Λόγος εις την παραβολήν της Κυριακής του ΑΣΩΤΟΥ διαλαμβάνων και περί Μετανοίας. (Δαμασκηνού του Υποδιακόνου και Στουδίτου)

Μέγα κακόν είναι, Άγιοι Πατέρες και ευλογημένοι Χριστιανοί, η απόγνωσις και τοιούτον κακόν, ώστε γίνεται αιτία κολάσεως εις τον άνθρωπον. Στερέωμα και θεμέλιον των αμαρτιών όλων αύτη η απόγνωσις είναι. Διότι όταν αμαρτήση τις και σφάλη μεγάλως εις τον Θεόν, έπειτα δε να μη έλθη εις μετάνοιαν και εις εξομολόγησιν, αλλά να απογνωσθή τελείως και να λέγη, ότι σωτηρίαν δεν ευρίσκει, τι άλλο μεγαλύτερον και χειρότερον κακόν είναι απ’ αυτό; Πολλοί των ανθρώπων εκολάσθησαν απ’ αυτήν την απόγνωσιν, όπως οι Εβραίοι οίτινες εσταύρωσαν τον Χριστόν, καθώς και αυτός ο Ιούδας. Διότι εάν και τοσαύτην ασέβειαν εποίησεν ο Ιούδας, και επρόδωσε τον Χριστόν εις θάνατον, εν τούτοις εάν ήθελε μετανοήσει και προσδράμει εις τον Χριστόν και είπη ότι έσφαλε, πάλιν θα τον εδέχετο ο Χριστός και θα τον εσυγχώρει. Όμως δεν μετενόησεν ο ταλαίπωρος, αλλ’ έπεσεν εις απόγνωσιν, και είπεν ότι πλέον σωτηρίαν δεν έχει· δια τούτο επήγε και εκρεμάσθη και εκληρονόμησε την αιώνιον κόλασιν. Όχι δε μόνον ο Ιούδας, αλλά και άλλοι πολλοί ήσαν και είναι έως την σήμερον, οίτινες διαπράττουν αμαρτίας, έπειτα δεν μετανοούν εις ό,τι κακά έκαμαν, αλλά και πάλιν εάν μετανοήσουν τους δέχεται ο Θεός.

Όμως ο διάβολος φέρει αυτούς εις απόγνωσιν, δια να μη μετανοήσουν και σωθούν. Λέγουν δε καθ’ εαυτούς, ότι ημείς, οίτινες εποιήσαμεν τόσας αμαρτίας, είναι δυνατόν να σωθώμεν; Ημείς δεν σωζόμεθα, και αφού μέλλει να κολασθώμεν, ας ποιήσωμεν ό,τι μας αρέσει, ας αμαρτήσωμεν, ας κλέψωμεν, ας πορνεύσωμεν, ας φονεύσωμεν, ας μοιχεύσωμεν, ας προδόσωμεν, ας συκοφαντήσωμεν, ας ομόσωμεν ψεύματα, ας αδικήσωμεν, ας κάμωμεν όσα μας ευφραίνουν και όσα θέλομεν και ορεγόμεθα. Οι τοιούτοι άνθρωποι πίπτουν από διαβολικής ενεργείας εις απόγνωσιν και δεν μετανοούν, αλλ’ αυτοκτονούν. Δια τούτο χρεωστούμεν πάντοτε ημείς να διακηρύττομεν την φιλανθρωπίαν του Θεού, δια να ακούωσιν οι αμαρτωλοί και πταίσται και να μη απογινώσκουν εαυτούς, αλλά να μετανοούν και να προσπίπτουν εις τον Θεόν. Μάλιστα δε από όλας τας ημέρας σήμερον είναι πρέπον να κάμωμεν αυτό· επειδή και αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δια της σήμερον αναγινωσκομένης ευαγγελικής περικοπής, μας διδάσκει περί αυτής της ευσπλαγχνίας του Θεού και αποδεικνύει δια της παραβολής του, ότι δεν είναι καμμία αμαρτία, ήτις να νικά την ευσπλαγχνίαν του Θεού. Ακούσατε αδελφοί τι λέγει η παραβολή αύτη του Κυρίου: «Άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και είπεν ο νεώτερος αυτών τω Πατρί· Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας· και διείλεν αυτοίς τον βίον». Το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον όλον εις τρία είναι διηρημένον· εις έργα, εις αναγωγήν και εις παραβολάς. Εις έργα μόνον είναι, ως η Σταύρωσις του Κυρίου, ως η Ταφή του, ως η Ανάστασίς του, τα οποία δεν είναι δυνατόν να τα είπης με αναγωγήν διότι όστις τα είπη με αναγωγήν αμαρτάνει· επειδή ο τοιούτος δεικνύει ότι δεν έγιναν επ’ αληθείας. Αναγωγή δε είναι, ως εκείνο το οποίον διηγείται το Ευαγγέλιον δια τον Ζακχαίον (Λουκ. ιθ: 2 – 10), διότι ο Ζακχαίος ομοιοί την ανθρωπίνην φύσιν· ως η συκή, (Ματθ. κα: 19 – 20, Μάρκ. ια: 13 – 14), ήτις ομοιοί την αμαρτίαν, ως η συκομορέα (Λουκ. ιθ: 4) ήτις ομοιοί και αυτή την αμαρτίαν. Παραβολαί δε πάλιν είναι, ως εκείνη δια της οποίας ο Κύριος ομοιοί τον λόγον του με μαργαρίτην (Ματθ. ζ: 6, ιγ:45 – 46) και βασιλέα (Ματθ. ιη: 23), ή ως λέγει: «άνθρωπος τις εποίησε δείπνον μέγα» (Λουκ. ιδ: 16), ή αλλού όπου λέγει: «Εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον» (Ματθ. ιγ: 4), ή πάλιν: «Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα» (Λουκ. ιβ: 16). Δια ταύτα λοιπόν και η σημερινή περικοπή του αγίου Ευαγγελίου λέγεται παραβολή. «Άνθρωπός τις είχε δύο υιούς» (Λουκ. ιε: 11). Ποίος είναι ο άνθρωπος αυτός; Ο Θεός ο εύσπλαγχνος και μακρόθυμος, ο αγαπών την σωτηρίαν του ανθρώπου, ο Πατήρ όλων των ανθρώπων. Ποίους δε είχεν υιούς; Τους Δικαίους και τους αμαρτωλούς· και πρεσβύτερος μεν υιός είναι οι Δίκαιοι, επειδή εξ αρχής ο Θεός τον άνθρωπον δίκαιον και αγαθόν και καλόν τον έκαμε· νεώτερος δε είναι οι αμαρτωλοί, επειδή ύστερον, αφού εξέπεσεν ο άνθρωπος από τον Παράδεισον, έγινεν αμαρτωλός και πταίστης εις τον Θεόν. Ο νεώτερος υιός εζήτησε το μερίδιόν του και καλώς εποίησεν όπου το εζήτησεν, αλλά κακώς το εδαπάνησεν· εμοίρασεν ο πατήρ τον βίον του· πως; Δηλαδή ο Θεός τον κόσμον του όλον και τα ποιήματά του τα διεμοίρασε δωρεάν εις τους ανθρώπους και εις Δικαίους και εις αμαρτωλούς, τους έδωκε ψυχήν, να κυβερνώνται με λόγον, και χωρίς γνώσιν και συμβουλήν να μη κάμνουν τίποτε· τους έδωκεν εξουσίαν, επειδή αυτεξουσίως τους έπλασεν· τους έδωκεν ελευθερίαν, δια να είναι ελεύθεροι και αυτεξούσιοι να μη εμποδίζωνται από τον Θεόν καν το καλόν θέλωσι να πράξουν καν το κακόν· τους έδωκε και δύο νόμους, τον φυσικόν, δια του οποίου έκαστος άνθρωπος γνωρίζει εκ φύσεως το αγαθόν, και τον γραπτόν, τον οποίον έγραψαν οι Άγιοι εκ στόματος Θεού, δια να παιδαγωγούνται απ’ αυτούς και να ποιώσι το θέλημα του Θεού. Ουδέν αφήκεν ο Θεός απρονόητον, αλλ’ όλα τα έδωκεν εις τους ανθρώπους, τας βασιλείας, τας αυθεντίας και τας εξουσίας ο Θεός τας εχάρισεν εις τους ανθρώπους, καθώς το μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος λέγων· «Ου γαρ εστιν εξουσία, ειμί υπό Θεού» (Ρωμ. ιγ: 1). Αλλά και αυτά τα μεγάλα χαρίσματα, προφητείας, αποστολάς, διδασκαλίας, δυνάμεις, χαρίσματα ιαμάτων και όσα είναι των Αγίων τα έργα και αυτά τα διεμοίρασεν ο Θεός, ως λέγει πάλιν ο Παύλος· «Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού, και μέλη εκ μέρους. Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον Αποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον Διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α΄ Κορ. ιβ: 27 – 28). Και πάλιν κάτωθεν ο αυτός Απόστολος δεικνύει ότι όλα τα χαρίσματα δεν τα έδωκεν ο Θεός εις ένα άνθρωπον λέγων· «Μη πάντες Απόστολοι; Μη πάντες Προφήται; Μη πάντες διδάσκαλοι; Μη πάντες δυνάμεις; Μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων;» (αυτ. 29 – 30). Αυτή είναι η διανομή των χαρισμάτων την οποίαν έκαμεν ο Θεός εις τους ανθρώπους. «Και μετ’ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού, ζων ασώτως». Επειδή νέος ήτον, ως μωρός ούτως έπραξεν. Εχωρίσθη από τον Θεόν, αλλά ο Θεός δεν εχωρίσθη απ’ αυτόν, διότι ο Θεός ουδένα αναγκάζει δια να τον δουλεύη. Αφήκεν ο νεώτερος υιός τον πατρικόν του οίκον και επήγεν εις των δαιμόνων τας κατοικίας· κατεφρόνησε την Εκκλησίαν και έδραμεν εις διασκεδάσεις και χορούς και αισχράς πράξεις· άφησε την πρώτην του τιμήν, την οποίαν του εχάρισεν ο Θεός εξ αρχής, και απέκτησεν ατιμίαν από τα έργα του· έχασε την παρθενίαν την οποίαν του έδωκεν ο Θεός, και έπεσεν εις ασωτίας και παρανομίας· έχασε την δικαιοσύνην και απέκτησε την αδικίαν· έχασε την ανδρείαν και εκέρδισε την δειλίαν· έχασε την σωφροσύνην και εύρε την ασωτίαν· άφησε την αγάπην του ηγαπημένου Πατρός και έδραμεν εις την αγάπην των διαβολικών έργων· άφησε την πατρικήν ευσπλαγχνίαν και έδραμεν εις την διαβολικήν σκληρότητα· εις χώραν μακράν επήγεν, επειδή λέγει και ο θείος Απόστολος Παύλος: «Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄ Κορ. στ: 14). Χώρα μακρυνή ονομάζεται εκείνη η χώρα, εις την οποίαν επήγεν ο νεώτερος υιός, επειδή ως ορίζει και ο Προφήτης Ησαϊας: «Ως απέχει ο ουρανός από της γης, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών, και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου» (Ησαϊας νε: 9). Εις την τοιαύτην χώραν εσκόρπισεν ο νεώτερος υιός την πατρικήν του κληρονομίαν· εκεί, χαιρόμενος με ατάκτους νέους, εκινδύνευσεν· εκεί τρώγων και πίνων εγυμνώθη από την Χάριν του Θεού· εκεί παίζων και τρυφών τας μεν αρετάς όπου είχεν, απώλεσεν, τας δε αμαρτίας, όπου δεν είχεν, απέκτησεν· εκεί πορνεύων και μιαινόμενος έχασε την σωφροσύνην· εκεί αδικών τους πτωχούς, έχασε την δικαιοσύνην· εκεί εσκόρπισε τα χαρίσματα της ψυχής του και ηύξησε τα θελήματα του σώματος· εκεί εσκόρπισε τον πατρικόν του πλούτον και εσώρευσε τα δαιμονικά έργα· εκεί εξεδύθη την χάριν του Αγίου Βαπτίσματος και ενεδύθη το ένδυμα της αμαρτίας· εκεί εσκόρπισε την κληρονομίαν αυτού ο νεώτερος υιός. «Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα, εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι· και παρευθύς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ». Αφού όμως εδαπάνησε την περιουσίαν αυτού ο νεώτερος υιός, έγινε πείνα μεγάλη εις την χώραν εκείνην, και αυτός ήρχισε να πεινά. Από δε την πείνα του την πολλήν επήγε και προσεκολλήθη εις άρχοντα τινά της χώρας εκείνης, αυτός δε τον έστειλε εις τους αγρούς του να βόσκη χοίρους. Επεθύμει δε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, τα οποία έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδεν. Εδαπάνησεν ο άσωτος τον βίον του, επειδή η χάρις του Θεού, δεν μένει εις τον αμαρτωλόν άνθρωπον· εσκόρπισε την περιουσίαν του επειδή εις ασυνέτου ψυχήν η Χάρις του Θεού δεν εισέρχεται, εάν δε και εισέλθη, ταχέως θέλει εξέλθει. Αφού απώλεσε τα χαρίσματα του Θεού, τότε έγινε και πείνα μεγάλη· γίνεται δε μεγάλη πείνα εκεί όπου δεν δουλεύεται ο καρπός της παρθενίας· πείνα δυνατή γίνεται και εκεί όπου δεν αυξάνει το κάθε καλόν· εκεί και αιτία του θανάτου η πείνα γίνεται. Ήρχισε λοιπόν ο νεώτερος υιός να πεινά· διότι κανέν καλόν δεν του έμεινε· μόνον τα έργα της αμαρτίας και της εντροπής, εκείνα έμειναν εις την ψυχήν του· και επειδή επείνα, επήγε και έγινε δούλος του διαβόλου· έγινεν αιχμάλωτος του άρχοντος της αμαρτίας. Άρχων του κόσμου ο διάβολος λέγεται, ως ορίζει και ο Κύριος εις το Ευαγγέλιον· «Νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωάν. ιβ: 31). Επειδή λοιπόν έχασε την πατρικήν κληρονομίαν, εδουλώθη εις τον άρχοντα του κόσμου. Αφού άφησε τον Θεόν και τον Παράδεισον, αφού εσκόρπισε τας καλωσύνας του, αφού έχασε τον πλούτον της Χάριτος του Θεού, αφού έπεσεν εις μεγάλην πτωχείαν, επήγε και έγινε δούλος του διαβόλου, του άρχοντος της χώρας της μακρινής, της αμαρτίας· και αυτός τον έστειλεν εις τους αγρούς του να βόσκη χοίρους· επειδή οι δαίμονες ούτω τιμούν όσους τους τιμούν, ούτως αγαπώσιν όσους τους αγαπούν· τοιαύτα χαρίσματα δίδουν εις εκείνους όπου τους υπηρετούν· τον έστειλεν εις τους αγρούς να βόσκη χοίρους. Ποίοι είναι οι αγροί, και ποίοι είναι οι χοίροι; Αγροί του διαβόλου είναι αι πόρναι γυναίκες, αίτινες κάμνουν τον καρπόν του διαβόλου· οι κρυφοί τόποι, εις τους οποίους γίνονται αι πορνείαι και οι φόνοι· το τελώνειον της αδικίας, ο τόπος της αρπαγής, η κατοικία των κλεπτών, η ανάπαυσις και η τρυφή του διαβόλου, εκείνοι είναι οι αγροί του. Επειδή λοιπόν εις τοιούτους αγρούς έστειλεν ο διάβολος τον άνθρωπον, τι άλλο είχεν ο άνθρωπος να κάμνη, παρά να πορνεύη, να κλέπτη, να φονεύη, να μοιχεύη, να αδική, να πλεονεκτή, να συκοφαντή, και άλλας αμαρτίας να κάμνη; Αυτή είναι η βοσκή των χοίρων. Τοιούτους χοίρους έβοσκεν ο άσωτος και πάλιν επεθύμει να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, όπου έτρωγαν οι χοίροι, και δεν εύρισκε. Το ξυλοκέρατον εις μεν την αρχήν έχει γλυκύτητα τινά, ύστερον όμως μένει ώσπερ άχυρον εις το στόμα του ανθρώπου. Ούτως είναι και η αμαρτία· εις μεν την αρχήν είναι γλυκυτάτη, εις δε το τέλος γίνεται πικροτάτη, ως λέγει και ο σοφός Σολομών: «Μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις» (Παρ. ε: 3 – 4). Και όχι μόνον η πορνεία είναι τοιαύτη, αλλά πάσα αμαρτία και ατυχία εις το τέλος έχει μεταμέλειαν και πικρίαν. Τόσον λοιπόν αχόρταστος ήτον ο νεώτερος εκείνος υιός, ώστε επεθύμει να γεμίση την ψυχήν του αμαρτίας. Αχόρταστον κακόν είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, η αμαρτία, δια τούτο ορίζει και ο σοφός Σολομών εις τας Παροιμίας του: «Άδης και έρως γυναικός και γη ουκ εμπιπλαμένη ύδατος και ύδωρ και πυρ ου μη είπωσιν· αρκεί» (Παρ. κδ: 51). Όσον συνηθίζει ο άνθρωπος εις την αμαρτίαν, τόσον και περισσότερον παρακινείται εις αυτήν, καθώς λέγει και ο Απόστολος: «Αφορμήν δε λαβούσα η αμαρτία» (Ρωμ. ζ:8) έλκει εις παντελή απώλειαν. Επεθύμει μεν να χορτάση αμαρτίας, αλλά δεν του τας έδιδε ουδείς· δηλονότι όσας αμαρτίας και ατυχίας ηγάπα να κάμνη, δεν του επέτρεψεν ο τόπος και ο καιρός να τας τελειώση. Διότι δεν είναι δυνατόν, όσα κακά βούλεται ο άνθρωπος, να τα κάμη όλα, ή από φόβον ανθρώπων, ή από εντροπήν του κόσμου, ή από αναβολήν του τόπου, ή από εμπόδιον του καιρού, ή το περισσότερον από φόβον Θεού. «Εις εαυτόν δε ελθών, είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου, και ερώ αυτώ· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου· και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού». Ελθών εις εαυτόν ο άσωτος δεν ηρέσκετο πλέον εις την υπηρεσίαν του διαβόλου. Όθεν ηβουλήθη να υπάγη να υπηρετή τον πατέρα του, και είπε· «Αρκεί ο καιρός τον οποίον διήλθον εις αμαρτίας· αρκεί ο χρόνος όπου διέτριψα εις ασωτίας. Τώρα ας επιστρέψω καλά, οπόθεν κακώς εξήλθον. Ας υπάγω εις τον εύσπλαγχνον πατέρα και Θεόν, όστις δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού «ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς και ζην αυτόν» (Ιεζ. ιη: 23). Ας προφθάσω εις τους οικτιρμούς του, ότι από πολλού με περιμένει· ας υπάγω προς τον Πατέρα μου, διότι αυτός είναι μακρόθυμος, και «μη οργήν επάγων καθ’ εκάστην ημέραν» (Ψαλμ. ζ: 12), ας υπάγω να ταπεινωθώ, και ίσως να τιμηθώ· διότι αυτός ώρισεν· «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. ιδ: 11). Ας κινήσω να υπάγω, διότι λέγει ο Προφήτης Μαλαχίας· «Επιστρέψατε προς με, και επιστραφήσομαι προς υμάς, λέγει Κύριος» (Μαλ. γ: 7). Ας υπάγω, και ας ειπώ, ότι έσφαλα και αυτό μόνον με αρκεί δια να σωθώ· αρκεί μόνον αυτό να δικαιωθώ. Επειδή Πατέρας μου είναι ο Πανάγαθος Θεός, δεν δύναται να με αποδιώξη· επειδή εύσπλαγχνος είναι, ως ακούση ότι έσφαλα, δεν είναι δυνατόν να μη συγχωρήση το πταίσιμόν μου. Δεν είναι δυνατόν, ως ακούση την ιδικήν μου φωνήν, να μη λησμονήση την ιδικήν του οργήν. Γνωρίζω πόσα δύναται η μετάνοια, γνωρίζω πόσα δύνανται τα δάκρυα· πως τον Μανασσήν έσωσε, πως τον Εζεκίαν επολυχρόνησε, πως την πόρνην ηλέησε, πως τον Τελώνην εδικαίωσε. Γνωρίζω πως κάθε αμαρτωλός τρέχει προς Αυτόν και συγχωρείται· γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου, θέλει με λυπηθή, επειδή μετανοώ και δεν θέλει με κολάσει, αν και έσφαλα. Πόσοι αμαρτωλοί επέστρεψαν; Πόσοι πταίσται μετενόησαν; Πόσοι αμαρτωλοί μετέβαλον γνώμην; Πόσοι κακότροποι μετενόησαν; Και όμως όλους αυτούς τους εδέχθη. Τι παράξενον είναι εάν δεχθή και εμέ; Θεός είναι και δέχεται τους αμαρτωλούς· ας εγερθώ και ας υπάγω και εγώ». Ηγέρθη λοιπόν και επήγε· διότι δεν είναι πρέπον μόνον να σκεπτώμεθα το καλόν, αλλά και να το κάμνωμεν. «Έτι δε αυτού μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού, και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο Πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν· και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού, και υποδήματα εις τους πόδας· και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν, θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν· ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη· και ήρξαντο ευφραίνεσθαι». Μακράν ήτο ο υιός του πατρός δια τας αμαρτίας του, αλλά δια την μετάνοιάν του επλησίασε· μεσίτας δεν είχε να βάλη· ικέτας δεν είχε να θέση, ειμή μόνον τα δάκρυά του· το στήθος εκτύπα, τους οφθαλμούς έκυπτε κάτω. Και όμως ο φιλάνθρωπος Θεός τον είδε, επειδή δεν αποστρέφεται τους αμαρτωλούς· τον ελυπήθη, επειδή ήτο πατήρ του και εκείνος υιός του· τον εφίλησε, επειδή τον ηγάπα, αν και ήτον αμαρτωλός· τον προϋπήντησεν ακόμη, επειδή είναι πολύ εύσπλαγχνος· δεν εσιχάθη τον λαιμόν, όστις ήτο πλήρης αμαρτίας, αλλ’ έβαλε τας αγίας του χείρας εις αυτόν και τον εφίλησεν αχορτάστως, ώσπερ και ο Ιακώβ τον Ιωσήφ. Ω μεγάλης αγάπης και φιλανθρωπίας του Θεού! Ο αμαρτωλός εδάκρυσεν εις την γην, ο μόνος αναμάρτητος Θεός τον ελυπήθη εκ του ουρανού. Τις είδε ποτέ κριτήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποίος είδε ποτέ αυθέντην να κολακεύη τον δούλον του; Και όμως και έγιναν αυτά όλα και εξακολουθούν να γίνωνται έως του νυν προς ημάς τους αμαρτωλούς, όταν μετανοούμεν. Ως είδε λοιπόν ο υιός, ότι τον ελυπήθη ο πατήρ του, δεν ηρκέσθη μόνον εις αυτό, αλλ’ ηθέλησε και αυτός να δείξη την γνώμην του. Δεν του ήτο αρκετή μόνη η ευσπλαγχνία του πατρός του· δεν τον ικανοποιούσεν η επίδειξις της αγάπης μόνον του πατρός του, αλλά και εκείνα όπου εμελέτησεν εις τον εαυτόν του τα είπε και έμπροσθεν του πατρός του· «Πάτερ, εάν με συγχωρής να σε καλώ πατέρα, εάν δεν πταίω και εις αυτό τίποτε με το να τολμώ να σε ονομάζω πατέρα, εάν δεν ατιμάζω με το αμαρτωλόν μου στόμα το γλυκύτατον και τίμιον όνομά σου, Πάτερ κατά χάριν, και δημιουργέ κατά φύσιν, έσφαλα· τι άλλο έχω να είπω; Ομολογώ εκείνο, το οποίον γνωρίζεις, δεικνύων εκείνο όπερ δεν σε λανθάνει. Αμαρτωλός είμαι και το γνωρίζεις· έπταισα εις τον ουρανόν και έμπροσθέν σου· δεν τολμώ να σε ατενίσω, διότι είμαι τετυφλωμένος από τας αμαρτίας. Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν, ότι είναι θρόνος σου· έσφαλα έμπροσθέν σου, διότι γνωρίζεις τας ανομίας μου· δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου· μόνος μου γίνομαι απόκληρος. Τον εαυτόν μου καταδικάζω, τον εαυτόν μου κατακρίνω· μόνος μου αποφασίζομαι, δεν χρειάζομαι κατήγορον, δεν χρειάζομαι μάρτυρας. Έσωθέν μου με ελάγχουν οι μάρτυρες· η συνείδησίς μου με κατηγορεί, αι αμαρτίαι μου με καταδικάζουν· αι πορνείαι, αι μοιχείαι, οι φόνοι, αι αδικίαι, αι πλεονεξίαι, αι παρανομίαι, αι αμαρτίαι, τας οποίας έκαμα εν νυκτί και εν ημέρα με καταισχύνουν. Και λοιπόν δεν είμαι άξιος, Κύριε, να ονομασθώ υιός σου, διότι πως να δυνηθώ να ίδω την Εκκλησίαν, την οποίαν επί τοσούτον καιρόν εγκατέλειψα; Με ποίους οφθαλμούς να ίδω την φοβεράν και αγίαν σου τράπεζαν, όπου απεξενώθην απ’ αυτήν; Πως να ακούσω τα λόγια της Γραφής σου, όπου τα ωτία μου είναι ερρυπωμένα από αισχρούς και κακούς λόγους; Πως να ενατενίσω εις τα άγια βιβλία σου, όπου τα κατεπάτησα με τα έργα μου; Πως να λάβω τα άχραντά σου Μυστήρια, όπου αι χείρες μου είναι μεμολυσμέναι από αμαρτίας; Πως να εισέλθη ο Χριστός εις το στόμα μου, το οποίον ήτο έτοιμον εις ύβρεις, εις κατηγορίας, εις ονειδισμούς, εις καταδόσεις, εις βλασφημίας, εις μωρολογίας, εις αργολογίας, εις ψευδολογίας, εις επιορκίας, εις ασχημολογίας; Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου. Όστις είναι υιός πονηρός, είναι ανάξιος Πατρός αγαθού. Όστις αγαπά τας ηδονάς του κόσμου, στερείται της αγάπης του Θεού. Όστις αγαπά τα θελήματα του σώματός του, μισεί το καλόν της ψυχής του. Όστις ορέγεται τας αμαρτίας, αποστρέφεται τας αρετάς. Εγώ είμαι ο πταίστης εις όλα· εγώ είμαι εκείνος όστις κατεφρόνησα τα αγαθά και εζήτησα τα κακά, όστις εμίσησα τας αρετάς και ηγάπησα τας αμαρτίας και λοιπόν δέξου με ως φύσει εύσπλαγχνος και μακρόθυμος όπου είσαι». Ταύτα ως ήκουσεν ο φιλάνθρωπος Πατήρ και Θεός, είπε προς τους δούλους του· ποίους δούλους; Τους υπηρέτας των προσταγμάτων του, τους πληρωτάς του θελήματός του· τι λοιπόν τους είπεν; «Ούτος όστις λέγει ότι είναι ανάξιος των αγαθών μου, ας γίνη άξιος των δωρεών μου· ούτος, όπου κατακρίνει τον εαυτόν του, ας δικαιωθή· ούτος, όπου μετανοεί δια τας αμαρτίας του, ας απολαύση τα πρώτα του αγαθά. Εκβάλετε την πρώτην του ενδυμασίαν και ενδύσατε αυτόν· εκβάλετε την ενδυμασίαν, όπου υφαίνεται εις το άγιον Βάπτισμα· εκβάλετε την ενδυμασίαν όπου κατασκευάζεται εις την Εκκλησίαν· φέρετε την πρώτην του στολήν, όπου τελειούται εκ Πνεύματος Αγίου και ενδύσατε αυτόν· Είναι γεγυμνωμένος, ενδύσατε αυτόν, διότι τον εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε αυτόν, διότι βασιλέα τον έκαμα εις όλα μου τα ποιήματα και απρεπές είναι να ίσταται γυμνός. Στολίσετε αυτόν, διότι δι’ αυτόν εστόλισα εγώ τον κόσμον. Στολίσετε τα μέλη του ηγαπημένου μου υιού, διότι δεν δύναμαι να τον βλέπω γυμνόν. Δεν υπομένω να βλέπω την εικόνα μου γυμνήν και άσχημον. Ιδική μου αισχύνη είναι του υιού μου η αισχύνη· ιδική μου τιμή είναι του υιού μου η τιμή. Δια τούτο στολίσατε αυτόν και βάλετε και δακτυλίδιον εις την χείρα αυτού, δηλονότι τον αρραβώνα του Παναγίου Πνεύματος δια να φυλάττεται απ’ αυτό. Δια να βαστά την σφραγίδα μου, να είναι φοβερός εις όλους τους εχθρούς του· δια να φαίνεται από μακρόθεν ποίου Πατρός είναι υιός. Δότε του και υποδήματα εις τους πόδας, δια να μη εύρη πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και την δαγκάση· δια να δύναται να καταπατή την κεφαλήν του νοητού δράκοντος, δια να συντρίβη τα κέντρα του διαβόλου. Δότε του υποδήματα εις τους πόδας, δια να περιπατή εις την βασιλικήν οδόν, δια να βαδίζη εις αγαθοποιϊας. Τους γυμνούς του πόδας, όπου ήσαν έτοιμοι να τρέχουν εις την οδόν της αμαρτίας, υποδήσετέ τους με υποδήματα, δια να τρέχουν τώρα εις την οδόν της Βασιλείας των ουρανών. Ω περισσής φιλανθρωπίας Θεού! ω πολλής ευσπλαγχνίας Πατρός, ω μεγάλης μακροθυμίας Δεσπότου! Πόσον έπταισεν ο υιός; Πόσον παρεπίκρανε τον πατέρα του με έργα, με λόγους, με νοήματα, με νεύματα, με λογισμούς, με ασωτίας, με δαιμονικά έργα και πάλιν δια να μετανοήση και να ειπή ότι έσφαλε, τον εδέχθη ο Πατήρ. Και όχι μόνον τοσούτον, αλλά και εις την άλλην προσταγήν των δούλων του ορίζει να φέρουν και τον μόσχον τον σιτευτόν να τον σφάξουν, και είπεν· «Εκβάλετε τον μόσχον τον σιτευτόν, δηλονότι τον Υιόν του Θεού, όστις δεν εδέχθη αμαρτίας ζυγόν, όστις είναι παρθένος και εγεννήθη εκ Παρθένου· τον μόσχον, όστις ακολουθεί τους σύροντας αυτόν, όστις δεν αντιστέκεται με την δύναμίν του ή με τα κέρατά του, όστις αυτοθελήτως κύπτει την κεφαλήν του προς τους θέλοντας να τον σφάξουν. Σφάξατε τον μόσχον, όστις σφάζεται θεληματικώς, όστις σφάζεται και δεν νεκρώνεται, όστις μοιράζεται και αγιάζει εκείνους, όπου τον μοιράζουν. Σφάξατε τον μόσχον, όστις τρώγεται από τους καθαρούς, και ποτέ δεν δαπανάται. Σφάξατε αυτόν, όστις καθαρίζει τους σφάζοντας αυτόν· αυτόν όστις ευφραίνει τους μετέχοντας εξ αυτού· αυτόν σφάξατε, να φάγωμεν και να ευφρανθώμεν, διότι «χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε: 7,10). Να χαρώμεν, διότι ιδικόν μου φαγητόν είναι το να σωθή ο άνθρωπος· να αγαλλιασθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήτο από τις αμαρτίας και τώρα ανέζησε δια της μετανοίας του. Έως ότου μεν έκειτο εις τας αμαρτίας, νεκρωμένος ήτο· επειδή δε έδραμε προς με, ευθύς ανεστήθη, διότι εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή (Ιωάν. ια: 25). Ας χαρώμεν και ας ευφρανθώμεν, διότι ο υιός μου ούτος απολωλώς ήτον και ευρέθη τώρα. Έως ότου μεν έλειπεν εις την μακρυνήν χώραν, ήτο απολωλώς· τώρα δε όπου προσέδραμεν εις εμέ, ευρέθη, ότι «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια» (Ιωάν. ιδ: 6), ας φάγωμεν και ας χορτάσωμεν, να χορτάση και αυτός, διότι επείνα βόσκων τους χοίρους». Ταύτα ο μεν Πατήρ έλεγεν, οι δε υπηρέται και δούλοι ενεργούσαν. Χαρά μεγάλη έγινε την ημέραν εκείνην εις την εύρεσιν του νεωτέρου υιού· οι Ιερείς ηυφράνθησαν· οι Άγγελοι εχάρησαν. Αυτός ο ίδιος ο Πατήρ και Θεός ηυφράνθη και εχάρη. Και λοιπόν εις την χαράν εκείνην εγένετο και μεγάλη δοξολογία· οι μεν Ιερείς έλεγον μετά υμνωδίας· «Δόξα τω Πατρί τω ευσπλάγχνω· δόξα τω Υιώ τω φιλανθρώπω· δόξα και τω Παναγίω Πνεύματι τω παναγάθω». Οι δε Άγγελοι εκ του ετέρου μέρους έψαλλον, λέγοντες· «Άγιος ο Πατήρ, όστις ηθέλησε να σφαγή ο Υιός. Άγιος ο Υιός, όστις εσφάγη και ζη. Άγιος ο Παράκλητος, το Πανάγιον Πνεύμα, όπερ τελειώνει την θυσίαν». «Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων αυτού, επυνθάνετο, τι είη ταύτα· ο δε είπεν αυτώ, ότι ο αδελφός σου ήκει, και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν· ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν». Το μεν πως έλειπεν ο πρεσβύτερος υιός, είναι της πολλής ευσπλαγχνίας του Θεού σημείον, καθώς θέλετε ακούσει εν συνεχεία. Η δε ερώτησίς του ήτο τοιαύτη· «Φωνήν ακούω μυστικήν, όπου έρχεται εις τα ώτα μου· διότι ακούω τον Προφήτην Δαβίδ, όπου λέγει· «Γεύσασθε και ίδετε, ότι Χριστός ο Κύριος» (Ψαλμ. λγ: 9). Ακούω και τον Απόστολον Παύλον, όπου λέγει· «Το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (Α΄ Κορ. ε: 7). Η Εκκλησία πανηγυρίζει, και εγώ δεν είμαι παρών; Άλλοι διαμοιράζουν την κληρονομίαν μου, και εγώ λείπω; Τι είναι αύτη η υπόθεσις; Δια τούτο ωργίσθη και δεν ηθέλησε να εισέλθη εντός. Αλλοίμονον! ο δίκαιος ωργίσθη, ο δίκαιος εφθόνησε, ο δίκαιος όστις κατεφρόνησε τας προσκαίρους ηδονάς του κόσμου, ενικήθη από τον φθόνον. Πως όμως λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι «Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινες εισίν Ισραηλίται»; (Ρωμ. θ: 3 – 4). Όχι λοιπόν δια να δείξη ότι ήτον φθονερός ο πρεσβύτερος υιός ώρισεν ο Κύριος ούτω την παραβολήν· αλλά δια να δείξη την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Πατρός, εσχημάτισε τοιουτοτρόπως τον λόγον του, και ακούσατε πως λέγει παρακατιών. «Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. Ο δε αποκριθείς είπε τω Πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι, και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον, ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Ω μεγάλην φιλανθρωπίαν όπου έχει ο Θεός! Τον αμαρτωλόν ελυπήθη, και τον δίκαιον επεριποιήθη· τον κατακείμενον ήγειρε, και τον ιστάμενον δεν άφησε να πέση· τον πτωχόν επλούτησε, και τον πλούσιον δεν επτώχευσεν. Επεριποιήθη ο πατήρ τον υιόν, επειδή είναι φύσει εύσπλαγχνος. Δεν ηθέλησε να κάμη σκάνδαλον μεταξύ των δύο αδελφών, επειδή αυτός είναι η αγάπη. Όθεν και είπεν· «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27). Ο δε υιός παρεπονείτο λέγων· «Εγώ τόσα έτη έχω, όπου σε δουλεύω, όπου υπέμεινα ύβρεις, ονειδισμούς, πειρασμούς, φόνους, θανάτους δια το όνομά σου και κινδύνους δια την αγάπην σου· δεν παρέβην ποτέ το θέλημά σου, να πορνεύσω, να φονεύσω, να μοιχεύσω, να κλέψω, να συκοφαντήσω, και πάλιν δεν έδωκες ποτέ εις εμέ έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· τώρα δε όπου ήλθεν ο άσωτος υιός σου, τον εδέχθης και καν δεν απέστρεψες το πρόσωπόν σου, καν δεν έδειξες σχήμα σοβαρόν προς αυτόν; Αλλά αμέσως τον εδέχθης, και τον εφίλησες, και τον ετίμησες, και δακτυλίδιον του έδωκες εις την χείρα, και υποδήματα εις τους πόδας, και έσφαξες και τον μόσχον τον σιτευτόν, και εις την χαράν του εκάλεσες τους πιστούς να ευφρανθούν, τους Αγγέλους παρεκίνησες εις χαράν, και έκαμες τράπεζαν παράξενον εις τον ουρανόν και εις την γην; Τι να ειπώ προς το πέλαγος της ευσπλαγχνίας σου, Δέσποτα; Πως να θαυμάσω το πλήθος της αγαθότητός σου; Όλους λυπείσαι, ότι όλα δύνασαι· όλων τας αμαρτίας παραβλέπεις, ότι Θεός ελέους και οικτιρμών ονομάζεσαι». «Ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». Λέγει δε ο Θεός προς τον δίκαιον· «Συ πάντοτε είσαι μετ’ εμού· συ ποτέ από την Εκκλησίαν και από της οικίας μου δεν έλειψες· συ πάντοτε υμνείς και δοξάζεις το όνομά μου· συ ποτέ δεν απεχωρίσθης απ’ εμού. Ούτος δε ήλθε καταδικασμένος και κατησχυμμένος· το πρόσωπόν του έκυπτεν εις την γην· οι οφθαλμοί του εγέμισαν δάκρυα· με ταπεινήν φωνήν έκραξε· «Πάτερ έσφαλα εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου»· τι είχον να κάμω ακούων αυτά τα λόγια; Ηδυνάμην να μη δεχθώ τον υιόν μου; Ηδυνάμην να διώξω τον αδελφόν σου; Κρίνε αυτό και συ μόνος σου, όστις οργίζεσαι. Δεν ηδυνάμην ως φιλάνθρωπος όπου είμαι να μη δεχθώ τον αμαρτωλόν· δεν ηδυνάμην να μη λυπηθώ τα έργα των χειρών μου, τον άνθρωπον, το πλάσμα μου. Εάν δε αμαρτωλός είναι, αλλ’ όμως υιός μου ονομάζεται· συ πάντοτε μετ’ εμού είσαι· τα πράγματά μου ιδικά σου είναι· ο ουρανός ιδικός σου είναι, το στερέωμα ιδικόν σου είναι, ο ήλιος δια σε έγινεν, η σελήνη δια σε λάμπει, οι αστέρες δια σε φέγγουν, η θάλασσα δια σε έγινεν. Ακόμη και η Εκκλησία δια σε έγινε, το θυσιαστήριον, τα άγια μυστήρια, η αθανασία, η ζωή, η ανάστασις, η Βασιλεία των ουρανών, όσα φαίνονται και δεν φαίνονται, τα ορατά και αόρατα, τα αισθητικά και αναίσθητα, τα αισθητά και νοητά, όλα δια σε τα εδημιούργησα. Μήπως επήρα από τα ιδικά σου και έδωκα εις εκείνον; Μήπως εξέδυσα σε, και ενέδυσα εκείνον; Μήπως δεν του εχάρισα από τα ιδικά μου; Δεν είμαι και ιδικός σου και ιδικός του Πατήρ; Σε αγαπώ δια την αρετήν σου, και αυτόν δέχομαι δια την μετάνοιάν του. Σε επαινώ δια την ευγένειαν, και αυτόν συμπαθώ δια την καλήν του επιστροφήν. Σε επαινώ δια τας αρετάς σου, και αυτόν δέχομαι δια την μετάνοιάν του. Πρέπον ήτο να χαρώμεν, διότι ο αδελφός σου ήτο νεκρός, και ανέζησε. Ποίος βλέπει νεκρόν ότι ανεστήθη, και δεν χαίρεται; Ποίος ευρίσκει ει τι έχασε, και δεν ευφραίνεται; Ελθέ λοιπόν και συ, ευφράνθητι εις την ανάστασιν του υιού μου. Ελθέ μέσα, και χαίρου εις την εύρεσιν του αδελφού σου, ψάλλε και συ μετά του Δαβίδ· «Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι, και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι· Μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίζεται Κύριος αμαρτίαν» (Ψαλμ. λα: 1 – 2). Ηκούσατε, αδελφοί μου Χριστιανοί, την παραβολήν του Κυρίου; Εμάθετε τον σκοπόν και την σημασίαν της, ότι δηλαδή έχομεν φιλάνθρωπον Πατέρα, ότι έχομεν εύσπλαγχνον Θεόν, ότι δέχεται ο μακρόθυμος Δεσπότης τους αμαρτωλούς; Δια τούτο και ημείς ας μη απογινώσκωμεν τον εαυτόν μας· όσας αμαρτίας και αν εκάμαμεν, ας τας εξομολογηθώμεν, ας μετανοήσωμεν· διότι λέγει και ο σοφός Σειράχ· «Κύριος μετανοούσιν έδωκεν επάνοδον» (Σειρ. ιζ: 24). Ηκούσατε πόσον ωφέλιμα είναι τα δάκρυα και η μετάνοια; Και εάν θέλωμεν, ευκόλως δυνάμεθα όλοι να κλαίωμεν δια τας αμαρτίας μας, αλλά δεν θέλομεν. Όλοι μας γνωρίζομεν ότι εύκολον είναι να σωθώμεν με τα δάκρυα, διότι ο Κύριος λέγει· «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λουκ. ιζ: 21), ήτοι το Πνεύμα το Άγιον, όπερ προξενεί τα δάκρυα, εντός ημών υπάρχει. Πόσοι εσώθησαν απ’ αυτά τα δάκρυα; Πόσοι ηλευθερώθησαν από κακόν δια την μετάνοιάν των; Οι Νινευϊται δεν ήσαν οι αμαρτωλότεροι άνθρωποι από τους ανθρώπους του κόσμου όλου; Και όμως ο Θεός ηθέλησε να τους κατακαύση· αλλά δια να υπάγη ο Προφήτης Ιωνάς, να κηρύξη μετάνοιαν δια τας αμαρτίας των, μετενόησαν, και δεν έπαθον κανέν κακόν. Ο Εζεκίας ο βασιλεύς από τα δάκρυα επρόσθεσε δεκαπέντε έτη εις την ζωήν του· ο Δαβίδ ο βασιλεύς δύο μεγάλας αμαρτίας εποίησε· μοιχείαν και φόνον, αλλά δια να μετανοήση, έγινε πάλιν Προφήτης. Ο Μανασσής ο βασιλεύς, ο υιός του Εζεκίου, από τα δάκρυα εσώθη· και πολλοί άλλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας μετανοούντες και κλαύσαντες έγιναν Άγιοι, καθώς και ο μέγας Απόστολος Πέτρος δια των δακρύων μετενόησε και πάλιν έγινεν Απόστολος. Εις τον καιρόν της βασιλείας του ευσεβεστάτου βασιλέως Μαυρικίου (582 – 602), ήτο τις λήσταρχος και δια να μετανοήση και να κλαύση εσώθη, ως διηγείται ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναϊτης. Ταύτα γράφουσι τα βιβλία της Εκκλησίας μας δια την μετάνοιαν. Δια ταύτα και ημείς, Οσιώτατοι Πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, ας μετανοήσωμεν, ας προσπέσωμεν, ας εξομολογηθώμεν. Φιλάνθρωπος είναι ο Θεός· εύσπλαγχνος είναι ο Χριστός, δέχεται τους μετανοούντας αμαρτωλούς, σώζει τους κακούς, πάσαν αμαρτίαν συμπαθεί, πάσαν ασωτίαν συγχωρεί· δεν είναι καμμία αμαρτία, ήτις να νικά την ευσπλαγχνίαν του Θεού· όλαι έχουν συγχώρησιν. Ας μη περιπίπτωμεν λοιπόν εις απόγνωσιν και ας μη λέγωμεν, ότι ας κάμωμεν αμαρτίας, και θέλομεν μετανοήσει εις το ύστερον, τώρα εις την νεότητά μας ας πταίωμεν, και εις το γήρας μας θέλομεν μετανοήσει, διότι δεν γνωρίζομεν την ώραν του θανάτου μας. Δεν γνωρίζομεν πότε θέλει μας έλθει ο θάνατος ως άγριος λέων. Πόσοι απέθανον αιφνιδίως; Πόσοι ομιλούντες απέθανον; Δια τούτο χρεωστούμεν καθ’ εκάστην ημέραν να ετοιμαζώμεθα· πάσαν ώραν να μετανοούμεν, δια να τύχωμεν και της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: