ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΤΗΣ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Τη αυτή ημέρα Σαββάτω της Ε΄ Εβδομάδος των Νηστειών εορτάζομεν τον Ακάθιστον Ύμνον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια την παράδοξον εν Κωνσταντινουπόλει θαυματουργίαν Αυτής.                                                                                                 

Πάντοτε μεν χρεωστούμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να υμνούμεν και να ευχαριστούμεν την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον, δια την ευεργεσίαν, την οποίαν έκαμεν εις το ανθρώπινον γένος, σωματώσασα τον Θεόν Λόγον· εξαιρέτως δε την σήμερον ημέραν, δια το θαύμα το παράδοξον, όπερ εποίησεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Δια τούτο λοιπόν και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας εθέσπισαν να ποιώσι την ανάμνησιν και ευχαριστίαν τούτου του θαύματος σήμερον, ουχί μόνον όσοι κατοικούσιν εις την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και όσοι κατοικούσιν εις όλην την οικουμένην Χριστιανοί, επειδή δύναται η Αυτή και πάντοτε να ελευθερώνη τους μετά πίστεως επικαλουμένους Αυτήν Χριστιανούς από πάντα πειρασμόν αισθητόν και νοητόν. Δια τούτο και πάσα Εκκλησία Ορθοδόξων Χριστιανών ποιεί την εσπέραν ταύτην ολονύκτιον Ακολουθίαν και ευχαριστεί και δέεται της Παναγίας Θεοτόκου. Ευχαριστεί μεν δια την ευεργεσίαν, την οποίαν έκαμε τότε, δέεται δε να είναι έτοιμος βοηθός εις πάντας ημάς τους Χριστιανούς. Αλλά πρέπον είναι να διηγηθώμεν πρώτον πως έγινε το τοιούτον παράδοξον θαύμα παρά της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εις την Κωνσταντινούπολιν και δεύτερον διατί ονομάζεται η Ακολουθία αύτη Ακάθιστος, ίνα γνωρίσητε και υμείς, ότι πρέπει και τώρα και πάντοτε να την υμνούμεν και την ευχαριστούμεν δι’ όλων ημών των δυνάμεων. Κατά τους χρόνους του βασιλέως του Βυζαντίου Ηρακλείου (610 – 641), ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης Β΄ (590 – 628) απέστειλε στρατηγόν του τινά, ονόματι Σάρβαρον, με δύναμιν πολλήν και στράτευμα ικανόν, ίνα όλον το Ανατολικόν μέρος, όσον ήτο εις την εξουσίαν των Χριστιανών, κυριεύση και αιχμαλωτίση και ως αστραπή να κατακαύση και αφανίση.

Διότι και πρότερον ούτος ο Χοσρόης ηχμαλώτισεν εκατόν χιλιάδας Χριστιανούς, τους οποίους εξαγοράσαντες οι Εβραίοι τους εθανάτωσαν. Ούτος λοιπόν ο Σάρβαρος ευρών ευκαιρίαν μεγάλην, λόγω του ότι κατά τον καιρόν εκείνον η δύναμις των Χριστιανών ήτο πολύ τεταπεινωμένη από την βαρυτάτην και θηριώδη γνώμην του προβασιλεύσαντος τυράννου Φωκά του από στρατιωτών (602 – 610), επέδραμε κατά της Ανατολικής αυτοκρατορίας και λεηλατών αυτήν έσφαζεν όσους Χριστιανούς εύρισκεν  έμπροσθέν του και ουδείς ηδύνατο να αντιταχθή κατ’ αυτού. Τοιουτοτρόπως αιχμαλωτίζων ο Σάρβαρος έφθασε και εις την Χρυσόπολιν, ήτις και Σκούταρι ονομάζεται και έστησε το στράτευμά του εις την πόλιν Χαλκηδόνα, ήτις είναι κατέναντι της Κωνσταντινουπόλεως, εις το μέρος της Ανατολής· ητοίμαζε δε όσα είναι επιτήδεια προς πόλεμον, σκεπτόμενος να αποκλείση τους ανθρώπους της Κωνσταντινουπόλεως, διότι αυτή ήτο η απόφασίς του και αυτό εσπούδαζε κατά πάντα τρόπον, πως δηλαδή να κυριεύση την Κωνσταντινούπολιν. Βλέπων ταύτα ο τότε βασιλεύς Ηράκλειος, όστις προ ολίγου χρόνου είχεν αναλάβει την βασιλείαν από τον τύραννον Φωκάν και μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τον Σάρβαρον, δια την ολιγότητα των στρατιωτών και του βασιλικού θησαυρού, έλαβε τα σκεύη τα χρυσά και αργυρά των Εκκλησιών και κατέκοψεν αυτά εις νομίσματα χρυσά και αργυρά, υποσχόμενος να δώση περισσότερα μετά την επιστροφήν του. Έπειτα άφησε τα βασίλεια πολύ λυπούμενος και επήγεν εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου, ήτοι της Μαύρης Θαλάσσης. Εκεί λοιπόν συναθροίσας ολίγον στράτευμα των Χριστιανών όσον ευρίσκετο, αίφνης χωρίς να το αντιληφθούν οι Πέρσαι, επορεύθη εις την Περσίαν και ήρχισε να καταλαμβάνη τους τόπους του Χοσρόη, έχων κατά νουν, ότι θέλει φοβηθή ο Χοσρόης τον πόλεμον του βασιλέως και θέλει ανακαλέσει οπίσω τον Σάρβαρον να επιστρέψη με το στράτευμά του. Ο μεν λοιπόν βασιλεύς Ηράκλειος τοιούτον έχων σκοπόν, κατέστρεφε τον τόπον και τας χώρας της Περσίας. Ο δε ηγεμών των Μυσών (Βλάχων) και Σκυθών (Τατάρων), Χαγάνος ονόματι, μαθών ότι ο βασιλεύς απουσιάζει από την Κωνσταντινούπολιν και ότι αύτη είναι έρημος, έχων δε και πρότερον απόφασιν να την καταλάβη, ηθέλησε και αυτός να εκτελέση τότε το σχέδιόν του. Όθεν παρευθύς την μεν ξηράν επλήρωσε δια πεζών και ιππέων στρατιωτών, την δε θάλασσαν δια πλοίων του τύπου εκείνου, τα οποία, με το να ήσαν κατεσκευασμένα από εν ξύλον μακρύ και μεγάλον, τα ωνόμαζον μονόξυλα. Ενώπιον όλων αυτών των φοβερών γεγονότων ευρισκόμενος ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως επαρηγορείτο και εστερεώνετο από τον Πατριάρχην του καιρού εκείνου Σέργιον (610 – 638), όστις τους ενουθέτει να μη απογινώσκωνται, ουδέ να φοβώνται τον κίνδυνον. Έλεγε δε ούτος προς αυτούς· «Θαρρείτε, τέκνα, και μόνον εις τον Θεόν ας έχωμεν την ελπίδα μας και προς αυτόν τας χείρας μας και τους οφθαλμούς μας εξ όλης ψυχής ας σηκώσωμεν, αυτός δε θέλει διαλύσει τα κακά, τα οποία μας περιεκύκλωσαν και όλα τα σχέδια των βαρβάρων συντόμως θέλει διασκορπίσει». Με τούτους τους λόγους λαβόντες θάρρος οι άνθρωποι της Πόλεως και αφήσαντες την ελπίδα των όλην προς την Πανάχραντον Θεοτόκον και προς Τον εξ Αυτής ασπόρως γεννηθέντα Χριστόν τον Θεόν ημών ανέμενον να ίδωσι το έλεος του Θεού, το οποίον τελευταίον και είδον και δεν εψεύσθη η ελπίς των, καθώς θα το ακούσητε κατόπιν. Ο μεν λαός λοιπόν ούτως ήλπιζεν· ο δε πατρίκιος Βώνος, τον οποίον είχεν αφήσει ο βασιλεύς αντιπρόσωπον, ενήργει και αυτός, όσον ηδύνατο, προς βοήθειαν της Πόλεως και δεν ημέλει, διότι θέλει και ημάς ο Θεός, να μη καθήμεθα άπρακτοι, αλλά να ενεργώμεν ότι δυνάμεθα δι’ όσα είναι προς βοήθειάν μας, εις δε τον Θεόν να έχωμεν όλην την ελπίδα της σωτηρίας μας. Τοιουτοτρόπως και εις τον παλαιόν καιρόν ο Θεός επρόσταξε τον Ιησούν του Ναυή να αιχμαλωτίση δια των στρατευμάτων του την πόλιν Γαί, ως ευρίσκεται γεγραμμένον εις το βιβλίον του Ιησού του Ναυή (κεφ. ζ΄ και η΄). Ομοίως και τον Γεδεών τον ώπλισε με υδρίας (στάμνες) και λαμπάδας να νικήση τους Μαδιανίτας, καθώς περιγράφεται τούτο εις το βιβλίον, το ονομαζόμενον Κριταί (ζ : 15 – 23). Ο μεν Βώνος λοιπόν προπαρεσκευάζετο ενισχύων την άμυναν της Πόλεως και τα αρμόδια προς πόλεμον διορθώνων· ο δε Πατριάρχης Σέργιος, κρατών την αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος, εις την οποίαν ήτο εζωγραφημένος ο Χριστός ως Βρέφος κρατούμενον εν ταις αγκάλαις Αυτής, περιήρχετο λιτανεύων δια των τειχών της Πόλεως και ούτω τους μεν υπερασπιστάς αυτών ενεψύχωνε και ενίσχυε, τους δε πολεμίους βαρβάρους κατεφόβιζε και εις φυγήν προητοίμαζε· ήτο δε τότε Ιούλιος του έτους χκστ΄ (626). Μετά τινας ημέρας, βλέπων ο Πατριάρχης τον μεν Σάρβαρον με τους Πέρσας από το μέρος της Χαλκηδόνος, θέτοντος πυρ και κατακαίοντας τα πέριξ χωρία και φονεύοντας αγρίως ή αιχμαλωτίζοντας τους ανθρώπους, τον δε Χαγάνον και τους άλλους Σκύθας από το άλλο μέρος της Πόλεως ποιούντας τα όμοια και χειρότερα τούτων, έλαβεν εις τας χείρας του την αχειροποίητον Εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτοι το Άγιον Μανδήλιον και τον τίμιον και ζωοποιόν Ξύλον του Τιμίου Σταυρού, προσέτι δε και την τιμίαν Εσθήτα της Θεομήτορος και περιφέρων αυτά εις τα τείχη προσηύχετο μετά δακρύων λέγων· «Εξεγέρθητι, Κύριε, ίνα διασκορπισθώσιν οι εχθροί σου και διαλυθώσιν ως καπνός και αναλύσωσιν ώσπερ κηρίον ενώπιον του πυρός» (Ψαλμ. ξζ: 2 – 3). Μετά τρεις ημέρας, αφ’ ης έθεσαν το πυρ και κατέκαιον τα περίχωρα, ο Χαγάνος με όλον αυτού το στράτευμα περιεκύκλωσε την Πόλιν. Τόσον δε ήτο το στράτευμα των πολεμίων κατά τάξιν ωπλισμένον και εις το πλήθος αναρίθμητον, ώστε δέκα Σκύθαι ανελόγουν προς ένα Χριστιανόν. Αλλ’ όμως η Δέσποινα Θεοτόκος, ήτις προπολεμεί εις τους κνδύνους των Χριστιανών και ήτις έρχεται ταχέως βοηθός εις εκείνους, οίτινες μετά πίστεως την επικαλούνται, τι ωκονόμησεν; Έδωσε θάρρος εις τινας, οι οποίοι ήσαν εντός της Πόλεως και εξήλθον εις το Αγίασμα της Χρυσοπηγής, το οποίον ευρίσκεται εις την θύραν της Σηλυβρίας και τόσον ενίκησαν το στράτευμα του Χαγάρου, ώστε τούτο απέβη αρραβών της καταστροφής, την οποίαν έπαθον ύστερον, καθώς θέλετε ακούσει. Από την νίκην ταύτην έλαβον θάρρος οι Πολίται και καθ’ εκάστην ημέραν εξήρχοντο και συνεκρούοντο με τους Σκύθας· έχοντες δε την Υπεραγίαν Θεοτόκον βοηθόν και υπέρμαχον, αυτοί μεν επέστρεφον νικηταί, οι δε Σκύθαι ενικώντο πάντοτε και αι τέχναι των απέβαινον εις το εναντίον. Ενώ δε συνέβαινον ταύτα, με γνώμην του λαού όλου και του Πατριάρχου επορεύθησαν απεσταλμένοι άρχοντες τινές από την Πόλιν με δώρα, να διαπραγματευθώσι την ειρήνην με τον Χαγάνον. Αλλά το θηρίον εκείνο μάλλον και όχι άνθρωπος Χαγάνος όχι μόνον δεν εδέχθη τους λόγους των, αλλά και τα δώρα λαβών, τους εδίωξεν απράκτους, τούτο μόνον ειπών· «Μη απατάσθε πιστεύοντες εις τον Θεόν σας, διότι εξάπαντος αύριον θέλω καταλάβει και ερημώσει την πόλιν σας, ένεκεν όμως συμπαθείας σάς επιτρέπω να εξέλθητε όλοι με το καλόν γυμνοί, να υπάγητε όπου θέλετε. Λοιπόν υπάγετε και μη αναμένετε άλλην τινά μεγαλυτέραν φιλανθρωπίαν από εμέ». Τους λόγους αυτούς ακούσαντες οι Πολίται από τους απεσταλμένους και στενάξαντες εκ βάθους καρδίας, ύψωσαν τας χείρας των εις τον ουρανόν και υπό πολλών δακρύων καταβρεχόμενοι, εδέοντο του Θεού λέγοντες· «Κύριε ο Θεός ημών, ο εν ανάγκαις απροσμάχητος βοηθός, Συ όστις εναντιούσαι τοις υπερηφάνοις, ο έχων δύναμιν ακαταμάχητον και Βασιλείαν ακατάλυτον, Συ όστις ήκουσας τους λόγους του βαρβάρου, αποκρούσαντος την ειρήνην και ονειδίσαντος Σε τον πάντων Δεσπότην, λύτρωσον την Πόλιν Σου ταύτην και την κληρονομίαν Σου, την οποίαν εξηγόρασας εκ του διαβόλου τω Τιμίω σου Αίματι. Σώσον, Κύριε, τον λαόν τούτον τον περιούσιον, όστις επικαλείται το όνομά Σου, ίνα μη είπωσι τα έθνη, που είναι ο Θεός αυτών»; Αλλά ταύτα μεν και τα τοιαύτα εδέετο ο λαός της Πόλεως· ο δε Χαγάνος ηβουλήθη να ενωθή με τον Περσικόν στρατόν του Σαρβάρου, ίνα γίνουν ισχυρότεροι και από κοινού επιτύχουν την εκπόρθησιν της Πόλεως· ο Θεός όμως ημπόδισε το κίνημα τούτο, διότι εγερθείσαι τρικυμίαι μεγάλαι έπνιγον τους Πέρσας, οίτινες επεχείρον να διέλθουν με περάματα προς το μέρος της Πόλεως. Ιδών τότε ο Χαγάνος, ότι και από το τέχνασμα αυτό απέτυχε, συνήθροισε το στράτευμά του και απεφάσισεν, ίνα την αυτήν ημέραν επιτεθή κατά της Πόλεως από ξηράς και θαλάσσης. Κατά δε τας ημέρας κατά τας οποίας ητοιμάζοντο οι στρατιώται δια τον πόλεμον, αυτός, λαβών όσους είχεν ιππείς εκλεκτούς, περιήρχετο τον Γαλατάν και τα παράλια, έως εις την Μαύρην Θάλασσαν, επιδεικνύων εις τους Πέρσας την δύναμίν του και τα στρατεύματα, τα οποία είχεν. Ομοίως και ο Σάρβαρος από το άλλο μέρος της Ανατολής το αυτό εποίει. Μάλιστα δε ο μεν Χαγάνος από το μέρος της Δύσεως, ο δε Σάρβαρος από το μέρος της Ανατολής, ως θηρία άγρια και ανήμερα ωρύοντο κατά της Πόλεως προσβλέποντες αυτήν ως έτοιμον θήρευμα. Αλλά τις λαλήση τα θαυμάσια του Θεού, τα οποία έγιναν τότε; Ποίος δε να εξιστορήση αξίως την βοήθειαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την οποίαν έλαβον οι Πολίται; Διότι ο Χαγάνος κατέκλυσεν από μονόξυλα τον Κεράτιον κόλπον, όστις εκτείνεται από το στενόν του Κυνηγού έως την Καμηλογέφυραν, βουλόμενος από μεν της θαλάσσης να καταστρέψη το εν μέρος της Πόλεως, από δε της ξηράς το άλλο. Τόσον όμως πλήθος Σκυθών εις έκαστον μέρος της Πόλεως εφόνευσαν οι Χριστιανοί, ώστε οι ζώντες Σκύθαι δεν επρολάμβανον να θάπτωσι τους φονευομένους. Και αυτό μεν έγινεν εις εκείνους, οίτινες επολέμουν από την ξηράν· εκείνων δε οίτινες επολέμουν από της θαλάσσης τα μονόξυλα άπαντα εβυθίσθησαν έμπροσθεν του Ναού της Θεοτόκου των Βλαχερνών, άνωθεν του Κυνηγού. Διότι εγερθείσα μεγάλη τρικυμία με άνεμον και ανεμοστρόβιλον συνέτριψε τα μονόξυλά των και όλοι εβυθίσθησαν εις την θάλασσαν. Αληθώς δε μέγα και παράδοξον θαύμα εγένετο τότε· η θάλασσα ύψωνεν ως όρη τα κύματα αυτής και ως άγριον θηρίον εδαιμονίζετο κατ’ επάνω των εχθρών της Θεομήτορος και με μανίαν μεγάλην εβύθισε ανηλεώς τους Σκύθας, όπως ποτέ η Ερυθρά θάλασσα τους Αιγυπτίους, διώκοντας τον πάλαι Ισραήλ. Τοιουτοτρόπως η Δέσποινα Θεοτόκος πολεμούσα και υπερμαχούσα δια την Πόλιν Της, ενίκησε και από θαλάσσης άνευ μάχης τους εχθρούς Της· και τους μεν Σκύθας, οίτινες εκήρυξαν πόλεμον κατά της κληρονομίας Της, πάντας εβύθισε, τους δε Χριστιανούς, οίτινες ήλπισαν εις Αυτήν, ηλευθέρωσεν από τους επαπειλήσαντας αυτούς κινδύνους. Τότε δε και αυτός ο Χαγάνος καθήμενος εφ’ υψηλού τόπου μετά τινων καλώς ωπλισμένων στρατιωτών του, βλέπων δια των ιδίων του οφθαλμών την απώλειαν των στρατιωτών του, έτυπτε με τας χείρας του τα στήθη του και το πρόσωπόν του. Οι δε Χριστιανοί, ως έμαθον την καταστροφήν των βαρβάρων εις την θάλασσαν, παρευθύς με την δύναμιν του Θεού ισχύν λαβόντες και με την βοήθειαν της Παναγίας θαρρήσαντες, ήνοιξαν τας θύρας των τειχών και με βοήν και αλαλαγμόν έδραμον κατ’ επάνω των εχθρών των. Τόση δε χαρά και δύναμις περιεχύθη τότε εις τους Χριστιανούς, εις δε τους βαρβάρους δειλία, ώστε και γυναίκες και παιδία ώρμησαν κατά του στρατεύματος των Σκυθών. Τότε έβλεπε πας τις πληρουμένους τους λόγους του Προφήτου Μωυσέως. Διότι εις εδίωκε χιλίους και δύο άνδρες εδίωκον μυριάδας. Τοιαύτην δύναμιν έδωκεν η πάναγνος Θεοτόκος εις τους φοβισμένους Χριστιανούς, τοσαύτην δε δειλίαν εποίησεν εις τους υπερηφάνους Σκύθας. Αφού δε παρήλθεν η ημέρα εκείνη και έγινε νυξ, συνήθροισαν οι υπολειφθέντες βάρβαροι όλα τα ξυλόκαστρα, τα οποία είχον κάμει δια τον πόλεμον του τείχους και τα κατέκαυσαν μόνοι των. Ο δε Πατριάρχης Σέργιος και ο λοιπός λαός άραντες τας χείρας των εις τον ουρανόν, ηυχαρίστουν τον Θεόν μετά δακρύων λέγοντες· «Η δεξιά Σου, Κύριε, εδοξάσθη με δύναμιν. Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, έθραυσε τους εχθρούς και με το πλήθος της δόξης Σου συνέτριψας τους υπεναντίους Σου» (Εξ. ιε: 6 – 7). Και ο μεν λαός ούτω προσηύχετο, ευχαριστών τον Θεόν. Ο δε ανόητος Χαγάνος, ενώ πρότερον είχε τοσούτον πλήθος στρατού, όμως με εντροπήν πολλήν και πικρίαν, θέτων τον δάκτυλόν του εις το στόμα του, επέστρεψε κατησχυμμένος με τον υπόλοιπον στρατόν. Ομοίως και ο Σάρβαρος από το άλλο μέρος, βλέπων την συμφοράν του Χαγάνου και φοβούμενος μήπως πάθη τα όμοια, έφυγεν εις τα οπίσω. Τότε και ο Σιρόης, ο υιός του βασιλέως Χοσρόου, αποστατήσας από τον πατέρα του, συνήθροισεν ιδικόν του στρατόν και ανέδειεν εαυτόν βασιλέα της Περσίας· φονεύσας δε τον πατέρα του εποίησε αγάπην με τον βασιλέα Ηράκλειον, όστις επέστρεψεν νικητής εις την Κωνστανινούπολιν. Τοιουτοτρόπως η Θεοτόκος, η Παναγία και υπεράμωμος, η υπουργός της θείας οικονομίας και αγαθότητος, η των Χρστιανών δυνατή βοήθεια, έδειξε την δύναμίν Της. Τοιουτοτρόπως εποίησε την μεγάλη και παράδοξον σωτηρίαν εις τους ελπίσαντας επ’ Αυτήν. Δια την ευεργεσίαν ταύτην προς ενθύμησιν ποιούμεν και ημείς την παρούσαν αγρυπνίαν, ευλογημένοι Χριστιανοί. Επειδή δε ο τότε λαός όρθιοι ιστάμενοι καθ’ όλην την νύκτα ηυχαρίστουν την Παναγίαν Θεοτόκον, δια τούτο ωνομάσθη η τοιαύτη ακολουθία Ακάθιστος. Εξαιρέτως μάλιστα έψαλλον καθ’ όλην την νύκτα τους ευρισκομένους και αναγινωσμένους είκοσι τέσσαρας Οίκους της Θεοτόκου, ως ούτοι ευρίσκονται τονισμένοι εις αρχαία στιχηράρια, από τότε δε επικρατεί η τοιαύτη Ακολουθία να ψάλληται εις πάσαν πόλιν και χώραν. Αλλά ταύτα έγιναν εις τον καιρόν του βασιλέως Ηρακλείου. Ας διηγηθώμεν όμως πως και εν τοις μετά ταύτα καιροίς από πολλούς πειρασμούς και αιχμαλωσίας ηλευθέρωσεν η Δέσποινα Θεοτόκος την Κωνσταντινούπολιν. Μετά τεσσαράκοντα εξ έτη, ήτοι εν έτει χοβ΄ (672), βασιλεύοντος Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου (668 – 685), επέδραμον κατά της Κωνσταντινουπόλεως οι Αγαρηνοί με μεγάλον στόλον δια θαλάσσης, ηγκυροβόλησαν δε τα πλοία των εις τόπον λεγόμενον των Επτά Κουλάδων. Επολέμουν δε με τους Πολίτας, από την άνοιξιν έως το φθινόπωρον· κατά δε τον χειμώνα επήγαινον εις την Κύζικον, η οποία είναι εις την Προποντίδα, προς το ανατολικόν μέρος της θαλάσσης και εκεί εξεχείμαζον με τον στόλον των· την άνοιξιν ανέβαινον και πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν και επολέμουν έως το φθινόπωρον και ούτω πάλιν επέστρεφον εις την Κύζικον. Επτά κατά συνέχειαν έτη επολέμουν οι ασεβέστατοι. Αφού δε είδον, ότι δεν ηδύναντο να πράξωσι τίποτε, διότι εφονεύθησαν πολλοί ανδρείοι και εκλεκτοί απ’ αυτούς και πλοία πολλά συνετρίβησαν από τας τρικυμίας, τότε επέστρεψαν εις τα οπίσω άπρακτοι, ερχόμενοι δε εις τα μέρη του Συλαίου της Πέργης, η οποία ευρίσκεται εις την περιοχήν της Παμφυλίας, μεταξύ Ρόδου και Κύπρου, κατεστράφησαν παντελώς υπό μεγάλης τρικυμίας, τη δικαία οργή του παντοδυνάμου Θεού. Τοιουτοτρόπως κατά διαφόρους καιρούς ερχόμενοι οι ασεβείς Αγαρηνοί κατά της Κωνσταντινουπόλεως μετά μανίας πολλής, επέστρεφον άπρακτοι και κατησχυμμένοι. Αλλά και τρίτην φοράν πάλιν, αφού παρήλθε χρόνος ικανός, ενεδυναμώθησαν οι ασεβέστατοι Αγαρηνοί και συνήθροισαν πολλά στρατεύματα από ανατολών και δυσμών. Και πρώτον μεν κατέλαβον το βασίλειον των Περσών, έπειτα την Αίγυπτον, μετά ταύτα την Λιβύην και εν συνεχεία την Βερβερίαν και την Τυνησίαν. Όπου δε επήγαιναν, υπέσχοντο εις τους Χριστιανούς, ότι δεν θα τους βιάσωσι να αρνηθώσι την Πίστιν των, όπερ όμως δεν εφύλαξαν έως τέλους, διότι πολλούς ανέδειξαν Μάρτυρας. Όχι δε μόνον όσα έθνη προείπομεν κατέλαβον, αλλ’ ακόμη και τας Ινδίας, την Αιθιοπίαν, ολόκληρον την Βόρειον Αφρικήν, έτι δε και αυτήν την Ισπανίαν και άλλα πολλά έθνη. Ακολούθως ήλθον και πάλιν κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ο βασιλεύς του καιρού εκείνου Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717 – 741), ο εικονομάχος, νεωστί κατά τας ημέρας εκείνας βασιλεύσας, φοβηθείς την δύναμίν των, υπεσχέθη να δώση εις αυτούς φόρον. Εκείνοι δε απήτησαν όπως θέσουν και ιδικούς των ανθρώπους εις φύλαξιν των τειχών, διότι είχον πεποίθησιν εις το πλήθος του στρατού των και του στόλου των, εκ πλοίων χιλίων οκτακοσίων (1800) αποτελουμένου, καθώς λέγουν οι χρονογράφοι. Εκεί δε όπου είχον αγκυροβολήσει τον στόλον των, πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, δεν εμάχοντο, αλλ’ ως να ευρίσκοντο εις τους οίκους των, ούτω διήγον ήσυχοι κτίζοντες οίκους και αγροικίας εις τα προάστια, και σπείροντες τους αγρούς, διότι ενόμιζον ότι όταν θα κυριεύσουν την Πόλιν, θα κατοικήσωσιν εν αυτή. Τούτο όμως ήτο πρόνοια της Θεοτόκου, η οποία τους εμώρανε να μη πειράζουν τον λαόν Της και την κληρονομίαν Της, αλλά να ασχολούνται εις μάταια πράγματα. Και οι μεν χριστιανομάχοι Αγαρηνοί ούτω ματαίως ηγωνίζοντο, ο δε ευσεβής λαός, όστις ήτο εις την Κωνσταντινούπολιν, μετά δακρύων ποιούντες ευχάς και ικεσίας προς τον Θεόν, περιήρχοντο τα τείχη φέροντες το Τίμιον και Ζωοποιόν Ξύλον του Τιμίου Σταυρού και την Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγητρίας βοώντες και λέγοντες· «Ανάστηθι, Κύριε, και μη καταισχύνης τον λαόν σου εις τέλος, ότι ιδού οι εχθροί Σου ίσχυσαν και οι μισούντες Σε εσήκωσαν κεφαλήν, μη δώσης την κληρονομίαν Σου εις όνειδος δια να μη κυριεύσωσιν έθνη άπιστα, ίνα μη είπωσι· που είναι ο Θεός αυτών; Αλλ’ ας γνωρίσωσιν ότι ονομάζεσαι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν. Και ο μεν λαός τοιαύτα έλεγε δεόμενος εις τον Θεόν. Εις δε εκ των αθέων Αγαρηνών με βλασφήμους λόγους την Κωνσταντινούπολιν ψιλώ μόνω ονόματι Κωνσταντίαν ωνόμαζε, τον δε Ναόν της Αγίας Σοφίας, μόνον Σοφίαν λέγων, κατεκρημνίσθη εις μέγα βάραθρον μετά του ίππου του. Όχι δε μόνον ούτος αλλά και ο νομοδιδάσκαλος αυτών (Χόντζας), ανελθών εις τόπον υψηλόν δια να κηρύξη την βλάσφημον αυτών προσευχήν, ομοίως κατακρημνισθείς βιαίως την μιαράν αυτού ψυχήν απέρριψε. Μετά ταύτα απεφάσισαν να διαιρεθούν εις δύο μέρη και το μεν εν να υπάγη κατά των Βουλγάρων, το δε άλλο να μένη εκεί πολεμούν την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά το μεν στράτευμα, το οποίον επήγεν εις την Βουλγαρίαν, ενικήθη υπό των Βουλγάρων υπό των οποίων και κατεσφάγησαν περί τας είκοσι χιλιάδας ανδρών, οι δε επίλοιποι έφυγον μετ’ αισχύνης και επέστρεψαν εις τον τόπον των· το δε άλλο στράτευμα, το οποίον έμεινεν εις Κωνσταντινούπολιν, απεφάσισαν να εμβάσουν τον στόλον των εις τον Κεράτιον κόλπον προς τον εν Βλαχέρναις Ναόν της Θεοτόκου, αλλά δεν ηδυνήθησαν, διότι οι Πολίται είχον άλυσον τανυσμένην από το μέρος του Γαλατά έως το βασιλικόν παλάτιον και δεν αφήκαν αυτούς να περάσουν. Τούτου ένεκεν μη δυνηθέντες οι Αγαρηνοί να επιτύχουν το μελετώμενον, εστράφησαν προς τα επάνω, εις το στενόν της Πόλεως, το οποίον ονομάζεται Σωσθένιον, προς τους λιμένας του Αγίου Φωκά, του Ασωμάτου και του Νεοχωρίου, εκεί δε προσώρμισαν τον στόλον των. Επειδή όμως ο τόπος ήτο στενόχωρος δια να διαχειμάσουν εις αυτόν τόσα πλοία, μετ’ ολίγας ημέρας, τρικυμίας μεγάλης γενομένης, συνετρίβησαν συγκρουόμενα το εν μετά του άλλου· πολλά δε εξ αυτών κατέκαυσαν και οι Χριστιανοί. Ένεκα των γεγονότων τούτων λιμός μέγας εγένετο κατά τον καιρόν εκείνον και οι μεν κάτοικοι της Πόλεως εστενοχωρούντο, μη έχοντες τα προς τροφήν αρμόδια, ομοίως δε και οι μιαροί Αγαρηνοί, πλήθος πολύ όντες, τόσον ελιμοκτόνουν, ώστε και κρέατα ανθρώπινα έτρωγον και ζώα τεθνηκότα· ύστερον δε εις τόσην πείναν κατήντησαν, ώστε και την κόπρον των εζύμωνον με ολίγον άλευρον και ψήνοντες εις φούρνους κατέτρωγον· ένεκα δε τούτου πολλοί από τους ονομαστούς και πρώτους των Αγαρηνών κατέφυγον εις τους Πολίτας και παρεδόθησαν. Καθώς δε οι Αιγύπτιοι, το πάλαι, διώκοντες τους Ισραηλίτας, εβυθίσθησαν εις την Ερυθράν θάλασσαν, ούτω και οι Σαρακηνοί, φεύγοντες από την Κωνσταντινούπολιν τα όμοια έπαθον. Διότι επιστρέφοντες εις τους τόπους των, έξωθεν των κάτω Νεοκάστρων, εις το Αιγαίον πέλαγος, ηγέρθη τρικυμία μεγάλη και έπεσε χάλαζα ισχυρά. Όπως δε ο σίδηρος, όστις είναι ψυχρός, όταν τεθή εις το πυρ γίνεται θερμός, το αυτό συνέβη και με την χάλαζαν. Διότι πίπτουσα εις την θάλασσαν, έκαμνε ταύτην να αναβράζη, από δε τον βρασμόν της θαλάσσης ανέλυσεν η πίσσα των πλοίων. Τοιουτοτρόπως άπαντες οι ασεβείς κατεποντίσθησαν· δεκατρία μόνον πλοία εσώθησαν και επέστρεψαν μετ’ αισχύνης εις τους τόπους των, διηγούμενοι την συμφωράν των. Αι δε νήσοι και τα παραθαλάσσια, τα οποία είναι προς νότον της Καλλιπόλεως έως το Άγιον Όρος, επληρώθησαν από πτώματα των πνιγέντων Αγαρηνών. Ταύτα πάντα πρέπει να διηγούμεθα ημείς οι Χριστιανοί εις γενεάς γενεών και έκαστος εξ ημών ας λέγη μετά του Προφητάνακτος Δαβίδ· «Συ, Κύριε, συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος» (Ψαλμ. ογ: 13), ομοίως και μετά της Προφήτιδος Μαριάμ ας ψάλη την ωδήν της Εξόδου· «Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται» (Εξ. ιε: 21). Εξ όλων τούτων όσα άχρι τούδε διηγήθημεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εκ του ύψους των θαυμασίων του Θεού και Δεσπότου ημών και της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τα οποία μανθάνομεν, άφωνος εξ εκπλήξεως γίνεται πας ευσεβής, μη ευρίσκων λόγους ικανούς να υμνήσουν ανταξίως την Θεοτόκον. Διότι ποία γλώσσα δύναται μεγαλοφώνως να επαινέση αξίως την Παρθένον Θεοτόκον; Πως να υμνήση την παράδοξον αυτής χάριν; Πως να δοξάση την βρύσην της φιλανθρωπίας Της και να Την ευχαριστήση, ως είναι το πρέπον; Διότι μας έπρεπε να δώσωμεν προς την Θεομήτορα την από των έργων ευχαριστίαν, επειδή περισσότερον ευφραίνεται εις αυτήν την ευχαριστίαν και Αυτή και ο Μονογενής Της Υιός, παρά εις μελωδίας οργάνων μουσικών. Αύτη δε η από των έργων ευχαριστία είναι το να έχωμεν αγάπην αληθινήν, η οποία είναι το κεφάλαιον του Νόμου και των Προφητών· να έχωμεν φιλαδελφίαν ανόθευτον, συμπάθειαν προς τους πταίσαντας εις ημάς, παρθενίαν θεάρεστον, σωφροσύνην ακαταγώνιστον, δικαιοσύνην εις πάντας, ανδρείαν κατά παθών, φρόνησιν εύτακτον, ελεημοσύνην χριστομίμητον, εγκράτειαν ανυπερήφανον και ταπείνωσιν ευκατάνυκτον. Επάνω δε όλων τούτων, να έχωμεν νουν προσηλωμένον εις τα θεία· στόμα να μη λέγη αργολογίας, γλώσσαν να λαλή καλούς λόγους, οφθαλμούς να βλέπωσι τα αγαθά· χείρας να μη είναι έτοιμαι εις αδικίας, πόδας να μη τρέχωσιν εις τας οδούς της αμαρτίας, αλλ’ εις τας εντολάς του Θεού. Να έχωμεν επίσης θυμόν κατά του διαβόλου, να μη παρασύρεται ο νους εις μάταια πράγματα· να επιθυμούμεν τα μέλλοντα αγαθά και όλα τα άλλα αγαθά, με τα οποία στολίζεται ο κατ’ εικόνα Θεού γενόμενος άνθρωπος. Με ταύτα πρέπει να ευχαριστώμεν την Υπεραγίαν Θεοτόκον, επειδή ευχαριστία πρέπουσα, λέγουν οι σοφοί, είναι εκείνη, η οποία γίνεται με έργα και όχι με λόγους. Επειδή όμως η ασθένεια της φύσεώς μας και η οκνηρία της διανοίας μας καθιστούν ημάς οκνηρούς προς τον κόπον της αρετής και ολίγον την μεταχειριζόμεθα, διο και προς απόδοσιν της τοιαύτης ευχαριστίας αδυνατούμεν· δια τούτο και ας Την ευχαριστήσωμεν τουλάχιστον με λόγους. Ας υψώσωμεν λοιπόν την φωνήν μας και την διάνοιαν μας και ούτως ας είπωμεν. «Συ, μεν, ω Δέσποινα Θεοτόκε, την φιλανθρωπίαν εκ φύσεως έχουσα, δεν έλειψας ποτέ προνοουμένη δια το γένος μας· αλλ’ ως Μήτηρ του γένους των Χριστιανών φιλόπαις και φιλόστοργος, ούτω πάντοτε χαρίζεις εις ημάς τας ευεργεσίας και διασώζεις και περισκέπεις και φυλάττεις και ελευθερώνεις ημάς εκ των κινδύνων και λυτρώνεις από μυρίους πειρασμούς. Ημείς δε δια ταύτα Σε ευχαριστούμεν, ψάλλομεν τας χάριτάς Σου, δεν κρύπτομεν τας ευεργεσίας Σου, την πρόνοιάν Σου μεγαλύνομεν, την προστασίαν Σου υμνούμεν, την βοήθειάν Σου δοξολογούμεν και τα θαύματά Σου ενθυμούμενοι, ότι εκ μεγάλων κινδύνων ηλευθερώθημεν δια Σου, ταύτην την ευχαριστήριον υμνωδίαν ως χρέος αποδίδομεν. Αληθώς δεν είναι αύτη ανταξία προς τας ευεργεσίας Σου, διότι ποία πρέπουσα ευχαριστία δύναται να ανταποδοθή εις αυτάς; Αλλ’ όμως δέξου, ως Μήτηρ φιλόστοργος, τα των τέκνων Σου ψελλίσματα. Εις δε τους ενεστώτας κινδύνους, παρακαλούντες την οξυτάτην Σου βοήθειαν, δεόμεθα της ευσπλαγχνίας Σου, αφάνισον τα εν μέσω ημών σκάνδαλα, διασκόρπισον το νέφος της αμαρτίας, από το οποίον σκοτιζόμενοι, αλληλοδιαπληκτιζόμεθα και δεν γνωρίζομεν ούτε τους συγγενείς μας, ούτε ευνοούμεν τους ομοφύλους μας. Ταύτα δε τολμώμεν, τίνες; Οι του αυτού Πνεύματος υιοί, οι του αυτού Χριστού δούλοι, οι έχοντες την αυτήν Πίστιν, το αυτό Βάπτισμα, την αυτήν μίαν Αγίαν Εκκλησίαν, την αυτήν θείαν Κοινωνίαν. Δια τούτο παρακαλούμεν την ευσπλαγχνίαν Σου, Δέσποινα Θεοτόκε, λυπήθητι τον λαόν Σου και την κληρονομίαν Σου και παρακάλεσον τον εκ Σου τεχθέντα Θεόν ημών, ίνα βοηθήση ημάς, διότι κινδυνεύομεν τα μέγιστα. Παρακάλεσον Αυτόν να ελευθερώση ημάς από τας συμφοράς και να λυτρώση ημάς από τους αμέτρους πειρασμούς. Βλέπεις, Δέσποινα, πόσα κακά μας περιεκύκλωσαν· ανάστηθι και μη αποδιώξης ημάς εις τέλος. Διατί αποστρέφεις το πρόσωπόν Σου αφ’ ημών και λησμονείς την πτωχείαν και θλίψιν μας; Διάλυσον, δεόμεθα, τους περικυκλώσαντας ημάς φόβους και τρόμους· αφάνισον τα σκάνδαλα των Χριστιανών· παύσον τους πολέμους, καταπράϋνον την καθ’ ημών κινουμένην οργήν του Θεού, δος γαλήνην και ειρήνην εις τους δούλους Σου, πλήθυνον ως και πρότερον τας ευεργεσίας Σου. Ταύτα παρά Σου δεόμεθα, ίνα δια παντός κηρύττωμεν και δοξάζωμεν τα Σα θαυμάσια». Κλείων τον λόγον μου, τούτο μόνον υπενθυμίζω εις την αγάπην σας, ευλογημένοι Χριστιανοί, μη φανώμεν αχάριστοι προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον ούτε να οκνεύωμεν, έστω με λόγους, να Την ευχαριστώμεν δια τας τόσας ευεργεσίας, τας οποίας ελάβομεν παρ’ Αυτής. Διότι, εάν Την ευχαριστώμεν, εις ημάς επιστρέφει το κέρδος και εάν δια τα προλαβόντα δείξωμεν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, θέλομεν έχει και προς τα μέλλοντα μεγάλην παρρησίαν και θέλομεν επιτύχει, ταις ικεσίαις Αυτής, και της Βασιλείας των ουρανών· γένοιτο. Αμήν. Ταις της Σης Υπερμάχου τε και Απροσμάχου Μητρός πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, των περικειμένων και ημάς απάλλαξον συμφορών και ελέησον ημάς, ως μόνος φιλάνθρωπος.                                              

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: