Ησύχιος
ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του
βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄ - τε΄ (286 – 305). Ήτο δε ούτος πρώτος του
βασιλικού παλατίου και της Συγκλήτου Βουλής, διότι ήτο μαγιστριανός το αξίωμα.
Όταν δε ο Μαξιμιανός ήγειρε τον κατά των Χριστιανών διωγμόν διέταξεν, όπως
άπαντες οι Χριστιανοί, όσοι ήσαν βασιλικοί στρατιώται, εάν δεν αρνηθώσι τον
Χριστόν, να στερηθώσι τας ζώνας τας οποίας έφερον ως σημείον της βασιλικής
αυτών αξίας και να ζώσι του λοιπού ως ιδιώται και άτιμοι.
Η τοιαύτη παράνομος προσταγή παρεκίνησε πολλούς των Χριστιανών να προτιμήσωσι κάλλιον ζωήν άμοιρον εξωτερικών τιμών, παρά να έχωσι μεν τιμάς, να απολέσωσι δε τας ψυχάς των. Όθεν μετά των Χριστιανών τούτων συνηριθμήθη και ο Άγιος Ησύχιος. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, διέταξε να εκδυθή ο Άγιος τα πολύτιμα ενδύματα τα οποία, λόγω του αξιώματός του, εφόρει και να ενδυθή μανδύαν πενιχρόν, χωρίς χειρίδας (μανίκια), υφασμένον από μαλλίον και να μη έχη το δικαίωμα να συναναστρέφεται με άνδρας, αλλά μόνον με γυναίκας, προς ατιμίαν και καταφρόνησιν. Τούτου γενομένου, προσεκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς και του είπε· «Δεν εντρέπεσαι, ω Ησύχιε, διότι όχι μόνον έχασες την τιμήν και το αξίωμα του μαγιστριανού, αλλά κατήλθες και εις την άτιμον ταύτην ζωήν; Δεν γνωρίζεις, ότι οι Χριστιανοί, των οποίων προτίμησες την ζωήν, δεν έχουν την δύναμιν να σε αποκαταστήσωσι και πάλιν εις τας προτέρας μεγάλας τιμάς και εις το αξίωμά σου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Η μεν τιμή σου αύτη, ω βασιλεύ, είναι προσωρινή, η δε τιμή και δόξα, την οποίαν δίδει ο Χριστός, είναι αιωνία και ατελεύτητος». Όθεν , δια τους λόγους τούτους ο βασιλεύς οργισθείς, διέταξε να δέσωσι μεγάλην μυλόπετραν εις τον λαιμόν του Αγίου και να ρίψωσιν αυτόν εις το μέσον του ποταμού, του καλουμένου Ορόντου, του εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένου. Ούτως ο μακάριος έλαβε παρά Κυρίου του Μαρτυρίου τον στέφανον.
Η τοιαύτη παράνομος προσταγή παρεκίνησε πολλούς των Χριστιανών να προτιμήσωσι κάλλιον ζωήν άμοιρον εξωτερικών τιμών, παρά να έχωσι μεν τιμάς, να απολέσωσι δε τας ψυχάς των. Όθεν μετά των Χριστιανών τούτων συνηριθμήθη και ο Άγιος Ησύχιος. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, διέταξε να εκδυθή ο Άγιος τα πολύτιμα ενδύματα τα οποία, λόγω του αξιώματός του, εφόρει και να ενδυθή μανδύαν πενιχρόν, χωρίς χειρίδας (μανίκια), υφασμένον από μαλλίον και να μη έχη το δικαίωμα να συναναστρέφεται με άνδρας, αλλά μόνον με γυναίκας, προς ατιμίαν και καταφρόνησιν. Τούτου γενομένου, προσεκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς και του είπε· «Δεν εντρέπεσαι, ω Ησύχιε, διότι όχι μόνον έχασες την τιμήν και το αξίωμα του μαγιστριανού, αλλά κατήλθες και εις την άτιμον ταύτην ζωήν; Δεν γνωρίζεις, ότι οι Χριστιανοί, των οποίων προτίμησες την ζωήν, δεν έχουν την δύναμιν να σε αποκαταστήσωσι και πάλιν εις τας προτέρας μεγάλας τιμάς και εις το αξίωμά σου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Η μεν τιμή σου αύτη, ω βασιλεύ, είναι προσωρινή, η δε τιμή και δόξα, την οποίαν δίδει ο Χριστός, είναι αιωνία και ατελεύτητος». Όθεν , δια τους λόγους τούτους ο βασιλεύς οργισθείς, διέταξε να δέσωσι μεγάλην μυλόπετραν εις τον λαιμόν του Αγίου και να ρίψωσιν αυτόν εις το μέσον του ποταμού, του καλουμένου Ορόντου, του εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένου. Ούτως ο μακάριος έλαβε παρά Κυρίου του Μαρτυρίου τον στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου