Νικήτας ο Όσιος Πατήρ ημών και Ομολογητής, εκ νεαράς ηλικίας αγαπήσας την εγκράτειαν, αφήκε τον κόσμον και απήλθεν εις τα όρη και εις την ησυχίαν, όπου ειργάζετο πάσαν αρετήν· όθεν εκ τούτου υψώθη και έγινε μέγας και περιβόητος, επειδή δε εκυβερνάτο με την του λόγου διάκρισιν, έγινε και οικονόμος ψυχών και πιστός Ιερεύς του Θεού. Διωχθείς δε εκ του ποιμνίου του παρά των εικονομάχων, ως προσκυνητής των θείων και αγίων Εικόνων, κατεδικάσθη εις πικράς εξορίας. Αλλ’ αυτός, ευχαριστών δι’ όλας τας κακοπαθείας, τας οποίας εδοκίμασε χάριν των θείων Εικόνων, εδείχθη δόκιμος αγωνιστής και την μεν ψυχοβλαβή αίρεσιν των θεομάχων, δια των διδασκαλιών και παρακινήσεων αυτού, ήλεγξε, πολλούς δε παρεκίνησε και να μαρτυρήσωσι ακόμη δια τον σεβασμόν των προς τας αγίας Εικόνας. Όθεν και διπλάς τας λαμπάδας ανάψας, της ομολογίας, δηλαδή, και της ασκήσεως, διπλούς και τους στεφάνους εκ χειρός Κυρίου εδέχθη, προς τον Οποίον μεταστάς, ανεπαύσατο.
Βίος (κατά πλάτος) και πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών ΝΙΚΗΤΑ Ηγουμένου της Μονής Μηδικίου.
Και
βασιλεύς αποστείλας πολλάκις στρατηγούς, ίνα αντιπαραταχθώσι κατά των πολεμίων
και πληροφορηθείς, ότι πολλάς έπραξαν ανδραγαθίας και τους εχθρούς κατά κράτος
ενίκησαν, δια μεγάλων αξιωμάτων τούτους ετίμησε. Καταστήσας δε αυτούς πλουσίους
δια πλείστων και λαμπρών δώρων, υπέδειξε δια των τοιούτων, ότι ουδέποτε πρέπει
να φείδωνται του ιδίου των αίματος, ούτε να προδίδωσιν την ευγένειαν του
αξιώματός των, ατιμάζοντες ούτω το στρατιωτικόν αξίωμα. Όταν δε τυχόν
πληροφορηθή, ότι στρατηγός τις, ανάγκης δοθείσης, εθανατώθη δια της ιδίας του
σπάθης, μακαρίζει τούτον ενώπιον ολοκλήρου της βουλής και τον στεφανώνει δια
πολλών επαίνων. Δεν σταματά δε μέχρι τούτων των αμοιβών, αλλά και τους
απογόνους αυτού αναζητεί και καλών αυτούς ενώπιόν του, κατακοσμεί τούτους δι’
επαινετικών λόγων και τους ανταμείβει δια των αξιωμάτων του πατρός των και τα
εντίμως αρμόζοντα εις εκείνον προθύμως δωρίζει εις αυτούς. Παραχωρεί δε πλούσια
δώρα ακόμη και εις αυτούς τους υπηρέτας εκείνων, πράττων τούτο ουχί ασκόπως,
αλλά με την ελπίδα, ότι με την πάροδον του χρόνου θα αποβούν και ούτοι οποίοι
υπήρξαν και οι πατέρες αυτών, ικανοί να αποθάνωσιν υπέρ του βασιλέως, της
πατρίδος και των ομοεθνών των. Αλλ’ ίσως ήθελε τις ερωτήσει, εις τι αναγκαιοί
το προοίμνιον τούτο; Ας ακούση λοιπόν. Διότι και ο σήμερον, ως υπόθεσις του
λόγου προκείμενος, Νικήτας ο ιερώτατος, ο διοικήσας ποιμαντικώς και μετά πάσης
δικαιοσύνης την Μονήν του Μηδικίου, εχρημάτισε τέκνον πνευματικόν πολλών και
μεγάλων υπερασπιστών και τρισαριστέων της Ορθοδόξου Πίστεως, οίτινες παρά Θεού
εφυλάττοντο και, ως αστραπόμορφοι κεραυνοί, απεστάλησαν εν καιρώ, κατακαίοντες
λέοντας και κατακεραυνούντες και καταρρίπτοντες εις την γην των αιθιόπων
δράκοντας, οίτινες απέπνεον επικινδύνους φλόγας και εξερεύγοντο φθοροποιά και
θανάσιμα δόγματα, βρυχόμενοι φοβερώτατα κατά των σεπτών και προσκυνουμένων
αγίων Εικόνων. Διότι, ότε ο Όσιος Νικήτας εισήλθεν εις τον μονήρη βίον και
τούτον θεοφιλώς διήνυεν, ο μεν εν Πατριάρχαις αοίδιμος Γερμανός Α΄ (715 – 730)
απεδιώκετο του Πατριαρχικού θρόνου, επειδή ήλεγχε τον βασιλέα, όστις δια τρόπου
τυραννικού εγένετο αρχηγός της νέας αιρέσεως, του δε Οσίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού του απολύτως αφοσιωθέντος εις τα θεία, τα αυτά δι’ εγγράφων
αποδείξεων πράττοντος, απεκόπτετο δια ραδιουργίας η χειρ εις Δαμασκόν. Μετά δε
ταύτα ο Στέφανος, το της Βυζαντίδος καύχημα, ο του Αυξεντίου ονομαζόμενος, δια
του μαστιγίου των λόγων αυτού πλήττων καιρίως την βλάσφημον και κοπρόφυρτον
γλώσσαν του ασεβεστάτου υιού του ασεβούς και ασεβώς βασιλεύσαντος και πολλάκις
κατά πρόσωπον τας περιστροφάς τούτου αποπνίγων, εγνώρισε τέλος μαρτυρικόν. Και
μετά τούτους άλλοι, πλείστοι τον αριθμόν και άριστοι κατά την φρόνησιν,
ετάχθησαν υπέρ της προσκυνήσεως των σεπτών Εικόνων και δια τον αγώνα των τούτον
εθανατώθησαν. Τούτων τον τρόπον του βίου ακούων και βλέπων ο Όσιος Πατήρ ημών
Νικήτας και προ της ομολογίας του, πόσον δηλαδή ήσαν καθαροί, πόσον ηγάπων το
θείον, εξ ου και δια πλείστων πνευματικών χαρισμάτων ήσαν κεκοσμημένοι,
αξιωθέντες να προφητεύουν και να προβλέπωσι το μέλλον και ότι εδωρήθη εις
αυτούς και η χάρις των ιαμάτων, εξ αιτίας δε της ευσεβείας των απέθνησκον,
ήναψεν η καρδία του εκ θείου ζήλου και προσηύχετο κατά μόνας προς τον Θεόν, ίνα
γίνη τέκνον τούτων και μαθητής των και παρομοίων με εκείνους να αξιωθή δωρεών.
Δια τούτο και δεν απέτυχε της δεήσεώς του. Διότι και της χάριτος των ιαμάτων
δεν εστερήθη. Καίτοι δε έμεινε κρυπτόμενος υπό τον μόδιον, τον της υπακοής,
λέγω, ζυγόν, μη αναχθείς εις την λυχνίαν της ομολογίας, όμως, ως δια μέσου
υαλίνων διαφραγμάτων εξέπεμπε το φως των θαυμάτων εις τους έχοντας ανάγκην, δια
της προσευχής. Κατόπιν δε φθάσας εις ανδρείαν πνευματικήν και εις τον πρέποντα
καιρόν αναδειχθείς, εκοσμήθη και δια του στεφάνου της ομολογίας. Αλλ’ επειδή τα
κατορθώματα του ανδρός τούτου περιεγράψαμεν πρότερον κάπως αμυδρώς, ας έλθωμεν
τώρα, επικαλούμενοι ως συνεργόν την θείαν Χάριν, να περιγράψωμεν πλήρως τα περί
αυτού, αρχόμενοι από τε της γεννήσεως και της καταγωγής, ίνα ούτω φθάσωμεν εις
την τελείαν κατά το δυνατόν εξιστόρησιν της πολιτείας αυτού. Ασφαλώς γνωρίζουσι
πάντες, ότι η Καισάρεια η εν Βιθυνία, ήτο εις εξαιρετικήν θέσιν έναντι των
πλησιοχώρων πόλεων και τρόπον τινά διαφέρουσα και δια την οχύρωσίν της, ως
πόλεως, δια την ωραιότητά της και δια την ευκρασίαν του αέρος της και δια την
κατά καιρούς αφθονίαν των καρπών της. Αύτη ενεφάνισε και ανέθρεψε τους γονείς
του Οσίου, οίτινες ήσαν, τρόπον τινά, άρχοντες της πόλεως, επιμελούμενοι της
δικαιοσύνης και των άλλων αρετών, εις δε τους έχοντας ανάγκην δια πλουσίων
χειρών προσέφερον, προτού ζητηθώσι. Και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Φιλάρετος, εξ
ης κλήσεως προεμηνύετο και η κατά Θεόν αυτού πολιτεία και η αγάπη προς τας
αρετάς, της δε μητρός το όνομα ουδέποτε εις ουδένα εγένετο γνωστόν. Διότι
μεταξύ των άλλων δωρεών, αίτινες εις τους γονείς του Οσίου παρεχωρήθησαν, ήτο
και το να δωρηθή εις αυτούς το τέκνον τούτο. Εισηκούσθη λοιπόν η αίτησίς των
και συνέλαβεν η γυνή τούτον μόνον τον Όσιον. Αφού δε τον έφερεν εις το φως,
ζήσασα μόνον ημέρας οκτώ, απεβίωσε και προς Κύριον εξεδήμησεν. Απέμεινε λοιπόν
ο Όσιος βρέφος απορφανισθέν και δεν εγνώρισε την μορφήν και την κλήσιν της
μητρός του· ούτε δε εις εκείνους οίτινες ήθελον αργότερον να μάθουν περί αυτής
είπεν, αφού δεν την εγνώρισε. Τι δε συνέβησαν μετά την τελευτήν της μητρός και
ποία οικονομία εγένετο, ήδη θα διηγηθώμεν. Υπήρχεν η μήτηρ του πατρός του
ευρισκομένη μεταξύ των ζώντων. Εις ταύτην παρέδωσαν το παιδίον προς ανατροφήν.
Ο δε πατήρ του, στοιχειώσας πρώτον το βρέφος δια του θείου Βαπτίσματος και
απασχολήσας εαυτόν επί τινα καιρόν εις τα του βίου, ίνα τα του οίκου αυτού ίδη
καλώς τακτοποιούμενα, επί πλέον δε, αφού είδε τον παίδα αυξηθέντα και γενόμενον
κύριον της περιουσίας του, απαχώρησεν εις τον μονήρη βίον, υποταγείς δε εις
τους κανόνας της υπακοής και τον βραχύν διανύσας δρόμον, μετά πόθου, ως
οδηγούντα εις πεδιάδα αναπαύσεως, θεοφιλώς και οσίως εγκατέλειψε τον βίον. Κατά
την εποχήν εκείνην διήνυεν ο Όσιος το δωδέκατον έτος της ηλικίας του. Ο
Επίσκοπος τότε της προαναφερθείσης πόλεως Καισαρείας, ανήρ όχι μόνον πολυμαθής
αλλά και παρά του Θεού και των ανθρώπων αγαπώμενος, λόγω της ειλικρινούς του
Πίστεως και δια το αυστηρόν και ανεπίληπτον του βίου του, επεμελήθητον παίδα
και τον εξεπαίδευσεν εις τα ιερά γράμματα, όταν δε ήλθεν εις κατάλληλον ηλικίαν
έδωσεν εις αυτόν την σφραγίδα του Αναγνώστου, συγκαταλέξας αυτόν μεταξύ του
Κλήρου της Εκκλησίας. Τοσούτον δε εθαυμάζετο ο νέος δια την ευφυϊαν του, ώστε
εις μικρόν χρονικόν διάστημα ουδέ εν εκ των ιερών βιβλίων άφησεν, το οποίον να
μη ερευνήση δι’ επιπόνου και επιμόνου αναγνώσεως, αποθέτων τον εις ταύτα
γεγραμμένον θησαυρόν εις το ταμείον της καρδίας του. Τι λοιπόν εμεσολάβησεν;
Επειδή, ως είναι γεγραμμένον· «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησ. ν:5) και
τούτου του Οσίου Νικήτα τας νοητάς ακοάς ήνοιξε και προσέθεσεν εις αυτόν ους.
Όθεν πότε μεν ήκουεν εκ της Βίβλου της Γενέσεως τον Κύριον λέγοντα· «Έξελθε εκ
της γης σου και της συγγενείας σου» (Γεν. ιβ:1), άλλοτε δε εκ του Ιερού
Ευαγγελίου· «Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον
πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και
τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι»
(Λουκ.ιδ:26) και άλλοτε πάλιν των Αποστόλων λεγόντων·
«Κύριε, Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι» (Λουκ. ιη:28). Συν
τούτοις ανεμιμνήσκετο και του πατρός του. Δια τούτο λοιπόν, όπως και εκείνος,
εγκαταλείψας τα πάντα, επροτίμησε την κατά Θεόν πτωχείαν, ούτω και ο Όσιος
ούτος τον βίον περιεφρόνησεν, αισθανθείς αίφνης την φλόγα του θείου έρωτος και
δια της φλογός ταύτης, αφού εθερμάνθη, εγκατέλειψε πάσαν την του οίκου φροντίδα
και επορεύθη έξω της πόλεως άρας τον σταυρόν, καθώς ο Κύριος ημών Ιησούς
Χριστός οδηγούμενος επί το Πάθος. Ανεπαύθη δε περί την μεσημβρίαν εις τινα
χείμαρρον κείμενον πλησίον της πατρίδος του. Εκεί ευρών σπήλαιον, εις το οποίον
κατώκει Μοναχός τις ονόματι Στέφανος, όστις επροτίμησε, μετά τον κοινοβιακόν,
τον ησυχαστικόν βίον, εις τούτον ανέθεσε πάντα τα καθ’ εαυτόν. Ασπασθείς δε την
μετ’ αυτού συναναστροφήν και συνοίκησιν, εδιδάχθη παρά του Γέροντος οποίος
πρέπει να είναι εκείνος ο οποίος αποτάσσεται εκ του βίου και των φροντίδων και
των περιπετειών αυτού. Αφού δε επίτινα καιρόν έζησε μετά του Ησυχαστού και την
προς τα καλά επιθυμίαν ολονέν και περισσότερον επεδείκνυεν, ήκμαζε δε κατά την
νεότητα και κατά το πνεύμα και έβλεπεν ο Γέρων τούτον ως πρόθυμον εργάτην
προσερχόμενον εις τον αμπελώνα του Κυρίου αυτού ομού μετά των κατά την πρώτην
ώραν προσερχομένων. Αλλά και μετά των κατά την ενδεκάτην εισερχομένων πάλιν,
μετ’ αυτών συνεισερχόμενον, δεν εφθόνησε, ουδέ ως φίλαυτος και θέλων να
καλείται διδάσκαλος, υπεκρίνετο εις τον Όσιον, ίνα τον υποτάξη. Αλλά
συνεβούλευε πάντοτε εις αυτόν τα συντείνοντα εις την σωτηρίαν της ψυχής του και
την τελειοποίησίν του. Όθεν, όταν έκρινε τούτο αναγκαίον, είπε προς αυτόν·
«Αρκετή είναι, τέκνον, η μετ’ εμού συναναστροφή σου. Ο Κύριος είθε να σου δώση
τον μισθόν της υπακοής σου και της αγάπης σου. Συμφέρον σου όμως είναι όπως από
τούδε και εις το εξής παραδώσης τον εαυτόν σου εις την κοινοβιακήν χαρμολύπην,
την χαράν δηλαδή και την λύπην του Κοινοβίου. Εκεί είναι ο κλαυθμός και η χαρά,
η καλή διδασκαλία της εμπραγμάτου συναναστροφής και διακρίσεως και η κατά
βαθμούς αδιάπτωτος προς τον Θεόν ανάβασις».Υπήκουσε τότε ο Όσιος Νικήτας, ο
έχων το ους δια να ακούη (Ησ. ν:4). Διέκρινε την καλήν της συμβουλής προαίρεσιν
και χωρίς να μεριμνήση δια τίποτε άλλο εξήλθε μετ’ ευχής με τον σκοπόν να μη
επιστρέψη πλέον και ήρχισεν οδοιπορών προς την ανεύρεσιν του ποθουμένου,
επικαλούμενος τον Θεόν ως οδηγόν. Επειδή δε ο Θεός κάμνει το θέλημα των
φοβουμένων Αυτόν, ωδήγησε τον Όσιον να φθάση χωρίς πολλάς αναζητήσεις εις την
Μονήν του Μηδικίου, της οποίας ήτο Προεστώς ο Όσιος Νικηφόρος, ανήρ θερμός όχι
λάτρης των θείων, άσημος και ασήμαντος, αλλά μάλιστα περιβόητος κατά την αρετήν
και κινούμενος και οδηγούμενος υπό του Παναγίου Πνεύματος, δια τούτο δε και
επιτυγχάνων νίκας κατά δαιμόνων, Ομολογητής δε της Ορθοδόξου Πίστεως και
γενόμενος και φημιζόμενος. Ο Όσιος λοιπόν ούτος Νικηφόρος, πληροφορηθείςτην
άφιξιν του νεανίου και την αιτίαν μαθών ή μάλλον προμηνυθείς δια του Αγίου
Πνεύματος, ώρισε την σύντομον εισαγωγήν του Οσίου Νικήτα εις την Μονήν, όστις
και εισήρχετο δούλος ελεύθερος, δεσμευμένος κατά τας χείρας, τους πόδας και τα
όμματα δια των δεσμών της αιδούς και της ευλαβείας, ή καλλίτερον να είπωμεν,
καθηλωμένος κατά πάντα τα μέλη του σώματος εκ του φόβου του Κυρίου. Προεκάθητο
ο Πατήρ και η γερουσία συνεκάθητο, η δε νεότης παρίστατο· και ο νέος του
διαβόλου ανταγωνιστής συμπαρίστατο μετά των παρασκευαζομένων. Ηρώτησε τότε ο
Πατήρ τον Όσιον· «Τίνα σκοπόν έχει, τέκνον, η προς ημάς τους ευτελείς και
αμαρτωλούς άφιξίς σου;» Και ο Όσιος με γλυκείαν φωνήν απήντησεν· «Ο Θεός, Πάτερ
άγιε, με απέστειλε προς σε, ίνα γίνης ποιμήν μου και με οδηγήσης εις τόπον
χλόης σωτηρίας. Αφού λοιπόν πληροφορηθής μυστικώτερον τα κατ’ εμέ, μη μου
παράσχης λόπους δοκιμής των λογισμών. Διότι ρητώς υπεσχέθην εις τον Θεόν, να μη
απομακρυνθώ της προστασίας της Οσιότητός σου». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Πατήρ,
πληροφορηθείς δε υπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος την του νεοπροσελθόντος
υπομονήν και την κατά την αρετήν πρόοδον, κατά ποίον τρόπον αυτόν εδέχθη και
ενηγκαλίσθη και προσοικειώθη δεν είναι εύκολον να είπη τις. Ουδέ είναι δυνατόν
να είπη τις πόσον ηγάπησεν ιδιαιτέρως τον Όσιον Νικήταν ο Πατήρ Νικηφόρος,
καταγοητευθείς από την διαγωγήν του ανδρός τούτου. Εις τοιούτον δε βαθμόν άπασα
η αδελφότης την αγάπην του εξετίμα, ώστε και τον Γέροτα έπεισαν να αυξήση την
αγάπην του, λόγω της καθημερινής ομοθύμου ομολογίας των αδελφών περί της αγάπης
του Οσίου. Διότι ήτο εις όλους υπήκοος ανυπόκριτος, παράδειγμα υπομονής και
εγκρατείας, θαύμα αληθές ασιτίας· εάν ήθελε τις ίδει αυτόν, θα ήθελε τον
ονομάσει σιωπώντα διδάσκαλον του πρέποντος εις τους Μοναχούς βίου και λειμώνα
ολοκέντητον δια των ανθέων των παντός είδους αρετών. Βλέπων ο ιερός Νικηφόρος
τον Όσιον τόσον τελειοποιούμενον και δια της καθαρότητος και την αγάπην του
Θεού προσκολλώμενον, εσκέφθη, ότι έπρεπε να τον αναβιβάση εις το ύψος της
Ιερωσύνης εμπιστευόμενος εις τούτον και την φροτίδα των αδελφών. Τούτο και έπραξε. Παραλαβών ημέραν
τινά τον καλόν τούτον αμνόν, ακολουθούντα αυτόν ακάκως και χωρίς καμμίαν
αντίρρησιν και αντιλογίαν, ήλθεν εις το Βυζάντιον και ανεκοίνωσε τα κατά τον
Όσιον εις τον αοίδιμον Πατριάρχην αγιώτατον Ταράσιον (784 – 806), παρεσκεύασε
δε τα πράγματα, ίνα δια της επιθέσεως των χειρών εκείνου, αποδεχθή ο νέος το
της Ιερωσύνης αξίωμα. Όταν σε ο Όσιος κατηξιώθη του αξιώματος τούτου και έλαβεν
ευχήν και ευλογίαν παρά του Αγίου Ταρασίου, επείσθη να δεχθή και την επιμέλειαν
της Μονής, να είναι δεύτερος μετά τον Πατέρα Νικηφόρον και να συμμερίζεται μετ’
αυτού τους κόπους, διότι ο Πατήρ ούτος έκλινε προς το έσχατον γήρας και
ησθένει. Διότι πως θα ηδύνατο να αντιλέξη ο μέχρι θανάτου υπήκοος; Ποίοι δε οι
μετά το αξίωμα τούτο αγώνες του ανδρός; Τάχα χλιαροί και ασθενέστεροι ή
προσδεξάμενοι φύραμα ζύμης φαρισαϊκής; Ουδόλως. Αλλ’ εξαίρετοι και αγγελοπρεπείς,
πολλούς έλκοντες εκ των έξωθεν δια της φήμης, ώστε να εγκαταλείπουν τον κόσμον
και τα εν τω κόσμω και να συγκατατάσσωνται μετά τούτου δια της κουράς. Τούτο δε
αποδεικνύεται εκ της αυξήσεως του πλήθους της αδελφότητος, ήτις πρότερον ήτο
ολιγάριθμος. Εις τοσούτον δε ύψος προκοπής έφθασεν ο Όσιος Πατήρ ημών Νικήτας,
ώστε να αξιωθή και του χαρίσματος των προρρήσεων, ακόμη δε και να θαυματουργή,
όταν ήθελεν επικαλεσθή τον Θεόν. Επί των λεγομένων μου μαρτυρίαν δίδει παιδίον
αγρότου τινός εκ των γειτνιαζόντων εις την Μονήν, άλαλον εκ γενετής, το οποίον,
δια μόνης της προσευχής του Οσίου, απέκτησε την λαλιάν του. Ομοίως και ο υπό
του δαίμονος ενοχλούμενος Μοναχός, όστις έσπευδε να εισέλθη εις το κελλίον του
Οσίου και ημποδίζετο παρά του δαίμονος, ο οποίος μετεβλήθη εις όφιν βλοσυρόν,
φρικτόν και συρίττοντα και όστις επιτιμηθείς παρά του Οσίου, προγνωρίσαντος
τούτο, εξηφανίσθη και ουδέποτε πλέον ηνώχλησε τον Μοναχόν. Αλλά και έτερος ανήρ
επί πολλά έτη βασανιζόμενος υπό του σατανά, επλησίασε προς τον πυλώνα της Μονής
μετά κραυγής γοεράς και μεγάλου σπαραγμού. Επικαλεσθείς δε τον Όσιον, είδε
τούτον ωσάν εξερχόμενον μετά ράβδου και τον δαίμονα, ως αιθίοπα, εξ αυτού
αποδιώκοντα και στέλλοντα τούτον να κατοικήση εις έρημον τόπον. Αλλά τις η
ανάγκη να διηγήται τις κατά μέρος τα του Οσίου θαύματα; Αρκούσι τα λεχθέντα δια
να αποδείξωσι την εντός του ανδρός ενοικούσαν Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Διότι,
μετά την προς Θεόν μετάστασιν του τρισολβίου Πατρός Νικηφόρου, του της Μονής
Προεστώτος, ότε ο Όσιος Νικήτας και την σφραγίδα και την κλήσιν της ηγουμενίας
απεδέχθη, τη επιμονή της αδελφότητος και του αγιωτάτου Πατριάρχου Νικηφόρου Α΄
(806 – 815), του κατά την περίοδον εκείνην τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως
κοσμούντος, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις όσα έπραξε. Τότε, ότε και ο Λέων
Ε΄ ο Αρμένιος (813 – 820), αναξίως παραλαβών τα σκήπτρα της βασιλείας, πάλιν
ανανέωσεν, ο τρισκατάρατος τύραννος, την αίρεσιν της εικονομαχίας, η οποία επί
μακρόν χρονικόν διάστημα είχε κατασιγάσει και της οποίας πρώτος έκαμεν αρχήν ο
τον Θεοδόσιον Γ΄ τον Αδραμυττηνόν (715 – 717) τυραννήσας και αποστερήσας της
βασιλείας, Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717 – 741). Η νότιος αύτη σαύρα, η χαμερπής, η
οποία ανεσήκωσεν αίφνης την κεφαλήν, αν και συχνάκις πρότερον απέκρυπτε ταύτην
εις τας οπάς. Ο υπερβολικώς υποκρινόμενος πρότερον την ευσέβειαν και κατόπιν
της ασέβειαν εξεμέσας και πάλιν ο αυτός καταπιών τον ιδικόν του έμετον, ως
κύων. Διότι ο Ίσαυρος εκείνος Λέων, διδαχθείς υπό ακαθάρτου δαίμονος και
εξαπατηθείς κατά τας φρένας, εξεφώνησε πρώτος, ότι δεν πρέπει να περιγράφεται
εν εικόνι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ούτε εν εικόνι να προσκυνήται. Διότι,
έλεγεν, ότι δεν περιγράφεται το απερίγραπτον ούτε οράται το αόρατον. Όχι δε
μόνον εξεφώνησε, αλλά και ενομοθέτησε τούτο και τον Πατριάρχην εξηνάγκασε να
πεισθή εις τα ιδικά του φρονήματα και τας γνώμας. Ήτο δε ούτος ο αοίδιμος και
αγιώτατος Πατριάρχης Γερμανός Α΄ (715 – 730), όστις ουδόλως υπέκυψεν εις τας
επιθυμίας και τας διαταγάς εκείνου, αλλ’ αντθέτως ήλεγξε και απεκάλυψε κατά
πρόσωπον τας ανομίας και τας ασεβείας του, ειπών προς αυτόν· «Εις μάτην
επίστευσας, ότι θα είμαι όμοιός σου, μετακινών τα όρια των Πατέρων και
ευαγγελιζόμενος άλλα, εκτός εκείνων τα οπία ευηγγέλισαν εκείνοι εις ημάς». Δια
ταύτα απεδιώχθη της Εκκλησίας και εξωρίσθη ο καλός εκείνος Ποιμήν. Βλέπει δε
λύκον εισελθόντα εις την ποίμνην των προβάτων του Χριστού, τον Αναστάσιον (730
– 753) εννοώ, τον σκαιόν, όστις καταστάς ομόφρων με τον βασιλέα και ως λέων και
λύκος εις εν σώμα, ενσκήψαντες κατά του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας
κατεσπάραξαν τούτο αγρίως, οι ατίθασσοι και έβλεπε τις οιμωγάς και θρήνους και
εκβιασμούς και διώξεις και ουδείς ευρίσκετο δια να έλθη εις βοήθειαν. Αφού δε
τρομακτικώς εβρυχήθη ο τύραννος, κατεκρημνίσθη εις το χάος και εξηφανίσθη και
ωσεί καπνός εξέλιπεν. Άλλον όμως αντ’ αυτού τύραννον εισήγαγεν εις την πόλιν,
κακόν εκ κακού και κατά το κοινώς λεγόμενον, κόρακος ωόν, ή, καλλίτερον να
είπωμεν, εκ λέοντος βασιλίσκος και ασπίς εκ παρδάλεως, εάν πρέπει κάπως και τα
μη αναμιγνυόμενα, εκ του γεγονότος τούτου, να αναμίξωμεν και τα ετερογενή και
ανόμοια να συνταυτίψωμεν. Διότι διεδέχθη τα σκήπτρα της βασιλείας ο εκ της
μιαράς οσφύος του Λέοντος μιαρώτερος απόγονος Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος (741
– 775), όστις, καθώς λέγεται, κατά την βάπτισίν του, ενώ κατεδύετο εις την
θείαν Κολυμβήθραν παρά του Πατριάρχου Γερμανού, εκόπρισεν αμέσως εντός αυτής,
όπερ ιδών ο Άγιος προείπεν, ότι μεγάλην και πολλήν δυσωδίαν θέλει προκαλέσει
εις την Εκκλησίαν ο σήμερον κατ’ αυτόν τον τρόπον βαπτιζόμενος, το οποίον και
επαλήθευσε. Διότι, τοσούτονησχημόνησε κατά της σεβασμίας Εικόνος του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού και των Αγίων Αυτού ο ρηθείς σκοτεινόμορφος σκύμνος του
αιμοβόρου Λέοντος ώστε να αποκρυβή μεν ο βρυχηθμός εκείνου και να λησμονηθή,
τούτου δε του Κοπρωνύμου αι υλακαί να λογισθώσιν ως θανάτου ψυχής και Άδης και
απώλεια. Ετόλμησε, δηλαδή, ο δεκαεπταπηχυαίος κροκόδειλος της Μαιώτιδος λίμνης
να είπη τας μεν σεπτάς και αγίας Εικόνας είδωλα, διότι απεικονίζουν την
εντέλειαν των πρωτοτύπων, τους δε προσκυνούντας αυτάς, ελληνόφρονας και
ειδωλολάτρας, ο αληθώς ιουδαιόφρων και αμετανόητος αρνητής της ενσάρκου
οικονομίας του Θεού Λόγου. Όχι δε μόνον τας βλασφημίας ταύτας εξέφραζεν, αλλά
και τας εδογμάτιζε. Και ιδιαιτέραν ψευδοσύνοδον υπούλως και δια χρημάτων
καλέσας, ίνα δε καλλίτερον είπω, δολίως προσελκύσας υπό την θέλησίν του, την
βέβηλον και άθεον προϋπέγραψε και συνέγραψε αψήφιστον ψήφον και εις ανάθεμα
καθυπέβαλε τους ευσεβείς προσκυνητάς των αγίων Εικόνων, ο όντως ελεεινός και
άξιος αναθέματος του οποίου και έτυχεν. Έβλεπε τις δε τότε την μορφήν του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της τεκούσης Αυτόν Υπεραγίας Θεοτόκου ριπτομένας
κατά γης και ρυπουμένας, πτυομένας, πατουμένας, χρισμένας δι’ ασβέστου, δια
πηλού αλειφομένας, προκειμένας δε ως παίγνιον. Αλλά φεύ! και το ακόμη φρικτότερον
θέαμα. Έβλεπε τις τον Ιησούν μου και πάλιν προδιδόμενον και πάσχοντα και
ανασταυρούμενον εν τη Εικόνι αυτού. Αντί δε των θειοτάτων τούτων μορφών, έβλεπε
τυπούμενα εις τους Ναούς και εις τας βασιλικάς στοάς τα ομοιώματα του γυπός και
του κόρακος και τα τέθριππα άρματα των ηνιόχων των ιπποδρομιών. Περισσότερον δε
πασών των αγίων μορφών απηχθάνετο ο τύραννος την της Θεομήτορος, της Δεσποίνης
ημών και Κοσμοσώστιδος, διότι δι’ αυτής οι πιστοί ανέπεμπον τας ικεσίας των και
ετέλουν τας παννυχίους στάσεις των. Και δια ταύτης παρεκίνουν μετά δακρύων εις
πρεσβείαν του Υιού Αυτής και Θεού. Επίπλέον δε εβλασφήμει και ηρνείτο ταύτην εξ
ολοκλήρου, ως μη δυναμένην μετά τον τόκον να μεσιτεύη, προσεπάθει δε να
αποδείξη τον λόγον, ο άλογος. Όθεν ημέραν τινά, ευρισκομένων πλησίον αυτού
πολλών εκ των ομοφρόνων του, εγέμισεν εν μανδήλιον με χρυσόν και επιδεικνύων
τούτο αιωρούμενον ηρώτησε· «Πόσον, ω φίλοι μου, αξίζει τούτο;» Εκείνοι δε
απήντησαν, ότι μεγίστην αξίαν έχει. Τότε εκείνος ρίψας τον περιεχόμενον χρυσόν
και κινών το μανδήλιον κενόν εις τον αέρα, ηρώτησε πάλιν·
«Και τώρα ποίαν αξίαν έχει;» Επειδή δε ουδείς ετόλμησε να απαντήση, ω της
βραδύτητος της θείας Δίκης! Εξήμεσε λόγον παράνομον ο ακάθαρτος, ότι ουτω και η
Μαρία, ότε είχε τον Χριστόν εν τη κοιλία αυτής είχεν αξίαν, μετά δε την
γέννησιν ουδεμίαν αξίαν είχεν, αλλ’ ήτο ως μία των συνήθων γυναικών, και ότι
επομένως οι φρόνιμοι, ως εγώ, είπε, πρέπει να σκέπτωνται. Εκ τούτου τα πάντα
κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν εις αναστάτωσιν. Αι Εκκλησίαι, αι αγοραί, αι
στενωποί, τα καταφύγια των Μοναχών, τους οποίους τόσον εμίσει η μανιώδης και
της εμπαθούς ζωής απολαμβάνουσα βρωμερά και χοιρώδης εκείνη ψυχή, ώστε ενομοθέτησεν,
όπως ουδείς εκ των Μοναχών ευρίσκεται εις όλην την οικουμένην, αποκαλών τούτους
εν τω σκότει ζώντας και αμνημονεύτους. Διότι εμίσει τους Πατέρας, όχι μόνον
διότι ήσαν εγκρατείς και κατεφρόνουν την σωματικήν τρυφήν και τα υπό του κόσμου
νομιζόμενα αγαθά, αλλά και διότι ηλέγχετο υπ’ αυτών αφόβως και αυστηρώς ως
ασεβής και ισχυρός αρνητής της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Δια τούτο
άλλους έστειλεν εις μακράς εξορίας, άλλους εξηνάγκασεν εις τον δια πείνης
θάνατον, άλλους έπνιξεν εις τον βυθόν της θαλάσσης, άλλων απέκοψε τας ρίνας και
τας χείρας, άλλων ήλειφε τας γενειάδας δια πίσσης και ήναπτε αυτάς δια πυρός
και άλλους φανερώς κατεδίκασεν εις μαρτυρικόν θάνατον, δια σκληροτάτων και
απανθρώπων τιμωριών. Διέταξεν ακόμη και επί της λεωφόρου να σύρωνται ούτοι και
να κτυπώνται δια λίθων και ροπάλων και τα μέλη των να θρυμματίζωνται κτυπώμενα
δια πετρών, αι γαστέρες των να διανοίγωνται και τα εντόσθιά των να
διασκορπίζωνται άνευ ευσπλαγχνίας, τέλος δε να ρίπτωνται εκεί όπου και οι
κατάδικοι. Τούτων τα πάθη εις και μόνος είναι αρκετός να βεβαιώση, ο
περισσότερον όλων παθών Στέφανος, ο του Αυξεντίου, όστις είναι γνώριμος εις
ημάς εκ της παρούσης καλής διηγήσεως και γνώριμος εις τον Θεόν και εις τους
Αγγέλους και εις τους ανθρώπους και του Βυζαντίου γέννημα και θρέμμα και
καύχημα και κόσμημα. Τοιαύτα λοιπόν τα του αθλίου Κοπρωνύμου βδελυρά, ανόσια,
ανίερα και δαιμονικά κατορθώματα. Επειδή δε έπρεπε και ούτος κάποτε να απέλθη
εκ του μέσου, αφού βιαίως διέρρηξε την αθλίαν του ψυχήν, διεδέχθη την βασιλείαν
ο υιός τούτου Λέων ο Δ΄ (775 – 780), ανήρ άκακος, εν σχέσει με την του πατρός
του πονηρίαν. Ούτος ούτε εβίασε τινά να ακολουθήση την του πατρός του
θρησκείαν, ούτε όμως και εξερίζωσεν αυτήν, πλήρη αδιαφορίαν επιδείξας προς την
του Θεού Εκκλησίαν, αδιαφορών επί της καταστάσεως, ως ηλίθιος, ίνα σταθή επί
μακρόν εις την εξουσίαν. Ούτω παρήλθον πέντε έτη και απεβίωσε και ούτος, ο κατά
το ήμισυ καλός βασιλεύς. Μετά δε τούτον επικρατεί κατάστασις θεϊκή, ειρηνική
και πλήρους γαλήνης. Επειδή δια την δόξαν του εν Υψίστοις Θεού, απεστάλη και
επί γης ειρήνη, η βασιλεύσασα τότε Ειρήνη, η φιλευσεβής και φιλόθεος και φίλη
των Ρωμαϊκών σκήπτρων μετά του υιού της Κωνσταντίνου, εδωρήσατο και αύτη
ειρήνην άκραν εις την Εκκλησίαν του Θεού και εις τα Μοναστήρια και Ασκητήρια
και των σεπτών και αγίων Εικόνων την προσκύνησιν, ως ήρμοζεν, επανέφερεν,
έχουσα σενεργόν τον μέγαν εν Πατριάρχαις Ταράσιον (784 – 806). Τότε η αοίδιμος
εκείνη βασίλισσα τους εν εξορία Πατέρας μετά της προσηκούσης τιμής επανέφερε
και πλήθος Μοναχών εν τη βασιλευούση συνήθροισε και Μοναστήρια και Ασκητήρια
και πτωχοτροφεία μετ’ ενισχύσεως των πόρων των ανήγειρε και άλλα πολλά κατά
Θεόν έργα ετέλεσε και χαράν απερίγραπτον προσέφερεν εις τους φίλους της
ευσεβείας, αν και παρηγκωνίσθη μετά καιρόν και επιβουλήν υπέστη, όλα δε ταύτα
παρά του υιού. Και πάλιν όμως ανηγορεύθη είτα μετά περισσοτέρας τιμής, ίνα
τιμωρήση, αν και παρά την θέλησίν της, αλλά προς σωφρονισμόν και προς
παράδειγμα δικαιοτάτης και απροσωπολήπτου βασιλείας τον παρεκτραπέντα υιόν.
Επειδή όμως και ο Λάζαρος ο φίλος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο επί τέσσαρας
ημέρας κείμενος νεκρός, αν και αφυπνίσθη παρά του Κυρίου και ηξιώθη και πάλιν
παραδόξως της ζωής, προς απόδειξιν της υπό των Σαδδουκαίων αμφισβητουμένης
αληθείας περί της κοινής Αναστάσεως, εν τούτοις και πάλιν και αυτός απέθανε,
επειδή είναι αλληλένδετον με την ανθρωπίνην φύσιν το απαράθραυστον επιτίμιον
του να αποθάνη τις, διότι δεν υπάρχει άνθρωπος, όστις θέλει ζήσει και δεν θέλει
γευθή θάνατον, δια τούτο, τίποτε το παράδοξον δεν είναι αν και η ευσεβεστάτη
βασίλισσα Ειρήνη ήλθε και αυτή εις το τέλος του βίου. Όθεν, αφού ελυτρώθη από
την υιϊκήν επιβουλήν και ανήλθε πάλιν εις το βασιλικόν αξίωμα, ίνα ελεγχθή η
ασθένεια των παραλόγως επιβουλευθέντων αυτήν, ετελεύτησε και αυτή ευσεβώς εν
έτει ωβ΄ (802). Μετά την Ειρήνην ανεδείχθη βασιλεύς ο Νικηφόρος Α΄ (802 – 811),
ανήρ όστις όχι μόνον ουδόλως ηνώχλησε την Εκκλησίαν, αλλά και με αρίστην
ευσέβειαν εστράφη προς Αυτήν. Πλην προς δικαίαν τιμωρίαν της προγονικής
επιμιξίας, την οποίαν εξήλεγξε κατά κράτος ο Όσιος Θεόδωρος, ο πολύαθλος
Ομολογητής και Ηγούμενος του Στουδίου, και την δια βασιλικής χειρός αποκατάστασιν
εν τη Εκκλησία του ανιέρου και ασεβούς εκείνου Ιερέως Ιωσήφ του τον άθεον γάμον
ιερολογήσαντος άνευ Εκκλησιαστικής εγκρίσεως, δι’ ων πράξεων μεγάλως, ως
νομίζω, αντετάχθη εις τον Θεόν, (δεν γνωρίζω δε αν έτυχεν ευσπλαγχνίας, δια
την, ως λέγουσιν, φιλάνθρωπον αυτού χείρα προς τους έχοντας ανάγκην), ατίμως
και ούτος εγκατέλειψε τον βίον, συλληφθείς αιχμάλωτος υπό των Βουλγάρων των
λεηλατούντων την Θράκην, αποκοπείσης υπό του άρχοντος αυτών Κρούμου της κεφαλής
του, ήτις κατήντησε παίγνιον εις τας χείρας εκείνων, αισχύνη δε και όνειδος εις
την Αυτοκρατορίαν του Βυζαντίου. Αντ’ αυτού τότε, δια θείας ψήφου, ανήλθεν εις
τον θρόνον του Βυζαντίου, ο κατέχων το αξίωμα του κουροπαλάτου. Μιχαήλ Α΄ ο
Ραγκαβέ (811 – 813) ο ευσεβέστατος και φιλανθρωπότατος, ο προστάτης της
αληθείας και της ειρήνης υπέρμαχος και των εξορίστων νομιμώτατος υπερασπιστής.
Ακόμη δε περισσότερον ο εκ της εξορίας ανακαλέσας τόσον ευλαβώς τον αοίδιμον
Θεόδωρον, ο του ανιέρου Ιωσήφ λίαν αξιέπαινος διώκτης, όστις εξ υπερβολικής
εκουσίας απλότητος και εις απόδειξιν ευεργεσίας διώρισε τον Λέοντα τον
Αρμένιον, τον μετέπειτα βασιλέα, στρατηγόν πάσης Εώας (Ανατολής). Εκείνος δε,
ασθενών διπλήν ασθένειαν, διότι, ως είπε τις θερμός λάτρης των θείων, δεν
ευρίσκω απλούν το γένος των Αρμενίων, εκμεταλλευθείς την ευκαιρίαν και όλον το
στράτευμα υποτάξας υπό την θέλησίν του με τρόπους καλούς, υποσχέσεις, χρηματικά
δώρα και προσφοράς χρυσού, εξύφανε συνωμοσίαν κατά του ευεργέτου του δια να του
αρπάση τον θρόνον. Ότε ο βασιλεύς Μιχαήλ επληροφορήθη την ραδιουργίαν και
αντελήφθη, ότι το πραξικόπημα ήτο αδύνατον να αποφευχθή και να εμποδισθή η
παράνομος επιθυμία και επιτυχία του σφετεριστού, ο δε εμφύλιος πόλεμος θα κατέληγεν
εις το να χυθή αίμα χριστιανικώτατον, ο όντως φιλανθρωπότατος βασιλεύς αποχωρεί
εκουσίως του βασιλικού θρόνου και παραχωρεί τούτον εις τον τύραννον, ίνα μη ίδη
δια των οφθαλμών του να στάξη αίμα ομοφύλων. Αντί δε των ανακτώρων ασπάζεται
την μετά των Μοναχών στενωτάτην συμβίωσιν και αντί της βασιλικής πορφύρας
προτιμά τον εσχισμένον τρίχινον των Μοναχών χιτωνίσκον και την προσφιλή εις τον
Θεόν ησυχίαν, εξασφαλίζων την άφθαρτον των ουρανών Βασιλείαν, της οποίας
αναμφιβόλως θα έτυχε. Και ταύτα μεν ως προς τον ευσεβή Μιχαήλ. Του δε τυράννου
Λέοντος αύται ήσαν αι πράξεις. Και κατά της πολιτείας λίαν αρπακτικαί και κατά
του όλου σώματος της Εκκλησίας διασπαστικαί και μισηταί εις τον Θεόν· αν δε και
ήσαν εισέτι προκαταρκτικαί, ουδόλως όμως διαφέρουσι της αλώπεκος και ολίγον
απέχουσι της μεθόδου, την οποίαν μεταχειρίζεται ο πολύπους δια να διαφύγη την
άγραν (το μελάνι). Εκτεινόμεναι μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε να μη αποκαλυφθή
το κακότροπον αυτού εις την σύγκλητον και απομακρυνθή της βασιλείας, προβάλλων
ως κάλυμμα της κακής και τυραννικής αυτού εξουσίας, ψευδή χρηστότητα και
υποκριτικόν σέβας προς την Ορθοδοξίαν. Ως δε αι υποθέσεις άβαινον κατά την
επιθυμίαν αυτού και όσα είχε κατά νουν επετύγχανον, ο δε καιρός τρέχων, ως
συνήθως, προσέφερεν εις αυτόν ανενόχλητον την βασιλείαν και δεν εφοβείτο πλέον
επιβουλήν, ούτε εκ μέρους του λαού, ούτε εκ της συγκλήτου, ούτε και εξ άλλων
εθνών, τότε ήρχισε να αποκαλύπτη την φύσιν του ο υπόγειος ασπάλαξ
(τυφλοπόντικος), να εγείρη ολίγον κατ’ ολίγον την κεφαλήν του, να πλατύνη το
στόμα και να εξεμή κακά κατά του δι’ αυτόν τον αχάριστον σάρκα ενδυθέντος
Υιούτου Θεού και της προσκυνουμένης αγίας Εικόνος Αυτού και πάντων των Αγίων,
λέγων, ότι δεν πρέπει να χρωματίζεται και να διαμορφούται εις ροίχους και
σανίδας ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, επειδή είναι απερίγραπτος και ανίδεος, ως
άϋλος. Αλλά και δια τους Προφήτας και τους Μάρτυρας εδογμάτιζεν, ότι δεν πρέπει
να προσκυνούνται. Επομένως ούτε και τα Λείψανα αυτών πρέπει να σεβώμεθα, διότι
δήθεν εντελώς παράλοηον και της ελληνικής μυθολογίας εφεύρημα είναι το να
ονομάζεται η χρωματογραφία, η σανίς και το χρώμα, Απόστολος Παύλος, ή Προφήτης
Δαβίδ. Ούτε επέτρεπε να ονομάζουν Αγίους, κατά τον ομώνυμον και ομόφρονα αυτού
μιαρόν Λέοντα τον εξ Ισαυρίας και τον εκείνου βδελυρώτερον και ασεβέστερον υιόν
Κωνσταντίνον Ε΄ τον Κοπρώνυμον, χριστιανικωτάτους ονομάζων τούτους, ως δήθεν
ορθοτομήσαντας την πίστιν, την οποίαν εκείνος εδόξαζεν και από των οποίων
παρέλαβε την αίρεσιν. Τούτο δε διότι, ως έλεγε, και θνητοί άνθρωποι ήσαν οι
Άγιοι και αποθανόντες και συνεπώς ουδέν πλέον είχον εκ της κοινής φύσεως, εις
φθοράν και δυσωδίαν καταντήσαντες, των οποίων τα Λείψανα οι εγγίζοντες
μιαίνονται. Διότι, έλεγε, πας ο εγγίζων νεκρόν είναι ακάθαρτος. Επειδή δε ταύτα
σκεπτόμενος και λέγων, ο ανόητος, δεν ήρκει μόνος δια την επικύρωσιν των υπ’
αυτού κακώς δοξαζομένων, αλλ’ είχεν ανάγκην και άλλων φίλων, ίνα συστήση και
εξαπλώση την μιαράν αυτού γνώμην, ενεπιστεύετο την έλλειψιν ταύτην και εις τους
κατά την νύκτα υπηρετούντας αυτόν δαίμονας, διο και επέτυχε να αποκτήση
συνεργόν αυτόν τον πάντοτε ψευδόμενον δαίμονα. Λέγεται, δηλαδή, ότι εν ω μίαν
ημέραν ο τύραννος ήτο σκεπτικός και διελογίζετο πως θα εύρη τον συνεργάτην του,
τον επλησίασεν ο σατανάς, μεγαλοπρεπως ενδεδυμένος και με φωτεινόν σχήμα,
κρατών εκ της χειρός τον Ιωάννην τον επιλεγόμενον Γραμματικόν, άνδρα πράγματι
φίλον των δυνάμεων της αποστασίας, διότι ήτο ταμείον υπερπλήρες παντός ψεύδους
και συνήγορος του κακού εμπειρότατος και είπε προς τον τύραννον· «Δέχθητι
τούτον, ω φίλε μου βασιλεύ, διότι είναι σκεύος μου εκλεκτόν». Γενομένου δε
αφάντου του ειπόντος και παραδώσαντος, αμέσως ο εις την σχολήν του σατανά
μαθητεύσας Γραμματικός γίνεται δεκτός παρά του τυράννου και του μυσαρού
μυστηρίου της αιρέσεως ακροατής καθίσταται. Αμέσως τότε του εδόθησαν χρήματα
πλουσιοπαρόχως και κατετάγη μετά των αξιωματούχων, αφού πρώτον έδωσεν
υποσχέσεις, ότι θα εξαπλώση προθύμως τα υπό του βασιλέως δοξαζόμενα, με το να
εύρη πολλούς οίτινες θέλουσι συνεργασθή εις την μιαράν ταύτην υπόθεσιν και ότι
ουδείς θα δυνηθη να αντισταθή εις τας πιθανολογίας του, τας οποίας έχει να
αντιπαρατάξη εναντίον εκείνων οίτινες ήθελον συζητήσει μετ’ αυτού. Ταύτα πάντα
συλλογιζόμενος ο φρενόληπτος βασιλεύς είπε· «Μη σε μέλει, ω φίλε, προσπάθησον
συ να εύρης και άλλους ομόφρονας με ημάς και δι’ όλα τα άλλα θα είμαι εγώ
συνεργός σου». Μετ’ ολίγον χρόνον ο του Λέοντος χαμαιλέων παρουσίασε τους
ομόφρονας εις τον τύραννον. Ήσαν δε ούτοι εκ μεν των της συγκλήτου, ο Ιωάννης o επιλεγόμενος Σπέκτας και ο Ευτυχιανός, εκ
δε των της Εκκλησίας ο Αντώνιος ο Συλαίου, εκ των εν τοις Μοναστηρίοις Λεόντιος
τις και ο Ζωσιμάς, όστις εν τέλει μετά τας φλυάρους συνομιλίας απεκαλύφθη εις
μοιχείας, συνελήφθη, του απεκόπη η ρις και καταδικασθείς εις τον δι αγχόνης
θάνατον, απέρριψε βιαίως την αθλίαν του ψυχήν, της θείας Δίκης μη
ευσπλαγχνισθείσης αυτόν ως συχνάκις συμβαίνει. Τούτους, ευθύς ως είδεν ο
λεοντόψυχος, τα μέγιστα εχάρη και αφού την εσπέραν συνεκάθησε μετ’ αυτών εις
πολυτελές συμπόσιον και ανεκοίνωσεν εις αυτούς την σκέψιν του, έλαβε παρ’ αυτών
συμβουλήν να καλέση ενωρίς την πρωϊαν τον Πατριάρχην μετά των συλλειτουργών
αυτού και παντός του Κλήρου ως και τους προεξάρχοντας των Μοναστηρίων, όχι
μόνον των εν τη πόλει αλλά και των εκτός ταύτης ευρισκομένων και των
πλησιοχώρων, ίνα πάντες προσέλθωσιν εις τα ανάκτορα και ακούσωσιν υπόθεσιν
τινά, την οποίαν ο βασιλεύς θα εξέθετε, λόγω ανάγκης. Είπον δε οι
παρευρισκόμενοι εις τον τύραννον, εάν μεν έλθουν, συ μεν άρχισε να ομιλής με
τρόπον ήμερον, ημείς δε, δια προβολής δυσκατανοήτων προβλημάτων θέλομεν κλείσει
συντόμως τα στόματα αυτών και ούτω θα σου δοθή αμέσως ευλογοφανής αφορμή εις το
να νομοθετήσης αυτό το οποίον θέλεις, ώστε να καταστή τούτο ευκόλως παραδεκτόν
από όλους τους υπηκόους. Αρεστή λοιπόν εφάνη η συμβουλή. Όθεν μετά την εκ του
ύπνου έγερσιν συνηθροίσθησαν εις τα ανάκτορα άπας ο ιερατικός σύλλογος και η
των Μοναχών έγκριτος και εξάρχουσα Συνοδεία, προηγείτο δε όλων η ουρανομήκης
κεφαλή, ο θεοπρόβλητος, λέγω, και μέγας αριστεύς Νικηφόρος ο θειότατος
Πατριάρχης μετά των περί αυτόν. Όχι δε μόνον καλώς εγνώριζε ο Αγιώτατος εκείνος
Πατριάρχης τα μελετηθέντα παρά του βασιλέως και των συν αυτώ, αλλά και θείας
οράσεως ηξιώθη περί τούτου κατά την νύκτα. Προεκάθησε λοιπόν ο βασιλεύς από
πρωϊας, ως συνήθιζε, και αφού προηγουμένως απέκρυψε τους ομόφρονας αυτού,
επέτρεψε την είσοδον, πρώτον εις τον Πατριάρχην, όστις εισήλθε και ηξιώθη
συγκαθεδρίας. Ο δε Αγιώτατος Πατριάρχης δεν κατεδέχθη να συνομιλήση κατά μόνας,
αν και του εζητείτο να ακούση. Αλλ’ είπεν· «Κάλεσον, ω βασιλεύ, και τους μετ’
εμού, ίνα ακούσωσι πάντες αυτά τα οποια δογματίζεις». Αφού δε τούτο εγένετο,
εισήλθον πάντες με παράστασιν απτόητον, άνευ όμως των Μοναχών των έξω της
πόλεως Μοναστηρίων· διότι τούτο διέταξεν ο τύραννος, ελπίζων εις δευτέραν επιτυχίαν.
Τότε ο Πατριάρχης, προλαβών την δηλητηριώδη γλώσσαν, είπε δια φωνής στεντορείας·
«Πατέρες και αδελφοί, είπατέ μοι δύναται το μη ον και το μη ιστάμενον να πέση;»
Αποκριθέντων δε πάντων όχι, πάλιν δια δευτέρας ερωτήσεως, αναλύων την
αινιγματώδη φράσιν, είπεν· «Έπεσον αι άγιοι Εικόνες επί της βασιλείας των
Ισαύρων, ή όχι;» Αντελήφθη τότε την ερώτησιν του Πατριάρχου ο βασιλεύς, ίνα δε
κάμη ελιγμόν, προφθάνει και αυτός τας των ερωτώντων γλώσσας και επιβαλών σιγήν
δια της χειρός, δεν απέτεινε τον λόγον προς τον Πατριάρχην. Διότι έβλεπε το
βέλος εκ κυκλοτερούς τόξου κατ’ αυτού αφιέμενον και καιρίως απειλούν. Όθεν,
εκφεύγων, ετράπη προς άλλην κατεύθυνσιν και υποκρινόμενος είπε προς το
συγκεντρωθέν πλήθος· «Εγώ μεν, ω παριστάμενοι, και το αυτό δόγμα με υμάς ακολουθώ
και την αυτήν με υμάς πίστιν έχω». Εκβαλών δε εγκόλπιον εικονισμένον και
επιδείξας, είπεν· «Ιδού και τας αγίας Εικόνας προσκυνώ και ασπάζομαι· αλλά τώρα
εξηγέρθησαν άνδρες τινές σοφοί και πολύ αφωσιωμένοι εις τα θεία, ζώντες βίον
ακηλίδωτον, των οποίων την ανεπίληπτον διαγωγήν και εγώ επιβεβαιώ, διότι καλώς
τα κατ’ αυτούς εξήτασα, οίτινες λέγουσιν, ότι η Πίστις την οποίαν ημείςσεβόμεθα
δεν είναι ορθή, αλλ’ ειδωλολατρική κάπως και πεπλανημένη, άλλην δε πίστιν, την
οποίαν, αφού πολύ ηρεύνησαν, διέγνωσαν ως ορθήν. Επιθυμώ λοιπόν να παρουσιάσω
τούτους ενώπιον υμών, ίνα συνδιαλεχθώμεν. Και εάν μεν εκείνοι ευρεθώσι λέγοντες
τα ορθότερα και παρ’ ημών μέχρι τούδε αγνοούμενα, κατ’ ανάγκην εις τα υπό
τούτων λεγόμενα θα υποταχθώμεν και ταύτα θα ακολουθήσωμεν· εάν δε ημείς είπωμεν
τα ορθά, θα παραμείνωμεν εις εκείνα τα οποία παρελάβομεν». Δεν είχεν ακόμη
τελειώσει τα λεγόμενα και διαγνώσαντες οι Πατέρες, ότι ταύτα ήσαν υποκριτικά
και σκόπιμα, δεν τα ηνέχθησαν ουδόλως, αλλά πάντες ομού και ο καθείς των
χωριστά εφώναξαν· «Εννοήσαμεν την ραδιουργίαν, ω βασιλεύ. Έχομεν πληροφορηθή τα
της αποκρυπτομένης και υποκριτικής σκηνής. Εις μάτην επιζητείς τον μεθ’ ημών
διάλογον, μεταχειριζόμενος την εξουσίαν, ην και προετοιμάζεις ως συνεργόν μετά
την ήτταν των ομοφρόνων σου. Απηγορεύθη παρά των Πατέρων ημών πάσα περί τούτου
συζήτησις. Ότι προσκυνείται και θα προσκυνήται εις τους αιώνας παν θείον
αποτύπωμα, ουδεμία επ’ αυτού επιτρέπεται να εγερθή αμφισβήτησις. Συ, των
δημοσίων υποθέσεων μόνον ετάχθης ρυθμιστής και κριτής, δια δε τα τοιαύτα
ζητήματα η Εκκλησία και μόνη είναι αρμοδία και ο ταύτης Προκαθήμενος». Τότε ο
εις πολλάς φύσεις μεταμορφούμενος Πρωτεύς απεκρίθη· «Αλλά και εγώ τέκνον της
Εκκλησίας είμαι». Είπον δε οι Πατέρες· «Εάν ήσο τέκνον της Εκκλησίας, θα
επείθεσο εις τους Πατέρας». Ο δε ποικιλότροπος βασιλεύς συνεπλήρωσεν· «Όχι
μόνον τέκνον, αλλά και μεσίτης τυγχάνω». Αλλ’ εις των Πατέρων αντείπε· «Δεν
είναι τα πράγματα όπως λέγεις, αλλ’ ως φαίνεται πρόκειται περί εξουσίας
τυραννικής. Διότι, εάν ήτο μεσιτεία, δεν θα είχες κεκρυμμένους πλησίον σου τους
κακώς ελέγχοντας, τους δε καλώς κρίνοντας να παραγκωνίζης, ουδέ θα έλεγες εις
τούτους να σιγήσουν, εάν δεν ήθελον να απολέσουν τας κεφαλάς των. Διότι και
τούτο αν θα συνέβαινεν, αι μαρτυρίαι εκ των θείων Γραφών υπέρ τους ποταμούς
εξεχύθησαν. Αλλ’ εσφράγισας ως ασπίς τα ώτα σου και δεν θέλεις να ακούσης
ταύτα. Αφού λοιπόν αποκαλύπτεσαι εκ των πράξεών σου τούτων, ούτε συ θέλεις
αξιωθή απαντήσεως, ούτε οι μετά σου». Όμως παρ’ όλον ότι τοιουτοτρόπως και υπό τόσων
ανδρών ηλέγχετο ο παράνομος, υπεκρίνετο ότι μακροθυμεί. Ευθύς αμέσως τότε και ο
Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο διάπυρος της αληθείας ζηλωτής, διελθών δια μέσου των
πολλών, εστάθη ως άλλος Δαβίδ κατά του Γολιάθ. Και εφώναξε· «Δεν αρμόζει εις
σε, βασιλεύ, να παραλύης τους Εκκλησιαστικούς θεσμούς, διότι ακούεις και τον
Απόστολον λέγοντα· «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον Αποστόλους,
δεύτερον Προφήτας, τρίτον Διδασκάλους» (Α΄ Κορ. ιβ:28) «προς καταρτισμόν των
Αγίων» (Εφεσ. δ:12), αλλά δεν προσέθηκεν ο Απόστολος και βασιλείς. Εις μάτην
λοιπόν προσπαθείς να εκβιάσης ημάς, διότι δεν θα σε υπακούσωμεν». Τότε,
εξερεθισθείς σφόδρα ο τύραννος, διέταξεν υβρίζων να φύγουν από τα ανάκτορα. Και
τους μεν εκ των Αρχιερέων, όσοι ήσαν των Δυτικών επαρχιών, απέστειλεν
εξορίστους προς τα νοσηρότερα μέρη της Ανατολής, τους δε των Ανατολικών εξώρισε
προςτα μέρη της Δύσεως και τους Μοναχούς ενέκλεισεν εις τα Μοναστήρια των,
διατάξας, ότι εκείνος όστις ήθελεν ευρίσκεται έξω, ή εισάγει άλλους εντός των
Μοναστηρίων και εν ομιλία υπεραμύνεται της προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων να
καταδικάζεται εις κεφαλικήν ποινήν. Τον δε εν τη του Θεού πίστει ακλόνητον
Θεόδωρον τον Στουδίτην, εξορίσας αμέσως μετά πείσματος, διέταξε να μη ίδη την
βασιλεύουσαν μέχρι του θανάτου του. Όταν δε κατεπράϋνεν ολίγον τον θυμόν του,
διέταξε να έλθουν προς αυτόν και οι Προεστώτες των έξω της πόλεως Μονών, μετά
των οποίων ήτο και ο πράγματι θαυμαστός ούτος Νικήτας, χάριν του οποίου και
τόσον τον λόγον θεμελιώσαντες επεμηκύναμεν, ίνα φανερώσωμεν μετά πάσης αληθείας
οποίον στύλον εξελέξατο δι΄εαυτήν η Ορθόδοξος Πίστις. Αμέσως μετά την προσταγήν
πρώτος εισήλθεν ο μεγαλόφρων Νικήτας, ως επίσημος κριός προπορευόμενος αγέλης
προβάτων, εν ω οι άλλοι ηκολούθουν. Ατενίσας τότε προς αυτούς δήθεν μετά
γλυκύτητος το ανήμερον θηρίον, απέτεινε λόγους θωπευτικούς, λέγων· «Ουδέν νέον,
ουδέ παράδοξον ζητώ από υμάς, Πνευματικοί Πατέρες. Αν και εις τους θρασείς
εκείνους και αναισχύντους, τους οποίους είδετε προ πλίγου εξελθόντας, τούτο
υπερήσπισα. Διότι με διδάσκει την αλήθειαν η Γραφή, ήτις λέγει· «Πνεύμα ο Θεός
και τους προσκυνούντας Αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν.
δ:24) και ουχί εις Εικόνας δια χρωμάτων εζωγραφισμένας και εις μικράς σανίδας».
Προς του λόγους τούτους, χωρίς ουδ’ επί στιγμήν να αναμείνη, απήντησεν ο Όσιος
δι’ ισχυράς φωνής· «Διέστρεψας όλως διόλου την σημασίαν του γραφικού ρητού,
παράνομε βασιλεύ, και την αιτίαν ένεκεν της οποίας ελέχθη, την δε εν σαρκί
παρουσίαν του Υιού του Θεού και Θεού ημών Ιησού Χριστού αναμφιβόλως αρνείσαι».
Τους λόγους τούτους του Οσίου και οι άλλοι Πατέρες ακούσαντες τα αυτά
εκραύγασαν. Τότε ο τύραννος, ευθύς ως είδε τον θόρυβον και εκ πρώτης επαφής
αντελήφθη, ότι καταβάλλεται, εθυμώθη σφόδρα, ως συνήθως, και αποστέλλει τούτους
εις την φυλακήν. Τον δε Όσιον Νικήταν, όστις πρώτος μετά παρρησίας ωμίλησεν,
έκλεισεν εις την σκοτεινοτέραν και πλήρη δυσωδίας φυλακήν, ίνα βασανίζεται από
της πρώτης στιγμής. Διότι είχε πληροφορηθή, ο διεφθαρμένος βασιλεύς, παρά τινος
των υπ’ αυτόν, ότι, επειδή εκ φύσεως ο Άγιος αηδίαζε ταύτα, θέλει συντόμως
αποθάνει. Αφού δε και άπαν το πλήρωμα των Ορθοδόξων διεσκόρπισεν, ευθύς και τον
Πατριάρχην Νικηφόρον εκ του θρόνου κατεβίβασεν και εις τα αντίπεραν της
βασιλευούσης μέρη, εις τι μετόχιον, εξώρισεν, αντ’ αυτού δε ο ψυχομάχος
ανεβίβασεν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον ομόφρινά του Θεόδοτον (815 – 821)
τον ειδωλολάτρην, ευτελέστατον ανθρωπάριον και σύντροφον της ανοησίας, όστις
ήτο παίγνιον δι’ όλους και πάντων περίγελως, έτι δε και δούλος της μυσαράς
ηδονής, έχων μεθ’ εαυτού συνείσακτον τι γύναιον και κοιτόμενος εν τη κοίτη
αυτού με την πρόφασιν ότι έπασχεν εκ νεφρίτιδος. Τούτον λοιπόν τον ανάξιον, ως
είπομεν, ανεβίβασεν εις τον θείον θρόνον ο άθεος βασιλεύς, όστις σπεύδων να
στερεώση τα υπ’ αυτού δογματιζόμενα και ιδιαιτέραν προς τούτο συνεκάλεσε
σύνοδον, άλλο ταύτην συνέδριον Ιουδαίων! Επειδή δε επληροφορήθη, ότι
παρευρίσκοντο εις ταύτην την σύνοδον και τινες των Αρχιερέων, μη ομοφρονούντες
προς αυτόν, διατάσσει, πρώτον, να ριφθώσι κατά γης και να κτυπηθώσι δια λακτισμάτων
εις τα σπλάγχνα, κατόπιν δε αφού ανασηκωθώσι να κτυπηθούν δια των γρόνθων εις
τους οφθαλμούς· τούτων δε γενομένων εξέβαλεν αυτούς ατίμως έξω. Έπειτα, μετά
των συν αυτώ υποβάλλει τους Οσίους Πατέρας εις ανάθεμα ο άξιος αναθέματος και
λιθοβολισμού ιερόσυλος νέος Άχαρ. Μετά δε ταύτα ανελθών εις τα ανάκτορα έδωσεν
άδειαν εις το αγοραίον πλήθος να κηρύττη πανταχού αφόβως το ασεβές αυτού δόγμα,
να περιφρονή τα διδάγματα των Πατέρων, να εισέρχιται δε και εις τας φυλακάς και
να εμπαίζη μετ’ αναισχυντίας τους Μοναχούς, άνευ τινός χαλινού. Ως δε είπομεν,
αφού ο καρτερικώτατος Όσιος Νικήτας ερρίφθη εις σκοτεινήν και δυσώδη φυλακήν,
εις την οποίαν και ευρίσκετο επί πολλάς ημέρας, εκακοπάθει δεινώς, διότι
εισήρχοντο εις αυτήν καθ’ εκάστην πολλοί εκ του χυδαίου όχλου, οίτινες τα πάντα
έλεγον και έπραττον δια να καταλυπήσουν την τόσον θεοφιλή αυτού ψυχήν. Εξ όλων
τούτων πολύ περισσότερον ησχημόνει νεανίας τις ονόματι Νικόλαος, όστις,
ευχαριστούμενος να φλυαρή ασκόπως και καυχόμενος δια την αθυροστομίαν του, ηδονήν
δε αισθανόμενος από τας αισχρολογίας, έφερε πολλήν ταραχήν θλίψεως εις τον
Άγιον. Και δεν θα ενικάτο ευκόλως ο πειρασμός αυτός, εάν ο Θεός, προσβλέπων εις
την τοσαύτην υπομονήν του δούλου Αυτού, δεν ήθελεν οικονομήσει ώστε να συμβή
παράδοξον τι και εξαίσιον. Διότι νύκτα τινά, εν ω εκοιμάτο ο θησαυροφύλαξ της
αταξίας Νικόλαος, ενόμισεν ότι είδε τον πατέρα του, προ ολίγου καιρού
αποθανόντα, όστις τον ηπείλει και του έλεγεν· «Άφες την διαγωγήν σου. Μη κάμνης
πλέον τίποτε εις τον Δίκαιον τούτον, ίνα μη και εγώ υπόδικος δια την κόλασιν
γίνωμαι, εξ αιτίας της ιδικής σου βαρβαρότητος και ασεβείας, συ δε, αν επιμένης
ούτω να φέρεσαι, παραδοθής δι’ όλην σου την ζωήν εις τον δαίμονα, ίνα παρ’
αυτού τιμωρήσαι». Ευθύς λοιπόν, ως ήκουσε ταύτα ο Νικόλαος παρά του πατρός του,
παρόμοια εκείνων όπου ήκουσεν άλλοτε ο Πιλάτος παρά της γυναικός του, όταν
αφυπνίσθη εκ του ύπνου, κατά την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν επρόκειτο να
κρίνη τον Ιησούν μου, δεν ηνώχλησε πλέον τον Άγιον. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά
και τους άλλους ημπόδιζε, διηγούμενος εις αυτούς το όνειρον. Όθεν, ζητήσας
συγχώρησιν, διήγεν εις το εξής εν σωφροσύνη. Μετά ταύτα πάλιν, διαβληθείς ο
Όσιος Νικήτας ο του Μηδικίου προς τον βασιλέα, ότι και εν τη φυλακή διδάσκει
πολλούς να περιφρονούν την προσταγήν του βασιλέως, απεστάλη εις εξορίαν
παραδοθείς εις τινα στρατιώτην σκληρόν και αντιπαθή. Τοιουτοτρόπως απεμακρύνθη
της Πόλεως ο της ευσεβείας πρόμαχος. Βαδίζων δε πεζή, έφθασεν εις κώμην τινά
Μασαλεών καλουμένην, κειμένην προς τα ενδότερα της Ανατολής. Εκείθεν, πριν
εισέτι συμπληρωθούν πέντε ημέραι, ελθούσης νέας διαταγής, οδηγείται βιαίως παρά
του ιδίου εκείνου στρατιώτου εις νέαν εξορίαν, μετά δε εξαντλητικήν οδοιπορίαν
εν μέσω βροχών και χιόνων και προς το δριμύ ψύχος παλαίων, ο του Χριστού
Αθλητής διήνυσε μακρότατον μήκος οδού εις επτά ημέρας. Ούτε είναι δυνατόν να
είπη τις οποίας θλίψεις υπέστη και εις ποίον σημείον σωματικής εξαντλήσεως
έφθασε. Το δε να σταλή ούτος εις τόσον απεμακρυσμένον τόπον, δεν επενοήθη δι’
άλλο τι, ειμή μόνον δια να μη έχη ελευθερίαν και διδάσκη ανενοχλήτως εις τους
έξωθεν της βασιλίδος τα πρέποντα και αρέσκοντα εις τον Θεόν. Απομακρυνθείς
λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπον ο Όσιος, αφέθη δι’ ολίγον καιρόν ανενόχλητος, ουχί
βεβαίως εκ φιλανθρωπίας του τυράννου, διότι που να ευρεθή εις τούτον η
συμπάθεια! Αντιθέτως, εσκέφθη δια ποίου τρόπου θα του ήτο δυνατόν να στερήση
τον Όσιον και αυτής της ζωής και ούτως ενήργησε. Καλέσας δε τον Ιωάννην, τον
οποίον από τας χείρας του σατανά παρέλαβεν ως γραμματικόν και σύμβουλον, είπε
προς αυτόν· «Να ερευνήσης τάχιστα, με πολλήν φροντίδα, να εύρης τον Νικήταν τον
του Μηδικίου, εκείνον όστις ανθίσταται εις την απόφασίν μου, όταν δε τον εύρης,
να συλλάβης και αυτόν και όσους άλλους είναι μαζί του. Αφού δε κακοποιήσης
αυτούς με όποιον τρόπον θελήσης, πείσον αυτούςνα συμφωνήσουν εις όσα ημείς
πρεσβεύομεν και εάν δεν πείθωνται, φόνευσον αυτούς». Ταύτα είπεν η μανιώδης
εκείνη γλώσσα και ο μεν πάνθηρ, προσπεράσας ευθύς τον λέοντα, συνεφώνησε. Και
τους μεν άλλους εις επιεικεστέρας κάπως φυλακάς ενέκλεισε· τον δε Όσιον Νικήταν
μετά του ακολουθούντος αυτόν μαθητού του, του και διαδόχου της ηγουμενίας εις
ποίας σκληροτάτας τιμωρίας δεν κατεδίκασε; Διότι αμέσως, αφού εχώρισεν αυτούς
απ’ αλλήλων, ενέκλεισεν εις φυλακάς στενωτάτας και σκοτεινάς και δυσώδεις. Και
ως στρωμνήν ούτε σπιθαμήν ράκους ή κλινοσκεπάσματος ή ψιαθίου επέτρεψε να
φέρουν μεθ’ εαυτών. Αλλ’ ούτε και την ελαχίστην τροφήν, ειμή μόνον ελάχιστον
ύδωρ και τούτο δυσώδες. Ρίπτων δε προς αυτούς μικρόν τεμάχιον κριθίνου άρτου
ανά τρεις ημέρας, άφηνε τούτους να συγκατάκεινται μετά των εκκρίσεων των ούρων
και των αφοδευμάτων και δια της πείνης και της δίψης εβασάνιζε τους Οσίους
Πατέρας. Αισθάνομαι, αδελφοί, πονούντας υμάς και δακρύοντας και από μόνην την
των δεινών ακοήν. Αλλ’ ουχί δια τούτο έπασχε και ο γενναίος Αθλητής και αληθής
νικητής Νικήτας. Διότι αυτός ο μακάριος μόνον δια την Εικόνα του Χριστού και
των θεραπόντων Αυτού έπασχε, ταύτα δε πάντα μετά χαράς υπέμενεν, αν και ο
γραμματικός Ιωάννης προσεπάθει να εξοντώση αυτόν δια της λύπης. Διότι ετιμώρει
τον ηγαπημένον μαθητήν του με ολονέν σκληροτέρας και περισσοτέρας κακουχίας,
τας οποίας διηγείτο πρότερον λεπτομερώς εις τον διδάσκαλον, ίνα καταλυπή αυτόν
περισσότερον. Τι δε μετά ταύτα συνέβη; Βλέπων ο κάκιστος εκείνος τιμωρός των
Αγίων, ότι ουδένα εκ τούτων ηδύνατο να πείση όπως αποσπασθή της αυστηράς και
Ορθοδόξου Πίστεως και ότι περισσότερον των άλλων ο Νικήτας ο του Μηδικίου ουδέ
απάντησιν έδιδεν εις αυτόν, κατέφυγεν εις άλλο μέσον ύπουλον και θωπευτικόν. Μεταβάς
δηλαδή προς τους εις ετέρας φυλακάς εγκεκλεισμένους έλεγε· «Συγχωρήσατέ με,
Πατέρες, και μη νομίζετε, ότι αιτία των βασάνων σας είμαι εγώ ο αναίτιος, διότι
εγώ εκπληρώ βασιλικήν προσταγήν. Εάν δε προσπαθήσω να αντιπράξω, θα χάσω την
κεφαλήν μου. Μίαν δε και μόνην συμβουλήν έχω να σας κάμω. Κάμετε οικονομίαν και
επικοινωνήσατε μίαν και μόνην φοράν με τον Θεόδοτον, με οιονδήποτε τρόπον
προτιμάτε, και ευθύς θα απαλλαγήτε των τιμωριών και θα επιστρέψετε χαίροντες
εις τας Μονάς σας». Ήκουσαν οι Πατέρες και υπήκουσαν, δεν γνωρίζω δια τίνα
λόγον· ή συντριβέντες από τας κακουχίας και φιλοψυχήσαντες, το οποίον δεν
νομίζω, ή δι’ άλλο τι σοφώτερον εσκέφθησαν να κάμουν οικονομίαν τινά, με το
οποίον περισσότερον των άλλων συμφωνώ. Διότι τους γενναιοτέρους εκ τούτων, μετά
ταύτα, αυστηρώς παρατηρήσας δι’ επιστολής του ο θερμότατος εν Ομολογηταίς
Θεόδωρος, είδεν ερχομένους εις αντιπαράταξιν προςτον δυσσεβή. Συγκατατεθέντες
λοιπόν εξέρχονται της φυλακής και έρχονται προς τον Όσιον, εγκάθειρκτον ακόμη
και εξηγούσιν εις αυτόν τας κατ’ οικονομίαν ληφθείσας αποφάσεις των,
παρακαλούντες όπως χάριν τούτου συγκαταβή και αυτός και εξέλθη της φυλακής,
ίνα, επικοινωνών μίαν και μόνην φοράν, δυνηθή να ομιλήση μετά δικαίας φωνής.
Και πείθουσιν τούτον, όχι διότι εκάμφθη εκ των δια τον Θεόν κακουχιών· διότι
πως ήθελε καμφθή εκείνος όστις καθ’ όλην αυτού την ζωήν έπασχε δια το όνομα του
Χριστού; Όχι δε μόνον τούτο αλλά και καθ’ ημέραν χάριν του ονόματος τούτου
αποθνήσκοντα; Όχι λοιπόν δια τούτο εδέχθη, αλλά διότι ηθέλησε να συνταπεινωθή
μετά των ταπεινουμένων και να μη φρονή υπέρ τους άλλους. Εξέρχεται λοιπόν ο
πράος και άκακος, αλλά μετά ζήλου. Και μεταβαίνει μετά των Πατέρων προς τον
Θεόδοτον, όπου, τελουμένης της ιερουργίας, προετίθεντοτα Άγια, των οποίων όμως
δεν ηδύνατο να μετάσχη τις, εάν δεν έλεγε, λέγοντος ομοίως και του Θεοδότου, το
: «Τοις μη προσκυνούσι την Εικόνα του Χριστού, ανάθεμα». Τούτων ούτω πραχθέντων
απηλευθερώθησαν από τας φυλακάς και επανήλθον έκαστος εις την Μονήν του. Αλλ’
όχι και ο την τελικήν νίκην επιτυχών μετά την νομισθείσαν ήτταν, ο Όσιος, λέγω,
Νικήτας. Διότι ούτος δεν επανήλθεν εις την Μονήν του· αλλ’ εισήλθεν εις τι
πλοιάριον υπό το πρόσχημα ότι θα αναχωρήση, ίνα κλαύση κατά μόνας και εξιλεώση
το θείον δια την τροπήν την οποίαν υπέστησαν οι Πατέρες, μεταβαίνων εις νήσον
έρημον ανθρώπων. Ότε όμως παρετάχθη μετά των άλλων πλοιαρίων τα οποία συνέπλεον
και έπαυσε να είναι ορατός, στρέψας τα ιστία επιστρέφει πάλιν εις την
βασιλεύουσαν και εισέρχεται και εμφανίζεται προ των εχθρών. Ούτω, ο νομισθείς
ως φυγάς στρατηγός και ως δήθεν παρουσιάσας τα νώτα, δι’ ευστρόφου κινήσεως
προβάλλει τα στέρνα και πρώτος, αρπάσας το δόρυ, κατέρχεται εν τω μέσω της
εχθρικής παρατάξεως και διαπεράσας τας τόσον πολυαρίθμους και ισχυράς φάλαγγας,
επιτίθεται κατά του αρχηγού και εμπηγνύει ολόκληρον την λόγχην αυτού εις τα
στέρνα του. Και εις τους νικηθέντας στρατιώτας, δια της μονομαχίας ταύτης,
αποδώσας θάρρος και προθυμίαν, ανεγείρει τέλειον το τρόπαιον και τα βραβεία της
νίκης αναιμάκτως φέρει, αποδοθέντα παράτου δικαίως αποδώσαντος Θεού. Διότι
ευθύς ως παρουσιάσθη εις τον Λέοντα, ήκουσε παρ’ αυτού· «Δια ποίαν αιτίαν, εν ω
όλοι οι άλλοι υπήκουσαν εις το βασιλικόν πρόσταγμα και αποκατεστάθησαν προθύμως
εις τας Μονάς των, συ μόνος, αυθαδιάζων, ευρίσκεσαι εδώ, ταράσσων τους απλούς
ανθρώπους και διδάσκων αθέμιτα; Πρόσεξε διότι, εάν δεν υπακούσης και συ εις εμέ
και δεν απέλθης ταχέως εις το Μοναστήριόν σου κακήν κακώς μέλλεις να αποθάνης,
αφού πρότερον υποβληθής εις σκληράς και απιστεύτους τιμωρίας». Τότε ο θείος
Νικήτας δι’ απτοήτου ψυχικού παραστήματος, ισχυρά τη φωνή, διεκήρυξεν ειπών·
«Γνώριζε και συ, βασιλεύ αρνησίθεε, ότι εμμένω σταθερώς εις τους πρώτους μου
λογισμούς και την Εικόνα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και των Αγίων σέβομαι,
εις δε το θέλημά σου δεν υπακούω. Μετά των μετά σου εις επικοινωνίαν δεν
έρχομαι. Και αν δια την προς τους Πατέρας υπακοήν υπεχώρησα ολίγον, όμως έπραξα
τούτο μετά ομολογίας και της πρεπούσης συμφωνίας. Αλλά και σε, τον αθετούντα
την προσκύνησιντων αγίων Εικόνων και τους ομόφρονάς σου αναθεματίζω. Πράξε
λοιπόν εκείνο το οποίον θέλεις». Κατ’ αυτόν τον τρόπον ωμολόγησεν ο Όσιος· ο δε
τύραννος, πληρωθείς εντροπής και αισχύνης, παρέδωσε τούτον εις τινα Ζαχαρίαν,
διοικητήν τότε των αυστηρών φυλακών, προς φυλάκισιν και κακοποίησιν. Εκείνος
δε, αφού παρέλαβε τον Όσιον, ουδόλως τον εκακοποίησεν, ούτε έπραξε τι το οποίον
να τον λυπήση, επειδή ήτο ευσεβής και ήμερος έχων μετά των άλλων ψυχικών του
αρετών και την συμπάθειαν. Αλλ’ ούτε και εις την ειρκτήν τον έρριψεν. Αντιθέτως
συμπεριεφέρετο προς τον Άγιον με σεμνότητα και προσέφερεν εις αυτόν πάσαν
περιποίησιν. Ούτος δε ο θαυμάσιος Ζαχαρίας δεν εβράδυνε να λάβη την ανταμοιβήν.
Διότι, ότε μετά καιρόν αποσταλείς παρά του βασιλέως εις τα μέρη της Θράκης δια
την διοίκησιν των δημοσίων πραγμάτων, συνελήφθη υπό βαρβαρικών χειρών και
ωδηγείτο αιχμάλωτος, ο Άγιος, εξόριστος τότε και φυλακισμένος εις τινα νήσον,
μαθών την συμφοράν του Ζαχαρίου, δια της προσευχής του ηλευθέρωσε τούτον των
βαρβαρικών χειρών. Όμως ο τύραννος δεν ηνείχετο τον Όσιον ούτω φυλαττόμενον
παρά του Ζαχαρίου, αλλ’ επεθύμει να τον υποβάλη εις δεινότερα κακά. Όθεν
στέλλει ευθύς τον Αθλητήν προς τον Άνθιμον τον τότε διωρισμένον ως έξαρχον των
πέριξ του κόλπου της Νικομηδείας Μοναστηρίων, άνδρα ημίανδρον (ευνούχον), όστις
είχεν αποκεκομμένα τα παιδογόνα μόρια και μετ’ αυτών και την ψυχήν, ελεεινόν
και απάνθρωπον, σύντροφον της μοχθηρίας, τον οποίον και Καϊάφαν ωνόμαζον δια
την σκληρότητα και τον εκφυλισμόν του, δια τούτο δε και αποσταλέντα παρά του
τυράννου εις την περιοχήν εκείνην, ίνα κακοποιή τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν
παραλαβών τον Όσιον και οδηγήσας αυτόν εις την νήσον, εις την οποίαν τιμάται η
Οσία Γλυκερία, και εγκλείσας αυτόν εκεί εις στενωτάτην φυλακήν, της οποίας τας
κλείδας εκράτει ο ίδιος, επί εξ ολόκληρα έτη αφήκεν αυτόν εκεί εν τελεία
απομονώσει, καταβασανίζων δια της πείνης, καταπιέζων δια της δίψης, αποπνίγων
δια των δυσωδιών, καταθλίβων δι’ ονειδισμών, κατακόπτων το σώμα αυτού δι’
αιχμηράς κλίνης, εις την οποίαν υπεχρέωνε αυτόν να κοιμάται, και με ένα λόγον
τα πάντα πράττων, με μόνον σκοπόν ίνα μεταπείθων τον Άγιον εξαναγκάση αυτόν να
υποταγή εις το θέλημα του βασιλέως. Αλλ’ εις μάτην έκραζεν εκείνος ο σαρκοβόρος
κόραξ. Διότι ο Θεός επιβλέψας εις την τοσαύτην υπομονήν τού δούλου Αυτού, τον
μεν δυσσεβή βασιλέα εξέβαλεν εκ του μέσου παραχωρήσας ώστε να αποκοπή ο άθλιος
δια μαχαίρας υπό τινων νεωτερισάντων εντός του Ναού των ανακτόρων, άλλον δε
ανεβίβασεν εις τον θρόνον, τον οποίον εκείνος είχε σιδηροδέσμιον, ως ύποπτον
επιβουλής κατ’ αυτού, ονομαζόμενον Μιχαήλ. Δια τούτου λοιπόν του Μιχαήλ του
επιλεγομένου Τραυλού (820 – 829) εδωρήσατο ο Θεόςτην ελευθερίαν εις τους
Πατέρας, αν και ούτε και αυτός υπεστήριξεν, όπως έπρεπε, την Ορθοδοξίαν. Μεταξύ
των Πατέρων τούτων, οι οποίοι απηλευθερώθησαν, ήτο και το τέκνον των
Ομολογητών, τέκνον όμοιον των Πατέρων εκείνων και Πατήρ Πατέρων και Ομολογητών
και Μάρτυς άνευ αίματος, ο Όσιος Νικήτας. Μετά ταύτα διαβιώσας επί χρόνους
τινάς ησύχως εις τι Μετόχιον, κείμενον προς το βόρειον μέρος της βασιλευούσης
και δια πλείστων θαυμάτων διαλάμψας, απήλθε των ενθάδε οσίως ο Όσιος καο προς
τας ουρανίους σκηνάς μετεφέρθη και εις την προσκυνητήν Τριάδα παρουσιάσθη, παρά
της οποίας και εστεφανώθη και τα βραβεία της νίκης άφθαρτα απεκόμισε, πρεσβεύων
απαύστως υπέρ ημών, μετά παρρησίας εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω πρέπει
δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου