Ματθαίος ο θείος Απόστολος ήτο από την Κανά της Γαλιλαίας, εις την οποίαν εποίησε το πρώτον θαύμα ο Κύριος, ήτο δε τελώνης την τάξιν, ήτοι ενοικιαστής των τελών και των φόρων, επάγγελμα το οποίον είχον οι Εβραίοι ως άδικον, διότι επλούτει από τας πολλάς αδικίας. Ούτος καθήμενος ποτε εις το τελωνείον ήκουσε τον Κύριον λέγοντα εις αυτόν· «Ακολούθει μοι». Όθεν κατ’ αυτήν την ώραν αφήκεν όλα και ηκολούθησε τον Κύριον, έκαμε δε εις τον οίκον του φιλοξενίαν μεγάλην εις αυτόν, καθώς το λέγει ο ίδιος εις το Ευαγγέλιόν του. Εκάλεσε δε και τους συγγενείς και φίλους του, δια να παρακινηθώσι και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, καθώς και εκείνοι αδιστάκτως επίστευσαν. Έκτοτε δε συνηριθμήθη με τους λοιπούς Αποστόλους.
Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, ως κακότροποι, κατέκρινον τον Δεσπότην, προς τους Μαθητάς αυτού λέγοντες· «Διατί τρώγει και πίνει με τελώνας και αμαρτωλούς ο Διδάσκαλός σας;» Ο δε Ιησούς, ταύτα ως καρδιογνώστης γινώσκων, έδωκεν άλλην ημέραν προς τους Μαθητάς και τους Φαρισαίους περί τούτου τοιαύτην δικαίαν απάντησιν λέγων· Οι υγιείς τον ιατρόν δεν χρειάζονται, αλλά μόνον οι ασθενείς· και «μάθετε τι εστιν, έλεον θέλω και ου θυσίαν· ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ:13). Έγινε δε αυτόπτης και κοινωνός εις όλα τα σημεία και θαύματα, τα οποία εποίησεν ο Κύριος προ της σωτηρίου Σταυρώσεως και μετά την ένδοξον Ανάστασιν. Μετά δε την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον απήλθον οι θείοι Απόστολοι, έκαστος κατά τον κλήρον όπου του έτυχε, να κηρύξουν εις τον κόσμον τον σωτήριον λόγον επιστρέφοντες τους Έλληνας· τότε και ο ιερώτατος Ματθαίος, αφ’ ου εδέχθη την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής και εσοφίσθη τα θεία, εδίδαξε πρώτον τους Εβραίους, διότι ήτο κατά πολλά ζηλωτής, έχων αγάπην εις αυτούς και επεθύμει να γνωρίσωσι την ευσέβειαν. Δια την οποίαν αιτίαν τους έγραψε πρώτος από τους άλλους το Άγιον Ευαγγέλιον εις Εβραϊκήν διάλεκτον, οκτώ έτη μετά την Ανάληψιν του Χριστού, αρχίζων από την γενεαλογίαν του Αβραάμ· και πρώτον μεν διηγείται την κατά Σάρκα του Χριστού Γέννησιν, την Βάπτισιν, τους πειρασμούς τους οποίους υπέστη, καθώς και την ιδικήν του πρόσκλησιν, ομολογών μόνος του, ότι ήτο αρχιτελώνης, δια κατηγορίαν εαυτού ως ταπεινόφρων και μέτριος· έστειλε δε αυτό εις τους νεοφωτίστους Ιουδαίους· διδάξας δε τους Πάρθους και Μήδους και συστησάμενος Εκκλησίας εις αυτούς και εις άλλα έθνη πολύγλωσσα, εβασανίσθη πολλά και εκακοπάθησεν από δίψαν και πείναν και μάστιγας, τα οποία όλα υπέμεινεν, έχων τον Θεόν βοηθόν του. Μετά ταύτα διενοήθη ο θείος Απόστολος να ησυχάση εις κανέν μέρος, διότι εβαρύνθη τους κόπους, τους κινδύνους και την κακοπάθειαν. Αναβάς λοιπόν εις τι όρος ησκήτευεν εκεί πολύν χρόνον, μονοχίτων και αίθριος, ήτοι χωρίς οίκον ή σπήλαιον, αλλά από μόνον τον ουρανόν σκεπόμενος. Ύστερον δε του εφάνη ως παιδίον ο Κύριος ημών, ο κατ’ αρχάς πλάσας τον άνθρωπον, και απλώσας την δεξιάν του χείρα, του έδωκε ράβδον λέγων· «Κατάβα εκ του όρους και ύπαγε εις Μυρμήνην, φύτευσε δε αυτήν εις το κατώφλιον του εκεί αγιάσματος, η οποία θέλει ριζωθή με την ιδικήν μου δύναμιν, να γίνη δένδρον πολύκαρπον. Από τους κλώνους του θα στάζη μέλι γλυκύτατον και θα εξέλθη βρύσις από την ρίζαν του, από το νερόν της οποίας λουόμενοι οι θηριόγνωμοι της χώρας άνθρωποι και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες θέλουν γλυκανθή εις την αίσθησιν, να παύσουν από τας παρανομίας των». Τότε λαμβάνων με ευλάβειαν την ράβδον, την οποίαν του έδωκεν ο Κύριος, επήγαινεν εις το προκείμενον· και κατά την οδόν τον υπήντησεν η βασίλισσα της πόλεως εκείνης, Φουλβάνα ονόματι, μετά του υιού της και της νύμφης της, οίτινες αμφότεροι είχον δαιμόνια, τα οποία εφώναζον προς τον Απόστολον λέγοντα· «Ποίος σε ηνάγκασε να έλθης εδώ εις τον τόπον μας και σου έδωκε την ράβδον αυτήν εις αφάνισίν μας;» Ο δε Απόστολος, επιτιμήσας αυτά με πραείαν φωνήν, εθεράπευσε τους ατακτούντας εκείνους και τους έκαμε να τον ακολουθούν σωφρονισμένοι και εύτακτοι. Ο δε Επίσκοπος της πόλεως Πλάτων, μαθών την παρουσίαν του Αποστόλου, εξήλθε με τους Κληρικούς του όλους να τον προϋπαντήση ως έπρεπε· και πηγαίνοντες αμφότεροι εις την πόλιν, εφύτευσαν την ράβδον έμπροσθεν του λαού, τον Κύριον ευλογήσαντες. Τότε παρευθύς (ω του θαύματος!) ερρίζωσεν εκείνο το ξηρόν ξύλον και έκαμε κλάδους και καρπόν ώριμον, γλυκύτερον μέλιτος· από δε την ρίζαν εξήλθεν ύδωρ· και πάντες οι παρεστώτες εξέστησαν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον θέαμα, το οποίον ηκούσθη εις όλην την πόλιν. Και συντρέχον το πλήθος των πολιτών και της γλυκύτητος του καρπού μεταλαμβάνοντες, μετέβαλον εις ημερότητα και πραότητα την προτέραν ωμότητα. Μαθών δε και ο βασιλεύς τα γενόμενα, ημέρωσε την ψυχήν ολίγον· αλλά πάλιν ύστερον τον ηνάγκαζεν ο δαίμων να κατακαύση τον Απόστολον, διότι δεν εχώριζεν ουδόλως από τον ευεργέτην αυτής η βασίλισσα. Αλλά πάλιν ο Σωτήρ εφάνη νύκτα τινά προς τον Απόστολον λέγων· «Αν και ο βασιλεύς μελετά κακά δια σε, πλην μη φοβείσαι, έχων εμέ εις βοήθειάν σου». Ταύτην την οπτασίαν εφανέρωσε προς τον Επίσκοπον, ευχαριστών τον Κύριον. Έστειλε δε τότε ο βασιλεύς τέσσαρας στρατιώτας να τον συλλάβωσιν, οίτινες πλησιάσαντες αυτόν ετυφλώθησαν· και υποστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα το γενόμενον. Ο δε εθυμώθη περισσότερον και απέστειλεν άλλους, οίτινες, όταν επλησίασαν, ήτο εκεί παρών ο Δεσπότης ως παιδίον ωραίον, του οποίου τας ακτίνας και την λαμπρότητα του φέγγους μη δυνάμενοι να βλέπωσι, επέστρεψαν άπρακτοι και είπον προς τον βασιλέα την όρασιν, εκείνος δε επήγε θυμωμένος από τον ευρετήν της κακίας να θανατώση με τας χείρας του τον Απόστολον. Αλλ’ ευθύς ως επλησίασεν ετυφλώθη. Όθεν έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, με ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μου την άγνοιαν και φώτισόν μου τους οφθαλμούς». Σπλαγχνισθείς αυτόν ο Απόστολος, και ποιήσας σταυρόν εις αυτόν τον εφώτισεν. Ο δε, αγνώμων προς τον ευεργέτην γενόμενος, επρόσταξε τους στρατιώτας να καρφώσουν εις την γην τας χείρας και τους πόδας του· έπειτα να βάλωσιν επάνω του σωρόν ξύλα, και άνωθεν να τον περιχύνωσι με έλαιον δελφίνος, πίσσαν και άσφαλτον, κάτωθεν δε να εκκαίωσι την φλόγα με κλήματα. Οι δε φονείς αρπάσαντες τον Άγιον τον έφερον ως θυσίαν εις ητοιμασμένον βωμόν, και καρφώνοντες αυτόν χαμαί ήναψαν τα ξύλα επάνω του. Τότε όμως θαυμασίως εδροσίσθη η εκ του πυρός συρίζουσα κάμινος και πλέον ουδόλως έκαιε. Το θαυμάσιον τούτο έκαμε τους περιεστώτας ειδωλολάτρας και ετρόμαξαν και εδόξαζον τον Θεόν του Αποστόλου μεγαλοφώνως, θαυμάζοντες. Ο δε βασιλεύς εταράχθη, και ηρώτησε διατί εφώναζον. Μαθών δε το γενόμενον, είπε ταύτα· «Θέλω να αποδείξω φανερωτέραν του ανδρός την ευσέβειαν, εάν είναι αληθή αυτό όπερ έγινε». Και συνάξας πολλά κάρβουνα από τα λουτρά απτόμενα και δεμάτια φρυγάνων, έβαλε τους χρυσούς του θεούς επάνω εις την κάμινον, εις την οποίαν ήτο ο Απόστολος, θέτων και τριγύρω της καμίνου άλλους ανδριάντας, ραίνων δε με την ξηράν ύλην εκείνον τον σωρόν των ανθρώπων, επεκαλείτο τους θεούς αυτού εις βοήθειαν, και προσευχομένου του Αποστόλου κάτωθεν, έγινε και άλλο θαύμα εξαίσιον. Ήτοι το πυρ έκλινε και εξεχύθη εις τους έξω ανδριάντας και τους έκανε στάκτην. Αφού λοιπόν κατέκαυσεν αυτούς έτρεξε και προς εκείνον τον υπερήφανον, όστις έφευγε φοβούμενος μήπως τον φθάση το πυρ. Επέστρεψε δε εις την κάμινον ζητών τον Απόστολον εις βοήθειαν. Ο δε Άγιος εποίησε προσευχήν απ’ εκεί και εσύρθη η φλόγα με βροντήν προς εαυτόν, και ούτως ελύτρωσε τον βασιλέα από τον κίνδυνον. Έπειτα λέγει ταύτα· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδω την ψυχήν μου» και απήλθεν εις την ουράνιον αγαλλίασιν. Το δε τίμιον αυτού και πάνσεπτον λείψανον έμεινεν αβλαβές από το πυρ και προστάσσει ο βασιλεύς να το βάλουν εις βασιλικήν κλίνην, αίροντες δε αυτό οι αυλικοί και προύχοντες εις τους ώμους των, το επήγαν εις τα βασίλεια. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν είχεν ακόμη την πίστιν σωστήν και ακεραίαν εις την ψυχήν του, αλλά χωλαίνουσαν, επρόσταξε να ποιήσωσι σιδηράν θήκην, εις την οποίαν εσφάλισε το λείψανον του Αγίου, λέγων ταύτα προς την σύγκλητον· «Εάν ο Θεός, τον οποίον εγνωρίσαμεν δια μέσου του, τον φυλάξη αβλαβή από τον βυθόν της θαλάσσης, καθώς και το πυρ δεν τον ήγγισε, αυτός είναι δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής και ανώτερος, και πρέπει να αρνηθώμεν τους θεούς μας, επειδή καν εαυτούς δεν ηδυνήθησαν να λυτρώσουν από το πυρ, αλλά κατεφλέχθησαν, και να σεβώμεθα χωρίς δισταγμόν και αμφιβολίαν τοιούτον Θεόν παντοδύναμον». Ταύτα ειπών προσέταξε και έρριψαν εκείνην την σιδηράν θήκην εις το πέλαγος· τούτου γενομένου φαίνεται την νύκτα ο Ευαγγελιστής εις τον Επίσκοπον, λέγων· «Ύπαγε προς τα ανατολικά του παλατίου να εύρης ομού με την θήκην και το εμόν λείψανον». Ο δε Αρχιερεύς απήλθε με τους εκλεκτούς και λογίους άνδρας εις τον υποδειχθέντα τόπον. Βλέποντες δε την λάρνακα ότι ήρχετο επάνω των υδάτων πλέουσα, ανευφήμησαν με ύμνους επινικίους τον Κύριον, όστις ελύτρωσε τον άξιον δούλον του εκ πυρός τε και ύδατος. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς απέρριψε την απιστίαν άπασαν, και παρεκάλει τον Αρχιερέα να του δώση συγχώρησιν και το Άγιον Βάπτισμα, όστις θεωρών την θερμότητα της προαιρέσεως αυτού του ανέγνωσε τους αφορισμούς κατά του δαίμονος πρότερον. Έπειτα, ότε τον εβάπτιζεν, ήκουσε φωνήν άνωθεν φερομένην, ήτις του έλεγε· «Μη ονομάσης αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον». Τότε ο βασιλεύς αναγεννηθείς εις του Αποστόλου το όνομα, μετά την εβδόμην ημέραν της αυτού καθάρσεως συνέτριψε με την ψυχήν του πάντα τα είδωλα, όσα ήσαν εις όλους τους τόπους των, και επιμεληθείς το άγιον λείψανον ως έπρεπεν, έκαμεν όλους τους υπηκόους του και εβαπτίσθησαν. Ο δε Απόστολος εφάνη εις οπτασίαν, και λέγει ταύτα προς τον Επίσκοπον· «Χειροτόνησε τον βασιλέα Πρεσβύτερον και τον υιόν του Διάκονον και μετά τρία έτη θέλεις έλθει προς Κύριον και τότε ας γίνη ο συνώνυμός μου βασιλεύς Επίσκοπος και μετά την τελείωσιν αυτού ας γίνη ο υιός του διάδοχος». Αφού δε παρήλθον τα τρία έτη, απήλθεν ο Πλάτων προς Κύριον, αφήνων εις τον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνον του, και αυτός πάλιν εις τον υιόν του, κατά την του Αποστόλου διάταξιν. Ταύτα τα οποία εγράψαμεν άνωθεν, ήτοι το Μαρτύριον του Ευαγγελιστού Ματθαίου, ηρανίσθημεν από τον Συναξαριστήν, τον οποίον έγραψε Νικηφόρος ο Ξανθόπουλος. Αλλά ο Μεταφραστής διηγείται με συντομίαν την υπόθεσιν λέγων, ότι «Αφού εδίδαξε τους Πάρθους, επήγεν εις διαφόρους πόλεις και χώρας κηρύττων και επιστρέφων πολλούς προς ευσέβειαν και τελευταίον απήλθεν εις Ιεράπολιν της Συρίας, ήτις είναι εις τον Ευφράτην ποταμόν, και αφού έφερε τους εγχωρίους εις την θεογνωσίαν, εβάπτισεν άπαντας, ωκοδόμησεν Εκκλησίας και διδασκαλεία, εχειροτόνησε Διακόνους, Ιερείς και Επισκόπους, εθεράπευσεν αναριθμήτους ασθενείς και δαιμονισμένους και άλλα διάφορα θαυμάσια έπραξε, και πολλά κοπιάσας δια την ευσέβειαν, ήλθεν εις το ποθούμενον τέλος πλήρης ημερών γενόμενος και ούτως απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Το δε ιερόν και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν με δόξαν και λαμπροφορίαν ανείκαστον». Τούτον τον μύστην και Ευαγγελιστην του Χριστού ας εορτάσωμεν και ημείς με καθαράν συνείδησιν μετανοούντες δια τας αμαρτίας ημών εξ όλης της καρδίας και μη είπη τις ότι έχει πολλάς ανομίας και ο Θεός δεν τον δέχεται. Διότι αφού τούτον τον τελώνην εδέχθη ο πολυέλεος και τον ανέδειξεν από αρχιτελώνην Απόστολον, πως να μη υποδεχθή και πάντας τους αμαρτήσαντας; Μη είπη δε τις ότι τον Ματθαίον προσεκάλεσεν, αλλ’ εμέ δεν δέχεται. Διότι δια τούτο υψώθη εις τον Σταυρόν, δια να τον βλέπωμεν όλοι και να ακούωμεν την φωνήν Του, Όστις μας προσκαλεί καθ’ εκάστην με ευσπλαγχνίαν άπειρον· έχει ανοικτάς τας αγκάλας να μας υποδεχθή, ως τον άσωτον υιόν· κλίνει την ακήρατον κορυφήν, δια να μας δώση της αγάπης το φίλημα. Ω πόσους προσκαλεί ο εύσπλαγχνος ιατρός, να τους θεραπεύση δωρεάν, και δια την αμέλειάν των δεν θέλουν να κοπιάσουν ολίγον τι. Οι τοιούτοι δεν μιμούνται τον Ματθαίον, ούτε τον εορτάζουσιν ως πρέπει, επειδή δεν τρέχουσιν ευθύς εις μετάνοιαν, αλλά βάλλουν καιρόν εις το μέσον διαφόρους αιτίας προφασιζόμενοι. Ο Απόστολος Ματθαίος, ευθύς ως τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης, δεν είπεν: «Άφες με να ετοιμάσω τα πράγματά μου· να κάμω λογαριασμόν με τους χρεώστας και τους μετ’ εμού συναλλασσομένους· να οικονομήσω τον πλούτον μου». Αλλά παρευθύς αφήκε κτήματα, χρήματα, φίλους, συγγενείς και τα λοιπά έρημα, δια να αποκτήση τον Ευαγγελικόν Μαργαρίτην, τον μόνιμον όντως και πολυτίμητον, τον οποίον και επέτυχε. Και αντί του φθειρομένου πλούτου, τον οποίον αφήκεν, απολαμβάνει τώρα τον αεί διαμένοντα. Ταύτα συλλογιζόμενος τώρα, ότε χρησιμεύει πολύ η μετάνοια, διορθωθήτε επιμελέστατα, και δότε όλας τας αδικίας και περισσότερα. Σκορπίσατε καλώς τα κακώς συναχθέντα, ως ο τρισόλβιος Ματθαίος πανσόφως εποίησε. Δότε αυτά εις τους αδελφούς του Δεσπότου μας, δια να σας τα ανταποδώση αυτός ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς των βασιλευόντων. Να συμβασιλεύσητε μετ’ Αυτού και πάντων των Αγίων, δοξάζοντες Αυτόν συν Πατρί και Πνεύματι· Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις του Σου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου