Αμμωνίου Μοναχού του Αιγυπτίου.
Καθεζόμενος ποτέ εις το ταπεινόν μου κελλίον πλησίον της Αλεξανδρείας εις τόπον καλούμενον Κάνοβον, μου ήλθε λογισμός να υπάγω εις τα μέρη της Παλαιστίνης δια δύο αίτια. Πρώτον μεν διότι δεν ηδυνάμην να βλέπω τας θλίψεις και τους διαφόρους πειρασμούς και κινδύνους, τους οποίους υπέμειναν οι Χριστιανοί από τους απίστους και παρανόμους τυράννους, και εξόχως ο Αγιώτατος Πέτρος ο Αρχιεπίσκοπός μας, όστις έφυγε και εκρύπτετο από τόπου εις τόπον και δεν είχε ποσώς παρρησίαν ή άνεσιν να ποιμάνη τα λογικά του πρόβατα, αλλ’ ώσπερ να ήτο ληστής τις και κακοποιός, ούτως εκυνηγούσαν αυτόν οι παράνομοι. Δεύτερον δε είχον πόθον ανείκαστον να ίδω τους Αγίους και σεβασμίους Τόπους των Ιεροσολύμων, να προσκυνήσω τον Τίμιον και Πανάγιον Τάφον και την άχραντον και ζωοποιόν Ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και τους λοιπούς σεβασμίους τόπους, εις τους οποίους εκείνοι οι άχραντοι και ακήρατοι πόδες περιεπάτησαν, και ετέλεσε τα μεγάλα εκείνα και θαυμάσια έργα ως Παντοδύναμος, επειδή και οι περισσότεροι Άγιοι της Εκκλησίας μας (καθώς και εις τους Βίους αυτών φαίνεται) είχον τον όμοιον πόθον να υπάγωσι προς προσκύνησιν εις Ιεροσόλυμα δια μισθόν περισσότερον.
Φθάσας λοιπόν εκεί και θεασάμενος επροσκύνησα, καθώς επόθουν, άπαντας τους Αγίους Τόπους αυτούς, έπειτα ηθέλησα να υπάγω και εις το Άγιον Όρος, το Σινά καλούμενον, δια να προσκυνήσω και εκείνο ως τόπον σεβάσμιον. Αρχίζων λοιπόν την οδοιπορίαν, εύρον και άλλους τινάς φιλοχρίστους, οίτινες επήγαιναν και αυτοί εις αυτό το όρος και επεριπατούσαν ημέρας δεκαοκτώ. Εβαδίσαμεν όθεν ομού και εφθάσαμεν εις τον Άγιον εκείνον Τόπον με την θείαν βοήθειαν, ευξάμενος δε έμεινα εκεί ημέρας τινάς δια να απολαύσω όλους εκείνους τους Οσίους Πατέρας· και επήγαινα εις καθ’ ενός το κελλίον, δια να ωφεληθώ απ’ αυτόν, ότι μεγάλας αρετάς είχον οι θαυμάσιοι εκείνοι Όσιοι και αι πράξεις αυτών ήσαν άξιαι να λάβη πας τις από τούτους καλόν υπόδειγμα, διότι επορεύοντο με πολλήν σύνεσιν και διάκρισιν εις την τροφήν και την εν γένει διαγωγήν των. Ούτοι οι Όσιοι αναζητήσαντες εις όλην την έρημον εύρον ολίγους τινάς τόπους, οίτινες να ημπορούν να δίδουν μικράν τροφήν δια να συντηρώνται, επειδή είχον ύδωρ προς αυτάρκειαν, ότι αυτό είναι από όλα αναγκαιότερον. Άλλοι μεν λοιπόν έκαμαν καλύβας και άλλοι εκρύπτοντο εις τα σπήλαια, ζώντες οι περισσότεροι με λάχανα άγρια, με ρίζας χόρτων και ακρόδρυα, ούτως ώστε να μη σπαταλούν τον καιρόν εις την θεραπείαν της σαρκός, ψήνοντες ψάρια ή μαγειρεύοντες όσπρια και άλλα τοιαύτα και να αμελώσι την μένουσαν βρώσιν της ψυχής, ήτις είναι πλέον αναγκαία και χρήσιμος· όσοι δε είχον δύναμιν και πράξιν εις τα γεωργικά, είχον μικρόν σκαλίδιον και έσπερνον ολίγον σίτον, και εκαλλιεργούσαν και λάχανα. Πλην όλοι εφύλαττον εγκράτειαν και ποτέ δεν εχόρταινον, μόνον έτρωγον τόσον, ώστε να μη αποθάνουν από την πολλήν νηστείαν και ζημιωθώσι της αρετής τον μισθόν και ωφέλειαν, και άλλοι μεν έτρωγον μόνον εκάστην Κυριακήν, άλλοι δύο φοράς την εβδομάδα, και άλλοι κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, και απλώς έκαστος επορεύετο με την δύναμίν του. Εκεί ποσώς νόμισμα Καίσαρος δεν ευρίσκετο, ότι ουδείς αποκτούσεν ολοσχερώς χρήματα ούτε τι ηγόραζον, ούτε επώλουν, αλλά ο εις προς τον έτερον εχάριζεν ει τι εχρειάζετο με ολόψυχον προθυμίαν και αγάπην ανόθευτον. Όστις ελείπετο άρτον ή λάχανον ή ακρόδρυα, του έδιδεν ο άλλος όστις είχε, δεικνύοντες ούτω πλουσίαν αγάπην εις μικρά πράγματα, και εζούσαν μίαν ζωήν υπεράνθρωπον και Αγγελικήν κατά αλήθειαν. Φιλονεικία ή φθόνος ποσώς εκεί δεν ευρίσκετο, να βασκάνη ο μικρός του καλλιτέρου, ούτε να επαίρεται ο εναρετώτερος, μάλιστα δε και εταπεινώνετο περισσότερον, γνωρίζων ότι ο Θεός δίδει την δύναμιν, χωρίς του Οποίου δεν κατορθώνει τις ουδόλως την αρετήν· ο μικρότερος πάλιν εμέμφετο τον εαυτόν του, πως δεν ηδύνατο να κάμη ως τον πρώτον, και όλοι εσπούδαζον να περισσεύση εις την αρετήν ο ένας τον άλλον. Ότι δια τούτο ηρνήθησαν τον κόσμον, και εκατοικούσαν εις την έρημον, δια να ηξεύρη μόνον ο Κύριος τα μεγάλα των κατορθώματα, από τον Οποίον ήλπιζον την πληρωμήν και ανταμοιβήν, ότι ο ανθρωπάρεσκος, όστις ορέγεται από τους ανθρώπους έπαινον, επήρε απ’ εδώ τον μισθόν του κόπου του και δεν του χρεωστεί ο Δεσπότης τίποτε. Ούτοι οι Όσιοι είχον τας καλύβας και οικητήριά των μακράν ο ένας από τον άλλον είκοσι στάδια, δια την αγάπην της ησυχίας, ώστε να μη συγχίζη ο εις τον έτερον, και μόνον εκάστην Κυριακήν εσυνάζοντο εις την Εκκλησίαν και εκοινώνουν τα Θεία Μυστήρια, έτρωγον δε τότε όλοι ομού εις κοινήν τράπεζαν. Εις δε εξ αυτών, ο πλέον εγγράμματος, έκαμνε διδαχήν νουθετών αυτούς να προσέχουν από τας πανουργίας των δαιμόνων, και να φυλάττωνται από τους ψυχοβλαβείς διαλογισμούς. Ότι όσοι κάθονται εις την έρημον, λυτρώνονται μεν από τριών αισθήσεων αμαρτήματα, ήτοι της γλώσσης, της ακοής και της οράσεως με το να μη συνομιλώσιν ουδόλως και να μη βλέπωσι ψυχοβλαβή πράγματα, αλλά από τους διαλογισμούς πολεμούνται μεγάλως και πρέπει να προσέχουν ακριβώς οι αγωνιζόμενοι, και οι εγγράμματοι να νουθετώσι τους ιδιώτας, δια να μη τους νικώσιν οι δαίμονες. Εξόχως δε να φυλάττουν όσον δύνανται την εγκράτειαν, και μάλιστα οι νεώτεροι, ότι όποιος χορταίνει την κοιλίαν, εύκολα πίπτει εις την πορνείαν, περισσότερον δε από τα λοιπά αμαρτήματα να φυλάττωνται από την υπερηφάνειαν, ήτις είναι χειροτέρα από τα λοιπά ανομήματα. Με τοιούτους και ετέρους ωφελίμους λόγους ενουθέτουν αλλήλους οι πάνσοφοι, διάγοντες ούτω πολιτείαν ισάγγελον. Πράγματι, τοσούτον ήσαν εις την διαγωγήν θαυμάσιοι, εις την όψιν χλωμοί και αδύνατοι από την πολλήν εγκράτειαν, και εις το είδος και την μορφήν σεβάσμιοι, ώστε έλαμπον ως ουράνιοι Άγγελοι, επειδή δεν έτρωγον από τα συνήθη φαγητά, έλαιον ή οίνον ποσώς δεν εφεύοντο ούτε βρώσιν εκλεκτήν, ειμή μόνον φοίνικας και ακρόδρυα, είχον δε εις το κελλίον του προεστώτος ολίγους άρτους δια την ιεράν λειτουργίαν και δια τους ξένους να τους φιλεύουν, όταν ήθελε τύχει να έλθωσιν. Όταν λοιπόν έκαμα εκεί ημέρας τινάς, έφθασεν εξαίφνης πλήθος Σαρακηνών, ότι ο αρχηγός των απέθανεν. Εφόνευσαν λοιπόν όσους Οσίους οι ανόσιοι εύρον εις τα ερημητήρια, όσοι δε ευρέθησαν πλησίον εις το Κυριακόν, εισήλθον εντός του τειχοκάστρου και εφυλάχθησαν με τον προεστώτα, όστις ωνομάζετο Δουλάς, και όντως δούλος ήτο του Θεού κατά την επωνυμίαν εκείνος ο Όσιος, ότι πολλήν μακροθυμίαν είχεν ως άλλος ουδείς, και θαυμασίαν πραότητα. Όθεν και πολλοί Μωϋσήν αυτόν επωνόμαζον. Απέκτειναν λοιπόν οι βάρβαροι όσους Οσίους εύρον εις Θραμβήν, εις Χωρήβ, εις Κοδάρ και εις τους άλλους τόπους, οίτινες ήσαν εκεί πλησίον. Έπειτα έφθασαν και μέχρις ημών, οίτινες είμεθα εις το όρος και παρ’ ολίγον θα μας εφόνευον, εάν δεν ήθελε γίνει μέγα σημείον και θαυμάσιον, ότι ο φιλάνθρωπος Θεός βοηθεί όσους τον επικαλούνται εξ όλης της διανοίας των. Επρόσταξεν όθεν και εφάνη φλοξ μεγάλη επάνω εις την Αγίαν Κορυφήν του Σινά, και εβλέπομεν όλον το όρος καπνιζόμενον, και το πυρ έως του ουρανού σχεδόν ανερχόμενον. Όθεν όλοι μας κατά πολλά εφοβήθημεν, και πεσόντες επί γης παρεκαλούσαμεν τον Κύριον να μας βοηθήση· ιδόντες δε και οι βάρβαροι τοιούτον θαύμα παράδοξον, έφυγον ευθύς, αφήνοντες τας καμήλους και τα άρματα· λοιπόν, ως τους είδομεν πως έφευγον, εδοξάσαμεν τον πανάγαθον Κύριον, ευχαριστούντες την ευσπλαγχνίαν Του· καταβάντες δε από τον πύργον εξητάσαμεν επιμελώς πόσοι πατέρες εσφάγησαν, και ευρέθησαν τελειωμένοι οκτώ και τριάκοντα, οίτινες είχον διαφόρους πληγάς εις τα σώματα, αλλά τον τρόπον του θανάτου αυτών δεν τον εμάθομεν, ότι δεν είδε τις τα γενόμενα· από τους οποίους Οσίους εύρομεν εις την Θραμβήν μόνον δώδεκα, και οι επίλοιποι ήσαν από άλλους τόπους και κελλία διάφορα· εύρομεν δε και δύο, οίτινες ήσαν έτι ζώντες, Ησαϊας και Σάββας ονομαζόμενοι. Ενεταφιάσαμεν όθεν τους σφαγέντας με θρήνον άμετρον, ότι δεν ήτο τις τόσον σκληρός και άσπλαγχνος, ώστε να μη δακρύση βλέπων Οσίους και ιεροπρεπείς γέροντας ελεεινώς ερριμμένους επί της γης, να έχωσι διαφόρους σφαγάς και πληγάς εις τα άγια αυτών σώματα και ο μεν είχε την κεφαλήν κρεμαμένην έμπροσθεν εις το στήθος του, άλλος οπίσω εις την ράχιν, και εκράτει μόνον το δέρμα, άλλος ήτο από την μέσην χωρισμένος εις δύο τμήματα, άλλος χωρίς χείρας και πόδας εκείτετο, και άλλος εσφαγμένος, και του είχον την κοιλίαν εσχισμένην, και ερριμμένα έξω τα σπλάγχνα οι άσπλαγχνοι· και τι να πολυλογώμεν; Δεν δύναται λόγος να ερμηνεύση επακριβώς όσα είδομεν. Αφού λοιπόν ενεταφιάσαμεν εκείνα τα άγια μαρτυρικά σώματα, επεμελήθημεν τους δύο πληγωμένους όσον ηδυνάμεθα. Και ο μεν Ησαϊας ετελειώθη εν Κυρίω την εσπέραν της δευτέρας ημέρας, ο δε Σάββας παρέμεινεν εισέτι ζων, και είχομεν ελπίδας σωτηρίας δι’ αυτόν, διότι δεν είχε την πληγήν πολύ επικίνδυνον· όστις ηυχαρίστει μεν τον Θεόν δια τας θλίψεις, τας οποίας του έστειλεν, πάλιν όμως ελυπείτο, διότι δεν ηξιώθη και αυτός να λάβη με τους άλλους τον στέφανον. Όθεν κλαίων έλεγεν: «Ουαί μοι τω αμαρτωλώ και αναξίω, ότι δεν ηξιώθην και εγώ με τον λοιπόν χορόν των Οσίων Μαρτύρων της αιωνίου μακαριότητος, μόνον τον λιμένα είδον της Βασιλείας σου, Κύριε, και εις αυτόν δεν εισήλθον ως ανάξιος, αλλά δέομαί σου, Θεέ Παντοκράτορ, Συ όστις απέστειλας τον Μονογενή σου Υιόν δια την σωτηρίαν μας, μη με χωρίσης από τους πτοαπελθόντας Αγίους Πατέρας, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, αλλά ας τελειωθή εις εμέ ο αριθμός των τεσσαράκοντα δούλων σου. Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ευδόκησον να γίνη εις εμέ αύτη η αίτησις, ότι εκ μήτρας Σε ηκολούθησα, και πολύ σε επεπόθησα ο αμαρτωλός και ακάθαρτος». Ταύτα ευξάμενος ο μακάριος, παρέδωκε και αυτός την αγίαν του ψυχήν την τετάρτην ημέραν μετά την των Οσίων τελείωσιν. Ενώ δε ακόμη είχομεν την λύπην εις την ψυχήν μας δια τους Οσίους, και εις τους οφθαλμούς μας τα δάκρυα, ήλθε τις Ισμαηλίτης και λέγει εις ημάς, ότι όλοι οι Ασκηταί, οίτινες ήσαν εις την εσωτέραν έρημον, ήτις ονομάζεται Ραϊθώ, απέθανον. Ούτος ο τόπος της Ραϊθώ ευρίσκεται εις απόστασιν δύο περίπου ημερών από το Σίναιον όρος και εις τους παραθαλασσίους τόπους της Ερυθράς θαλάσσης, εις τους οποίους είναι αι δώδεκα πηγαί των υδάτων κατά την Γραφήν, και οι εβδομήκοντα φοίνικες, οι οποίοι με την πολυκαιρίαν επληθύνθησαν. Ηρωτήσαμεν λοιπόν τον άνθρωπον να μας είπη τον τρόπον, δια του οποίου εμαρτύρησαν οι Όσιοι και πόσοι ήσαν. Αυτός δε μας είπεν, ότι δεν ήξευρε, μόνον η φήμη έδραμε πανταχού, ότι οι εκείσε Πατέρες εσφάγησαν. Μετά τινας δε ημέρας ήλθεν από την Ραϊθώ εις το Σίναιον όρος εις Μοναχός, δια να μένη εκεί μαζί μας, όστις μας είπεν, ότι ο τόπος των ηφανίσθη από τους Βλέμμυας. Ο δε Όσιος πατήρ ημών Δουλάς τον εδεξιώθη ασμένως και τον παρεκάλεσε να μας είπη ακριβώς όλην την υπόθεσιν δια τους Οσίους Πατέρας, πως επολιτεύοντο και με ποίας αρετάς εστολίζοντο, και με τι τρόπον εφονεύθησαν. Ο δε Μοναχός απεκρίνατο λέγων: «Εγώ, τίμιε πάτερ, έχω εκεί μόνον είκοσι χρόνους, είναι όμως άλλοι, οίτινες ήσαν τεσσαράκοντα, πεντήκοντα και εξήκοντα χρόνους, ο τόπος αυτός είναι όλος ομαλός και πεδινός πολύ μακρύς εις το νότιον μέρος, εις δε το πλάτος μίλια δώδεκα· κατά την ανατολήν έχει βουνά ως τειχόκαστρον, τα οποία κάμνουν όλον τον τόπον εκείνον αδιάβατον εις τους μη γνωρίζοντας· εις δε το δυτικόν μέρος έχει την Ερυθράν θάλασσαν. Επάνω δε της θαλάσσης ταύτης είναι ένα όρος, από το οποίον αναβλύζουσι δώδεκα πηγαί, ποτίζουσαι πλήθος φοινίκων. Εις αυτό το όρος πολλοί αναχωρηταί κατώκησαν εις σπήλαια και οπάς της γης, κατά τον ουρανοβάμοντα Απόστολον, έχοντες το Κυριακόν όχι επάνω εις το Όρος, αλλά εκεί πλησίον. Άνθρωποι μεν κατά την φύσιν γήϊνοι, αλλά εις τας αρετάς ήσαν ισάγγελοι, επειδή την πολιτείαν των Αγγέλων εμιμούντο οι τρισμακάριοι, των σωμάτων ως αλλοτρίων καταφρονήσαντες, και των ψυχών επιμελούμενοι, οίτινες δεν είχον μόνον μίαν αρετήν, αλλά με όλας ήσαν εστολισμένοι και εύκοσμοι, των οποίων εάν θελήσω να διηγηθώ τους αγώνας και τους πειρασμούς, τους οποίους τους έκαμνον οι δαίμονες, δεν θέλω δυνηθή δια το πλήθος αυτών. Μόνον να σας ειπώ δια ένα ή δύο, δια να μάθετε ότι, καθώς ήσαν αυτοί εις την αρετήν, κατά όμοιον τρόπον επολιτεύοντο και οι άλλοι». Μωϋσής τις ήτο από την Φαράν, και έγινεν από μικρόν παιδίον Μοναχός, έκαμε δε πλησίον του Κυριακού εβδομήκοντα τρεις χρόνους εις ένα σπήλαιον, δεύτερος Ηλίας κατά αλήθειαν, ότι όσα εζήτει από τον Θεόν τα ελάμβανε, έλαβε δε και την χάριν να κάμνη και θαύματα· όθεν πολλούς ασθενείς και δοαμονιζομένους ιάτρευε, και όλον σχεδόν τον λαόν των Αγαρηνών, οίτινες κατοικούσαν εις τα όρια των Ισμαηλιτών και εις την Φαράν τους έκαμε Χριστιανούς ο τρισόλβιος. Διότι βλέποντες τα σημεία και τα τέρατα, τα οποία έκαμνεν, επίστευον εις τον Χριστόν και εβαπτίζοντο. Ούτος ο Όσιος Μωϋσής δεν έφαγεν άρτον από την ημέραν που ησύχασεν, αλλά μόνον με ολίγους φοίνικας και ελάχιστον ύδωρ ετρέφετο, ηγάπα δε την ησυχίαν περισσότερον παντός άλλου, υπεδέχετο πάντας με ιλαρόν πρόσωπον, και τους έδιδεν απόκρισιν σύμφωνον με την ερώτησιν, και όλοι ελάμβανον πολλήν ωφέλειαν· μόνος μένων αφ’ εσπέρας δεν εκοιμάτο έως την ώραν του όρθρου, αλλά προσηύχετο δοξάζων τον Κύριον. Καθ’ όλην την Αγίαν Τεσσαρακοστήν δεν ήνοιγεν έως την Μεγάλην Πέμπτην την θύραν του κελλίου του, και μέσα δεν είχεν άλλην τροφήν ειμή μόνον είκοσι φοίνικας και μικράν υδρίαν με νερόν, τα οποία πολλάς φοράς ευρίσκοντο πάλιν σωστά. Κατ’ αυτήν την Αγίαν Τεσσαρακοστήν εδαιμονίσθη ο αρχηγός των Ισμαηλιτών, Οβεδιανός ονόματι, τον οποίον έφεραν από την Φαράν προς τον Όσιον δια να τον ιατρεύση, καθώς εδίωξεν εν ευκολία και άλλα δαιμόνια. Και όταν ήτο ακόμη μακράν από το κελλίον του ένα στάδιον, τον ετάραξε δυνατά το δαιμόνιον και εφώναζε λέγον· «Ω βία, ουδέ καν ολίγην ώραν ηδυνήθην να εμποδίσω τούτον τον κακόγηρον από τον κανόνα του». Ταύτα ειπών, εξήλθεν ευθύς ο μισάνθρωπος, ο δε Οβεδιανός λυτρωθείς εκ του δαίμονος επίστευσεν εις τον Χριστόν και με άλλους πολλούς εβαπτίσθησαν. Έχω και άλλα πολλά δι’ αυτόν, αλλά σιωπώ ότι δεν είναι καιρός δια πολυλογίαν. Αυτού του μακαρίου Μωϋσέως έγινε μαθητής ένας από τα μέρη της Θηβαϊδος, Ψώης ονόματι, όστις εκάθητο εις άλλο κελλίον παραπάνω από του Γέροντος, και τόσον εμιμείτο τον διδάσκαλον, ώστε επήρεν όλας του τας αρετάς καθώς παίρνει ο κηρός τον τύπον της σφραγίδος πληρέστατα. Μετ’ αυτού έκαμα και εγώ αρκετόν καιρόν ο ανάξιος· έπειτα μη δυνάμενος να υπομένω την πολλήν σκληραγωγίαν της πολιτείας αυτού ανεχώρησα. Τούτον τον θαυμάσιον έσφαξαν με τους άλλους οι βάρβαροι, των οποίων Οσίων τας αρετάς δεν έχω χρόνον δια να σας διηγηθώ. Μόνον ένα έργον ενός Αγίου ανδρός θα σας διηγηθώ εν συντομία, διότι αμαρτίαν θεωρώ να το σιωπήσω τοιούτον φοβερόν και παράδοξον θέαμα. Ούτος ωνομάζετο Ιωσήφ, το γένος Αιλήσιος, έμενε μακράν από την πηγήν δύο μίλια εις την πεδιάδα, άνθρωπος πολλά διακριτικός, Άγιος και τέλειος εις όλα και πεπληρωμένος θείας χάριτος, έχων εις αυτόν τον τόπον χρόνους τριάκοντα. Έκτισε μοναχός του την κέλλαν του, είχε δε και μαθητήν ο οποίος κατοικούσεν εις άλλον κελλίον πλησίον του. Προς τούτον τον Άγιον Ιωσήφ ήλθε τις αδελφός να τον ερωτήση λόγον τινά, και κρούσας την θύραν δεν απεκρίθη. Όθεν παρακύψας από μίαν οπήν είδεν αυτόν προσευχόμενον, και ήτο όλος από την κεφαλήν έως τους πόδας ως φλόγα πυρός. Ταύτα βλέπων έμεινεν από τον φόβον του όλος έντρομος και έπεσεν εις την γην, και εκείτετο μίαν ώραν ακίνητος ως παράλυτος. Έπειτα πάλιν εγερθείς εκάθισεν εις το πρόθυρον, ο δε Άγιος εσχόλαζεν εις την θεωρίαν και δεν εγνώρισε τα γενόμενα. Όταν δε επέρασαν πέντε ώραι του εφάνη πάλιν ο Άγιος ως άνθρωπος, και ανοίξας την θύραν επήρε μέσα τον αδελφόν, και καθίσαντες ηρώτησεν αυτόν πότε ήλθεν. Ο δε απεκρίνατο: έχω πολλήν ώραν οπού ήλθον, αλλά δεν εκτύπησα, δια να μη σου δώσω ενόχλησιν. Αντελήφθη ο Άγιος ότι εγνώρισεν ο αδελφός την υπόθεσιν, αλλά δεν του είπε τίποτε, μόνον εις όσα τον ηρώτησε του απεκρίθη πληρέστατα, και ιατρεύσας τον λογισμόν αυτού τον απέλυσεν. Έπειτα ανεχώρησεν απ’ εκεί δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον και την πρόσκαιρον δόξαν. Ελθών μετά ταύτα ο μαθητής του, την κλήσιν Γελάσιος, και αναζητών αυτόν εις διαφόρους τόπους επιμελώς, δεν τον ευρήκεν· όθεν έμεινεν εις το κελλίον του Γέροντος. Και μετά χρόνους εξ εκτύπησέ τις την θύραν και ανοίξας ο Γελάσιος βλέπει τον αββάν αυτού ιστάμενον, και εφοβήθη νομίζων ότι ήτο δαιμόνιον· όμως δια να βεβαιωθή την αλήθειαν, του είπε να κάμη προσευχήν, και όταν έκαμε τον σταυρόν του τον εδέχθη χαίρων. Ασπασθέντες λοιπόν ο ένας τον άλλον, είπεν ο Γέρων: «Καλώς έκαμες, τέκνον, να ζητήσης ευχήν, ότι πολλαί είναι αι παγίδες του δαίμονος». Λέγει εις τον Όσιον ο Γελάσιος: «Διατί με άφησες ορφανόν, πάτερ τίμιε, και είχα θλίψιν ανείκαστον»; Λέγει ο Γέρων: «Το μεν αίτιον ότι δεν εφαινόμην ηξεύρει ο Κύριος, όμως δεν έλειψα από τούτον τον τόπον έως την σήμερον, ούτε επέρασε καμμία Κυριακή να μη είμαι και εγώ εις την Εκκλησίαν, και εκοινώνουν τα θεία Μυστήρια». Εθαύμασεν ο Γελάσιος πως εισερχόμενος ο Γέρων και εξερχόμενος έμενεν αόρατος, και ουδείς τον έβλεπεν. Λέγει τότε πάλιν ο μαθητής: «Και τώρα διατί εφάνης προς τον δούλον σου»; Ο δε απεκρίνατο: «Επειδή, τέκνον, σήμερον χωρίζομαι εκ του σώματος και υπάγω προς τον Δεσπότην μου, ήλθα να σου αφήσω το λείψανόν μου, να το ενταφιάσης ως βούλεσαι». Πολλά λοιπόν ωφελήσας τον μαθητήν και ομιλήσας περί ψυχής και αιωνίου μακαριότητος, παρέδωκεν εν ειρήνη τω Θεώ την ψυχήν του ο θαυμάσιος. Ο δε Γελάσιος εσύναξεν όλους τους Ασκητάς, και τον εφέραμεν εις το Κυριακόν με ψαλμωδίας και θυμιάματα, έλαμψε δε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, και τότε τον ενεταφιάσαμεν με τους άλλους Οσίους Πατέρας. Είχα να σας είπω και δια τους άλλους διάφορα διηγήματα, αλλά διότι σας βλέπω ότι έχετε πόθον να ακούσετε δια την σφαγήν αυτών, συντέμνω τον λόγον, και ας έχω συγχώρησιν. Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι Όσιοι, θαυμάσιοι Πατέρες και πάρα πολύ ενάρετοι, υπομένοντες ανδρείως πάσαν στενοχωρίαν της ερήμου και κακουχίαν του σώματος και σχολάζοντες καθ’ εκάστην εις την δούλευσιν του Κυρίου με την προσευχήν και με την δέησιν, ήσαν δε τον αριθμόν τεσσαράκοντα τρεις οι τρισόλβιοι, των οποίων τους αγώνας και την υπερβάλλουσαν άσκησιν και τα παλαίσματα και τρόπαια κατά των δαιμόνων μόνον ο κρυφιογνώστης Θεός τα ηξεύρει, όστις δίδει καθ’ ενός πλουσίας τας ανταμοιβάς των ενθέων αγώνων του. Ούτω λοιπόν πολιτευομένων, ήλθον από τα μέρη της Αιθιοπίας τρεις άνθρωποι και μας είπον, ότι ήλθον οι Βλέμμυες εις ένα λιμένα, και να φυλαχθώμεν ολίγας ημέρας να μη μας κακοποιήσωσιν· ημείς λοιπόν εβάλαμεν ανθρώπους να προσέχουν προς την θάλασσαν. Και την δευτέραν νύκτα είδομεν το πλοίον όπερ ήρχετο· όθεν οι μεν λαϊκοί, οίτινες κατοικούσιν εις την Φαράν και Ραϊθώ ητοιμάσθησαν προς πόλεμον, αφήνοντες εις ένα τόπον τας γυναίκας, τα παιδία των και τας καμήλους. Ημείς δε ήλθομεν εις τον Ναόν, και εδεόμεθα του Θεού να κάμη το συμφερώτερον εις τας ψυχάς μας. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον λιμένα πλησίον του όρους οι βάρβαροι, έμειναν εκεί την νύκτα· και το πρωϊ έβγαλαν όλους τους ναύτας από το πλοίον, οι οποίοι ήσαν Χριστιανοί και τους έδεσαν χείρας και πόδας δια να μη φύγωσιν, εις δε το πλοίον άφησαν μόνον ένα ναύτην και ένα σύντροφόν των δια φύλαξιν· και ανεβαίνοντες οι βάρβαροι εις τας πηγάς των υδάτων, εύρον εκεί τους Χριστιανούς και έκαμαν πόλεμον. Πλην επειδή οι ιδικοί μας ήσαν μόνον διακόσιοι, και οι βάρβαροι τριακόσιοι και πρακτικώτεροι εις τον πόλεμον, ενίκησαν αυτούς και εφόνευσαν εκατόν τεσσαράκοντα επτά και οι υπόλοιποι έφυγον ή εκρύβησαν άλλοι εις το όρος και έτεροι εις τους φοίνικας· οι δε βάρβαροι έλαβον τας γυναίκας και τα παιδία, και αφήνοντες αυτούς εις τας πηγάς, ήλθον προς ημάς τρέχοντες ως θηρία ανήμερα, νομίζοντες ότι θέλουν εύρει πλούτον άμετρον. Κυκλώσαντες λοιπόν τον Ναόν, εφώναζον άτακτα και άγρια· ημείς δε ακούοντες τας φοβεράς εκείνας φωνάς ιστάμεθα έντρομοι, έχοντες τας χείρας και τους οφθαλμούς υψωμένους προς τον Θεόν, με πολλήν θλίψιν και θρήνον ευχόμενοι· έτεροι δε δεν εφοβήθησαν, αλλά ίσταντο αγαλλόμενοι· άλλοι πάλιν έκλαιον τρέμοντες· και απλώς όλοι εκράζομεν το «Κύριε ελέησον». Ο δε Προεστώς μας ήτο από τας Πάτρας, Παύλος ονόματι, και σταθείς εις το μέσον του Ναού είπε ταύτα προς ημάς με φαιδρόν και πασίχαρον πρόσωπον: «Ηξεύρετε καλά, Πατέρες μου Άγιοι, ότι δια την αγάπην του Χριστού εφύγαμεν από τον κόσμον τον φθαρτόν και μάταιον και ήλθομεν εις την σκληράν ταύτην και δύσβατον έρημον, δια να σηκώσωμεν τον ζυγόν αυτού τον ελαφρόν και γλυκύτατον, με πείναν και δίψαν και άλλας πολλάς στενοχωρίας, καταφρονούντες όλα τα σαρκικά θελήματα, δια να μας αξιώση της Βασιλείας Του. Λοιπόν, εάν είναι ορισμός Του να μας λυτρώση τώρα από τους κόπους και τα βάσανα και από την ματαίαν αυτήν ζωήν, να μας αναπαύση αιώνια, δεν πρέπει να λυπηθώμεν ή να σκυθρωπάσωμεν τελείως, αλλά μάλιστα να ευφρανθώμεν αγαλλόμενοι, επειδή δεν είναι άλλο γλυκύτερον και ποθεινότερον από του να βλέπωμεν το θείον αυτού και ωραιότατον πρόσωπον· ενθυμείσθε πολλάς φοράς, όταν ηθέλομεν ακούσει κανένα Βίον Οσίου ή Μάρτυρος, πως εποθούσαμεν να γίνωμεν συμμέτοχοι αυτών εις τας θλίψεις και εις την δόξαν την ουράνιον. Ιδού λοιπόν ήλθεν η ώρα κατά τον πόθον μας να συνδοξασθώμεν μετά των Αγίων αιώνια. Λοιπόν ουδείς μη δειλιάση δια τον Κύριον, αλλά ας υπομείνωμεν ανδρείως τον θάνατον, επειδή τα βάσανα είναι ως εν ριπή οφθαλμού και εις μίαν στιγμήν παρέρχονται. Η δε ανταπόδοσις και απόλαυσις παντοτεινή και αιώνιος, συναγαλλόμενοι μετά των Αγίων Μαρτύρων και ευφραινόμενοι αιωνίως εις την Ουράνιον Βασιλείαν». Τότε απεκρίθησαν όλοι λέγοντες ως εξ ενός στόματος: «Ναι, Πάτερ τίμιε, καθώς ώρισες ούτω να κάμωμεν· να πίωμεν αγαλλόμενοι το σωτήριον ποτήριον του μαρτυρίου, ευχαριστούντες τον Κύριον». Στραφείς λοιπόν κατά ανατολάς ο Αγιώτατος εκείνος Παύλος και του Παύλου συνόμιλος, καθό και συνώνυμος, ούτω προσηύξατο: «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο μόνος αγαθός και παντοδύναμος, η ελπίς και βοήθεια πάντων ημών, μη παρίδης των δούλων σου. Γινώσκεις την πτωχείαν μας και βοήθησον ημάς ταύτην την ώραν του κινδύνου, και πρόσδεξαι τας ψυχάς ημών εις οσμήν ευωδίας, ως θυσίαν ευάρεστον· ότι σοι μόνω πρέπει τιμή και δόξα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Λέγοντες δε ημείς το «Αμήν», ηκούσθη φωνή από το Άγιον Βήμα λέγουσα: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Ταύτην την φωνην ακούσαντες ετρομάξαμεν, και αι καρδίαι όλων και τα γόνατα παρέλυσαν, ότι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής» ως είπεν ο Κύριος· και απελπισθέντες της ζωής ταύτης εστρέψαμεν προς ουρανόν τα πρόσωπα. Οι δε βάρβαροι, μη έχοντες τινά αντιμαχόμενον, έβαλον ξύλα μακρά και ανέβησαν τινές εις το τείχος, και εισελθόντες ήνοιξαν τας θύρας και εισήλθον όλοι ως θηρία άγρια, κρατούντες εις τας χείρας γυμνά τα ξίφη των. Και πρώτον από όλους συνέλαβον ένα Μοναχόν Ιερεμίαν καλούμενον και λέγουσιν εις αυτόν με τον διερμηνέα των: «Δείξον μας τον προεστώτα σας!» Εκείνος δε ο αείμνηστος δεν εδειλίασεν ποσώς, αλλά τους απεκρίθη θαρραλέως λέγων: «Ούτε φοβούμαι, ούτε σας δεικνύω εκείνον που ζητείτε». Θαυμάζοντες λοιπόν οι ανόσιοι του Οσίου την παρρησίαν και ανδρείαν, ότι δεν εδειλίασε ποσώς και τους ύβρισε, τον έβαλαν γυμνόν εις το μέσον της αυλής και τον ετόξευον τόσον, ώστε δεν έμεινε τόπος υγιής εις το σώμα του. Ούτω λοιπόν αθλήσας καλώς, ο μακάριος εκείνος και αγωνισάμενος ανδρείως κατά του διαβόλου, επήρε πρώτος από τους άλλους τον στέφανον, γενόμενος απαρχή αγία εις τους Αγίους και καλόν υπόδειγμα. Ταύτα βλέπων ο Αγιώτατος Παύλος εξήλθε του Ναού και επλησίασε προς τους φονείς λέγων: «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον ζητείτε». Αυτοί δε κρατήσαντες αυτόν, εξήταζον λέγοντες: «Ειπέ μας την αλήθειαν, που έχεις κεκρυμμένα τα χρήματα»; Εκείνος δε τους απεκρίθη με πραότητα, καθώς είχε πάντα συνήθειαν, λέγων: «Πιστεύσατέ μοι τέκνα, ότι άλλο δεν απέκτησα εις όλην μου την ζωήν ειμή ταύτα τα τρίχινα παλαιόρρασα, τα οποία βλέπετε και φορώ επάνω μου». Οι δε εκτύπων με τας πέτρας τον τράχηλον αυτού, και τον εκεντούσαν με τα βέλη εις τας σιαγόνας λέγοντες: «Φέρε εις ημάς εδώ τα χρήματα». Αφού δε εβασάνισαν αυτόν ώραν πολλήν, τον εκτύπησαν εις την κεφαλήν με την μάχαιραν· διανοιγείσα δε εις δύο εκείνη η ιερά κάρα, έπεσεν η ημίσεια εις τον ένα ώμον, και η άλλη ημίσεια εις τον έτερον. Τότε ο Όσιος και Μάρτυς έπεσε νεκρός, πολλάς βασάνους υπομείνας πρότερον. Εγώ δε ο τάλας, βλέπων τον πικρόν αυτόν και απάνθρωπον θάνατον, έτρεμον από τον φόβον και εζήτουν τόπον απόκρυφον δια να φύγω τον κίνδυνον. Επήγα λοιπόν εις μίαν γωνίαν, εις την οποίαν ήσαν βαϊα των φοινίκων, και ανασηκώσας αυτά εκρύβην κάτωθεν αυτών, σκεπτόμενος ότι εάν δεν με εύρουν οι βάρβαροι γλυτώνω τον θάνατον, ει δε και με εύρουν με φονεύουν ευθύς, και απαλλάσομαι από τα βάσανα. Εκείνοι δε αφήνοντες τους δύο νεκρούς έδραμον εις τον Ναόν ως λύκοι ανήμεροι ορυόμενοι και φονεύοντες τους Οσίους οι ανόσιοι και εναγείς εις τα Άγια. Και άλλων μεν έκοψαν τας κεφαλάς, άλλους εκτύπησαν εις την κοιλίαν και έχυσαν τα σπλάγχνα των άσπλαγχνα, άλλους εθέρισαν από την μέσην εις δύο, και άλλους ποικιλοτρόπως εβασάνισαν. Ταύτα ο αδελφός διηγούμενος εδάκρυε πικρώς, και εστέναζεν όχι μόνον αυτός, αλλά και ημείς συμπονούντες τους αδελφούς εκλαίομεν άπαντες. Ο δε πάλιν έλεγε: «Πως να είπω, αδελφοί και Πατέρες μου, όσα οι οφθαλμοί μου είδον; Ήτο εκεί ένας Μοναχός, Αδάμ καλούμενος, όστις είχε συγγενή τινά νέον μονάζοντα, ονόματι Σέργιον, όστις ήτο χρόνων δέκα πέντε και τον ανέθρεψεν ο γέρων από μικρόν βρέφος, διδάξας αυτόν πάσαν ακρίβειαν του αγίου σχήματος. Τούτον ιδόντες οι βάρβαροι, τον ωρέχθησαν ως νεώτερον εις το πρόσωπον. Λαβών δε αυτόν εις από την χείρα τον έσυρεν έξω, εκείνος δε ο αείμνηστος, βλέπων ότι δεν ηξιώθη να τελειωθή με τους άλλους Οσίους, αλλά ωδηγείτο να γίνη συνοδοιπόρος και ομοδίαιτος με τους ασεβεστάτους ο ευσεβέστατος, εδάκρυε πικρώς ολολύζων· έπειτα ιδών ότι δεν τον ωφελούσαν τα δάκρυα, απορρίψας πάσαν δειλίαν και φόβον από τον εαυτόν του, έδραμε με ανδρείον φρόνημα ως στρατιώτης γενναίος, και ανέσπασεν ένα ξίφος από ένα βάρβαρον και εκτύπησεν άλλον τινά εις τον ώμον, δια να θυμωθούν να τον θανατώσουν. Και ούτως έγινε το πράγμα, καθώς το εσκέφθη ο πάνσοφος. Ότι θυμωθέντες κατά πολλά οι ανήμεροι και τρίζοντες τους οδόντας τον κατέκοψαν εις πολλά τεμάχια· όταν δε τον εθανάτωναν έψαλλε ταύτα αγαλλόμενος: «Ευλογητός ο Θεός ότι δεν μας αφήκεν εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών». Και ταύτα ειπών εκοιμήθη ο τρισμακάριος· ούτοι δε κατέκοπτον αυτόν και μετά θάνατον προξενούντες αυτώ ζωήν αθάνατον. Πίπτοντες λοιπόν οι Άγιοι, μηδέν δειλιώντες ούτε θλιβόμενοι, αλλά χαίροντες και ευχαριστούντες τον Κύριον, επλήρωσαν τον Ναόν από αίματα. Και τα μεν άγια σώματα έμειναν εδώ εις την γην ως γήϊνα, τα δε πνεύματα ανήλθον εις τα ουράνια, να συναγάλλωνται μετά των Μαρτύρων αιώνια. Οι δε βάρβαροι, αφού εφόνευσαν άπαντας, ερευνούσαν πάντα τόπον, ελπίζοντες να εύρουν πράγμα τι πολύτιμον· διότι δεν εγνώριζον οι ανόσιοι, ότι οι Όσιοι Μάρτυρες δεν απέκτησαν ουδέν άλλο εις τούτον τον κόσμον, αλλά μόνον τα σώματα δια μέσου των οποίων τους ουρανούς εκληρονόμησαν· εγώ δε ο ελάχιστος παρέμενα κεκρυμμένος εις τα βαϊα τρέμων και φοβούμενος μήπως και έλθουν να ερευνήσουν και εκεί και με εύρουν. Παρεκάλουν δε τον Κύριον να με σκεπάση, αν είναι ορισμός Του, ως εύσπλαγχνος· ήλθον δε οι φονείς εις τον τόπον όπου ευρισκόμην, και βλέποντες ότι ήσαν βαϊα, τα κατεφρόνησαν, ή και ο Θεός τους εσκότισε, δια να μη με φονεύσωσιν· ιδόντες λοιπόν ότι δεν ευρίσκουσι τίποτε χρήσιμον οι άχρηστοι ανεχώρησαν. Φθάσαντες δε εις την θάλασσαν εύρον το πλοίον κατεστραμμένον, διότι εκείνος ο Χριστιανός, όστις έμεινε μέσα, ήτο φιλόχριστος και εφόνευσε με επιδέξιον τρόπον τον βάρβαρον, έπειτα έκοψε τα σχοινία και συνέτριψεν εις τους βράχους το πλοίον, αυτός δε εξήλθε κολυμβών και έφυγε. Μη έχοντες λοιπόν οι βάρβαροι πως να υπάγουν εις τον τόπον των εθυμώθησαν. Και πρώτον μεν έσφαξαν όλους τους αιχμαλώτους, άνδρας τε και γυναίκας και παιδία, πλήθος αρκετόν, έπειτα ήναψαν πυρ εις τους φοίνικας και τους έκαιον όλους. Τότε ήλθον Ισμαηλίται και Φαρανίται άνδρες εκλεκτοί εις τον πόλεμον εξακόσιοι και την πρωϊαν συνήψαν μάχην με τους βαρβάρους, οίτινες, μη έχοντες ελπίδα να φύγωσιν, επολεμούσαν ανδρείως όσον ηδύναντο και ουδείς επέστρεψεν εις τα οπίσω, έως ότου εφονεύθησαν άπαντες και ουδείς εξ αυτών απέμεινε, από δε τους Φαρανίτας εφονεύθησαν ογδοήκοντα τέσσαρες και πολλοί άλλοι επληγώθησαν. Τότε εξελθών και εγώ από τα βαϊα ηρεύνησα όλα τα σώματα των Οσίων και ήσαν ήδη νεκροί εκτός από τρεις, Δόμνον, Ανδρέαν και Ωρίωνα καλουμένους, από τους οποίους ο μεν Δόμνος εκείτετο δεινώς οδυνώμενος και βασανιζόμενος, έχων εις την πλευράν πληγήν θανάσιμον· ο δε Ανδρέας είχε πολλάς πληγάς, αλλά δεν ήτο καμμία προς κίνδυνον, δι’ αυτό και έζησεν. Ο δε Ωρίων δεν είχε καμμίαν πληγήν, διότι ο φονεύς τον εκτύπησεν εις την δεξιάν πλευράν με την μάχαιραν εγγίσας έως το δέρμα και μόνον αιματώθη η μάχαιρα. Όθεν ο βάρβαρος, νομίζων αυτόν τεθνηκότα, έδραμεν εις άλλον, και ο Ωρίων πίπτων εις την γην εκείτετο ως τεθνηκώς ακίνητος, και ηγέρθη τότε μετ’ εμού, και ψηλαφώντες τα λείψανα των Οσίων εκλαίομεν. Αφού δε εφόνευσαν τους βαρβάρους οι Φαρανίται, αυτών μεν τα σώματα αφήκαν εις το χείλος της θαλάσσης να τα φάγουν τα πετεινά και θηρία, καθώς τους έπρεπε· των δε συντρόφων και συγγενών αυτών τα συνήθροισαν, δηλαδή εκείνων οι οποίοι εφονεύθησαν κατά την πρώτην ημέραν, και μεγάλως θρηνήσαντες έθαψαν αυτούς εις διάφορα σπήλαια του όρους. Έπειτα ήλθον προς ημάς και βλέποντες τους Οσίους έκλαυσαν πάλιν απαρηγόρητα μαζί μας, βλέποντες τα πρόβατα του Χριστού εις την γην ερριμμένα ως από τους λύκους σπαραγμένα και ξεσχισμένα. Ο μεν λοιπόν φιλόχριστος Οβεδιανός και οι λοιποί πρώτοι της Φαράν έφεραν πολύτιμα και λαμπρά ιμάτια εις τιμήν αυτών με τα οποία ενδύσαντες ενεταφίασαν τους Οσίους οσίως και ευλαβέστατα ως έπρεπε. Ήσαν δε οι τελειωθέντες τριάκοντα εννέα, διότι ο Δόμνος (όστις ήτο από την Ρώμην) έζη ακόμη έως την εσπέραν και τότε ενεταφιάσαμεν και αυτόν τον μακάριον ιδιαιτέρως από τους άλλους, δια να μη ανοίξωμεν πάλιν τον τάφον των. Ετελειώθησαν δε οι Όσιοι τη ιδ΄ (14η) του μηνός Ιανουαρίου και έγινε σωστός ο αριθμός αυτών τεσσαράκοντα. Και ο μεν Ανδρέας και ο Ωρίων έμειναν προσωρινώς πάλιν εκεί, πλην είχον αμφιβολίαν να προσμείνουν έως τέλους ή να φύγουν. Εγώ δε μη δυνάμενος να υπομείνω την ερημίαν και μόνωσιν, ήλθον προς ημάς δια μικράν παρηγορίαν και άνεσιν. Πολλά με παρεκάλεσεν ο φιλόχριστος Οβεδιανός να μείνω εκεί και μου έτασσε να μου φέρη τα προς την χρείαν προθύμως, και δια τας προειρημένας αιυίας δεν του υπήκουσα. Ιδού ηκούσατε, αδελφοί, τα αναγκαιότερα και άλλην φοράν να σας διηγηθώ τα επίλοιπα. Λοιπόν είπατέ μου και σεις όσα εδώ εσυνέβησαν». Τότε και ημείς είπομεν εις αυτόν όσα ανωτέρω εγράφησαν· και εθαυμάσαμεν του Θεού τα παράδοξα, ότι την ιδίαν ημέραν ετελειώθησαν εις την Ραϊθώ και εδώ οι Πανόσιοι με όμοιον τρόπον, και εις τον αριθμόν εκεί και εδώ τεσσαράκοντα. Τότε αναστάς ο αββάς Δουλάς ενουθέτησε τους άλλους αδελφούς λέγων ούτω: «Εκείνοι μεν, αγαπητοί, ως εκλεκτοί δούλοι του Χριστού και άξιοι ηξιώθησαν της Βασιλείας και μακαριότητος αυτού οι όντως μακάριοι και καλότυχοι· επειδή μετά τοσούτους αγώνας και θλίψεις και πειρασμούς ύστερον από όλα επήραν και τον στέφανον της αθλήσεως, και έλαβον από τον Θεόν εις τους ουρανούς τιμήν και δόξαν μεγάλην ως Μάρτυρες. Ημείς δε ας φυλάττωμεν τας εντολάς του Κυρίου επιμελέστατα, και αυτούς μεν ας παρακαλέσωμεν να δέωνται του Κυρίου δι’ ημάς, όπως μας συναριθμήση μετ’ αυτών εις την Βασιλείαν Του. Αυτόν δε τον αγαθόν και φιλάνθρωπον Θεόν ας ευχαριστήσωμεν, διότι μας εσκέπασε και μας ελύτρωσεν από τας χείρας των ανοσίων θαυμασιώτατα». Ταύτα λέγων ο Όσιος ενουθέτησε τους Πατέρας με λόγους ψυχωφελείς και έμειναν ευχαριστούντες τον Κύριον. Εγώ δε ο ταπεινός Αμμώνιος επέστρεψα εις την Αίγυπτον, και έγραψα ταύτα εις χάρτην δια να μη λησμονηθή η τοιαύτη κατανυκτική διήγησις, αλλά να την αναγινώσκουν οι μεταγενέστεροι, να γίνωνται εις την αρετήν προθυμότεροι, και εις τας θλίψεις καρτερικώτεροι, ευχαριστούντες και δοξάζοντες τον Κύριον εις όλα τα επερχόμενα. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας άπαντας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου