ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ

«Και προσκαλεσάμενος τους δώδεκα μαθητάς αυτού, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι: 1).                

Εορτάσασα χθες η Εκκλησία του Χριστού, η πνευματική μήτηρ ημών, αδελφοί, των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου την φαιδράν εορτήν, καθιέρωσε σήμερον κοινήν πανήγυριν της δωδεκάδος των μαθητών, ως ομοτίμων και ισοτίμων, ως την αυτήν χάριν του Πνεύματος λαβόντων και εν σώμα και πνεύμα εν Χριστώ αποτελούντων, και προς την χαρμόσυνον ταύτην εορτήν πάντας ημάς σήμερον καλεί, όπως πνευματικώς εορτάσωμεν αυτήν. «Δεύτε, άδει σήμερον, πάντες οι πιστοί τους μαθητάς του Χριστού ως προστάτας ευφημήσωμεν πνευματικώς πανηγυρίζοντες»· έλθετε, ψάλλει, πάντες οι πιστοί, ίνα επαινέσωμεν τους μαθητάς του Χριστού ως προστάτας και ευφημήσωμεν πνευματικώς πανηγυρίζοντες δι’ ύμνων και ωδών πνευματικών και μιμούμενοι τούτους κατά το δυνατόν. Αλλ’ επειδή δεν δυνάμεθα να επαινέσωμεν πρόσωπον τι ούτε να μιμηθώμεν αυτό, αν μη πρότερον γνωρίσωμεν τας αρετάς αυτού, δι’ ας καθίσταται επαίνων και μιμήσεως άξιον, συντόμως τον βίον εκάστου των δώδεκα μαθητών ας σκιαγραφήσωμεν και επί το θαυμάσιον αποστολικόν αυτών κήρυγμα εταστικόν βλέμμα ας ρίψωμεν, όπως την αγάπην ημών προς τα θαυμαστά ταύτα πρόσωπα αυξήσωμεν και την πίστιν ημών εις τον Σωτήρα θερμοτέραν καταστήσωμεν, και ούτω δυνηθώμεν να εορτάσωμεν εορτήν πνευματικήν προς δόξαν των Θεοκηρύκων Αποστόλων και τιμήν.

Η θεόλεκτος δωδεκάς των μαθητών, η ευάριθμος αύτη χορεία, κατέχει αναντιρρήτως την πρώτην και υπέροχον θέσιν εν τη απειραρίθμω ομηγύρει των μεγάλων του Χριστιανισμού ηρώων. Οι μεγάλοι ούτοι άνδρες και ευεργέται της ανθρωπότητος, πιστοί ακόλουθοι του σαρκωθέντος Λόγου γενόμενοι, πάντα τα επίγεια σκύβαλα εθεώρησαν, ίνα Χριστώ ευαρεστήσωσι και το αίμα αυτών εξέχεον, ίνα τον κόσμον από του φοβερού της αμαρτίας ζυγού απαλλάξωσι και προς φως και ζωήν οδηγήσωσι. Μετά τους κορυφαίους των Αποστόλων Πέτρον και Παύλον, οίτινες μετά της δωδεκαρίθμου των μαθητών χορείας και σήμερον εορτάζονται, έρχεται αναντιρρήτως ο υιός της βροντής, ο επιστήθιος μαθητής, Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, προς εκείνους κατά πάντα εφάμιλλος, κατά την κλήσιν και δράσιν, κατά την θεωρίαν και πράξιν, κατά τον ζήλον και την αγάπην, ο ζωηρότερον πάντων αισθανθείς την καλήν ταύτην του Θεανθρώπου εντολήν. Ούτος κατ’ αρχάς εγένετο του Προδρόμου μαθητής, είτα δε προσήλθεν εις τον Χριστόν υπ’ εκείνου οδηγηθείς και επί τινα καιρόν ηκολούθησεν αυτόν. Μετά μικρόν εις την Γαλιλαίαν επανελθών ησχολήθη και πάλιν εις το έργον αυτού το αλιευτικόν μέχρι του χρόνου καθ’ ον ο Σωτήρ εκάλεσεν αυτόν οριστικώς. Έκτοτε ο θείος Ιωάννης ακολουθεί διαρκώς τον Σωτήρα και γίνεται ο κατ’ εξοχήν προσφιλής και επιστήθιος του Κυρίου μαθητής, ένεκα της προς αυτόν αγάπης και αφοσιώσεως αυτού και της καθαρότητος της καρδίας αυτού. Μετά του αδελφού αυτού Ιακώβου και του Πέτρου τον στενώτερον περί τον Ιησούν κύκλον αποτελεί. Τους τρεις τούτους εν τη αναστάσει της θυγατρός του Ιαείρου προσέλαβεν ο Χριστός, τούτους μόνους και επί του όρους Θαβώρ, ένθα είδον την δόξαν του Ιησού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός· κατά δε τον Μυστικόν Δείπνον ούτος επί το στήθος του θείου αυτού διδασκάλου έπεσε και ηρώτησεν αυτόν, τις είναι ο μέλλων να παραδώση Αυτόν. Ότε δε ο Ιησούς εις χείρας ανόμων παρεδόθη, μόνος ο Ιωάννης αυτόν παρακολουθεί και δεν αφίσταται αυτού ουδέ κατά την τελευταίαν αυτού στιγμήν και παρά τον Σταυρόν μετά της Θεοτόκου παρίσταται παρηγορών Αυτήν, και εκεί αξιούται της μεγίστης τιμής, Υιός της Παρθένου υπό του Εσταυρωμένου να κληθή. Και ότε ηγγέλθησαν εις τους μαθητάς τα ευαγγέλια της Αναστάσεως, πρώτος εις το μνημείον έτρεξε και εις την θάλασσαν της Τιβεριάδος πρώτος τον αναστάντα διέκρινε και όπισθεν αυτού ηκολούθησε. Μετά την Ανάληψιν βλέπομεν τούτον μετά του Πέτρου θαυματουργούντα και κηρύττοντα εις Ιερουσαλήμ αλλά και εις Σαμάρειαν, ένθα υπό της Εκκλησίας είχεν αποσταλή. Μετά του Πέτρου και Ιακώβου του Αδελφοθέου υπήρξεν εν τη πρώτη εν Ιεροσολύμοις Χριστιανική κοινότητι εις των στύλων της νέας πίστεως, κατά δε τας αρχάς του Ιουδαϊκού πολέμου περί το 67 έφυγεν εξ Ιεροσολύμων μετά των πιστών εις την εν τη Περαία Νέαν Πέλλαν, ένθα επί τινα χρόνον έμεινεν, είτα δε εν τη Ασία επί πολλά έτη το Ευαγγέλιον εβροντοφώνησε και εν Εφέσω τούτο εγγράφως εξέθηκεν. Επί δε του διωγμού του Δομετιανού εξωρίσθη εις Πάτμον, ένθα την Αποκάλυψιν συνέγραψεν, Επιστρέψας δε εις την Έφεσον, πλήρης ημερών εν ειρήνη ανεπαύθη. Ο κατ’ εξοχήν ούτος Απόστολος της αγάπης είναι ο μόνος των μαθητών, όστις δεν υπέστη θάνατον μαρτυρικόν. Τέταρτος των Αποστόλων αριθμείται ο Ανδρέας, ο του κορυφαίου Πέτρου αδελφός, αλιεύς και αυτός πρότερον ων. Ούτος εμαθήτευσε παρά τω Προδρόμω επί τινα καιρόν, είτα δε εκλήθη υπό του Σωτήρος πρώτος των μαθητών και εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις Πόντον, Βιθυνίαν, Μακεδονίαν, Θεσσαλίαν και Ελλάδα. Φθάσας δε εις Πάτρας υπό του Ανθυπάτου της Αχαΐας Αιγεάτου συνελήφθη και εις σταυρόν έχοντα το σχήμα Χ ανηρτήθη. Πέμπτος των ενδόξων μαθητών του Κυρίου έρχεται ο Ιάκωβος, ο του Ιωάννου αδελφός. Ούτος, αλιεύς πρότερον ων εν Ιεροσολύμοις, τω κέντρω του Ιουδαϊκού φανατισμού, εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού μετά παρρησίας πολλής και επειδή ένεκα τούτου κατέστη τοις Ιουδαίοις απεχθής και βαρύς, εθανατώθη μαχαίρα υπό του βασιλέως Ηρώδου Αγρίππα, και πρώτος των δώδεκα μαθητών υπέρ Χριστού έχυσε το αίμα αυτού. Έκτος των Μαθητών και Αποστόλων είναι Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ούτος εις Ασίαν και Φρυγίαν το Ευαγγέλιον εκήρυξε και εν Ιεραπόλει της Φρυγίας εμαρτύρησε, τους αστραγάλους τρυπηθείς και επί ξύλου κατακεφαλής αναρτηθείς. Έβδομος κατά την τάξιν έρχεται ο Θωμάς ο και Δίδυμος καλούμενος, όστις, αλιεύς πρότερον ων, εις Πάρθους και Μήδους και Ινδούς το Ευαγγέλιον εκήρυξε και εν Ινδία εμαρτύρησε δι’ ακοντίου διατρυπηθείς. Όγδοος είναι ο Βαρθολομαίος, ο παρά του Ευαγγελιστού Ιωάννου ονομαζόμενος Ναθαναήλ. Τούτο ήτο το κύριον όνομα αυτού, το δε Βαρθολομαίος εχρησίμευεν ως πατρωνυμικόν, δηλούν Βαρ-θο-λομί, (ή κατά τους εβδομήκοντα θαλαμί), δηλαδή υιός του Θολομί. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις Αραβίαν, Ινδίας και Φρυγίαν, και εν Ουρβανουπόλει έλαβε τον δια σταυρού θάνατον. Ένατος δε μαθητής ο Ματθαίος εχρημάτισε, ο πρότερον τελώνης και ύστερον Ευαγγελιστής. Ούτος εκήρυξεν εις Παλαιστίνην, Συρίαν και Παρθίαν τον Χριστόν, ως και εις Αιθιοπίαν, ένθα ριφθείς εις κάμινον εκάη ζων. Δέκατος αριθμείται ο του Αλφαίου Ιάκωβος, όστις εις τα έθνη εκήρυξε τον Ιησούν Χριστόν και εμαρτύρησεν υπέρ αυτού κρεμασθείς εις σταυρόν. Ενδέκατος είναι ο Σίμων ο Ζηλωτής ο προσονομασθείς προς διάκρισιν από του Σίμωνος Πέτρου Κανανίτης, ήτοι Χαναναίος. Και ούτος πρότερον αλιεύς ων εκήρυξε μετά ταύτα εις πολλάς χώρας της Αφρικής τον Χριστόν και εμαρτύρησεν υπέρ αυτού θάνατον σταυρικόν. Και δωδέκατος είναι ο Ιούδας ο του Ιακώβου, ο και Λεββαίος και Θαδδαίος καλούμενος, όστις εν Μεσοποταμία και Αρμενία εκήρυξε, και εκεί κρεμασθείς και τοξευθείς υπέρ Χριστού εμαρτύρησεν. Ο δε εις την θέσιν του Ιούδα του Ισκαριώτου εκλεχθείς και μετά των δώδεκα συναριθμηθείς Ματθίας εις Αιθιοπίαν το Ευαγγέλιον εκήρυξε και εκεί πολλάς βασάνους και μαρτυρικόν θάνατον υπέμεινεν. Ούτοι, αγαπητοί, αποτελούσι την χορείαν των δώδεκα του Σωτήρος μαθητών. Αλλά πως ευρίσκεται πλεονάζων του ιερού τούτου αριθμού εις; Διότι μετά των δώδεκα λίαν δικαίως συγκαταριθμείται και ο μέγιστος των Αποστόλων, ο θείος Παύλος, ως τούτο βλέπομεν και εις τας αγίας εικόνας, εν αις προς των άλλων μετά του Πέτρου ιστορείται η σεβασμία αυτού μορφή. Μετά των δώδεκα ωσαύτως οι ιστορούντες τας αγίας εικόνας συμπεριλαμβάνουσι και τον Μάρκον και τον Λουκάν ως Ευαγγελιστάς, ενώ ούτοι είναι εκ των εβδομήκοντα και ουχί εκ των δώδεκα. Όπως δε τηρήσωσι τον ιερόν αριθμόν των δώδεκα μαθητών, προσθέτοντες τον Παύλον και τους δύο Ευαγγελιστάς αναγκάζονται να παραλείπωσι τον Ιάκωβον τον του Αλφαίου, τον Ιούδαν τον του Ιακώβου και τον Ματθίαν. Οι περισσότεροι των δώδεκα μαθητών ήσαν αλιείς, και τούτους αλιείς ανθρώπων εποίησεν ο Σωτήρ. Δια της τοιαύτης του επαγγέλματος αυτών μεταβολής, ενώ πρότερον εκ του βυθού της θαλάσσης ανέλκοντες ιχθείς θάνατον έφερον αυτοίς, εξάγοντες ήδη εκ της διαφθοράς ανθρώπους έφερον αυτούς εις την ζωήν. Διότι θάλασσα είναι ο κόσμος ούτος, αγαπητοί, και οι άνθρωποι εν αυτώ φέρονται ως ιχθύες κωφοί και εξαπατώμενοι εκ της ματαιότητος αυτού. Οι θείοι δε Απόστολοι, λαβόντες παρά του διδασκάλου αυτών δίκτυον πνευματικόν, τον θείον λόγον, δι’ αυτού ανείλκυσαν ψυχάς εκ της θαλάσσης του κόσμου, της πλήρους διαφθοράς και ταραχής, και ταύτας έφερον εις το φως και την ζωήν, ουχί δε ως οι αλιείς τους ιχθύς εις θάνατον και καταστροφήν. Δεν προσείλκυσαν βεβαίως οι Απόστολοι τον κόσμον εις την εις Χριστόν πίστιν δια της επιφανείας του γένους αυτών, διότι ο διδάσκαλός των δεν έλαβε τούτους εκ των στρωμάτων της κοινωνίας των ανωτέρων και εκλεκτών, αλλ’ εκ της περιφρονουμένης ταξεως των αλιέων και τελωνών· δεν ηχμαλώτισαν τα πνεύματα εις Χριστόν δια της κοσμικής σοφίας αυτών, διότι ούτοι ήσαν εκ των πλέον αγραμμάτων και αμαθών· δεν κατέκτησαν τας καρδίας των ανθρώπων δια του πλούτου αυτών, διότι ούτοι δεν είχον ουδέ οβολόν, δεν είχον που την κεφαλήν να κλίνωσιν, ως ο διδάσκαλος αυτών. Τους ασθενείς τούτους εξελέξατο ο Σωτήρ και μετά την Ανάστασιν Αυτού απέστειλεν, ίνα, πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, πάση τη κτίσει το Ευαγγέλιον κηρύξωσι, πάντα τον κόσμον κατακτήσωσιν, εις πάντα τα έθνη το φως του Ευαγγελίου διαχύσωσι, τους πάντας εις τον του Χριστού ζυγόν υποτάξωσι και από τον βαρύν της αμαρτίας ζυγόν απαλλάξωσι· και ουδέν εις αυτούς έδωκεν άλλο, ούτε πήραν, ούτε ράβδον, ούτε πλούτον, δηλ. ούτε σοφίαν και δύναμιν κοσμικήν, ειμή μόνον τον θείον Λόγον. Πέμπει το πάλαι ο Θεός τον Ιησούν του Ναυή να κυριεύση την Ιεριχώ και λέγει προς αυτόν: «Βλέπεις την πόλιν εκείνην την έχουσαν ισχυρά και υψηλά τείχη; Ταύτα θέλω να κατεδαφίσης και εις την πόλιν να εισέλθης νικητής· πλην δεν θέλω να εγείρης όπλα κατ’ αυτής, ούτε πολιορκητικάς μηχανάς να πλησιάσης εις τα τείχη αυτής· αρκεί οι ιερείς φέροντες επί των ώμων αυτών την Κιβωτόν να περιέλθωσι την πόλιν σαλπίζοντες. Και δια του ήχου των σαλπίγγων θα καταπέσωσι τα τείχη». Και πράγματι ούτως εγένετο. Εσάλπισαν οι ιερείς και τα τείχη της Ιεριχούς κατέπεσον ευθύς. Την αυτήν παραγγελίαν δίδει και νυν ο Σωτήρ ημών εις τους μαθητάς Αυτού, ότε εις τα έθνη απέστειλεν αυτούς: «Βλέπετε, είπε, τον μέγαν τούτον κόσμον; Θέλω να υποτάξητε τούτον άνευ βίας, άνευ όπλων· αρκεί το Ευαγγέλιόν μου ως άλλην Κιβωτόν πανταχού να φέρητε, πάσαν την κτίσιν να περιέλθητε κηρύττοντες ως μεγαλοφωνόταται σάλπιγγες τον θείον Λόγον. Και δια του Λόγου τούτου πάντα τα προσκόμματα θα υπερνικήσετε, πάντα τον κόσμον προς την εις εμέ πίστιν θα ελκύσητε». Ούτως είπεν ο Σωτήρ, ούτω δε και εγένετο. Πίπτουσι τα τείχη της νέας Ιεριχούς, ο κόσμος δηλαδή δια του θείου λόγου μόνον υποτάσσεται εις Χριστόν. Και το μέγα τούτο κατόρθωμα συνετελέσθη άνευ ουδεμιάς, ως είπομεν, ανθρωπίνης συνδρομής, αλλά τουναντίον μάλιστα και υπό τας μάλλον εναντίας προς το κήρυγμα περιστάσεις και υπό τας συνθήκας τας πλέον δυσμενείς. Διότι εν πρώτοις οι Απόστολοι ώφειλον να κηρύττωσιν, ότι ο άϋλος Θεός άνθρωπος εγένετο ταπεινός, εσαρκώθη και ως κακούργος εσταυρώθη, είτα δε αναστάς μετά της τεθεωμένης αυτού σαρκός εις την αρχαίαν δόξαν ανυψώθη, πας δε ο πιστεύων εις Αυτόν πρέπει να είναι έτοιμος δια Χριστόν να υποστή παν δεινόν, στέρησιν ζωής, περιουσίας, κοσμικής δόξης και ελευθερίας, ώφειλον δηλαδή να κηρύττωσιν αληθείας αντικειμένας εις την διάνοιαν και την καρδίαν. Προς τούτοις ώφειλον οι πιστεύοντες εις Χριστόν ν’ αρνηθώσιν ολόκληρον κόσμον φρονημάτων και ιδεών, συνηθείας, έξεις, πεποιθήσεις, σκέψεις· διότι δια του Αποστολικού κηρύγματος επρόκειτο οι μεν Ιουδαίοι να εγκαταλίπωσι τον νόμον τον Μωσαϊκόν, να παύσωσι του λοιπού θεωρούντες εαυτούς ως τον εκλεκτόν του Θεού λαόν, την κατάργησιν της Μωσαϊκής λατρείας, μεθ’ ης είχον τρόπον τινά συζυμωθή ν’ ανεχθώσι και τον επί του Σταυρού ως κακούργον κρεμασθέντα ως προκατηγγελμένον Μεσσίαν να παραδεχθώσιν, οι δε εθνικοί την αρχαίαν των θεών των λατρείαν να καταλίπωσι, τον βίον των να βδελυχθώσι και θρησκείαν πνευματικήν ν’ ασπασθώσι, θρησκείαν προς πάσας τας επιθυμίας αυτών αυστηροτάτην, προς πάσας τας ηδονάς του κόσμου εναντιωτάτην. Έπειτα θρησκείαν τοιαύτην οι Απόστολοι κηρύττοντες, ώφειλον να παλαίσωσι κατά της τότε επικρατούσης διαφθοράς και να αντιταχθώσι κατά πάντων. Η κακία είχε φθάσει εις το κορύφωμα αυτής, και η δυστυχής ανθρωπότης παραπαίουσα ήδη ακάθεκτος εφέρετο εις αποσύνθεσιν και καταστροφήν· είχεν αποπτύσει πάντα ηθικόν χαλινόν και παραφρονούσα εκυλίετο εις τον βόρβορον των παθών. Ουδόλως λοιπόν παράδοξον πως οι Απόστολοι, ότε το πρώτον εν τω κόσμω ενεφανίσθησαν, υπό παντοίων εχθρών και αμειλίκτων πολεμίων περιεστοιχίσθησαν, πως οι πάντες και τα πάντα αντετάχθησαν κατά των Αποστόλων, από των όχλων μέχρι των ασόφων, από των παίδων μέχρι των γερόντων, από των καλυβών μέχρι των πόλεων των πολυανθρώπων, πως οι Απόστολοι εις πάσαν σπιθαμήν γης έμελλον να συναντώσι μάχας, φόνους, θανάτους και πυρ. Και όμως ώφειλον προς πάντας και προς πάντα να παλαίσωσι, πάντας να νικήσωσι, τα πάντα να εκπορθήσωσι, τας ψευδείς θρησκείας να καταλύσωσι, πάθη και επιθυμίας να μηδενίσωσι, πεπαλαιωμένας συνηθείας να καταργήσωσι, βαθέως ερριζωμένας κακίας να εκσπάσωσιν εκ των καρδιών και αφανίσωσι, καρδίας να κατακτήσωσι, ψυχάς ν’ ανακαινίσωσι και μετατρέψωσι τον ρουν του κόσμου, ιδρύοντες νέον βίον, νέαν πίστιν, νέα έθιμα και ήθη. Αν τις εγίνωσκε την διαφθοράν του τότε κόσμου και την κατά κόσμον γυμνότητα και αδυναμίαν των Αποστόλων, βεβαίως ήθελε νομίσει, ότι ο Ιησούς επίτηδες τούτους είχεν εκλέξει, όπως το έργον του ουχί ισχύση και θριαμβεύση, αλλά ματαιωθή και καταπέση. Και όμως τουναντίον συνέβη. Οι Απόστολοι, οι δώδεκα κατά την πληθύν, οι αγράμματοι αλιείς, οι πτωχοί και αφανείς, ενίκησαν τους πολλούς, τους ισχυρούς, τους πλουσίους και σοφούς, και εγένοντο ακατάβλητοι, αήττητοι, πανίσχυροι. Ουδέν εμπόδιον ίσχυσε ν’ αναχαιτίση την πορείαν αυτών· οι φραγμοί τα άλματά των εμήκυναν, οι θάνατοι τας προόδους επέτειναν, τα αίματά των την διαφθοράν του κόσμου απέπνιξαν. Πάντες και πάντα κατ’ αυτών πολεμούσι, και αυτοί τους πάντας νικώσι, τα πάντα εις Χριστόν κατακτώσι. Ούτως ανεδείχθησαν, αδελφοί, οι θείοι Απόστολοι μοναδικοί αγωνισταί και απαράμιλλοι κατακτηταί επισκιάζοντες τους μεγάλους του κόσμου δορυκτήτορας και περιβαλλόμενοι δόξαν αθάνατον και φήμην παγκόσμιον. Διότι μόνοι αυτοί ηξιώθησαν της τιμής, οίας ουδείς επί γης, καθόσον ου μόνον τον Θεόν Λόγον υπηρέτησαν και σαρκωθέντα τον άϋλον εψηλάφησαν και επί γης βαδίζοντα τον πανταχού παρόντα ηκολούθησαν και της γλυκείας φωνής αυτού ήκουσαν και της θεοειδούς μορφής αυτού κατετρύφησαν, αλλά και πάσαν την οικουμένην δια του κηρύγματος αυτών εσαγήνευσαν και ως αετοί τον κόσμον περιελθόντες κατέκτησαν και τον ρουν της κακίας έστησαν και τας από του καύσωνος της αμαρτίας διψώσας καρδίας εδρόσισαν, ως τον Ισραηλίτην λαόν πάλαι ποτέ εν τη ερήμω αι δώδεκα των υδάτων πηγαί και τα εβδομήκοντα στελέχη των φοινίκων (Εξόδου, ΙΕ΄ 27), ων αι μεν τους δώδεκα τούτους προετύπουν μαθητάς, τα δε τους εβδομήκοντα. Δικαίως λοιπόν τον δωδεκάριθμον τούτον των Αποστόλων χορόν η Εκκλησία ιδιαζόντως τιμά και εν τη μνήμη αυτών άγει εορτήν φαιδράν, διότι ταύτης εγένοντο θεμέλιοι ασφαλείς και του Λόγου πάγχρυσα στόματα και των πιστών πρέσβεις θερμοί και της χάριτος οικονόμοι πιστοί και της παγκοσμίου σωτηρίας θεόκλητοι συνεργοί. Και ημείς δε, αδελφοί, ας εορτάσωμεν ταύτην την εορτήν εν αγαλλιάσει και χαρά μιμούμενοι κατά το δυνατόν τας τούτων αρετάς· διότι μόνος ο μιμούμενος τον βίον τον αποστολικόν και πράττων το αγαθόν αείποτε εν χαρά διατελεί και απολαμβάνει γαλήνην ψυχικήν· ας εορτάσωμεν πνευματικώς ταύτην την λαμπράν των μαθητών του Σωτήρος εορτήν προσφέροντες προς αυτούς ως φόρον ευγνωμοσύνης ευλάβειαν, σέβας και τιμήν· διότι δια των αγώνων αυτών ερρύσθημεν από της απωλείας τον βυθόν, δια του κηρύγματος αυτών ηξιώθημεν να πιστεύσωμεν εις Χριστόν, να κληθώμεν προς απόλαυσιν των μεγάλων εκείνων της αιωνιότητος αγαθών. Μη λοιπόν ανάξιοι της άνωθεν κλήσεως, της μεγάλης ταύτης τιμής δειχθώμεν, διότι τότε απόκληροι της αιωνίου μακαριότητος εν τη ημέρα της κρίσεως υπό του Σωτήρος θα κηρυχθώμεν. Τούτο δε είναι αναντιρρήτως η φρικωδεστέρα των δυστυχιών, εξ όσων να υποστώμεν είναι δυνατόν. Αν οι γονείς μας αποκηρύξωσι, τούτο θεωρούμεν μεγίστην ατιμίαν· αν η πολιτεία τας κεφαλάς μας επικηρύξη, τούτο εκλαμβάνομεν μεγίστην ζημίαν· αν δε αυτός ο Σωτήρ και Θεός ημών τέκνα αυτού και μαθητάς δεν μας αναγνωρίση, αλλ’ ως εχθρούς Του μας αποκηρύξη και εις κόλασιν αιώνιον, φρικώδη, αφόρητον μας ρίψη, τούτο δεν είναι η φρικωδεστέρα των τιμωριών και η εσχάτη των ατιμιών; Νουν λοιπόν αν έχωμεν, ίχνος εντροπής αν φέρωμεν, την σωτηρίαν μας αν θέλωμεν, το αληθές ημών συμφέρον αν εννοώμεν, υπό την σημαίαν του Σωτήρος και των Αποστόλων ας συνασπισθώμεν, παν ό,τι ούτοι εδίδαξαν ημάς ακριβώς ας τηρώμεν και πιστοί και ηνωμένοι προς Εκείνον ας τελώμεν, όστις προς εαυτόν καθ’ εκάστην μας καλεί και μεθ’ ημών να είναι πάντοτε επιθυμεί. Μη ως αγνώμονες και άφρονες απορρίπτωμεν την έξοχον ταύτην τιμήν, αλλ’ εις Αυτόν ας αφιερώμεν τον νουν ημών και την καρδίαν και την ψυχήν και την ζωήν, και φλογερά και διάπυρα ας παρακαλώμεν αυτόν να μένη μεθ’ ημών. Ούτωδε και τον παρόντα βίον εν χαρά θα διανύσωμεν και ως τέκνα Θεού ποτέ θ’ αναζήσωμεν και τα αιώνια εκείνα και άρρητα αγαθά θα κληρονομήσωμεν. Γένοιτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: