Κοσμάς ο Όσιος πατήρ ημών ήτο Βούλγαρος το
γένος, και εγεννήθη εξ
επαγγελίας από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, οι οποίοι, αφού τον ανέθρεψαν
καλώς, τον έβαλαν και έμαθε τα γράμματα της ελληνικής γλώσσης και της των
Βουλγάρων· έπειτα εβούλοντο και να τον νυμφεύσωσιν. Όμως αυτός,
έχων πόθον να γίνη Μοναχός, έφυγε κρυφίως από την πατρίδα του και απήλθεν εις
το Άγιον Όρος, ενώ δε κατευωδούτο εις τον προς ον λορον του, εις την αρχήν του
Αγίου Όρους ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος, θέλων να τον κάμη να επιστρέψη
εις τα οπίσω, εσχημάτισε κατά φαντασίαν έμπροσθέν του ως μίαν θάλασσαν από του
ενός άκρου της αληθινής θαλάσσης έως εις το άλλο άκρον, και του έδειξε το Όρος
ως νήσον· ο δε μακάριος Κοσμάς διαλογιζόμενος άρα γε πως εμβαίνουν οι Μοναχοί
εις το Όρος, με σκάλαν ή με λέμβον, και μη έχων τινά να ερωτήση, έκαμεν εις τον
Θεόν προσευχήν ούτω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δια πρεσβειών της παναχράντου σου
Μητρός, δείξον μοι την οδόν, από την οποίαν εμβαίνουν οι Μοναχοί εις το Όρος».
Και παρευθύς η φαινομένη εκείνη θάλασσα έγινεν άφαντος, και αναγνωρίσας την
μηχανήν του διαβόλου ηυχαρίστησε τον Θεόν και την Θεοτόκον. Αφού δε εμβήκεν
ανεμποδίστως εις το Άγιον Όρος, μετέβη εις την σεβασμίαν Μονήν του Ζωγράφου,
και εγένετο δεκτός από τον προεστώτα και από όλους τους αδελφούς.
Μείνας δε
ικανόν καιρόν, ενεδύθη το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών από τον τότε Ηγούμενον, ο
οποίος τον διώρισε να υπηρετή εις την Εκκλησίαν ομού με τους άλλους διακονητάς.
Ότε δε επλησίασεν η εορτή του Ευαγγελισμού, λαβών συγχώρησιν παρά του
προεστώτος, επορεύθη μετ’ άλλων αδελφών εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου,
εις προσκύνησιν της αγίας Ζώνης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και των
ευρισκομένων εκεί σεβασμίων λειψάνων των Αγίων· εμβάς δε εις την Εκκλησίαν,
είδε μίαν γυναίκα υπηρετούσαν και επιμελουμένην της Εκκλησίας, ομοίως και της
τραπέζης του Μοναστηρίου· και μη γινώσκων ότι αύτη ήτο η Υπεραγία Θεοτόκος,
ελυπήθη πολύ, διότι δήθεν οι Μοναχοί δέχονται και γυναίκας μέσα εις τα
Μοναστήρια, όπερ είναι πράγμα κινδυνώδες. Αφού λοιπόν επέστρεψε πάλιν εις του
Ζωγράφου, βλέπων αυτόν ο Ηγούμενος περίλυπον σφόδρα, τον ηρώτησε την αιτίαν· ο
δε Όσιος είπεν εις αυτόν τα άνωθι· τότε ο Ηγούμενος του λέγει: «Γίνωσκε,
τέκνον, ότι εκείνη η γυνή, την οποίαν είδες, ήτο η Υπεραγία Θεοτόκος, η
προστάτις του Μοναστηρίου εκείνου, και παντός του Όρους τούτου». Ταύτα ακούσας
ο Κοσμάς ηυχαρίστησε την Παναγίαν, ήτις κατεδέχθη να φανή εις αυτόν.
Παρελθόντος ολίγου χρόνου εχειροτονήθη Διάκονος και Ιερεύς· και από τότε ήρχισε
να αγωνίζηται περισσότερον, ποιών προθυμότατα όλας τας υπηρεσίας του Μοναστηρίου
αγογγύστως. Εν μια δε των ημερών, μόνως ων εις την Εκκλησίαν, είπεν εις την
εικόνα της Παναγίας: «Υπεραγία Θεοτόκε, παρεκάλεσε τον Υιόν σου και Θεόν ημών,
να με οδηγήση πώς να σωθώ». Και ήκουσεν ευθύς φωνήν εκ της εικόνος λέγουσαν:
«Υιέ και Θεέ μου, οδήγησον τον δούλον σου, πώς να σωθή»· ο δε Χριστός είπε προς την Θεοτόκον·
«Ας αναχωρήση από το Μοναστήριον και ας ησυχάση κατά μόνας». Εξελθών λοιπόν από
την Εκκλησίαν ανέφερε πάντα όσα ήκουσεν εις τον Ηγούμενον. Ο δε έδωκεν εις
αυτόν εν κελλίον ήσυχον πλησίον του Μοναστηρίου· και ησυχάσας εκεί ο Όσιος, εις
ολίγα έτη, Θεού βοηθεία, κατώρθωσεν όλας τας αρετάς, ώστε ηξιώθη και
προορατικού χαρίσματος· όθεν και πολλοί ήρχοντο προς αυτόν χάριν εξομολογήσεως.
Εκεί ευρισκομένου του Αγίου ήλθον προς αυτόν δύο Ιερομόναχοι εκ της Μονής του
Χιλιανδαρίου προς επίσκεψίν του, οίτινες προηγουμένως έκρυψαν εις την οδόν εν
κολοκύνθιον γέμον οίνου, ίνα το εύρωσιν εις την επιστροφήν· αφού δε λαβόντες
την ευχήν του Αγίου ητοιμάσθησαν να αναχωρήσουν, ο Άγιος, ως προορατικός όπου
ήτο, τους είπε: «Το κολοκύνθιον όπου αφήκατε εις την οδόν, να το θραύσητε, ότι
εμβήκεν όφις μέσα εις αυτό, και μη πίετε εξ εκείνου του οίνου, ίνα μη
φαρμακωθήτε»· ποιήσαντες δε κατόπιν οι Ιερομόναχοι ούτω και
συντρίψαντες το κολοκύνθιον, εύρον τον όφιν, και εδόξασαν τον Θεόν τον σώσαντα
αυτούς από του θανάτου, ευχαριστούντες και τον Όσιον Κοσμάν. Έτερος Μοναχός
ενάρετος, Δαμιανός ονόματι, ασκητεύων πλησίον της Μονής του Εσφιγμένου, εις
τόπον λεγόμενον Σαμάρεια, είχεν εντολήν να μη κοιμάται εις ξένον κελλίον·
και εν μια των ημερών επήγεν εις ένα γνώριμόν του δια τινα αναγκαίαν υπηρεσίαν,
και επειδή εκείνος έλειπε, τον ανέμενεν έως εσπέρας μέχρι της ελεύσεώς του.
Αφού δε ήλθε και απεπεράτωσε την υπηρεσίαν του, ήθελε να υπάγη εις το κελλίον
του· ο δε φίλος του τον εβίασε να μείνη εκεί, ότι ενύκτωσε πολύ, και ήδη ήρχισε
και να βρέχη· όμως ο Δαμιανός δεν έμεινε δια την εντολήν, αλλ’ εκίνησε να
υπάγη, και τόσον πολύ εσκοτείνιασε, και τόσον ραγδαία βροχή έπιπτεν, ώστε δεν
ήξευρε τελείως που ευρίσκεται και που υπάγει· όθεν μη έχων άλλο τι να κάμη,
εβόησε προς τον Κύριον λέγων· «Κύριε, σώσον με, απόλλυμαι». Ταύτα ειπών, ευθέως
ευρέθη εις το κελλίον του· και το πρωϊ επήγεν εις τον Όσιον, και διηγήθη εις
αυτόν εκείνο όπου έπαθεν, ίνα μάθη πόθεν προήλθε τούτο, μήπως και έσφαλε τι
προς τον Θεόν και δεν το γνωρίζει. Ο δε Άγιος τω είπεν· «Αδελφέ, συ εφύλαξας
την εντολήν, την οποίαν είχες, και ο Θεός εφύλαξέ σε εκ του θανάτου».
Θεραπευθείς λοιπόν ο Δαμιανός εκ της απορίας του επήγεν εις το κελλίον του
δοξάζων τον Θεόν. Ασθενήσας ποτέ ο Όσιος, επεθύμησεν ως άνθρωπος και αυτός να
φάγη οψάριον, και ευθύς, ω του θαύματος! βλέπει αετόν, όστις του έφερεν
οψάριον· διότι εκεί πλησίον ησκήτευε τις πνευματικός, Χριστοφόρος ονόματι,
όστις ασθενήσας εμήνυσε εις τινα να του φέρη οψάριον, ο οποίος και του το έφερε
και ενώ το έπλυνε, πετάσας ο αετός το ήρπασεν από τας χείρας του Χριστοφόρου,
και φέρων το έβαλεν έμπροσθεν του Κοσμά· ο δε ευχαριστήσας τον Θεόν, το έψησε
και καθίσας δια να φάγη, ακούει φωνήν λέγουσαν· «Φύλαξον το μερίδιον του Χριστοφόρου,
ότι αυτός το εφρόντισε». Και το πρωϊ επήγεν ο Χριστοφόρος προς τον Όσιον, και
έκρουσε την θύραν του, ο δε Κοσμάς απεκρίθη έσωθεν· «Είσελθε, ότι σε προσμένω,
δια να φάγης το μερίδιόν σου από το οψάριον όπου εφρόντισες». Τότε ο
Χριστοφόρος θαυμάσας ηρώτησε να μάθη καταλεπτώς την υπόθεσιν· ο δε είπεν εις
αυτόν πάσαν την αλήθειαν· αφού λοιπόν συνηυφράνθησαν και ηγαλλιάσαντο εν Κυρίω,
απήλθεν ο Χριστοφόρος εις το κελλίον του. Άλλοτε πάλιν την Μεγάλην Πέμπτην πρωϊ
είδε μίαν ψυχήν εις τον αέρα, ήτις εβασανίζετο υπό των δαιμόνων, και γνωρίσας
ότι ήτο του Ηγουμένου του Χιλιανδαρίου, απέστειλε τον μαθητήν του εις το
Χιλιανδάριον, δια να δώση είδησιν εις τους αδελφούς, να κάμουν δέησιν εις τον
Θεόν υπέρ της ψυχής αυτού· ο μεν λοιπόν μαθητής του Αγίου επήγε και ανέφερεν
εις αυτούς την οπτασίαν του Οσίου· οι δε απιστήσαντες έλεγον· «Ο Ηγούμενος τώρα
εξήλθε της Εκκλησίας και επήγεν εις το κελλίον του, δια να φέρη τα χρειαζόμενα
εις την λειτουργίαν και να μεταδώση εις τους αδελφούς, και εκείνος ο
πεπλανημένος λέγει να κάμωμεν δέησιν υπέρ αυτού»; Απελθόντες όμως εις το
κελλίον του να ίδωσι, τον εύρον νεκρόν. Άλλοτε πάλιν επήγεν ο Χριστοφόρος προς
αυτόν, δια να ακούση λόγον Θεού, και πλησιάσας εις την θύραν ακούει ομιλίαν και
νομίσας ότι είναι τις εντός, χάριν εξομολογήσεως, περιέμενεν έξω ώραν πολλήν,
έως ου έπαυσεν η ομιλία, και τότε έκρουσε την θύραν και εξήλθεν ο Όσιος και
ασπασθέντες αλλήλους εισήλθον, και ποιήσαντες ευχήν εκάθισαν· και επειδή ο
Χριστοφόρος δεν είδεν άλλον τινά, ηρώτησε τον Άγιον με ποίον συνωμίλει προ
ολίγου. Ο δε γνωρίσας, ότι δεν ήτο δυνατόν να το κρύψη, του είπε· «Μετά του
Χριστού, όστις μοι είπεν εκείνα τα οποία μέλλω να πάθω από τους δαίμονας μετ’
ολίγον, και ότι έχω να μετοικήσω εντός ολίγων ημερών και να υπάγω εις την
βασιλείαν του· συ λοιπόν πορευθείς εν ειρήνη, μη αμελήσης να έλθης την δείνα
ημέραν πάλιν έως εδώ». Απελθών ο Χριστοφόρος κατά την διωρισμένην ημέραν επήγε
πάλιν προς τον Άγιον, και ευρών αυτόν κοιτόμενον και ημιθανή, ηρώτησε την
αιτίαν. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ο άρχων των δαιμόνων ήλθε χθες ούσης οψίας μετά
πολλών δαιμόνων, κλαίων και λέγων· «ω ανίσχυροι και αμελέστατοι, πως δεν
ηδυνήθη ουδείς εξ υμών να φονεύση τον μέγαν
τούτον εχθρόν μου, όστις με επίκρανε τόσον πολλά, και τέλος μου ήρπασε
και τον θρόνον τον οποίον είχον»; Ταύτα ειπών ο πονηρός επήρε μίαν ράβδον και
με έδειρεν ισχυρότατα εις όλον το σώμα, καθώς το βλέπεις». Τότε έμεινεν ο
Χριστοφόρος εκεί και τον επεμελείτο εις την ασθένειαν. Μετά δύο ημέρας εζήτησεν
ο Όσιος να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων και κοινωνήσας ευλαβώς, και
ευχαριστήσας τον Θεόν, παρέδωκεν εις χείρας αυτού το πνεύμα αυτού, εν μηνί
Σεπτεμβρίου τη εικοστή Δευτέρα, κατά το ατκγ΄ (1323) έτος από Χριστού. Όπερ
μαθόντες οι Πατέρες του Μοναστηρίου μετέβησαν οι τε Ιερείς και Μοναχοί δια να
ενταφιάσουν το ιερόν λείψανον του Οσίου· ο δε Θεός, ο δοξάζων τους Αυτόν
δοξάζοντας, εδόξασε και τούτον τον Άγιον και μετά θάνατον ως εξής: Όταν οι
αδελφοί έψαλλον το σεβάσμιον λείψανον, συνήχθησαν εκεί όλα τα ζώα της ερήμου,
χερσαία τε και εναέρια και ίσταντο ήσυχα, έως ου το έθαψαν· και τότε εφώναξαν
έκαστον την φωνήν του δυνατώτατα, και ούτω διεσκορπίσθησαν πάλιν εις την
έρημον. Μετά δε τεσσαράκοντα ημέρας ήλθον οι αδελφοί του Μοναστηρίου εις το
κελλίον εκείνο, και έκαμαν αγρυπνίαν· έπειτα ήνοιξαν τον τάφον του Οσίου, ίνα
άρωσι το τίμιόν του λείψανον εις την Ιεράν Μονήν και, ω των αρρήτων θαυμάτων
σου, Χριστέ Βασιλεύ! δεν το εύρον εν τω τάφω. Τι έγινεν; Ουδείς γινώσκει μέχρι
της σήμερον, αλλά μόνος ο Θεός· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου