρνούµενοι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. ∆έχονται ὅτι συναποτελεῖ µὲ τὴν Ρωµαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία τὴν Μία Ἐκκλησία, ὅτι ἀπὸ κοινοῦ οἱ δύο εἶναι συνυπεύθυνες γιὰ τὸ µέλλον τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅτι ἀµφότερες ἔχουν ἔγκυρα µυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάρη, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀποκλείεται ὁ ἀναβαπτισµὸς ὅσων προσέρχονται ἀπὸ τὴν µία στὴν ἄλλη Ἐκκλησία7. Ποιὸς θὰ µποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει τὸ ἀπαράδεκτο κείµενο τῆς Ραβέννας γιὰ τὸ παγκόσµιο πρωτεῖο τοῦ πάπα καὶ κατ᾽ ἀναλογίαν γιὰ τὸ πρωτεῖο τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου, τὸ ὁποῖο εἰσάγεται, ἀπορρίπτεται, ἐπαναφέρεται, διορθώνεται καὶ ξαναδιορθώνεται καὶ οὐδέποτε θὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους; Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα προβλήµατα ὑπάρχουν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ∆ιαλόγους, ἰδιαίτερα µὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅπου ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, ὁ γάµος τῶν ὁµοφυλοφίλων, ἡ χειροτονία ὁµοφυλοφίλων καὶ πλεῖστες ἄλλες ἀκρότητες, ἔπρεπε, ἤδη νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ διακοπὴ τοὺς ἀντιστοίχους διαλόγους. Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς δὲν προέρχονται ἀπὸ κάποιους ζηλωτές, παραδοσιακούς, ἀκραίους συντηρητικοὺς θεολόγους, ἀλλὰ ἀπὸ οἰκουµενιστὰς κληρικοὺς καὶ θεολόγους ποὺ µετέχουν στοὺς ∆ιαλόγους. Ἔτσι π.χ. ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστοµος στὴν ἀναφερθεῖσα ἐνηµέρωση τῆς Ἱεραρχίας στὶς 14 Ὀκτωβρίου τοῦ 2014, ἀφοῦ ἀπέκρυψε τὴν διαγραφὴ τῶν παραγράφων γιὰ τοὺς ∆ιαλόγους στὸ νέο κείµενο, παρουσίασε τὰ τῶν ∆ια- λόγων µὲ βάση τὸ παλαιὸ κείµενο καὶ καθησύχασε τοὺς ἀρχιερεῖς συµπερασµατικὰ µὲ ἐκτιµήσεις καὶ προτάσεις ἐξαιρετικές, τὶς ὁποῖες ὅµως ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔπρεπε νὰ ζητήσει νὰ ἐνταχθοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν στὸ νέο ἑνοποιηµένο κείµενο. ∆ιαφορετικὰ παρουσιάζεται διπρόσωπος καὶ δίψυχος, µὲ ἄλλο πρόσωπο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλο στοὺς φίλους του Οἰκουµενιστάς. Αὐτὲς µάλιστα τὶς προτάσεις καὶ ἐκτιµήσεις πρέπει νὰ ζητήσει ἡ Ἱεραρχία νὰ προωθηθοῦν στὸ νέο κείµενο κατὰ τὴν ἐξαγγελθεῖσα συνέλευσή της τὸν ἐγγίζοντα Μάρτιο. Λέγει ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας καὶ συµφωνοῦµε ἀπολύτως µὲ τὰ λεγόµενα, ἐκτὸς τῶν ἀκροτελευτίων περὶ συνεχίσεως τῶν ∆ιαλόγων, ὡς ἀκαδηµαϊκῶν καὶ κοινωνικῶν ἐκδηλώσεων καὶ τῆς διαφαινοµένης θετικῆς ἀντιµετωπίσεως τῶν δογµατικῶν πορι- σµάτων τοῦ ∆ιαλόγου µὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες: «῾Υπὸ τὴν ἔννοιαν αὐτήν, ἐν τῷ συγκεκριµένῳ Κειµένῳ, δέον ὅπως συνεκτιµηθῶσι µετ᾽ ἰδιαιτέρας εὐαισθησίας, ἀφ᾽ ἑνὸς µὲν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀξιολόγησις τῆς µελλοντικῆς πορείας τῶν συγκεκριµένων ∆ιαλόγων, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ ἡ προοπτικὴ αὐτῶν. Ἤδη ἔχουν ἀποδυναµωθεῖ αἱ προοπτικαὶ τοῦ θεολογικοῦ ∆ιαλόγου µετὰ τῶν Ἀγγλικανῶν, κατόπιν τῆς ἀποφάσεως περὶ τῆς χειροτονίας γυναικῶν εἰς τὴν ἱερατικὴν καὶ χαρισµατικὴν ἱερωσύνην (1977, 2013 καὶ 2014), ἀνεκόπη ἡ ἀξιολόγησις τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ ∆ιαλόγου µετὰ τῶν Παλαιοκαθολικῶν, κατόπιν τῆς εἰσαγωγῆς τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, εἰς ὁρισµένας τοπικὰς παλαιοκαθολικὰς κοινότητας, καὶ τῆς υἱοθετήσεως τῆς µυστηριακῆς διακονίας (Intercommunion), ἄνευ τῆς προϋποτιθεµένης “κοινωνίας ἐν τῇ πίστει”. Εἰς πορείαν κριτικῆς ἀξιολογήσεως τῶν ποιµαντικῶν καὶ λειτουργικῶν θεµάτων εὑρίσκεται ὁ ∆ιάλογος µετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ σκιάζεται ὁ ∆ιάλογος µετὰ τῶν Ρωµαιοκαθολικῶν, τόσον ἐκ τῆς προσηλυτιστικῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, ὅσον καὶ ἐκ τῆς δυσκολίας κατανοήσεως λειτουργίας καὶ ἐφαρµογῆς τοῦ πρωτείου ἐν τοῖς πλαισίοις τῆς Συνόδου καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δοµῶν. Τέλος, ἐνῶ οἱ ∆ιάλογοι µετὰ τῶν Λουθηρανῶν καὶ τῶν Μετερρυθµισµένων εἶχαν ἀνοίξει νέας προοπτικάς, διὰ µίαν ἀναθεώρησιν τῶν βασικῶν θεολογικῶν των θέσεων, περὶ Ἐκκλησίας καὶ ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν εἰς τὸ ἰδιότυπον αὐτῶν ἱερατεῖον, ὑποβάθµισεν τὰς προοπτικὰς τῶν συγκεκριµένων ∆ιαλόγων, παρὰ τὰς σηµαντικὰς θεολογικὰς συγκλίσεις εἰς τὰ κοινὰ θεολογικὰ κείµενα, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ µελλοντικὴ συνέχισις ὅλων τῶν προαναφερθέντων διµερῶν Θεολογικῶν ∆ιαλόγων δὲν ὑπηρετεῖ πλέον οὐδὲν ἕτερον εἰ µὴ µόνον τὴν διατήρησιν τῶν καλῶν σχέσεων καὶ τὴν διακριτικὴν συνεργασίαν ἐπὶ θεµάτων οὐχὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ κυρίως ἐπὶ θεµάτων ἀκαδηµαϊκῶν, συναντήσεων καὶ ἀντιµετωπίσεως κοινῶν κοινωνικῶν προβληµάτων». Οἱ ἴδιες ἀνησυχίες ἐκφράσθηκαν γιὰ ὅλους τοὺς Θεο- λογικοὺς ∆ιαλόγους καὶ κατὰ τὴν Σύναξη τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου στὸ Φανάρι (29 Αὐγούστου - 3 Σεπτεµβρίου 2015). Ἐνδεικτικῶς θὰ παραθέσουµε ἐδῶ ὅσα εἶπε προβεβληµένο στέλεχος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου στὸ χῶρο τῆς «Οἰκουµενικῆς Κινήσεως», ὁ µητροπολίτης Σασίµων Γεννάδιος σὲ εἰσήγησή του µὲ θέµα «Ὁ ∆ιεθνὴς Θεολογικὸς ∆ιάλογος µεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Παγκοσµίου Λουθηρανικῆς Ὁµοσπονδίας. Ἡ προβληµατικὴ τοῦ ∆ιαλόγου καὶ προοπτικαὶ διὰ τὸ µέλλον». Παραπέµποντας στὸ Τελικὸ Κείµενο Ἀξιολογήσεως τοῦ ∆ιαλόγου ποὺ συντάχθηκε µετὰ τὸ τέλος τῆς ∆ιορθοδόξου Συναντήσεως ποὺ ἔγινε ἀπὸ 2-5 Μαΐου 2011 στὸ ∆ιορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλη- σίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Πεντέλη µὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συµπληρώσεως τριάντα ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ ∆ιαλόγου (1981-2011) εἶπε τὰ ἑξῆς στοὺς Ἱεράρχες τοῦ Θρόνου: «α) ∆ιὰ τοῦ µέχρι τοῦδε ἐπιτελεσθέντος θεολογικοῦ ἔργου τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς κατὰ τὴν διαρρεύσασαν τριακονταετίαν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Λουθηρανοὶ ἔχουν ἔλθει ἐγγύτερον, κατανοοῦντες καλλίτερον τὴν θεολογίαν ἀµφοτέρων καὶ ἀναγνωρίζοντες ὅτι ὁ ἀµοιβαῖος ἐµπλουτισµὸς ἐκ τῆς διαλογικῆς πορείας τυγχάνει πολυδιάστατος καὶ πολυσήµαντος, β) ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, παρὰ ταῦτα, ἐκφράζει τὴν ἐντεινοµένην ἀνησυχίαν αὐτῆς σχετικῶς πρὸς τὰς παρατηρουµένας προσφάτους ἐξελίξεις εἰς τὸν χῶρον τοῦ Λουθηρανισµοῦ εἰς ζητήµατα ἀφορῶντα τόν “γάµον ὁµοφυλοφίλων” καὶ τήν “Χειροτονίαν τῶν Γυναικῶν”. Αἱ ἐξελίξεις αὗται συνδέονται µὲ τὴν θεολογικὴν µέθοδον καὶ τὴν νέαν ἑρµηνευτικὴν προσέγγισιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως πρὸς κατοχύρωσιν τῶν ὡς ἄνω ἐξελίξεων, δύνανται δὲ νὰ θέσωσιν ὑπὸ προϋποθέσεις ἐν κινδύνῳ τὰ ὅσα ἄχρι τοῦδε ἐπετεύχθησαν εἰς τὸ πλαίσιον τοῦ εἰρηµένου Θεολογικοῦ ∆ιαλόγου, γ) πλέον συγκεκριµένως, εἰς τὸ θέµα τῆς ὁµοφυλοφιλίας, τῆς ἐπευλογήσεως δηλαδὴ σχέσεων µεταξὺ ἀτόµων τοῦ ἰδίου φύλου, τῆς τελέσεως γάµων ἢ τῆς συµβιώσεως αὐτῶν, οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν τὴν νεωτερικὴν ἠθικὴν συµπεριφορὰν ἐν προκειµένῳ ὡς ἀπόκλισιν τῶν Λουθηρανῶν ἐκ τῆς παραδοσιακῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς, ὅπερ συντελεῖ εἰς τὴν υἱοθέτησιν ἐκ µέρους Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν, Καθηγητῶν Πανεπιστηµίου καὶ µερίδος πιστῶν, µιᾶς ἀρνητικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ εἰρηµένου διµεροῦς ∆ιαλόγου ἐν γένει. Σηµειωτέον ὅτι, τινὲς ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἐξέφρασαν καὶ γραπτῶς τὰς ἀνησυχίας των διὰ τὰς ὡς ἄνω ἀποκλίσεις, καὶ δ) τὸ ζήτηµα τῆς “Χειροτονίας τῶν Γυναικῶν” εἰς τὰς Λουθηρανικὰς Ἐκκλησίας τυγχάνει µείζονος σπουδιαότητος. Ἂν καὶ ἡ πρακτικὴ αὕτη εὑρίσκετο ἐν ἰσχύϊ ἤδη ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ παρόντος ∆ιαλόγου, ὡστόσο, λαµβάνει ὅλον καὶ µεγαλυτέρας διαστάσεις, χωρὶς νὰ ἐκλείπουν καὶ περιπτώσεις “Χειροτονίας Γυναικῶν” εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωµα. Ἡ νέα αὕτη πραγµατικότης ἐν τῇ Λουθηρανικῇ Ἐκκλησίᾳ συνιστᾶ µεῖζον τι ἐµπόδιον πρὸς ὁλοκλήρωσιν τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς καὶ συµβάλλει εἰς τὴν δηµιουργίαν ἰσχυρῶν ἀντιδράσεων ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς διακοπῆς τοῦ ἐν λόγῳ ∆ιαλόγου. 6. Ἀντὶ νὰ ἀναφερθοῦν στὴν ἀποτυχία τῶν ∆ιαλόγων τὴν ἔκρυψαν Τὰ ἐλάχιστα ποὺ παραθέσαµε ἐδῶ γιὰ δύο Θεολογικοὺς ∆ιαλόγους ἰσχύουν γιὰ τὸ σύνολο αὐτῶν καὶ γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστά. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (1986) στὸ κείµενο ποὺ ἑτοίµασε τότε καὶ ἔπρεπε νὰ γίνει σεβαστό, διότι συχνὰ οἱ Οἰκουµενισταὶ ὁµιλοῦν γιὰ σεβασµὸ τῶν πανορθοδό- ξως ἀποφασισθέντων, ἀναφερόταν σὲ ὅλους τοὺς ∆ιαλόγους ξεχωριστά. Ἐπειδὴ ὅµως τώρα µετὰ ἀπὸ τριάντα-σαράντα ἔτη ἡ διεξαγωγὴ τῶν ∆ιαλόγων ἔχει ἀρνητικὰ ἀποτελέσµατα, καὶ πολλοὶ ὁµιλοῦν γιὰ Βατερλὼ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ στοὺς Θεολογικοὺς ∆ιαλόγους, παραδέ- χονται δὲ καὶ οἱ Οἰκουµενισταὶ ὅτι οἱ ∆ιάλογοι τίθενται σὲ κίνδυνο, πολλὲς ἐκκλησίες ἀνησυχοῦν γιὰ τὶς ἐξελίξεις καὶ ἀποκλίσεις, ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς διακοπῆς τῶν ∆ιαλόγων καὶ ὅτι ἡ συνέχιση τῶν ∆ιαλόγων δὲν ὑπηρετεῖ πλέον τὸν τεθέντα σκοπὸ τῆς µαρτυρίας τῆς πίστεως, γιὰ ὅλα αὐτὰ οἱ πατριάρχες τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἀντὶ νὰ ἐπικαιροποιήσουν τὰ κείµενα παρουσιάζοντας τὶς ἀνησυχητικὲς καὶ ἐπικίνδυνες ἐξελίξεις, ἀποφάσισαν νὰ κολοβώσουν τὸ κείµενο, νὰ ἀφαιρέσουν τὶς περὶ ∆ιαλόγων παραγράφους, νὰ νοθεύσουν καὶ νὰ κουτσουρέψουν τὸ κείµενο, ὅπως νόθευαν καὶ οἱ Παπικοὶ κείµενα Πατέρων στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ ἦσαν ἀναγκασµένοι νὰ ἀπολογοῦνται ἐν Συ- νόδῳ καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τοὺς κατὰ γενικὴ ὁµολογία καὶ παραδοχὴ ἀποτυχηµένους Θεολογικοὺς ∆ιαλόγους. Κυριολεκτικὰ ἰσχύει ἐδῶ ἡ παροιµία «πονάει κεφάλι, κόψε κεφάλι». Ἔχουν προβλήµατα οἱ ∆ιάλογοι; Κρύψε τα, ἀποκεφαλίζοντας τοὺς ∆ιαλόγους. Ἐπειδή, ὅµως, παρὰ ταῦτα, στὸ νέο ἑνοποιηµένο κείµενο ἀφιερώνονται γενικόλογες παράγραφοι στὴν χρη- σιµότητα καὶ ἀναγκαιότητα τῶν ∆ιαλόγων, χωρὶς νὰ παρουσιάζονται τὰ προβλήµατα, κάποιες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, ποὺ ἀνησυχοῦσαν καὶ ἀνησυχοῦν, πρέπει εὐθαρσῶς, ἀποστολικῶς καὶ πατερικῶς νὰ ζητήσουν τὴν διακοπὴ τῶν ὄχι µόνον ἀνωφελῶν ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνων ∆ιαλόγων κατὰ γενικὴ παραδοχή. Αὐτὸ συνιστᾶ ἡ Ἁγία Γραφὴ διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «αἱρετικὸν ἄνθρωπον µετὰ µίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»8, αὐτὸ ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε διεξήγαγαν διάλογο «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» µὲ τοὺς αἱρετικούς, κατὰ τὸν νεοφανῆ καὶ ἀντορθόδοξο τρόπο τοῦ σήµερα, ἀλλὰ ἐν συνόδῳ, γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν Ὀρθοδοξία τους καὶ στὴν συνέχεια ἂν ἐπέµεναν στὴν πλάνη, ὅπως ἐπιµένουν οἱ σηµερινοὶ συνοµιληταί µας, νὰ τοὺς καταδικάσουν καὶ νὰ τοὺς ἀναθεµατίσουν. Αὐτὸ ἔπραξε στὰ νεώτερα χρόνια ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰερεµίας Β´ ὁ Τρανός, ὅταν στὸν δι᾽ ἀλληλογραφίας διάλογο ποὺ ἄνοιξε µὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης στὴν δεύτερη «᾽Απόκρισή» του (1581), µόλις διεπίστωσε σύντοµα ὅτι ἐµµένουν στὶς πλάνες καὶ ἀπορρίπτουν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, «τῶν φωστήρων καὶ θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας», διέκοψε τὴν ἐπικοινωνία καὶ τοὺς ἄφησε νὰ βαδίζουν τὸν δικό τους δρόµο: «Ὥστε τὸ καθ᾽ ἡµᾶς ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡµᾶς. Τὴν ὑµετέραν οὖν πορευόµενοι µηκέτι µὲν περὶ δογµάτων, φιλίας δὲ µόνης ἕνεκα εἰ βουλητόν, γράφετε»9 .


Σηµειώσεις: 6. Ἐφ. 3, 6. 7. Στὶς παραγράφους 13 καὶ 14 τοῦ κοινοῦ Κειμένου τοῦ Διαλόγου π.χ. γράφονται ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: «Καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, πρὸ πάντων στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη ποὺ τελεῖ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων- δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἰδιοικτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ὀρθόδοξος καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαίως ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», ὑπεύθυνες ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴν πιστότητα πρὸς τὸ Θεῖο Σχέδιο». Ὁλόκληρο τὸ κείμενο καὶ εὐρύτερη κριτικὴ βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Θεσσαλονίκη 2002. 8. Τίτ. 3,10. 9. Ἰ. Καρμίρη, Αὐτόθι, σελ. 489.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: