Υπάτιος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τλζ΄ (307 – 337), υπήρξε δε εις εκ των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων των εν Νικαία το πρώτον συνελθόντων, εν έτει τκε΄ (325). Πατρίς τούτου υπήρξεν η Κιλικία της Μικράς Ασίας, εγένετο δε Επίσκοπος της πόλεως Γάγγραι της Παφλαγονίας. Λόγω δε της εναρέτου και ενθέου πολιτείας του μεγάλα ετέλεσε θαύματα και πολλά πλήθη εκ των απίστων προσέφερεν εις τον Χριστόν, οίκον δε κατασκευάσας υπεδέχετο τους εκ του γένους αυτού προστρέχοντας προς αυτόν. Ούτος ο Άγιος Ιερομάρτυς Υπάτιος ηφάνισε ποτέ δια του λόγου τους επιδραμόντας κατά της χώρας ασπάλακας (τυφλοπόντικας). Όταν δε περιεπάτει την νύκτα εφωτίζετο υπό θείου και λαμπρού φωτός και ύδωρ αλμυρόν εις γλυκύ μετέβαλεν.
Εις τους χρόνους δε Κωνσταντίου, του υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέγας τις δράκων ελθών εκ τινος αγρίου τόπου εισήλθεν εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον και τοσούτον φόβον λέγουσιν ότι επροξένει εις τους ανθρώπους, ώστε ουδείς ετόλμα να πλησιάση εις τον θησαυρόν· αν δε τολμηρός τις επλησίαζεν εκεί, ευθύς εθανατώνετο υπό του δράκοντος. Εκ του συμβάντος τούτου ο βασιλεύς ευρίσκετο εις απορίαν και ηγνόει τι να πράξη. Ακούσας δε την φήμην του Αγίου τούτου Υπατίου, έστειλεν εις αυτόν πρέσβεις και μεσίτας, δια των οποίων τον παρεκάλει να έλθη προς αυτόν. Ο δε Άγιος ελθών και βλέπων, ότι προϋπήντησεν αυτόν ο βασιλεύς με πάσαν τιμήν και ευλάβειαν και ότι είρπε προ των ποδών αυτού, ανήγειρεν αυτόν, ειπών· «Έχε θάρρος και μη λυπείσαι, ω βασιλεύ, διότι τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ. Όθεν πίστευε και θάρρει εις τον Θεόν και μετ’ ολίγον θέλεις ίδει την ακαταμάχητον Αυτού δύναμιν». Ταύτα είπεν ο Άγιος. Ο δε βασιλεύς, δείξας μακρόθεν το θηρίον, είπε· «Μη απροσέκτως, ω Πάτερ, πλησιάσης εις τον δράκοντα, ίνα μη πάθης εκείνο όπερ και άλλοι έπαθον και θανατωθής υπ’ αυτού εξ αιτίας των ιδικών μας αμαρτιών». Ο Άγιος απεκρίθη· «Η ιδική μου προσευχή, ω βασιλεύ, ουδεμίαν έχει δύναμιν εις τοιαύτα μεγάλα θαυμάσια, η ιδική σου όμως πίστις και η του Κυρίου μεγάλη και ανίκητος δύναμις δύνανται να κατορθώσωσι το παν». Τότε πεσών ο Άγιος κατά γης, προσηυχήθη επί ικανήν ώραν, έπειτα δε εγερθείς, λέγει προς τον βασιλέα· «Πρόσταξον να αναφθή μεγάλη πυρά εν τω μέσω της αγοράς, εκεί όπου υπάρχει ανεγηγερμένη η στήλη του πατρός σου Κωνσταντίνου και εκείνοι οίτινες θα ανάψωσι το πυρ, ας περιμείνωσιν έως ου και εγώ υπάγω εκεί». Ταύτα ειπών ο Άγιος, επλησίασε μόνος εις τον θησαυρόν και ήνοιξε την θύραν, κρατών και ράβδον εις τας χείρας του, φέρουσαν επάνω τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Κτυπών δε δια της ράβδου τον δράκοντα, ουδέν επετύγχανεν. Ιδόντες δε τινες εκ του μακρόθεν, πεφοβισμένοι και έντρομοι, ενόμιζον, ότι εθανατώθη ο Άγιος Υπάτιος υπό του δράκοντος. Αλλ’ ο Άγιος, υψώσας τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και τον Θεόν επικαλεσθείς, έβαλε την ράβδον του εις το στόμα του θηρίου και είπεν· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολούθει μοι, ω θηρίον». Τότε ο δράκων, δαγκάσας την ράβδον του Αγίου, ηκολούθει αυτόν, ως αν εδιώκετο υπό τινος. Εξελθών λοιπόν ο Άγιος εκ του βασιλικού θησαυρού, διήλθεν όλην την αγοράν σύρων τον δράκοντα όπισθέν του και πάντας εξέπληξε. Διότι ο δράκων εκείνος ήτο φοβερόν και εξαίσιον θέαμα, έχων, ως έλεγον, μέγεθος εξήκοντα όλων πήχεων. Πλησιάσας δε εις την πυράν, είπε προς τον δράκοντα· «Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, σε προστάσσω να έμβης εις το μέσον της πυράς». Ο δε φοβερός εκείνος δράκων, κυρτωθείς και εξαπλωθείς, ερρίφθη ενώπιον πάντων εν τω μέσω της πυράς και κατεκάη. Τότε όλοι οι βλέποντες εξεπλάγησαν και εδόξασαν τον Θεόν, επειδή ανέδειξεν εις τας ημέρας αυτών τοιούτον φωστήρα και θαυματουργόν Άγιον. Ο δε βασιλεύς, εκπλαγείς δια το παράδοξον, ετίμησεν υπερβαλλόντως τον Άγιον και προστάξας να ιστορήσωσι την εικόνα του εις σανίδα, έθηκεν αυτήν επί της θύρας του βασιλικού θησαυρού εις αποτροπήν παντός εναντίου, τον δε Άγιον κατασπασάμενος, απέστειλεν εις την επαρχίαν του. Απερχομένου δε του Αγίου εκ Κωνσταντινουπόλως δια τον θρόνον του, εν ευλογίαις Θεού, επειδή εφθονείτο υπό των δυσσεβών Ναυατιανών, οίτινες καθ’ εκάστην αυτόν επολέμουν και μάλιστα υπό των απίστων των κατοικούντων εις τα μέρη της επαρχίας του, καιροφυλακτήσαντες οι μιαροί, εις τινα τόπον κρημνώδη, όταν ο Άγιος διήρχετο εκείθεν, ώρμησαν αιφνιδίως κατ’ αυτού άνδρες τε και γυναίκες, ως θηρία ανήμερα και εκτύπων αυτόν, άλλος με ξύλον, έτερος με λίθον και άλλος με μάχαιραν, ρίψαντες έπειτα αυτόν από μεγάλου ύψους κάτω εις τον ποταμόν. Ο δε Άγιος, ημιθανής ευρισκόμενος, ήπλωσεν ολίγον τας αγίας του χείρας και υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, είπεν, ως άλλοτε ο Πρωτομάρτυς Στέφανος· «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Εν ω δε ο Άγιος ανέπνεεν ακόμη, γυνή τις μιαρά και ακάθαρτος, η οποία έπιεν όλον το ποτήριον της αιρέσεως, λαβούσα λίθον μέγαν, εκτύπησε τον Άγιον εις την μήνιγγα και ούτως η δυστυχής και αθλία εστέρησεν αυτόν της ολίγης εκείνης ζωής, ήτις τω αναπέμεινε. Και η μεν του Αγίου ψυχή παρεδόθη εις χείρας Θεού, η δε ταλαίπωρος εκείνη γυνή, κυριευθείσα υπό δαιμονίου, εκτύπα το στήθος της δια του ιδίου εκείνου λίθου, δια του οποίου εθανάτωσε τον Άγιον. Ομοίως δε και όλοι όσοι συνωμότησαν δια τον φόνον του, ετιμωρήθησαν υπό ακαθάρτων δαιμόνων, κρύψαντες δε το Λείψανον του Αγίου εντός αχυρώνος, ανεχώρησαν. Όμως ο γεωργός και κύριος του αχυρώνος, μεταβάς ίνα δώση άχυρα εις τα ζώα του, ήκουσεν ουράνιον δοξολογίαν και Αγγελικήν ψαλμωδίαν μέσα εκεί εις τον αχυρώνα. Όθεν ευρών το άγιον Λείψανον παρευθύς εφανέρωσε τούτο και εις τους άλλους. Μαθόντες τούτο οι Χριστιανοί, οι κατοικούντες τας Γάγγρας, συνεκεντρώθησαν εις τον αχυρώνα και αφ’ ου εθρήνησαν κοινώς δια την στέρησιν τοιούτου ποιμένος μετέφεραν το Άγιον αυτού Λείψανον εις τας Γάγγρας και ενεταφίασαν αυτό εν επισήμω τόπω. Η δε γυνή, η φονεύτρια του Αγίου, ηκολούθει όπισθεν του Αγίου Λειψάνου, κλαίουσα και τύπτουσα εαυτήν δια του ιδίου εκείνου λίθου, δια του οποίου εφόνευσε τον Άγιον. Δια τούτο, αφ’ ου ενεταφιάσθη το άγιον Λείψανον, ιατρεύθη η γυνή εκείνη εκ του δαιμονίου. Ομοίως ιατρεύθησαν και εκείνοι οίτινες έλαβον μέρος εις τον φόνον του Αγίου. Πλείστα δε άλλα θαύματα έγιναν και κατά τον ενταφιασμόν του Λειψάνου και μετά τον ενταφιασμόν, τα οποία όμως παραλείπομεν ως εκ της πληθύος και δια το δύσκολον της διηγήσεως αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου