Τη Ζ΄ (7η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ του θαυματουργού, του εν τω του Καλλιστράτου όρει διαλάμψαντος.

Νικάνωρ ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών κατήγετο από την περίφημον μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην. Ο πατήρ του ωνομάζετο Ιωάννης, η δε μήτηρ Μαρία, αποτελούντες ευσεβές και ενάρετον ανδρόγυνον, τους οποίους όλη η πόλις εκαλοτύχιζε και επαινούσε, τόσον δια τα υλικά αγαθά, τον πολύν πλούτον και την ευγένειαν, όσον και δια την θεάρεστον πολιτείαν των. Διότι και οι δύο ήσαν παράδειγμα αρετής εις όλους. Αλλ’ όσον ήσαν από το εν μέρος περιφανείς και επαινετοί εις τους ανθρώπους, τόσον ήσαν από το άλλο μέρος περίλυποι, επειδή ήσαν άτεκνοι και δεν είχον κληρονόμον του πλούτου των, ουδέ θα είχον παραμυθίαν εις τα γηρατεία των. Όθεν κάθε ημέραν δεν έπαυον δίδοντες ελεημοσύνας πλουσία χειρί εις τους πένητας, ενήστευον με μεγάλην ταπείνωσιν, προσηύχοντο πολλάς φοράς καθ’ όλην την νύκτα, εις την Εκκλησίαν συχνάκις μετέβαινον και παρεκάλουν τον Θεόν με θερμά δάκρυα να τους δώση κληρονόμον και διάδοχον του πλούτου και του γένους των.

Ο δε ταχύς εις την αντίληψιν Κύριος και έτοιμος εις τας δεήσεις των δούλων του, επήκουσε και της δεήσεως αυτών, και τους έδωσε τέκνον κατά τον πόθον των, τούτον τον θαυματουργόν και μέγαν Νικάνορα. Και ακούσατε παρακαλώ την υπόθεσιν, δια να εννοήσετε ταύτην καλύτερον. Εν μια των ημερών, ξηροφαγήσασα η μήτηρ του Αγίου και πολλάς ελεημοσύνας προς τους δεομένους ποιήσασα, μετέβη αφ’ εσπέρας εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, εις τον οποίον είχε συνήθειαν να πηγαίνη πάντοτε· εκεί δε προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα γονυκλινώς έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου, έχυνε ποταμηδόν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της και εδέετο μετά συντετριμμένης καρδίας και κατανύξεως να της δώση τέκνον ο πλουσιόδωρος Κύριος. Όθεν η ταχυτάτη βοήθεια του παναγάθου Θεού, καθώς ποτε επήκουσε της δεήσεως της Προφήτιδος Άννης και έλυσε την στείρωσίν της, ούτω και τότε εκάμφθη εις τα δάκρυα και την θερμήν δέησιν της δούλης του Μαρίας, και την ηξίωσε να γεννήση κατ’ επαγγελίαν τον Άγιον. Διότι, καθώς ύπνωσεν ολίγον από τον πολύν κόπον, ευθύς βλέπει εν οράματι τον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, εξερχόμενον εκ του αγίου Βήματος με άλλους δύο λευκοφόρους άνδρας και λέγει προς αυτήν· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου, ω γύναι, ως ποτε της Άννης, και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεώς σου, μόνον πορεύου εις τον οίκον σου, και θέλεις συλλάβει και θα γεννήσης υιόν, όστις θα γίνη δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος, και πολλούς θέλει οδηγήσει εις Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής». Ταύτα ως ήκουσεν η γυνή, ευθύς εξύπνησεν από την χαράν της, και πιστεύσασα μετά θάρρους εις τα οραθέντα, πολλάς δοξολογίας ανέπεμψε προς τον Θεόν και προς τον αυτού Μεγαλομάρτυρα, ότι ετάχυνεν εις την δέησίν της. Όθεν το πρωϊ, μετά την τελείωσιν της θείας Λειτουργίας, επέστρεψεν εις τον οίκον της χαίρουσα και δοξάζουσα τον Άγιον Θεόν. Μετ’ ολίγας ημέρας πράγματι συνέλαβε κατά την του Μεγαλομάρτυρος πρόρρησιν, και εφυλάσσετο εις όλον τον καιρόν της κυοφορίας της. Όταν δε ήλθεν ο καιρός, εγέννησε τον μέγαν εις την αρετήν τούτον Όσιον (1363), τον οποίον, αναγεννώντες δια του θείου βαπτίσματος, τον ωνόμασαν Νικόλαον, όστις και εξ αυτής της βρεφικής ηλικίας εφαίνετο ότι θέλει διαλάμψει κατά την αρετήν. Διότι αφού έφθασεν εις την παιδικήν ηλικίαν και έγινε έως πέντε χρόνων, τον παρέδωσαν οι γονείς του εις χείρας ενός εναρέτου διδασκάλου, δια να τον διδάξη τα ιερά γράμματα. Επειδή δε έτυχεν ο παις ευφυής εις τον νουν και οξύτατος, εις ολίγον καιρόν έλαβε δύναμιν ικανήν εις την ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων, επειδή και πάντοτε εις την μελέτην κατεγίνετο. Δεν ηθέλησε δε ουδέποτε να συναναστραφή με άλλα παιδιά εις παιχνίδια άτακτα, αλλ’ όπου έβλεπε φρονίμους ανθρώπους και γέροντας, οι οποίοι συνωμίλουν, εκεί επήγαινε και αυτός, δια να ακούση κανένα λόγον ψυχωφελή και να συνάξη ως σοφή μέλισσα από τα ευώδη άνθη το νέκταρ με το οποίον έμελλε να κατασκευάση το γλυκύτατον μέλι των αρετών. Βλέποντες λοιπόν οι γονείς του τόσην σύνεσιν και ευταξίαν εις αυτόν, όστις περισσότερον ηύξανεν εις την πνευματικήν αρετήν ή εις την σωματικήν ηλικίαν, εξίσταντο χαίροντες και ηυχαρίστουν τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον θεοφώτιστον και κεχαριτωμένον τέκνον. Καιρός πολύς δεν επέρασε και ο πατήρ του Αγίου επλήτωσε το κοινόν χρέος τω 1383 και απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς. Ο δε Άγιος έμεινε του λοιπού με την μητέρα του και ηγωνίζετο την αρετήν περισσότερον, σπουδάζων να γίνη νικητής και κατά τα έργα, καθώς και κατά το όνομα ελέγετο Νικόλαος. Όθεν γενναίως με την νηστείαν και την εγκράτειαν ενίκα της νεότητος τα αχαλίνωτα πάθη και εχαλιναγώγει τας ατάκτους ορμάς και κινήσεις του σώματος, αγρυπνών πάντοτε εις την προσευχήν και εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών. Περισσότερον δε από όλα εμελέτα καθ’ εκάστην τους βίους και τας πράξεις των Οσίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, των οποίων στοχαζόμενος την ισάγγελον πολιτείαν κατεφλέγετο όλος υπό του θείου έρωτος, και επεθύμει να γίνη μιμητής της εναρέτου διαγωγής των, δια να απολαύση ομού με αυτούς και τον της ασκήσεως στέφανον. Αυτός μεν λοιπόν τοιαύτα εβουλεύετο ο μακάριος, και πολλάκις εδέετο του Θεού να τον αξιώση να λάβη το αγγελικόν σχήμα, δια να πολιτευθή εναρέτως κατά τον πόθον του. Η δε μήτηρ του εμελέτα να τον νυμφεύση ως μονογενή της υιόν, δια να αφήση κληρονόμον του γένους της. Αλλ’ ο νέος δεν ήθελε παντελώς να υπακούση εις την τοιαύτην βουλήν της μητρός του· όμως δια να μη την λυπήση, της έδιδεν αναβολήν καιρού, έως να επιτύχη αυτός καιρόν αρμόδιον, να αναχωρήση από τον κόσμον, δια να περιπατήση την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της μοναδικής ζωής, της οποίας το τέλος είναι ευρύχωρον και μακάριον. Όταν λοιπόν η μήτηρ αυτού εύρε κόρην τινά πλουσίαν και ωραιοτάτην, από γένος ευγενικόν, και εσκέπτετο να τον νυμφεύση, έστω και παρά την θέλησίν του, τότε ο καρδιογνώστης Θεός μετέστησεν αυτήν εις τας αιωνίους Μονάς τω 1390, έμεινε δε ούτως ο Άγιος ελεύθερος, δια να κατορθώση εκείνο το οποίον ήθελεν. Όθεν ο Άγιος, ευχαριστήσας τον Κύριον, ήρχισεν εις το εξής να πολιτεύεται με εναρετωτέραν διαγωγήν, αγωνιζόμενος πάντοτε κατά της σαρκός, με νηστείας, με χαμευνίας, με ολονυκτίους προσευχάς και με θερμότατα δάκτυα. Διεμοίραζε δε ολίγον κατ’ ολίγον και τα πατρικά του πλούτη εις τους πένητας και ορφανούς, δια να τα εύρη θησαυρισμένα εις την ουράνιον αποθήκην. Απέκτησε δε την αρετήν της ακτημοσύνης, της οποίας μετ’ ολίγον καιρόν ηξιώθη να τρυγήση και τον καρπόν ώριμον, να ενδυθή, λέγω, το αγγελικόν σχήμα του μονήρους και ακτήμονος βίου, κατά τον διάπυρον πόθον του. Τότε δε αντί Νικόλαος μετωνομάσθη Νικάνωρ, θέλων να σηκώση εις τους ώμους του τον Σταυρόν, με τον οποίον ήθελε φανή νικητής και να εγείρη τρόπαιον κατά του αντιπάλου διαβόλου. Αφ’ ου λοιπόν εισήλθεν ο μακάριος υπό τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, τότε επολλαπλασίασε και τας αρετάς του, δεν έπαυε δε πάντοτε αγρυπνών και προσευχόμενος και κάθε άλλην αρετήν εργαζόμενος αναβαίνων ημέραν εξ ημέρας την θείαν κλίμακα των αρετών. Ώστε ακούων ο τότε Αρχιερεύς την λαμπροτάτην και ενάρετον πολιτείαν του, τον προσεκάλεσε, παρακαλών αυτόν να αποδεχθή το επάγγελμα της ιερωσύνης. Αυτός δε ο μακάριος, ως ταπεινόφρων, δεν ηθέλησε, νομίζων τον εαυτόν του ανάξιον του τοιούτου αξιώματος. Ο Αρχιερεύς όμως, βλέπων την ένθεον πολιτείαν του, τον εχειροτόνησε και ακουσίως του, πρώτον μεν Διάκονον, έπειτα δε Πρεσβύτερον, και τέλος τυπικάριον, δια να επιμελήται ως έμπειρος την ευκοσμίαν της εκκλησιαστικής διατάξεως. Όθεν ο Άγιος, δια να μη φανή παρήκοος, εδέχθη και παρά την θέλησίν του την αξίαν, τόσην δε σπουδήν άδειξεν εις αυτήν την διακονίαν, ώστε ουδείς τον υπερέβαλε πώπωτε. Πάντοτε εις την Εκκλησίαν ευρίσκετο, καταγινόμενος εις τας αναγνώσεις των ιερών βιβλίων, από τας οποίας εσύναξε και πολλήν σοφίαν πνευματικήν. Και ως καλός ζωγράφος πάντοτε εξέλεγε τα εκλεκτότερα πρότυπα, δια να ζωγραφήση την εικόνα της ψυχής του με τας περιφανεστέρας αρετάς, και να την κάμη ωραιοτάτην με τα ποικιλόχροα και πνευματικά άνθη, καθώς και εποίησε. Διότι όποιος θέλει να καταλάβη τους μεγάλους αγώνας του, από τούτο το μικρόν ας συμπεράνη τα μεγαλύτερα, ότι τας περισσοτέρας φοράς εστέκετο από το βράδυ έως το πρωϊ όρθιος, έχων τας χείρας του ως ο Μωϋσής υψωμένας και προσηύχετο ολονυκτίως. Ούτω λοιπόν οσίως και θεοφιλώς πολιτευόμενος ο Όσιος, ηθέλησε τέλος πάντων να αποφύγη τελείως τον κόσμον και τα του κόσμου, δια να εύρη την ποθουμένην ησυχίαν. Δια τούτο δε εδέετο πάντοτε του Θεού να του αποκαλύψη το ποθούμενον. Μίαν δε νύκτα, προσευχόμενος και έχων το πρόσωπόν του κατά γης και ικετεύων με θερμά δάκρυα, ήκουσεν ουρανόθεν φωνήν, ήτις του έλεγε· «Νικάνορ, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και πορεύου εις το του Καλλιστράτου όρος (υπό Βουλγάρων καταγραφείσα τω 740 η Μονή του Καλλιστράτου εις το Βέρμιον όρος των Γρεβενών) και αγωνίζου εκεί καλώς· εγώ δε θα είμαι μετά σου ίνα σε διαφυλάττω πάσας τας ημέρας της ζωής σου, και ποιήσω ακουστόν το όνομά σου και σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ο δε Όσιος, ταύτην την φωνήν ακούσας, ευθύς ηγέρθη από της γης συν φόβω και χαρά και εδοξολόγει μετά δακρύων τον Κύριον. Ήτο δε τότε κατά την σωματικήν ηλικίαν έως τριάκοντα επτά ετών· ως δε έμαθε παρά Κυρίου τον ποθούμενον τόπον της ησυχίας, ευθύς απεσκόρπισεν εις τους πτωχούς, χωρίς αναβολήν καιρού, όσα κινητά και ακίνητα πράγματα του είχον μείνει από τα πατρικά του, αποχαιρετήσας δε τους συγγενείς και φίλους του, εξήλθε μετά χαράς από την πόλιν τω 1400. Περιπατών δε ο Όσιος από πόλεως εις πόλιν και από χωρίου εις χωρίον, εδίδασκεν, ως άλλος Απόστολος, τους Χριστιανούς να φυλάττουν ορθώς την ευσέβειαν· Διότι ολίγον αργότερον έμελλον να κυριεύσουν οι Αγαρηνοί την Κωνσταντινούπολιν, επληθύνετο δε τότε η ασέβεια του λαοπλάνου Μωάμεθ. Όθεν πολλούς εστερέωσε προς την εις Χριστόν πίστιν ο μακάριος με την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, και με το καλόν παράδειγμα της εναρέτου διαγωγής του. Φθάσας δε εις εν χωρίον, Σαρακίνα ονομαζόμενον, και διατρίψας εκεί καιρόν ικανόν, πολλά θαύματα ετέλεσε δια της δυνάμεως του παντοδυνάμου Θεού, τα οποία ούτε όλα με συγχωρεί ο καιρός να διηγηθώ, ούτε πάλιν όλα ημπορώ να τα σιωπήσω και δια τούτο περιγράφω ολίγα από τα πολλά, δια να αντιληφθήτε την μεγάλην αρετήν του Αγίου και την παρρησίαν την οποίαν είχεν εις τον Θεόν. Άνθρωπός τις από το αυτό χωρίον εκυριεύετο από χαλεπόν δαιμόνιον, το οποίον, ως είδε τον Όσιον ερχόμενον εις το χωρίον, εφώναζε μεγαλοφώνως και έλεγε· «Διώξατε τον Νικάρονα απ’ εδώ, ότι δεινώς με βασανίζει ο ερχομός του». Ταύτα ακούσαντες οι άνθρωποι, οι οποίοι εφύλαττον σιδηροδέσμιον τον δαιμονιζόμενον, έδραμον μετά δακρύων και έπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να έλθη προς τον ασθενή, ίνα τον ιατρεύση. Ο δε Όσιος, ως συμπαθής, τους ηυσπλαγχνίσθη, και ήλθεν εις τον πάσχοντα. Το δε δαιμόνιον, ως είδε τον Άγιον, ήρχισε να σπαράσση τον δαιμονιζόμενον, να τον κτυπά κατά γης, να τρίζη τους οδόντας του κατά του Αγίου, και να φωνάζη ελεεινώς· «Αδικείς με, Νικάνορ, αδικείς με». Ο δε Άγιος, ποιήσας προς Κύριον δέησιν και εγγίσας το στόμα του πάσχοντος με την ράβδον, την οποίαν εκράτει, παρευθύς εξήλθε το δαιμόνιον, και έμεινεν ο άνθρωπος υγιής και σωφρονών, δοξάζων τον Πανάγαθον Θεόν και τον Άγιον. Γυνή δε τις πάλιν από το αυτό χωρίον είχε πάθος χαλεπόν αιμορροίας, το οποίον δεν ημπορούσε να το θεραπεύση με διαφόρους ιατρούς. Όθεν μιμουμένη και αυτή την πίστιν της αιμορροούσης, δια την οποίαν μας διηγείται ο ιερός Λουκάς, επήγεν όπισθεν του Αγίου, και εγγίσασα μετά πίστεως εις το άκρον του ιματίου αυτού παρευθύς ιατρεύθη από το πολυχρόνιον εκείνο και ανίατον πάθος της. Άλλος άνθρωπος πάλιν έκειτο παράλυτος εις όλον το σώμα, μη δυνάμενος παντελώς να κινηθή, βασταζόμενος δε υπό των συγγενών του επί κραββάτου εφέρθη εις το κατάλυμα του Αγίου, παρακαλών αυτόν να κάμη έλεος. Ο δε Άγιος, βλέπων αυτόν ένα ελεεινόν θέαμα, τον εσυμπόνεσε, και ποιήσας εις αυτόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού, είτα κρατήσας της δεξιάς χειρός, είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγειραι και περιπάτει». Ευθύς δε με τον λόγον ηγέρθη ο πρώην παράλυτος και περιεπάτει, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον. Όθεν θέλων ο Όσιος να αποφύγη την τιμήν των ανθρώπων, δια τα θαύματα  όπου έκαμνεν, έφυγεν εκείθεν, και διαβάς από την Κλεισούραν, ήλθεν εις το όρος του Καλλιστράτου, το οποίον ο Κύριος εις κατοικίαν αυτού προητοίμασε. Κατοικήσας λοιπόν ο Όσιος εις την υπώρειαν του όρους, και βλέπων το ησυχαστικόν του τόπου, ηυφραίνετο ότι εύρε τον ποθούμενον τόπον της ησυχίας του. Περιπατών δε το πετρώδες κσι δύσβατον του τόπου εκείνου, έφθασεν εις το χείλος του ποταμού, και βλέπει άντικρυ τόπον αρμόδιον δια την ησυχίαν του, ένθα ελθών εύρε σπήλαιον υψηλόν και δυσανάβατον, εις το οποίον ανέβη με πολύν κόπον, έκτισε δε εκεί μικράν ανάπαυσιν, ανακαινίζων και την σεβασμίαν Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (ήτις ίσταται έως της σήμερον) και εκεί έμεινεν ο Όσιος με πνεύμα ταπεινώσεως και με συντετριμμένην καρδίαν. Η τροφή του δε ήτο τα χόρτα και ακρόδρυα, τα οποία παρήγεν εκείνη η έρημος, με τα οποία ετρέφετο όσον μόνον δια να ζη και να ημπορή να εργάζεται την αρετήν. Διότι τόσους κόπους και ταλαιπωρίας υπέμεινεν εκεί ο Άγιος, ώστε είναι αδύνατον να τους απαριθμήση και να τους περιγράψη τις καταλεπτώς· επειδή πάντοτε ενέκρωνε την σάρκα με άκραν νηστείαν, με ολονυκτίους προσευχάς, με παντελή χαμευνίαν, και σχεδόν με κάθε αρετήν πνευματικήν και σωματικήν στενοχωρίαν· ταύτα μη υποφέρων να βλέπη ο μισόκαλος διάβολος δεν έπαυε να του προξενή διαφόρους επιβουλάς και πειρασμούς. Μίαν δε νύκτα, καθώς προσηύχετο ο Άγιος, μετεσχηματίσθη ο της αληθείας εχθρός εις σχήμα Αιθίοπος, και επήγε κρατών εις τας χείρας γεγυμνωμένον ξίφος και εφοβέριζε να τον θανατώση, αν ίσως και δεν φύγη απ’ εκεί. Ο δε Όσιος, γνωρίζων την επιβουλήν του πονηρού, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και ευθύς αφανής εγένετο και ως καπνός διελύθη. Άλλην νύκτα πάλιν ήλθεν ο αλιτήριος με πλήθος δαιμόνων κατ’ αυτού, και εφώναζον φοβερώς, έτριζον τους οδόντας, ηπείλουν και επάσχιζον να κατερειπώσουν το σπήλαιον και το κελλίον του δια να τον πλακώση· αλλά δεν ηδυνήθησαν να κάμουν τίποτε οι ανίσχυροι, εμποδιζόμενοι υπό της θείας δυνάμεως. Μετά δε τον θάνατον του Οσίου ήλθον οι ψυχοφθόροι δαίμονες και κατεκρήμνισαν εκείνο το σπήλαιον, δια την εχθρότητα που είχον προς τον Άγιον, φοβούμενοι μη τύχη και κατοικήση εκεί πάλιν και άλλος ενάρετος και τους καταπολεμή ως ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν επήγαιναν την νύκτα, και εγίνοντο ως κόρακες, φωνάζοντες μεγαλοφώνως, δια να τον φοβίσουν. Άλλοτε εγίνοντο σκορπίοι, και τον επλήγωνον εις τους πόδας, όταν προσηύχετο. Αλλ’ ο Άγιος ήτο πάντοτε ακαταπτόητος, και εστέκετο στερεός ως αδάμας, μη λαμβάνων υπ’ όψιν τας ταραχάς και πανουργίας του δυσμενούς, διότι ήτο ωπλισμένος με την θείαν δύναμιν και δεν ηδύναντο να τον βλάψουν, αλλ’ ως υπό πυρός φλογιζόμενοι έφευγον έντρομοι. Αλλά τι να περιγράψω καταλεπτώς τους πειρασμούς, τους οποίους ελάμβανε καθ’ εκάστην ο Όσιος εξ επιβουλής του ανθρωποκτόνου διαβόλου; Τούτο λέγω μόνον, δια να καταλάβετε την πολλήν του καρτερίαν και υπομονήν, ότι ηγωνίζετο να μιμηθή τους παλαιούς εκείνους προπάτορας· κατά μεν τα πάθη τον Ιώβ, κατά δε τους πειρασμούς τον Ιωσήφ, και τους άλλους κατ’ άλλον τρόπον το κατά δύναμιν. Προ πάντων δε είχεν αποκτήσει ο μακάριος την μακαρίαν ταπείνωσιν και ποτέ δεν ηθέλησε να φορέση λαμπρά φορέματα, μολονότι κατήγετο από γένος λαμπρόν και πλούσιον, αλλά πάντοτε εφόρει εν ευτελές και τρίχινον ιμάτιον με μεγάλην ταπείνωσιν. Όθεν πολλάκις οι μαθηταί του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω όρει ασκήσαντος εθαύμαζον, βλέποντες την μεγάλην ταπείνωσιν την οποίαν είχεν ο Όσιος Νικάνωρ εις τα ενδύματα. Περί τούτου είπεν εις αυτούς ο Όσιοε Διονύσιος· «Βλέπετε, αδελφοί, μέγαν θησαυρόν κρύπτει υποκάτω εκείνο το ευτελές τριβώνιον». Ταύτα ως ήκουσαν περί του Οσίου Νικάνορος δύο πλούσιοι Χριστιανοί, και μαθόντες ακριβώς τα περί τούτου, ήλθον δρομαίοι εις την σκήτην του, θέλοντες να υποταχθούν εις αυτόν. Ο δε Όσιος Νικάνωρ, προγνωρίζων εκ θείας χάριτος τον ερχομόν των, εξήλθεν από το κελλίον του και τους υπεδέχθη φιλοφρόνως, και λέγει προς αυτούς· «Τι προς εμέ τον ευτελή του Δεσπότου Χριστού δούλον ήλθετε, τέκνα, αφέντες τον πολύν εν αρετή Διονύσιον; Δεν έχει τούτο το ευτελές μου ιμάτιον καμμίαν αρετήν κεκρυμμένην, ως παρ’ εκείνου ηκούσατε· μόνον υπάγετε προς εκείνον τον όντως Όσιον και ενάρετον». Ταύτα ειπών προς αυτούς ο Όσιος και εισελθών εις το κελλίον του, έκλεισε την θύραν. Οι δε ίσταντο έξω και τον παρεκάλουν μετά δακρύων να τους δεχθή και να τους κουρεύση το συντομώτερον. Βλέπων λοιπόν ο Όσιος την πολλήν υπομονήν και τον ένθεον πόθον των, ήνοιξε την θύραν και τους υπεδέχθη και τους εδίδαξεν ικανώς όλα τα της μοναδικής πολιτείας, μετά δε τρεις ημέρας τους ενέδυσε το άγιον σχήμα και τους είχε πάντοτε μεθ’ εαυτού αγωνιζομένους τον καλόν δρόμον της ασκήσεως. Αλλ’ επειδή ήτο αδύνατον να κρύπτεται η αρετή τοιούτου φωστήρος, ηθέλησεν ο Θεός να σώση δι’ αυτού και άλλους πολλούς και δια τούτο μίαν νύκτα, καθώς προσηύχετο ο Όσιος μετά πολλών δακρύων έμπροσθεν της εικόνος του Εσταυρωμένου Χριστού, ήκουσε φωνήν γλυκυτάτην εκ της εικόνος λέγουσαν· «Νικάνορ, ανάβηθι ταχέως εις την κορυφήν του όρους και εκεί θέλεις εύρει την εικόνα μου εν τη γη κεκρυμμένην, κτίσον δε εκεί Εκκλησίαν εις το εμόν όνομα και κελλία, ότι λαόν θέλεις ποιμάνει περιούσιον». Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηγέρθη, το δε πρωϊ, λαβών μαθητάς τινας, ανέβη επάνω εις την κορυφήν του όρους, εκεί δε εύρε πεπαλαιωμένον και χαλασμένον θεμέλιον, τόπον δύσβατον και δάσος βαθύ. Όθεν κόπτων τα δένδρα, ρίπτων λίθους και σκάπτων τα πεπαλαιωμένα εκείνα θεμέλια, εύρε την Αγίαν Εικόνα του Σωτήρος Χριστού, ως θησαυρόν πολύτιμον εν τη γη κεκρυμμένην. Λαβών δε ταύτην εις χείρας μετά φόβου και χαράς εδόξαζε τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να εύρη τοιούτον μέγαν θησαυρόν. Μεθ’ ημέρας δε τινάς, παραλαβών τεχνίτας επιδεξίους, έκτισε την σεβασμίαν Μονήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, με τραπεζαρείον ωραιότατον, και με άλλα αξιέπαινα οικοδομήματα, καθώς και έως την σήμερον φαίνονται. Η Μονή σώζεται έως την σήμερον υπέρ τα φν΄ (550) έτη, αφ’ ότου την έκτισεν ο Όσιος, χωρητικότητος χιλίων Μοναχών, το δε μετόχιον δισχιλίων, είναι δε αποθήκη των καρπών της γης προς τροφήν των Μοναχών. Εις ταύτα πάντα συνεκοπίαζε και ο Όσιος και εδούλευε μαζί με τους τεχνίτας εις την κατασκευήν του ιερού Μοναστηρίου, το οποίον δια να το αυξήση περισσότερον επεμελήθη ο μακάριος και έκτισε και άλλας πολλάς οικοδομάς έξωθεν του Μοναστηρίου δια το συμφέρον των αδελφών. Αφ’ ου δε ετελειώθη το σεβάσμιον Μοναστήριον, τότε καθ’ εκάστην έτρεχε πλήθος Χριστιανών από διαφόρους τόπους. Άλλοι μεν δια να μονάσωσιν εκεί, έτεροι δε δια να λάβωσι την ευλογίαν του, και άλλοι δια να ακούσουν την γλυκυτάτην και ψυχοσωτήριον διδασκαλίαν του, και έκαστος ελάμβανε το προσφυές αντίδοτον πάσης ψυχικής και σωματικής ασθενείας. Διότι ο Άγιος όχι μόνον με ψυχωφελή λόγια τους συνεβούλευεν, αλλά και με διαφόρους ιατρείας τους ευηργέτει, τινάς μεν ιατρεύων με μόνην την αφήν της αγίας του δεξιάς, άλλους δε εγγίζων δια της ράβδου του, και άλλους με μόνον τον λόγον· μερικούς ταχέως και μερικούς αργότερα, έκαστον κατά την πίστιν και μετάνοιαν αυτού, ούτως ώστε ήτο ο Άγιος κοινός ευεργέτης και ιατρός άμισθος, γινόμενος εις όλους μεταδοτικός δια την των πολλών ψυχικήν ωφέλειαν. Ούτω μεν λοιπόν εναρέτως και αγγελικώς επολιτεύθη ο Όσιος όλον τον καιρόν της ζωής του και με τόσους κόπους και αγώνας ασκητικούς ετελείωσε τον δρόμον της παροικίας του. Ούτως οσίως και θεοφιλώς ευηρέστησε τω Θεώ, έως ου έζη εις ταύτην την πρόσκαιρον ζωήν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να μεταβή εις την άλλην ζωήν την αιώνιον, δια να λάβη την αξίαν αμοιβήν των αγώνων του, τότε εκ θείας χάριτος προεγνώρισε και την ημέραν της τελειώσεώς του. Συνάξας τότε όλους τους μαθητάς του, τους είπεν, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει ο δρόμος της ζωής του και υπάγει προς τον ποθούμενον. Εκείνοι δε ως ήκουσαν, ήρχισαν να κλαίουν και να οδύρωνται την στέρησίν του απαραμύθητα, ολοφυρόμενοι την ορφανίαν των. Ο δε Άγιος τους παρεμύθει με λόγια συμβουλευτικά και παραμυθητικά, λέγων προς αυτούς ταύτα.  «Μη λυπείσθε, τέκνα μου αγαπητά, δια τον θάνατόν μου, διότι τούτο το πικρόν του θανάτου ποτήριον είναι κοινόν, και δεν ημπορεί να το αποφύγη τις. Μόνον σας συμβουλεύω να φυλάξετε αμετασάλευτα όσα διαλαμβάνει η διαθήκη μου, ανίσως και αγαπάτε την σωτηρίαν σας· να πολιτεύεσθε κοινοβιακώς εις όλα τα πράγματά σας· να έχετε πρώτον μεν την εις Θεόν αγάπην και ευσέβειαν, έπειτα δε και την εις αλλήλους αδελφικήν αγάπην και ομόνοιαν. Να φυλάσσετε ακριβώς την παράδοσιν των Αγίων Πατέρων, όσα περί Πίστεως και εναρέτου διαγωγής έγραψαν, και όσα το τυπικόν του Αγίου Σάββα τρανώς διακελεύεται περί εκκλησιαστικής τάξεως και περί αρετής. Γυναίκα ποτέ μη δεχθήτε εις το Μοναστήριον, είτε καλογραία είναι, είτε κοσμική, ή βασιλέως μήτηρ, ή βασίλισσα, ούτε παιδί αμύστακον και αγένειον. Ποτέ να μη χειροτονήσητε Διάκονον ή Ιερέα ανάξιον· ότι άλλο δεν παροργίζει τόσον τον Θεόν, όσον ο ανάξιος Ιερεύς. Εάν ποτέ δεν ήθελεν ευρεθή τις άξιος από το αυτό Μοναστήριον να γίνη Ηγούμενος, να υπάγετε εις το Μοναστήριον του Βαρλαάμ και ερευνήσατε εκεί δια τινα άξιον. Εάν δε πάλιν δεν εύρητε και εκεί, υπάγετε εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, του εν τη σκήτη της Βεροίας, εις το κτίριον του εμού αδελφού και συνασκητού Διονυσίου, και ζητήσατε μετά πολλών δακρύων και δεήσεων κανένα άξιον αδελφόν δια να προχειρίσετε Ηγούμενον. Εάν δε τέλος πάντων δεν ευρεθή ουδέ εκεί πρόσωπον άξιον λόγω τε και έργω, ας γίνη και όποιος εκλεγή από την Αδελφότητα· πλην να είναι ευλαβής και σώφρων και άξιος Ιερεύς. Προς τούτοις να μη έχη άδειαν κανείς από σας τους Μοναχούς να πηγαίνη εις τας πανηγύρεις των κοσμικών· διότι ο θείος νόμος προστάζει ούτως· «Αββάς εις λιτήν κοσμικού καθίσας, ως νεκρόν λογίζεται αυτόν ο Θεός». Αργός να μη κάθηται ποτέ τις, αλλ’ ή να προσεύχηται εις το κελλίον του, ή να αναγινώσκη τας θεοπνεύστους γραφάς, ή να εργάζηται, ο μεν εν αμπέλω, ο δε εν κήπω, και άλλος εις άλλην υπηρεσίαν. Διότι ο Απόστολος Παύλος λέγει· «Μηδείς αργός εσθιέτω». Ποτέ κανείς, ω τέκνα μου αγαπητά, να μη έχη σακκίδιον χωριστόν του Ηγουμένου, μηδέ να έχητε προς αλλήλους μνησικακίαν, καταλαλιάν τε και έχθραν. Μηδέ να υψώση ο εις χείρα κατά του άλλου· αλλά να έχετε πάντοτε αγάπην, υπομονήν και ταπείνωσιν. Εάν δε τις δεν ήθελε να φυλάξη αυτάς τας παραμικράς μου παραγγελίας, ας διωχθή από το Μοναστήριον ως ψωραλέον πρόβατον, δια να μη μολυνθούν από την ψώραν του και τα λοιπά πρόβατα της του Χριστού μάνδρας. Εάν δε ποτε συμβή και σκανδαλισθή ο εις με τον άλλον, ας φιλιώνεται προ της δύσεως του ηλίου, δια να μη μένουν εις έχθραν και εύρη χώραν ο διάβολος και τους ρίψη εις μεγαλύτερα ανομήματα. Οι γέροντες και προκομμένοι εις τα θεία και πρακτικοί εις τα πάντα, νουθετείτε τους αμαθείς και νέους. Οι νέοι πάλιν υποτάσσεσθε εις τους πρεσβυτέρους, και ακούετε με προσοχήν και αγάπην τας νουθεσίας των. Και εάν ταύτα όσα σας είπα και όσα γράφω εις την διαθήκην μου φυλάξετε, θέλετε αξιωθή της των ουρανών Βασιλείας, ίνα ευφραίνεσθε μετά δικαίων. Εάν δε και δεν φυλάξετε, θέλετε λάβει τον μισθόν της παρακοής, θα τιμωρήσθε εις την αιώνιον κόλασιν. Αυτά και άλλα περισσότερα εδίδασκεν ο Όσιος τους μαθητάς του και τους παρηγορούσε να μη λυπούνται δια τον θάνατόν του. Κατά δε την έκτην του Αυγούστου μηνός εσυνάχθησαν πολλοί Χριστιανοί εις το Μοναστήριον, αφ’ ενός μεν δια την εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ετέρου δε δια να λάβουν ευλογίαν από τον Όσιον. Ο δε Όσιος τους υπεδέχθη πατρικώς, και μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας τους εφίλευσε πλουσιοπαρόχως, και τους εξαπέστειλε. Μετά δε ταύτα εμβήκεν εις το κελλίον του και ευθύς τον εκυρίευσε πυρετός, και έκειτο πλαγιασμένος εις την κλίνην του. Την δε ερχομένην ημέραν ηγέρθη το πρωϊ και εισελθών εις το Κυριακόν, και ιερουργήσας, εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια. Εξελθών δε μετά την θείαν Μυσταγωγίαν, είπε πάλιν προς τους μαθητάς του· «Ήλθε τώρα η ώρα, τέκνα μου, δια να πηγαίνω προς τον ποθούμενον Δεσπότην μου. Σεις δε εις το εξής αγωνισθήτε, όσον δύνασθε, να φανήτε ευάρεστοι εις τον Θεόν, και αυτός θέλει σας κυβερνά πάντοτε πνευματικώς τε και σωματικώς, εάν έχετε εις αυτόν όλην την ελπίδα σας. Και μη λυπείσθε ότι εγώ χωρίζομαι σωματικώς από σας, διότι πνευματικώς ποτέ δεν θέλω αποχωρισθή. Εάν δε εύρω παρρησίαν προς τον Δεσπότην Χριστόν ο ανάξιος, δεν θέλω παύσει να δέωμαι της Βασιλείας του δια την σωτηρίαν σας. Ταύτα ειπών ο Άγιος, και ευχόμενος και ευλογών τους περιεστώτας Μοναχούς και λαϊκούς, και πλαγιάσας επί της κλίνης του, παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας Θεού κατά το αυιθ΄ (1419) έτος, εν μηνί Αυγούστω, ζ΄ (7). Και την μεν μακαρίαν αυτού ψυχήν λαβόντες οι Άγιοι Άγγελοι μετά πάντων των Οσίων και Δικαίων, την έφεραν εις την άνω Ιερουσαλήμ με ύμνους και δοξολογίας. Το δε πανίερον αυτού και σεβάσμιον λείψανον ενεταφίασαν ευλαβώς, με υμνωδίας και δάκρυα, εις το παρεκκλήσιον του Τιμίου Προδρόμου. Το οποίον καθ’ εκάστην κάμνει θαύματα εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, και διαμένει παντοδαπών νοσημάτων αλεξιτήριον, και πηγάς ιαμάτων βρύει εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας. Διότι τοιουτοτρόπως γνωρίζει να δοξάζη ο Θεός τους αυτόν αντιδοξάζοντας· τας μεν αγίας αυτών ψυχάς να συναριθμή με τας αϋλους ουσίας των Αγγέλων, τα δε σεβάσμια αυτών λείψανα να τα αποδεικνύη πηγάς ιαμάτων και νόσων πολυτρόπων φυγαδευτήρια. Πολλά δε και άπειρα θαύματα ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην  το αγιώτατον λείψανον του θαυματουργού Νικάνορος, από τα οποία, αφήνων τα πολλά δια συντομίαν, θέλω διηγηθή μερικά, όσα έκαμεν εις τους καθ΄ημάς χρόνους, δια να γνωρίσετε την μεγάλην αρετήν του Αγίου, και την παρρησίαν την οποίαν έχει προς τον Παντοκράτορα Θεόν. Ευρίσκοντό ποτε εις απορίαν χρημάτων, τα οποία επεβλήθησαν εις αυτούς από τους μισοθέους Αγαρηνούς, και μη έχοντες ελπίδα βοηθείας από άλλο μέρος, έκριναν άπαντες, κοινή γνώμη, να λάβωσι τον μέγαν όντως και πολύτιμον θησαυρόν, την πάνσεπτον, λέγω, κάραν του Οσίου Νικάνορος, να απέλθωσιν εις τα Σέρβια, επειδή τότε δια τας των ανθρώπων αμαρτίας είχεν ακολουθήσει φθοροποιός πανώλης εις εκείνην την πολιτείαν, αφ’ ενός μεν ίνα ελευθερώση ο Θεός τους Χριστιανούς από την πανώλεθρον εκείνην νόσον, δια πρεσβειών του δούλου αυτού Νικάνορος, αφ’ ετέρου δε δια να ενισχυθή και το Μοναστήριον δια της των Χριστιανών ελεημοσύνης. Λαβόντες λοιπόν την αγίαν κάραν δύο ευλαβείς Ιερομόναχοι, ο Πανοσιώτατος Ηγούμενος κυρ Δαβίδ, και ο Πνευματικός Νεόφυτος, ανεχώρησαν από το Μοναστήριον μετά της συνοδείας αυτών. Το εσπέρας έφθασαν, Θεού βοηθούντος, εις εν χωρίον ονομαζόμενον Καισάρειαν, τους οποίους απαντήσας εις Χριστιανός ευλαβής, ονόματι Νικόλαος, τους υπεδέχθη χαροποιώς εις την οικίαν του και τους εφιλοξένησεν αβραμιαίως. Το πρωϊ παρεκάλεσεν ο Νικόλαος τους Ιερείς να ψάλωσιν αγιασμόν εις τον οίκον του, αυτός δε πηγαίνων έδωσεν είδησιν εις τους γείτονάς του, δια να έλθουν να αγιασθούν και να ασπασθούν την σεβασμίαν του Αγίου κάραν. Όθεν οι μεν Ιερομόναχοι, βλέποντες την ευλάβειαν του Νικολάου, ήρχισαν να ψάλλωσι τον αγιασμόν. Ο δε λαός ως ήκουσεν, έδραμον μικροί και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, και ησπάζοντο πανευλαβώς την πάνσεπτον κάραν. Μεταξύ εκείνων επλησίασεν και μία κόρη άσεμνος και ακάθαρτος δια να ασπασθή την αγίαν κάραν, παρευθύς δε έπεσεν εις την γην ως νεκρά. Τούτο βλέποντες οι άνθρωποι έλαβον μέγαν φόβον και τρόμον και ερράντιζαν με νερόν την κόρην να σηλωθή. Όθεν μετά πολλήν ώραν ηγέρθη ολίγον και εκάθισε, την ηρώτα δε η μήτηρ της να της είπη την αιτίαν. Η δε κόρη με φόβον πολύν απεκρίθη, λέγουσα· «Εγώ, ως επλησίασα να ασπασθώ την κάραν του Αγίου, μοι εφάνη εκεί ένας Μοναχός κοκκινογένης και με εκτύπησε με ένα ράπισμα εις το πρόσωπον, λέγων εις εμέ μετά πολλού θυμού· «Εγώ την ώραν ταύτην ήθελα, πάντολμε, να σε θανατώσω, επειδή ούτως ερρυπωμένη και ακάθαρτος ετόλμησας να με εγγίσης. Αλλά πάλιν δια την πολλήν ευλάβειαν του πιστού μου τούτου Νικολάου σου χαρίζω την ζωήν· πρόσεχε δε εις το εξής να μη πλησιάζης αναξίως εις τα ιερά, δια να μη πάθης κάτι χειρότερον». Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες εθαύμασαν και έδωσαν δόξαν εις τον παντοδύναμον Θεόν και τον θαυματουργόν Νικάνορα. Αναχωρήσαντες οι πατέρες εκείθεν, επήγαιναν κατά τον σκοπόν των εις τα Σέρβια· κατά δε το μέσον της οδοιπορίας τους συνήντησεν ένας υπηρέτης του τότε Αρχιερέως της των Σερβίων Εκκλησίας, Ζαχαρίου του θεοφιλούς ανδρός, όστις μαθών παρά των Πατέρων τα περί του Αγίου, επιστρέψας ανήγγειλε την υπόθεσιν εις τον Αρχιερέα. Ακούσας τούτο ο Αρχιερεύς εθυμώθη αρχικώς κατά των Ιερομονάχων, και ήθελε να τους αποδιώξη, μη πιστεύων τα όσα έλεγον περί του Αγίου, επειδή δεν ήσαν ακόμη γνωστά εις όλους. Μετά δε ταύτα ερευνήσας ακριβώς την υπόθεσιν και βεβαιωθείς παρά των αξιοπίστων Χριστιανών τα θαύματα του Αγίου, μάλιστα δε πιστωθείς δια του σιγγιλλιώδους γράμματος του Μοναστηρίου, μετέτρεψε τον θυμόν εις ημερότητα και έδωσεν άδειαν εις τους πατέρας να ψάλλουν ακωλύτως αγιασμούς εις όλην την επαρχίαν του. Καθώς λοιπόν έκαμαν αρχήν οι Πατέρες να ψάλλουν αγιασμούς εις τα Σέρβια, ήρχισε να τρίζη το κιβώτιον το έχον την κάραν του Αγίου, τούτο δε έγινε πολλάκις· και ηπόρουν οι άνθρωποι εις το τοιούτον τεράστιον. Μετά δε ολίγας ημέρας εγνώρισαν την του Αγίου θαυματουργίαν. Διότι όσον έτριζε το κιβώτιον, τόσον η λοιμώδης και φθοροποιός νόσος εξωστρακίζετο από την πολιτείαν. Εις διάστημα δε ολίγων ημερών ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί από τον φοβερόν θάνατον του λοιμού και εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον. Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέποντες οι Αγαρηνοί ωργίζοντο, και την του Αγίου θαυματουργίαν ωνόμαζον μαγείαν οι άφρονες. Όθεν δύο πάντολμοι γενίτσαροι, υπό του πατρός αυτών διαβόλου παρακινούμενοι, απεφάσισαν να συλλάβουν τους πατέρας όταν περιέρχωνται τας οδούς, να τους αρπάσουν την αγίαν κάραν, και να την συντρίψουν επάνω εις τας πέτρας. Οι μεν λοιπόν ασεβείς ταύτα κατά του Αγίου κακώς εμελέτησαν. Ο δε καρδιογνώστης Θεός, όστις δοξάζει τους δούλους του και φυλάττει τα άγια αυτών λείψανα αβλαβή, τι εποίησεν; Εξαπέστειλεν εις εκείνους τους άφρονας οργήν θυμού αυτού, και απέθανεν αιφνιδίως από πανώλη εκείνην την νύκτα ο εις από εκείνους ομού με όλους τους ανθρώπους του κατηραμένου οίκου του. Εις δε τον άλλον εφάνη ο Άγιος, εν οράματι, και λέγει εις αυτόν μετ’ οργής· «Τι ήτο το πονηρόν, όπερ κατ’ εμού εμελέτησας να πράξης ομού με τον σύντροφόν σου, πάντολμε; Εγώ έλαβον παρά Θεού θέλημα να σε θανατώσω την νύκτα ταύτην, ως και τον παράφρονα φίλον σου, αλλά πάλιν σε ηλέησα, δια να γίνης κήρυξ της ιδικής σου σωτηρίας και της συμφοράς του συντρόφου σου». Ταύτα ως είδε και ήκουσεν ο ασεβής, ευθύς έντρομος εσηκώθη από την κλίνην του και εδέετο του Αγίου να τον συγχωρήση δια το σφάλμα του. Το δε πρωϊ εξήλθε και έλεγε παρρησία εις πάντας όσα του είπε κατ’ όναρ ο Άγιος και όσα αυτός με τον σύντροφόν του εμελέτα να πράξη κατά της σεβασμίας του Αγίου κάρας. Αύτη είναι, ω φιλακροάμονες Χριστιανοί, η αγγελομίμητος και θαυμαστή πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικάνορος, καθώς με συντομίαν ηκούσατε. Ούτω θεοφιλώς ηγωνίσατο και κατεπάλαισε τον νοητόν δράκοντα· ούτω και εδοξάσθη παρά Θεού, και έλαβε τον της νίκης στέφανον. Τοιαύτην παρρησίαν εύρε προς τον Δεσπότην Χριστόν, δια τους πολλούς και ασκητικούς του αγώνας, ώστε πάντοτε βρύει πηγάς ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτόν. Όθεν και ημείς, οι οποίοι ηξιώθημεν σήμερον να ακούσωμεν την θεάρεστον αυτού πολιτείαν, ας τον εγκωμιάσωμεν κατά το δυνατόν, ως νικητήν του μισοκάλου εχθρού. Ας πανηγυρίσωμεν την χαρμόσυνον εορτήν του με ύμνους και δοξολογίας, και ας αγωνισθώμεν να τον μιμηθώμεν εις την κατά Θεόν πολιτείαν, όσον δυνάμεθα, ίνα και ημείς της των Ουρανών Βασιλείας αξιωθώμεν. Χάριτι και φιλανθρωπία του ανάρχου Πατρός και του μονογενούς Υιού και του ομοουσίου Πνεύματος, της ζωοποιού και αδιαιρέτου Τριάδος. Η πρέπει κράτος και τιμή εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: