Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μεθοδίου του Ομολογητού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Μεθόδιος Ομολογητής και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήκμασε κατά τον θ΄ (9ον) αιώνα, ότε η βασιλίς των πόλεων συνεταράσσετο από την κακόδοξον αίρεσιν των εικονομάχων, πολλοί δε θεοφόροι Πατέρες της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας πολλάς βασάνους υπέρ των αγίων Εικόνων και της αληθούς πίστεως υπέμειναν. Πολυπληθείς είναι οι αγωνισταί ούτοι της Ορθοδοξίας, ων την μνήμην πρεπόντως και δικαίως τιμά η Εκκλησία. Μεταξύ δε της πλειάδος των αγωνιστών υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εξέχουσαν θέσιν κατέχει ο μέγας εν Ιεράρχαις Μεθόδιος· ο λαμπρότατος φωστήρ όλης της οικουμένης· ο στερρότατος στύλος της ομολογίας, ον στέφανον πολυτίμητον εις την ένδοξον αυτής κεφαλήν έχει η βασιλεύουσα. Ουχί δε στέφανον απλούν, αλλά στέφανον πεποικιλμένον εκ λίθων πολυτίμων· αυτή τον εγέννησε, τον ανέθρεψε, και τον ηύξησεν· αυτός με τους ιδικούς του ωραίους άθλους και αγώνας και με τα μαρτυρικά αυτού αίματα την εστόλισε με πορφύραν λαμπράν, ωραιοτάτην μητέρα πλέον ωραιοτάτου υιού· ρίζα θεόφυτος, βλαστού θεοπροβλήτου· δένδρον αείζωον, άνθους ευωδεστάτου.

Οι πρόγονοί του εχρημάτισαν οι πρώτοι άρχοντες του παλατίου· εστολισμένοι με της ομολογίας το διάδημα· ευγενείς των αφ’ ηλίου ανατολών κατά τον μακάριον και μέγαν πολύαθλον Ιώβ. Τούτον τον μέγαν και θείον Μεθόδιον αφού τον απεγαλάκτισαν οι θειότατοι γονείς του, με την ευσέβειαν μάλλον ή με το γάλα, τον παιδεύουν τα θεία και ιερά γράμματα. Προβαίνοντα την ηλικίαν τον μανθάνουν την έξω παιδείαν· προκόπτει λοιπόν ο Μεθόδιος εις τα Ελληνικά μαθήματα ως ουδείς άλλος, τέλος δε διδάσκεται και την μυστικήν και ιεράν θεολογίαν. Ενώ δε οι γονείς του ητοίμαζον τα προς τον γάμον, αυτός εξελέξατο την αγαθήν μερίδα· προκρίνει την παρθενίαν και ασπάζεται των αγγέλων την πολιτείαν. Προσέρχεται λοιπόν εις ένα Μοναστήριον της πόλεως και γίνεται Μοναχός· κάμνει τελείαν υπακοήν, ο τέλειος και προ της υπακοής· ότε δε απέθανεν ο Ηγούμενος εκείνης της Μονής, βλέπουσα πάσα η αδελφότης του Μοναστηρίου τον ιερόν Μεθόδιον να προκόπτη εις πράξιν και θεωρίαν και εντός ολίγου καιρού να κατορθώση πάσαν αρετήν και άσκησιν, τον προβιβάζουν, και μη θέλοντα, εις την ποιμαντικήν καθέδραν του Ηγουμένου. Εποίμανε λοιπόν θεαρέστως το ιερόν εκείνον ποίμνιον επί πολλούς χρόνους. Έτυχε δε τότε να αποθάνη ο της Κυζίκου μητροπολίτης, και θεία ψήφω χειροτονείται ο Άγιος, από την ιεράν Σύνοδον, Αρχιερεύς της Κυζίκου· τίθεται το φως επί της λυχνίας, και λάμπει λαμπρότατα πάσι τοις εν τη οικία, Μεθόδιος ο λαμπρός κήρυξ της ευσεβείας. Δεν υποφέρει όμως ταύτα ο φθονουργός του σκότους πατήρ ο αρχέκακος επίβουλος της σωτηρίας των ανθρώπων. Τι λοιπόν γίνεται και τι ραδιουργεί και κατασκευάζει ο αρχιτέκτων πάσης κακίας; Με τον κάκιστον θάνατον και την θεήλατον εκείνην σφαγήν του θηριωνύμου Λέοντος του Αρμενίου και εικονομάχου, αρπάζει τα σκήπτρα της βασιλείας των Ρωμαίων Μιχαήλ ο Τραυλός, ο εξ Αμορίου· λυσσά, μαίνεται και ούτος κατά των αγίων Εικόνων, και πολεμεί την ορθοδοξίαν. Δεν χάνει καιρόν. Στέλλει ευθύς και φέρει τους αγρύπνους ποιμένας και στερεούς στύλους της ορθοδοξίας, Μεθόδιον τον Κυζίκου και Ευθύμιον των Σάρδεων· τους ερωτά, τους εξετάζει,  και τους βιάζει να μη σέβωνται τας αγίας Εικόνας· τους φοβερίζει με πικράς και ανυποφόρους βασάνους, να μη διδάσκωσι τον λαόν το σέβας και την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων. Αλλά τι νομίζετε; Τάχα να υπήκουσαν οι Άγιοι εκείνοι άνδρες εις τας προσταγάς του τυράννου; Τάχα να εφοβήθησαν τας βασάνους; Μη γένοιτο! παρρησιάζονται και δημηγορούσιν, αποδεικνύουσι την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων με λόγους γραφικούς και με αποδείξεις επιστημονικάς· με την αρχαίαν και πατροπαράδοτον παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας· με νόμους και νεαράς των παλαιών βασιλέων. Αλλ’ εις τα θεία ταύτα ρήματα έκλεισε τα ώτα ως ασπίδα ο ασύνετος βασιλεύς, και ασύνετος ων, ου συνήκεν. Οι δε Άγιοι ήρχισαν να τον ελέγχουν με λαμπροτέραν και θαρραλεωτέραν φωνήν λέγοντες εις αυτόν· «Ει τις, βασιλεύ, δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και την πανάχραντον Αυτού Μητέρα, και πάντας τους αγίους εν εικόνι περιγραπτούς, έστω του αιωνίου αναθέματος και του ασβέστου πυρός της γεέννης υπόδικος».Την κραυγήν ταύτην των θείων ποιμένων δεν δύναται να υπόφέρει ο προβατόσχημος λύκος. Οργίζεται εις την σφενδόνην των ελέγχων· λυσσά εις τους λιθασμούς, μαίνεται εις τον κρότον και θόρυβον· μαστίζει και τους δύο ασπλάγχνως· τους δέρει με ανυποφόρους πληγάς, ω χειρών ανόμων! τους δικαίους ο άδικος, τους ιερούς και αγίους, ο μιαρός και άνομος· τους πέμπει εις την εξορίαν, ο άξιος εξορίας! Αφού δε παρήλθεν ικανός χρόνος, φέρει αυτούς από την εξορίαν εις τα βασίλεια· πάλιν τους ερωτά, εάν μετενόησαν εις τον τοσούτον καιρόν της εξορίας και τας τόσας κακουχίας· τους εξετάζει εάν γίνωνται ομόφρονές, εάν στέργωσι την κακοφροσύνην του· εάν δέχωνται την φρενοβλάβειάν του και κακοδοξίαν του. Αυτοί δε οι γενναίοι αδάμαντες απαντούν θαρραλέως· τι απατάσαι, ω βασιλεύ, με την κατηραμένην πλάνην της εικονομαχίας; Τι νομίζεις; Θέλεις να προδώσωμεν την ευσέβειαν; Να αρνηθώμεν την αλήθειαν; Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να καταφρονήσωμεν τον πανάχραντον χαρακτήρα σου, μήτε της πανάγνου Μητρός σου ούτε των θεοφόρων Αγίων σου! Τις να διηγηθή όσα είπον και ήλεγξαν τον αλιτήριον οι στερροί στύλοι της ευσεβείας; Ούτε καιρόν έχομεν να τα διηγηθώμεν εις πλάτος, ούτε ο καιρός το καλεί. Αλλ’ ως ο καρκίνος δεν περιπατεί πώποτε ορθώς, όσον και αν τον διδάσκης, ούτω δυσκόλως και η πονηρά φύσις μεταβάλλεται· πάλιν οι άγιοι δέρονται άσπλαγχνα με ωμά βούνευρα· ραβδίζονται με ράβδους ακανθώδεις εις όλον το ιερόν και άγιον σώμα των· φεύ της απανθρωπίας του τυράννου! Και ο μεν άγιος Ευθύμιος ύστερον από τας μυρίας εκείνας βασάνους και τας ανυποφόρους πληγάς επρήσθη καθ’ όλον το ιερόν αυτού σώμα ως ασκός· επειτα οκτώ μόνον ημέρας ζήσας, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο πολύαθλος· οι ευρεθέντες δε εις τον θάνατον του Αγίου, είδον θαύμα εξαίσιον, ότι το πολύαθλον και άγιον αυτού σώμα ήστρεψεν ως ο ήλιος. Ο δε γενναίος και θείος Μεθόδιος έζησεν έως ου απέρρηξε την μιαράν ψυχήν του ο μιαρώτατος Τραυλός Μιχαήλ. Μετά τον θάνατον του Μιχαήλ ήρπασε το βασίλειον ο κάκιστος υιός του κακίστου πατρός· κακού γαρ κόρακος κακόν ωόν· ο θεομισής, λέγω, Θεόφιλος. Στέλλει πάλιν και ούτος και φέρει τον ιερόν Μεθόδιον από την εξορίαν· τον ερωτά και αύθις εάν επιμένη εις την πρώτην του ένστασιν· ο δε Άγιος απεκρίνατο άφοβος: «ο αυτός είμαι, βασιλεύ, καθώς ήμην και προς τον πατέρα σου, μάλλον δε πλέον γενναιότερος· και τότε ανεθεμάτισα την εικονομαχίαν λαμπρά τη φωνή, και τώρα πάλιν δεν παύω να αναθεματίζω με λαμπροτέραν την ένστασιν· διατί παροργίζεις τον Χριστόν, ω βασιλεύ, όστις σοι εχάρισε το διάδημα; Άφες την εικονομαχίαν, εάν ποθής να είναι η βασιλεία σου μακροχρόνιος και ειρηνική· όστις δεν προσκυνεί την αγίαν Εικόνα του Χριστού, αρνείται την ενσάρκωσιν Αυτού και την ένθεον ενανθρώπησιν· τι σε ωφέλησαν τα γράμματα, βασιλεύ; Τι κέρδος απήλαυσες από την τόσην σοφίαν, την οποίαν μετά κόπων πολλών εδιδάχθης; Και ο μεν πατήρ σου, και οι προ σου αιρετικοί βασιλείς, ήσαν αμαθέστατοι· δια τούτο επλανήθησαν από κακοδόξους και εξέκλιναν εις την εικονομαχίαν. Ενώ συ, ω βασιλεύ, είσαι άνθρωπος σοφός και πολυμαθής και δεν πρέπει να φρονής κακοφρόνων φρονήματα, και να αντιμάχεσαι τα θεόπνευστα και ευσεβέστατα θεσπίσματα της αγίας μητρός ημών Εκκλησίας. Δεν προστάζουν οι νόμοι, βασιλεύ, ότι όποιος καταφρονήση τας εικόνας των βασιλέων, ή τα χρυσόβουλλα, δικάζεται ως ένοχος μεγίστου εγκλήματος; Δεν γράφει η βάσις της ευσεβούς ημίν πίστεως, ο μέγας, λέγω, Βασίλειος, ότι η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον αναφέρεται; Δεν βλέπεις, βασιλεύ, το τόσον απέραντον βασίλειον των Ρωμαίων, ότι ηκρωτηριάσθη, ηλαττώθη και εσμικρύνθη; Πότε έγινε τούτο; Αφού ήρχισαν οι βασιλείς των να πίπτωσιν εις αιρέσεις, μάλιστα δε εις την εικονομαχίαν· που είναι η Λιβύη; Που η Αίγυπτος; Που η περιφανής Αλεξάνδρεια; Που η Δαμασκός; Που είναι όλη η Αφρική; Που η πρεσβυτέρα Ρώμη; Που όλη η Δύσις; Που αι Γαλλίαι, η άνω και η κάτω; Που όλη η Ιταλία; Που αι Βρεττανικαί νήσοι; Δεν απεστάτησαν όλαι δια την εικονομαχίαν; Που η Ασία όλη η μεγάλη και μικρά; Που το Αμόριον, η πατρίς του πατρός σου; παύσε, ω βασιλεύ, μίσησον την εικονομαχίαν, ή μάλλον ειπείν την θεομαχίαν». Ταύτα και άλλα περισσότερα και σοφώτατα εδημηγόρησεν η γλώσσα του σοφού Μεθοδίου. Ο δε θεομισής και όντως αθεόφιλος βασιλεύς, όχι μόνον δεν κατεπράϋνε τον θυμόν της θηριώδους ψυχής του, όχι μόνον δεν μετέβαλε την θεομάχον γνώμην του, αλλά την θεολόγον και σοφωτάτην νουθεσίαν του Αγίου την ενόμισεν ύβριν κατ’ αυτού και καταφρόνησιν. Όθεν προστάζει ευθύς να δείρουν τον Άγιον εις το στόμα εκείνο το θεολόγον και να συντρίψωσι τους ιερούς οδόντας του, όπερ και εγένετο δια να μάθη, ως έλεγεν ο ασεβής βασιλεύς, να μη υβρίζη τον βασιλέα του. Ω της μανίας σου, άθλιε, ω της θηριωδίας σου! πως το υπέφερεν ο ουρανός, και δεν έρριψε κεραυνούς να σε κατακαύση; Πως δεν εσχίσθη η γη να σε καταπίη; Πως είδε ταύτα ο ήλιος; Όχι δε μόνον ταύτην την θηριωδίαν επέδειξεν εις τον άνθρωπον του Θεού ο θηριώδης Θεόφιλος, αλλά και εξόριστον αυτόν στέλλει εις την νήσον του Αντιγόνου, ήτις ευρίσκεται πέριξ της πόλεως. Δεν φθάνει δε τούτο μόνον το κακόν, αλλά τολμά και τρίτον παρανομώτερον ο παρανομώτατος βασιλεύς· προστάζει να εγκλεισθή ο Άγιος μέσα εις το δυσώδες και σκοτεινότατον μνήμα του Κοπρωνύμου· έτι προσθέτει και τέταρτον κακόν, δηλαδή προστάζει ομού με τον Άγιον να κλεισθώσι και δύο λησταί κακούργοι. Αφού παρήλθεν ολίγος καιρός και υφίστατο ο Άγιος την τοιαύτην τιμωρίαν, απέθανεν ο εις εκ των ληστών εκείνων, ο δε θηριώδης βασιλεύς προσέταξε να παραμείνη το πτώμα του εκεί προς περισσοτέραν τιμωρίαν. Οποίαν δε δυσωδίαν, νομίζετε, ότι υπέφερεν τότε ο Άγιος; Ω πως είδε ταύτα η ανοχή σου, Χριστέ! Εις την φρικτήν εκείνην δυσωδίαν κεκλεισμένου όντος τότε του Αγίου επέρασαν από εκεί οι δύο ομολογηταί, Θεόδωρος και Θεοφάνης οι γραπτοί και αυτάδελφοι, οίτινες είχον τα άγια πρόσωπά των κατακεντημένα από τον τύραννον· προσωρμίσθησαν δε εις τον λιμένα τον λεγόμενον Κάρταν. Τότε οι μακάριοι εκείνοι και Άγιοι Πατέρες έγραψαν επιστολήν προς τον Άγιον έχουσαν ούτω:  «Τω ζώντι νεκρώ και νεκρώ ζωηφόρω, ναίοντι την γην και πολούντι τον πόλον,Γραπτοί γράφουσι δέσμιοι τω δεσμίω».                                                                                                                             Την στιχουργικήν δε ταύτην επιστολήν απέστειλαν δια τινος αλιέως φίλου του Αγίου, με τον ίδιον δε αλιέα ανταπήντησεν ο Άγιος προς τους Αγίους, ούτω: «Τους ταις βίβλοισιν ουρανού κλησιγράφους Και προς μέτωπα σωφρόνως εστιγμένους, Προσείπεν ο ζώθαπτος, ως συνδεσμίους».                                                                            Ο αλιεύς ούτος, δια την ευλάβειαν την οποίαν είχε προς τον Άγιον, υπηρέτει αυτόν εις μερικάς μικράς ανάγκας του. Του έφερε δε μίαν κανδήλαν και κάθε Σάββατον του επήγαινε και ολίγον έλαιον δια να παρηγορήται εις το τοσούτον σκότος. Ήρκει δε το έλαιον τούτο να καίη επί επτά ημέρας, ότε πάλιν του έφερεν άλλο. Συνέβη όμως και ησθένησεν ο καλός και αγαθός εκείνος αλιεύς· ο Θεός όμως ηυσπλαγχνίσθη τον Άγιον και εισήκουσε την δέησίν του, και το έλαιον της κανδήλας έκαιε μέχρι του άλλου Σαββάτου, ότε ο αλιεύς και πάλιν έγινεν υγιής. Αλλά θα ερωτήση τις: πως ελυτρώθη εκείθεν ο Άγιος; Επτά χρόνους ήτο εκεί φυλακισμένος· μίαν μόνην οπήν είχεν ο τάφος εκείνος σμικροτάτην και από αυτήν του έδιδον άρτον και ύδωρ, όσον δια να ζη μόνον. Τον δεύτερον χρόνον απέθανεν ο ληστής, και εξ χρόνους υπέμεινε την κάκωσιν ο Άγιος ομού με τον έτερον ληστήν. Ότε δε συνεπληρώθησαν οι επτά χρόνοι, τότε ελυτρώθη εκείθεν ο Άγιος δια του εξής θαυμασίου τρόπου. Έτυχε τότε ο Θεόφιλος να είναι βυθισμένος εις την ανάγνωσιν εν τη βιβλιοθήκη του βασιλικού παλατίου. Θεού δε προνοία (τίνος άλλου; ) ευρίσκει δυσνόητον τι πρόβλημα, το οποίον δεν ηδυνήθη με  κανένα τρόπον να εξηγήση, μολονότι εκαυχάτο, ότι ήτο εμβριθέστατος και εις την έξω σοφίαν και εις την καθ’ ημάς ιεράν θεολογίαν. Αποστέλλει λοιπόν το εν λόγω πρόβλημα εις τον μαντιάρχην (πατριάρχην) του, ή καλύτερον ειπείν δαιμονάρχην του· ομοίως το αποστέλλει και εις τον φιλόσοφόν του, τον περίφημον Λέοντα τον Θεσσαλονίκης. Αλλά και οι δύο ματαίως εκοπίασαν, διότι ετύφλωσεν αυτούς ο Θεός και φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν οι μάταιοι και κακόφρονες, ή καλύτερον ειπείν δαιμονόφρονες και δοκόφρονες. Δεν ηδυνήθησαν λοιπόν οι τρισάθλιοι να λύσωσι την απορίαν του βασιλέως των. Δια τον λόγον τούτον ο Θεόφιλος εγένετο κατηφής και περίλυπος επί πολλάς ημέρας· η πολλή δε λύπη του επροξένησεν εις τον στόμαχον ανορεξίαν. Όθεν ούτε να φάγη ούτε να πίη ηδύνατο. Το αίτιον της λύπης αντελήφθη ένας από τους άρχοντάς του, κουβικουλάριος κατά την αξίαν, όστις λαμβάνει το θάρρος και λέγει προς τον βασιλέα. Ουδείς άλλος δύναται να διασκεδάση την λύπην σου και να διαλύση την απορίαν σου, βασιλεύ, παρά μόνον ο Μεθόδιος, ο εξόριστος εις την νήσον του Αντιγόνου, ο κατάκλειστος μέσα εις τον σκοτεινότατον τάφον του Κοπρωνύμου από χρόνων ικανών. Εάν δε εγκρίνετε, δότε μοι το ζητούμενον έγγραφον και πηγαίνω την νύκτα κρυφίως και τον ερωτώ εκ μέρους μου, και λαμβάνω την λύσιν και εξήγησιν του ζητήματος. Όταν δε την φέρω εις σε, θέλεις αμέσως απαλλαγή της στενοχωρίας, ήτις σε βασανίζει. Εις τούτο συγκατένευσεν ο βασιλεύς· όθεν επήγεν ο κουβικουλάριος εις την νήσον του Αντιγόνου· ενώ δε ευρίσκετο εισέτι μακράν του τάφου, έως ου ηκούετο η φωνή, ακούει τον Άγιον να τον χαιρετά λέγων· «Κακώς ώρισες, αδελφέ, κυρ Ιωάννη κουβικουλάριε· ηξεύρω καλώς δια ποίαν αιτίαν σε έστειλεν εδώ ο Θεόφιλος· πλην δος μοι ολίγον χάρτην και μελάνην». Αφού δε έδωσε ταύτα ο Ιωάννης, εξήγησεν ο Άγιος το πρόβλημα κατά τρεις τρόπους. Λαμβάνει την τριπλήν εξήγησιν ο Ιωάννης και την φέρει προς τον Θεόφιλον. Αναγινώσκει ο Θεόφιλος την εξήγησιν, και θαυμάζει του Αγίου την θεόσοφον σύνεσιν. Δεν χάνει τότε καιρόν, πέμπει ευθύς και φέρει τον Άγιον και παραγγέλλει να διαμένη εις το εξής εις το λεγόμενον Σίγμα, κοντά εις το βασιλικόν παλάτιον. Περί τούτου του Σίγμα γράφει Γεώργιος ο Κωδινός, ότι εις αυτόν τον τόπον έκτισεν ο μέγας Κωνσταντίνος Ναόν περίφημον της Θεοτόκου· ύστερον ο μέγας Ιουστινιανός τον ανεκαίνισεν· επέρασαν από τότε τριακόσιοι είκοσιν οκτώ χρόνοι, και έγινε μέγας σεισμός, εις τον καιρόν της βασιλείας Βασιλείου του Μακεδόνος, ημέρα Κυριακή, Ιανουαρίου ενάτη, και έπεσεν όλος ο ωραιότατος εκείνος Ναός και εφόνευσεν άπαντας τους εν αυτώ ευρεθέντας ανθρώπους· έκτοτε λοιπόν ωνομάσθη ο τόπος σείσμα και σήμα, η δε προφορά των πολλών έφθειρε το όνομα, και το λέγουσι σίγμα. Εκεί λοιπόν εις τον Ναόν της Θεοτόκου είχε τον Άγιον κεκλεισμένον ο Θεόφιλος· επρόσταξε δε κανείς άλλος να μη εισέρχεται εις τον Άγιον, παρά μόνον ο υπηρέτης του βασιλέως. Εσύχναζε λοιπόν ο Θεόφιλος, πλην κρυφίως, εις τον Άγιον και ηρώτα δια πάσαν απορίαν την οποίαν είχεν. Διότι φιλοπονών ο Θεόφιλος και διανυκτερεύων εις την ανάγνωσιν, εις ό,τι δυσνόητον εύρισκε, ελάμβανεν παρά του Αγίου την ερμηνείαν. Δια τούτο και όταν εταξίδευεν έξω της πόλεως έπαιρνε και τον Άγιον πάντοτε μαζί του. Ο δε ληστής όπου ήτο με τον Άγιον έγκλειστος δεν ηθέλησε να εξέλθη εκείθεν, μολονότι του εδόθη ελευθερία, αλλ’ έμεινεν εις τον τάφον έως τέλους της ζωής του· ηξιώθη δε να επιτελή σημεία και θαύματα εις δόξαν Θεού και προέλεγε πολλών πραγμάτων την έκβασιν, τα οποία εγίνοντο· και ταύτα μεν ούτως είχον. Επειδή δε η αγία του Χριστού Εκκλησία εκινδύνευεν από τους αιρετικούς και ευρίσκετο εις μεγάλην ταραχήν, Ευστράτιος τις ηγούμενος της Ιεράς Μονής των Αυγάρων, επήγε προς τον μέγαν Ιωαννίκιον, και άλλα μεν πολλά τον ηρώτησε, του ανέφερε δε και τούτο· «έως πότε, λέγει, άνθρωπε του Θεού, θα ευρίσκεται η αγία του Χριστού Εκκλησία καταπατημένη από τους μιαρούς εικονομάχους; Έως πότε οι λύκοι θα διασκορπίζωσι τα πρόβατα του Χριστού»; Ο δε μέγας του αποκρίνεται προφητικώς όντως· «έχε υπομονήν, αδελφέ κυρ Ευστράτιε, και θέλεις γνωρίσει την ακαταμάχητον δύναμιν του ειρηνάρχου Θεού. Θέλει φανερώσει μέγαν άνθρωπον, ονόματι Μεθόδιον· αυτός θέλει καθήσει εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, και θέλει κυβερνήσει την Εκκλησίαν ως σοφός, με την χάριν του παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος, το οποίον εις αυτόν κατοικεί, αυτός δε θέλει βεβαιώσει την Ορθοδοξίαν». Δεν επέρασε πολύς καιρός αφ’ ότου επροφήτευσεν ο Όσιος τους χρυσούς τούτους λόγους, και ο μεν βασιλεύς Θεόφιλος απέθανε, δώδεκα χρόνους τυραννικώς βασιλεύσας, γίνονται δε διάδοχοι της βασιλείας τούτου ο υιός του Μιχαήλ και Θεοδώρα η σύζυγος αυτού. Τότε η Θεοδώρα ανεκήρυξε Πατριάρχην τον από Κυζίκου θείον Μθόδιον και κατά μεν το φαινόμενον ενεργείαις της βασιλίσσης ανεκηρύχθη Πατριάρχης ο Άγιος, κατά το νοούμενον όμως ο Θεός ανέδειξε τον άνθρωπον, όστις τόσον δια την αλήθειαν εβασανίσθη εις την δυσωδίαν και σκοτίαν επί τόσους χρόνους δεινής φυλακής, ώστε απέπεσον όλαι αι τρίχες της ιεράς κεφαλής του. Αλλά το μεν θείον και πολύαθλον αυτού σώμα εφθάρη, ναι, ως φθαρτόν, η δε αρετή της θεοειδούς ψυχής του ηύξησε πολύ περισσότερον· διότι οι πειρασμοί λαμπρύνουσι τον έσω άνθρωπον, ως το βεβαιώνει και ο μακάριος Παύλος λέγων· Όσον ο έξω άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο έσω ανακαινίζεται. Καθήσας λοιπόν επί τον πατριαρχικόν θρόνον ο μέγας Μεθόδιος, χειροτονεί Μητροπολίτην Νικαίας τον Άγιον Θεοφάνην τον Ομολογητήν και Γραπτόν· η δε βασίλισσα προστάζει να γίνη εξέτασις ακριβεστάτη δια την αίρεσιν των εικονομάχων· τούτου δε γενομένου ενικήθησαν οι αιρετικοί. Αλλά πριν γίνη τούτο, εστάλη πανταχού βασιλικός ορισμός, να λάβωσιν οι εξόριστοι την ελευθερίαν των. Έγινε δε και άλλο προ της αναρρήσεως του Αγίου εις τον πατριαρχικόν θρόνον. Κακήν κακώς εξεβλήθη πρότερον απ’ αυτού ο Ιωάννης ή Ιανίς ο μαντιάρχης, ο μάγος και λαοπλάνος, όστις εκάθησεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον χρόνους εξ. Έγινε δε τότε πανταχού ειρήνη και έλαμψεν η Ορθοδοξία τη του Χριστού συνεργεία και χάριτι. Τότε εκινήθη θεόθεν ο μέγας Ιωαννίκιος, όστις ησύχαζεν εις τον Όλυμπον της Προύσης, εκινήθη δε κατά τον εξής τρόπον. Προσήλθεν εις αυτόν ο μέγας εν ασκηταίς Αρσάκιος και του είπεν. «Ο Θεός με έστειλε προς σε, άνθρωπε του Θεού, δια να υπάγωμεν ομού εις τον έγκλειστον αββάν Ησαΐαν, όπου ησυχάζει εις τα μέρη της Νικομηδείας, να μάθωμεν παρ’ αυτού εκείνα όπου θέλει και αγαπά ο Θεός». Επήγαν λοιπόν τότε ο Ιωαννίκιος και ο Αρσάκιος προς τον αββάν Ησαΐαν, τον οποίον ερωτήσαντες ήκουσαν παρ’ αυτού τα εξής προφητικά λόγια: «Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός. Ιδού ήλθε το τέλος των εχθρών της Αγίας μου Μορφής· έφθασεν η εσχάτη καταστροφή των θεομάχων εικονομάχων. Υπάγετε λοιπόν εις την βασίλισσαν Θεοδώραν και εις τον Πατριάρχην Μεθόδιον, και είπατε προς αυτούς· Παύσατε τους ανιέρους και μιαρούς εικονομάχους· προσφέρετε εις τον Θεόν λατρείαν καθαράν και αναίμακτον. Προσκυνήσατε μετά πάντων των Αγγέλων την άχραντον και Αγίαν Εικόνα του Προσώπου μου, και τον τίμιον και ζωηφόρον Σταυρόν μου». Ταύτα ακούσαντες οι Όσιοι από τον θείον Ησαΐαν έρχονται εις την βασιλεύουσαν, και αναφέρουσιν αυτά εις τον Πατριάρχην και εις όλους τους εγκρίτους ιερωμένους τε και λαϊκούς· έπειτα έρχονται όλοι ομού προς την βασίλισσαν. Τότε η μακαρία εκείνη βασίλισσα εδέχθη όλα όσα της ανέφεραν οι Άγιοι, διότι εκ γενετής ήτο ευσεβής και ορθόδοξος, ανασύρασα δε από τον κόλπον της Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, και ευλαβώς προσκυνούσα αυτήν έλεγεν εις επήκοον πάντων. «Όποιος δεν προσκυνεί τας αγίας Εικόνας σχετικώς, ουχί λατρευτικώς, ας έχη το ανάθεμα». Αυτά βλέποντες και ακούοντες έλαβον άπαντες πνευματικήν ευφροσύνην. Παρακάλεσε δε τότε η βασίλισσα τους Οσίους να προσφέρωσι δέησιν εις τον Θεόν δια τον άνδρα της Θεόφιλον, μήπως και τον συγχωρήση· η δε ιερά ομήγυρις των Πατέρων, βλέποντες την πίστιν αυτής, υπεσχέθησαν να πληρώσωσι την παράκλησίν της. Συνήθροισε λοιπόν ο μέγας Μεθόδιος όλους τους αρχιερείς και όλον το ιερατικόν σύστημα, με τον ευσεβή λαόν, και έρχονται εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, την Αγίαν Σοφίαν. Εκεί ήλθον και οι Όσιοι Ιωαννίκιος και Αρσάκιος, οι Στουδίται Ναυκράτιος και λοιποί μαθηταί του Αγίου Θεοδώρου, Θεοφάνης ο Γραπτός, Μιχαήλ ο Σύγκελλος και αγιοπολίτης, και άλλοι πολλοί, και επιτελούν ολονυκτίους δεήσεις καθ’ όλην την Καθαράν εβδομάδα δια τον βασιλέα Θεόφιλον δακρύοντες και νηστεύοντες. Τα αυτά έκαμε και η βασίλισσα Θεοδώρα εις την Εκκλησίαν του βασιλικού παλατίου με όλας τας ευλαβεστέρας και εγκρίτους γυναίκας της Πόλεως. Περί δε τον Όρθρον της Παρασκευής της πρώτης εβδομάδος απεκοιμήθη ολίγον η βασίλισσα εκεί όπου προσηύχετο, και βλέπει οπτασίαν, ότι ήτο δήθεν εις τον στύλον του Σταυρού, και έβλεπε πολλούς αιθίοπας μέλανας, οίτινες διήρχοντο από εκεί με πολύν θόρυβον, έχοντες εις τας χείρας των διάφορα εργαλεία βασανιστικά· έσυρον δε βιαίως και τον βασιλέα Θεόφιλον, δεδεμένον τας χείρας οπίσω. Βλέπουσα δε αυτόν τοιουτοτρόπως συρόμενον, ηκολούθησε και αυτή όπισθεν, δια να μάθη και να ίδη το αποβησόμενον. Έφθασαν λοιπόν έως την λεγομένην Χαλκήν Πύλην, και εκεί της εφάνη ότι είδε κάποιον θαυμαστόν άνθρωπον καθήμενον έμπροσθεν της Εικόνος του Χριστού, και ότι έφεραν έμπροσθέν του τον άνδρα της Θεόφιλον ως κατάδικον οπισθάγκωνα δεδεμένον· και της εφάνη ότι έπεσεν η ιδία εις την γην κάτω, και επροσκύνησε τον θαυμαστόν εκείνον άνθρωπον, και εφίλησε τους πόδας αυτού, και τον παρεκάλει δια τον άνδρα της τον Θεόφιλον· ο δε θαυμαστός εκείνος ανήρ μετά βίας ήνοιξε το στόμα του, μετά τας πολλάς εκείνας δεήσεις αυτής, και της είπε· «Μεγάλη είναι η πίστις σου, ω βασίλισσα· γίνωσκε λοιπόν από την σήμερον, ότι δια τα δάκρυά σου, και δια τους δούλους μου τους ιερείς, ιδού συγχωρώ τον άνδρα σου Θεόφιλον». Και έπειτα ήκουσεν όπου επρόσταξε: «Λύσατε αυτόν και χαρίσατέ τον εις την σύζυγόν του». Της εφάνη τότε ότι τον επήρεν αυτή, και ανεχώρησεν εις τα ίδια μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής. Ταύτα ιδούσα εξύπνησεν. Ο δε Πατριάρχης Μεθόδιος, εν τω μεταξύ όπου εγίνετο η δέησις, έγραψεν επί φύλλου χάρτου όλων των αιρετικών βασιλέων τα ονόματα, μαζί και του Θεοφίλου, και έβαλεν υποκάτωθεν της αγίσας Τραπέζης. Όρθρου δε βαθέος, κατά την Παρασκευήν, είδε και αυτός οπτασίαν τοιαύτην· είδεν ωσάν να εισήλθε μέσα εις την Εκκλησίαν ένας φοβερός και αστραπόμορφος Άγγελος, και του είπεν· «Ήκουσεν ο Θεός την δέησίν σου, Επίσκοπε, και συνεχώρησε τον βασιλέα Θεόφιλον· παύσε λοιπόν από σήμερον και μη ενοχλής πλέον τον Θεόν δια τούτον». Ο δε Άγιος επιθυμών να πληροφορηθή, εάν ούτως έχη το πράγμα, καταβαίνει από τον θρόνον, αναγινώσκει τον χάρτην, και ευρίσκει το όνομα του Θεοφίλου εξηλειμμένον· όθεν εδόξασε τον Θεόν. Μαθούσα τούτο η βασίλισσα Θεοδώρα έλαβε μεγάλην χαράν και εμήνυσεν εις τον Πατριάρχην να συνάξη όλον τον λαόν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, να φέρουν δε ομού εν ταυτώ και τα τίμια και ζωοποιά ξύλα του ζωηφόρου Σταυρού, και όλας τας αγίας Εικόνας, δια να λάβη πάλιν η Εκκλησία, η νοητή νύμφη του Χριστού, τον αρχαίον στολισμόν της και την ωραιότητα αυτής, έτι δε ίνα ίδουν και πληροφορηθούν το παράδοξον θαύμα ότι εξηλείφθη το όνομα του Θεοφίλου εκ του καταλόγου των αιρετικών. Τούτου γενομένου συνηθροίσθησαν όλα τα πλήθη των ορθοδόξων εις το Πατριαρχείον λαμπαδηφορούντα· ήλθε δε και η βασίλισσα ομού και ο υιός της Μιχαήλ. Ψάλλοντες δε και λιτανεύοντες με τας Αγίας Εικόνας και με τα τίμια και ζωοποιά ξύλα του ζωηφόρου Σταυρού, και με το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, έφθασαν εις τον τόπον όπου λέγεται Μίλιον, κράζοντες όλοι και βοώντες το, Κύριε ελέησον· εκείθεν επέστρεψαν πάλιν εις το Πατριαρχείον και επετέλεσαν την θείαν μυσταγωγίαν. Τότε ενεθρόνισαν και τας Αγίας Εικόνας εκάστην εις τον διωρισμένον της τόπον, όπως ήσαν και πρότερον. Εγένετο δε η ενθρόνισις αυτών δια των σεβασμίων χειρών του Πατριάρχου, των Αρχιερέων και των λοιπών προρρηθέντων αγίων. Ανεγνώσθησαν δε απ’ άμβωνος τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων ορθοδόξων, άμα δε τη εκφωνήσει εκάστου ονόματος έλεγον· Αιωνία η μνήμη. Είτα ανεθεματίσθησαν τα ονόματα όλων των αιρετικών, οίτινες δεν επροσκυνούσαν τας Αγίας Εικόνας. Από τότε λοιπόν διώρισαν οι Άγιοι να γίνεται εορτή κάθε χρόνον εις αυτήν την ημέραν, και να ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Έκαμε δε η βασίλισσα Θεοδώρα συμπόσιον κοινόν κατ’ εκείνην την ημέραν, και εφιλοξένησεν όλους τους Ομολογητάς και Οσίους· ήτο δε παρών τότε και ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής και Γραπτός, καθήμενος κοντά εις το τέλος της τραπέζης. Η δε βασίλισσα έβλεπε μετά προσοχής το πρόσωπον του Αγίου Θεοφάνους, και θαυμάζουσα ανεστέναζεν· ο δε Άγιος ηρώτησεν την αιτίαν, η δε βασίλισσα του αποκρίνεται· «Θαυμάζω, Άγιε, την ανδρείαν και την υπομονήν σου, και την αγριότητα και θηριώδη ασπλαγχνίαν εκείνου, όστις σου έγραψε τα εν τω μετώπω γράμματα». Ο δε Άγιος Θεοφάνης μήτε ηυλαβήθη το βασιλικόν διάδημα, ούτε εσκέφθη το τι έγινε προ ολίγου και τι απεφασίσθη δια τον Θεόφιλον, ή ως φαίνεται εκ συναρπαγής ωσάν άνθρωπος και αυτός αποκρίνεται ούτως: «Δια ταύτα τα γράμματα, ω ευσεβεστάτη βασίλισσα, θέλομεν κριθή παρρησία με τον άνδρα σου Θεόφιλον, εν ημέρα κρίσεως εις το φοβερόν εκείνο δικαστήριον του Θεού». Ακούσασα ταύτα η βασίλισσα έγινε περίλυπος, και λέγει μετά δακρύων: «Αυταί είναι αι υποσχέσεις, αυταί είναι αι ομολογίαι, Άγιοι του Θεού, που μου υπεσχέθητε; Λοιπόν όχι μόνον δεν συνεχωρήθη ο άνδρας μου, αλλά μελετάτε έτι να τον παιδεύσετε»; Ταύτα ακούσας ο Πατριάρχης, ο εν Αγίοις, λέγω, Μεθόδιος, δεν ηργοπόρησεν, αλλ’ ευθύς ηγέρθη και ομού με τους λοιπούς Αγίους λέγει μεγαλοφώνως: «Όχι, Δέσποινα, όχι· μη γένοιτο· δεν κρίνεται πλέον ο άνδρας σου· διότι εκείνα όπου απεφασίσαμε εις την γην, απεφασίσθησαν και εις τον ουρανόν· άφες τον Θεοφάνην να παραλαλή». Τοιαύτα έγιναν και ελέχθησαν, και το συμπόσιον έλαβε τέλος, του μακαρίου Μεθοδίου σπουδάζοντος να διατηρήση την επιτευχθείσαν ειρήνην. Συνέβη δε τότε μετ’ ολίγας ημέρας πόλεμος εμφύλιος μεταξύ των ορθοδόξων, οίτινες διεχωρίσθησαν εις δύο μερίδας. Και το μεν ένα μέρος ήθελον να έχωσι συλλειτουργούς και αξίους όσους εχειροτόνησαν οι εικονομάχοι, το δε άλλο μέρος δεν έστεργον εις τούτο, αλλά τους εθεώρουν ως ανιέρους και μιαρούς. Επί πλέον ευρόντες ευκαιρίαν οι αιρετικοί οι διαιρούντες το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος μεγάλως εταλαιπώρουν την Εκκλησίαν. Αυτά βλέπων και ακούων ο Άγιος ελυπείτο, και του εφαίνετο ως να ήκουε τον Απόστολον να του λέγη εις το ωτίον: «ήθελον ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου των κατά σάρκα». Έχων όθεν και αυτός ερριζωμένην εν τη καρδία αυτού την αγάπην, επεθύμει την σωτηρίαν πάντων· διο έλεγεν· εάν συμφωνήσητε όλοι μαζί μου δια να δοξάζωμεν ομού την Αγίαν Τριάδα, καθώς ορίζει ο Θεολόγος Γρηγόριος, θα επεθύμουν και εγώ να γίνω ανάθεμα υπέρ των αδελφών μου. Τοιαύτα εφρόνει και έλεγεν ο Άγιος, οι δε στασιασταί δεν έπαυον μέχρι θανάτου αγωνιζόμενοι, δια να συστήσωσι και να βεβαιώσωσιν ο καθ’ εις το θέλημά του. Συνέπασχε δε και συνηγωνίζετο με τον Πατριάρχην και ο μέγας Ιωαννίκιος, δια να ενώση τα διεστώτα και να συρράψη το σχίσμα. Και άλλοτε μεν ήρχετο ούτος προσωπικώς εις την βασιλεύουσαν και εδίδασκε περί αγάπης και ομονοίας, άλλοτε δε με γράμματά του ενουθέτει τους αλληλομαχομένους. Ομοίως ο μέγας Ιωαννίκιος επαρηγόρει και ενίσχυε τον μέγαν Μεθόδιον εις τον κατά των αιρετικών αγώνα, γράφων: «Όσους διαιρούσι το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος φεύγε, και ουδέ να τους βλέπης, ούτε να συντρώγης, ούτε να τους χαιρετάς παντάπασιν· συναναστρέφου δε μόνον και συλλειτούργει με τους ομόφρονάς σου και ορθοδόξους». Τοιαύτα και τα τούτων όμοια έγραφεν ο μέγας Ιωαννίκιος προς τον θεοφόρον Μεθόδιον. Ούτος δε τα ανεγίνωσκεν εις τους αιρετικούς, αλλ’ οι κάκιστοι περιέπαιζον τον Άγιον του Θεού και τον έλεγον κακόν, και τον εφαντάζοντο διεστραμμένον. Ακούσας ταύτα ο μέγας Ιωαννίκιος έρχεται εις την βασιλεύουσαν, παρρησιάζεται ενώπιον πάντων, ίσταται εις το μέσον και ανελθών εις τόπον υψηλόν, θεολογεί το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος τόσον λαμπρά, ώστε δεν έμεινεν ούτε εις, όπου να μη ενικήθη κατά κράτος, και να μη τον ωμολόγησεν ως μέγαν και ισαπόστολον και θεοφόρον άνδρα· όθεν και γενόμενοι ορθόδοξοι ωμολόγησαν φανερά με όλην των την ψυχήν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ότι είναι ακατάληπτον· και τοιουτοτρόπως αναθεματίσαντες την προτέραν των κακοφροσύνην, ηνώθησαν με όλους τους ορθοδόξους, και έγινεν ειρήνη εις όλην την Εκκλησίαν. Και ο καθείς εφαντάζετο τον μεν πολύαθλον Μεθόδιον άλλον μέγαν Αθανάσιον, όστις ηγωνίζετο να ενώση την Εκκλησίαν, και να σφενδονίζη τους νοητούς λύκους των αιρέσεων, με την σφενδόνην του Αγίου Πνεύματος, και να τους διώκη μακράν από το λογικόν ποίμνιον του Χριστού· τον δε μέγαν Ιωαννίκιον ως άλλον μέγαν Αντώνιον όστις, εις τοιούτον βαθύτατον γήρας εγκατέλειπε την έρημον και την ησυχίαν και ήρχετο εις την Πόλιν, δια να στερεώνη τους Ορθοδόξους και να συνιστά και να ενισχύη τον ιερόν Μεθόδιον, ως έκαμνεν ο μέγας Αντώνιος. Επειδή όμως έμεναν μερικοί διάδοχοι των παλαιών αιρετικών, ως ζιζάνια, εις τον καθαρόν σίτον της Εκκλησίας του Χριστού, τα οποία δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθώσι, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, και ενώ έλαμψεν η Ορθοδοξία πανταχού εις όλην την οικουμένην, ούτοι έμενον ως σκόπελοι εις την θάλασσαν και εκρύπτοντο ως λύκοι υπό δέρμα προβάτων. Τι νομίζετε ότι τεχνεύονται; Επειδή δεν υπέφερον οι κατάρατοι να βλέπουν τον λύχνον να φέγγη επί την λυχνίαν με λαμπρότατον φως, τον θείον, λέγω, Μεθόδιον επονηρεύθησαν επιβουλήν αξίαν της πονηρίας των. Επλάνησαν γυναίκα τινά, και έδωσαν εις αυτήν ποσότητα αρκετήν αργυρίων, δια να συκοφαντήση τον Άγιον, ότι τάχα την εβίασε, καθώς ποτέ εσυκοφάντησαν οι αρειανοί τον μέγαν Αθανάσιον και τον μέγαν Ευστάθιον. Αφού έγινε τούτο, και εγένοντο κριταί και εξετασταί οι πλέον έγκριτοι άρχοντες της συγκλήτου, προσήχθη η γυνή εις το μέσον, και κατηγόρει τον Άγιον κατά πρόσωπον αυτού, και εβεβαίωνε με όρκους, ότι αληθώς αυτός ο Άγιος εβίασεν αυτήν· ο δε Άγιος σιωπών υπέφερε την συκοφαντίαν γενναίως· αλλ’ επειδή έβλεπεν όλον το ιερατικόν τάγμα ότι ελυπείτο βαρέως δια την σιωπήν του, περισσότερον δε όλων τον άρχοντα μάγιστρον τον Εμμανουήλ, ανίσταται ευθύς, και δεικνύει το σώμα του, όπερ ήτο απεξηραμμένον και νενεκρωμένον τόσον, ώστε έκαστος από τους ορώντας επληροφορείτο, ότι αδύνατον ήτο τοιαύτα μέλη να διαπράξωσιν αμαρτίαν τοιαύτην. Τούτο βλέποντες οι παρόντες ορθόδοξοι έλαβον μεγίστην χαράν και ευφροσύνην· κατησχύνθησαν δε οι αιρετικοί συκοφάνται. Χαριεντιζόμενος δε εις από τους άρχοντας, ηρώτησε τον Άγιον την αιτίαν της νεκρώσεως των μελών του. Ο δε Άγιος απεκρίνατο: «Εστάλην, λέγει, τον δείνα καιρόν πρέσβυς εις την Ρώμην δια βασιλικήν υπηρεσίαν. Συνέβη δε να λάβω τότε εκεί μεγάλην πύρωσιν της σαρκός· φοβούμενος λοιπόν να μη απολέσω την καθαρότητα της σωφροσύνης, προσέπεσον προς τους πρωτοκορυφαίους Πέτρον και Παύλον, παρακαλών αυτούς ημέρας και νύκτας πολλάς· και μίαν νύκτα μου εφάνη εις τον ύπνον μου, ότι ήλθον οι δύο Απόστολοι και ήγγισαν τα μέλη μου, και μου είπον τοιούτους λόγους: από της σήμερον και εις το εξής να μη έχης φόβον τινά. Μου εφάνη δε ότι με έκαυσαν με πυρ, επειδή τόσον πόνον ησθάνθην, ώστε από την υπερβολήν του πόνου εξύπνησα· από τότε λοιπόν έως τώρα, τη του Χριστού μου χάριτι και τη θαυματουργία των πανευφήμων Αποστόλων, ενεκρώθησαν τα μέλη μου, και πλέον δεν αισθάνομαι σαρκικήν επιθυμίαν παντάπασιν. Αυτά βλέπων και ακούων ο μάγιστρος Μανουήλ, προστάζει και φέρουσι την γυναίκα εις το μέσον εκεί, και την εξετάζει με πολλήν ακρίβειαν, δια να μαρτυρήση φανερά το πόθεν παρεκινήθη να συκοφαντήση τον Άγιον· φοβουμένη λοιπόν ομολογεί φανερά την αλήθειαν, αποκαλύπτει τα πρόσωπα τα οποία της έδωσαν τα αργύρια, τα οποία έχει ακόμη εις το κιβώτιόν της, εσφραγισμένα με την βούλλαν των συκοφαντών. Στέλλουσι τότε οι κριταί και φέρουν το κιβώτιον και ευρίσκουσιν αληθή όλα όσα είπεν η γυνή. Τι το μετά ταύτα; Γίνεται απόφασις να τιμωρηθώσιν οι συκοφάνται κατά τους βασιλικούς νόμους· ετοιμάζονται τα βασανιστικά εργαλεία· αλλά πάλιν η χριστομίμητος ευσπλαγχνία του ιερού Μεθοδίου εμεσίτευσεν εις τους άρχοντας και τους ελύτρωσε από τας τιμωρίας. Τούτο μόνον είπε· να δοθή εις αυτούς δια κανόνα των, ότι κάθε χρόνον, την ημέραν όπου επιτελείται η εορτή της Ορθοδοξίας, να αναθεματίζωνται εις έκαστος μεγαλοφώνως από τον Ναόν της Θεοτόκου των Βλαχερνών, έως εις τον περιώνυμον Ναόν της Αγίας Σοφίας, δια το μίσος όπου έχουν κατά των σεβασμίων και θείων Εικόνων, όπερ και εγένετο έως ότου έζων οι χριστομίσητοι εικονομάχοι, και γίνεται μέχρι σήμερον προς σωφρονισμόν των επιζώντων αιρετικών κατά των οποίων απαγγέλλεται το ανάθεμα ως αρραβών της αιωνίου κολάσεως, ήτις αναμένει αυτούς. Ποιμαίνων δε το ποίμνιον του Χριστού ο μέγας Μεθόδιος, και βαστάζων εις το ιερόν αυτού και πολύαθλον σώμα τα στίγματα του Κυρίου, ετέλει θαύματα παράδοξα, και Πνεύμα άγιον είχε και τα μέλλοντα επροφήτευε, καθώς επροφήτευσε και όταν επήγαν προς αυτόν τον ουράνιον άνθρωπον και επίγειον άγγελον αι μονάστριαι όλαι της Μονής του Χρυσοβαλάντου, και πανευλαβώς αυτόν επροσκύνησαν, ζητούσαι να χειροτονήση εις αυτάς Ηγουμένην. Ηρώτησε λοιπόν τότε ο Άγιος ποίαν επρόκριναν από όλας να χειροτονήση Ηγουμένην, αύται δε απεκρίθησαν· ουδεμίαν, Δέσποτα Άγιε, μόνον εις τον Θεόν πρώτον ελπίζομεν και δεύτερον εις την αγιωσύνην σου, διότι έχεις Πνεύμα Άγιον δια να ψηφίσης όποιαν σε φωτίση η χάρις Του. Ο δε θεόσοφος απεκρίνατο πάνσοφα· ηξεύρω ότι όλαι αγαπάτε και επιθυμείτε δια Ηγουμένην σας την φιλάρετον Ειρήνην· όντως η γνώμη σας είναι θεάρεστος, και ας είναι δεδοξασμένος ο Κύριος, όστις μου εφανέρωσε τας αρετάς αυτής. Ως ήκουσαν ταύτα αι μονάζουσαι εθαύμασαν και πανευλαβώς αυτόν επροσκύνησαν, λέγουσαι· όντως ο Θεός κατοικεί εις την μακαρίαν ψυχήν σου και σε φωτίζει και σου φανερώνει τα απόκρυφα μυστήριά Του. Ευθύς λοιπόν εγερθείς από τον θρόνον ο Άγιος, έλαβε θυμιατήριον, και ευλογήσας τον Θεόν με την πρέπουσαν υμνωδίαν, εχειροτόνησε την μακαρίαν Ειρήνην διάκονον της μεγάλης Εκκλησίας, ηξεύρων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι ήτο καθαρωτάτη και άμωμος. Είτα την εσφράγισεν Ηγουμένην, και διδάσκων αυτήν πως να πορεύεται, πως να καθοδηγή και να κυβερνά τας αδελφάς, απέλυσεν εν ειρήνη την Ειρήνην και τας λοιπάς μοναζούσας. Δια να δείξη δε ο συγγραφεύς του βίου της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου πόσην αγιότητα είχεν ο μέγας Μεθόδιος, διηγείται και ταύτα τα αξιάκουστα· λέγει λοιπόν, ότι την ημέραν καθ’ ην εώρταζεν η Οσία την εορτήν του μεγάλου Βασιλείου, κατά την πρώτην φυλακήν της νυκτός, ήλθε φωνή αοράτως εις την Οσίαν λέγουσα: υπόδεξαι τον ναύκληρον όπου σου φέρει τας οπώρας, τας οποίας τρώγουσα θέλεις λάβει εις την ψυχήν σου μεγίστην ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Όθεν έστειλε δύο αδελφάς εις την θύραν δια να εισαγάγουν όποιον έξω της θύρας εύρωσιν. Έρχεται λοιπόν προς την Οσίαν ο ναύκληρος, και βάλλει μετάνοιαν, κάμνουσα δε προσευχήν η Οσία, και καθήσαντες, τον ηρώτησε την αιτίαν του ερχομού του, ο δε ναύκληρος απεκρίθη: ναύτης είμαι, Οσία μου, από την νήσον της Πάτμου· επεβιβάσθην δε του πλοίου δια να έλθω εδώ εις την βασιλεύουσαν. Όταν λοιπόν ηρχίσαμεν να ταξιδεύωμεν, έτι όντες πλησίον της νήσου, είδομεν εις την παραλίαν ωραίον και θεοειδή γέροντα, όστις μας εφώναξε να τον περιμένωμεν δια να έλθη μαζί μας· ημείς όμως δεν ηδυνάμεθα να σταθώμεν, επειδή ήτο ο άνεμος σφοδρός και ο τόπος απόκρημνος και βραχώδης. Τότε πάλιν ο θαυμάσιος γέρων εφώναξε μεγαλοφωνότερον λέγων· σταθήτω η ναύς, έως του ελθείν με· και ω του θαύματος! το μεν πλοίον εστάθη, ο δε θεοειδής γέρων ήλθε προς ημάς, περιπατών εις τα κύματα· εμβάς δε εις το πλοίον εξήγαγε τρία μήλα από τον κόλπον του, και μου τα έδωσε λέγων: όταν, συν Θεώ, φθάσης εις την Βασιλεύουσαν, δώσε τα εις τον Πατριάρχην λέγων εις αυτόν ότι του τα έστειλεν ο Πανάγαθος Θεός, και ο Ιωάννης ο Επιστήθιος από τον Παράδεισον· έπειτα άλλα τρία μήλα όμοια έδωσέ μοι λέγων: ταύτα τη Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου Ειρήνη εγχείρισον, λέγων: φάγε από εκείνα που επεθύμησεν η ψυχή σου η καθαρά και αμόλυντος, ότι τώρα τα έφερα από τον Παράδεισον. Ούτως είπε και ηυλόγησε τον Θεόν, και μας ηυχήθη, και το μεν πλοίον εκίνησεν, αυτός δε εγένετο άφαντος. Έδωσα λοιπόν τα τρία εις τον Πατριάρχην Μεθόδιον, τα δε άλλα τρία λάβε η αγιωσύνη σου. Ως ήκουσε ταύτα η Οσία εδάκρυσεν από την χαράν της, και πολλάς ευχαριστίας απέδωκε τω Θεώ και τω ηγαπημένω αυτού μαθητή, και τα έλαβεν ευλαβώς ως εκ Θεού θεία δώρα. Ταύτα τα άγια του Παραδείσου μήλα επερίσσευαν τα γήϊνα μήλα εις τα τρία προτερήματα ταύτα· πρώτον μεν εις την ωραιότητα, δεύτερον δε εις την ευωδίαν, και τρίτον εις την μεγαλειότητα, όντα ομολογουμένως εξαίσια και θαυμάσια. Ταύτην την διήγησιν ανεφέραμεν δια καρύκευμα του λόγου, και δια να φανερώσωμεν την υπεροχήν του Αγίου, ότι εις τους καιρούς εκείνους αγιώτερον άλλον δεν είχεν η βασιλεύουσα μεταξύ όλων των ανδρών από τον μέγαν Μεθόδιον, και την Οσίαν Ειρήνην, μεταξύ όλων των γυναικών. Εις δε τον πέμπτον χρόνον της βασιλείας του Μιχαήλ προείδεν ο μέγας Μεθόδιος (ως προορατικός όπου ήτο) τον θάνατον του θεοφόρου Ιωαννικίου. Όθεν προτού να αποθάνη, επήγε με τον κλήρον του δια να κάμη τον τελευταίον ασπασμόν, και δια να λάβη τας ευχάς του, ο δε θείος Ιωαννίκιος προβλέπων τον ερχομόν του μεγάλου Μεθοδίου υπερβαλλόντως εχάρη· όθεν ως να ήτο υγιής εσηκώθη και προϋπήντησε τον Πατριάρχην· έπειτα καθήσαντες ωμίλουν διεξοδικώς δι’ υποθέσεις ψυχωφελείς, μάλιστα  δε δια την ορθοδοξίαν της Εκκλησίας, και περί των μελλόντων· έπειτα ενουθέτησεν αρκετά τους κληρικούς, και όλον τον προσελθόντα εκεί ορθόδοξον λαόν, ίνα φυλάττωσι την ορθοδοξίαν μέχρι τέλους, να προσέχωσι δε να μη απατηθώσι πάλιν από τους αιρετικούς· να έχωσι την προσήκουσαν ευπείθειαν εις τον αληθή του Θεού ποιμένα θείον Μεθόδιον και να φυλάττωσι την προς αλλήλους ομόνοιαν και ειρήνην, να αγαπά έκαστος το συμφέρον του πλησίον του ως το ιδικόν του συμφέρον, διότι αυτή είναι η ευαγγελική αγάπη, ήτις αρμόζει εις τους Χριστιανούς. Το να αγαπά δε ο φίλος τον φίλον, και ο συγγενής τον συγγενή, τοιαύτην αγάπην έχουσι και τα έθνη, οι τελώναι και οι αμαρτωλοί. Με τοιαύτας ψυχωφελείς νουθεσίας εστερέωσε τον ευσεβή λαόν ο μέγας Ιωαννίκιος· τέλος δε πάντων επροφήτευσε και τον θάνατον του παναγιωτάτου Μεθοδίου. «Γινώσκετε, είπεν, ω τέκνα και αδελφοί εν Χριστώ, ότι μετά τον θάνατόν μου, αφού περάσουν οκτώ μήνες, θέλει ακολουθήσει και η κοίμησις του πατρός και ποιμένος σας, όπως συνευφραινώμεθα ομού εις την χαράν των δικαίων, εις την ψαλμωδίαν των ευφραινομένων, δοξάζοντες και ευχαριστούντες την Τρισήλιον Θεότητα». Ταύτα προείπεν ο θείος Ιωαννίκιος, και η πρόρρησις αυτού ηλήθευσεν. Ότε  δε επέρασαν τρεις ημέραι, τη Τρίτη του Νοεμβρίου μηνός, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, προϋπαντώντων αυτήν των χορών των Αγγέλων και των Αγίων· το δε πανσέβαστον και άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς ως έπρεπεν. Ο δε μέγας Μεθόδιος, αφού εστόλισε και ωράϊσε τον πατριαρχικόν θρόνον με τας λαμπράς αρετάς του, και με τα ηρωϊκά του κατορθώματα, αφού παρήλθον οκτώ μήνες από της οσίας κοιμήσεως του μεγάλου Ιωαννικίου, ως εκείνος προείπεν, εις τας δεκατέσσαρας του Ιουνίου μηνός εκοιμήθη εν ειρήνη, και επορεύθη προς ον επόθει Χριστόν, τον μυστικόν Νυμφίον των καθαρών και ασπίλων ψυχών. Την απώλειαν του τοιούτου ποιμένος εθρήνησεν όλη η βασιλεύουσα, ή καλύτερον να είπωμεν όλη η οικουμένη· όθεν συνέδραμον εις τον ενταφιασμόν του ο βασιλεύς με όλην την Σύγκλητον, οι Αρχιερείς και όλον το Ιερατείον. Τις δε να διηγηθή ο πλήθος όπου συνέδραμεν εις την κηδείαν του τοιούτου Αγίου; Τάχα καθυστέρησαν τα μικρά βρέφη; Τάχα δεν προσέδραμεν όλον το πλήθος των αρρώστων της Πόλεως, δια να λάβωσιν αγιασμόν και υγείαν, καθ’ εις κατά την νόσον του; Τάχα πόσοι να εποδοπατήθησαν εκείνην την ημέραν, στενοχωρούμενοι ποίος να προφθάση να πέση υποκάτω της κλίνης της ιεράς και χαριτοβρύτου, όπου εβάσταζεν εκείνο το αθλοφόρον και σεπτόν σώμα, τον μυρίολβον θησαυρόν και το ταμείον της χάριτος; Πόσοι νομίζετε να έγιναν θυσία εκείνη την ημέραν δια τον πόθον του Αγίου; Πόσοι να έγιναν αυτοπροαίρετοι μάρτυρες, εθελόθυτα θύματα, συνοδοιπόροι της μακαρίας εκείνης ψυχής; Έπρεπε βέβαια να είναι τότε παρόν το στόμα του Χριστού, ο μέγας ρήτωρ της Εκκλησίας, η μεγαλόφωνος σάλπιγξ, ο πολύς εν θεολογία Γρηγόριος, δια να μας περιγράψη την κηδείαν του μεγάλου και ουρανόφρονος Μεθοδίου, καθώς ποτε εκφαντορικώτατα περιέγραψε τον ενταφιασμόν του μεγάλου Βασιλείου, του ομοψύχου και φίλου του· ή καν να διεσώζοντο οι λόγοι τους οποίους έγραψεν ο πολύς εν σοφία και αγιωσύνη Φώτιος, ο διάδοχος και ανεψιός αυτού, ως λέγουσιν, όστις συνέγραψε λόγους εγκωμιαστικούς και ύμνους επιταφίους εις τον παναγιώτατον θείον του μέγαν Μεθόδιον, τους οποίους δυστυχώς ο πανδαμάτωρ χρόνος ηφάνισεν (ίσως δε και οι εχθροί του Φωτίου, ως αιρετικοί και κατήγοροι τούτου άσπονδοι, να κατέκαυσαν ταύτα, δια να μη φαίνεται ο ιερός Φώτιος οποίους ήρωας είχε προγόνους, και από ποίαν αγίαν σειράν κατήγετο· δια να μη άδεται και εις αυτόν τον μακάριον Φώτιον, το ιερόν εκείνο μελώδημα. Εκ ρίζης αγαθής, αγαθός εβλάστησε καρπός). Αλλ’, ω πάτερ Πατέρων Μεθόδιε, Αποστόλων ομότροπε και ομόθρονε, Μαρτύρων και Ομολογητών ισοστάσιε, ω δόξα και κλέος των Πατριαρχών, ω σεμνολόγημα των ασκητών, ω καθαιρέτα και αναιρέτα της αθέου εικονομαχίας, ω υπέρμαχε και φύλαξ της Ορθοδοξίας· ω πολύαθλε και μυρίαθλε Ομολογητά· ω παμμέγιστε στρατηγέ και τροπαιοφόρε της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού· ω θεόπτα και θεόληπτε· ω θεόσοφε και θεηγόρε, ω θεσπέσιε και θεόπνευστε, ω θεορρήμον και θεοστήρικτε, ω θεοφόρε και φωτοφόρε. Δεόμεθά σου, ευσπλαγχνικώτατε Πάτερ, δέξαι από εμέ τον ανάξιον, τον παρόντα αμαθέστατον λόγον· δέξαι και την παρούσαν παννύχιον δοξολογίαν και υμνωδίαν, την οποίαν προσφέρομεν εις σε εκ πνευματικής αγάπης και ευλαβείας μικράς, ως εδέχθη ο Δεσπότης Χριστός τον οβολόν της χήρας εκείνης. Έτι παρακαλούμεν σε, Πάτερ φιλάνθρωπε, του φιλανθρώπου Χριστού μιμητά, μη παραβλέψης την πενιχράν δέησιν ημών των αναξίων δούλων σου· καταπράϋνον ταις προς Θεόν πρεσβείαις σου τον σίφωνα των ακαθάρτων παθών, άτινα μας κατακυριεύουσι· πιστεύομεν, ναι, πιστεύομεν ότι θέλεις μας εισακούσει, Άγιε του Θεού. Χάρισέ μας υπομονήν ουρανόθεν θεοπάροχον, και ανδρείαν εις τας προσβολάς των δαιμόνων· διασκέδασον την ανεμοζάλην και τρικυμίαν των πειρασμών της ψυχής μας, από την οποίαν τρικυμίαν κινδυνεύομεν να καταποντισθώμεν, και κατά κράτος να απολεσθώμεν· φώτισον ημών τον εσκοτισμένον νουν, ίνα μη περιπλανάται εις τας του κόσμου ματαιότητας· σκέπασον ημάς εξ ορατών και αοράτων εχθρών, δίδαξον ημάς άνωθεν, δίδαξον, άνθρωπε του Θεού, πως να περιπατώμεν ευστόχως και θεαρέστως τον στενόν και τεθλιμμένον τούτον δρόμον της μοναχικής ζωής, καθώς υπεσχέθημεν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Δεσπότου ημών Χριστού, ω η δόξα και το κράτος, η τιμή, η λατρεία και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: