Φώτης Κόντογλου - Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!

O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.


Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.

Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε: «Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!». Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».
Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε: «Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του. Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό. Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του.
Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή. Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε. Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.

Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...

Δημήτριος Χατζηνικολάου
Ἐκλεκτή διήγησις! Βάλσαμον ψυχῆς! Ἄν καί τήν εἶχα διαβάσει πρό ἐτῶν, εὐχαρίστως τήν ξαναδιάβασα. Αὐτό χρειαζόμεθα ὅλοι σήμερα, πρότυπα ταπεινώσεως καί ἁπλότητος. Τήν κοινοποιῶ σέ συγγενεῖς καί φίλους.

Πρώτα πολέμα τα εκούσια.

Γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «Προς την Μοναχήν Ξένην» τα εξής: 

«Κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονήν των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους οποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια και άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους. Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από την φύσιν και από τις γεωργικές επινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεσή μας και σε μας, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σε Αυτόν, τον γεωργόν των ψυχών μας, εφ’ όσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονήν σε εκείνα, που μας βρίσκουν άθελά μας, ούτε οι κόποι, που καταβάλλουμε θεληματικά, θα ευλογηθούν από τον Θεόν. Γιατί η αγάπη προς τον Θεόν δοκιμάζεται κυρίως με την θλίψι των πειρασμών. Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κατορθώση πρώτον τα εκούσια, και αφού με αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε την δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρουμε εύκολα και τους ακούσιους πειρασμούς». 

Ο χρήστης Δημήτριος Χατζηνικολάου σχολίασε την ανάρτηση "«Το βδέλυγμα της ερημώσεως εστώς εν τόπω αγίω» (Ματθ. κδ: 15)"

Ἡ εἴδησις δέν προκαλεῖ ἔκπληξιν, καθότι εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Οἰκουμενισταί ἔχουν ἐπαναστατήσει κατά τοῦ Θεοῦ, προκαλεῖ ὅμως ἀηδίαν! Διότι, ἐκτός ἀπό τήν πνευματικήν των πορνείαν, συντάσσονται καί μέ τήν παρά φύσιν σωματικήν χρῆσιν, δεχόμενοι σοδομίτας μετά τῶν «ἀνδρίδων» των εἰς τήν «θείαν λειτουργίαν»! Ἡ ἀποτείχισις ἀπό αὐτούς εἶναι μονόδρομος, καθότι «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω» (Ψαλμός 25:5).


«Το βδέλυγμα της ερημώσεως εστώς εν τόπω αγίω» (Ματθ. κδ: 15)

Με ανέκφραστη οδύνη διαβάσαμε στο επίσημο όργανο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρεταννίας «Ορθόδοξος Κήρυξ» κείμενο με τίτλο «Προσλαλιά γενομένη υπό του Πρωτοσυγκελλεύοντος Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Τροπαίου κ. Αθανασίου», στο οποίο περιέχονται και τα εξής απίστευτα:


«Εν τω οίκω των Θυατείρων επραγματώθησαν ευάριθμοι τιμητικαί εκδηλώσεις, περιλαμβάνουσαι δεξιώσεις και φιλοξενίας. Εν τοις πλουσίοις τούτοις η Ιερά Αρχιεπισκοπή προσέφερε φιλοξενίαν τη Αυτού Χάριτι τω Αγγλικανώ Κυρίω Rowan Williams μετά της συμβίας αυτού, έτι δε και τω Αγγλικανώ Επισκόπω Dover  Κυρίω Stephen Venner μετά της ανδρίδος αυτού, αμφοτέρας τας φιλοξενίας ταύτας κατά μήνα Απρίλιον».

Διερωτώμεθα:
1. Κατ΄ αρχήν, πόσο συνάδει με την Ορθόδοξη Παράδοση και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων η φιλοξενία «Αγγλικανού Αρχιεπισκόπου μετά της συμβίας αυτού». Αμνηστεύονται οι αιρετικοί; Τι είδους «συμβία επισκόπου» είναι η φιλοξενηθείσα;


2. Το τραγικότατον, όμως, είναι η φιλοξενία ετέρου «αγγλικανού επισκόπου» μετά της ( άκουσον, άκουσον!!!) ανδρίδος αυτού. Ακούγαμε κατά καιρούς το απερίγραπτο κατάντημα των αιρετικών, έως και αντιχρίστων, «χριστιανικών παραφυάδων», ότι μαζί με το υπόλοιπον πλήθος των αιρετικών τοποθετήσεών τους, αμνηστεύουν προσέτι και τη σοδομία, «παντρεύοντας» μάλιστα σοδομίτας και γομορίτας. Μήπως αγνοούν ότι ο Θεός μετά βδελυγμίας ετιμώρησε την «παρά φύσιν πράξιν» των Σοδομιτών με την «παρά φύσιν βροχήν» φωτιάς και θείου; Όμως, το να αμνηστεύωνται και να επιβραβεύωνται οι επαίσχυντες αυτές συμπεριφορές από ορθοδόξους Επισκόπους, ώστε να παρέχεται στους σοδομίτας και φιλοξενία εις τας Αρχιεπισκοπάς των και η συγκεκριμένη μάλιστα φιλοξενία να προβάλλεται με καμάρι μέσα από τις σελίδες του επισήμου εντύπου εκφραστικού οργάνου της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων, αυτό ούτε στο εφιαλτικότερο όνειρό μας δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε!....  (Ο.Τ.  1599)

Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά.

Κάθε πρωτοχρονιά είναι  συμβατική αφετηρία μιας νέας προσπάθειας. Κανείς ασφαλώς δεν θέλει να ζη σ' ένα κόσμο παρακμής, αντιφάσεων, αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων, αδικίας και αμοραλισμού. Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί στις Ορθόδοξες παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας.

ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.


Βεβαίως φέρων, τον χαρακτήρα, του προ αιώνων σε φύσαντος, την βροτών δι΄ οίκτον, νυν ασθένειαν περιέθου.

Ερμηνεία.


Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τα αποστολικά εκείνα ρητά του μεγάλου Απ. Παύλου λέγοντος: «Ος ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού» (Εβρ. α: 3) και «Ος εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ΄ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ΄ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β: 6). Λέγει λοιπόν ο Ιεράρχης Κοσμάς· συ, ω θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, φέρων βεβαίως και αμετακινήτως τον απαράλλακτον χαρακτήρα της υποστάσεως του σε προ των αιώνων γεννήσαντος αϊδίου Πατρός, ως ομοούσιος τούτου Υιός, τώρα επ΄ εσχάτων των χρόνων δια υπερβολήν φιλανθρωπίας και αγαθότητος εκαταδέχθης να φορέσης και την των ανθρώπων ασθένειαν (φύσιν)· ταυτόν ειπείν, μη τραπείς κατά την Θεότητα, αλλά μείνας εκείνο οπού ήσουν: ήτοι τέλειος Θεός, έγινες και τέλειος άνθρωπος αληθεία ου φαντασία, ίνα θεώσης τον άνθρωπον.

ΙΕΡΟΜΌΝΑΧΟΣ π. ΘΕΟΔΏΡΗΤΟΣ

 


ΙΕΡΟΜΌΝΑΧΟΣ π. ΘΕΟΔΏΡΗΤΟΣ 

“Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.”

(… τοίς εκείνου ρήμασιν πειθόμενος)

Έχουν περάσει περίπου 35; χρόνια 



Αποτελεί αυταπόδεικτη αλήθεια για τον πολιτικό χώρο, ότι κανείς δικτάτορας δεν θα μπορούσε να σταθή χωρίς συνεργάτες.


Τό ίδιο ακριβώς συμβαίνει καί στον εκκλησιαστικό χώρο. Κανείς αιρετικός δεν θα μπορούσε να ευδοκίμηση, αν δεν είχε αύτούς που θα επικροτούσαν, ή τουλάχιστον θα ανέχονταν σιωπηρώς τήν αίρεσίν του, θα κοινωνούσαν μαζί του και θα τον ακολουθούσαν. 


Και για να γίνουμε πιό συγκεκριμένοι. Από θεολόγους και κληρικούς όλων των μετώπων έχει χαρακτηρισθή  ο Οίκουμενισμός ως παναίρεσις. Ενώ ξεκίνησε δειλά με το σύνθημα της αγάπης, κατέληξε σήμερα να διακηρύσση «γυμνή τη κεφαλή» ότι η Ορθοδοξία δεν είναι η Εκκλησία, αλλά μαζί με τις λοιπές αιρέσεις, παπισμού και προτεσταντισμού, συναποτελούν την Εκκλησίαν! Και το κατόρθωσαν αυτό οι οικουμενισταί πατριάρχαι, διότι είχαν βοηθούς και συναντιλήπτορας στην ανίερη προσπάθειά τους εκατοντάδας επισκόπων και χιλιάδας ιερέων και μοναχών, που είτε επικροτούσαν, είτε σιωπούσαν δια την προδοσία!  


Έτσι η αίρεσις του Οικουμενισμού έχει δύο χαρακτηριστικά που δεν είχαν οι παλαιές αιρέσεις, πρώτον, την καθολικήν κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας επίθεσιν και όχι μόνον εναντίον ενός δόγματος και δεύτερον, την καθολικήν σχεδόν αποδοχήν της αιρέσεως από τους κορυφαίους κληρικούς και θεολόγους της Ορθοδοξίας, με ελαχίστας εξαιρέσεις στο χώρο των ίερέων και μοναχών. 


Σημειωτέον ότι οι εξαιρέσεις αυτές αναφέρονται μόνο στο θεωρητικό πεδίον, δηλαδή στα λόγια και την πέννα, χωρίς ουδεμίαν πρακτικήν έκφρασιν αντιστάσεως, όπως είναι η διακοπή κοινωνίας με την αίρεσιν κ.λ.π. 


Το θλιβερώτερον όμως εν προκειμένω είναι η δικαιολογία που προβάλλουν αύτοί οι ρασοφόροι παντός βαθμού προκειμένου να υποστηρίξουν την θέσιν τους. Λέγουν χαρακτηριστικώς ότι ενεργούν έτσι, διότι επθυμούν να ευρίσκωνται εντός Εκκλησίας, αφού, όπως ισχυρίζονται, μόλις διακόψουν κοινωνίαν με τους αιρετικούς προϊσταμένους των ή τους κοινωνούντας με αυτούς, θα ευρεθούν αμέσως εκτός Εκκλησίας. Οποία διαστροφή της Ορθοδόξου διδασκαλίας! 


Ενώ οι Iεροί Κανόνες και ο σύνολος χορός των ομολογητών Πατέρων χαρακτηρίζουν ως σωτηριώδη αντίδρασιν και προστασίαν της Εκκλησίας την διακοπήν κοινωνίας με τους αιρετικά κηρύσσοντας, αυτοί ισχυρίζονται τα ακριβώς αντίθετα! 


Έτσι όχι μόνον συμμαχούν πρός την αίρεσιν και την ενισχύουν διατηρούντες το ποίμνιόν τους ανύποπτο στο πλευρό των κακοδόξων, αλλά και υβρίζουν όλους τους ομολογητάς πατέρας του παρελθόντος, χαρακτηρίζοντας αυτούς ως εκτός Εκκλησίας αγωνισθέντας, αφού ως γνωστόν, έπραξαν τα ακριβώς αντίθετα από ότι πράττουν αυτοί σήμερα. 


Σαφέστατη απόδειξις της υποκειμενικής καί άκρως αντορθοδόξου θέσεώς των είναι, ότι ουδεμία μαρτυρία αναφέρουν προς στηριγμόν των λεγομένων των. Ελλείψει δε πατερικών επιχειρημάτων δημιουργούν συνεχώς νέα εκ του προχείρου, προς παρηγορίαν των οπαδών τους, διότι κάθε λίγο οι αιρετικοί οικουμενισταί που άκολουθούν, δια λόγων και έργων τούς αχρηστεύουν τά παλαιά!.. 


Γράφομεν τα ανωτέρω διότι προσφάτως έδημοσιεύθη στον «‘Ορθόδοξον Τύπον» (12.3) άρθρον τού ήγουμένου της Ι. Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, εις το οποίον ενώ καταδικάζεται το «οίκουμενιστικό παραλήρημα» των ημερών μας, τονίζεται συγχρόνως ότι «εμείς μένουμε στην Αγία μας Εκκλησία, διότι πιστεύουμε ότι μέσα από την Εκκλησία καί όχι εκτός αυτής ημπορούμε να αγωνισθούμε». 

Η αλήθεια όμως εν προκειμένω είναι ότι η στάσις τους αυτή τους τοποθετεί εκτός αγωνιζομένης κατά της αίρεσεως Εκκλησίας και συνεπώς μετά της μερίδος των αιρετικών που κοινωνούν. Αν δε ληφθή ύπ' όψιν ότι οι Αγιορείται μνημονεύουν τον Βαρθολομαίο, τον πρύτανη των οίκουμενιστών, τότε άντιλαμβάνεται κανείς την τραγικότητα της ανωτέρω προτάσεως του ήγουμένου, ο οποίος δυστυχώς, εκφράζει το κοινό πιστεύω των Αγιορειτών. (Εκτός βεβαίως των ζηλωτών πατέρων). 


Και μόνον οι λόγοι του Μ. Αθανασίου όπου προτρέπει τους πιστούς να προσεύχωνται στο ύπαιθρον προκειμένου να μην κοινωνήσουν με τους Αρειανούς (ΒΕΠΕΣ, 33, 199), και των αγίων Χρυσοστόμου και Θεοδώρου του Στουδίτου, που τονίζουν: ότι εχθροί του Θεού δεν είναι μόνο οι αίρετικοί, αλλά και οι κοινωνούντες με αυτούς, έστω και αν θεωρητικώς απορρίπτουν την αίρεσιν (P.G. 99. 1164 Α), ανατρέπει εκ θεμελίων το ανωτέρω άρθρον του ηγουμένου. 


Τό τραγικόν είναι ότι ο Αγιορείτης ηγούμενος στο τέλος του άρθρου του επικαλείται τας ευχάς «των μέχρι θανάτου» αγωνισθέντων κατά της αίρεσεως ομολογητών. Είναι όμως αποδεδειγμένον ιστορικώς, ότι αντίστασιν «μέχρι θανάτου» στην αίρεσιν έκαναν μόνον όσοι διέκοπτον κοινωνίαν πρός αύτήν, και διά τούτο εξωρίζοντο ή εθανατούντο.

Υγ.

Μέ ρώτησε κάποτε ένας: “εσύ πού βρίσκεσαι;”, εννούσε εκκλησιαστικά •τόν ερώτησα τί γράφει εδώ ( : 25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. 26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. Μτ.κγ’) καί ορθώς απάντησε• γιά νά συνεχίσω λέγοντας : “ευρίσκομαι στό ἐντὸς τοῦ ποτηρίου - η συνέχεια, στ.27, ελαφρώς διαφέρει - καί τό καθαρίζω όσο μου είναι δυνατόν.

Κούνησε τό κεφάλι κι έφυγε. 


Αθήνα, 23/12/2024

Under X (copy paste)


Τα Χριστούγεννα πρωτίστως απευθύνονται στις ψυχές μας.

Η πίστη στον Σωτήρα μας Χριστό, σώζει και νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Οδηγεί στην εμπειρική ψηλάφηση της ερμηνείας του γεγονότος. Με ταπείνωση αλλά και ελευθερία. Οι συνέπειες ακολουθούν. Η ελπίδα, το φως, ο αγώνας, η ανθρωπιά. Ο Σωτήρας Χριστός μας προκαλεί και μας εμπνέει να γίνουμε άνθρωποι και να απελευθερωθούμε από τις δεσμεύσεις του ενδοκοσμικισμού και της αλλοτρίωσης.

Κατέβηκε ο Θεός στη γη παίρνοντας την ανθρώπινη φύση. Αν βιώναμε το μυστήριο της Ενανθρωπίσεως πρόβλημα τρομοκρατίας δεν θα υπήρχε, η αγάπη θα βασίλευε. Αγωνία για πολέμους δεν θα είχαμε, η ειρήνη θα επικρατούσε. Καταλήψεις και καταστροφές δεν θα γίνονταν, για μια κατάληψη θα αγωνίζονταν τα νιάτα, για την κατάληψη της αρετής και της αγιότητας. Οικονομικό πρόβλημα δεν θα υπήρχε, η αγάπη και η αδελφοσύνη θα αποτελούσαν την εγγύηση για ισοδύναμη απόλαυση των υλικών αγαθών. Θα υπήρχε σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο, στο περιβάλλον, στην άλογη φύση.

Αυτή είναι η μοίρα των θνητών...

Αν υπάρχει κάτι στη ζωή μας που δεν τιθασσεύεται, αυτό είναι η αέναη κίνηση του χρόνου. Το σήμερα γίνεται χθες εν ριπή οφθαλμού, και το αύριο σήμερα και χθες. Κι εμείς παρασυρόμεθα προς το τέρμα της πορείας μας, εκόντες άκοντες, παρακολουθούντες τα γεγονότα που περνούν από μπροστά μας, χωρίς αναστρέψιμη ελπίδα. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Κι αλλοίμονο σ' εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρη την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου. Την απάντηση τη δίδει μόνο η χριστιανική πίστη.

… τούτο μου το Βρέφος, όπου το σφάζουσιν εκουσίως και δεν νεκρούται, αλλά ζωοποιεί τους θυσιάζοντας αυτό.

Τούτο μου το Βρέφος, όπου το κόπτουσι και μένει αχώριστον, όπου το σφάζουσι και μένει αθάνατον, όπου το μερίζουσι και δεν διαιρείται, όπου το τρώγουσι και ουδέποτε δαπανάται, όπου κάθεται εις τας αγκάλας μου και είναι εις τους κόλπους του ουρανίου Πατρός, όπου χωρείται εις τας αγκάλας μου και είναι αχώρητον εις όλον τον κόσμον, όπου θεωρείτε αυτό και είναι αόρατον, όπου πιάνετε αυτό και είναι άϋλον, τούτο μου το Βρέφος όπου αγιάζει και θεοποιεί τους τρώγοντας αυτό…



(Ορθόδοξος Συναξ. Τόμος Β:87 ).

Ο στάρετς Αρσένιος: Ήμασταν οι χειρότεροι άπ' όλους!

….Λέτε, λοιπόν, πώς ο κομμουνισμός γκρέμισε εκκλησίες, φυλάκισε πιστούς, πολέμησε την Εκκλησία. Ναι, έτσι είναι. Ας εξετάσουμε όμως τα πράγματα συνολικότερα και βαθύτερα. Ας ανατρέξουμε σε όσα προηγήθηκαν. Πολύ πρωτύτερα ο λαός μας είχε χάσει την πίστη του, είχε περιφρονήσει την παράδοσή του, είχε λησμονήσει την ιστορία του, είχε αρνηθεί τα ιερά και τα όσιά του. Ποιος φταίει γιαυτό; Η τωρινή εξουσία; Εμείς φταίμε! Και τώρα θερίζουμε ό,τι σπείραμε... 


"Ας θυμηθούμε, τι παράδειγμα έδιναν στο λαό οι διανοούμενοι, οι ευγενείς, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι· και προπαντός, τί παράδειγμα δίναμε εμείς, οι κληρικοί. Ήμασταν οι χειρότεροι άπ' όλους! Γι' αυτό και των παπάδων τα παιδιά, βλέποντας μέσα στις οικογένειές τους την ανηθικότητα και τη φιλοχρηματία, γίνονταν οι πιο φανατικοί άθεοι, οι πιο μαχητικοί επαναστάτες. Πολύ πρίν από την επανάσταση του 1917 ο κλήρος είχε χάσει κάθε δυνατότητα καθοδηγήσεως του λάου. Είχε γίνει -- αλίμονο! -- μια κάστα επαγγελματιών, όπου βασίλευαν η απιστία καί η διαφθορά. Από το πλήθος των μοναστηριών της πατρίδας μας, μόνο πεντ'-έξι ήταν φωτεινοί φάροι του χριστιανισμού και του πνεύματος: το Βάλαμο, η Όπτινα με τους μεγάλους στάρτσι, το Ντιβέγιεβο, το Σάρωφ καί ίσως ενα-δύο ακόμα. Στα υπόλοιπα όχι μόνο την πίστη και την αρετή δεν συναντούσε κανείς, αλλά και σκανδαλιζόταν από το κοσμικό φρόνημα και την ανόητη επιδεικτικότητα. 

"Τι μπορούσε να πάρει ο λαός από τέτοιους ρασοφόρους, από τέτοιους δήθεν εκπροσώπους του Θεού; Εμείς τον σπρώξαμε στην επανάσταση, γιατί δεν του δώσαμε το καλό παράδειγμα. Δεν του εμπνεύσαμε την πίστη, την αγάπη, την υπομονή, την ταπείνωση. Μην τα ξεχνάτε όλα αυτά, μην τα ξεχνάτε! Γι' αυτό μας εγκατέλειψε τόσο εύκολα ο λαός.
 

Γι' αυτό αρνήθηκε μαζί μ' εμάς και το Θεό. Γι' αυτό γκρέμισε τις εκκλησιές.
 
" Δεν μπορώ, λοιπόν, να κατηγορήσω την εξουσία, το σημερινό καθεστώς. Γιατί οι σπόροι της αθεΐας έπεσαν τότε στο έδαφος πού εμείς οι ίδιοι είχαμε προετοιμάσει με τα λάθη μας και τον ξεπεσμό μας. Αυτή ήταν η αιτία και η αρχή του κακού. Όλα όσα ακολούθησαν, ακόμα και τούτο το στρατόπεδο και το μαρτύριο μας καί οι άσκοπες θυσίες τόσων αθώων ανθρώπων, δεν είναι παρά οι αναπόφευκτες συνέπειες.

ΕΝ ΕΤΟΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ…

Ο Θεός είναι ο Ων. Ο Υπάρχων. Τίποτε πέραν τούτου μεγαλύτερον, τίποτε αληθέστερον… Απεκαλύφθη εις τον εκλεκτόν Του λαόν Ισραήλ και ήνοιξε μετ’ αυτού διάλογον. Και ο διάλογος ούτος εκωδικοποιήθη εις την Παλαιάν Διαθήκην… Εις τα «Εθνη» «ωμίλησε» δια του «σπερματικού λόγου», δια της φυσικής οδού. Και «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», «επ’ εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν Υιώ»… Και έκτοτε, έκλεισεν ο διάλογος, ο «δια γνόφου και νεφέλης» με τον Ισραήλ και ήνοιξεν ένας άλλος διάλογος, «τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων, όσω διαφορώτερον παρ’ αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα». Ο διάλογος με τα Έθνη, με ολόκληρον τον κόσμον… Και ο διάλογος ούτος συνεπυκνώθη εις την Καινήν Διαθήκην. Η Καινή Διαθήκη είναι κήρυγμα, εξαγγελία του θελήματος του Θεού, είναι το Ευαγγέλιον. Ως κήρυγμα αποτελεί μονόλογον. Ως πρόσκλησις προς τα λογικά όντα, προς έτερον λόγον, μεταβάλλεται εις διάλογον. Κατά βάθος, βεβαίως, ο Θεός λαλεί προς τους ανθρώπους, δεν διαλέγεται. Διαλέγεται ο άνθρωπος με τον Θεόν, αφού έχει αντιρρήσεις, διατυπώνει ενστάσεις, αρνείται, αποδέχεται τον λόγον, μισεί, αγαπά… Ο λόγος όμως δεν είναι μόνον λόγος, δεν είναι Ευαγγέλιον μόνον. Είναι και ζωή, ύπαρξις, οντότης, σαρξ. Και «ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Και ούτως, ο ενυπόστατος λόγος, ο Ιησούς Χριστός, ίδρυσε την Εκκλησίαν…  Και η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, αποτελουμένη από τον Χριστόν ως Κεφαλήν και τα μέλη, τους πιστούς, ως Σώμα Του… Τούτο αποτελεί την θεμελιωδεστέραν δογματικήν αλήθειαν της Εκκλησίας. Και η σύνθεσις αυτή, Κεφαλής και Σώματος, ελέγχει πάσας τας περί «Χριστιανισμού» κ.λ.π. θεωρίας, ως λυδία λίθος…


Τελευταίως, εις την τρομακτικήν σύγχυσιν θεσμών και ιδεών, λέγεται κατά κόρον ότι η Εκκλησία είναι ο Χριστιανισμός, υπό την μορφήν μόνον της διδασκαλίας. Και διαστέλλεται ο Χριστός από το Σώμα Του και παρουσιάζεται ο Θεός ως απών από την Εκκλησίαν Του. Και εντεύθεν έχομεν τα συναισθηματικά κηρύγματα περί ειρήνης και αγάπης και ενώσεως των πάντων. Και από αυτήν την αφετηρίαν αναχωρούν όλαι αι ετερόκλητοι σύγχρονοι οργανώσεις, όλα τα ιδεαλιστικά ρεύματα. Και εις το κέντρον του «Χριστιανισμού» άνευ Χριστού, συναντώνται οι σύγχρονοι «Πολιτισμένοι άνθρωποι», οι οποίοι εύρον ότι το Παρελθόν είναι πλήρες παρεξηγήσεων, ότι υπέρτατον αγαθόν είναι η «ειρήνη» και η «αγάπη», εις τας πλέον εγκοσμίους και ανθρωποκεντρικάς εκδόσεις, και οι περισσότερον…Χριστιανοί και εκκλησιαστικοί άνδρες ισχυρίζονται, ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ των Εκκλησιών και πρέπει να οδηγηθώμεν προς την ενότητα… Χάριν της ειρήνης, χάριν της αγάπης, χάριν του πολιτισμού!...
Αλλ’ οι τοιούτοι πρέπει να διερωτηθούν αν είναι Χριστιανοί, αφού δεν νοείται Χριστιανός χωρίς την ενσωμάτωσίν Του εις την Εκκλησίαν, χωρίς την ενότητά του με τον Χριστόν, χωρίς να είναι ζων μέλος του Σώματος του Χριστού… Είναι το ολιγώτερον, αστείον να επιδιώκη κανείς ενότητα εν τω Χριστιανισμώ, εν ονόματι του Χριστιανισμού, μόνον εν τη διδασκαλία τη ηθική, καθ’ ον χρόνον αυτός ο ίδιος στερείται ενότητος! Αφήνομε δε το πόσον αδιανόητος είναι ο διαχωρισμός του προσώπου του Κυρίου από την διδασκαλίαν του, αφού όλην την διδασκαλίαν του ανάγει εις το πρόσωπόν Του. Και είναι αδιαχώριστος… Διότι, ως λέγει τις, «ό,τι εξέρχεται εκ του στόματος του Ιησού είναι αληθές, δια τον λόγον ότι αυτός το λέγει και πάσα αυθεντία των λόγων αυτού στηρίζεται επί της αυθεντίας του προσώπου Του. Πιστεύομεν τον λόγον αυτού ουχί δια την αλήθειαν αυτού τούτου του λόγου, αλλά δια το πρόσωπον Αυτού. Τα πάντα θεμελιοί επί του ιδίου προσώπου. «Εγώ ειμι». Ιδού ο μέγας αυτού λόγος». Αλλά τι να είπωμεν και περί της πολυπαθούς αγάπης και ειρήνης, τας συγχρόνους αυτάς θεάς, εις τας οποίας προσφέρεται τόσον άφθονος λιβανωτός εν ονόματι του «γλυκυτάτου Ναζωραίου»; Λησμονούν ότι η εν Χριστώ αγάπη είναι αχώριστος της αληθείας και η αλήθεια και η αγάπη είναι αχώριστοι από του Χριστού; Δια ποίας απομιμήσεις αγάπης και αληθείας ομιλούν; Λησμονούν ότι ο Χριστός «ουκ ήλθε βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν»; Ότι ήλθε «διχάσαι…»; Και όπως λέγει τις θεολόγος: «Τι ήρχετο να κάμη ο Χριστός επί της γης; Ήρχετο ν’ ανορθώση τας διανοίας και κλίσεις της ανθρωπίνης καρδίας, αίτινες είχον καταντήσει εις την μεγαλυτέραν διαστροφήν. Ήτο λοιπόν έλλογον να μη συμμορφωθή προς τας διανοίας και κλίσεις ταύτας. Να πράξη τα ενάντια, να αποθεώση πάντα τα παθήματα, ως είχον αποθεωθή πάσαι αι ηδυπάθειαι. Να κηρυχθή, με ένα λόγον, εχθρός του ανθρωπίνου γένους»!... Ο Ιησούς «εχθρός του ανθρωπίνου γένους»! Ποίος; Ο Θεός της αγάπης. Πόσον δυσαρέστως ηχεί η γλώσσα αυτή εις τους συγχρόνους κήρυκας της ειρήνης και της αγάπης! Αλλά δεν είπεν ο Ίδιος ο Ιησούς: «Εάν μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών»;…
Τα σημερινά μέσα του τεχνικού πολιτισμού επιτρέπουν εις τον άνθρωπον όλων των ηπείρων να βλέπη ολόκληρον τον κόσμον και την ζωήν του ωσάν εις κινηματογραφικήν ταινίαν εντός ολίγου χρόνου. Και πως μεν βλέπουν και κρίνουν οι άλλοι λαοί και τι φρονούν δια τον πολιτισμόν, δια τον σκοπόν υπάρξεως του κόσμου, πως αντιδρούν εις τους διαρκώς αυξανομένους κινδύνους της ανθρωπότητος από ένα διαγραφόμενον πυρηνικόν πόλεμον, αυτό αφορά εις αυτούς… Εκείνο που ενδιαφέρει ημάς, ως Έθνος και Εκκλησίαν, είναι να βλέπωμεν τα ημέτερα και τα ξένα υπό το πρίσμα της Ορθοδόξου πίστεώς μας. Και να αξιολογώμεν τα διάφορα φαινόμενα, συμφώνως με την διδασκαλίαν της αγιωτάτης Εκκλησίας μας και την όντως ορθόδοξον πνευματικήν πείραν μας…  Και αν δεν έχωμεν προσωπικήν πνευματικήν πείραν εις βαθμόν «αρτίου εν Χριστώ ανθρώπου», οφείλομεν να υποτασσώμεθα εις την διδασκαλίαν της Εκκλησίας, ως αποταμιευούσης πάσαν την αλήθειαν και «κρινούσης τα πάντα, ανακρινομένης δε υπ’ ουδενός»… Διότι, εστερημένοι πνευματικής πείρας, με ηλαττωμένην πίστιν και περίφοβοι ενώπιον ποικίλων κινδύνων εις κλίμακα εθνικήν και παγκόσμιον, τινές εκκλησιαστικοί παράγοντες τέμνουν, κατά τα ανασφαλή κριτήριά των, λίαν επιζημίους ατραπούς εις την Εκκλησίαν και το Έθνος, τας οποίας ο κόσμος, ο «κείμενος εν τω πονηρώ» χειροκροτεί από άγνοιαν της συμφοράς…
Αλλά δια την αγιωτάτην Ορθόδοξον Εκκλησίαν και τα πιστά τέκνα της ουδεμία εγκοσμία μεταβολή τα θροεί και ουδεμίαν «πτοούνται πτόησιν». Στρατεύονται, δια να μεταμορφώσουν τον κόσμον με αγάπην, με σεμνότητα, με πίστιν, χωρίς να εκτρέπωνται εις νοσηράς αγωνίας «δια την τύχην του κόσμου» και εντεύθεν να περιπίπτουν εις σύγχυσιν σκέψεων και συναισθημάτων, ώστε να μη γνωρίζουν «μήτε α λέγουν, μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται»… Και να αποκόπτωνται, δυνάμει του σώματος του Χριστού… Ο Κύριος Ιησούς δια της Εκκλησίας Του καλεί όλον τον κόσμον εις την σώζουσαν κιβωτόν, την Εκκλησίαν. Καλεί, ομιλεί, δρα, αγωνίζεται, διαλέγεται, προς σωτηρίαν όσων θέλουν την σωτηρίαν. Χρησιμοποιεί πάντα τα μέσα η Εκκλησία και πάσας τας οικονομίας. Ένα μόνον δεν κάμνει. Δεν νοθεύει την διδασκαλίαν της, δεν καπηλεύει τον λόγον, δεν αρνείται εαυτήν, δεν χωρίζεται από τον Νυμφίον της… Διώκεται χάριν της αληθείας. Τραυματίζεται υπό εχθρών, αιματούται, «ανταναπληροί τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τω σώματί της». Αλλά παραμένει πιστή άχρι θανάτου… Προ παντός δεν φοβείται, διότι είναι ηνωμένη με τον Νυμφίον της, τον Παντοδύναμον Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών…
Λοιπόν, τώρα που εκπνέει το έτος ΄67, ας κάμωμεν τον απολογισμόν μας των προηγουμένων ετών της ιστορίας μας. Ας ίδωμεν ότι, εν μέσω κατακλυσμού αμαρτίας, η αγία Εκκλησία μας και ζη και στρατεύεται. Ότι είναι ανάγκη, επί ποινή ολοσχερούς καταστροφής, να επιστρέψωμεν εις τον Θεόν. Ότι ημών διατηρούντων την ορθόδοξον πίστιν και βιούντων εναρέτως, ουδεμία δύναμις εν τω κόσμω δύναται να μας βλάψη. Να θανατώση, ναι. Να βλάψη, ου… Αντιθέτως, όσην δραστηριότητα και αν αναπτύξωμεν, δια να ενταχθώμεν εις σύμφωνα συμμαχίας, όσον και αν επιτύχωμεν τας ευνοίας των ισχυρών της γης, όσας ψευδενώσεις, με τας «Εκκλησίας» και αν κάμωμεν, τίποτε δεν θα δυνηθή από αυτά να μας καλύψη από την οργήν του Θεού. «Δια το είναι ημάς σάρκας» και γυμνούς ορθής πίστεως, θα χάσωμεν και την παρούσαν ζωήν και την μέλλουσαν και ως άτομα και ως Έθνος…  Ας το εντυπώσωμεν καλώς εις τον νουν μας. «Έξω της Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία». Και έξω της Εκκλησίας είναι πας όστις δεν είναι εντός της Ορθοδοξίας. Ακουσάτωσαν ταύτα και οι απόστολοι της κακής ειρήνης και της μισητής αγάπης, μισητής από τον Χριστόν και την Εκκλησίαν Του…

θ.μ.δ.

Στρατηγός Μακρυγιάννης :

«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).


 Δημήτριος Χατζηνικολάου

«Μέσα από τη φτώχεια βγαίνουν τα καλύτερα παιδιά, εἶναι ἄντρες μέ ἀξία ...» (https://www.youtube.com/watch?v=UDZjcH6Qnnw)
19 Δεκεμβρίου 2024 στις 11:25 π.μ.

Γράφει ο αδελφός μας Κυπριανός Χριστοδουλίδης

 

ΟΙ ΠΛΑΣΤΟΓΡΆΦΟΙ ΤΉΣ ΤΕΧΝΗΤΉΣ ΝΟΗΜΟΣΎΝΗΣ

 


Οι πλαστογράφοι της "άϊ σιχτίρ" (τεχνητή Ν) νοημοσύνης δέν θά μπορούσε νά μείνουν αδρανείς καί άδραξαν τήν ευκαιρία-βλέπε σχόλιο κοιν. Δικτύου. Έχουμε, όμως, αυτό που ξεχνά η νοημοσύνη τής ψηφιακής τεχνολογίας.

"27 Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν."(Ιν. ιδ')

Μέσα στά πολλά σχόλια - είναι ο στόχος τής "άϊ σιχτίρ" νοημοσύνης - περιλαμβάνεται καί η αποψιολογία γιά νά χάνεται η αλήθεια. Προσφερόμενη οδός τά κίβδηλα νοηματικώς συμπεράσματα τής εν Χριστώ διδασκαλίας :

1. Διότι αγνοείτε τό ποιός φτιάχνει τόν πόλεμο καί ...

2. Ο Θεός είναι αγάπη, όμως η ανταπόδοση, εκ μέρους τού ανθρώπου, είναι η Πίστη. Διότι ποιός μπορεί νά αγαπά όπως αγαπά ο Θεός;

Λοιπόν, νά τά κόψει αυτά η "άϊ σιχτίρ" νοημοσύνη -  είναι κατάλληλα γιά άλλους - κι εμάς νά μάς αφήσει ήσυχους. Ευνόητο είναι ότι τά γραφόμενά μου, δέν κοινοποιούνται! Αντί νά επαινούν κατηγορούν τά επαινετικώς γραφόμενα τών άλλων. Φαίνεται, μού λείπει η αυτομεμψία καί δέν αποκλείω, ότι μπορεί νά συμβαίνει. 

Άρθρο, στόν σύνδεσμο 2 γιά τήν φωτογραφία, καί σχόλιο.

1.  https://www.facebook.com/share/p/1B146urYGK/

2. https://t.me/xrikip/168 (έχει ένα σχόλιο)

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ , Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σελ.159 :

Έπλεεν εν τω πελάγει του μέλλοντος. Επέτα επί πτερύγων και επί νεφών. Καθώς εκ της δυσμόρφου κάμπης γεννάται η περικαλλής ψυχή, ούτως εκ του θνητού σκήνους αφίπταται το πνεύμα, ούτω και εκ του προσκαίρου και φθαρτού έρωτος παράγεται ο θείος και ουράνιος έρως.

Ίστατο μεταξύ της ζωής και του θανάτου και απήλαυε του λυκαυγούς της αιωνιότητος. Αποχαιρέτιζε μυστηριωδώς το παρελθόν και απηύθυνεν ασπασμόν πλήρη στοργής και αφοσιώσεως προς το μέλλον. Διέκρινε μυστικώς φωτοβολούν το τέρμα προς ο εβάδιζε, χωρίς να βλέπη την οδόν, εφ’ ης επάτει. Έφερε μεθ’ εαυτής τα νέφη και τας θύελλας του εξαφανισθέντος ορίζοντος του βίου αυτής, μέλλοντα να διασκεδασθώσιν υπό της ανατολής νέας ηούς. Εψιθύριζεν εν τη καρδία αυτής μυστικάς και αδιανοήτους λέξεις, ως ύμνον Χερουβείμ. Ετερέτιζε το άσμα της αυγής, ως αηδών αναγγέλλουσα το έαρ. Έστρεφε στιγμιαίως το βλέμμα εις τα οπίσω και οι διάφοροι σταθμοί του βίου αυτής της εφαίνοντο ως τάφοι, εφ’ ων επάτησε, και ως ερείπια, εφ’ ων προσέκοπτεν ο πους αυτής.
Ήτο τούτο αιθέριον και νεφελώδες, ως το όνειρον δι΄ ου εισήρχετο εις τα πρόθυρα της αϊδιότητος. Αι χείρες αυτής άκανθας μόνον είχον δρέψει, αίτινες ημπόδιζον την οδόν της. Και ήδη μεμωλωπισμένας και αιμοσταγείς έτεινεν αυτάς ενώπιον του Κυρίου, όστις έμελλε να τας παραστήση καθαράς παντός ρύπου και αμώμους προ του βωμού του ουρανίου θυμιάματος. Ανύψου την διάνοιαν καθαράν και ευρείαν προς καινάς εννοίας, οίας ουδέποτε είχε συλλάβει. Εδέχετο εφ’  εαυτής τα δώρα της αγνότητος, τα πίπτοντα ως ρόδα εκ του δένδρου της αιωνίου ζωής. Εξέτεινε τας αγκάλας και περιέβαλλε το ιδανικόν, όπερ δεν ήρκεσε να ονειροπολήση τέως την αθανασίαν.

Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος :

Τι λες , Ιουδαίε; Εσύ που ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά , και ο πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;

Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, που Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους, για ν’ αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ο Ισραηλιτικός λαός, που γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη.
Τί άλλο μένει να πω;
Δημιουργό και φάτνη βλέπω. .. Βρέφος και σπάργανα… Λεχώνα παρθένα , περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή… Ανέχεια πολλή…
Είδες όμως τί πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ο Πλούσιος έγινε φτωχός για χάρη μας. Δεν έχει ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε ταπεινό παχνί Τον έχουν αποθέσει…
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι και την οικουμένη σαλεύεις.
Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξη ακόμα δεν άρθρωσες και δίδαξες στους μάγους τη θεογνωσία.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ -- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ

 Οἱ Ἡρῶδες τοῦ κόσμου τούτου, οἱ κρατοῦντες, βλέπουν εἰς τὸν νεογέννητον Χριστὸν κάποιον ἀνταγωνιστήν 


Ἡ φραγκογερμανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορος θεοῦ, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ λάβη ἐκδίκησιν καὶ ζητεῖ ἱκανοποίησιν διεμόρφωσεν ἕνα ἄλλον «χριστιανισμὸν» εἰς τὴν Δύσιν. Οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσμου τούτου θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους δι’ αὐτοὺς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ διὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ γέννησή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγµατοποιεῖ τὸ σκοπὸ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐµφάνιση τοῦ Θεανθρώπου στὴν ἱστορία. Τὴν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ πλάσµατος µὲ τὸν Ἄκτιστο Πλάστη. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰµ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡµεῖς θεοποιηθῶµεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. Χρυσόστοµος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶµεν», ποὺ χρησιµοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι’ αὐτὸ µιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». ∆ιότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι µὲ τὴ θέωση ὁ ἄνθρωπος µεταµορφοῦται «κατὰ χάριν» σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι’αὐτό, ἄµεσα συνδεδεµένα καὶ µὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή.


Ὁ Χριστὸς-Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόµο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόµενος ἄνθρωπος, ἑνούµενος µαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισµὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, µέσα δηλαδὴ στὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισµά µας µετέχουµε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χρι- στοῦ, ζοῦµε καὶ µεῖς τὰ «Χριστούγεννά µας», τὴν ἀνάπλασή µας. Οἱ Ἅγιοι δὲ ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση µὲ τὸ Χριστό, τὴν θέωση, µετέχουν στὴν Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴν τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννηµένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σηµαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγµάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ µάλιστα στὸν ἀµύητο θεολογικὰ ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγµατικότητα τῆς ἐµπειρίας τῶν Ἁγίων µας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐµπειρία καὶ µόνο µποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναµία τοῦ µὴ ἀναγεννηµένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηµατοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτὰ µύθους. Οἱ ἄγευστοι τῆς ἁγιοπνευµατικῆς ζωῆς, µὴ µπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, µυθολογοῦν γι’αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ µυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόηµά τους. Ὅπως µάλιστα θὰ δοῦµε, ὁ ἀποπροσανατολισµὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε µὲ τὴν ἄρνηση τοῦ µυστηρίου, ἀλλὰ µὲ ἀδυναµία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερµηνεία του. Μία πρώτη µυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτηµα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη -ἀνεµπειρικὴ δηλαδὴ- θεολόγηση. Ὁ δοκητισµός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν-φαίνεσθαι). Φαινοµενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσµικὴ πραγµατικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο; θα µποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ ∆οκῆται ἢ ∆οκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν µποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Μεταβαλλόµενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία µας. Τὸ δρόµο τῆς µητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ µία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσµα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοὶ µποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο). Γιατί ὁ ∆οκητισµὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισµό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι’ αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγµατικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά του. Καὶ ὅµως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ζεῖ στὴν πραγµατικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία µας καὶ τὶς δέχεται µὲ τὸ ρεαλισµὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό µοι κατὰ τὸ ρῆµά σου» (Λουκ. α´ 38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύµβολο», λέγει µία ὡραία σερβικὴ παροιµία. ∆ιότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωµατοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσµα ὅµως τῶν ∆οκητῶν ὁ Θεὸς- Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν, καὶ ἐθεασάµεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάνν. α´ 14). ∆ιότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωµα τῆς θεότητος σωµατικῶς» (Κολ. β´ 9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θε- ανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούµενη καὶ αὐτοαναιρούµενη σπεύδει νὰ χαρακτηρίσει «µωρία» τὸ µυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό του θάνατο (Α´ Κορ. α´ 23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφούς τοῦ κόσµου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσµου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι᾽ αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ µυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσµον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν µονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) ‑ ἵνα σωθῇ ὁ κόσµος δι᾽ αὐτοῦ» (Ἰωάνν. γ´ 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ µένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοηµένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερµηνευµένο, διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος- Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «ἀσύγχυτη» µέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρµηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν µὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπέρλογο». Ἡ νοµικὴ-δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιµότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ µύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, µέσῳ τοῦ διακεκριµένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλµου (†1109), τὸν µύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς-Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ-θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβολὴ ποὺ προξένησε στὸν Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁµαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (µυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερµανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα. Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσµον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν µονογενῆ ἔδωκεν.» (γ´16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἠµᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁµαρτωλῶν ὄντων ἡµῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡµῶν ἀπέθανεν» (Ρωµ. ε´ 8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση», θὰ µάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιηµένος) ἄνθρωπος. Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «Χριστιανισµὸς» ἄλλου εἴδους, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ µυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στὸ Θεὸ τὴ φαντασία καὶ τὶς προλήψεις µας. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἡ ἐκνοµίκευση τοῦ µυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ µεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισµοῦ στὴν ἱστορία. Ἡ θρησκευτικὴ (τυπολατρικὴ) συνείδηση ζεῖ τὸ «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στὴ θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τὸ νόηµα τῶν Χριστουγέννων στὶς τελετὲς καὶ χάνει τὸν ἀληθινὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωµεν.» (Γαλ. δ´ 5). Εἶναι τὸ σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσµοῦ, ἔστω καὶ ἂν λέγεται Χριστιανισµός. Εἶναι ὅµως καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ «παιδίου» ποὺ βιώνουν τὸ σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἡρωδισµός! Οἱ κρατοῦντες ἢ µᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν‑» (νοµίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μάρκ. ι´ 42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ κάποιον ἀνταγωνιστὴ καὶ κίνδυνο τῶν συµφερόντων τους. Γι᾽ αὐτὸ «ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. β´ 20). Παρερµηνεύουν ἔτσι τὸν ἀληθινὸ χαραχτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεὺς ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ µόνος ἀληθινὸς Κύριός της, ὁ δηµιουργὸς καὶ σωτήρας της καὶ ὄχι ὡς οἱ Ἡρῶδες τοῦ κόσµου τούτου, ποὺ ἀδίστακτα δολοφονοῦν, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἁγιοπνευµατικῆς: «Τοίνυν ἑορτάζωµεν µὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· µὴ κοσµικῶς, ἀλλὰ ὑπερκοσµίως· µὴ τὰ ἡµέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡµετέρου (=ὄχι δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς µας, ἀλλὰ τὸν Χριστὸν ἂς τιµᾶµε‑), µᾶλλον δὲ τὰ τοῦ ∆εσπότου· µὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· µὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως».

Όταν ο Κολοκοτρώνης σκεφτόταν να τα παρατήσει…: Μια άγνωστη, διδακτική κ...

Ο χρήστης Δημήτριος Χατζηνικολάου σχολίασε την ανάρτηση

 "π. Θεόδωρος Ζήσης : ἐπειδὴ δὲν ἀναγνωρίζουµε τὸν πάπα, µᾶς προστέθηκε τώρα καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ὡς συνήγορός του στὰ περὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος"

Εὐστοχωτάτη παρατήρησις! Ὁ Βαρθολομαῖος εἶναι ἀπόβλητος, καθαιρετέος, ἀναθεματιστέος. Κολάζονται ὅσοι τόν μνημονεύουν. Διότι, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὑβρίζει τόν Χριστόν ὡς ψεύτην καί ἀπατεῶνα ἐπειδή Ἐκεῖνος ἐδίδαξεν ὅτι εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια καί ἡ Ὁδός πρός τόν Θεόν, ἐνῷ ὁ Βαρθολομαῖος καί οἱ ἄλλοι Οἰκουμενισταί (Ἀθηναγόρας, Θεόδωρος, Ἐλπιδοφόρος κ.ἄ.) διδάσκουν ὅτι ὅλες οι θρησκεῖες και οἱ χριστιανικές αἱρέσεις ἀποτελον διαφορετικά «μονοπάτια» πού ὁδηγοῦν εἰς τόν Θεόν! Αὐτή εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν Κόλασιν ἑκατομμύρια ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι θ' ἀναζητοῦσαν καί θά εὕρισκαν τήν Ἀλήθειαν (=Ὀρθοδοξίαν), ἀλλά τούς σταματοῦν οἱ Οἰκουμενισταί, λέγοντάς τους ὅτι καλά εἶναι κι ἐκεῖ πού εἶναι, θά σωθοῦν καί ἀπό ἐκεῖ! Αὐτοί εἶναι, λοιπόν, οἱ χειρότεροι πνευματικοί Ἀπατεῶνες ὅλων τῶν ἐποχῶν!



π. Θεόδωρος Ζήσης : ἐπειδὴ δὲν ἀναγνωρίζουµε τὸν πάπα, µᾶς προστέθηκε τώρα καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ὡς συνήγορός του στὰ περὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος

∆ὲν µᾶς φτάνει ποὺ ὁ πάπας µᾶς θεωρεῖ ἐλλειµµατικούς, µὲ ἐλλατωµένη ἐκκλησιαστικότητα, ἐπειδὴ δὲν ἀναγνωρίζουµε τὸν πάπα, µᾶς προστέθηκε τώρα καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ὡς συνήγορός του στὰ περὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος, ἀφοῦ µᾶς διδάσκει ὅτι χωρὶς αὐτοὺς δὲν µποροῦµε νὰ συγκαλέσουµε Οἰκουµενικὴ Σύνοδο. Εἶπε ἢ ἔγραψε ποτὲ πρὸς τοὺς φίλους του Παπικοὺς ὅτι ὅλες οἱ σύνοδοι ποὺ συνεκάλεσε ὁ πάπας µετὰ τὴν Ζ´ ὡς οἰκουµενικές, καὶ ἔχουν ξεπεράσει τὶς εἴκοσι, δὲν εἶναι οἰκουµενικές, γιατὶ ἀπουσιάζουν οἱ Ὀρθόδοξοι; Ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ ἔλεγε, ποιός θὰ ἄκουγε τὴν γνώµη του; Ὁ πάπας σφετερίζεται, κλέβει τὸ δικαίωµα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ συγκαλεῖ  Οἰκουµενικὲς Συνόδους, καὶ ἡ οἰκοδέσποινα Ἐκκλησία δὲν δεσπόζει εἰς τὰ τοῦ οἴκου τηςµφισβητοῦν τὰ δικαιώµατά της οἱ   ἀξιωµατοῦχοι της καὶ τὰ παιδιά της;

Διαχρονικαὶ θέσεις

Ο Παπισμὸς δεν απεκήρυξε τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις του. Ο Οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος πραγματοποιεί  την ψευδοένωσιν κάμνων απαραδέκτους υποχωρήσεις και συμβιβασμοὺς μετὰ των Παπικών. Οφείλει όμως να γνωρίζῃ ότι πάσα Ένωσις, αγνοούσα την δογματικὴν ένωσιν εν τη Ορθοδόξω πίστει,  καταδικάζεται ως ανίερον πραξικόπημα υπὸ της Πανορθοδόξου Εκκλησιαστικής Συνειδήσεως, οι δε Επίσκοποι, οι οποίοι  αποτολμούν πραξικοπηματικὴν ένωσιν,  εκπίπτουν αυτομάτως της Ορθοδόξου Πίστεως και  ευρίσκονται εις την παράταξιν των Εξωμοτών, φέροντες ως άλλοι Βησσαρίωνες, το αιώνιον στίγμα του προδότου της Ορθοδοξίας.

Του μακαριστοῦ Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου:

«Πρέπει νά ὁμολογήσωμεν ὅτι ἔχομεν καί ἡμεῖς τήν "κρίσιν" μας. Κρίσιν ποιμένων καί θεολόγων. Δέν ἔχει, βεβαίως σημασίαν, ἄν τελικῶς δέν θά δυνηθοῦν νά βλάψουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Βέβαιον ὅμως εἶναι, ὅτι φθείρουν τό ὀρθόδοξον φρόνημα τοῦ λαοῦ μας καί στερεώνουν τούς αἱρετικούς εἰς τάς πλάνας των. Ἀλλά ἐλησμονήσαμεν. Τό νά εἶναι τις Ὀρθόδοξος ποιμήν καί θεολόγος εἶναι μέγα πρᾶγμα. "Γενναίας δεῖται ψυχῆς" κατά Χρυσόστομον. Ποῦ νά εὕρωμεν τούς γενναίους; Ποῦ εἶναι οἱ Πατερικοί; Ποῦ οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως; Φοβούμεθα μήπως εὑρισκόμεθα εἰς τάς ἐσχάτας ἡμέρας. Ἀπαισιοδοξοῦμεν; Ἀλλά πῶς νά ἑρμηνεύσωμεν τό φαινόμενον τῆς τόσον ἐκτεταμένης ἀφασίας, τῆς μειοδοσίας ἐν τῇ πίστει, τῆς ἀπουσίας ζήλου ὑπέρ τῆς εὐσεβείας, τῆς βαθείας σιωπῆς, ἥτις διαδέχεται τά αἱρετικά κηρύγματα "Ὀρθοδόξων" ποιμένων; ποῦ εἶναι αἱ ἀστραπαί τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας;»

Ο π. Θεόδωρος Ζήσης γράφει:

Αφού οι Επίσκοποι μνημονεύουν τόν Πατριάρχη καί επομένως υπόκεινται καί αυτοί στόν κανόνα: “ο κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος έσται”· καί εγώ μνημονεύω τόν Επίσκοπό μου, ο οποίος μνημονεύει τόν Πατριάρχη, ο οποίος κοινωνεί μέ τόν Πάπα· καί εσείς οι λαϊκοί έρχεστε από μένα, ο οποίος μνημονεύω τόν Επίσκοπο καί κοινωνάτε καί μέ αποδέχεστε. Επομένως, μία σειρά –αυτή η σειρά τού παραπτώματος πού αρχίζει από τόν Πατριάρχη, αρχίζει σιγά-σιγά σάν συγκοινωνούν δοχείον, νά φθάνει σάν ευθύνη μέχρις εμάς!                                       

Αλλά ποιός από τόν κόσμο τά ξέρει αυτά; Οι περισσότεροι από τούς λαϊκούς, θά πούν: “Μά, αφού τό κάνει ο Πατριάρχης, αφού τό κάνει ο Πάπας, τί φταίω εγώ;”. Φταίς κι εσύ!  Δέν δικαιολογείται η  άγνοια...                                           

Είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Δέν είναι μόνον υπεύθυνος ο Πατριάρχης. Δέν είναι μόνον υπεύθυνος ο Επίσκοπος ο οποίος σιωπά καί η οποία σιωπή είναι τρίτο είδος αθεϊας. Είμαστε υπεύθυνοι καί εμείς οι Πρεσβύτεροι καί μαζί μέ εμάς, είστε καί σείς οι λαϊκοί, πού έρχεστε μαζί μέ μάς καί δέν μάς λέτε:  “Φεύγουμε εμείς”.